ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ:

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΣΤΗ ΜΕΤΕΜΦΥΛΙΑΚΗ ΕΛΛΑΔΑ


του Δημήτρη Αρκάδα



1. Υποθέσεις εργασίας


Κεντρική υπόθεση εργασίας της μελέτης είναι ότι η πολιτισμική ταυτότητα των στρατιωτικών ιερέων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα εμφανίζεται ως σχέση ταύτισης «ιερατικότητας» και «στρατιωτικότητας». Νοητικά σχήματα, όπως αυτά της «άσκησης», της «πειθαρχίας», της «ομάδας», της «ιεραρχίας», προσδιορίζουν σχέσεις εξουσίας, παραγωγής αγαθών και νοήματος, αναδυόμενες ταυτόχρονα τόσο στον χώρο της κληρικής, όσο και στον χώρο της στρατιωτικής τους διάστασης. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η στρατιωτική τους ταυτότητα κατασκευάζεται, ενδεχομένως, ως μέρος της ιερατικής τους ταυτότητας.

Η παραπάνω υπόθεση εργασίας μοιάζει να επιβεβαιώνεται κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, όπου η προϋπηρεσία στον στρατό λογιζόταν ως ένα ισχυρό κριτήριο για να προαχθεί κάποιος άγαμος ιερέας σε θέση μητροπολίτη. Αφού εξασφαλίστηκε αρχικά από το ελληνικό κράτος η θεσμική παρουσία των ιερέων στο στράτευμα με την ίδρυση της Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού, εμφανίστηκε επίσης μια ιδιαιτέρως συντηρητική, «στρατιωτικού» τύπου εκκλησιαστική διοίκηση: ενθάρρυνε την αναπαραγωγή αυταρχικών σχέσεων εκκλησιαστικής εξουσίας, ιδίως στην περίοδο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, «στρατιωτικοποίησε» λατρευτικές και μυστηριακές πράξεις της εκκλησίας, όπως το κήρυγμα και η εξομολόγηση, ιδιαίτερα σε τόπους εξορίας των πολιτικών αντιφρονούντων, όπως η Μακρόνησος, ενώ αποπειράθηκε να κατασκευάσει και μια εκκλησιαστικά «ορθή» σεξουαλική ηθική του στρατεύματος στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εκκλησιαστικής και στρατιωτικής ηθικής, η οποία φιλοδόξησε να εκφραστεί με εθνικά «υγιείς» μορφές, όπως αυτή του ελληνοχριστιανικά προσανατολισμένου αντικομμουνισμού.

2. Ποιος είναι ένας στρατιωτικός ιερέας;


Σύμφωνα με κάποιον τωρινό ορισμό διατυπωμένο εν έτει 2010, με τον όρο στρατιωτικός ιερέας «νοείται ο Ιερέας εκείνος που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση της Θρησκευτικής υπηρεσίας στο Στρατό, ο Ιερέας που αποκλειστικός σκοπός του είναι να προσφέρει τη διακονία του και τις Ιερατικές του υπηρεσίες στο Στράτευμα».1 Επιπλέον, ένας παλαιότερος ορισμός, διατυπωμένος εν έτει 1967, τονίζει πως στρατιωτικοί ιερείς είναι «οι υπό της Πολιτείας και της Εκκλησίας επιστρατευόμενοι δια την θρησκευτικήν διαπαιδαγώγησιν και προσφοράν των μέσων αγιασμού εις τα τέκνα των ελληνοχριστιανικών οικογενειών, άτινα προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις την πατρίδα και την θρησκείαν, ως Έλληνες στρατιώται».2

Και στους δύο ορισμούς, οι στρατιωτικοί ιερείς παρουσιάζονται είτε ως «επιφορτιζόμενοι» είτε ως «επιστρατευόμενοι», καθόλου όμως ως «εργαζόμενοι». Η παραγωγή του έργου τους δεν κατανοείται μέσα από σχέσεις εργασίας, αλλά ως μια πολεμικού τύπου ανάγκη, ή ως θυσία, την οποία ενδεχομένως αδυνατεί να αναλάβει να περατώσει κάποιος άλλος. Το είδος της εργασίας, επίσης, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Είναι «θρησκευτική» ή και «ιερατική υπηρεσία», γεγονός που διατυπώνεται επί το θεολογικότερον ως «προσφορά μέσων αγιασμού», πολύ περισσότερο όμως είναι και «θρησκευτική διαπαιδαγώγηση», δηλαδή μεταφορά θρησκευτικής γνώσης μέσα από σχέσεις πειθαρχίας. Ο χώρος που προσφέρουν την εργασία τους είναι «ο στρατός» ή «το στράτευμα», ο οποίος στρατός, εντούτοις, διαθέτει σαφή εθνική και θρησκευτική ταυτότητα, αφού αποτελείται από «τα τέκνα των ελληνοχριστιανικών οικογενειών». Άρα, όποιος δεν μετέχει των ελληνοχριστιανικών σχημάτων αντίληψης, σκέψης και πράξης, μάλλον βρίσκεται εκτός του χώρου παιδαγωγικής ευθύνης των στρατιωτικών ιερέων, πιθανότατα και εκτός του στρατεύματος.

Φαίνεται ότι οι κεντρικές αντιλήψεις του εκκλησιαστικού χώρου προσανατολίζονται προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή θεωρούν τους στρατιωτικούς ιερείς ως εκείνους τους εντεταλμένους, οι οποίοι έχουν αναλάβει εξ ορισμού τη θρησκευτική εκπαίδευση του στρατού.3 Η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση που θα παρέχουν οι στρατιωτικοί ιερείς προς τους νέους στρατιώτες, δεν θα στοχεύει μόνον στη διατήρηση της θρησκευτικότητάς τους, αλλά είναι απαραίτητο, όταν οι τελευταίοι απολυθούν και λάβουν την κοινωνική τους θέση, να έχουν γίνει «χρήσιμοι πολίται, δημιουργικά στοιχεία, όπερ θα επιτευχθή, αν διατηρηθώσι και καλοί χριστιανοί και καταστώσι ηθικαί προσωπικότητες».4 Ο στρατός και ιδίως οι κληρικοί οι οποίοι υπηρετούν εντός του, καλούνται να υλοποιήσουν, μέσα από τις σχέσεις εξουσίας και πειθαρχίας με τις οποίες έχουν δομηθεί, την εκπαιδευτική αναμόρφωση της νεολαίας, την εξίσωση χρήσιμος πολίτης = ηθική προσωπικότητα = καλός χριστιανός, εφ’ όσον είναι ευκολότερο να αποφύγει κανείς το σχολείο παρά τον στρατό.5 Δεν είναι τυχαία, εξ’ άλλου, η αναγνώριση του στρατού ως «μεγάλου σχολείου», το οποίο επιτελεί έργο μορφωτικό και γενικότερα πολιτισμικό.6 Η μεθοδολογία είναι γνωστή, καθώς η παραπάνω γνώση ενεργοποιείται με το σχήμα της πίστης και του καθήκοντος του στρατιώτη-πιστού προς τους προϊσταμένους του, μέσω της πειθαρχίας: «πρέπει καθώς ο στρατιώτης πειθαρχεί και ακολουθεί εις όλα τα κελεύσματα των προϊσταμένων και μένει καθ’ όλην τη στρατιωτικήν αυτού θητείαν πιστός εις τα καθήκοντα αυτού, ούτω και προκειμένου να ζήση κατά Θεόν, πρέπει να εμφυτευθή εντός αυτού το χριστιανικόν φρόνημα, ν’ αποκτήση χριστιανικήν συνείδησιν και να είναι πιστός οπαδός του Σωτήρος Χριστού».7

Ο ηθικός βίος των στρατιωτικών ιερέων, εν κατακλείδι, εφ’ όσον χαρακτηρίζεται από κοσμιότητα και σεμνότητα, οφείλει να είναι παράδειγμα προσήλωσης στην κρατικοθρησκευτική ιδεολογία, η οποία προβάλλει όχι μόνον την ακριβή τήρηση της ορθόδοξης παράδοσης, αλλά επιπλέον δίνει έμφαση στις στρατιωτικές αρετές, όπως την αγάπη προς την πατρίδα, την ευπείθεια προς τους στρατιωτικούς νόμους, καθώς και την πίστη και αφοσίωση προς τον βασιλιά.8


3. Η Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού


Το σώμα9 των στρατιωτικών ιερέων, στη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε περίπου μέχρι σήμερα, οργανώθηκε βάσει βασιλικού διατάγματος της 27ης Σεπτεμβρίου 1946, το οποίο καλωσορίστηκε ως η πρώτη σοβαρή απόπειρα δημιουργίας εκείνων των προϋποθέσεων για την ίδρυση θρησκευτικής υπηρεσίας στο στράτευμα. Προέβλεπε ότι οι ιερείς που υπηρετούσαν ήδη στο στρατό καθώς και οι κατατασσόμενοι άγαμοι, εντάσσονταν στην Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού, ονομάζονταν λοχαγοί και μπορούσαν να προαχθούν μέχρι τον βαθμό του συνταγματάρχη.10 Ανάμεσα στα προαπαιτούμενα προσόντα που έπρεπε να διαθέτει ο υποψήφιος ήταν και πιστοποιητικό της Ιεράς Συνόδου, με το οποίο να βεβαιώνεται ότι «έχει υγιώς περί την ορθόδοξον πίστιν», το πραγματικό της χειροτονίας του, η δεξιότητά του στον λόγο, όπως επίσης και ότι «έχει το ήθος σεμνόν και τον βίον λιτόν».11 Η Θρησκευτική Υπηρεσία, το λεκτικό της οποίας ήταν Β10, θεωρείτο ως εξαρτώμενη πνευματικά από την Ιερά Σύνοδο και είχε την έδρα της στην Αθήνα, στο κτήριο του Γενικού Επιτελείου Στρατού.12 Προϊστάμενος της νέας υπηρεσίας και υπεύθυνος για την «εθνοπρεπή» μόρφωση του στρατού, ορίστηκε ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός Πουλάκος.13

Η Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού ανέπτυξε σημαντική δράση τα αμέσως επόμενα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, με την αποστολή στρατιωτικών ιερέων και ιεροκηρύκων στο πολεμικό μέτωπο. Περίπου πενήντα ιερείς με θεολογική κατάρτιση επιστρατεύθηκαν για τις ανάγκες των κεντρικών και βόρειων περιοχών της χώρας, οι οποίες είχαν μείνει χωρίς ποιμαντική φροντίδα.14 Επιπλέον, παρουσία στρατιωτικών ιερέων υπήρχε συνεχώς στους τόπους εξορίας των πολιτικών κρατουμένων, όπως η Μακρόνησος, «δια των λειτουργιών και των προς τους σκαπανείς ομιλιών των φρονηματιζόντων τους νέους εις τα προς την πατρίδα καθήκοντά των».15 Το φρονηματιστικό έργο της Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού πλαισιωνόταν από το περιοδικό που εξέδιδε, τον «Φρουρό», το οποίο αυτοπροσδιοριζόταν στον υπότιτλό του ως «εθνικοθρησκευτικόν περιοδικόν της Διευθύνσεως της Θρησκευτικής Υπηρεσίας (Β10) Γ.Ε.Σ.».16 Η στενή συνεργασία του στρατού και της διοικούσας εκκλησίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» αναπτύσσεται ραγδαία αυτή την περίοδο, γεγονός το οποίο αναγνωρίστηκε εμπράκτως στους αρχιμανδρίτες που ενεπλάκησαν στον αντικομμουνιστικό αγώνα: οι περισσότεροι από αυτούς κατάφεραν να εξελιχθούν και να καταλάβουν θέσεις μητροπολιτών στην εκκλησιαστική διοίκηση.17

Η Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού αλλάζει όνομα κατά την περίοδο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Αποκαλείται πλέον «Θρησκευτικόν Σώμα Ενόπλων Δυνάμεων», με διευθυντή τον Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ στα τυπικά προσόντα που πρέπει να διαθέτει ο υποψήφιος στρατιωτικός ιερέας προστίθεται και «πιστοποιητικόν της αρμοδίας Αστυνομικής Αρχής περί των υγιών εθνικών και κοινωνικών φρονημάτων του».18 Και αυτή η περίοδος της επταετίας θεωρείται εξαιρετικά γόνιμη για την εξέλιξη των στρατιωτικών ιερέων, από τους οποίους εξακολουθεί να στελεχώνεται η Ιερά Σύνοδος με νέους μητροπολίτες.19

Στις ημέρες μας, οι στρατιωτικοί ιερείς υπάγονται στη διεύθυνση Θρησκευτικού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Γ.Ε.ΕΘ.Α.), ενώ ο διευθυντής της είναι σύμβουλος του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου στα ζητήματα που αφορούν θρησκευτικά θέματα και θέματα των στρατιωτικών ιερέων.20 Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει η ελληνική θρησκευτική υπηρεσία στρατού, ύστερα από συγκριτική έρευνα με άλλες θρησκευτικές υπηρεσίες, είναι τα εξής:21

1. Συμμετέχουσες θρησκευτικές κοινότητες: ορθόδοξη.

2. Θεσμοθετημένη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων εντός των Ενόπλων Δυνάμεων: άδεια και διευκόλυνση της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων στις Ένοπλες Δυνάμεις με ένταξη στις δομές τους.

3. Φορέας διορισμού των στρατιωτικών ιερέων: κράτος.

4. Ένταξη των στρατιωτικών ιερέων στο στρατό: ναι.

5. Εύρος της αποστολής και των καθηκόντων της θρησκευτικής υπηρεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων: ποιμαντική διακονία με πολιτικοθρησκευτική διάσταση και κοινωνικός έλεγχος επί του στρατεύματος.

6. Παραδίδεται στο πλαίσιο της στρατιωτικής θητείας από τους στρατιωτικούς ιερείς μάθημα ηθικής αγωγής: κανονικά.

7. Αναλογία ενός στρατιωτικού ιερέα ανά δύναμη στρατιωτικού προσωπικού: από 1.500 στρατιώτες και άνω.

8. Υπάρχει εκκλησιαστική ή δημόσια συζήτηση γύρω από τη σκοπιμότητα υπάρξεως Θρησκευτικής Υπηρεσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις: όχι.

9. Εκκλησιαστικός βαθμός Διευθυντή Στρατιωτικής Υπηρεσίας: πρεσβύτερος.

10. Στρατιωτικός βαθμός Διευθυντή Θρησκευτικής Υπηρεσίας: ανώτερος (συνταγματάρχης).


4. Στρατιωτικοί ή ιερείς;


4α. Σχέσεις ταύτισης Εκκλησίας και Στρατού


Η θέση των ιερέων στον ελληνικό στρατό, είναι τόσο παλαιά όσο και το ίδιο το τακτικό στράτευμα, όταν διοργανώθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Καποδίστρια.22 Επιβεβαιώθηκε, δε, πολλές φορές στην ιστορία του στρατεύματος, γεγονός το οποίο αναδεικνύεται με εμφαντικό τρόπο από την εκκλησιαστική ηγεσία.23 Τούτη η πραγματικότητα φαίνεται πως ευνοεί την παραγωγή και αμοιβαία ιδιοποίηση αγαθών καθώς και δυνάμεων ανάμεσα στον θεσμό της εκκλησίας και τον θεσμό του στρατού, σε τέτοιο βαθμό, ώστε, η εκκλησιαστική διοίκηση, αναγνωρίζοντας τα κοινά σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης τα οποία μοιράζεται με το στράτευμα, προτρέπει τους δόκιμους μοναχούς της, πριν ακόμη καρούν, να υπηρετήσουν τη στρατιωτική θητεία τους, διότι ζώντας τη ζωή του στρατού, είναι σαν να ζει κανείς μια πρόγευση της μοναστικής ζωής:


«Η Εκκλησία, προτρέπει ακόμη και τους δόκιμους μοναχούς, να συμμετάσχουν στο Στράτευμα και να θεωρήσουν τη στρατιωτική θητεία, ως μια πρόγευση της μοναχικής ζωής “περιλαμβανούσης πρόγραμμα ανάλογον με αυτό της στρατιωτικής θητείας, ήτις προβλέπει δια τους υπηρετούντας πρωϊνόν εγερτήριον, σωματικήν άσκησιν, κοινήν τράπεζαν άνευ διακρίσεων, ένδυσιν της αυτής στολής, υπακοήν άνευ αντιλογίας, εν εγρηγόρσει αγρυπνίαν εις τας σκοπιάς και τα φυλάκια, αυτοεξυπηρέτησιν και καθαριότητα των χώρων ευθύνης, από κοινού εκτέλεσιν εργασιών κ.ά.”».24


Παρατηρούμε, λοιπόν, όχι μόνον την ανάπτυξη σχέσεων φυσικοποίησης της θέσης των ιερέων στον ελληνικό στρατό, αλλά πολύ περισσότερο, την ανάπτυξη σχέσεων ταύτισης ανάμεσα στον θεσμό της εκκλησίας και ειδικά τον χώρο των μοναχών, από τον οποίο προέρχεται και η εκκλησιαστική διοίκηση, με τον θεσμό του στρατού.25 Οι ασκήσεις, σωματικές και διανοητικές, το κοινό πρόγραμμα της ομάδας, η ομοιομορφία στην εξωτερική εμφάνιση, προπάντων οι αυστηρές μορφές πειθαρχίας, οι ομαδικές εργασίες, είναι το κοινό πεδίο αντιλήψεων και πρακτικών των μοναχών και του στρατού. Αυτές οι σχέσεις ταύτισης θα μας βοηθήσουν ίσως να εξηγήσουμε τη σπουδαιότητα των στρατιωτικών ιερέων στη διοίκηση της εκκλησίας από τα μετεμφυλιακά χρόνια έως τη μεταπολίτευση.


4β. Προτάσσοντας την ιερατική έναντι της στρατιωτικής ιδιότητας


Όσο και αν είναι ξεκάθαρο ότι τα πεδία της εκκλησίας και του στρατού αναπτύσσουν σχέσεις ταύτισης και ιδιοποίησης σχημάτων αντίληψης, σκέψης και πράξης, ακόμα περισσότερο προφανής είναι η προτεραιότητα που δίνουν οι στρατιωτικοί ιερείς στην ιερατική έναντι της στρατιωτικής ιδιότητάς τους. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο οι ίδιοι δεν αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι, αλλά ως «ιερείς στον στρατό».26 Ακόμα κι αν κατέχουν όλα τα οργανικά, μισθολογικά και βαθμολογικά προνόμια που απορρέουν από την θέση τους ως αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, οι στρατιωτικοί ιερείς θεωρούν ότι δεν αφομοιώνονται από τον στρατιωτικό οργανισμό, τόσο εξ αιτίας της εξωτερικής περιβολής τους (ιερατικό ράσο) όσο και εκ της χειροτονίας τους.27 Η ιερατική τους ιδιότητα εξ’ άλλου, είναι αυτή η οποία προηγείται και προαπαιτείται από αυτούς, προκειμένου να ενταχθούν στις τάξεις των στρατιωτικών ιερέων, γι’ αυτό και οι σχέσεις εξουσίας που έχουν με τη διοικούσα εκκλησία παραμένουν ισχυρές, ακόμα και όταν αποστρατευθούν.28

Οι σχέσεις εξάρτησης των στρατιωτικών ιερέων από την εκκλησιαστική διοίκηση, δηλαδή το σώμα των μητροπολιτών, εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως. Κάθε στρατιωτικός ιερέας που διορίζεται σε κάποια φρουρά είναι υποχρεωμένος να επισκεφθεί τον τοπικό μητροπολίτη της περιοχής, προκειμένου «να υποβάλει τα σέβη του ζητώντας τις ευχές του», αναγνωρίζοντας εμπράκτως ότι «έχει υποχρέωση απέναντι στην εκκλησιαστική αρχή», καθώς οφείλει «με ταπείνωση να αποδέχεται τις υποδείξεις που δεν παρακωλύουν την αποστολή του» και γενικώς να γνωρίζει ότι «στην Εκκλησία του Χριστού δεν μπορεί να υπάρχουν κληρικοί αδέσποτοι».29 Οι στρατιωτικοί ιερείς δεν έχουν δικαίωμα να τελούν μυστήρια και να κηρύττουν εκτός του στρατιωτικού χώρου ευθύνης τους, παρά μόνον ύστερα από άδεια την οποία τους χορηγεί ο οικείος μητροπολίτης.30 Κάθε στρατιωτικός ιερέας διαθέτει ατομικό φάκελο στην Ιερά Σύνοδο, εντός του οποίου καταγράφεται το σύνολο της θρησκευτικής υπηρεσίας τους στο στράτευμα, προς ενημέρωση όχι μόνον των εκκλησιαστικών, αλλά και των στρατιωτικών αρχών.31


4γ. Οι «Διάκονοι»: οι στρατευμένοι λαϊκοί θεολόγοι


Προκειμένου να προσφέρουν οι στρατιωτικοί ιερείς τις θρησκευτικές υπηρεσίες τους, είναι απαραίτητο το βοηθητικό προσωπικό, το οποίο θα συνδράμει (θα «διακονεί» στην εκκλησιαστική γλώσσα) τον ιερέα, είτε προετοιμάζοντας τον ναό του στρατοπέδου ή της μονάδας, είτε ψάλλοντας, είτε βοηθώντας στο διαδικαστικό τμήμα μιας θείας λειτουργίας.32 Οι ενδεδειγμένοι προς τούτο το έργο είναι οι στρατευμένοι λαϊκοί θεολόγοι, οι οποίοι, εκτός από το κεφάλαιο της θεολογικής γνώσης, διαθέτουν ταυτόχρονα και το ομόλογο κεφάλαιο ιδεολογικού προσανατολισμού, προκειμένου να παρέχουν την εκκλησιαστική διαφώτιση του στρατεύματος, διαμέσου του κηρύγματος, πιο αποδοτικά και αποτελεσματικά.33

Μια τέτοια προοπτική φάνηκε ξεκάθαρα την εποχή του εμφυλίου πολέμου, όπου οι ανάγκες για εθνικοθρησκευτική διαφώτιση στον στρατό ήταν παραπάνω από επείγουσες. Στα 1946 ιδρύεται στη Λάρισα, εντός των εγκαταστάσεων του Β΄ Σώματος Στρατού, ύστερα από σχετική πρωτοβουλία που ανέλαβε ο στρατηγός Π. Καλογερόπουλος και με την καθοδήγηση του στρατιωτικού ιερέα Αυγουστίνου Καντιώτη, το «Κέντρον Εκπαιδεύσεως Θεολόγων» (Κ.Ε.Θ.), ικανό να εκπαιδεύει επί ένα τρίμηνο περίπου 30 οπλίτες θεολόγους, ώστε να αναλάβουν κατόπιν την «κατήχηση» των συναδέλφων τους στα εθνικοθρησκευτικά ιδεώδη της κυρίαρχης ιδεολογίας.34


4δ. Οι Σχέσεις με το «Ποίμνιο»


Ποιο είναι το «ποίμνιο» ενός στρατιωτικού ιερέα και ποιες είναι οι σχέσεις που μπορεί να αναπτύξει μαζί τους; Κατά βάσιν, ως «ποίμνιο» μπορεί να θεωρηθεί το σύνολο όσων ορθοδόξων πολιτών απαρτίζουν το στράτευμα, δηλαδή οι στρατιώτες, οι υπαξιωματικοί και οι αξιωματικοί, μόνιμοι και έφεδροι.35

Οι σχέσεις του στρατιωτικού ιερέα με τους στρατιώτες μπορεί να είναι σχέσεις ήπιας εξουσίας, 36 καθώς παράγουν, ειδικά για τους δεύτερους, μια πολύτιμη ευκαιρία για αλλαγή της μονοτονίας του στρατιωτικού προγράμματος, ξεκούραση και αποφόρτιση από τη στρατιωτική πειθαρχία. Για τους στρατιώτες, η παρουσία ενός στρατιωτικού ιερέα στο στρατόπεδο σημαίνει ότι ο τελευταίος «φέρνει μια ποικιλία στο πρόγραμμα και “γλυτώνει την ώρα εκείνη τους στρατιώτες από κάτι, οπωσδήποτε, κουραστικώτερον», πολύ περισσότερο που είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αν και αξιωματικός, ο στρατιωτικός ιερέας «δεν θα κάνη παρατηρήσεις και δεν θα επιβάλη κυρώσεις».37 Γι’ αυτό και συνιστάται, επιπλέον, η προσωπική επικοινωνία του ιερέα με κάθε έναν από τους στρατιώτες, σύμφωνα με την παύλεια πρακτική.38 Μια σύσταση, όμως, η οποία δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί και να υλοποιηθεί, αφού η επικοινωνία στρατιωτικών ιερέων και στρατιωτών φαίνεται να αποτελεί ένα σταθερό ζητούμενο.39

Οι σχέσεις του στρατιωτικού ιερέα με τους αξιωματικούς, από την άλλη μεριά, καθώς πρόκειται για σχέσεις ανάμεσα σε «συναδέλφους», εφ’ όσον και ο ιερέας θεωρείται αξιωματικός, μπορούν να θεωρηθούν ως σχέσεις εξουσίας, δηλαδή ως σχέσεις ιδιοποίησης αγαθών.40 Όσο και αν υπογραμμίζεται η αντίληψη ότι ο στρατιωτικός ιερέας «ουδόλως επηρεάζεται εκ του τυχόν μεγάλου στρατιωτικού τούτων βαθμού, διότι εις το σώμα της Εκκλησίας δεν υπάρχουν διακρίσεις τάξεων και αξιωματικών», 41 στην πραγματικότητα, όσο αρχαιότερος είναι ο βαθμός των αξιωματικών, τόσο ευρύτερο το πεδίο της ιδιοποίησης και η δυνατότητα ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων εργασίας. Είναι ενδεικτικό ένα τέτοιο επεισόδιο, το οποίο μας διασώζει ένας παλαιός στρατιωτικός ιερέας και μετέπειτα μητροπολίτης:


«Επίσης, εκτιμών τη συντελουμένην εργασίαν της θρησκευτικής υπηρεσίας εν τη Σχολή, ζητεί [ο Διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής] τη συνεργασίαν του Ιερέως, προκειμένου να εκδοθούν τα αποτελέσματα της βαθμολογίας των ευελπίδων και εν τω δικαιώματι, όπερ του παρέχει ο νόμος, βοηθεί τους ευσεβείς μαθητάς βαθμολογικώς. Εις άλλην περίπτωσιν, λέγει εις τον Ιερέα “πάτερ μου, λέγε μου να διατάσσω τι θέλεις να γίνη”».42

5. Από τη βλασφημία στην ανηθικότητα:

Οι αιτίες της ηθικής «μόλυνσης» του Ελληνικού Στρατού


Το ζήτημα της βλασφημίας στο στρατό φαίνεται ότι κατείχε κυρίαρχη θέση ήδη από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια ανάμεσα στις προτεραιότητες της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού. Ήταν τέτοια η σημασία που έδιναν οι στρατιωτικοί ιερείς στο συγκεκριμένο θέμα, ώστε είχαν αναγάγει την πράξη της βλασφημίας σε μείζον εθνικό και πολιτικό πρόβλημα, καθώς τη συνέδεαν ευθέως με τον κομμουνισμό. Σε ειδικό φυλλάδιο της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Υπηρεσίας διαβάζουμε:


«Ε λοιπόν, ο βλάσφημος είναι ο καλύτερος σύμμαχος του Κομμουνιστή και μη σου φαίνεται καθόλου παράξενο αυτό. Τι επιδιώκουν οι Κομμουνισταί; Να κλονίσουν τα θεμέλια της ζωής του έθνους. Έμπαιναν οι συμμορίτες στα χωριά, και έκαναν δυο φορές την ημέρα αντιθρησκευτική διαφώτιση στους χωρικούς. Γιατί; Για να κλονίσουν την πίστι τους. Περνά και ο εθνικός μας στρατός σήμερα μέσα από ένα χωριό, και ακούν οι χωρικοί ένα στρατιώτη της πατρίδος, να βλαστημά τα ιερά και τα όσια της πίστεως. Αμφιβάλλεις λοιπόν ότι επιτυγχάνεται ο ίδιος σκοπός;».43


Έχοντας υπηρετήσει ως στρατιωτικός ιερέας επί τριετία κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και διαθέτοντας ένα μεγιστοποιημένο συμβολικό κεφάλαιο αναφορικά με τα θέματα εκκλησιαστικής ηθικής, ο Αυγουστίνος Καντιώτης προεκτείνει και εμβαθύνει θεολογικά στο ζήτημα της βλασφημίας στον ελληνικό στρατό, καθώς αναφέρει το παράδειγμα των πολεμικών επιχειρήσεων του εμφυλίου, όπου οι στρατιώτες όχι μόνο δεν βλασφημούν, αλλά εξαγνίζονται, μεταρσιώνονται ηθικά και προσεγγίζουν το Θεό.44 Η ευσέβεια, λοιπόν, θα πρέπει να χαρακτηρίζει διαχρονικά τον Έλληνα στρατιώτη ή αξιωματικό, έστω και με τον φόβο της παραδειγματικής τιμωρίας του από τη στρατιωτική δικαιοσύνη.45

Εντούτοις, η βλασφημία δεν είναι απλώς μια μεγάλη αμαρτία για τον ελληνικό στρατό, σύμφωνα με τα σχήματα αντίληψης και σκέψης του Αυγουστίνου Καντιώτη. Είναι μια δύναμη η οποία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ανηθικότητα, τουτέστιν την πορνεία, η πλημμυρίδα της οποίας μαστίζει τους στρατώνες.46 Για τη διεύθυνση Θρησκευτικής Υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το ζήτημα της ανηθικότητας θεωρείται από τα πλέον φλέγοντα εντός του στρατεύματος, εφ’ όσον η κυρίαρχη εκκλησιαστική ιδεολογία τού προσδίδει δύο σημαντικές διαστάσεις: τη διάσταση της ατομικής και εθνικής «υγείας». Η πρώιμη και εκτός γάμου ικανοποίηση του «γενετησίου ενστίκτου» οδηγεί σε μια έκλυτη ζωή, καθώς η «στιγμιαία παράνομος ηδονή» επιφέρει κατάρρευση του νευρικού συστήματος, αλλοίωση στο σώμα με ρουφηγμένα μάγουλα, τρεμουλιαστά χέρια, απλανές βλέμμα, κυρτωμένη ράχη, με έσχατο αποκορύφωμα τα αφροδίσια νοσήματα, όπως την τρομερή σύφιλη, η οποία προσβάλλει το δέρμα, τα κόκαλα, την καρδιά, τις αρτηρίες, με τραγική κατάληξη την παράλυση και την τρέλα.47 Ο εκφυλισμός της ατομικής υγείας οδηγεί στην παρακμή της εθνικής υγείας: αν το αίμα που κυλά στις φλέβες μας μολυνθεί από τη «σαπίλα της ανηθικότητος», η Ελλάδα είναι καταδικασμένη, ιδίως από τους στρατευμένους οι οποίοι έχουν ταχθεί να την υπερασπίζονται με κόστος τη ζωή τους, καθώς γίνονται δίχως να το συνειδητοποιούν η πέμπτη φάλαγγα που αποσυνθέτει σιγά-σιγά και κατατρώγει την υπόστασή της.48

Άρα καθόλου τυχαία, ήδη από τα χρόνια του εμφυλίου, ο Αυγουστίνος Καντιώτης απευθύνει εκκλήσεις προς τους στρατευμένους νέους, οι οποίοι προσομοιάζουν ως «άγγελοι και αρχάγγελοι», φρουρώντας την Ελλάδα από τους «βαρβάρους» και το «άρμα της φρικτής τυραννίας», προτρέποντάς τους να μην νικηθούν από ένα «αμαρτωλόν γύναιον» που τους πουλά «πανάκριβα το πικρόν ποτήριον της ηδονής».49

Σύμφωνα με το βιβλικό σχήμα εξήγησης της ιστορίας που ανιχνεύει στην Αγία Γραφή, η πίστη και η τήρηση των εντολών του Θεού συνεπάγεται ευλογία, ενώ η απιστία και η αμαρτία επιφέρει την οργή του Θεού και την τιμωρία των ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο, ο Αυγουστίνος Καντιώτης εφιστά την προσοχή στη θεολογική εξήγηση του εμφυλίου: όπως κάθε πόλεμος είναι ένας αποκαλυπτικός πειρασμός, ο οποίος σηματοδοτεί την αποστασία των πιστών του Θεού από τις εντολές του, 50 έτσι και ο εμφύλιος πόλεμος ήταν η δίκαιη τιμωρία ολόκληρου του ελληνικού έθνους για τις αμαρτίες του ενώπιον του Θεού. Περιγράφει, δε, με πολύ έντονο ύφος αυτό το σχήμα σκέψης του:


«η βαθυτέρα αιτία της εθνικής μας τραγωδίας ήτο η εκ του Κυρίου αποστασία μας. […] Εν όψει εχθρού, εις παραμονάς μαχών η βλασφημία εμόλυνε τας γλώσσας, η πορνεία ερρύπαινε τα σώματα των στρατιωτών και αξιωματικών. […] Εκ των στρατιωτών ενός λόχου μόνον εις δεν είχε μολυνθεί με σαρκικήν αμαρτίαν! Οι στρατιώται ηθικά πτώματα. Οποία συμφορά! Πώς ήτο δυνατόν να σταθή η Ελλάς ορθία με τόσην πορνείαν και βλασφημίαν και ποικίλην άλλην ασέβειαν;».51


Ωστόσο, ο Αυγουστίνος Καντιώτης, με προφητικό ζήλο επιχειρεί να ανατρέψει τούτες τις αιτίες της ηθικής «μόλυνσης» του στρατού. Προτρέπει τους στρατευμένους να ηγηθούν μιας «ιεράς σταυροφορίας προς κάθαρσιν της ελληνικής κοινωνίας», να πολεμήσουν όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και της ηθικής, «εναντίον του επτακεφάλου θηρίου της ανηθικότητος που καθημερινώς καταβροχθίζει πολυτίμους σάρκας και αίμα της σφριγηλής μας νεότητος», να πάψουν να μελετούν «αισχρά περιοδικά και μυθιστορήματα» και να βλέπουν αισχρές κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, τα οποία απλώς «μεταδίδουν το μόλυσμα», διότι οι νύχτες όσων συγκαταβαίνουν σε τέτοια θεάματα και ακροάματα είναι «ακάθαρτοι και πλήρεις δαιμονίων».52 Με τη μελέτη της Αγίας Γραφής, την προσευχή, την εξομολόγηση και τη Θεία Ευχαριστία, μπορεί να μεταβληθεί ο ελληνικός στρατός σε «Σχολή χριστιανικής διαπαιδαγωγήσεως της νεότητος του έθνους», όπου το Ευαγγέλιο θα ρυθμίζει όλες τις εκδηλώσεις της ζωής των στρατευμένων, η συμμετοχή στη λατρεία θα είναι αδιάλειπτη. Έτσι θα αποκτήσουμε ένα άγιο στράτευμα κατά τα πρότυπα του αρχαίου Ισραήλ της ερήμου, εντός του οποίου, όσοι εισέρχονται για τη στρατιωτική τους θητεία, θα μεταπλάθονται σε «ιππότες του σταυρού και μετά την θητείαν θα εξέρχωνται ως μικροί ιεραπόστολοι, ίνα μεταβαίνοντες εις τα χωρία των χρησιμεύσουν ως μία ζύμη αναπλάσεως της όλης εθνικής ζωής», προκειμένου να μεταβληθεί όλη η ελληνική κοινωνία σε «άγιο βασίλειο του Χριστού, αποικία αγγέλων».53

Η εμμονή σε παραδοσιακά, εκκλησιαστικά σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης, με παράλληλη απόρριψη κάθε τάσης νεωτερισμού, φαίνεται ότι ήταν μια εγνωσμένη επιλογή της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Υπηρεσίας, η οποία θέλοντας να αναδείξει τη διάσταση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ευρωπαίους, χρησιμοποιεί από τη μια τον «οποιονδήποτε Ευρωπαίο νεαρούλη», τον οποίο ταυτίζει με τον «Δον Ζουαν», ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο να χορεύει «με τις πιτζάμες και την τσίχλα στ’ αυτί “τσα-τσα μέσα στα “νάιτ-κλαμπς », σε αντίθεση με «το Ελληνόπουλο», που στις φλέβες του τρέχει αίμα ηρώων και μαρτύρων, που βαπτίστηκε στην ορθόδοξη κολυμβήθρα.54 Σ’ αυτό το ελληνόπουλο οι ήρωες πρόγονοί του ορθώνονται ενώπιόν του και του λένε: «Όχι! Σ’ εσένα απαγορεύεται ν’ αδιαφορείς δια την πίστι. Γιατί η πίστις είναι η ζωή σου, είναι το αίμα μας το μαρτυρικό! Κατάλαβες;».

6. Η εξομολόγηση και το κήρυγμα:

Κατασκευάζοντας τον «Φιλόχριστο» Στρατό


Ιδιαίτερης σημασίας καθήκον των στρατιωτικών ιερέων θεωρείται το μυστήριο της εξομολόγησης των αξιωματικών και των στρατιωτών, μεταξύ όλης της θρησκευτικής εργασίας που υποχρεούνται να παρέχουν, όπως είναι η Θεία Ευχαριστία, το κήρυγμα, ή ο τακτικός εκκλησιασμός.55 Διαμέσου αυτής της εκκλησιαστικής πράξης, επιβεβαιώνεται η αντίληψη περί του «φιλοχρίστου» στρατεύματος, το οποίο για τους στρατιωτικούς ιερείς συμπυκνώνεται στην περιφρούρηση των «ελληνοχριστιανικών ιδεωδών», δηλαδή του άρρηκτου δεσμού ανάμεσα στην χριστιανική πίστη και την πατρίδα.56

Επιπλέον, μέσα από την εξομολόγηση, οι στρατιωτικοί ιερείς επιτυγχάνουν την ηθικοποίηση του στρατεύματος. Πρόκειται για έναν στόχο, η μακρά ιστορία του οποίου διακηρύσσεται ήδη από τον «Κανονισμό της Εσωτερικής Υπηρεσίας των Στρατευμάτων του Πυροβολικού» στα 1901. Η κυρίαρχη εκκλησιαστική ιδεολογία, βέβαια, επιβάλλει να θεωρούνται οι στρατιωτικοί ιερείς στο έργο τους αυτό και ως «ψυχίατροι» μετερχόμενοι «ψυχολογικάς μεθόδους», προκειμένου να καταστήσουν το έργο της ηθικοποίησης του στρατού όχι μόνο αναγκαίο ιστορικά, αλλά και επιβαλλόμενο επιστημονικά, ώστε οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες να διαπαιδαγωγούνται ως ευπειθείς, επιμελείς, νομοταγείς, έντιμοι, με άλλα λόγια καλοί χριστιανοί.57

Ως επιβοηθητικό μέσον για αυτόν τον σκοπό, η Διεύθυνση Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού, εκδίδει έναν «οδηγό εξομολόγησης προς στρατιώτες», ώστε οι τελευταίοι να γίνουν ακριβέστεροι στην εξέταση του εαυτού τους και σαφέστεροι στην εξαγόρευση των αμαρτιών τους. Ο κατάλογος αυτών των αμαρτημάτων έχει ως εξής:


«Εξέτασε στη συνέχεια τον εαυτό σου:

-Ανταποκρίνεσαι στη μεγάλη αγάπη του Θεού, προσεύχεσαι σ’ Αυτόν, παρακολουθείς τακτικά τη Θεία Λειτουργία; Μήπως άφησες ποτέ να μολυνθούν τα χείλη σου από τη βλασφημία, από άλλα λόγια ασεβή προς το Θεό και τους Ιερείς και τα ιερά σκεύη και αντικείμενα;

-Στην ψυχή σου μήπως έχουν εισχωρήσει αμφιβολίες για τις διάφορες αλήθειες της πίστεώς μας; Και φροντίζεις να υπερασπίζεσαι την πίστη αυτή σε παρέες που τη χλευάζουν;

-Μήπως επέτρεψες ποτέ στον εαυτό σου να πη ψέματα και μήπως καμμιά φορά το ψέμα σε παρέσυρε μέχρι τη συκοφαντία;

-Φροντίζεις να είσαι εξυπηρετικός και γεμάτος καλωσύνη στους γύρω σου;

-Μήπως κατακρίνεις, μισείς, φθονείς, ειρωνεύεσαι, βρίζεις και εκδικείσαι τον πλησίον σου; Σκανδάλισες ποτέ και παρεκίνησες κανέναν στο κακό, λέγοντας μπροστά του προκλητικές κουβέντες, διηγούμενος αισχρές ιστορίες, τραγουδώντας, χειρονομώντας και υποδαυλίζοντάς του τα πάθη;

-Κυριεύεσαι από το θυμό; Μήπως σε ωδήγησε αυτός να χτυπήσης κανέναν; Μήπως αδίκησες συνάνθρωπό σου; Αν είσαι παντρεμένος, μην ξεχνάς ότι στους φονείς υπάγονται και οι γονείς που κάνουν εκτρώσεις ή εγκαταλείπουν έκθετα ή αποφεύγουν την τεκνογονία χρησιμοποιώντας προφυλακτικά μέσα και φάρμακα που μεταβάλλουν τον γάμο σε παλλακεία και πορνεία.

-Προπάντων εξέτασε τον εαυτό σου στο θέμα της αγνότητός σου.

-Προσέχεις να μην αφίνης στο νου σου σκέψεις ανήθικες και η φαντασία σου να είναι καθαρή από εικόνες διεγερτικές; Μήπως αφίνης τα βλέμματά σου να περιεργάζωνται ρυπαρότητες και στο διάβασμά σου αποφεύγεις περιοδικά και βιβλία με σεξουαλικό περιεχόμενο;

-Μήπως προχώρησες ποτέ σε πράξεις ανήθικες, μόνος σου ή μαζί με άλλους και υποδουλώθηκες στην πορνεία ή τη μοιχεία ή άλλες ακατανόμαστες πράξεις; Πρέπει να ξέρης ότι όλα αυτά καταδικάζονται με τον πιο αυστηρό τρόπο από το Νόμο του Θεού […]

-Η στάσις σου απέναντι στις κοπέλλες ποια είναι; Μήπως παρασύρθηκες ποτέ και επέτρεψες στον εαυτό σου να τις πειράξη στο δρόμο ή να τις κυττάξη με βλέμμα πρόστυχο; Τις σέβεσαι σαν αυριανές μητέρες, σκέπτεσαι αν θα ήθελες οι άλλοι να φέρονται με τον ίδιο τρόπο στις αδελφές σου, ή τη σύζυγό σου;

-Εξέτασε αν οι παρέες σου και τα θεάματα που παρακολουθείς σε βοηθούν στο να ζης μια ζωή όπως τη θέλει ο Χριστός. Αν δείχνης πάντοτε σεβασμό στους γονείς σου. Αν κατέφυγες ποτέ σε μαντείες, μαγείες και άλλες παρόμοιες ανοησίες».58


Στον ίδιο ιδεολογικό προσανατολισμό θα πρέπει να είναι και το κήρυγμα, το οποίο απευθύνουν οι στρατιωτικοί ιερείς προς τους στρατευμένους. Ο εκκλησιαστικός λόγος και τα χριστιανικά «ψυχωφέλιμα» έντυπα, οφείλουν να διαφωτίζουν και να διαπαιδαγωγούν εθνικά και χριστιανικά τον στρατό.59 Το κήρυγμα ενώπιον ενός στρατιωτικού ακροατηρίου στοχεύει σε πολυεπίπεδες ανάγκες: καταρχήν πολιτικές, καθώς προσπαθεί να καταστήσει τους στρατιώτες «προσεκτικούς έναντι του αθέου κομμουνισμού και των ποικίλων αιρετικών, φανερών και μυστικών», έπειτα πολιτισμικές, αφού θα πρέπει να συνδυάζεται, για μια ακόμα φορά, με την επιβεβαίωση του ελληνοχριστιανισμού, αλλά και θεολογικές, καθώς θα πιστοποιεί «την προστασίαν που παρέχει πάντοτε ο Θεός προς το Ελληνικόν Έθνος».60

Ούτε η πράξη του κηρύγματος μπορεί να αποφύγει έναν αντίστοιχο θεματικό οδηγό, όπως στην εξομολόγηση, σχετικό με τα καίρια ζητήματα, σύμφωνα με την κυρίαρχη εκκλησιαστική ιδεολογία, στα οποία θα πρέπει να εντρυφούν οι στρατιώτες. Αυτός ο «οδηγός κηρυγμάτων προς στρατιώτες» περιλαμβάνει την παρακάτω θεματολογία:


«Με απλότητα λοιπόν [ο στρατιωτικός ιερέας] μπορεί να διδάξη:

-περί πίστεως προς τον Θεόν

-περί ανθρώπου

-περί Ιησού Χριστού

-περί Εκκλησίας

-περί Θείων Μυστηρίων

-περί προσευχής

-περί εκκλησιασμού

-περί ακολασίας και ανηθικότητος, ως της πλέον επικινδύνου ασθενείας της ψυχής και του σώματος, της διανοίας, της οικονομίας και πολλάκις και αυτού του εθνικού φρονήματος. Διότι παρουσιάζεται μεγάλος κίνδυνος των απορρήτων του στρατεύματος, καθ’ ότι ο εχθρός εχρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί πολλάκις γυναίκας προς τούτο […] Η ανωτέρω ασθένεια μαστίζει πολύ τον στρατόν μας και απαιτείται άοκνος προσπάθεια δια την καταστολήν αυτής. Ως κατασταλτικά μέσα δυνάμεθα να συστήσωμεν α) την αποφυγήν παρακολουθήσεως αισχρών θεαμάτων και ακαταλλήλων κινηματογραφικών ταινιών […] β) την αποφυγήν ανηθίκων αναγνωσμάτων κλπ. βιβλίων, επικινδύνως εθνικώς, ηθικώς και κοινωνικώς, γ) την αποφυγήν κακών συναναστροφών και υπόπτων φίλων

-περί των αρετών της εγκρατείας και αγνότητος

-περί ελευθερίας

-περί αυτοκυριαρχίας

-να διδάξωμεν την έννοιαν των μεγάλων ιδανικών

-περί σωβινισμού και κοσμοπολιτισμού

-περί σεβασμού προς τα σύμβολα της Πατρίδος, ως είναι η σημαία. […] Εν αυτή περικλείεται η έννοια της Πατρίδος, αλλά και της Θρησκείας. Και της μεν Πατρίδος, δια των χρωμάτων των αποτελούντων αυτήν, της δε Θρησκείας, δια του Σταυρού του ευρισκομένου εντός και εις την κορυφήν αυτής».61


7. Ιερουργώντας στους αποκλεισμένους


Οι στρατιωτικοί ιερείς έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε όλο το χώρο ευθύνης του στρατεύματος, χωρίς να εξαιρούνται οι χώροι αποκλεισμού και εξορίας των πολιτικών αντιφρονούντων. Θεωρώντας όλες τις στρατιωτικές μονάδες ως βασικά πεδία ανάπτυξης της «εσωτερικής ιεραποστολής» της εκκλησίας, ο προσανατολισμός τους στόχευε ανέκαθεν στην «διάσωσιν της στρατευομένης νεότητος από παντός ξένου, αντεθνικού και αντιθρησκευτικού μιάσματος».62 Η εργασία τους σε νησιά όπως η Λέρος, όπου πρωταγωνίστησε ο Τιμόθεος Ματθαιάκης, η Γυάρος, με προεξάρχοντα τον Προκόπιο Παπαθεοδώρου, και ιδίως η Μακρόνησος, όπου άφησε το στίγμα του μεταξύ άλλων, αλλά πολύ περισσότερο όλων, ο Στυλιανός Κορνάρος, 63 αποσκοπούσε στον εθνικό φρονηματισμό και στην πολιτική και ιδεολογική «αναμόρφωση» των κομμουνιστών κρατουμένων, πολιτών αλλά ιδίως στρατιωτών. Γι’ αυτό και θεωρείτο σημαντική τόσο εκ μέρους της διοικούσας εκκλησίας, όσο και της κυβέρνησης. Μέσα από την προφορική ιστορία αυτοπτών και αυτηκόων μαρτύρων, ενδεχομένως μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τη δράση τους, η οποία ταυτιζόταν σχεδόν πάντοτε με την εξουσία της στρατιωτικής διοίκησης.64



7α. Κηρύσσοντας: «Η κόλασις δια τους αμετανοήτους κομμουνιστάς»


Όπως είδαμε προηγουμένως, οι στρατιωτικοί ιερείς, προκειμένου να κατασκευάσουν τον «φιλόχριστο» ελληνικό στρατό, χρησιμοποιούσαν δύο βασικές στρατηγικές: το κήρυγμα και την εξομολόγηση. Αυτά, λοιπόν, μετέρχονται και στους χώρους εξορίας, όπου οι ανάγκες και οι προκλήσεις παρουσιάζονται ως εξόχως αναβαθμισμένες, καθώς δεν έχουν ενώπιόν τους απλώς στρατεύσιμους, αλλά συνειδητοποιημένους ιδεολόγους, συνήθως με υψηλό επίπεδο γνώσεων. Ο Νικηφόρος Δεδούσης, στη Μακρόνησο, επιμένει να κατηχεί τους κρατούμενους κηρύσσοντάς τους το Ευαγγέλιο της αγάπης, το οποίο, ωστόσο, εν μέσω της κρατικής βίας την οποία υφίσταντο, θεωρείτο περισσότερο ως πράξη θρησκευτικής υποκρισίας.65 Τέτοιες περιπτώσεις θρησκευτικής υποκρισίας φαίνεται ότι ήταν συχνές στη Μακρόνησο, αφού οι μαρτυρίες μακρονησιωτών επιμένουν να τις καυτηριάζουν.66 Στο ίδιο νησί, σύμφωνα με τον Φοίβο Γρηγοριάδη, ο αρχιμανδρίτης Αγριανίτης, στη θέα 17 βασανισμένων θυμάτων, τα οποία θύμιζαν «αναπνέοντα πτώματα», τους παρηγόρησε λέγοντας: «Σας έχει κυριεύσει το μικρόβιον του κομμουνισμού. Κυττάξτε να συμμορφωθήτε γιατί θα ψοφήσετε σαν τα σκυλιά».67 Στη Γυάρο ο Προκόπιος Παπαθεοδώρου, θέλοντας, ίσως, να προλάβει παρόμοιους συσχετισμούς εκ μέρους των ακροατών του, έσπευδε να αναφερθεί στον υλισμό, τονίζοντας ότι «“αν το σώμα, η αμαρτωλή σαρξ κουράζεται και υποφέρει στην πρόσκαιρη ζωή, φτάνει να σώσουμε την ψυχή μας ».68

Ωστόσο, ο κηρυγματικός λόγος του Στυλιανού Κορνάρου, στρατιωτικού ιερέα στη Μακρόνησο, φέρεται πως υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια σε σκληρότητα, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες μακρονησιωτών στρατιωτών, οι οποίοι τον θυμούνται να κηρύττει: «Πρέπει να ξέρετε πως ο φονεύων κομμουνιστήν πράττει ύψιστον καθήκον προς την Θρησκείαν και το Έθνος».69 Επισημαίνει, επίσης, στους κρατουμένους ότι δεν πρέπει να παραπονιούνται για την ποιότητα του φαγητού τους και να το πετάνε, αφού μια τέτοια πράξη συνιστά μία από τις δύο μεγαλύτερες αμαρτίες. Ποια ήταν η δεύτερη; Η άρνηση κάποιου στρατιώτη να κάνει «δήλωση» και να αποκηρύξει τους κομμουνιστές! Και οι δύο συνεπάγονται την ύψιστη τιμωρία που επιφυλάσσει ο Θεός για τους αμαρτωλούς: την κόλαση, την οποία ο Στυλιανός Κορνάρος εικονοποιεί ως τον χώρο όπου βρίσκονται «πελώρια καζάνια, γεμάτα πίσσα», δαιμονικά θηρία τα οποία «πετούν από το στόμα και τα ρουθούνια τους φωτιά», μέσα σε ένα πύρινο κοχλασμό, ενώ «μαύροι πτερωτοί διαβόλοι με κλαδωτά κέρατα κυνηγούν την ψυχή και τη ρίχνουν από καζάνι σε καζάνι».70 Τα κηρύγματα του Στυλιανού Κορνάρου έχουν καταγραφεί ως, ίσως, τα πιο προσαρμοσμένα στην κυρίαρχη κρατική ιδεολογία, μιας και ο ίδιος ονομάτιζε τη Μακρόνησο ως «Εκπαιδευτικόν Εθνικόν Σχολείον Μακρονήσου», παρομοιάζοντάς τη με μια νέα «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ»: όπως στις καινοδιαθηκικές αφηγήσεις διαβάζουμε ότι σε αυτόν που αναβαπτιζόταν εκεί ο Θεός του χάριζε ένα νέο σώμα, ένα νέο εαυτό, γεμάτο υγεία, ρωμαλεότητα και ευεξία, έτσι και εδώ, οι νέοι στρατιώτες οι οποίοι ζούσαν τη ζωή της Μακρονήσου «ανεβαπτίσθησαν εις τα ρείθρα των Εθνικών και Χριστιανικών αξιών».71 Ο χριστιανικός λόγος του Κορνάρου νομιμοποιούσε τα βασανιστήρια ως «αναμορφωτικές πρακτικές» της στρατιωτικής εξουσίας.72 Όπως επίσης και η λατρευτική του πράξη, ως ιερέα, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του μακρονησιώτη Φίλιππου Γελαδόπουλου, εξανάγκασε τους στρατιώτες να συμψάλλουν και να συμπροσευχηθούν, υπό τον ήλιον, υπέρ αποκαταστάσεως της υγείας του τραυματία από σφαίρα υιού του Διοικητή τους Τζανετάτου, με τους αλφαμίτες να «βρίζουν το Θεό και την Παναγιά μας» και να «μας τινάζουν αρβυλιές και να μας αφανίζουν στις τσιμπιές σώνει και καλά να πάρουμε μέρος κι εμείς στη ψαλμουδιά».73


7.β. Εξομολογώντας: Το Μυστήριο ως Ανακριτική Τεχνική


Το μυστήριο της εξομολόγησης, με τις τρόπο και τις προϋποθέσεις που γινόταν στους τόπους εκτοπισμού, χρησιμοποιείτο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, ως μια ιδιότυπη ανακριτική τεχνική εκ μέρους των στρατιωτικών ιερέων οι οποίοι το τελούσαν. Μαρτυρία μαθητή στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές Λέρου, στις οποίες ως μέλος του προσωπικού εμφανίζεται ο Τιμόθεος Ματθαιάκης, τον χαρακτηρίζει ως «χαφιέ», διότι «μαρτυρούσε στη Διεύθυνση όσα του έλεγαν στην εξομολόγησή τους οι μαθητές των Σχολών».74 Ωστόσο, η εκτεταμένη εφαρμογή αυτών των τεχνικών, φαίνεται να υλοποιήθηκε στη Μακρόνησο.

Η πιο απλή τεχνική έχει να κάνει με την αποκάλυψη, όπως είδαμε, του απόρρητου της εξομολόγησης ενός κρατουμένου από τον εξομολόγο-ιερέα σε τρίτους, στην προκειμένη περίπτωση στη στρατιωτική διοίκηση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του μακρονησιώτη Γιάννη Παπανικολάου, ένας συγκρατούμενός του, τη μεγάλη εβδομάδα, θέλησε να εξομολογηθεί στον Στυλιανό Κορνάρο. Προσήλθε στο εξομολογητήριο, αλλά ύστερα από τις επίμονες ερωτήσεις του ιερέα, υποχρεώθηκε να φανερώσει ονόματα οργανωμένων συναγωνιστών του, που βρίσκονταν τόσο στο χωριό του, όσο και στο τάγμα. Ο Στυλιανός Κορνάρος, κατόπιν, «κατέθεσε την έκθεση της ‘εξομολόγησης’ του θύματός του στο Α2», το οποίο με τη σειρά του κάλεσε τον εξομολογηθέντα για ανάκριση, βασανίζοντάς τον, ενώ ο Κορνάρος ο οποίος παρίστατο «με το Ευαγγέλιο στο χέρι διέκοπτε λέγοντας σαρκαστικά: Τέκνον μου, μην κρύβεις τίποτα, πέστα όλα να ξαλαφρώσει η ψυχή σου. Πέστα και θα προσευχηθώ στον Κύριο για σένα».75

Μια άλλη τεχνική, την οποία φαίνεται ότι εφάρμοζε ο Στυλιανός Κορνάρος, είναι αυτή της καλλιέργειας εμπιστοσύνης ανάμεσα στον εξομολόγο και τον εξομολογούμενο, προκειμένου ο τελευταίος να πεισθεί να υπογράψει «δήλωση» αποκήρυξης της κομμουνιστικής ιδεολογίας του και των συντρόφων του, πιστοποιώντας με τον τρόπο αυτόν την πραγματικά «αναμορφωτική» εργασία που συντελείτο στη Μακρόνησο. Η μαρτυρία ανήκει στον μακρονησιώτη Σταύρο Αβδούλο, αφορά δική του εμπειρία, και αξίζει να την παραθέσουμε ολόκληρη. Σχετίζεται με μια πρόσκληση του Στυλιανού Κορνάρου, τις παραμονές του Πάσχα του έτους 1949, να εξομολογηθούν όσοι θα ήθελαν:


«-Τι επάγγελμα κάνετε ως πολίτης;

-Είμαι δικηγόρος.

-Στρατιώτης είσθε ή αξιωματικός;

-Ήμουνα αξιωματικός αλλά με καθαιρέσανε και τώρα είμαι στρατιώτης.

-Γιατί σας καθαιρέσανε;

-Γιατί βαρύνομαι με μια σειρά από αντεθνικές πράξεις. Από την πρώτη μέρα της ιταλικής επίθεσης βρέθηκα στο αλβανικό μέτωπο, έλαβα μέρος σε πολλές μάχες, τραυματίστηκα και παρασημοφορήθηκα. Στην κατοχή πολέμησα τους Γερμανούς, φυλακίστηκα από τους ίδιους στο Χαϊδάρι, γιατί με πρόδωσαν Έλληνες συνεργάτες τους. Να το ιστορικό της αντεθνικής μου πορείας. Όπως βλέπετε είναι αρκετά τα ενοχοποιητικά στοιχεία που δικαιολογούν την καθαίρεσή μου.

Πρόσεξα πως οι απαντήσεις μου τον εξενεύρισαν, πήγε κάποια στιγμή να με σταματήσει, αλλά εγώ είχα πάρει φόρα και ήθελα να του τα πω όλα, όπως και έκανα. Τις δύσκολες εκείνες μέρες είχα προνοήσει και είχα μαζί μου όλα τα έγγραφα που φανερώνανε τη δράση μου (τραυματισμό, νοσηλεία στο νοσοκομείο, ημερήσια διαταγή για απονομή ηθικής αμοιβής κλπ.) και τα επιδείκνυα προκλητικά σε εκείνους που τολμούσαν να μου αμφισβητήσουν την πατριωτική μου δράση. Έβγαλα όλα αυτά τα χαρτιά και τα άφησα στο γραφείο του. Έριξε μια ματιά την ώρα που τα ακουμπούσα, αλλά δεν τα έπιασε στο χέρι του. Δεν τον ενδιαφέρανε αυτά τα χαρτιά, το μίσος του κατά της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης ήταν τέτοιο, που αν ήταν στο χέρι του θα τα έσχιζε. Μετά από λίγο συνέχισε:

-Γιατί μένετε στο ΣΥΡΜΑ;

-Στο στρατό, όπως ξέρετε, δεν είναι ο στρατιώτης που θα αποφασίσει πώς και πού θα υπηρετήσει. Αυτό το αποφασίζει η υπηρεσία. Και εκείνη έκρινε, εδώ στο ΑΕΤΟ [Πρώτο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών], ότι τα προσόντα μου επέβαλλαν τον εγκλεισμό μου στο Σύρμα.

Τότε αποτόλμησε το καίριο ερώτημα που πλανιόταν στα χείλη του και φανέρωνε και το σκοπό της πρόσκλησής του:

-Γιατί δεν υπογράφετε μια δήλωση;

Μου ήταν γνωστή η ιστορία του. Όμως για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα αυτή την ερώτηση, ότι θα έφτανε σ’ αυτό το σημείο κατάπτωσης. Αλλά και δεν επρόκειτο να του χαριστώ. Δεν βιάστηκα να απαντήσω για να μου δοθεί ο χρόνος να βρω τις κατάλληλες λέξεις που θα του ταίριαζαν. Άρχισα να κοιτάζω δεξιά και αριστερά και προς το ταβάνι, να περιεργάζομαι προσεκτικά το γραφείο του και τον ίδιο. Βλέποντας αυτή την καθυστέρηση στην απάντηση, με ρώτησε:

-Γιατί κοιτάζετε δεξιά κι αριστερά; Τι θέλετε να δείτε;

-Κοιτάζω να δω που βρίσκομαι. Φαίνεται ότι γίνηκε κάποιο λάθος. Εμένα μου είπανε ότι θα με οδηγούσαν στον ιερέα του τάγματος για να εξομολογηθώ. Δεν μου είπανε ότι θα με πάνε στο Α2 για να μου κάνει τη γνωστή εξομολόγηση. Γιατί παρόμοιο ερωτηματολόγιο αντιμετώπισα στο Α2 του ΓΚΠΑ [Τρίτο Κέντρο Παρουσίας Αξιωματικών] και του ΑΕΤΟ [Πρώτο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών]. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτά τα λόγια θα τα εξεστόμιζαν χείλη ιερωμένου. Και αναρωτιέμαι, γι’ αυτό περιεργάζομαι το γραφείο, τι θέση έχουν εδώ οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, αφού πρόκειται για παράρτημα του Α2.

Αιφνιδιάστηκε τόσο από την απάντησή μου που δεν βρήκε τίποτα για να με αντικρούσει. Βουβάθηκε στην κυριολεξία. Και τότε σκέφθηκε ότι ήταν παπάς και με ρώτησε, αν έχω κάνει σε κανέναν κακό, αν έχω αδικήσει και αν συγχωρώ τους εχθρούς μου. Έδωσα τις πρέπουσες απαντήσεις και τότε μου είπε ότι τελείωσε η εξομολόγηση».76


Μια τρίτη περίπτωση, μας διασώζει ο μακρονησιώτης Λεφτέρης Ραφτόπουλος, όταν, παραμονές των Χριστουγέννων του 1949, ένας ιερέας το όνομα του οποίου δεν μας αποκαλύπτει, επινοεί την ακόλουθη τεχνική: επειδή ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να εξομολογήσει το μεγάλο πλήθος των κρατουμένων στρατιωτών, τους ανακοινώνει πώς «όσοι από εσάς έχουν σκοτώσει κομμουνιστήν, ημπορούν βεβαίως να έλθουν να μεταλάβουν ελευθέρως, είναι συγχωρημένοι! Όσοι όμως έχουν σκοτώσει εθνικόφρονα, αυτοί όχι, δεν έχουν δικαίωμα να μεταλάβουν! Είναι αμαρτωλοί, παραβάται της ογδόης εντολής! Και δεν έχουν δικαίωμα, επαναλαμβάνω θείας μεταλήψεως!».77 Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για μια ιδιότυπη μορφή «δήλωσης». Όποιος πήγαινε να κοινωνήσει, δήλωνε δημόσια είτε ότι είχε σκοτώσει κομμουνιστή είτε ότι δεν είχε σκοτώσει εθνικόφρονα, ομοίως όποιος δεν πήγαινε να κοινωνήσει, δήλωνε δημόσια ότι είχε σκοτώσει εθνικόφρονα.


7.γ. Επιτιμώντας: Η «σατανική» πολιτική επιλογή στις βουλευτικές εκλογές του 1950


Σημείο αναφοράς σχετικά με την επιτελεσθείσα «αναμορφωτική» εργασία στη Μακρόνησο, ήταν οι βουλευτικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950, όπου αποφασίστηκε ότι και οι εκτοπισμένοι έχουν δικαίωμα ψήφου. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία για την πολιτική, αλλά και τη θρησκευτική εξουσία, να αποδείξουν το μέγεθος της ιδεολογικής και πολιτικής μεταστροφής των κρατουμένων, από το αποτέλεσμα των εκλογών, το οποίο φαντάζονταν ότι θα ήταν συντριπτικά υπέρ των «εθνικοφρόνων» κομμάτων. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν αναπάντεχο, καθώς πάνω από το 70% των ψήφων που έδωσε η Μακρόνησος κινήθηκε προς την Εθνικήν Προοδευτικήν Ένωσιν Κέντρου του Ν. Πλαστήρα και τη δημοκρατική Παράταξη, των Αλ. Σβώλου, Γ. Σοφιανόπουλου, Ν. Γρηγοριάδη κ.ά.

Ο Στυλιανός Κορνάρος επιτέθηκε επιτιμητικά στους κρατουμένους για το εκλογικό αποτέλεσμα, αποκαλώντας τους ως «προδότες», «μητραλοίες», «απάτριδες», «σκώληκες», «χαμερπείς».78 Έφθασε, μάλιστα, στο σημείο να επιστρατεύσει τη συνήθη αποκαλυπτική ρητορική του, επιτιμώντας όσους τόλμησαν να ψηφίσουν «αντεθνικά» κόμματα, διότι «ο αμαρτωλός όφις εξήλθε του σώματός των» και είναι ανάγκη να εξομολογηθούν αυτό τους το «αμάρτημα».79 Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νίκου Μάργαρη, ο Στυλιανός Κορνάρος τους κατακεραύνωσε διότι, ενώ μέχρι την 4η Μαρτίου, παραμονή των εκλογών, όλος ο κόσμος θαύμαζε το «κατόρθωμα της Μακρονήσου», την ημέρα των εκλογών «εφούντωσε πάλι μέσα σας ο σατανάς. Και την 5ην Μαρτίου τα ανατινάξατε όλα εις τον αέρα», καλώντας τους για μια ακόμη φορά σε μετάνοια: «Ίσως να σας έμειναν μερικά δάκρυα, ίσως να σας έμεινε ολίγη συνείδησις. Χύσετε τα δάκρυα, κινήστε τη συνείδηση και η Πατρίδα πάλι θα σας συγχωρήσει».80

8. Το αξίωμα του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων


8.α. Το νομικό προηγούμενο


Σημαντική θέση στην πολιτισμική ιστορία των στρατιωτικών ιερέων κατέχει το αξίωμα του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων. Η ίδρυση της θέσης αυτής στη δομή του σώματος των στρατιωτικών ιερέων συνδέεται με το πρόσωπο του μητροπολίτη Καρυστίας και Σκύρου Παντελεήμονος Φωστίνη. Διαρκούσης της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, το έτος 1943, ο Παντελεήμων Φωστίνης παραιτείται από την θέση του μητροπολίτη και μεταβαίνει στη Μέση Ανατολή, όπου και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Τον Αύγουστο δε του 1944 διορίζεται Αρχιερέας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αξίωμα το οποίο διατήρησε μέχρι και τις 26 Σεπτεμβρίου 1946, όταν εξελέγη μητροπολίτης Χίου.81 Σύμφωνα με τον βιογράφο του, ο Φωστίνης ως θρησκευτικός ηγέτης, επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, «συνεχίζει την εθνικήν του προσφοράν με ηρωϊσμόν», καθώς με τα κηρύγματά του «τα οποία απέπνεον το άρωμα της νοσταλγίας και των ελληνικών παραδόσεων» κατάφερε να ενισχύσει το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών και έγινε «πόλος έλξεως ενός κινήματος αδελφοσύνης».82 Με άλλα λόγια, μεταφράζοντας στην ιδεολογική και πολιτική διάλεκτο, ο Παντελεήμων Φωστίνης, ως Αρχιερέας Ενόπλων Δυνάμεων, διορισμένος από την ελληνική κυβέρνηση, ανέπτυξε σοβαρή αντικομμουνιστική δράση εντός του στρατεύματος, προκειμένου να ισχυροποιήσει την εξουσία των κυβερνητικών δυνάμεων, κατέχοντας και ο ίδιος μια ομόλογη θέση εξουσίας.

Μιας εξουσίας, βέβαια, η οποία δεν είχε το εκκλησιολογικό και κανονικό της έρεισμα. Ο Παντελεήμων Φωστίνης είχε διοριστεί στο αξίωμα αυτό από την ελληνική κυβέρνηση, δεν είχε εκλεγεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, γι’ αυτό και η θέση του ήταν σαφώς πολιτική και όχι κατ’ ουσίαν εκκλησιαστική. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, όταν τελικά οι Γερμανοί αποχωρούν από την Ελλάδα και αναλαμβάνουν τη διοίκηση ελληνικές κυβερνήσεις, στο πλαίσιο των συντακτικών πράξεων αναγνώρισης των νόμων που συνέταξε η εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου, αναγνωρίζεται και το αξίωμα του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων. Ήταν απαραίτητη, ωστόσο, η αλλαγή του ίδιου του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος δεν προνοούσε για μια τέτοια θέση αρχιερέα. Το πρόβλημα λύθηκε με νομοθετικό διάταγμα, το οποίο προέβλεπε ότι «προς τους ανωτέρω Αρχιερείς [της Ιεραρχίας της Εκκλησίας] εξομοιούται και ο Μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων θεωρούμενος εν ενεργεία Αρχιερεύς της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος», ενώ τόνιζε ότι «η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την εφημερίδα της Κυβερνήσεως, υποβληθήσεται δε εις τη μέλλουσαν να συνέλθη βουλήν προς κύρωσιν».

Ενώ, όμως, το ζήτημα του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων είχε τακτοποιηθεί νομικά, εκκρεμούσε εκκλησιολογικά. Την ίδια εποχή ανακινείται από την κυβέρνηση, στο πλαίσιο ανασυγκρότησης και αναδιοργάνωσης του στρατεύματος, το θέμα της ανασύστασης της Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού. Με εισήγησή του προς την Ιερά Σύνοδο προκειμένου να συζητηθεί το εν λόγω ζήτημα, ο μητροπολίτης Εδέσσης Διονύσιος υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία μπορεί να έχει επικεφαλής επίσκοπο εντεταλμένο από την Ιερά Σύνοδο, ο οποίος θα φέρει το βαθμό του υποστρατήγου, ενώ η σχέση του με το ανώτατο διοικητικό όργανο της εκκλησίας θα ήταν αυτή του «μονίμου επιτρόπου αυτής εν τω στρατεύματι».83

Δεν επρόκειτο για μια νέα αντίληψη. Σχεδόν τριάντα χρόνια νωρίτερα, στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης σχετικά με την αναβάθμιση των στρατιωτικών ιερέων, είχε εντοπιστεί το υπόδειγμα κρατών, στα οποία είχε θεσμοθετηθεί η θέση αρχηγού επισκόπου με βαθμό υποστρατήγου.84 Παρά ταύτα, το ζήτημα εξακολουθούσε να δημιουργεί κανονικές και δογματικές αναταράξεις. Κι αυτό διότι ο κάθε μητροπολίτης αναγνωρίζεται ως τέτοιος από τη διοικούσα εκκλησία, πάντοτε σε σχέση με την επικράτειά του, στο τμήμα του εδάφους στο οποίο αποκτά την πλήρη κυριαρχία. Ο Μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων δεν κυριαρχούσε σε έδαφος, αλλά σε πρόσωπα.

Γι’ αυτό η τελική λύση που δόθηκε ήταν ότι η Βουλή, η οποία θα κύρωνε την θέση του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων, θα την καταργούσε ταυτόχρονα. Αυτό πραγματοποιήθηκε με το σχετικό νομοθετικό διάταγμα, το οποίο ενώ στο πρώτο άρθρο του αναγνώριζε την εξομοίωση του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων με τους άλλους εν ενεργεία αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο δεύτερο άρθρο προέβλεπε ότι «η ισχύς του παρόντος άρθρου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η δε ισχύς του δια του παρόντος κυρουμένου Ν. Διατάγματος παύει από της επομένης της δημοσιεύσεως του παρόντος». Με αυτόν τον τρόπο έκλεινε η πρώτη περίοδος αυτού του κεφαλαίου των στρατιωτικών ιερέων, το οποίο, ωστόσο, είχε αφήσει ως κληρονομιά ένα νομικό προηγούμενο, στο οποίο η εκκλησιαστική διοίκηση επρόκειτο να επενδύσει πολλές δυνάμεις της στο μέλλον.


8.β. Ο σεβασμιώτατος Υποστράτηγος


Η ευκαιρία για επανενεργοποίηση του αξιώματος του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων δόθηκε σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, στην αρχή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Την ανάγκη να έχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις έναν μητροπολίτη δικό τους ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή μπορεί να την καταλάβει κανείς, ίσως, αν την εντάξει στο ιδεολογικό πλαίσιο της δικτατορίας, όπου το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» ομολογούσε ότι το στρατιωτικό καθεστώς θεωρούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μια συνιστώσα των κοινωνικών δυνάμεών του. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως έκπληξη, το γεγονός ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, τον οποίο εγκαθιστά η δικτατορία, στο σχέδιό του περί αναδιοργανώσεως του εκκλησιαστικού οργανισμού που παρουσιάζει άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, κάνει ειδική μνεία για τον διορισμό αρχιερέα στο στράτευμα, «αποκλειστικόν έργον του οποίου θα ήτο η εξεύρεσις, η εκπαίδευσις και η συστηματική παρακολούθησις των ιερέων και των τριών όπλων, ως και των θεολόγων των εργαζομένων εν τη Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατεύματος», πάντοτε, βέβαια, «υπό τον Ιεράρχην, εις την περιφέρειαν του οποίου θα εργάζωνται».85 Η θέση του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων θα ενίσχυε τη διασύνδεση του εκκλησιαστικού οργανισμού με τον στρατό, βοηθώντας, παράλληλα, την παροχέτευση της κρατικοθρησκευτικής ιδεολογίας του ελληνοχριστιανισμού προς τη στρατευμένη νεολαία, η θρησκευτική και εθνική διαπαιδαγώγηση της οποίας εξακολουθούσε, ως φαίνεται, να είναι ο επιδιωκόμενος στόχος εκ μέρους της διοίκησης της εκκλησίας.86

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ειδικός αναγκαστικός νόμος έρχεται να συστήσει «θέσιν Αρχιερέως των Ενόπλων Δυνάμεων επί βαθμώ Υποστρατήγου». Με βασιλικό διάταγμα, δε, καθορίζεται ότι ο Μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων είναι ο Διευθυντής Θρησκευτικού του Αρχηγείου των Ενόπλων Δυνάμεων και σύμβουλος του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων για ζητήματα που αφορούν θέματα θρησκευτικά και ελληνοχριστιανικής διαφώτισης. Το συγκεκριμένο διάταγμα, επιχειρεί να λύσει το πρόβλημα της επικράτειας του νέου μητροπολίτη, προβλέποντας ότι οι χώροι όπου βρίσκονται εγκατεστημένες μονάδες των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως αρχηγεία, στρατόπεδα, στρατιωτικές σχολές, κέντρα εκπαίδευσης, πλοία, αεροδρόμια, και γενικά μόνιμες ή προσωρινές εγκαταστάσεις, ανήκουν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων, γι’ αυτό και στις ιερές ακολουθίες μνημονεύεται το όνομά του, εφ’ όσον δεν λειτουργεί άλλος αρχιερέας.

Από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, εξελέγη ο αρχιμανδρίτης Νικόλαος Ξένος, ο οποίος ονομάστηκε Μητροπολίτης Νέας Πελαγονίας και Ενόπλων Δυνάμεων, έχοντας ως έδρα του την Αθήνα και την αρμοδιότητά του να επεκτείνεται, εκτός από τον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατός Ξηράς, Ναυτικό, Αεροπορία) και στα Σώματα Ασφαλείας (Χωροφυλακή, Αστυνομία Πόλεων, Πυροσβεστική Υπηρεσία), αλλά και στο Λιμενικό Σώμα.87 Το υψηλό κεφάλαιο κύρους, αναγνώρισης και εξουσίας με το οποίο πρέπει να είχε πιστώσει ο Νικόλαος Ξένος τον θεσμό του στρατού, μας το παρουσιάζει ξεκάθαρα ο ίδιος, όταν στην χειροτονία του τον ονομάζει, δύο φορές μάλιστα, ως «αριστοκρατία της θυσίας και του αίματος».88 Η χρήση του όρου «αριστοκρατία», ίσως του έδινε την αίσθηση μιας άμεσης κοινωνικής κινητικότητας, δηλαδή την εντύπωση της ταξικής ανόδου. Ενδεχομένως αυτή ήταν η αιτία που έκανε τον Νικόλαο Ξένο να τονίζει την ταύτισή του με το δικτατορικό καθεστώς. Όπως αναφέρει η μαρτυρία ενός σύγχρονου μητροπολίτη, «Ο Νικόλαος – Θεός σχωρέστον – ο μακαριστός, είχε την τάση όπου πήγαινε να μιλάει για την εθνοσωτήριο επανάσταση. Καλώς, κακώς έτσι έκαμνε».89

Ποιο ήταν το έργο του, ως Μητροπολίτη Ενόπλων Δυνάμεων; Μας το παρουσιάζει ο ίδιος, αναφέροντας ότι επέβαλε την ανάρτηση «εις περίοπτον θέσιν της εικόνος του Κυρίου εις απάσας τας Μονάδας του Στρατεύματος», καθιερώθηκε «νέα ομοιόμορφος προσευχή δια τας Ενόπλους Δυνάμεις», οργανώθηκε «συστηματικώς διαφωτιστικός αγών προς καταπολέμησιν της βλασφημίας», όπως επίσης αγώνας κατά των χιλιαστών, επιδιώχθηκε «η συχνή εκουσία προσέλευσις αξιωματικών τε και στρατιωτών εις το Μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως», όπως επίσης καθορίστηκαν «τα της νηστείας καθ’ εκάστην Τετάρτην, Παρασκευήν, Μ. Εβδομάδα, παραμονήν θείας κοινωνίας των ανδρών».90 Με δική του πρωτοβουλία, επίσης, από το 1971, μεταδιδόταν ειδική εβδομαδιαία εκπομπή του Θρησκευτικού Σώματος από το τηλεοπτικό κανάλι της Υπηρεσίας Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων (Υ.ΕΝ.Ε.Δ.), όπως και ραδιοφωνική εκπομπή θρησκευτικού περιεχομένου.91

Παρ’ όλη τη δράση του και τη στήριξή του από το στρατιωτικό και εκκλησιαστικό καθεστώς, ο Νικόλαος Ξένος αναγνωρίζει και ο ίδιος τη μάλλον αντικανονική θέση του στο εκκλησιαστικό σώμα, όταν ομολογεί ευθαρσώς ότι «δεν είμαι κυριάρχης Μητροπολίτης», δηλαδή δεν έχει το δικαίωμα να χειροτονήσει κληρικούς, να τους διορίσει και να τους παύσει, αλλά ούτε έχει το δικαίωμα να ιερουργεί ελεύθερα εντός της υποτιθέμενης μητρόπολής του.92 Ήταν ένα αξίωμα περισσότερο πολιτικό παρά εκκλησιαστικό, γι’ αυτό και εκ των πραγμάτων θνησιγενές. Όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα το 1974, εξέλιπε και η αιτία δημιουργίας της εν λόγω μητρόπολης. Καταργήθηκε με νόμο του έτους 1975, ορίζοντας ότι Διευθυντής του Θρησκευτικού Σώματος θα ανελάμβανε ο αρχαιότερος βαθμολογικά στρατιωτικός ιερέας.


10. Συμπερασματική Επισκόπηση


Την περίοδο αμέσως μετά τον εμφύλιο, αλλά και κατά την περίοδο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, οι αρχιερείς με προϋπηρεσία στρατιωτικών ιερέων διαμορφώνουν μια υπολογίσιμη ομάδα στο σύνολο της Ιεραρχίας, αυτήν που ενδεχομένως είχε την απαραίτητη αριθμητική δύναμη και ιδεολογική προσήλωση να καθορίζει τις συνοδικές αποφάσεις. Εξηγείται με αυτόν τον τρόπο ο βαθμός και η ποιότητα της μετεμφυλιακής συνεργασίας εκκλησιαστικής διοίκησης και κράτους, μιας συνεργασίας ανάμεσα σε ένα στρατιωτικού τύπου κράτος και μια στρατιωτικού τύπου ιεραρχία. Η διαμεσολάβηση και στους δύο χώρους υλοποιείται από τον θεσμό του στρατού, ο οποίος, ιδιαίτερα μετά την νικηφόρα επικράτησή του στον εμφύλιο πόλεμο έναντι των κομμουνιστών, θεωρήθηκε ως το σωτηριολογικό ενδιάμεσο, το οποίο παρείχε νόημα τόσο στο κράτος, όσο και στη διοικούσα εκκλησία.

Νόημα κυρίως πολιτικό, το οποίο με τη μορφή του αντικομμουνισμού και την ποιμαντική διαχείριση των στρατιωτικών ιερέων, όπως είδαμε, επιχείρησε να παράγει έναν συγκεκριμένο τύπο στρατιώτη, πολίτη και πιστού. Έναν άνθρωπο, ο οποίος καλείται κατ’ αρχήν να μάθει ότι η «υγιής» εθνική διαπαιδαγώγηση παρέχεται μέσω των δύο παραδοσιακών συντηρητικών θεσμών, της εκκλησίας και του στρατού, ώστε να συναινέσει να εγχαραχθούν στο σώμα του, μέσω του κηρύγματος, της εξομολόγησης και όλων των εκκλησιαστικών πρακτικών, όλα τα ελληνοχριστιανικά σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης, που αφορούσαν τη διάκριση μεταξύ του εθνικοθρησκευτικού «ιερού» και του «βέβηλου», προκειμένου να ενσωματώσει εκείνες τις μορφές εξουσίας οι οποίες οριοθετούσαν τη σεξουαλικότητά του, δηλαδή την ιδεολογικά προκαθορισμένη και κατευθυνόμενη παραγωγή της απόλαυσης. Με άλλα λόγια, να εκπαιδευτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή της κυρίαρχης κρατικοθρησκευτικής ιδεολογίας.

Στον εκκλησιαστικό οργανισμό, θεσμική διάσταση αυτής της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως αυτή εκπορευόταν από τη διοικούσα εκκλησία εκείνης της εποχής, αλλά και τη στρατιωτική δικτατορία, είναι ο ιδιαιτέρως αυταρχικός Νόμος 214 περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Στο άρθρο 8 προέβλεπε ότι «κληρικοί, αποδεδειγμένως απωλέσαντες την έξωθεν καλήν μαρτυρίαν και το απαραίτητον κύρος, κηρύσσονται έκπτωτοι από της θέσεως αυτών δι’ αποφάσεως του αρμοδίου Εκκλησιαστικού Συνοδικού Δικαστηρίου», ενώ στο προηγούμενο άρθρο 7 προνοούσε ότι «κατά της αποφάσεως των δια του παρόντος ιδρυομένων Δικαστηρίων ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται». Ήταν μια προσπάθεια απομάκρυνσης από τον εκκλησιαστικό οργανισμό ανθρώπων ύποπτων για την ηθική «καθαρότητά» τους και την εθνική «ακεραιότητά» τους, η οποία προσπάθεια σκόπευε, όπως διακηρύχθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, στην αναβάθμιση και ανανέωση της εκκλησίας, στην πραγματικότητα, όμως, επιδίωκε το μέγιστο δυνατό έλεγχο της Ιεραρχίας, μέσω της προώθησης σε μητροπολιτικές θέσεις αρχιμανδριτών προσκείμενων στην ηγεσία της εκκλησιαστικής διοίκησης.

Κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης αρχίζει για την ελληνική κοινωνία μια νέα ιστορική φάση, κατά την οποία τα παλαιότερα πολιτικά, ιδεολογικά και νοηματικά σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης μοιάζουν να έχουν εξαντλήσει την οποιαδήποτε κοινωνική αντοχή τους. Η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν γεγονός, οι θεσμοί του στρατού και της εκκλησίας θα δέχονταν έντονη αμφισβήτηση, με σφοδρή κριτική για το παρελθόν τους και ριζικό αναπροσδιορισμό της κοινωνικής θέσης τους, η ιδιωτικότητα της ζωής και ειδικά στη διάσταση της σεξουαλικότητας θεωρήθηκε αυτονόητα δεδομένη και μη υποκείμενη πλέον σε κρατικοθρησκευτικό έλεγχο. Τώρα πια, ελάχιστοι μητροπολίτες, πρώην στρατιωτικοί ιερείς, επιθυμούν να εντάξουν αυτή την προϋπηρεσία τους στο επίσημο βιογραφικό τους. Η δημοσιοποίηση μιας τέτοιας επαγγελματικής διαδρομής, υπό τις νέες συνθήκες, θα έμοιαζε περισσότερο ως πρόκληση παρά ως προνόμιο. Ανεξαρτήτως τούτων, ωστόσο, η παρουσία των στρατιωτικών ιερέων στο σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν τόσο πολυάριθμη, ώστε, ακόμα και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου το ένα τρίτο των αρχιερέων είχαν θητεύσει ως στρατιωτικοί ιερείς, ιδίως την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.93

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


-«Απαιτείται Στενή και Συνεχής Συνεργασία», Εκκλησία Μ΄ (1963): 43.

-Γενικό Επιτελείο Στρατού - Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Η Ιστορία της Οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού (1821-1954), Αθήνα: Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού 20052.

-Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας, Μια Εκστρατεία, Αθήναι 1959.

-Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας, Το Πρόβλημα των Νέων, Αθήναι 1960.

-Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας, Στήριγμα και Οδηγός, Αθήναι 1960.

-Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού, Η Αρχή μιας Χαρούμενης Ζωής, Αθήναι 1960.

-Εναλλακτική Κίνηση Χριστιανοσοσιαλιστών, Εκκλησία και Στρατός, Αθήνα 1986.

-«Η Εκκλησία εν τω Στρατεύματι», Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον του Δισέκτου Έτους 1956, Αθήναι: Τυπογραφείον της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, χ.χ.: 276-279.

-«Η Εκκλησία παρά τω Στρατεύματι και ταις Φυλακαίς», Ημερολόγιον της Εκκλησίας της Ελλάδος του Έτους 1970, Αθήναι: Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος χ.χ.: 226-229.

-«Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού», Εκκλησία ΚΕ΄ (1948): 154.

-Ι., «Η Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατεύματος», Εκκλησιαστικός Κήρυξ Ι΄ (1919): 378-383.

-Συζήτηση της Τρίτης Συνεδρίας, Ιστορικό Τοπίο και Ιστορική Μνήμη. Το Παράδειγμα της Μακρονήσου, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης στην Αίθουσα Τελετών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, 6 και 7 Μαρτίου 1998, Αθήνα: Φιλίστωρ 2000: 313-325.


-Αβδούλος Σταύρος Αντ., Το Φαινόμενο Μακρόνησος. Ένα Πρωτόγνωρο Εγκληματικό Πείραμα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1998.

-Αρκάδας Δημήτριος, Οι Επαγγελματίες της Θεολογικής Σκέψης: Το Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό της Θεολογικής Σχολής Αθηνών από τον Μεσοπόλεμο μέχρι Σήμερα, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο - Τμήμα Κοινωνιολογίας 2011.

-Β.Ν. «Διαβάζοντας…», Ο Κόσμος των Γραμμάτων, Ακτίνες ΙΔ΄ (1951): 44.

-Βαρδινογιάννης Βαρδής, Σ.Φ.Α. Μακρόνησος Οχτώβρης 1948 - Μάης 1949, Αθήνα: Θεμέλιο 1982.

-Βαρδινογιάννη Βαρδή Β. - Αρώνη Παναγιώτη Γ., Οι Μισοί στα Σίδερα, Αθήνα: Φιλίστωρ 1996.

-Βερβενιώτη Τασούλα, «Οι Ανήλικοι Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Από τις Φυλακές και τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές Λέρου», Η Ελληνική Νεολαία στον 20ό Αιώνα. Πολιτικές Διαδρομές, Κοινωνικές Πρακτικές και Πολιτιστικές Εκφράσεις, επιμ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Εύη Ολυμπίου, Ιωάννα Παπαθανασίου, Αθήνα: Θεμέλιο 2010: 238-258.

-Βόγλης Πολυμέρης, Η Εμπειρία της Φυλακής και της Εξορίας. Οι Πολιτικοί Κρατούμενοι στον Εμφύλιο Πόλεμο, μετ. Γιάννης Καστανάρας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2004.

-Γελαδόπουλος Φίλιππος, Μακρονήσι, Αθήνα 1965.

-Γκίνης Γιάννης, Ιεράρχες Διάκονοι της Χούντας, Αθήνα 1978.

-Γρηγοριάδης Φοίβος Ν., Εμφύλιος Πόλεμος 1944-1949, τόμος 10, Αθήνα: Εκδόσεις «Νέος Κόσμος» 1975.

-Δενδρινού Κλεόβουλου Α., Άγνωστες Σελίδες από τη Μακρόνησο (1948-1950), Αθήνα 1998.

-Δημοπούλου Γεωργίου Ι., αρχιμ., «Δικαιοσύνην Μάθετε», Αθήναι: Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ» 19942.

-Θέμελης Χρυσόστομος, αρχιμανδρ., «Η Ιερά Μητρόπολις Καρύστου διαμέσου των Αιώνων», Θεολογία ΚΣΤ΄ (1955): 436-440, 548-583.

-Ιερωνύμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας, τόμος δεύτερος, τεύχος Α΄, εν Αθήναις 1975.

-Καντιώτου Αυγουστίνου Ν., αρχιμ., ιεροκήρυκος, Εθνικά Προβλήματα, Αθήναι: Έκδοσις της Ορθοδόξου Φιλανθρωπικής Αδελφότητος «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων» 1961.

-Καντιώτη Αυγουστίνου Ν., αρχιμ., ιεροκήρυκος, «Η Καλυτέρα Χρησιμοποίησις των Θεολόγων Αξι/κών και Οπλιτών εν τη Θρησκευτική Υπηρεσία ως και Δημιουργία Πυρήνων παρ’ Εκάστη Μονάδι», Η Σύγχρονος Θρησκευτική και Ηθική Κατάστασις, Αθήναι: Έκδοσις Συνδέσμου Φοιτητών «Η Ασπίς της Ορθοδοξίας» 1964: 59-75.

-Καντιώτου Αυγουστίνου Ν, αρχιμ., Ιεροκήρυκος, «Χριστιανική Διαφώτισις (Έντυπον-Περιοδικόν-Ραδιόφωνον-Κινηματογράφος-Θέατρον)», Η Σύγχρονος Θρησκευτική και Ηθική Κατάστασις, Αθήναι: Έκδοσις Συνδέσμου Φοιτητών «Η Ασπίς της Ορθοδοξίας» 1964: 76-92.

-Καντιώτου Αυγουστίνου Ν., αρχιμ., Ιεροκήρυκος, «Ελλάς! Δεν θα σε Αφήσωμεν ποτέ να Γίνης Σόδομα και Γόμορρα…», Η Σύγχρονος Θρησκευτική και Ηθική Κατάστασις, Αθήναι: Έκδοσις Συνδέσμου Φοιτητών «Η Ασπίς της Ορθοδοξίας» 1964: 93-109.

-Καντιώτου Αυγουστίνου Ν., Επισκόπου, Μητρ. Φλωρίνης, Ο Έλεγχος, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 1983.

-Καντιώτου Αυγουστίνου Ν., Επισκόπου, Μητρ. Φλωρίνης, Προς τον Γολγοθάν, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 19894.

-Καντιώτου Αυγουστίνου Ν., Επισκόπου, Μητρ. Φλωρίνης, Αντιβλασφημικός Αγών, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 19892.

-Καντιώτου Αυγουστίνου Ν., Επισκόπου, Μητρ. Φλωρίνης, Τα Τέσσερα Χρώματα (Αποκάλυψις Κεφ. 6, στιχ. 1-8), Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 19923.

-Καντιώτου Αυγουστίνου Ν., Επισκόπου, Μητρ. Φλωρίνης, «Η Εκκλησία εις τας Ενόπλους Δυνάμεις (Εισήγησις της 8-12-1994)», Συνοδικά Β΄, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 1995: 36-44.

-Καραγιάννης Γιώργος Ν., Η Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο, επιμ. Άγγελος Σιδεράτος, Αθήνα: Προσκήνιο 2001.

-Καραγιάννης Γιώργος, Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Ιστορική Επισκόπηση των Σχέσεών τους, Αθήνα: Εκδόσεις «Το Ποντίκι» 1997.

-Καρατζαφέρη Σπύρου, Φάκελλος Εκκλησία, Αθήνα: Κάκτος 19792.

-Κοτσώνης Ιερώνυμος Ι., Σημειώσεις Κανονικού Δικαίου της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, τόμος Γ΄- Μέρος Β΄ - Βιβλίον Ζ΄, Θεσσαλονίκη 1962.

-Κουράκλη Μελετίου Π., αρχιμ., στρατιωτικού ιεροκήρυκος, Θρησκευτικοί Λειτουργοί στο Στράτευμα διαμέσου των Αιώνων, Αθήνα 2010.

-Κουράκλη Μελετίου, αρχιμ. στρατιωτικού ιεροκήρυκος, «Αναδρομή στην Ιστορική Εξέλιξη της Παρουσίας των Κληρικών στο Ελληνικό Στράτευμα και ο Θεσμός της Θρησκευτικής Υπηρεσίας των Ε.Δ. σε Διεθνές Επίπεδο Σήμερα», Εκκλησία ΠΗ΄ (2011): 20-30.

-Μακρής Σπυρ. Γ., «Στρατιωτικοί Ιερείς», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 11, Αθήναι: Αθαν. Μαρτίνος 1967: στ. 495.

-Μακρής Σπυρίδωνος Γεωργ., Επίτομος Ποιμαντική, Αθήναι: Εκδόσεις «Ενορίας» 19532.

-Μάργαρης Νίκος, Ιστορία της Μακρονήσου, μέρος δεύτερο, Αθήνα 1966.

-Ματθαιάκη Τίτου, αρχιμ., Η Αποστολή του Κληρικού εν τω Στρατώ, εν Αθήναις: Τύποις «Φοίνικος» 1940.

-Ματθαιάκη Τίτου Εμμ., Μητροπολίτου, Η Μυστική Ζωή των Μελών της Εκκλησίας, Αθήναι 1976.

-Ματθαιάκη Τίτου Εμμ., Μητρ. πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, Εξομολογητική, Αθήναι 19762.

-Ματθαιάκη Τίτου Εμμ., Μητρ., πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, Η εν Νοσοκομείοις Ποιμαντική Διακονία των Κληρικών, Αθήναι 1978.

-Ματθαιάκη Τίτου Εμμ., Μητρ. πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, Η εν Φυλακαίς Ποιμαντική Διακονία των Κληρικών, Αθήναι 1984.

-Μητσιοπούλου Δέσποινα, Στρατός και Εκκλησία στην Ελλάδα. Θεσμικές Αλληλεπιδράσεις, Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ - Θεολογική Σχολή, Τμήμα Θεολογίας 2010.

-Μουντές Ματθαίος Γ., «Παντελεήμων, ο Φωστίνης (1888-1962)», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 9, Αθήναι: Αθαν. Μαρτίνης 1965: στ. 1141-1144.

-Μπρατσιώτης Π. Ι., «Η Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατού», Εκκλησία ΚΔ΄ (1947): 86-87.

-Νικολάου [Ξένου], Σεβ. Μητροπολίτου Νέας Πελαγονίας - Ενόπλων Δυνάμεων, «Έκθεσις Υποεπιτροπής Στρατευομένης Νεότητος», στο βιβλίο του Ιερωνύμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας, τόμος δεύτερος, τεύχος Β΄, εν Αθήναις 1975: 557-569.

-Ο Αθηνών Ιερώνυμος, «Σχέδιον Αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος», Εκκλησία ΜΔ΄ (1967): 585-586, 625-631, 665-669, 705-710, 788-794.

-Παντελεήμονος Μητρ. Κορωνείας, «Κατευθύνσεις Ομιλητικής για Στρατιωτικά Ακροατήρια», Εκκλησία ΠΗ΄ (2011): 14-19.

-Παπαμιχαήλ Γρηγόριος, «Ο Κλήρος εν τω Πολέμω», Πάνταινος Ε΄ (1913): 563-568.

-Παπαρίζος Αντώνης, Θεός, Εξουσία και Θρησκευτική Συνείδηση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 2001.

-Παπαρίζος Αντώνης, Η Κοινωνία των Αμαρτωλών. Η Πολιτική ως Διαχείριση του Φόνου, της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης, Αθήνα: Παπαζήσης 2014.

-Πικρός Γιώργος, Το Χρονικό της Μακρονήσου, Αθήνα: «Σύγχρονη Εποχή» 19894.

-Ραφτόπουλος Λεφτέρης, Το Μήκος της Νύχτας, Μακρόνησος ’48-’50. Χρονικό-Μαρτυρία. Αθήνα: Καστανιώτης 19972.

-Σοφού Παύλου, Μητροπ. Ιερισσού, Αγ. Όρους και Αδραμερίου, Το Κήρυγμα του Θείου Λόγου εν τω Στρατεύματι, εν Αρναία 1963.

-Σταυροπούλου Αλεξάνδρου, «Οι Εκκλησιολογικές Βάσεις της Θρησκευτικής Υπηρεσίας στο Στράτευμα», Εκκλησία ΠΗ΄ (2011): 31-35.

-Στράγκα Θεοκλήτου, αρχιμανδρ., Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εν Πηγών Αψευδών 1817-1967, τόμος Ε΄, Αθήναι 1974.

-Τράμπα Σωτηρίου, αρχιμ., Το Θείον Κήρυγμα εις τον Στρατόν, Αθήναι: Αποστολική Διακονία 1968.

-Φλουντζή Αντώνη Ι., Στο Κολαστήριο της Μακρονήσου, Αθήνα: Φιλιππότης 1984.

-Χανόγλου Παντελεήμονος, πρωτοπρ. Ταξιάρχου ε.α., «Μέθοδοι και Τεχνικές Ασκήσεως μιας Συγχρόνου Ποιμαντικής Διακονίας στο Στράτευμα», Εκκλησία ΠΘ΄ (2012): 39-50.

1 Δέσποινα Μητσιοπούλου, Στρατός και Εκκλησία στην Ελλάδα. Θεσμικές Αλληλεπιδράσεις, Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Θεολογική Σχολή, Τμήμα Θεολογίας 2010: 81.

2 Σπυρ. Γ. Μακρής, «Στρατιωτικοί Ιερείς», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 11, Αθήναι: Αθαν. Μαρτίνος 1967: στ. 495.

3 Γεωργίου Ι. Δημοπούλου, αρχιμ., «Δικαιοσύνην Μάθετε», Αθήναι: Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ» 19942: 63-64 «Διότι η θρησκευτική εκπαίδευσις του στρατού εντάσσεται, όπως γνωρίζουν οι αρμόδιοι, εις το γενικώτερον πρόγραμμα της εκπαιδεύσεως. Και επομένως ο στρατιωτικός ιερεύς, όταν θα πάρη εις τα χέρια του το πρόγραμμα της εργασίας του το εβδομαδιαίον ή μηνιαίον, χωρίς πολύν κόπον θα πραγματοποιήση την ομιλίαν του, την ακολουθίαν του, την εξομολόγησιν των ανδρών, την επικοινωνίαν του με τους στρατιώτας».

4 Σπυρίδωνος Γεωργ. Μακρή, Επίτομος Ποιμαντική, Αθήναι: Εκδόσεις «Ενορίας» 19532: 135.

5 «Απαιτείται Στενή και Συνεχής Συνεργασία», Εκκλησία Μ΄ (1963): 43 «Ιδίως η Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατού πρέπει να αναδιοργανωθή εκ βάθρων, δια να δύναται ν’ ανταποκρίνηται εις τας ελπίδας, τας οποίας πρέπει να στηρίζεται εις αυτήν ο ευσεβής ελληνικός λαός. Όθεν η προσπάθεια προς ανόρθωσιν της Παιδείας μας πρέπει να συμπληρωθή δια της αναδιοργανώσεως των πνευματικών υπηρεσιών του Στρατού. Διότι εάν εκ των μέσων ή ανωτάτων σχολών μας διέρχεται μόνον εν τμήμα της νεολαίας μας, εις τας τάξεις του Στρατού φοιτούν πάντες ανεξαιρέτως οι Έλληνες νέοι. Δι’ αυτό τα κέντρα της στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και οι διάφοροι μονάδες του στρατού πρέπει να είναι θαλερά και γόνιμα φυτώρια των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών».

6 Π. Ι. Μπρατσιώτης, «Η Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατού», Εκκλησία ΚΔ΄ (1947): 86.

7 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητροπολίτου, Η Μυστική Ζωή των Μελών της Εκκλησίας, Αθήναι 1976: 117.

8 Ιερώνυμος Ι. Κοτσώνης, Σημειώσεις Κανονικού Δικαίου της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, τόμος Γ΄- Μέρος Β΄ - Βιβλίον Ζ΄, Θεσσαλονίκη 1962: 177.

9 Σχετικά με τις σχέσεις ταυτότητας που υποδηλώνει ο όρος «σώμα», αναφέρει ο Αντώνης Παπαρίζος, Θεός, Εξουσία και Θρησκευτική Συνείδηση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 2001: «[…] το νοητικό σχήμα “σώμα” αυτονομείται στη συνέχεια και επιτρέπει στην κάθε κοινότητα ή επαγγελματική ομάδα, που πληροί κάποιους βασικούς όρους να τίθεται και να βιώνεται από τα μέλη της ως “ολοκληρωμένη οργανική ενότητα”. Κατόπιν αυτού το σχήμα σκέψης και πράξης “σώμα”, είναι δυνατόν να δηλώνει και να θεσμεί την ιδιαίτερη οργανική ενότητα μιας οποιασδήποτε κοινότητας, στο βαθμό που τα μέλη της διέπονται από κάποια ιδιαίτερη μεταξύ τους κοινωνία ή/και φέρουν κάποια σημαίνοντα κοινά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά τους αυτά, ενώ από τη μία πλευρά τους ενώνουν οργανικά, από την άλλη τους διαχωρίζουν σαφώς από την υπόλοιπη κοινωνία».

10 Γενικό Επιτελείο Στρατού - Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Η Ιστορία της Οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού (1821-1954), Αθήνα: Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού 20052: 407.

11 ΦΕΚ 294, τεύχος πρώτον, Διάταγμα «Περί Οργανώσεως του Σώματος των Στρατιωτικών Ιερέων εν τω Στρατώ Ξηράς», 27 Σεπτεμβρίου 1946: 1634.

12 «Η Εκκλησία εν τω Στρατεύματι», Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον του Δισέκτου Έτους 1956, Αθήναι: Τυπογραφείον της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος χ.χ.: 277.

13 Π. Ι. Μπρατσιώτης, «Η Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατού», Εκκλησία ΚΔ΄ (1947): 86. Πρόκειται για τον κατοπινό μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης.

14 Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητρ. Φλωρίνης, «Η Εκκλησία εις τας Ενόπλους Δυνάμεις (Εισήγησις της 8-12-1994)», Συνοδικά Β΄, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 1995: 43.

15 «Θρησκευτική Υπηρεσία Στρατού», Εκκλησία ΚΕ΄ (1948): 154.

16 Β.Ν. «Διαβάζοντας…», Ο Κόσμος των Γραμμάτων, Ακτίνες ΙΔ΄ (1951): 44.

17 Γιώργος Ν. Καραγιάννης, Η Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο, επιμ. Άγγελος Σιδεράτος, Αθήνα: Προσκήνιο 2001: 99 «Και δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι από τους “μάχιμους” αρχιμανδρίτες της Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού έγιναν μητροπολίτες με σημαντικότερο προσόν αυτήν ακριβώς την προϋπηρεσία».

18 ΦΕΚ 168, τεύχος πρώτον, Νομοθετικόν Διάταγμα υπ’ αριθ. 90 «Περί του Θρησκευτικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων», 31 Ιουλίου 1973: 1539-1540.

19 Γιώργος Ν. Καραγιάννης, Η Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο, επιμ. Άγγελος Σιδεράτος, Αθήνα: Προσκήνιο 2001: 100. «Η “χρυσή εποχή” για τους στρατιωτικούς ιεροκήρυκες του Εμφυλίου, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στις οργανώσεις της “Ζωής”, ήταν η περίοδος της Χούντας».

20 Αλεξάνδρου Σταυροπούλου, «Οι Εκκλησιολογικές Βάσεις της Θρησκευτικής Υπηρεσίας στο Στράτευμα», Εκκλησία ΠΗ΄ (2011): 33.

21 Μελετίου Κουράκλη, αρχιμ. στρατιωτικού ιεροκήρυκος, «Αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη της παρουσίας των κληρικών στο ελληνικό στράτευμα και ο θεσμός της Θρησκευτικής Υπηρεσίας των Ε.Δ. σε διεθνές επίπεδο σήμερα», Εκκλησία ΠΗ΄ (2011): 29-30.

22 Γενικό Επιτελείο Στρατού - Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Η Ιστορία της Οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού (1821-1954), Αθήνα: Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού 20052: 76. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «Στο πρώτο δελτίο επιθεώρησης του τακτικού Σώματος που δόθηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια και το οποίο είχε συνταχθεί στα ιταλικά προφανώς λόγω έλλειψης αντιστοιχίας με την ιταλική ορολογία, ο ιερέας γραφόταν με λατινικούς χαρακτήρες ως “papas” (παπάς). Ο ιερέας, όπως και οι γιατροί, θεωρούνταν αξιωματικοί και έπαιρναν μισθό και σιτηρέσιο».

23 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητρ. πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, Η εν Φυλακαίς Ποιμαντική Διακονία των Κληρικών, Αθήναι 1984: 129 «Εις την Ιστορίαν του Ελληνικού Στρατού μνημονεύεται ο εξαίρετος ρόλος της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας, της διαθεσάσης κατά καιρούς ζηλωτάς, ενθουσιώδεις και ευπάτριδας ιερείς προς εμπέδωσιν της πίστεως εις τα ιδεώδη του γένους. […] Την αυτήν αρχήν τηρεί έκτοτε και άχρι του νυν ο εις τας τάξεις του Ελληνικού Στρατού υπηρετών Ιερός της Εκκλησίας ημών Κλήρος».

24 Δέσποινα Μητσιοπούλου, Στρατός και Εκκλησία στην Ελλάδα. Θεσμικές Αλληλεπιδράσεις, Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Θεολογική Σχολή, Τμήμα Θεολογίας 2010: 78.

25 Τη σχέση αυτή, τη διατυπώνει εύστοχα ως διερώτηση, ήδη από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, «Ο Κλήρος εν τω Πολέμω», Πάνταινος Ε΄ (1913): 563-564 «Αλλ’ εάν εν παντί στρατώ ήνε αναγκαία και απαραίτητος η παρουσία του ιερέως, η από του ελληνικού στρατού απουσία του Έλληνος ιερέως είνε τελείως ασυνεπής και αφύσικος. Πώς είνε δυνατόν ν’ απουσιάζει της Ελληνικής Εκκλησίας ο αντιπρόσωπος από κρισιμωτάτην εθνικήν επιχείρησιν;».

26 Παντελεήμονος Χανόγλου, πρωτοπρ. Ταξιάρχου ε.α., «Μέθοδοι και Τεχνικές Ασκήσεως μιας Συγχρόνου Ποιμαντικής Διακονίας στο Στράτευμα», Εκκλησία ΠΘ΄ (2012): 41. «Εμείς οι Ιερείς στον στρατό, δεν λέω οι στρατιωτικοί ιερείς, γιατί απόλυτα πιστεύω ότι το ύψιστο αξίωμα είναι αυτό της ιερωσύνης που πρέπει να προτάσσεται και που δεν επιτρέπεται να ανταλλάσσεται με κανένα κοσμικό ή στρατιωτικό αξίωμα».

27 Μελετίου Κουράκλη, αρχιμ. στρατιωτικού ιεροκήρυκος, «Αναδρομή στην Ιστορική Εξέλιξη της Παρουσίας των Κληρικών στο Ελληνικό Στράτευμα και ο Θεσμός της Θρησκευτικής Υπηρεσίας των Ε.Δ. σε Διεθνές Επίπεδο Σήμερα», Εκκλησία ΠΗ΄ (2011): 27-28.

28 Μελετίου Π. Κουράκλη, αρχιμ., στρατιωτικού ιεροκήρυκος, Θρησκευτικοί Λειτουργοί στο Στράτευμα διαμέσου των Αιώνων, Αθήνα 2010: 749. «Η ιδιότητα αυτή προηγείται αλλά και προαπαιτείται της εντάξεώς τους στις τάξεις της Θρησκευτικής Υπηρεσίας των Ε.Δ. Αυτή παραμένει και η κύρια ιδιότητά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργού διακονίας τους στο στράτευμα, γι’ αυτό και ως στρατιωτικοί ιερείς συνεχίζουν να υπόκεινται στην πνευματική εποπτεία και στον κανονικό έλεγχο της Εκκλησίας. Η ιερατική τους δε ιδιότητα διατηρείται ενεργός και μετά την αποστρατεία τους από τις Ε.Δ. καθ’ ότι η ιερωσύνη παραμένει ανεξάλειπτη».

29 Παντελεήμονος Χανόγλου, πρωτοπρ. Ταξιάρχου ε.α., «Μέθοδοι και Τεχνικές Ασκήσεως μιας Συγχρόνου Ποιμαντικής Διακονίας στο Στράτευμα», Εκκλησία ΠΘ΄ (2012): 43-44.

30 Δέσποινα Μητσιοπούλου, Στρατός και Εκκλησία στην Ελλάδα. Θεσμικές Αλληλεπιδράσεις, Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Θεολογική Σχολή, Τμήμα Θεολογίας 2010: 94.

31 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητρ., πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, Η εν Νοσοκομείοις Ποιμαντική Διακονία των Κληρικών, Αθήναι 1978: 133.

32 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητροπολίτου, Η Μυστική Ζωή των Μελών της Εκκλησίας, Αθήναι 1976: 118.

33 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητροπολίτου, Η Μυστική Ζωή των Μελών της Εκκλησίας, Αθήναι 1976: 122.

34 Δημήτριος Αρκάδας, Οι Επαγγελματίες της Θεολογικής Σκέψης: Το Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό της Θεολογικής Σχολής Αθηνών από τον Μεσοπόλεμο μέχρι Σήμερα, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο - Τμήμα Κοινωνιολογίας 2011: 122-123.

35 Η αντίληψη που έχει εκφραστεί από τον στρατιωτικό ιερέα Παντελεήμονα Χανόγλου, πρωτοπρ. Ταξιάρχου ε.α., «Μέθοδοι και Τεχνικές Ασκήσεως μιας Συγχρόνου Ποιμαντικής Διακονίας στο Στράτευμα», Εκκλησία ΠΘ΄ (2012): 42, θεωρεί ως ποίμνιο των στρατιωτικών ιερέων όλους, όσοι έχουν μια άμεση ή έμμεση σχέση με τον στρατό, δηλαδή: «1. οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί μόνιμοι και έφεδροι και τα μέλη των οικογενειών αυτών, 2. οι μακράς διάρκειας επαγγελματίες και οι κληρωτοί οπλίτες, σμηνίτες, και ναύτες και οι οικογένειες αυτών και ιδιαιτέρως οι υπηρετούντες σε απομακρυσμένα στρατιωτικά φυλάκια, 3. το πολιτικό προσωπικό και οι οικογένειες αυτών, 4. οι εργαζόμενοι και νοσηλευόμενοι στα νοσοκομεία αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες και τα μέλη των οικογενειών αυτών, 5. οι κρατούμενοι σε στρατιωτικές φυλακές ή κρατητήρια των μονάδων και οι εξαρτημένοι από ναρκωτικές ουσίες, 6. οι απόστρατοι και τα μέλη των οικογενειών αυτών, 7. οι παραθεριστές στα ΚΑΑΥ, 8. οι κατατασσόμενοι στα Κέντρα νεοσυλλέκτων ή στις παραγωγικές σχολές, 9. οι υπηρετούντες σε αποστολές του εξωτερικού αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και λοιπό προσωπικό, 10. οι εργαζόμενοι σε στρατιωτικά εργοστάσια και συνεργεία επισκευής και συντήρησης στρατιωτικού υλικού».

36 Ωστόσο, ο Σπυρίδων Γεωργ. Μακρής, Επίτομος Ποιμαντική, Αθήναι: Εκδόσεις «Ενορίας» 19532: 137 εκτιμά ότι ο στρατιώτης θέλει τον ιερέα του «τύπον και υπογραμμόν, ίνα τον σέβεται και τον υπακούη. Τον θέλη ανώτερον από πάσης απόψεως».

37 Σωτηρίου Τράμπα αρχιμ., Το Θείον Κήρυγμα εις τον Στρατόν, Αθήναι: Αποστολική Διακονία 1968: 12.

38 Αυγουστίνου Ν Καντιώτου αρχιμ., Ιεροκήρυκος, «Χριστιανική Διαφώτισις (Έντυπον-Περιοδικόν-Ραδιόφωνον-Κινηματογράφος-Θέατρον)», Η Σύγχρονος Θρησκευτική και Ηθική Κατάστασις, Αθήναι: Έκδοσις Συνδέσμου Φοιτητών «Η Ασπίς της Ορθοδοξίας» 1964: 79-80. «Ασφαλώς η με ένα έκαστον άνδρα της μονάδος πνευματική επικοινωνία του στρατ. ιερέως είνε το άριστον μέσον της χριστιανικής διαφωτίσεως, προς ουδέν άλλο δυνάμενον να συγκριθή κατά το λαμπρόν παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου λέγοντος “επί τριετίαν νύκτα και ημέραν ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον (Πραξ. 20, 31)”».

39 Εναλλακτική Κίνηση Χριστιανοσοσιαλιστών, Εκκλησία και Στρατός, Αθήνα 1986: 30 «Και το χειρότερο, οι στρατιωτικοί ιερείς στην πλειοψηφία τους αδυνατούν να βρουν ένα κανάλι επικοινωνίας με τους στρατευμένους νέους, ώστε να φέρουν σε γνωριμία με τη ζωή της εκκλησίας μας, μετριάζοντας έτσι και τη δυσμενή εντύπωση που δημιουργείται με τον εξαναγκασμό σε προσευχή και εκκλησιασμό».

40 Αντώνης Παπαρίζος, Η Κοινωνία των Αμαρτωλών. Η Πολιτική ως Διαχείριση του Φόνου, της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης, Αθήνα: Παπαζήσης 2014: 223-224 «Εξουσία είναι σχέσεις ιδιοποίησης αλλά και δημιουργίας από τον άνθρωπο των ενορμήσεων, της βούλησης και των πράξεων των δικών του και των άλλων. Η εξουσία, μ’ άλλα λόγια, είναι σχέσεις συνεχούς αναμέτρησης και ιδιοποίησης μεταξύ τους, διαμέσου της ιστορίας, της κοινωνίας και της φύσης, που επιτρέπουν την ανάδυση και τη δημιουργία του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί ως κοινωνία».

41 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητρ., πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, Η εν Νοσοκομείοις Ποιμαντική Διακονία των Κληρικών, Αθήναι 1978: 131.

42 Παύλου Σοφού, Μητροπ. Ιερισσού, Αγ. Όρους και Αδραμερίου, Το Κήρυγμα του Θείου Λόγου εν τω Στρατεύματι, εν Αρναία 1963: 13.

43 Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας, Μια Εκστρατεία, Αθήναι 1959: 20-21.

44 Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητρ. Φλωρίνης, Αντιβλασφημικός Αγών, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 19892: 80

45 Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητρ. Φλωρίνης, «Η Εκκλησία εις τας Ενόπλους Δυνάμεις (Εισήγησις της 8-12-1994)», Συνοδικά Β΄, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 1995: 42.

46 Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, αρχιμ., ιεροκήρυκος, Εθνικά Προβλήματα, Αθήναι: Έκδοσις της Ορθοδόξου Φιλανθρωπικής Αδελφότητος «Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων» 1961: 128. «Άσματα πορνικά και αισχραί συζητήσεις ακούονται. Κάρτ-ποστάλ γυμνών γυναικών εις στάσεις προκλητικάς ανομολογήτους κυκλοφορούν και επιδεικνύονται και φυλάσσονται επιμελώς εις τα θυλάκια αξιωματικών και στρατιωτών. […] Εις τα λεγόμενα, κατ’ ευφημισμόν, κέντρα ψυχαγωγίας των οπλιτών αναιδώς πωλούνται τα…προφυλακτικά. Τα πάντα ωθούν την νεότητα εις την αμαρτίαν, την ακολασίαν, τη διαφθοράν. Κατόπιν όλων τούτων ουδόλως παράδοξον, ότι σεξουαλική κόπρος, ως άλλη κόπρος του Αυγείου, έχει πλημμυρίσει τους στρατώνας. Οι στρατιώται ανυπομονούν την έξοδον. Πάντοτε μεν αλλ’ ιδίως τας Κυριακάς και τας μεγάλας εορτάς της Χριστιανοσύνης ως αγέλαι κτηνών συνωθούνται εις τους θαλάμους των αμαρτωλών οίκων. Θέαμα αξιοθρήνητον!».

47 Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας, Το Πρόβλημα των Νέων, Αθήναι 1960: 16-19.

48 Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας, Το Πρόβλημα των Νέων, Αθήναι 1960: 24-25.

49 Αρχιμ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Ιεροκήρυκος, «Ελλάς! Δεν θα σε Αφήσωμεν ποτέ να Γίνης Σόδομα και Γόμορρα…», Η Σύγχρονος Θρησκευτική και Ηθική Κατάστασις, Αθήναι: Έκδοσις Συνδέσμου Φοιτητών «Η Ασπίς της Ορθοδοξίας» 1964: 105.

50 Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητρ. Φλωρίνης, Τα Τέσσερα Χρώματα (Αποκάλυψις Κεφ. 6, στιχ. 1-8), Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 19923: 122-123.

51 Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητρ. Φλωρίνης, Προς τον Γολγοθάν, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 19894: 190, υποσημείωση.

52 Αρχιμ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Ιεροκήρυκος, «Ελλάς! Δεν θα σε Αφήσωμεν ποτέ να Γίνης Σόδομα και Γόμορρα…», Η Σύγχρονος Θρησκευτική και Ηθική Κατάστασις, Αθήναι: Έκδοσις Συνδέσμου Φοιτητών «Η Ασπίς της Ορθοδοξίας» 1964:107-108.

53 Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητρ. Φλωρίνης, Ο Έλεγχος, Αθήναι: Εκδόσεις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός» 1983: 88-89.

54 Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας, Στήριγμα και Οδηγός, Αθήναι 1960: 25-26.

55 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητροπολίτου, Η Μυστική Ζωή των Μελών της Εκκλησίας, Αθήναι 1976: 120.

56 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητρ. πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, Εξομολογητική, Αθήναι 19762: 877.

57 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητρ. πρ. Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου, Η εν Φυλακαίς Ποιμαντική Διακονία των Κληρικών, Αθήναι 1984: 129 «Αλλά μήπως και οι Ποιμένες της Εκκλησίας δεν είναι ψυχίατροι και δεν μετέρχονται ψυχολογικάς μεθόδους εν τω έργω αυτών, ιδία εν τω Μυστηρίω της Ιεράς Εξομολογήσεως; Επομένως η άμεσος τούτων επικοινωνία μετά των ανδρών των στρατιωτικών μονάδων (αξιωματικών, υπαξιωματικών και οπλιτών) κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη. Η συμπαράστασις αυτών εις την όλην εν τω Στρατώ παρεχομένην εκπαίδευσιν και η καλλιέργεια του θρησκευτικού συναισθήματος των ανδρών συμβάλλει εις το να καταστώσιν ούτοι ευπειθείς, επιμελείς, νομοταγείς, έντιμοι και καλοί χριστιανοί».

58 Γενικόν Επιτελείον Στρατού - Διεύθυνσις Θρησκευτικής Υπηρεσίας Στρατού, Η Αρχή μιας Χαρούμενης Ζωής, Αθήναι 1960: 23-25.

59 Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητροπολίτου, Η Μυστική Ζωή των Μελών της Εκκλησίας, Αθήναι 1976: 118-119. «Κατόπιν ακολουθούν αι θρησκευτικαί εν αυταίς ομιλίαι, η χριστιανική και εθνική διαφώτισις με τα έντυπα του χριστιανικού κηρύγματος […] Η διάθεσις ψυχωφελών βιβλίων εις γλώσσαν καταληπτήν εις τους στρατιώτας τα μέγιστα συμβάλλει εις την κατά Χριστόν διαπαιδαγώγησιν αυτών».

60 Σωτηρίου Τράμπα, αρχιμ., Το Θείον Κήρυγμα εις τον Στρατόν, Αθήναι: Αποστολική Διακονία 1968: 19.

61 Παύλου Σοφού, Μητρ. Ιερισσού, Αγ. Όρους και Αδραμερίου, Το Κήρυγμα του Θείου Λόγου εν τω Στρατεύματι, εν Αρναία 1963: 9-11.

62 Τίτου Ματθαιάκη, αρχιμ., Η Αποστολή του Κληρικού εν τω Στρατώ, εν Αθήναις: Τύποις «Φοίνικος» 1940: 5.

63 Στη Συζήτηση της Τρίτης Συνεδρίας, Ιστορικό Τοπίο και Ιστορική Μνήμη. Το Παράδειγμα της Μακρονήσου, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης στην Αίθουσα Τελετών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, 6 και 7 Μαρτίου 1998, Αθήνα: Φιλίστωρ 2000: 319, ο μακρονησιώτης Φοίβος Τσέκερης, αναφέρει τον παπα-Κορνάρο ως «παπα-Κονσέρβα». Πρόκειται, άραγε, για ένα ειρωνικό σχόλιο του συζητητή ή μήπως ήταν ένα μακρονησιώτικο παρατσούκλι του Στυλιανού Κορνάρου;

64 Όπως σημειώνει ο Σταύρος Αντ. Αβδούλος, Το Φαινόμενο Μακρόνησος. Ένα Πρωτόγνωρο Εγκληματικό Πείραμα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1998: 209-210. «Ποια ήτανε η αντίδρασή τους; Ποια η συμπεριφορά τους; Αυτά τα εκλεχτά στελέχη της Εκκλησίας δεν αρκέστηκαν σε μια τυπική εκτέλεση των καθηκόντων τους, δεν περιορίστηκαν στις καθαρά θρησκευτικές τους υποχρεώσεις, τις οποίες στην πράξη τις είχανε παραμελήσει. Κατά τρόπο πολύ διαφορετικό υλοποίησαν την αποστολή τους. Πρόσφεραν αμέριστη βοήθεια στους διοικούντες για να πετύχει το αναμορφωτικό έργο τους. Δεν υπήρξαν απλώς υποκριτές αφού με την προκλητική συμπεριφορά τους δείχνανε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Υπήρξαν συνεργοί στο έγκλημα. Αναλάβανε εργολαβικά να εκθειάζουνε τους αρχιεγκληματίες και να εγκωμιάζουν προς κάθε κατεύθυνση το “ανορθωτικό” έργο τους».

65 Κλεόβουλου Α. Δενδρινού, Άγνωστες Σελίδες από τη Μακρόνησο (1948-1950), Αθήνα 1998: 76. «Εδώ κυριαρχεί ακόμα, και η θρησκευτική υποκρισία, που συμπορεύεται με τη βάναυση βία, και το “κατ’ εξακολούθηση έγκλημα”, ενσαρκωμένη στο πρόσωπο του “πανοσιολογιώτατου Νικηφόρου Δεδούση”, ιερέως του Τάγματος, ο οποίος θέλει να προσποιείται πως αγνοεί τα εγκλήματα και τα μαρτύρια, που εκτυλίσσονται καθημερινά – ιδιαίτερα τα βράδια – γύρω από το κελλί του, σε βάρος αόπλων ανθρώπων από μέρος ομοεθνών και ομοθρήσκων του! Δε δυσκολεύεται καθόλου […] και να τους κηρύττει το Ευαγγέλιο της Αγάπης…»

66 Ο μακρονησιώτης Βαρδής Βαρδινογιάννης, Σ.Φ.Α. Μακρόνησος Οχτώβρης 1948-Μάης 1949, Αθήνα: Θεμέλιο 1982: 118-119, αναφέρει την αντίδραση του στρατιωτικού ιερέα των εκεί Στρατιωτικών Φυλακών, όταν, μετά το πέρας μιας θείας λειτουργίας, αντικρίζει μια ομάδα χτυπημένων κρατουμένων: «Πλησιάζει με βήμα αργό σαν λυπημένος. Στέκεται μπροστά μας. -Γιατί σας κτύπησαν πάλι τέκνα μου; Τον κοιτούμε με απορία για την υποκρισία του. Πριν προλάβει κανένας να του απαντήσει, αυτός συνεχίζει: -Διατί τέκνα μου δεν κάνετε μίαν δήλωσιν να μην υποφέρετε; Γυρίζω το πρόσωπο προς το άλλο μέρος. Δε θυμάμαι να ξαναδοκίμασα τέτοιο αίσθημα αηδίας».

67 Φοίβος Ν. Γρηγοριάδης, Εμφύλιος Πόλεμος 1944-1949, τόμος 10, Αθήνα: Εκδόσεις «Νέος Κόσμος» 1975: 445-446.

68 Βαρδή Β. Βαρδινογιάννη - Παναγιώτη Γ. Αρώνη, Οι Μισοί στα Σίδερα, Αθήνα: Φιλίστωρ 1996: 128.

69 Γιάννη Γκίνη, Ιεράρχες Διάκονοι της Χούντας, Αθήνα 1978: 86.

70 Γιώργος Πικρός, Το Χρονικό της Μακρονήσου, Αθήνα: «Σύγχρονη Εποχή» 19894: 84.

71 Λεφτέρης Ραφτόπουλος, Το Μήκος της Νύχτας, Μακρόνησος ’48-’50. Χρονικό-Μαρτυρία. Αθήνα: Καστανιώτης 19972: 163.

72 Πολυμέρης Βόγλης, Η Εμπειρία της Φυλακής και της Εξορίας. Οι Πολιτικοί Κρατούμενοι στον Εμφύλιο Πόλεμο, μετ. Γιάννης Καστανάρας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2004: 118.

73 Φίλιππος Γελαδόπουλος, Μακρονήσι, Αθήνα 1965: 202-203.

74 Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι Ανήλικοι Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Από τις Φυλακές και τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές Λέρου», Η Ελληνική Νεολαία στον 20ό Αιώνα. Πολιτικές Διαδρομές, Κοινωνικές Πρακτικές και Πολιτιστικές Εκφράσεις, επιμ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Εύη Ολυμπίου, Ιωάννα Παπαθανασίου, Αθήνα: Θεμέλιο 2010: 249.

75 Σπύρου Καρατζαφέρη, Φάκελλος Εκκλησία, Αθήνα: Κάκτος 19792: 18.

76 Σταύρος Αντ. Αβδούλος, Το Φαινόμενο Μακρόνησος. Ένα Πρωτόγνωρο Εγκληματικό Πείραμα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1998: 155-156.

77 Λεφτέρης Ραφτόπουλος, Το Μήκος της Νύχτας, Μακρόνησος ’48-’50. Χρονικό-Μαρτυρία. Αθήνα: Καστανιώτης 19972: 165.

78 Σταύρος Αντ. Αβδούλος, Το Φαινόμενο Μακρόνησος. Ένα Πρωτόγνωρο Εγκληματικό Πείραμα, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1998: 266.

79 Αντώνη Ι. Φλουντζή, Στο Κολαστήριο της Μακρονήσου, Αθήνα: Φιλιππότης 1984: 227.

80 Νίκος Μάργαρης, Ιστορία της Μακρονήσου, μέρος δεύτερο, Αθήνα 1966: 636.

81 Όπως μας πληροφορεί ο Χρυσόστομος Θέμελης, αρχιμανδρ., «Η Ιερά Μητρόπολις Καρύστου διαμέσου των Αιώνων», Θεολογία ΚΣΤ΄ (1955): 570-571, υποσημ. 2.

82 Ματθαίος Γ. Μουντές, «Παντελεήμων, ο Φωστίνης (1888-1962)», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 9, Αθήναι: Αθαν. Μαρτίνης 1965: στ. 1142.

83 Θεοκλήτου Στράγκα, αρχιμανδρ., Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εν Πηγών Αψευδών 1817-1967, τόμος Ε΄, Αθήναι 1974: 3261.

84 Ι., «Η Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατεύματος», Εκκλησιαστικός Κήρυξ Ι΄ (1919): 383 «[…] εις την θρησκευτικήν υπηρεσίαν του στρατού όλων των κρατών, εν ω τινα υπάρχει και θέσις αρχηγού Επισκόπου με βαθμόν Υποστρατήγου».

85 Ο Αθηνών Ιερώνυμος, «Σχέδιον Αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος», Εκκλησία ΜΔ΄ (1967): 666.

86 Ιερωνύμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας, τόμος δεύτερος, τεύχος Α΄, εν Αθήναις 1975: 220-221 «Όταν ληφθή υπ’ όψιν, ότι άπασα η ελληνική νεότης διέρχεται, διαδοχικώς, από τας Ενόπλους μας Δυνάμεις και ότι κατά την περίοδον, κατά την οποίαν η Νεολαία εκπληροί τας στρατιωτικάς υποχρεώσεις της, ευρίσκεται εις την πλέον κρίσιμον ηλικίαν, η υπόθεσις της ηθικής και θρησκευτικής διαπαιδαγωγήσεως αυτής δεν αποτελεί μικράς σημασίας υπόθεσιν».

87 «Η Εκκλησία παρά τω Στρατεύματι και ταις Φυλακαίς», Ημερολόγιον της Εκκλησίας της Ελλάδος του Έτους 1970, Αθήναι: Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος χ.χ.: 226-227.

88 «Η Χειροτονία του Μητροπολίτου Νέας Πελαγονίας Νικολάου Ξένου», Εκκλησία ΜΕ΄ (1968): 178-179.

89 Παντελεήμονος Μητρ. Κορωνείας, «Κατευθύνσεις Ομιλητικής για Στρατιωτικά Ακροατήρια», Εκκλησία ΠΗ΄ (2011): 18.

90 Νικολάου [Ξένου], Σεβ. Μητροπολίτου Νέας Πελαγονίας - Ενόπλων Δυνάμεων, «Έκθεσις Υποεπιτροπής Στρατευομένης Νεότητος», στο βιβλίο του Ιερωνύμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας, τόμος δεύτερος, τεύχος Β΄, εν Αθήναις 1975: 562-563.

91 Νικολάου [Ξένου], Σεβ. Μητροπολίτου Νέας Πελαγονίας - Ενόπλων Δυνάμεων, «Έκθεσις Υποεπιτροπής Στρατευομένης Νεότητος», στο βιβλίο του Ιερωνύμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας, τόμος δεύτερος, τεύχος Β΄, εν Αθήναις 1975: 564.

92 Νικολάου [Ξένου], Σεβ. Μητροπολίτου Νέας Πελαγονίας - Ενόπλων Δυνάμεων, «Έκθεσις Υποεπιτροπής Στρατευομένης Νεότητος», στο βιβλίο του Ιερωνύμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας, τόμος δεύτερος, τεύχος Β΄, εν Αθήναις 1975: 558.

93 Γιώργος Καραγιάννης, Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Ιστορική Επισκόπηση των Σχέσεών τους, Αθήνα: Εκδόσεις «Το Ποντίκι» 1997: 92 «Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, το ένα τρίτο περίπου των μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο Στρατό την περίοδο του Εμφυλίου!».