ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

(Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Ευτύχη Μπιτσάκη,

Η Ύλη και το Πνεύμα, εκδ. Άγρα, 2011, σσ. 380,

μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο: La Matière et l’Esprit).

Στο πρόσφατο βιβλίο του ο Ευτύχης Μπιτσάκης επανέρχεται στο πανάρχαιο ερώτημα για τις σχέσεις ύλης και πνεύματος, αλλά από δρόμο διαφορετικό από αυτόν που συνηθίζεται στη φιλοσοφία. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας δέχεται και ταυτόχρονα σχετικοποιεί την καταστατική διαφορά επιστημών και φιλοσοφίας, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει οδούς διαμεσολάβησης ανάμεσα στις επιστημονικές έννοιες και τις φιλοσοφικές κατηγορίες. Με αφετηρία αυτή τη θέση, αναλύει και αποτιμά τις νέες μορφές ιδεαλισμού που τράφηκαν από τις επιστημονικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα (δήθεν αφυλοποίηση της ύλης, μικροσωμάτια που ανάγονται σε καθαρές μορφές, κατάρρευση της αιτιοκρατίας, γέννηση του Σύμπαντος, κ.λπ.). Αλλά το βιβλίο δεν είναι κυρίως πολεμικό. Με βάση τα δεδομένα της σύγχρονης φυσικής και της κοσμολογίας, ο συγγραφέας θεμελιώνει ένα σύγχρονο επιστημονικό ρεαλισμό ανοιχτό στις Επιστήμες της Φύσης (αντικειμενικότητα και γνωσιμότητα της φύσης). Εντούτοις, η θεμελίωση μιας υλιστικής κοσμοαντίληψης απαιτεί και ένα δεύτερο αξίωμα: το αξίωμα της αυθυπαρξίας της φύσης. Αλλά αυτό το αξίωμα απαιτεί τη φιλοσοφική αξιοποίηση των Επιστημών της Ζωής. Τα τρία τελευταία κεφάλαια του βιβλίου (Ανθρωπογένεση, Νοογένεση, Το πρόβλημα του Θεού) ολοκληρώνουν τη θέση του συγγραφέα, κατά την οποία οι επιστήμες θεμελιώνουν τον υλισμό. Το συμπέρασμα αντιφάσκει τόσο με τα ιδεαλιστικά και θρησκευτικά δόγματα, όσο και με τον απλοϊκό υλισμό.

Το 1983 ο Μπιτσάκης είχε δημοσιεύσει στο Παρίσι ένα βιβλίο, με τίτλο Physique et Matérialisme (Ed. Sociales), στο οποίο αντιμετωπίζει το πρόβλημα του υλισμού με βάση την ίδια μέθοδο και με τα ίδια κριτήρια με το σημερινό βιβλίο του. Αντί λοιπόν για μια κριτική παρουσίαση του Η Ύλη και το Πνεύμα, προτιμήσαμε να αναδημοσιεύσουμε από το περιοδικό Clarté (τ. 22, Μάιος - Ιούνιος, 1983) μία συνέντευξη του συγγραφέα στον Alexis Charansonnet, στην οποία αναπτύσσει τη συνολική άποψή του για τις σχέσεις φυσικών επιστημών και φιλοσοφίας και ειδικότερα για τη δυνατότητα μιας σύγχρονης υλιστικής κοσμοαντίληψης.

Clarté (A. Charansonnet): Με ποιο τρόπο ένας φυσικός που ενδιαφέρεται για τον πειραματισμό και την ακρίβεια, μπορεί να ρίξει γέφυρες ανάμεσα σε μια, λεγόμενη, «ακριβή» επιστήμη και τη φιλοσοφία, τα κριτήρια της οποίας, εάν υπάρχουν, είναι εντελώς διαφορετικά από της φυσικής; Δεν υπάρχει, προφανώς, ανάμεσα στις επιστήμες της φύσης και τη φιλοσοφία μια καταστατική διαφορά η οποία, εξ υπαρχής, θέτει ένα εμπόδιο στην προσέγγισή τους;

Ε. Μπιτσάκης: Είναι γεγονός ότι ο καταστατικός ορισμός των επιστημών είναι διαφορετικός από τον αντίστοιχο της φιλοσοφίας. Οι θέσεις και οι νόμοι των επιστημών είναι εμπειρικά ελέγξιμοι: επαληθεύσιμοι ή διαψεύσιμοι. Αυτό δεν ισχύει για τις προτάσεις της φιλοσοφίας. Επίσης, είναι γεγονός ότι οι δρόμοι ανάπτυξης των επιστημών είναι διαφορετικοί από τους δρόμους της φιλοσοφίας. Εντούτοις, εάν υπερβούμε τις ανιστορικές αντιθέσεις της θετικιστικής-φορμαλιστικής σκέψης, είναι δυνατόν να σχετικοποιήσουμε, δηλαδή να διαλεκτικοποιήσουμε την αντίθεση ανάμεσα στις επιστήμες και στη φιλοσοφία. Και τότε αναδεικνύεται η ιστορική διάσταση, οι κατηγορίες της φιλοσοφίας γίνονται κι αυτές ιστορικές, και μια «ιστορική-γενετική» σχέση αποκαθίσταται ανάμεσα στα δύο γνωστικά πεδία.

Συγκεκριμένα: Είναι γνωστό ότι οι πρώτοι πυρήνες επιστημών συγκροτήθηκαν στο εσωτερικό φιλοσοφικών συστημάτων, ως η διαλεκτική άρνηση και οι κληρονόμοι των φιλοσοφικών κοσμοθεωρήσεων. Επίσης, είναι γνωστό ότι η φιλοσοφία, και προπαντός η μαρξιστική, αναπτύσσεται μέσω εξωφιλοσοφικών πρακτικών, όπως οι επιστήμες, η τεχνική, η πολιτική. Γιατί, λοιπόν, να μην επιχειρήσουμε να αξιοποιήσουμε φιλοσοφικά τα δεδομένα αυτής της κατεξοχήν «φιλοσοφικής επιστήμης», της φυσικής, και να αινήσουμε, με αυτό τον τρόπο, το συγκεκριμένο, στον αφηρημένο κόσμο των φιλοσοφικών κατηγοριών; Γιατί να μην υποβάλουμε τον διαλεκτικό υλισμό στη δοκιμασία του συγκεκριμένου και να επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τη συμβατότητά του με τα δεδομένα των επιστημών, συνεπώς τη νομιμότητά του, ή αντίθετα, τον «ιδεολογικό» χαρακτήρα του; Δεν είναι δυνατόν να αρνηθούμε τη φιλοσοφική εμβέλεια των επιστημών, και αντίστροφα, δεν είναι δυνατό να αγνοήσουμε την επιστημολογική και τη γνωστική λειτουργία της φιλοσοφίας. Προσωπικά, δεν δέχομαι την άποψη του επιστημονισμού, κατά την οποία οι επιστήμες αντιπροσωπεύουν την Αλήθεια, ενώ η φιλοσοφία δεν θα ήταν άλλο από φανταστική απεικόνιση των σχέσεων του ανθρώπου με τον κόσμο.

Η απόπειρά μου προϋποθέτει συνεπώς τη φιλοσοφική εμβέλεια των επιστημών, και αντίστροφα, τη γνωστική λειτουργία της φιλοσοφίας. Ωστόσο, οφείλω να συγκεκριμενοποιήσω αυτό τον ισχυρισμό: Οι επιστήμες εξερευνούν ειδικές περιοχές της πραγματικότητας. Αλλά στον βαθμό που αναπτύσσονται, η γνώση τους γίνεται όλο και περισσότερο εξειδικευμένη. Ταυτόχρονα, η γνώση αυτή γενικεύεται και τείνει να γίνει φιλοσοφική. Δεν είναι τυχαίο ότι μια σειρά επιστημονικές έννοιες (χώρος, χρόνος, αιτιότητα, αλληλεπίδραση, κ.λπ.) είναι επίσης φιλοσοφικές κατηγορίες. Θα ονομάσουμε οιονεί φιλοσοφικές έννοιες (concepts quasi philosophiques) έννοιες όπως η ύλη, η κίνηση, η αλληλεπίδραση, η αιτιοκρατία, ο χώρος και ο χρόνος, κ.λπ. Οι έννοιες αυτές δεν είναι επιστημονικές με την αυστηρή έννοια του όρου. Είναι, εντούτοις, απαραίτητες στις επιστήμες και ασκούν μια λειτουργία διαμεσολάβησης ανάμεσα σ’ αυτές και στη φιλοσοφία. Οι λέξεις αυτές αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες, ειδικές μορφές της πραγματικότητας. Ταυτόχρονα, συνδέουν το συγκεκριμένο με το γενικό αφηρημένο. (Ο Χέγκελ έγραψε ότι η φιλοσοφία εγκλείει όλο τον πλούτο του ειδικού). Χάρη σ’ αυτές τις έννοιες, η φιλοσοφία δεν αποκόπτεται από την πραγματικότητα. Είναι το γενικό-αφηρημένο που διαμέσου των εννοιών αυτών επιστρέφει στο συγκεκριμένο.

Ταυτόχρονα, είναι γεγονός ότι η φιλοσοφία δεν παράγει απ’ ευθείας ειδική γνώση: οι νόμοι του ειδικού δεν προκύπτουν από τη φιλοσοφική αφαίρεση. Εντούτοις, η φιλοσοφία έχει μια αναμφισβήτητη επιστημολογική λειτουργία. Η λειτουργία αυτή δεν αφορά μόνο τη στρατηγική της επιστημονικής έρευνας. Αφορά επίσης, και προπαντός, το γεγονός ότι η φιλοσοφία του επιστήμονα παρεμβαίνει – συνειδητά ή όχι – στη διαδικασία διαμόρφωσης της θεωρίας, καθώς και κατά την κατανόηση και την «ερμηνεία» της. Η θεωρία της σχετικότητας και οι θεωρίες των κβάντα είναι τα καλύτερα παραδείγματα αυτής της διπλής επιστημολογικής λειτουργίας της φιλοσοφίας. Αλλά η φιλοσοφία είναι επίσης δυνατόν να αποτελέσει επιστημολογικό εμπόδιο και να επιβραδύνει την υπέρβαση των αντιφάσεων που γεννιούνται στο εσωτερικό ενός επιστημονικού κλάδου.

Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε ότι η γνωστική λειτουργία της φιλοσοφίας δεν περιορίζεται στην επιστημολογική λειτουργία της. Είναι γεγονός ότι οι κατηγορίες θεωρούνται συχνά σαν το Αιώνιο και το Αμετάβλητο της αντίληψης για τον κόσμο και πολλοί φιλόσοφοι ισχυρίζονται ότι η φιλοσοφία δεν έχει ιστορία. Εντούτοις, οι φιλοσοφικές κατηγορίες διατυπώνονται στην πορεία της ιστορίας με τη διαμεσολάβηση εξω-φιλοσοφικών πρακτικών και ως «στιγμές» ιδεολογικών αγώνων, είτε ως μυστικοποιημένη έκφραση της πραγματικότητας είτε ως ιστορικά καθορισμένη γενίκευση, δηλαδή ιστορικά κατάλληλη έκφραση της κοινωνικής εμπειρίας. Οι φιλοσοφικές προτάσεις δεν έχουν «τιμή αλήθειας», με την τυπική έννοια του όρου. Είναι, όμως, δυνατόν να είναι σύμμορφες ή να αντιφάσκουν με τις επιστήμες και την κοινωνική πρακτική. Συνεπώς, είναι δυνατόν να διακρίνουμε δύο είδη φιλοσοφικών προτάσεων: Προτάσεις του πρώτου είδους, οι οποίες απλώς δεν αντιφάσκουν με τις επιστήμες – π.χ. η πρόταση ότι το Σύμπαν είναι άπειρο – καθώς και προτάσεις δευτέρου είδους, οι οποίες είναι ορθές (justes) και οι οποίες είναι δυνατό να υποστούν τη δοκιμασία της πράξης, μέσω εξωφιλοσοφικών δεδομένων. Τέτοια π.χ. είναι η περίπτωση της κατηγορίας αντίθεση (contradiction), η οποία είναι μία οντολογική και όχι απλώς γνωσιοθεωρητική κατηγορία (υπάρχει στην ουσία των πραγμάτων, στα πράγματα και στους θεσμούς), όπως και της πρότασης ότι η φύση σέβεται την αρχή της αιτιότητας. Και απ’ αυτή την άποψη, επίσης, η αντίθεση ανάμεσα στις επιστήμες και τη φιλοσοφία σχετικοποιείται και μετατρέπεται σε διαλεκτική αντίθεση. Τέλος, υπάρχουν προτάσεις οι οποίες δεν επιδέχονται συσχέτιση με την πραγματικότητα, όπως π.χ. ότι το Σύμπαν είναι «ζῷον ἔμψυχον καὶ ἔννουν» (Πλάτων). Οι προτάσεις αυτές θα μπορούσαν να ονομαστούν μεταφυσικές, αλλά και αυτών των προτάσεων η γένεση θα μπορούσε να εξηγηθεί με βάση το επίπεδο των γνώσεων και τις κοινωνικές-ιδεολογικές συνθήκες μιας εποχής. Τέλος, ως προς το πρόβλημα επαλήθευση-διάψευση: Οι προτάσεις της φιλοσοφίας δεν υπόκεινται σε άμεσο εμπειρικό έλεγχο. Εντούτοις, η γενεαλογία και ο χαρακτήρας των φιλοσοφικών προτάσεων είναι δυνατό να εξηγηθούν με αφετηρία τις κοινωνικές συνθήκες και την ιδεολογική διαμάχη μιας εποχής. Επιπλέον, οι προτάσεις αυτές είναι δυνατό να επαληθευτούν ή να διαψευστούν από εξωφιλοσοφικές περιοχές, με μεγάλη ή μικρότερη χρονική υστέρηση. Η πρόταση του Θαλή π.χ. ότι το ύδωρ είναι αρχή διαψεύστηκε από τη νεώτερη χημεία, ενώ η πρόταση του Δημόκριτου για την ατομική σύσταση της ύλης επαληθεύτηκε από τη χημεία και τη φυσική του 19ου αιώνα. Στις περιπτώσεις αυτές μια φιλοσοφική θέση είχε ήδη μετατραπεί σε επιστημονικό πρόβλημα, απαντήθηκε και έπαψε να ανήκει στην αρμοδιότητα της φιλοσοφίας.

Clarté (A. Charansonnet): Η αντίληψή σας μου φαίνεται ότι ακυρώνει ολοκληρωτικά μια άποψη, τόσο παλαιά όσο και η ίδια η φιλοσοφία, κατά την οποία αυτή η τελευταία θα ήταν ένα είδος κριτή των άλλων επιστημών στο δικαστήριο της Αλήθειας, ένα επιστέγασμα των επιμέρους γνώσεων τις οποίες θα ανακεφαλαίωνε.

Ε. Μπιτσάκης: Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι αρνούμαι μια φιλοσοφία η οποία θα ετοποθετείτο πάνω από τις επιστήμες, που θα ήταν η επιστήμη των επιστημών, ο ανώτερος κριτής της γνώσης. Μέσα στο ίδιο πνεύμα δεν μπορώ να δεχτώ την έννοια της «μετα-επιστήμης», την οποία ενίοτε ορισμένοι επικαλούνται, επειδή πρόκειται για τυπική και κανονιστική έννοια, η οποία μπορεί να απαλείψει τις αμοιβαίες και ιστορικά διαμορφωμένες σχέσεις ανάμεσα στις επιστήμες και στη φιλοσοφία. Πράγματι, υπάρχουν επιστήμες όπως η φυσική, η κοσμολογία, η βιολογία ή η ψυχολογία, τις οποίες θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «φιλοσοφικές επιστήμες», χωρίς να τις ταυτίζουμε με τη φιλοσοφία. Αντίστροφα, η φιλοσοφία μπορεί να είναι επιστημονική, χωρίς να είναι επιμέρους επιστήμη. Εδώ επανέρχομαι στο πρώτο σας ερώτημα: Κατά την άποψή μου ο μαρξισμός μπορεί να αξιώσει το καθεστώς επιστημονικής φιλοσοφίας, η οποία συγκροτήθηκε σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή και εξελίσσεται σε γενετική σχέση με την κοινωνική πράξη.

Επιστρέφω στη δεύτερη όψη του ερωτήματός σας: Ο Μαρξ, όπως είναι γνωστό, δεν έγραψε κάποια Διαλεκτική της φύσης. Εντούτοις, στην πορεία του έργου του και προπαντός στο Κεφάλαιο, διατύπωσε θέσεις και ιδέες, οι οποίες είναι δυνατό να αποτελέσουν βάση για τη διαμόρφωση μιας τέτοιας διαλεκτικής. Επιπλέον, ο Μαρξ γνώριζε το Αντι-Ντύρινγκ και συνολικότερα τις αντιλήψεις του Ένγκελς για τη διαλεκτική της φύσης, με τις οποίες συμφωνούσε.

Είναι γεγονός, εντούτοις, ότι συχνά αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της διαλεκτικής της φύσης. Τα αίτια αυτού του φαινομένου δεν βρίσκονται μόνο στις ιδιομορφίες και τις δυσκολίες που συναντά κανείς, αν θέλει να ορίσει το καθεστώς μιας διαλεκτικής της φύσης. Θα πρέπει, επίσης, να αναζητήσουμε και τα πολιτικά αίτια μιας τέτοιας απόρριψης. Τέλος, η αλλεργία την οποία προκαλεί συχνά αυτή η λέξη, προέρχεται εν μέρει από το γεγονός της «οντολογικοποίησής» της, στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Ένγκελς και του Λένιν.

Άλλωστε, η διαλεκτική εικόνα της φύσης αναδύεται εντελώς φυσιολογικά από την ανάλυση των δεδομένων των επιστημών, επειδή οι επιστήμες της φύσης δεν έχουν μόνο μια γνωσιοθεωρητική εμβέλεια (που αποσκοπεί στη γνώση των νόμων της λειτουργίας της), αλλά επίσης και ταυτόχρονα μια οντολογική. Έτσι, μια διαλεκτική της φύσης, η οποία συγκροτείται διαμέσου των επιστημονικών δεδομένων, είναι νόμιμη και έχει μια οντολογική εμβέλεια, χωρίς να είναι οντολογία, με την παραδοσιακή, θεωρησιακή έννοια του όρου. Ο μαρξισμός έχει υπερβεί τις συνήθειες της «κακής αφαίρεσης» και ιδιαίτερα τη συνήθεια να αποφαίνεται για το Είναι, αγνοώντας τις επιστήμες ή προσαρμόζοντας τα δεδομένα των επιστημών σε ένα a priori απαγωγικό σχήμα. Οι θέσεις της διαλεκτικής της φύσης, όπως έγραψε ο Ένγκελς, δεν είναι αρχές, οι οποίες τίθενται αξιωματικά. Συνάγονται διαμέσου των δεδομένων των επιστημών, της τεχνικής, της κοινωνικής πράξης και της ιστορίας. Έτσι, η διαλεκτική της φύσης αποφαίνεται για το Είναι, χωρίς να είναι θεωρησιακή οντολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ένγκελς υποστήριζε ότι, μετά από κάθε επανάσταση στις επιστήμες της φύσης, ο διαλεκτικός υλισμός πρέπει να αλλάζει μορφή. Η διαλεκτική της φύσης, επαναλαμβάνω, δεν είναι μια ανιστορική οντολογία: συγκροτείται μέσα στην ιστορία, σε συνθήκες που καθορίζονται από την ανάπτυξη των επιστημών και από τους ιδεολογικούς αγώνες, όντας όχι μόνο προϊόν αυτών των συνθηκών, αλλά και ενεργός συνιστώσα του ιδεολογικού εποικοδομήματος, το οποίο μετέχει στην κίνηση της ιστορίας. Ο 19ος αιώνας, παραδείγματος χάριν, είχε τη δική του διαλεκτική της φύσης, την οποία εν μέρει διατύπωσε ο Ένγκελς. Η διαλεκτική της φύσης του αιώνα μας θα είναι συνέχεια και ταυτόχρονα διαλεκτική υπέρβαση του έργου του Ένγκελς.

Διαθέτουμε τα στοιχεία μιας διαλεκτικής της φύσης, όχι όμως την ίδια τη Διαλεκτική της Φύσης. Και, για να αφήσουμε ανοικτή τη συζήτηση, θα έλεγα ότι θα πρέπει να διερωτηθούμε για τα αίτια αυτής της απουσίας.