ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ


της Γεωργίας Πετράκη


1. Εισαγωγή


Η συζήτηση γύρω από τις συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ είναι λογικό να παραπέμπει σε κοινωνιολογικού τύπου ανάλυση γύρω από τις κοινωνικές τάξεις στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται και αποσκοπεί να εκπροσωπήσει πολιτικά. Ο σκοπός αυτού του σημειώματος είναι να προτείνει στοιχεία μιας διαφορετικής προσέγγισης θεωρώντας ότι οι κυρίαρχες αναλύσεις είναι κατά βάση παρωχημένες και πάσχουν από εργατισμό ακόμα και στις σύνθετες διατυπώσεις τους. Συζητάω 3 κείμενα1 των οποίων τα βασικά στοιχεία εμπεριέχονται ή υπονοούνται σε πολλά άλλα κείμενα του χώρου μας. Λέω προκαταβολικά ότι επ’ ουδενί δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την ταξική ανάλυση, αντίθετα θα πρέπει να κατανοήσουμε τις αλλαγές που έχουν γίνει στις τάξεις του σημερινού καπιταλισμού για να οικοδομήσουμε ένα ηγεμονικό συνασπισμό στη βάση ενός εναλλακτικού σχεδίου για την κοινωνία στον οποίο θα αναγνωρίζονται και θα συμμετέχουν όχι μόνο η εργατική τάξη και οι θεωρούμενοι ως παραδοσιακοί της σύμμαχοι, αλλά ένας συνασπισμός στρωμάτων ή τάξεων των οποίων οι παραδόσεις δεν είναι εργατικές αλλά στηρίζουν, από διαφορετικές προσεγγίσεις ένα εναλλακτικό – αντι-νεοφιλελεύθερο κοινωνικό σχέδιο.

Στο άρθρο «Οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι ταξικές αντιπαραθέσεις» η εργατική τάξη ορίζεται ως το επίκεντρο των ταξικών αγώνων και ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να επιστρέψει στις «ρίζες» προκειμένου να γίνει δυνατή η υπέρβαση «της κρίσης υπερσυσσώρευσης προς όφελος της εργατικής τάξης και σε βάρος των συμφερόντων του επιχειρηματικού κεφαλαίου» για την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Στο ίδιο άρθρο η ορολογία που χρησιμοποιείται αφορά πάντα το εργατικό κίνημα (για την πρώτη μνημονιακή περίοδο 2010-12) ή το λαϊκό κίνημα. Όμως δικαιούμαστε να αναρωτηθούμε αν το εκπαιδευτικό κίνημα ή το κίνημα των γιατρών, των δικηγόρων, των φαρμακοποιών είναι εργατικό κίνημα ή αν το κίνημα των πρυτάνεων ενάντια στο νόμο 4009 για τα πανεπιστήμια ήταν λαϊκό κίνημα.

Σε άλλο κείμενο («Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμμαχίες») με θέμα τις συμμαχίες, ορίζονται ως κοινωνικό υποκείμενο, από την οπτική γωνία της Αριστεράς, οι μισθωτοί εργαζόμενοι με κέντρο την εργατική τάξη «η οποία, ό, τι και αν ισχυρίζονται οι “μεταβιομηχανικοί και “μεταμοντέρνοι παρα-υπάρχει και επεκτείνεται». Κατά συνέπεια ως προτεραιότητα τίθεται το να συγκροτηθεί το εργατικό υποκείμενο και να κατακτήσει την ταξική του αυτονομία που θεωρείται από το γράφοντα ως «πρωταρχική και αναγκαία προϋπόθεση για την οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών». Όμως στη συνέχεια της ανάλυσης εκτός από την παραδοσιακή εργατική τάξη – που εκμαιεύω ότι αφορά τη βιομηχανική εργατική τάξη, οι κατηγορίες που αναφέρονται είναι οι γιατροί, οι εκπαιδευτικοί, οι άνεργοι, οι επισφαλείς μισθωτές κατηγορίες. Βεβαίως ούτε οι γιατροί ούτε οι εκπαιδευτικοί είναι εργάτες και εργάτριες, ενώ οι άνεργοι και οι επισφαλείς είναι οριζόντιες κατηγορίες. Δικαιούται κάποιος να αναρωτηθεί αν αυτοί μαζί με τους γιατρούς και τους εκπαιδευτικούς του δημόσιου τομέα, και τους ιδιωτικούς υπαλλήλους θα αποτελέσουν το «εργατικό υποκείμενο». Θεωρώ ότι αυτές οι κατηγορίες συνιστούν διαφορετικά υποκείμενα –όταν συνιστούν υποκείμενα – είναι διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες που δεν υπάγονται στους ίδιους ταξικούς αλλά και κορπορατιστικούς, πολιτισμικούς – εκπαιδευτικούς - φυλετικούς (σύνθεση ανά φύλο) περιορισμούς/προσδιορισμούς, των οποίων η συνάρθρωση σε ένα πολιτικό υποκείμενο είναι ένα ζητούμενο με πολλά ερωτηματικά. Κατά τη γνώμη μου ενώ οι κατηγορίες αυτές συγκρούονται με την νεοφιλελεύθερη ατζέντα – δεν αποτελούν «εργατικό» υποκείμενο αλλά «νέα υποκείμενα» εκτός εργατικής παράδοσης και δεν μπορούν να ταυτιστούν και να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους μέσα από τη θεωρία του ιστορικού προλεταριάτου.

Η άποψη περί «εργατικού υποκειμένου» μας παραπέμπει σε προγενέστερες καπιταλιστικές μορφές που γέννησαν την ιστορική θεωρία περί πρωτοπορίας της εργατικής τάξης προς τις οποίες εξακολουθούμε να είμαστε ηθικά προσηλωμένοι αλλά δεν αντιστοιχούν με τις σημερινές εμπειρίες της πολλαπλής κοινωνικής συγκρουσιακότητας, αλλά ούτε αποδίδουν τη σημερινή ταξική διαστρωμάτωση που έχει υποστεί πολλαπλές διαφοροποιήσεις. Θεωρώ ότι η ανάλυση που τις προηγούμενες διαπιστώσεις τις τοποθετεί σε μια υποτιθέμενη μη μαρξιστική «πολιτισμική» προσέγγιση ενώ αυτό που μετράει είναι η καθαρή ταξική ανάλυση που θεωρείται πιστή στο μαρξισμό, είναι θεωρητικά ανεπαρκής και παρωχημένη.

Με τη γενίκευση της μισθωτής εργασίας σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας η μισθωτή εργασία συγχρόνως διαφοροποιήθηκε. Έχουν περάσει κάμποσες δεκαετίες από τότε που τα εργατικά επαγγέλματα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα, ήταν η πρώτη σε μέγεθος αλλά και η εμβληματική κεντρική μισθωτή κατηγορία, της οποίας οι αγώνες αποτελούσαν την ατμομηχανή κατά κάποιο τρόπο του κοινωνικού κινήματος και το εργατικό κίνημα την πρωτοπορία των αγώνων για κοινωνική χειραφέτηση.

Η εργατική ταξική ταυτότητα και το εργατικό κίνημα στις χώρες που είχαν ανεπτυγμένη βιομηχανική παραγωγή έχουν απολέσει τον κεντρικό πολιτικό τους ρόλο για λόγους σύνθετους που αφορούν την ίδια την εξέλιξη του «γνωσιακού» καπιταλισμού και του καταμερισμού της εργασίας, την πολιτισμική εξέλιξη των κοινωνιών, την από-περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης, την αποβιομηχάνιση, την κρίση του ανδρικού πατερναλισμού (που χαρακτήριζε τις εργατικές παραδόσεις) και την άνοδο της εργασίας των γυναικών. Επιπλέον έχουν αναδειχθεί όλη αυτή τη νεοφιλελεύθερη περίοδο αγώνες που έφεραν μπροστά κλάδους που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη όπως τα ιατρικά και παραϊατρικά επαγγέλματα, τους εκπαιδευτικούς αγώνες που κινητοποιούν τοπικές κοινωνίες στο σύνολό τους στους οποίους συμμετέχουν συνασπισμοί διαφόρων ταξικών κατηγοριών, ενώ αναπτύχθηκαν κινηματικές μορφές οργάνωσης που δεν εντάσσονται στην τεχνογνωσία του εργατικού κινήματος (κινήματα πόλης, φόρουμ, δίκτυα, αυτοαργανωμένοι δημόσιοι χώροι κλπ).

Η διαφοροποίηση της μισθωτής εργασίας και στην Ελλάδα αποτυπώνεται καθαρά στην εξέλιξη της σύνθεσης του συνόλου των μισθωτών κατά ομάδες ατομικών επαγγελμάτων. Το 1961 η μεγαλύτερη μισθωτή κατηγορία ατομικών επαγγελμάτων ήταν στα εργατικά επαγγέλματα (το 46, 8% των μισθωτών) η δεύτερη σε μέγεθος ήταν στα υπαλληλικά επαγγέλματα (το 30, 7% των μισθωτών) η τρίτη σε μέγεθος μισθωτή κατηγορία ήταν στα αγροτικά επαγγέλματα. Τριάντα χρόνια μετά, το 1991 το τοπίο της μισθωτής εργασίας έχει αισθητά διαφοροποιηθεί. Ο δεσπόζων χαρακτήρας των εργατικών επαγγελμάτων στο σύνολο της επίσημα καταγεγραμμένης εξαρτημένης εργασίας υποχωρεί και αναπτύσσονται άλλα μισθωτά επαγγέλματα, υπαλληλικά, υπηρεσιών και επιστημονικά, διευθυντικά και ανώτερα τεχνικά επαγγέλματα. Τα υπαλληλικά επαγγέλματα (η επαγγελματική ομάδα των υπαλλήλων γραφείου/ εμπόρων πωλητών/ απασχολουμένων στην παροχή υπηρεσιών (3, 4, 5), σταδιακά μεταξύ 1961-1991 θα καταστεί το μεγαλύτερο μισθωτό επάγγελμα, φθάνοντας το 39, 7% της μισθωτής απασχόλησης το 1991 με δεύτερα τα εργατικά επαγγέλματα (το 36% των μισθωτών) και η τρίτη τα επιστημονικά/διευθυντικά επαγγέλματα (το 19, 9% των μισθωτών). Όμως στα επόμενα χρόνια και ενώ συνεχίζεται η συρρίκνωση των εργατικών επαγγελμάτων τα επιστημονικά επαγγέλματα αναπτύσσονται ραγδαία κατά τις τελευταίες δεκαετίες και αποκτούν μεγάλο βάρος στο σύνολο της μισθωτής εργασίας. Στη σημερινή Ελλάδα το 35, 1% της μισθωτής εργασίας τοποθετείται στις ανώτερες επαγγελματικές κατηγορίες (1, 2, 3). Το 35% στα υπαλληλικά επαγγέλματα (4, 5) και το 26% στα εργατικά επαγγέλματα (7, 8, 9).2


2. Τα μεσαία στρώματα


Μια πολύ καθαρή εργατίστικη προσέγγιση μπορούμε να δούμε στο άρθρο «Το χρώμα της δικής μας ηγεμονίας», που βέβαια δεν μπορεί παρά να είναι κόκκινη. Εντύπωση προκαλεί ο ισχυρισμός ότι έχει αποκατασταθεί «η συμμαχία της αστικής τάξης με τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα των εμπόρων, των μικρο-ιδιοκτητών και της μικρής παραγωγής» μέσα από το μνημόνιο, σε μια περίοδο αύξησης της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, που πρακτικά σημαίνει την εξαφάνιση της μικρής παραγωγής ως τάση, θέμα σημαντικό και κρίσιμο για τις οριζόντιες συμμαχίες και συγκλίσεις που πρέπει να επιδιωχτούν σε μια προοπτική εναλλακτικής ανάπτυξης και εναλλακτικού μοντέλου παραγωγής. Πράγματι, το δεύτερο μνημόνιο βάλλει κυρίως εναντίον της εξαρτημένης εργασίας αλλά το πρώτο βάλλει ενάντια στην ανεξάρτητη μικρή παραγωγή και τα δύο μνημόνια συνυπάρχουν. Η ανάλυση αυτή δεν παίρνει καθόλου υπόψη τους μετασχηματισμούς που επιφέρει ο χρηματιστηριακός καπιταλισμός συνολικά στις επιχειρήσεις και τα νέα μέτωπα που ανοίγονται από την πίεση της βραχυπρόθεσμης αποδοτικότητας των μετόχων και των επενδυτών και τις ανάγκες της κοινωνίας ολόκληρης στις οποίες ακουμπούν πολλές μικρές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να απευθυνθούν στις μεγάλες διεθνείς αγορές.

Παρομοίως η ανάλυση του συγγραφέα για την αποκαλούμενη νέα μικροαστική τάξη – ορολογία που οφείλουμε στον Νίκο Πουλαντζά και αναφέρεται κατά βάση στη μη χειρονακτική εξαρτημένη εργασία3 – δεν παίρνει υπ’ όψη τις σοβαρές μεταβολές που έχουν λάβει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες στο τεχνικό και κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και βέβαια στη μνημονιακή Ελλάδα, την αποσύνθεση των κατηγοριών των στελεχών και την επισφάλεια μίας πλειοψηφικής μερίδας των κατηγοριών που τη συνθέτουν.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα «οι κατηγορίες των ανώτερων και μεσαίων στελεχών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα ή σε άλλη διατύπωση οι πτυχιούχοι, η ειδικευμένη διανοητική εργασία που καταλαμβάνει τις μεσαίες και ανώτερες θέσεις της ιεραρχίας των επιχειρήσεων, των πανεπιστημίων και της κρατικής γραφειοκρατίας, (που) συχνά ασκούν επίβλεψη σε άλλους εργαζόμενους, διευθύνουν τη παραγωγή για λογαριασμό του κεφαλαιοκράτη, καθώς και την κρατική μηχανή για λογαριασμό της αστικής τάξης στο σύνολό της». Ενώ σε άλλη διατύπωση παρουσιάζονται ως ανεκτικοί προς τη Χρυσή Αυγή επειδή είναι οπαδοί του κοινωνικού δαρβινισμού που επιβάλλουν οι αγορές.

Τα στρώματα των στελεχών μεσαίων και ανώτερων, και οι κατηγορίες των διπλωματούχων έχουν χάσει τις καταστατικά προνομιακές τους θέσεις αφού αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Αυτές οι κατηγορίες αποτελούν το 24, 68% των ανέργων και το 37, 96% των «νέων ανέργων».4 Από τη δεκαετία του 1990 αυξάνεται αισθητά η ανεργία των στελεχών ενώ οι νέοι διπλωματούχοι (το 33, 07% της απασχόλησης έχουν μεταπτυχιακό τίτλο ή πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) έχουν όλο και μεγαλύτερη δυσκολία να αποκτήσουν μια οργανική στελεχική θέση και τοποθετούνται σε καθεστώτα επισφάλειας: Συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ή έργου, τριγωνικές σχέσεις εργασίας κάτι που στις μέρες μας τείνει να γενικευτεί παρ’ όλο που δεν έχουμε στατιστικά στοιχεία που να δείχνουν τα καθεστώτα απασχόλησης (πέραν της μερικής ή πλήρους απασχόλησης).

Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην έρευνα για την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας στο σύνολο των νέων που βρήκαν την πρώτη εργασία τους ως μισθωτοί (με περίοδο αναφοράς το 2009 για άτομα ηλικίας 15-34 χρονών) το 48, 4% ήταν προσωρινοί, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, ενώ αν εξετάσουμε την προσωρινότητα με βάση τον τύπο εκπαίδευσης οι διαφοροποιήσεις είναι σχετικά μικρές αφού το 53, 2% των αποφοίτων της πρωτοβάθμιας, το 50, 9 των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας και το 48, 4 των αποφοίτων της τριτοβάθμιας ήταν προσωρινοί στην εργασία τους.

Επιπλέον και ενώ μεγάλα κομμάτια των ανώτερων επιστημονικών και τεχνικών επαγγελμάτων εργάζονται συχνά και επί μακρόν με επισφαλές καθεστώς, η αυτονομία που διέθεταν στους χώρους εργασίας έχει συρρικνωθεί μέσα από συστήματα ποσοτικής ορθολογικοποίησης και μέτρησης της αποδοτικότητάς τους. Πολλά από αυτά τα επαγγέλματα απαιτούν κατά την άσκησή τους αυτονομία και υποκειμενική εμπλοκή στην εργασία και βρίσκονται αντιμέτωποι με την πίεση των χρόνων, την τυποποίηση της γνώσης, την ελεγχόμενη αυτονομία.

Επίσης η νέα οργάνωση της εργασίας απειλεί άμεσα τις λειτουργίες της ενδιάμεσης ιεραρχίας ενώ η συγκεντροποίηση των στρατηγικών λειτουργιών μονοπωλείται από τα επιτελικά στελέχη που συμμετέχουν στις αποφάσεις ενώ τα λειτουργικά στελέχη περιθωριοποιούνται. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές χώρες η «οδύνη της εργασίας» στις σύγχρονες επιχειρήσεις έχει αυξήσει τις αυτοκτονίες εργαζομένων που πλέον δεν αφορά εξαθλιωμένες κατηγορίες αλλά στελέχη επιχειρήσεων.

Η σταθερότητα της απασχόλησης, η καριέρα, η εμπλουτισμένη αυτόνομη εργασία, η εγγύηση του πανεπιστημιακού διπλώματος, χαρακτηριστικά της θέσης των στελεχών τις περασμένες δεκαετίες, απειλούνται σήμερα από την κρίση της απασχόλησης αλλά και από τις κοινωνικό-τεχνικές μεταβολές που οδηγούν σε σχετική ανασύνθεση των επιχειρησιακών λειτουργιών. Επιπλέον η ένταση του ανταγωνισμού, οι εντατικές αναδιαρθρώσεις, έχουν προκαλέσει διαφοροποιήσεις στη συνδικαλιστική τους πρακτική. Στη γαλλική συζήτηση θεωρήθηκε σταθμός στη σχέση «αφοσίωσης» των στελεχών προς τους διευθυντές η “révoltesdescadres” ενάντια στο μεγάλο φόρτο εργασίας: η τηλεργασία, η δωρεάν εργασία, στο όνομα της ταύτισης με τα συμφέροντα της επιχείρησης έχουνπλέονξεθυμάνει στο βαθμό που όλο και λιγότερο τα στελέχη ταυτίζονται με τη διεύθυνση (με την εξαίρεση των διευθυντικών) σε επιχειρήσεις που πλέον δεν τους αποδίδουν τα προνόμια του παρελθόντος. Σύμφωνα με το Ζαν Λορσκίν, η συμβολική απεργία που έγινε στην Thomson-Thales στην Elancourt το 1998 από τα στελέχη και τους μηχανικούς με επίκεντρο τη μέτρηση του χρόνου εργασίας μέσω της pointeuse (κτύπημα κάρτας) που σήμανε ουσιαστικά την κατάργηση αυτού που κατ’ ουσία διαφοροποιεί εργάτες-εργάτριες από τα στελέχη, αποτελεί ένα παράδοξο σύμπτωμα των νέων συγκλίσεων μεταξύ κοινωνικών κατηγοριών που επί μακρόν θεωρήθηκαν ότι ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα.5

Βεβαίως τα παραπάνω δεν οδηγούν στην ταύτιση των μεσαίων και ανώτερων στελεχών ή των μισθωτών επιστημονικών επαγγελμάτων με το εργατικό προλεταριάτο ακόμα και αν μιλάμε για προλεταριοποίηση αυτών των κατηγοριών. Το προνόμιο του διπλώματος παραμένει και ακόμα και αν υπονομεύεται ή θρυμματίζεται. (Τρία χρόνια μετά την απόκτηση του πτυχίου τους έχουν πολύ μικρότερη ανεργία από τους αποφοίτους λυκείου ή τους εργάτες). Όμως η πολιτική εκπροσώπηση και η πολιτικοποίηση αυτών των στρωμάτων αλλά και άλλων επαγγελμάτων που συγγενεύουν με την ανεξάρτητη εργασία ενώ αγγίζουν και τη μισθωτή (π.χ. των νέων δικηγόρων και μηχανικών) είναι ζητούμενο που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τους συμβολισμούς και τους προσδιορισμούς του εργατικού υποκειμένου, γιατί δεν ανήκουν στην εργατική παράδοση αλλά σε μια άλλη, της οποίας όμως τα χαρακτηριστικά – αυτονομία στην εργασία, ανεξαρτησία, εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, και των δημόσιων αγαθών, νόημα της εργασίας τους που υπονομεύεται μέσα από τον εξορθολογισμό και την επιβολή της νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Τα στρώματα αυτά αν και δεν έχουν εργατική παράδοση έχουν ισχυρές συντεχνίες και τα συντεχνιακά τους αιτήματα τέμνουν και αιτήματα καθολικά, κοινωνικής προστασίας (π.χ. συντάξεις, δημόσια αγαθά). Η απεύθυνση σε αυτά τα στρώματα αλλά και στη νέα εξειδικευμένη γενιά των ανέργων αλλά και όσων εργάζονται πρέπει να ανταποκρίνεται στους δικούς τους συμβολισμούς, μέσω των οποίων μπορούν να ταυτιστούν και να εκπροσωπηθούν στο κοινό πολιτικό σχέδιο.


3. Νέου τύπου συγκρουσιακότητες:

Νέα αντικαπιταλιστικά υποκείμενα


Οι κατηγορίες μισθωτών που είναι σήμερα οι πλέον αγωνιστικές δεν είναι αυτές που υφίστανται τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση, ούτε οι πλέον επισφαλείς στην εργασία τους, κάτι που δεν είναι καινούργιο αλλά όμως επιτείνεται. Οι συγκρούσεις σήμερα αρθρώνουν περισσότερο καθαρά απ’ ότι στο παρελθόν στόχους κορπορατιστικούς, ταξικούς και στόχους που αφορούν τον πολιτισμό.6 Η εξαφάνιση στους σημερινούς αγώνες μιας κοινωνικής κατηγορίας, π.χ. εκείνη «η εργατική τάξη» που να ασκεί έναν κεντρικό καθοδηγητικό ρόλο, ελκτικό για τους υπόλοιπους, δεν σημαίνει ότι η ταξική πάλη καταργήθηκε. Η διαφοροποίηση των κοινωνικών υποκειμένων, των δρώντων, η πολλαπλότητα των ομάδων που συνθέτουν τους αγώνες, η διαφοροποιημένη μισθωτή εργασία, που καμιά φορά συμμαχεί με κάποια ελεύθερα επαγγέλματα (καλλιτέχνες, γιατροί, μικροί επιχειρηματίες) συνιστούν κοινωνικές κατηγορίες που κάθε μια με τον τρόπο της αντιτίθεται στις κυρίαρχες μερίδες του χρηματιστηριακού καπιταλισμού και στις κυρίαρχες πολιτικές ελίτ. Oι σημερινοί αγώνες δεν οργανώνονται γύρω από την ταυτότητα μιας νέας επαναστατικής τάξης αν και ταυτόχρονα η ταξική πάλη επεκτείνεται σε νέα πεδία, πολλαπλασιάζονται τα φαινόμενα της εκμετάλλευσης, της κυριαρχίας και της αλλοτρίωσης στο πλαίσιο του ευέλικτου καπιταλισμού που τείνει να υπαγάγει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας στη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Όμως τα πεδία αντιπαράθεσης με τη λογική του κεφαλαίου διευρύνονται θεματικά και γεωγραφικά. Αυξάνεται π.χ. η συνειδητοποίηση ότι η δράση των πολυεθνικών δεν βλάπτει μόνο τους εργαζόμενους αλλά ταυτόχρονα και τους καταναλωτές, τις τοπικές κοινότητες, το περιβάλλον, την έρευνα, την ασφάλεια των λαών και του κόσμου. Αναπτύσσονται λοιπόν συνέργειες και νέες μορφές αλληλεγγύης ανάμεσα σε διαφορετικούς δρώντες – που συνειδητοποιούν τη φύση και το μέγεθος των αντιθέσεων και των αποφασιστικών πεδίων της εξουσίας. Επιπλέον η εμπορευματοποίηση κάθε πλευράς της ανθρώπινης δραστηριότητας ανοίγει καινούργια μέτωπα ταξικής αντιπαράθεσης στον τομέα της κουλτούρας, της πληροφόρησης, της εκπαίδευσης και της γνώσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο που συνοδεύεται από μια σοβαρή κρίση πολιτικών εκπροσωπήσεων και των εργαλείων της παραδοσιακής πολιτικής δράσης, διαμορφώνονται νέα υποκείμενα, νέες μορφές κοινωνικών και πολιτικών αγώνων που μπορεί να αποτυπώνουν ένα νέο ταξικό συνασπισμό, μέσα από ευρύτερα κινήματα πολιτών που απορρίπτουν την εμπορευματοποίηση και υπερασπίζονται τη δημοκρατία.7

Η σημερινή συγκυρία μας προσφέρει ένα πάνθεον αγώνων των οποίων το ταξικό χρώμα διαφέρει: Είχαμε και έχουμε εργατικούς αγώνες (καθαρίστριες, χαλυβουργική, κόκα κόλα, ΒΙΟΜΕ κ.ά.) αλλά και πολλούς αγώνες – μερικοί εκ των οποίων έγιναν σύμβολα αγωνιστικότητας όπως το κίνημα της Κερατέας ή το κίνημα στις Σκουριές, το κίνημα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, η υπεράσπιση της ΕΡΤ, το αντιφασιστικό κίνημα, που είναι κινήματα για το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής, και τη δημοκρατία με έντονη την παρουσία μεσαίων στρωμάτων. Έχουμε κινήματα στο χώρο της υγείας με πρωταγωνιστές τους γιατρούς και άλλα επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης από το χώρο της υγείας, όπως αντίστοιχα και στο χώρο της δευτεροβάθμιας αλλά και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που ενώ φαίνεται να έχουν και σε ένα βαθμό έχουν κορπορατιστικές διεκδικήσεις, συγχρόνως διεκδικούν τον δημόσιο χαρακτήρα των κοινωνικών αγαθών (υγεία, παιδεία).

Σε κάποια από τα παραπάνω κινήματα αναδεικνύονται συνεργασίες ανάμεσα σε άνεργους, εργάτες και εργάτριες, στελέχη του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, εναλλακτικούς οικονομικούς εμπειρογνώμονες, σε συνδικαλιστές, σε χρήστες υπηρεσιών και μέλη των τοπικών κοινωνιών που καταφέρνουν να δημιουργήσουν κοινούς δημόσιους χώρους διαλόγου, τοπικούς αλλά και υπερτοπικούς, χώρους που δεν είναι συναινετικοί αλλά πολλαπλοί ή και αντιθετικοί – στο βαθμό που επιτρέπουν την έκφραση ιδιαίτερων συμφερόντων, αλλά που οικοδομούν μια εναλλακτική οικονομική στρατηγική που δεν στηρίζεται στη βραχυπρόθεσμη αποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας ή την εμπορευματοποίηση. Οι χώροι αυτοί δεν είναι κoινοτιστικοί αλλά ενώσεις υποκειμένων και διακριτών δρώντων που βασίζουν τη συνεργασία τους σ’ ένα συγκεκριμένο συμβόλαιο που εμπεριέχει συμβιβασμούς.

Ο συνασπισμός πολλαπλών υποκειμένων για την υπεράσπιση ενός εναλλακτικού κοινωνικού σχεδίου αποστασιοποιείται από τη λογική της παλιάς εργατικής ταυτότητας που στηριζόταν στη συγχώνευση, χωρίς διάκριση των ξεχωριστών κοινωνικών κατηγοριών μέσα από έννοιες όπως νέα εργατική τάξη, διευρυμένη εργατική τάξη, νέο προλεταριάτο, έννοιες που συσκοτίζουν αλλά και εμποδίζουν την οικοδόμηση μιας ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας. Η πρόσληψη της ταυτότητας των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων από τα ίδια δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με όρους «ψευδούς συνείδησης» και να παραπέμπει σε χιλιαστικού τύπου αναλύσεις και προσδοκίες του τύπου «κάποτε θα κατανοήσουν τα αντικειμενικά τους συμφέροντα».

Η σύγχρονη μισθωτή εργασία παρά τις εσωτερικές της διαφοροποιήσεις έχει ενοποιητικά στοιχεία (πώληση της εργατικής δύναμης, φόβος της ανεργίας και της επισφάλειας) όμως αυτά δεν πρέπει να αποκρύβουν τις διαφοροποιήσεις σε διαφορετικά επίπεδα εξουσίας μέσα στις επιχειρήσεις και στις διοικήσεις. Π.χ. η συμμετοχή ή η διακίνηση της διοικητικής και οργανωτικής γνώσης των στελεχών δεν είναι αυτονόητη αφού η διάκρισή τους από τις υπόλοιπες κατηγορίες και το προνομιακό τους στάτους στο παρελθόν βασιζόταν στο μονοπώλιο της γνώσης από τα στελέχη. Ο συνασπισμός και τα δίκτυα δρώντων υποκειμένων παραπέμπει ταυτόχρονα στην ανατροπή των κάθετων διαιρέσεων και των οριζόντιων κατατμήσεων που χαρακτηρίζουν παραδοσιακά τις επιχειρήσεις και τις διοικήσεις.

Τέτοιοι συνασπισμοί τάξεων και δρώντων υποκειμένων δημιουργούνται όχι ενάντια ή σε διαμαρτυρία αλλά για την υποστήριξη μιας άλλης οικονομικής λογικής, που δεν ταυτίζεται με εγωιστικά συμφέροντα μιας κατηγορίας η οποία στηρίζεται σε μια αλληλεγγύη νέου τύπου. Δεν είναι μια αλληλεγγύησυγχώνευσης, γύρω απόμια ενιαία κοινότητα - ταυτότητα που σβήνει τις ιδιαιτερότητες και τις αποκλίσεις των κινητοποιούμενων κατηγοριών, αλλά μια ένωση πληθυντική, αιτιολογημένη γύρω από το κοινό σχέδιο. Όμως για να μπορέσουν να αναπτυχθούν αυτού του τύπου οι ταξικοί συνασπισμοί ή τα δίκτυα δρώντων υποκειμένων, θα πρέπει οι κατηγορίες αυτές να υπερβούν τους στενούς δικούς τους κλειστούς χώρους και να αναπτύξουν ανοικτούς χώρους διαλόγου.


1 «Οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι ταξικές αντιπαραθέσεις», Α. Ταρπάγκος, στην Εποχή, 23 Μαρτίου 2014. «Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμμαχίες», Χ. Λάσκος, στην Εποχή, 23 Μαρτίου 2014. «Το χρώμα της δικής μας ηγεμονίας», Η. Ιωακείμογλου, «Το χρώμα της δικής μας ηγεμονίας», http://rednotebook.gr/2014/06/to-xrwma-ths-dikhs-mas-hgemonias/ , 20 Ιουνίου 2014.

2 Γεωργία Πετράκη, «Υποθέσεις εργασίας για τις ταξικές αναδιαρθρώσεις στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία», στο Χάρης Γολέμης και Ηρακλής Οικονόμου (επιμ.), Ο Πουλαντζάς σήμερα, Ινστιτούτο Πουλαντζάς και εκδ. Νήσος, Αθήνα 2012.

3 Για μια κριτική της προσέγγισης του Πουλαντζά για τη μικροαστική τάξη και διατύπωση μιας θεωρίας περί τριών μεσαίων τάξεων (μεταξύ καπιταλιστικής και εργατικής τάξης) βλ. Γιάννης Μηλιός και Γιώργος Οικονομάκης, «Εργατική τάξη και μεσαίες τάξεις: ταξική θέση και ταξική τοποθέτηση. (Μια κριτική προσέγγιση στη θεωρία των κοινωνικών τάξεων του Νίκου Πουλαντζά)», Θέσεις 99, Απρίλιος-Ιούνιος 2007: 19-55.

4 Πηγές: ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Γ΄ Τρίμηνο 2014, Πίνακες 15, 23, 26.

5 Jean Lojkine, “Nouveaux rapports de classe, nouveaux mouvements sociaux et alternatives au capitalisme”, σε Classes sociales: retour ou renouveau? Espace Marx 2003.

6 P. Bouffartigue (ed.), Le retour des classes sociales, introduction, La Dispute, 2004, Paris.

7 Elisabeth Gauthier, “Acteurs de la transformation sociale. Nouvelles constructions sociales et politiques in Classes sociales: retour ou renouveau?”, σε Classes sociales: retour ou renouveau? Espace Marx 2003.