O ERNESTO LACLAU (1935-2014)
ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
του Σπύρου Μακρή
Ο David McLellan, στο γνωστό πόνημά του για το Μαρξισμό μετά το Μαρξ, γράφει ότι «το καλύτερο ίσως παράδειγμα μετανεωτερικής προσέγγισης του μαρξισμού είναι το έργο των Ερνέστο Λακλάου (ErnestoLaclau) και Σαντάλ Μουφ (Chantal Mouffe), το Hegemony and Socialist Strategy που προκάλεσε ευρεία συζήτηση με την έκδοσή του το 1985».1 Στον Πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του καταλυτικού πλέον για την εξέλιξη της σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας και πρακτικής Hegemony and Socialist Strategy, το Νοέμβριο του 2000, 2 οι Λακλάου και Μουφ επιχειρούν, συν τοις άλλοις, να αποσαφηνίσουν τον περιγραφικό όρο μεταμαρξισμός (post-Marxism), τον οποίο μπορεί να μην επινόησαν, ωστόσο, προσδιόρισαν κομβικά με το σύνολο του εμπνευσμένου έργου τους, αναδεικνύοντας έτσι, σε μεγάλο βαθμό, το ακριβές περιεχόμενο αυτού που ο McLellan νοηματοδοτεί υπό την έκφραση «μετανεωτερική προσέγγιση του μαρξισμού». «Το να ξαναδιαβάσουμε τη μαρξιστική θεωρία», επισημαίνουν στην αρχή του Προλόγου τους, «υπό το φως των σύγχρονων προβλημάτων αναγκαστικά συνεπάγεται την αποδόμηση των κεντρικών κατηγοριών της εν λόγω θεωρίας».3 Αυτό ωστόσο, όπως άμεσα επισημαίνουν, δεν σημαίνει ότι εναντιώνονται στο μαρξισμό. Τουναντίον, αντιλαμβάνονται το μεταμαρξισμό ως μία διαδικασία επανοικειοποίησης μίας μείζονος θεωρητικής παράδοσης εντός μίας νέας πραγματικότητας, η οποία, όπως οι ίδιοι σκιαγραφούν, οριοθετείται από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση του σοβιετικού συστήματος και γενικότερα από το πεδίο μίας σειράς δραστικών αλλαγών και μετασχηματισμών της κοινωνικής δομής, που αποτελούν πρωτίστως την απαρχή νέων επιστημολογικών παραδειγμάτων στην κατασκευή των κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων (identities) στη νέα εποχή.4
O μεταμαρξισμός, συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί ως μία «επανεξέταση» ή μία «επανενεργοποίηση» (οι όροι ανήκουν στους Λακλάου και Μουφ) της παραδοσιακής μαρξιστικής θεωρίας και πρακτικής, υπό το φως των νέων εξελίξεων και προβλημάτων, γεγονός που θέτει εξ ορισμού την αναγκαιότητα της αποδόμησης των θεμελιωδών κατηγοριών της μαρξιστικής σκέψης, με την έννοια της ανάδειξης νέων δυνατοτήτων, με άλλα λόγια, όπως θα έλεγε ο AlainBadiou, 5 νέων οντολογιών του Πολιτικού∙ μίας νέας ενδεχομενικής πολιτικής πραγματικότητας∙ τα υποκείμενα και τα πιθανά συμβάντα της οποίας καταπιέζονταν και αδρανοποιούνταν μέσα στο ντετερμινιστικό και αναγωγιστικό πλαίσιο του ορθόδοξου μαρξισμού της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς.6 Ευθύς εξαρχής όμως ξεκαθαρίζουν ότι η ανάπτυξη αυτού του νέου στόχου δεν πρέπει να εκληφθεί ως μία εσωτερική ιστορία του μαρξισμού (internalhistory ofMarxism), αλλά ως μία διαδικασία εκ νέου κατανόησης του Μαρξ και του μαρξισμού στο περιβάλλον των νέων κοινωνικών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα των νέων ρητορικών και λόγων (fieldsof discursivity), τα οποία είναι εξωτερικά του μαρξισμού (external toMarxism) και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ενδυθούν με τις έννοιες των παραδοσιακών μαρξιστικών κατηγοριών σκέψης και ανάλυσης.7 Αυτή ακριβώς η συνθήκη προσαρμογής του μαρξισμού στα νέα κοινωνικά δεδομένα επιτάσσει για τους Λακλάου και Μουφ την οριστική μετάβαση σε ένα νέο οντολογικό παράδειγμα (new ontologicalparadigm), ουσιαστικά σε μία εντελώς νέα πραγματικότητα κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων στη μετανεωτερικότητα ή στην ύστερη καπιταλιστική νεωτερικότητα, πέραν των δύο κλασικών οντολογικών παραδειγμάτων που δέσποσαν για δεκαετίες στη μαρξιστική ρητορική: το εγελιανό και το νατουραλιστικό (Engels).8
Στο επίκεντρο της μεταμαρξιστικής και μετανεωτερικής, υπό αυτήν την έννοια, προσέγγισης του μαρξισμού δεσπόζουν οπωσδήποτε, όπως μας υπενθυμίζει ο McLellan, οι ετερόκλητες φυσιογνωμίες της γαλλικής αποδόμησης (Michel Foucault, Jacques Derrida και Gilles Deleuze).9 Ωστόσο, η μεταμαρξιστική προσέγγιση στην πλήρη ανάπτυξή της, μέσα στο συνολικό θεωρητικό και συγγραφικό πρόταγμα του Ερνέστο Λακλάου, από το Politics and Ideology in Marxist Theory, 10 στις εκδόσεις New LeftBooks το 1977, έως το The Rhetorical Foundations of Society, το κύκνειο άσμα του, από τις εκδόσεις Verso, τον Μάιο του 2104, 11 στο οποίο επανέρχεται στα βασικά ερωτήματα περί ανταγωνιστικών σχέσεων, του οντολογικού πεδίου του Πολιτικού και της ρητορικής τροπικότητάς του, μπορεί να απεικονισθεί μέσα από τρεις κύριες φάσεις της σκέψης και του corpus του: Αρχικά, μία φάση όπου επιχειρεί να αναπτύξει μία νέα μαρξιστική θεωρία για την ιδεολογία και την πολιτική, επηρεασμένος κυρίως από τον AntonioGramsci, τον LouisAlthusser και τον Νίκο Πουλαντζά∙ μία δεύτερη φάση, που οριοθετείται από το Hegemony and Socialist Strategy και επικεντρώνεται, όπως προείπαμε, στην ανάπτυξη μίας μεταμαρξιστικής θεωρίας της ηγεμονίας, η οποία ενσωμάτωσε δημιουργικά σημαντικό μέρος από τη μεταστρουκτουραλιστική φιλοσοφία της αποδόμησης, επιφέροντας μία ολική ρήξη με τη ντετερμινιστική και κυρίως αναγωγιστική και εσενσιαλιστική αντίληψη του παραδοσιακού μαρξιστικού παραδείγματος∙ και μία τρίτη φάση, στην οποία η μεταμαρξιστική προσέγγιση τείνει να γίνει αμιγώς μετανεωτερική, με τον ντεριντιανό αποδομισμό να δεσπόζει, όπου πια εισέρχεται έντονα και το λακανικό στοιχείο, 12 για την ακρίβεια η λακανική ερμηνεία της φροϋδικής ψυχανάλυσης. Κοινός τόπος και στις τρεις φάσεις είναι η αποδόμηση των παραδοσιακών πολιτικών ιδεολογιών και κυρίως η σκιαγράφηση, όχι βέβαια με την αυστηρή προγραμματική έννοια, ενός προτάγματος για μία ριζοσπαστική και πλουραλιστική δημοκρατία, 13 όπου ο μαρξισμός πια θα γίνεται αντιληπτός ως ένας χειραφετητικός λόγος (discourse) μεταξύ άλλων, όπως είναι για παράδειγμα ο φεμινισμός και ο αντιρατσισμός∙ ως ένας από τους κεντρικούς κλώνους της δημοκρατικής επανάστασης προς την ελευθερία και την ισότητα, απόρροια της μεγάλης παράδοσης της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού.14
Από την πρώτη φάση της σκέψης και του έργου του Λακλάου πρέπει σαφώς να κρατήσουμε την πουλαντζιανής έμπνευσης έμφαση στην ιδιαιτερότητα του πολιτικού (thespecificity ofthe political)∙ την «πρωτόλεια» ακόμη, παρόλα αυτά όμως άκρως ενδεικτική, θεωρία της συνάρθρωσης (theory ofarticulation)∙ και φυσικά την κομβική έννοια του λαϊκισμού (populism), όπου για πρώτη φορά, με μία σαφώς ξεκάθαρη θεωρητική και μεθοδολογική ενάργεια, ο Λακλάου επιχειρεί να ξεπεράσει τον παραδοσιακό σκόπελο του οικονομικού και, κυρίως, του ταξικού αναγωγισμού και συνεπώς ενός έντονου και διάχυτου, στον κλασικό ορθόδοξο μαρξισμό, οντολογικού εσενσιαλισμού, και να αναδείξει, με ιστορικά παραδείγματα τον εθνικισμό και το ναζισμό, τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές τάξεις υφίστανται στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, μέσα από εγκλήσεις (interpellations), αντιφάσεις και συναρθρώσεις, όχι ως μία αναγωγή σε μία (δήθεν) προϋπάρχουσα αδιόρατη και πάντα σταθερή απόλυτη ουσία (essence), αλλά ως μία σειρά από ιδεολογικές πρακτικές ηγεμονίας∙ ανοικτές και καταστατικά απρόβλεπτες∙ όπου το αίνιγμα του λαϊκισμού (enigma ofpopulism) διέπεται από μία έντονη κοινωνική ενδεχομενικότητα, χωρίς σαφές ταξικό πρόσημο∙ οδηγώντας το Laclau, για πρώτη φορά τουλάχιστον στη μαρξιστική ιστορία του όρου, να κάνει λόγο για ένα λαϊκισμό των κυριαρχούμενων τάξεων (apopulism of thedominated classes), όχι πλέον με την απαξιωτική σημασία του όρου, αλλά με την έννοια ενός σοσιαλιστικού λαϊκισμού (socialistpopulism), ο οποίος δεν πρέπει εφεξής να εκλαμβάνεται ως το κοσμοθεωρητικό υπόστρωμα της ιδεολογίας της εργατικής τάξης, αλλά, όπως γράφει πολύ χαρακτηριστικά, ως η ιστορική στιγμή (moment) όπου συγχωνεύονται και συναρθρώνονται μία σειρά από λαϊκο-δημοκρατικές εγκλήσεις ανταγωνιστικού χαρακτήρα, μέσα από αποκλίνοντες ταξικούς λόγους, σε τελευταία ανάλυση μέσα από μία ηγεμονική συγχώνευση (fusion) μεταξύ της σοσιαλιστικής και της λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας.15
Ο Laclau δεν εγκατέλειψε, έκτοτε, ποτέ την επεξεργασία του λαϊκισμού ως μίας θεμελιώδους έννοιας του μεταμαρξισμού, ο οποίος, υπό αυτήν τη συγκεκριμένη οπτική γωνία, μπορεί να εκληφθεί ως μία νέα μαρξιστική θεωρία για την ιδεολογία και την πολιτική. Το 2005 επανήλθε με μία βασική μονογραφία για το φαινόμενο ή το έπος (saga) του λαϊκισμού, όπως το χαρακτηρίζει, 16 τις ασάφειες και τα παράδοξά του, εξετάζοντάς το πια μεταστρουκτουραλιστικά ως ένα ανοικτό ή μετέωρο σημαίνον (floating signifier), το οποίο υφίσταται, κυριολεκτικά, μέσα σε μία σημασιολογική και νοηματική υπερχείλιση, στο βαθμό όπου συναρθρώνεται κάθε φορά διαφορετικά μέσα από ετερόκλητους λόγους: ρηματικές «πρώτες ύλες» μίας μη αναγώγιμης και ουσιαστικά ανεκρίζωτης οντολογικής ετερογένειας, που στο πλαίσιο μίας ηγεμονικής συνάρθρωσης μπορούν, ενδεχομενικά πάντα, να συγκροτήσουν τη δύστροπη έννοια λαός (people) ως μία καθαρά πολιτική κατηγορία και σε καμία περίπτωση βέβαια ως ένα οντολογικά συμπαγές και διαχρονικό σημείο αναφοράς της κοινωνικής δομής. Μόνο στο πλαίσιο αυτής της σημειολογικής προοπτικής, της discourseanalysis, 17 τονίζει στα συμπεράσματα του βιβλίου του, μπορεί να υπάρξει σήμερα δυνητικά ένα αντι-καπιταλιστικό κίνημα με την έννοια ενός άδειου σημαίνοντος (empty signifier), 18 όπου ο λαός, ως μία ενδεχομενική, μετέωρη και δυναμική κοινωνική συνάρθρωση από αντι-καπιταλιστικές ισοδυναμίες (equivalences), θα μπορέσει να εκφράσει τον ηγεμονικό πόλο ενός αντικαπιταλιστικού αγώνα όχι perse, δηλαδή, ως μία εμμενής εγελιανή ratio μέσα στην «καρδιά» του καπιταλισμού, αλλά ως αντι-καπιταλιστικές δράσεις, που μπορούν να προκύψουν σε ένα ιστορικό σημείο καμπής (η παραδοσιακή μαρξιστική έννοια της κρίσης), από τη συνάρθρωση ενός αγωνιστικού πλουραλισμού. Συνεπώς, καταλήγει χαρακτηριστικά ο Λακλάου:
«η επιστροφή του “λαού” ως πολιτικής κατηγορίας μπορεί να ειδωθεί ως μία συνεισφορά στη διεύρυνση των οριζόντων, γιατί μας βοηθάει να παρουσιάσουμε άλλες κατηγορίες – όπως η τάξη – όπως ακριβώς είναι: ενδεχομενικές και ειδικές μορφές συναρθρωμένων αιτημάτων και όχι μία απόλυτη οντότητα από την οποία η φύση αυτών των αιτημάτων θα μπορούσε να εξηγηθεί. Αυτό το άνοιγμα των οριζόντων είναι μία προϋπόθεση για να σκεφτούμε τις μορφές της πολιτικής εμπλοκής μας σε μία εποχή την οποία χαρακτηρίζω εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Οι απο-συναρθρώσεις που είναι εγγενείς στις κοινωνικές σχέσεις στο σημερινό κόσμο είναι βαθύτερες από αυτές του παρελθόντος, έτσι οι κατηγορίες που συνέθεταν την παρελθούσα κοινωνική εμπειρία είναι πλέον παρωχημένες. Είναι έτσι αναγκαίο να ανα-νοηματοδοτήσουμε την αυτονομία των κοινωνικών αιτημάτων, τη λογική της συνάρθρωσής τους και τη φύση των συλλογικών οντοτήτων που προέρχονται από αυτά».19
Στο «σκληρό πυρήνα» του Hegemony and Socialist Strategy, ως ενός νέου τύπου μενταμοντέρνας θεώρησης, όπου ο μεταστρουκτουραλισμός (η αμφισβήτηση κάθε κλειστής νοηματικής δομής) συνδυάζεται με το μεταμαρξισμό (η αμφισβήτηση της μαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας), 20 εδράζεται μία νεο-γκραμσιανή discourseanalysis, με άλλα λόγια, ένα θεωρητικό επιχείρημα σχετικά με την ανάλυση των ποικίλων σχηματισμών της έννοιας της ηγεμονίας, με σκοπό να εξηγηθεί κυρίως γιατί η καπιταλιστική κοινωνία σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα επέδειξε τόσο μεγάλη ανθεκτικότητα, διαψεύδοντας πολλές από τις «προφητείες» της κατάρρευσης που είχε διατυπώσει ο κλασικός μαρξισμός.21 Για την ακρίβεια, οι Λακλάου και Μουφ διευκρινίζουν ότι η προσέγγισή τους εδράζεται στην ανάλυση μίας ιστορικής στιγμής, που την αποκαλούν στιγμή της πολιτικής συνάρθρωσης (moment ofpolitical articulation), 22 στο επίκεντρο της οποίας, ως βασική κατηγορία πολιτικής ανάλυσης, βρίσκεται η έννοια της ηγεμονίας, όπως την αντιλαμβάνονται αυτοί. Η ηγεμονία δεν είναι πια η αναπαράσταση μίας ολότητας (totality) που προϋπάρχει, αλλά μία μορφή ηγεμονικής καθολικότητας (hegemonic universality), που δεν έχει φυσικά οντολογικά αλλά πολιτικά χαρακτηριστικά. Η ηγεμονία είναι προϊόν μίας κοινωνικής συναρμογής σε ένα πεδίο λόγων (discursivespace), όπου ο παραδοσιακός μαρξιστικός δομικός προσδιορισμός αντικαθίσταται από τη μεταστρουκτουραλιστική ντεριαντιανή έννοια της μη αποκρισιμότητας (undecidability)∙ της αναποφασιστικότητας∙ με την έννοια μίας θεμελιώδους απορίας (aporias)∙ ενός αλυσιτελούς διλήμματος∙ μίας διαρκούς ενδεχομενικότητας (contingency)∙ μίας οριστικής ανοικτότητας (openness)∙ εν τέλει, μία αρνητικής οντολογίας ως η ανεκρίζωτη (ineradicable) ανταγωνιστική διάσταση του Πολιτικού, 23 που παρόλα αυτά επιζητεί μία καταστατική απόφαση, η οποία θα συναρθρώσει το κοινωνικό μήνυμα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.24
Συνοψίζοντας έως εδώ θα λέγαμε ότι σύμφωνα με τους Λακλάου και Μουφ, η πολιτική καθολικότητα της ηγεμονικής σχέσης είναι εξ ορισμού εύθραυστη και ανά πάσα στιγμή αναστρέψιμη, με έναν τρόπο που ο Laclau, σε ένα βιβλίο-κλειδί που δημοσίευσε το 1990, υπό τον αμφίσημο τίτλο New Reflections on the Revolution of Our Time και στο οποίο συμπληρώνει τη θεωρία της συνάρθρωσης με μία αντίστοιχη θεωρία της εξάρθρωσης (theory ofdislocation) των ηγεμονικών σχέσεων, 25 κάνει λόγο για το «αδύνατον της κοινωνίας» (the impossibilityof society), εννοώντας ότι η ουσιοκρατική αντίληψη της κοινωνίας, μία αντίληψη δηλαδή η οποία αναζητά ένα κοινωνικό κέντρο, μία ουσιότητα των κοινωνικών φαινομένων, άρα και μία διάρκεια, μία υπερχρονική σταθερότητα, είναι κάτι το ανέφικτο. Η κοινωνία είναι μάλλον μία διαδικασία, ένα παιχνίδι ατέλειωτων ανταγωνισμών ή διαφορών, όπου η ηγεμονική συνάρθρωση και εξάρθρωση, ως συμβάντα, όπως θα έλεγαν ο Derrida και ο Badiou, έρχονται ακριβώς μέσω της πολιτικής ηγεμόνευσης να προσδώσουν στο σχεσιακό και πάντα ρευστό χαρακτήρα των κοινωνικών ταυτοτήτων μία προσωρινή διάσταση καθολικότητας και γενικευσιμότητας. Η κοινωνία είναι μία ψευδαίσθηση, στο βαθμό όπου κάθε κοινωνικό υποκείμενο βρίσκεται συνεχώς, ειδωμένο κάτω από το λακανικό πρίσμα, σε μία κατάσταση απο-κέντρωσης, όπου η ταυτότητά του, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Λακλάου, «δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ασταθής συνάρθρωση διαρκώς μεταβαλλόμενων θέσεων».26 Η ιδεολογία έτσι πρέπει πλέον να εκλαμβάνεται ως ένας συγκυριακός ολοποιητικός λόγος∙ ως μία στιγμιαία καθήλωση ενός νοηματικού περισσεύματος ή μίας διαρκούς σημειολογικής υπερχείλισης∙ ως μία καταστατική συνθήκη του κοινωνικού, που κάνει, τελικά, την κοινωνία να μοιάζει με καθαρή ουτοπία.27
Η έννοια της ηγεμονίας και η θεωρία της συνάρθρωσης ανέδειξαν κυρίως την ενδεχομενικότητα των ιδεολογιών και τη ρευστότητα των ταυτοτήτων. Το επιχείρημα αυτό διεύρυνε τους ορίζοντες του αγωνιστικού πλουραλισμού, έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα του δρώντα (agent) και κατέδειξε τη σημασία της πολιτικής συνάρθρωσης ως μίας «ένωσης» μεταξύ διαφορετικών αιτημάτων και εγκλήσεων σε ένα σχετικά ενοποιημένο ρητορικό λόγο. Η ενδεχομενικότητα των ιδεολογικών στοιχείων, που τα καθιστά, ουσιαστικά, ανοικτά και μετέωρα σημαίνοντα, που μπορούν μέσα από την ίδια την ιστορική συγκυρία να μετασχηματιστούν σε «στιγμές» ενός κυρίαρχου λόγου διαμέσου των ηγεμονικών πρακτικών, 28 έφερε στο προσκήνιο την επίδραση της γλωσσικής στροφής (linguisticturn) στη μεταπολεμική πολιτική σκέψη, την οποία ο Λακλάου αξιοποίησε με τον πλέον δημιουργικό τρόπο στην επαναδιατύπωση, σε σύγχρονα πλαίσια, της γκραμσιανής έννοιας της ηγεμονίας. Η εφαρμογή εκ μέρους του της δομικής θεωρίας των σημείων στην πολιτική επανέφερε το ενδιαφέρον για το ρόλο της ιδεολογίας στον ύστερο καπιταλισμό, όχι όμως πλέον με τη γνωστή κλασική αλτουσσεριανή αντίληψη των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, αλλά με την έννοια των ιδεολογικών στοιχείων, που εγγενώς είναι γλωσσικά σημεία, η σημασία των οποίων είναι ανοικτή, ενδεχομενική και ουσιαστικά παράγεται μέσα από καθαρά συναρθρωτικές πολιτικές πρακτικές. Οι ιδεολογίες, κατά συνέπεια, αποκτούν εφεξής έναν parexcellence πολιτικό χαρακτήρα, αναδιατάσσοντας όλη την εικόνα μας για τον κοινωνικό ανταγωνισμό και τη συγκρότηση των ταυτοτήτων (identitypolitics). Αυτή η πολιτικοποίηση της έννοιας της ιδεολογίας μέσα από τη θεωρία/πρακτική της συνάρθρωσης και τη συνεχή αλλαγή των ταυτοτήτων, με άλλα λόγια, μέσα από τη διαμόρφωση διαρκώς μεταβαλλόμενων υποκειμενικών θέσεων, 29 είναι η κατεξοχήν συμβολή του Λακλάου στη σύγχρονη πολιτική θεωρία και αυτό που κάνει το εγχείρημά του όχι απλώς μία «μετανεωτερική προσέγγιση του μαρξισμού», αλλά μία μετανεωτερική προσέγγιση του ίδιου του Πολιτικού στην οντολογική διάστασή του.
Ένα μεγάλο μέρος της δεύτερης και ύστερης φάσης της σκέψης και του έργου του Λακλάου επενδύεται γύρω από τη διάκριση καθολικό/μερικό, δηλαδή, γύρω από την αναζήτηση της φύσης και του περιεχομένου της ηγεμονικής καθολικότητας, η οποία, ως μία διαδικασία συγκρότησης κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων θέτει, σχεδόν εξ ορισμού, το μείζον ζήτημα της δημοκρατίας ως βασικό αριστερό διακύβευμα στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, δηλαδή, όπως ο ίδιος γράφει στην Εισαγωγή ενός συλλογικού τόμου για τις πολιτικές ταυτότητες το 1994, την προβληματική των δημοκρατικών δυνατοτήτων, όπως αυτές μετασχηματίζονται και εμπλουτίζονται κάθε φορά, από την εμφάνιση εντελώς νέων ιδιαιτεροτήτων (particularisms).30 Σε ένα σημαντικό βιβλίο που δημοσιεύτηκε το 2000 και αποτελείται από κείμενα δικά του, της Judith Butler και του Slavoj Žižek, με τον ενδεικτικό τίτλο Contingency , Hegemony , Universality . Contemporary Dialogues on the Left, 31 ο Λακλάου, αναλύοντας περαιτέρω την έννοια της καθολικότητας, όχι ως μίας κοινωνικής συσσωμάτωσης αλλά ως μίας πολιτικής συνάρθρωσης, ως μίας πολιτικής στιγμής. Γράφει χαρακτηριστικά: «η μόνη καθολικότητα που μπορεί να επιτύχει η κοινωνία είναι η ηγεμονική καθολικότητα, μία καθολικότητα η οποία είναι “μολυσμένη ” από τις προσμείξεις της μερικότητας». Η κοινωνία, συνεπώς, συγκροτείται πολιτικά, δηλαδή ως πολιτική κοινωνία, ή, με τους όρους του Laclau, ως ένας πολιτικός χώρος (politicalspace), και όχι ως μία συμφιλίωση της κοινωνίας με την ίδια την ουσία της. Ωστόσο, η έννοια της ηγεμονίας (διάβαζε συνάρθρωση και εξάρθρωση και τούμπαλιν στο διηνηκές), όπως προείπαμε, μας υπενθυμίζει πάντα ότι η καθολικότητα είναι μία ενδεχομενική καθολικότητα (contingentuniversality), 32 η οποία προϋποθέτει τον ανταγωνισμό, τον αγωνιστικό πλουραλισμό, την πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση, με άλλα λόγια, το Πολιτικό ως τέτοιο, το οποίο οντολογικά και σημασιολογικά επινοείται, κατασκευάζεται και συγκροτείται τελικά εξ υπαρχής και συγχρόνως εξαρθρώνεται, αποδομείται και διαλύεται κάθε στιγμή, φανερώνοντας τη βαθιά αρνητική φύση του, την καταστατικά ανταγωνιστική – για να θυμηθούμε τον CarlSchmitt, που τόσο επηρέασε τη σκέψη των Laclau και Mouffe – υπενθυμίζοντας σε όλους μας, κόντρα στην χομπσιανή αντίληψη της πολιτικής, ότι μία εξουσία που είναι οντολογικά απόλυτη, δηλαδή μία εξουσία η οποία αποκλείει την αλληλεπίδραση μεταξύ ανταγωνιστικών βουλήσεων, δεν είναι στην πραγματικότητα εξουσία. Με αυτήν την έννοια, γράφει ο Λακλάου, ο χομπισιανός Λεβιάθαν είναι ουσιαστικά μία αντι-πολιτική πράξη.33
Η αρνητική οντολογία του Πολιτικού, όπως συλλαμβάνεται μέσα στην έννοια της ηγεμονίας από τον Λακλάου, δεν αλλάζει μόνο την προσέγγισή μας στα ευαίσθητα ζητήματα του κοινωνικού ανταγωνισμού και της συγκρότησης των ταυτοτήτων στην καπιταλιστική πολιτική αρένα, αλλά, κυρίως, ανασυνθέτει τη συνολική αντίληψή μας για την έννοια της δημοκρατίας στη νεωτερικότητα, ιδίως όπως αυτή προσλαμβάνεται από το κοινωνικό φαντασιακό μετά απο τη Γαλλική Επανάσταση, μέσα στα πλαίσια της μείζονος Παράδοσης του Διαφωτισμού. «Αφού καμία δύναμη», γράφει ο Λακλάου,
«δεν ενσαρκώνει από μόνη της το καθολικό, μια “συλλογική θέληση” θα έχει επιτύχει την παγίωση της ηγεμονίας της, αν κατορθώσει να εμφανιστεί στις άλλες ομάδες ως δύναμη ικανή να εξασφαλίσει εκείνη την κοινωνική ρύθμιση που θα διασφαλίζει και θα επεκτείνει κατά τον καλύτερο τρόπο την καθολικότητα που την υπερβαίνει. Η ασυμμετρία ανάμεσα στη “σχετική καθολικότητα” και τη δύναμη που την ενσαρκώνει προετοιμάζει έτσι το έδαφος για έναν δημοκρατικό συναγωνισμό μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, αφού το καθολικό δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις δυνάμεις οι οποίες είναι δυνατόν να το ενσαρκώσουν στιγμιαία. Από την άλλη όμως το “καθολικό” δεν έχει ούτε κρυσταλλωμένη ύπαρξη ούτε νόημα ανεξάρτητο από τις δυνάμεις που το ενσαρκώνουν διαδοχικά. Δεν υπάρχει πια κανένα ευπροσδιόριστο είδος έξω από τις φθαρτές μορφές του, ούτε καμία Βασιλεία του Θεού που να μπορεί να συλληφθεί μέσα από μιαν αποκάλυψη. Αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα της εξουσίας, η εγγενής μη καθαρότητα των ανταγωνισμών και των αγώνων διαπερνούν το ίδιο το πεδίο του καθολικού. Η αναγνώριση των ιστορικών περιορισμών των κοινωνικών δρώντων αποτελεί την ίδια τη συνθήκη της δημοκρατίας, και για τον ίδιο λόγο, παραδόξως, η εξουσία συνιστά την ίδια τη συνθήκη της ελευθερίας».34
Αυτή η «παράδοξη συνθήκη της δημοκρατίας», η ατέρμονη και αλυσιτελής, δηλαδή, διαπάλη ανάμεσα στο καθολικό και το μερικό, συνιστά για τον Λακλάου όχι μόνο το θεμελιώδες προαπαιτούμενο του δημοκρατικού συναγωνισμού, αλλά και την ίδια την προϋπόθεση της δημοκρατίας. Σε ένα από τα κείμενα που έχει συμπεριλάβει στον τόμο Emancipation ( s ) τονίζει με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο ότι η μόνιμη ασυμμετρία μεταξύ καθολικού και μερικού, αλλά και η αδυναμία του ενός να υπάρξει χωρίς το άλλο, ως ένα παράδοξο που προφανώς δεν επιδέχεται τετελεσμένη διευθέτηση και λύση, και το οποίο η Μουφ έβαλε στην προμετωπίδα ενός γνωστού βιβλίου της υπό τον τίτλο το δημοκρατικό παράδοξο, 35 είναι αυτό ακριβώς που καθιστά τη δημοκρατία δυνατή.
«Αν η δημοκρατία είναι πιθανή αυτό συμβαίνει επειδή το καθολικό δεν έχει ένα αναγκαίο σώμα και ένα αναγκαίο περιεχόμενο∙ διαφορετικές ομάδες [...] ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να δώσουν μόνο προσωρινά στις μερικότητές τους την εικόνα μίας καθολικής αντιπροσώπευσης. Η κοινωνία δημιουργεί ένα ολόκληρο λεξιλόγιο από κενά σημαίνοντα (emptysignifiers), τα προσωρινά σημαινόμενα των οποίων είναι το αποτέλεσμα ενός πολιτικού ανταγωνισμού. Είναι αυτή η οντολογική αποτυχία της κοινωνίας να συγκροτήσει τον εαυτό της ως κοινωνία – που είναι το ίδιο πράγμα όπως η αποτυχία της διαφοράς να συγκροτηθεί ως διαφορά – η οποία κάνει την απόσταση μεταξύ καθολικού και μερικού αγεφύρωτη και, ως αποτέλεσμα, επιφορτίζει συγκεκριμένους κοινωνικούς δρώντες με το καθήκον να καταστήσουν τη δημοκρατική αλληλεπίδραση επιτεύξιμη».36
Υπό αυτήν την ειδική οπτική γωνία, όπως εύστοχα επισημαίνει ο RazmigKeucheyan, 37 η έννοια του ανταγωνισμού στον Λακλάου είναι συγχρόνως το θεμέλιο και το όριο του Πολιτικού. Αυτή ακριβώς η αρνητικότητα του Πολιτικού υποχρέωσε τους Λακλάου και Μουφ να αναπτύξουν εξ υπαρχής μία επιμέρους θεωρία του δημοκρατικού αγωνισμού38 πέρα από την αν μη τι άλλο χομπσιανής έμπνευσης σμιτιανή διάκριση εχθρού/φίλου, μέσα από ένα ριζικό έξωθεν (constitutiveoutside), που εξαρθρώνει τη δομή, το υποκείμενο και την ταυτότητα όχι ως μία κυκλική διαδοχή της φθοράς, αλλά ως μία οντολογική και ρητορική εξωτερικότητα, που την ίδια στιγμή που απειλεί ως ριζική ετερότητα, ως το Άλλο, το ξένο, το Κακό, το διαφορετικό, το αλλότριο, την ταυτότητα, και μπλοκάρει έτσι τη συγκρότησή της, συμβάλλει καταστατικά στην οριοθέτησή της.39 Ένας Άλλος, που εμφανίζεται πλέον για πρώτη φορά τόσο έντονα στη νεωτερική πολιτική θεωρία ως ένας καταστατικός και αναγκαίος αντίπαλος (adversary), απαραίτητος για το παιχνίδι του δημοκρατικού ανταγωνισμού και την προάσπιση της ελευθερίας (το δημοκρατικό παράδοξο). Στο πεδίο της καθημερινής πολιτικής και ιδίως σήμερα στο μεγάλο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων, 40 η εν λόγω προσφορά του Λακλάου πρέπει να εκλαμβάνεται ως κάτι περισσότερο από κρίσιμη για την ανασύνταξη της στρατηγικής της ριζοσπαστικής Αριστεράς παγκοσμίως, ιδίως όταν επιδιώκει μάχιμα και συνειδητά την κυβερνητική δοκιμασία, οφείλοντας να εκπονήσει προγραμματικές θέσεις που θα ενσωματώσουν όλη αυτήν την προβληματική περί της αγωνιστικής ετερότητας στη συγκρότηση της ηγεμονικής εξουσίας. Για να παραφράσω κάπως τον Λακλάου θα έλεγα ότι στο βαθμό όπου η δημοκρατική επανάσταση και η δημοκρατία δεν είναι παρά η αμφισβήτηση του θεμελίου, 41 η παραδοχή της ανεκρίζωτης διάστασης της ετερότητας και του ανταγωνισμού στην κοινωνία και την πολιτική είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας.
Ο δομικός ανταγωνσμός, η αρνητικότητα του Πολιτικού και η παρουσία του Άλλου στη συγκρότηση του υποκειμένου και της ταυτότητας συνθέτουν την ηγεμονία και τη δημοκρατία εν τέλει μέσα από δύο βασικούς άξονες/λογικές: αφενός τον άξονα της συνάρθρωσης, που ο Λακλάου ορίζει ως λογική της ισοδυναμίας (logics ofequivalence)∙ αφετέρου τον άξονα της εξάρθρωσης, τον οποίο ορίζει ως λογική της διαφοράς (logicsof difference). H λογική της ισοδυναμίας συγκροτεί μία αλυσίδα από ισοδύναμες ταυτότητες ή αιτήματα μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών στοιχείων, τα οποία αντιμετωπίζονται σαν να εκφράζουν μία ορισμένη ομοιότητα. Η λογική της ισοδυναμίας συναρθρώνει διαφορετικά αιτήματα υπό έναν κοινό παρανομαστή ή ως μία λογική που αποδέχεται ότι αυτά που «μας ενώνουν είναι πιο σημαντικά από αυτά που μας χωρίζουν», ομαδοποιώντας έτσι και χωρίζοντας, ουσιαστικά, τις κοινωνικές σχέσεις σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η λογική της διαφοράς αναφέρεται, αντίστοιχα, σε μία διαδικασία αποσυνάρθρωσης ή εξάρθρωσης των στοιχείων που συνθέτουν την αλυσίδα ισοδυναμίας, επαναπροσδιορίζοντάς τα ως διαφορές και με αυτόν τον τρόπο εξοστρακίζοντας τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τις κοινωνικές διαιρέσεις στο περιθώριο της κοινωνίας.42 Έτσι, δημιουργώντας μία σχεσιακή ολότητα, συμβάλλουν στον ετεροπροσδιορισμό των ταυτοτήτων, ενεργοποιώντας το παιχνίδι της πολιτικής από την αρχή, υπενθυμίζοντας ότι ορισμένες διαφορές είναι καταστατικές και ότι η δημοκρατική συναίνεση, όπως τονίζει η Μουφ, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως μία ανέφικτη συναίνεση, 43 κυρίως για όσους ασκούν κριτική στην αρνητική διάσταση του ανεκρίζωτου ανταγωνισμού, 44 αλλά τουναντίον πρέπει να προσεγγίζεται ως η κατεξοχήν συγκρουσιακή συναίνεση (conflictual consensus) επί των θεμελιωδών ηθικο-πολιτικών αξιών της ελευθερίας και της ισότητας, παρά τις όποιες διαφωνίες στην ερμηνεία τους.45 Συνεπώς, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι δύο λογικές είναι μία προσομοίωση της δημοκρατικής παραδοξότητας σε ένα τεχνικό επίπεδο, δηλαδή μία ορθολογική απεικόνιση ενός ατέλειωτου κοινωνικού φάσματος συναρθρώσεων και εξαρθρώσεων στο συνεχώς και αλυσιτελώς αναπροσδιοριζόμενο οντολογικά και ρητορικά πεδίο του Πολιτικού. Στον Λακλάου, η δημοκρατία καθίσταται έτσι, μέσα από τις ηγεμονικές πρακτικές, η οντολογική έκφραση του ίδιου του Πολιτικού. Αυτή είναι μία μετα-νεωτερική προσέγγιση του φαινομένου της εξουσίας latosensu, που απέχει επιστημολογικά αρκετά από τις νεωτερικές πολιτικές θεωρίες, που αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία ως ένα παρακολούθημα της πολιτικής, ως μία, κατά κάποιον τρόπο, ιστορική εκδήλωσή της και όχι, όπως στον Λακλάου και τη Μουφ, ως μία οντολογική λειτουργία του ίδιου του Πολιτικού, που διέπεται και διαπερνάται από μία καταστατική απροσδιοριστία και ενδεχομενικότητα, δηλαδή από μία συνεχή και αλυσιτελή ανταγωνιστικότητα, που με συμβατικούς νεωτερικούς όρους είναι η ίδια η βαθύτερη ουσία του.
Μολονότι το Hegemony and Socialist Strategy συνιστά μία «επιστημολογική τομή» (ίσως και με τη «ρηγματική» αλτουσσεριανή έννοια) στο σύγχρονο μαρξισμό, σχεδόν εξαρχής αποτέλεσε αντικείμενο έντονης κριτικής αντιπαράθεσης, κυρίως στο πλαίσιο της ίδιας της μαρξιστικής προσέγγισης. Ο Andrew Heywood, στην κλασική Εισαγωγή του για τις Πολιτικές Ιδεολογίες, επισημαίνει, σκιαγραφώντας το πεδίο των ενστάσεων που διατυπώθηκαν, ότι αυτή η εναλλακτική εκδοχή του μεταμαρξισμού, επιχειρώντας να αναθεωρήσει βασικές μαρξιστικές έννοιες, συμφιλιώνοντας τον Μαρξ με το μεταστρουκτουραλισμό και το μεταμοντερνισμό, επέφερε ένα σημαντικό ρήγμα στην κλασική μαρξιστική κοινωνική και πολιτική θεωρία, φέρνοντας στο προσκήνιο όχι μόνο τα νέα κοινωνικά κινήματα, ως ισότιμους συμπαίκτες της εργατικής τάξης, αλλά κυρίως την εμμενή οντολογική διάσταση της ατομικότητας και της ετερότητας γενικότερα, όπως εμφανίζονται στην πανσπερμία των εξεγερμένων ταυτοτήτων στην όψιμη νεωτερικότητα. Αυτή η πλουραλιστική ανάγνωση του μαρξισμού, καταλήγει ο Heywood, καλλιεργώντας μία σαφή και ισχυρή εικόνα για την προσωπική πρωτίστως απελευθέρωση του ατόμου από τα δεσμά της υποταγής (subordination) – θεμελιώδης κατηγορία σκέψης στον Λακλάου, πέρα από τα αυστηρά και αναγωγιστικά οικονομικά και ταξικά όρια, υπονομεύει καταλυτικά την παραδοσιακή μαρξιστική φιλοσοφία της ιστορίας, σε τέτοιο βαθμό, που ο όρος μετα-μαρξισμός καθίσταται τελικά μία νέου τύπου αφήγηση, που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο πρόθεμα «μετά» παρά στο όνομα «μαρξισμός».46
Οι περισσότερες κριτικές που δέχτηκε το θεωρητικό και πολιτικό επιχείρημα του Λακλάου και της Μουφ εντοπίζονται, πέραν αυτής της συνολικής αποτίμησης του Andrew Heywood, στο ίδιο το διακύβευμα της μεταμοντέρνας θέσης και πρόκλησης για τη σχέση δομής-δρώντος (agent-structure debate) στη δυτική σκέψη και φιλοσοφία εν γένει. Ο μετανεωτερικός αποδομισμός ανατρέπει άρδην αυτό το δεσπόζον αντιθετικό ζεύγος της νεωτερικότητας, το οποίο θεωρήθηκε, δικαίως πολλές φορές, ιδίως στις κοινωνικές επιστήμες, ως η ιδεολογική αιτιολόγηση του ρατσισμού και του ιμπεριαλισμού. Για τους μεταμοντέρνους και τους μεταστρουκτουραλιστές κατά συνέπεια, δεν υφίσταται μία καθαρή ρεαλιστική βάση στη σχέση μεταξύ δομής και δρώντος. Η λύση του αινίγματος βρίσκεται στις μάλλον ρητορικές κατασκευές της γλώσσας και των καθεστώτων αλήθειας (discourses), όπως θα έλεγε ο MichelFoucault. Ο επιστημολογικός σχετικισμός των μεταμοντέρνων, έχοντας ως αφετηρία τη συνάρθρωση των κοινωνικών φαινομένων στο επίπεδο του λόγου, απορρίπτει εξ ορισμού κάθε υψηλή οντολογική μεταφυσική της δομής και του δρώντος ή του υποκειμένου της πολιτικής. Δομή και υποκείμενο δεν είναι παρά έννοιες κατασκευασμένες ρητορικά, εντός δηλαδή ενός ρηματικού πεδίου, μέσω του οποίου κατανοούμε και τελικά οικοδομούμε τον Κόσμο γύρω μας. Μόνο υπό αυτήν τη γωνία μπορούμε, τονίζει ο Stuart McAnnula, 47 να αντιληφθούμε σωστά την υπέρβαση που προτείνουν οι Λακλάου και Μουφ έναντι των παραδοσιακών και συμβατικών εννοιών της δομής και του δρώντα, μέσα από τη συστηματική ανάπτυξη και προώθηση, από το 1985 και εφεξής, μίας ολιστικής discourse theory/analysis, η οποία αποκαθηλώνει τις κυρίαρχες οντότητες της δυτικής μεταφυσικής, ανασύροντας στο προσκήνιο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο David Marsh, την καταλυτική επίδραση των ιδεών και των λόγων στην κατασκευή του Πολιτικού και του κοινωνικού φαντασιακού.48 Κατά συνέπεια, οι βασικές αιτιάσεις ενάντια στο μετανεωτερικό μετα-μαρξισμό του Λακλάου, όταν εκκινούν από το ζήτημα του ελλείμματος του προσδιορισμού μίας ρεαλιστικής (δηλαδή στην ουσία μεταφυσικής) οντολογίας του δρώντος υποκειμένου, 49 παραγνωρίζουν αυτήν τη ρητή μεταμοντέρνα επιστημολογική συνθήκη, που συνιστά αναφανδόν την κεντρική ιδέα της λακανικής και μεταστρουκτουραλιστικής έμπνευσης προσέγγισης του Πολιτικού εκ μέρους του Αργεντινο-Βρετανού στοχαστή, που ουδέποτε, ωστόσο, άφησε να εννοηθεί, έστω και ως υπονοούμενο, όπως μπορεί κανείς να εξακριβώσει στα κείμενα που συνέταξε ώστε να απαντήσει στους επικριτές της θεωρίας του, ότι ο μεταμαρξισμός είναι μία όψιμη «μεταψυχροπολεμική απολογία» του μαρξισμού».50 Αντίθετα, όπως σε όλο το corpus του υποδηλώνεται ρητά, ο μεταμαρξισμός συγκροτήθηκε εξ υπαρχής ως ένα εγχείρημα δημιουργικής και εκλεκτικής προσαρμογής της πάντα επίκαιρης σκέψης του Μαρξ στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές ιδιαιτερότητες του λεγόμενου από τη δεκαετία του 1970 και μετά παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. O Stuart Sim, στο The Routledge Companion to Postmodernism, αποτιμώντας το έργο των Λακλάου και Μουφ, τονίζει ότι από μία μετανεωτερική σκοπιά, η εν λόγω κριτική στον παραδοσιακό μαρξισμό μπορεί να εκληφθεί ως μία κλασική περίπτωση αμφισβήτησης του μαρξισμού ως μεγάλης αφήγησης, δηλαδή ως μίας καθολικής θεωρίας που κατέχει την απόλυτη αλήθεια, και ως εκ τούτου ως μέρος ενός νέου κύματος μεταθεωρητικού πλουραλισμού, ο οποίος μπορεί να αναθεωρεί τον ορθόδοξο μαρξισμό σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο διακρίνεται από μία ειλικρίνεια κινήτρων.51
Με αφορμή το θάνατό του, ο Γιάννης Σταυρακάκης, που υπήρξε και μαθητής του, γράφει ότι «η ρηξικέλευθη πολιτικο-θεωρητική στάση του πάνω στο ζήτημα του λαϊκισμού», είναι ίσως η πιο σημαντική προσφορά του Λακλάου στη σύγχρονη πολιτική θεωρία.52 Ιδιαίτερα στη σημερινή κοινωνική και οικονομική συγκυρία, εν μέσω μίας πρωτόγνωρης ανθρωπιστικής κρίσης στην πάλαι ποτέ ευημερούσα Δύση, η δραματική άνοδος στην Ευρώπη ενός ακροδεξιού λαϊκισμού αναδεικνύει τα προβλήματα μίας «αποπνικτικής συναίνεσης» (stiflingconsensus), o όρος ανήκει στη Μουφ, που δεν επιτρέπει στους ψηφοφόρους να κάνουν μία πραγματική επιλογή μεταξύ διαφορετικών πολιτικών, δίνοντας τη δυνατότητα σε δημαγωγούς της Aκροδεξιάς να συναρθρώσουν την επιθυμία για μία «εναλλακτική» δήθεν έξοδο από την κρίση.53 Σε ένα περιεκτικό κείμενό του για το λαϊκισμό το 2005, που δημοσιεύτηκε σε ένα συλλογικό τόμο με επίκεντρο το εν λόγω φαινόμενο και τη σχέση του κυρίως με τη δημοκρατία, 54 ο Λακλάου επισημαίνει ότι ο λαϊκισμός μπορεί να νοηθεί οντολογικά μόνο ως ένας ιδιαίτερος τρόπος συνάρθρωσης, ο οποίος έχει τη δυνατότητα «να παράγει δομικά αποτελέσματα που εκδηλώνονται πρωτίστως στο επίπεδο των τρόπων αναπαράστασης ή αντιπροσώπευσης».55 Ο λαϊκισμός είναι παράγωγο της πολιτικής και ως εκ τούτου, γράφει, ο λαός «μπορεί να συγκροτηθεί μόνο στο πεδίο των σχέσεων αντιπροσώπευσης», στο πεδίο δηλαδή όπου «μία μερικότητα αναλαμβάνει μία λειτουργία καθολικής αντιπροσώπευσης∙ η ταυτότητα της μερικότητας αυτής διαστρέφεται μέσω της συγκρότησης αλυσίδων ισοδυναμίας∙ η λαϊκή παράταξη που διαμορφώνεται μέσω αυτών των υποκαταστάσεων εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος του συνόλου της κοινωνίας». Με αυτήν ακριβώς την έννοια, καταλήγει ο Λακλάου, ο λαός είναι μία ρηματική κατασκευή. «Ο λαϊκιστικός λόγος δεν εκφράζει μια γνήσια, προϋπάρχουσα λαϊκή ταυτότητα, αλλά, στην πραγματικότητα, τη συγκροτεί».56 Οι σχέσεις αντιπροσώπευσης είναι το πρωταρχικό πεδίο συγκρότησης του κοινωνικού και της αναδιάταξης εκείνων «των στοιχείων που υπεισέρχονται στη διαδικασία αντιπροσώπευσης». Η αντιπροσώπευση, έτσι, δεν είναι ένα «αναγκαίο κακό», όπως πίστευε ο Rousseau, με άλλα λόγια, μία ατέλεια του συστήματος, αλλά η αναζωογονητική πηγή της πολιτικής και του Πολιτικού, το πεδίο των ορίων και των δυνατοτήτων μας, προφανώς και των άσχημων πλευρών μας, όπως είναι ο φασισμός και γενικότερα το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού. Η αντιπροσώπευση είναι η ίδια η αδυνατότητα μίας έσχατης καθολικότητας, που έχουμε ενδύσει με το όνομα «λαός».57 Με τα δικά του λόγια, από τον Πρόλογο που έγραψε για το βιβλίο του Slavoj Žižek Το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας, «ο ουσιωδώς επιτελεστικός χαρακτήρας της ονοματοθεσίας συνιστά προϋπόθεση κάθε ηγεμονίας και κάθε πολιτικής».58
Σε μία συνέντευξη που έδωσε ο Λακλάου το 2008 στο Νίκο Χρυσολωρά επισημαίνει ότι αν και υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές περιεχομένου ανάμεσα στο «δεξιό» και τον «αριστερό» λαϊκισμό, «η δομή του λαϊκιστικού λόγου και οι συνθήκες που γεννούν το λαϊκισμό είναι κοινές».59 Ωστόσο, τονίζει, αυτή η δομική «ουδετερότητα» του λαϊκιστικού φαινομένου είναι που επιβάλλει τη σοβαρή μελέτη της πολιτικής φαινομενολογίας του, ιδίως όταν αναφερόμαστε στον ακροδεξιό ή στον αντιδραστικό λαϊκισμό γενικότερα, που, υπό αυτήν την οπτική γωνία, δεν είναι απλώς ένα ιστορικό σύμπτωμα του Μεσοπολέμου, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά ένας ενδεχομενικός τρόπος συνάρθρωσης της πολιτικής και του Πολιτικού, που κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορεί να προκαλέσει δομικά αποτελέσματα, επώδυνα και καταστροφικά για τη δημοκρατία. Όπως για παράδειγμα ένα εκλογικό αποτέλεσμα με μεγάλη πολιτική, εθνική ή ευρωπαϊκή, εμβέλεια. Η ευρωπαϊκή Αριστερά, καταλήγει, οφείλει να επιδιώξει, ως διακύβευμα και ως ηγεμονικό πρόταγμα, έναν προοδευτικό λαϊκισμό, ως ένα «ανάχωμα» στον ανερχόμενο ακροδεξιό λαϊκισμό, επιζητώντας τη ριζοσπαστική ανασύνθεση της κοινωνίας, χωρίς όμως τίποτα να είναι προκαταβολικά σίγουρο και σαφές.60 Αυτή ακριβώς η ενδεχομενικότητα, η αναποφασιστικότητα, η οντολογική αρνητικότητα πίστευε ο Λακλάου ότι μας κάνει πιο υπεύθυνους πολίτες, ότι με έναν παράδοξο τελικά τρόπο ευνοεί τη δημοκρατία και θωρακίζει την ελευθερία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Ο αναγκαίος λαϊκισμός», Συνέντευξη του ErnestoLaclau στον Νίκο Χρυσολωρά, Σύγχρονα Θέματα, τ. 110, 2010, σσ. 80-83.
Blackledge Paul, Norman Geras 1943-2013, www.socialistreview.org.uk.
Butler Judith, Laclau Ernesto and Žižek Slavoj, Contingency , Hegemony , Universality . Contemporary Dialogues on the Left, London and New York: Verso, 2000.
Geras Norman, “Marxism, the Holocaust and September 11: An Interview”, Imprints. A Journal of Analytical Socialism, Online content from Vol. 6, No 3, 2002, http://eis.bris.ac.uk.
Heywood Andrew, Political Ideologies. An Introduction, New York: Palgrave Macmillan, 2005 (Third Edition).
Howarth David, Discourse, Buckingham – Philadelphia: Open University Press, 2000.
Howarth David, Norval Aletta J. and Stavrakakis Yannis (eds), Discourse theory and political analysis. Identities, hegemonies and social change, Manchester and New York: Manchester University Press, 2000.
Jørgensen Marianne and Phillips Louise, Discourse Analysis as Theory and Method, London – Thousand Oaks – New Delhi: Sage Publications, 2002.
Keucheyan Razmig, The Left Hemisphere. Maping Critical Theory Today, London and New York: Verso, 2013.
Laclau Ernesto, New Reflections on the Revolution of Our Time, London and New York: Verso, 1990.
Laclau Ernesto (ed.), The Making of Political Identities, London and New York: Verso, 1994.
Laclau Ernesto, Emancipation ( s ), London and New York: Verso, 1996.
LaclauErnesto, Για την επανάσταση της εποχής μας, Αθήνα: Νήσος, 1997.
LaclauErnestoandMouffe Chantal, Hegemony and Socialist Strategy. Towards a Radical Democratic Politics, London and New York: Verso, 2001.
Laclau Ernesto, On Populist Reason, London and New York: Verso, 2005.
LaclauErnesto, «Λαϊκισμός: Τι σημασία έχει τ’ όνομα», Σύγχρονα Θέματα, τ. 110, 2010, σσ. 70-79.
Laclau Ernesto, Politics and Ideology in Marxist Theory. Capitalism, Fascism, Populism, London and New York: Verso, 2011.
Laclau Ernesto, The Rhetorical Foundations of Society, London and New York: Verso, 2014.
Μακρής Σπύρος, Karl Marx . Αλλοτρίωση, Εκμετάλλευση και Φετιχισμός του Εμπορεύματος, Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2013.
Μακρής Σπύρος, «Καρλ Μαρξ. Προμηθέας Λυόμενος» (Ειδικό Αφιέρωμα στην Εβδομαδιαία Επιθεώρηση του Βιβλίου: «Βιβλιοθήκη» της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας), Ελευθεροτυπία, 25 Ιανουαρίου 2014, Αρ. φύλλου 11.230, σσ. 31-34.
Μακρής Σπύρος, «Αλέν Μπαντιού. Όραμα γα την πολιτική και το πολιτικό» (Ειδικό Αφιέρωμα στην Εβδομαδιαία Επιθεώρηση του Βιβλίου: «Βιβλιοθήκη» της Σαββατιάτικής Ελευθεροτυπίας), Ελευθεροτυπία, 8 Μαρτίου 2014, Αρ. φύλλου 11.264, σσ. 27-30.
Μακρής Σπύρος, «ChantalMouffe. Η αγωνιστική προσέγγιση. Η ριζοσπαστική και πλουραλιστική δημοκρατία ως αριστερό διακύβευμα», Θέσεις, τ. 126, 2014, σσ. 145-156.
McLellanDavid, Ο Μαρξισμός μετά το Μαρξ, Αθήνα: Σαββάλας, 2014.
Marsh David and Stoker Gerry (eds), Theory and Methods in Political Science, New York: Palgrave Macmillan, 2002 (Second Edition).
Mouffe Chantal, Deliberative Democracy or Agonistic Pluralism, Vienna: Institute for Advanced Studies, 2000.
Mouffe Chantal, Politics and Passions. The stakes of democracy, London: Center For the Study of Democracy, 2002.
Mouffe Chantal, Το δημοκρατικό παράδοξο, Αθήνα: Πόλις, 2004.
Mouffe Chantal, On the Political, London and New York: Routledge, 2005.
Mouffe Chantal, Critique as Counter-Hegemonic Intervention, http://eipcp.net/transversal/0808/mouffe/en/print .
Mouffe Chantal, The Democratic Paradox, London and New York: London, 2009.
Panizza Francisco (ed.), Populism and the Mirror of Democracy, London and New York: Verso, 2005.
Scott John (ed.), Fifty Key Sociologists. The Contemporary Theorists, London and New York: Routledge, 2007.
Σεβαστάκης Νικόλας, «Η αξερίζωτη διάσταση του ανταγωνισμού. Κι έπειτα;», Ένεκεν, τ. 19, 2011, σσ. 81-89.
Sim Stuart (ed.), The Routledge Companion to Postmodernism, London and New York: Routledge, 2001.
Sim Stuart, Fifty Key Postmodern Thinkers, London and New York: Routledge, 2013.
Smith Anna Marie, Laclau and Mouffe. The radical democratic imaginary, London and New York: Routledge, 1998.
Σταυρακάκης Γιάννης, Ερνέστο Λακλάου (1935-2014), www.chronosmag.eu/index.php/g-ss-th-g-ls-sps-e.html.
Torfing Jacob, New Theories of Discourse. Laclau, Mouffe and Žižek, Oxford: Blackwell Publishers, 1999.
ŽižekSlavoj, Το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας, Αθήνα: Scripta, 2006.
1 David McLellan, Ο Μαρξισμός μετά το Μαρξ, Αθήνα: Σαββάλας, 2014: 422.
2 Ernesto Laclauand ChantalMouffe, Hegemony and Socialist Strategy. Towards a Radical Democratic Politics, London and New York: Verso, 2001.
3 Στο ίδιο: ix (η πλάγια γραφή είναι δική μας).
4 Στο ίδιο: vii.
5 Σπύρος Μακρής, «Αλέν Μπαντιού. Όραμα γα την πολιτική και το πολιτικό» (Ειδικό Αφιέρωμα στην Εβδομαδιαία Επιθεώρηση του Βιβλίου: «Βιβλιοθήκη» της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας), Ελευθεροτυπία, 8 Μαρτίου 2014, Αρ. φύλλου 11.264: 27-30.
6 Σπύρος Μακρής, Karl Marx . Αλλοτρίωση, Εκμετάλλευση και Φετιχισμός του Εμπορεύματος, Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2013 και Σπύρος Μακρής, Καρλ Μαρξ. Προμηθέας Λυόμενος (Ειδικό Αφιέρωμα στην Εβδομαδιαία Επιθεώρηση του Βιβλίου: «Βιβλιοθήκη» της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας), Ελευθεροτυπία, 25 Ιανουαρίου 2014, Αρ. φύλλου 11.230: 31-34.
7 Ernesto Laclauand ChantalMouffe, Hegemony and Socialist Strategy ..., ό.π.: ix.
8 Στο ίδιο: x.
9 David McLellan, Ο Μαρξισμός μετά το Μαρξ, ό.π.: 413 κ.έ.
10 Ernesto Laclau, Politics and Ideology in Marxist Theory. Capitalism, Fascism, Populism, London and New York: Verso, 2011.
11 Ernesto Laclau, The Rhetorical Foundations of Society, London and New York: Verso, 2014.
12 Ο Λακλάου συνοψίζει, με έξοχοτρόπο, τηνέμμεση «συνεισφορά» του Jacques Lacan στομεταμαρξισμό, στονΠρόλογο πουγράφει γιατο γνωστόβιβλίο του Slavoj Žižek The Sublime Object of Ideology. Βλ. Ερνέστο Λακλάου, Πρόλογος στο Slavoj Žižek, Το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας, Αθήνα: Scripta, 2006: 13 κ.έ.
13 John Scott (ed.), Fifty Key Sociologists. The Contemporary Theorists, London and New York: Routledge, 2007: 156.
14 David McLellan, Ο Μαρξισμός μετά το Μαρξ, ό.π.: 422.
15 Ernesto Laclau, Politics and Ideology in Marxist Theory ..., ό.π.: 158 κ.έ.
16 Ernesto Laclau, On Populist Reason, London and New York: Verso, 2005: 175.
17 Για μίαεισαγωγική προσέγγισηστην discoursetheory τωνΛακλάουκαι Μουφ, βλ. David Howarth, Discourse, Buckingham - Philadelphia: Open University Press, 2000: 101 κ.έ.∙ David Howarth, Aletta J. Norval and Yannis Stavrakakis (eds), Discourse theory and political analysis. Identities, hegemonies and social change, Manchester and New York: Manchester University Press, 2000: 1 κ.έ. και Marianne Jørgensen and Louise Phillips, Discourse Analysis as Theory and Method, London – Thousand Oaks – New Delhi: Sage Publications, 2002: 24 κ.έ.
18 Για μία παρουσίαση των βασικών αναλυτικών εργαλείων της discoursetheory, βλ. Jacob Torfing, New Theories of Discourse. Laclau, Mouffe and Žižek, Oxford: Blackwell Publishers, 1999: 298 κ.έ.
19 Ernesto Laclau, On Populist Reason, ό.π.: 223 κ.έ. και 250 αντίστοιχα.
20 Jacob Torfing, New Theories of Discourse ..., ό.π.: 54 κ.έ.
21 Stuart Sim, Fifty Key Postmodern Thinkers, London and New York: Routledge, 2013: 169.
22 Ernesto Laclauand ChantalMouffe, Hegemony and Socialist Strategy ..., ό.π.: x.
23 Η Μουφ θεωρεί οντολογικά ελαττωματικές τις αντιλήψεις περί Πολιτικού, που «δεν αναγνωρίζουν την ανεκρίζωτη διάσταση του ανταγωνισμού». Βλ. Chantal Mouffe, Critique as Counter-Hegemonic Intervention, http://eipcp.net/transversal/0808/mouffe/en/print : 1.
24 Jacob Torfing, New Theories of Discourse ..., ό.π.: 307.
25 Ernesto Laclau, New Reflections on the Revolution of Our Time, London and New York: Verso, 1990.
26 Ernesto Laclau, Για την επανάσταση της εποχής μας, Αθήνα: Νήσος, 1997: 181.
27 Στο ίδιο: 177 κ.έ.
28 John Scott (ed.), Fifty Key Sociologists ..., ό.π.: 157.
29 Stuart Sim, Fifty Key Postmodern Thinkers, ό.π.: 168.
30 Ernesto Laclau, Introductionστο Ernesto Laclau (ed.), The Making of Political Identities, London and New York: Verso, 1994: 5.
31 Ernesto Laclau, “Identity and Hegemony: The Role of Universality in the Constitution of Political Logics” στο JudithButler, Ernesto Laclau andSlavoj Žižek, Contingency , Hegemony , Universality . Contemporary Dialogues on the Left, London and New York: Verso, 2000: 51.
32 Στο ίδιο: 51.
33 Στο ίδιο: 54.
34 Ernesto Laclau, Για την επανάσταση της εποχής μας, ό.π.: 168 και 169.
35 Chantal Mouffe, The Democratic Paradox, London and New York: London, 2009: 1 κ.έ.
36 Ernesto Laclau, Emancipation ( s ), London and New York: Verso, 1996: 35.
37 RazmigKeucheyan, The Left Hemisphere. Maping Critical Theory Today, London and New York: Verso, 2013: 238.
38 Σπύρος Μακρής, «ChantalMouffe. Η αγωνιστική προσέγγιση. Η ριζοσπαστική και πλουραλιστική δημοκρατία ως αριστερό διακύβευμα», Θέσεις, τ. 126, 2014: 145-156.
39 Jacob Torfing, New Theories of Discourse ..., ό.π.: 299.
40 Anna Marie Smith, Laclau and Mouffe. The radical democratic imaginary, London and New York: Routledge, 1998: 200.
41 Ernesto Laclau, Για την επανάσταση της εποχής μας, ό.π.: 165.
42 Jacob Torfing, New Theories of Discourse ..., ό.π.: 300 και 301 και John Scott (ed.), Fifty Key Sociologists ..., ό.π.: 158.
43 Chantal Mouffe, The Democratic Paradox, ό.π.: 9.
44 Νικόλας Σεβαστάκης, «Η αξερίζωτη διάσταση του ανταγωνισμού. Κι έπειτα;», Ένεκεν, τ. 19, 2011: 81-89, εξαιρετικό άρθρο, εφόσον είναι από τα λίγα στη σχετική βιβλιογραφία για την πολιτική θεωρία των Λακλάου και Μουφ, που διαβλέπει πιθανά προβλήματα «αδιεξόδου» στην αρνητική οντολογία της discourse analysis και στο οποίο αποσαφηνίζεται, εύστοχα, ότι η συναίνεση, στην οποία ασκεί κριτική η Μουφ, είναι η έλλογη ρωλσιανή συναίνεση, σε αντίθεση, φυσικά, από τη δική της συγκρουσιακή συναίνεση, που είναι προϊόν όχι μίας ορθολογικής διαδικασίας, αλλά μίας αγωνιστικής αντιπαράθεσης, στην οποία τα πάθη και οι συλλογικές ταυτοποιήσεις (collective forms of identifications) δεσπόζουν μεταξύ αντιτιθέμενων ερμηνειών πάνω στις δύο καταστατικές φιλελεύθερες-δημοκρατικές αξίες: την ελευθερία και την ισότητα. Βλ. Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, Αθήνα: Πόλις, 2004: 77∙ Chantal Mouffe, Deliberative Democracy or Agonistic Pluralism, Vienna: Institute for Advanced Studies, 2000 και Chantal Mouffe, Politics and Passions. The stakes of democracy, London: Center For the Study of Democracy, 2002.
45 Chantal Mouffe, On the Political, London and New York: Routledge, 2005: 121.
46 Andrew Heywood, Political Ideologies. An Introduction, New York: Palgrave Macmillan, 2005 (Third Edition): 139.
47 Stuart McAnnula, Structure and Agencyστο David Marsh and Gerry Stoker (eds), Theory and Methods in Political Science, New York: Palgrave Macmillan, 2002 (Second Edition): 282 και 283.
48 David Marsh, Marxismστο David Marsh and Gerry Stoker (eds), Theory and Methods in Political Science, New York: Palgrave Macmillan, 2002 (Second Edition): 162.
49 Αναφέρομαι, κυρίως, στα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο New Left Review, από το Μάιο του 1987 έως τον Ιούνιο του 1988 (βλ. τεύχη 163, 166 και 169), για το έργο του Λακλάου, από το θεωρητικό της πολιτικής Norman Geras (1943), που πρόσφατα έφυγε και αυτός από τη ζωή, στις 18 Οκτωβρίου 2013, αφήνοντας μία αξιόλογη πνευματική παρακαταθήκη για τη μαρξιστική σκέψη, παρότι ο όψιμος Geras κατηγορήθηκε ως «απολογητής του ιμπεριαλισμού» (Paul Blackledge, Norman Geras 1943-2013, www.socialistreview.org.uk ) για τη θέση του, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ότι «οι δυτικές δημοκρατίες, ακόμη και η Αμερική, δεν είναι ηθικά ή πολιτικά ισοδύναμες, ακόμη και κατά προσέγγιση», με εκείνες τις δυνάμεις, που εκφράζουν τον ακραίο ισλαμικό φονταμενταλισμό. Στην ίδια συνέντευξη (στην οποία δηλώνει ότι παραμένει σταθερά μαρξιστής), ωστόσο, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ο Εβραίος στην καταγωγή Norman Geras καταφέρεται εναντίον και του σιωνιστικού φονταμενταλισμού, στο πλαίσιο της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης (Norman Geras, “Marxism, the Holocaust and September 11: An Interview”, Imprints. A Journal of Analytical Socialism, Online content from Vol. 6, No. 3, 2002, http://eis.bris.ac.uk). Βλ. επίσης, Stuart Sim, Fifty Key Postmodern Thinkers, ό.π.: 175.
50 Ernesto Laclau, Για την επανάσταση της εποχής μας, ό.π.: 165.
51 Stuart Sim (ed.), The Routledge Companion to Postmodernism, London and New York: Routledge, 2001: 302 και 303.
52 Γιάννης Σταυρακάκης, Ερνέστο Λακλάου (1935-2014), www.chronosmag.eu/index.php/g-ss-th-g-ls-sps-e.html.
53 Chantal Mouffe, On the Political, ό.π.: 66 κ.έ.
54 Ernesto Laclau, “Populism: What’s in a Name?” στο Francisco Panizza (ed.), Populism and the Mirror of Democracy, London and New York: Verso, 2005: 32 κ.έ.
55 Ernesto Laclau, «Λαϊκισμός: Τι σημασία έχει τ’ όνομα», Σύγχρονα Θέματα, τ. 110, 2010: 70-79: 71.
56 Στο ίδιο: 78.
57 Στο ίδιο: 78 και 79.
58 Ερνέστο Λακλάου, Πρόλογος στο Slavoj Žižek, Το Υψηλό Αντικείμενο της Ιδεολογίας, ό.π.: 21.
59 «Ο αναγκαίος λαϊκισμός», Συνέντευξη του Ernesto Laclau στον Νίκο Χρυσολωρά, Σύγχρονα Θέματα, τ. 110, 2010: 80-83: 81.
60 Στο ίδιο: 83.