Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ
Domenico Losurdo, Η πάλη των τάξεων, Εκδόσεις Α/συνέχεια, 2014
Στο βιβλίο αυτό ο Domenico Losurdo (DL στη συνέχεια του κειμένου) παρουσιάζει μία αρκετά συνεκτική θεωρητική δομή.
Η παρουσίαση της οργάνωσης των εννοιών και των θεωρητικών συμπερασμάτων γίνεται σταδιακά και ακολουθεί τον ιστορικό χρόνο των αγώνων των κοινωνικών κινημάτων με αναφορά στον κομμουνισμό, καθώς και των θεωρητικών και πολιτικών προβλημάτων που οι αγώνες αυτοί κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν: των προβλημάτων που αναδύθηκαν στους αγώνες του εργατικού κινήματος το 19ο αιώνα, στην επανάσταση του 1917, στην Κίνα και σε άλλα ιστορικά επεισόδια. Τα κείμενα «πρωταγωνιστών» αυτής της ιστορίας αποτελούν το κομβικό σημείο μέσω των οποίων διαπλέκεται η παρουσίαση των ιστορικών επεισοδίων και των θεωρητικών προβλημάτων που τέθηκαν προς αντιμετώπιση.
Παρά το γεγονός ότι η επεξεργασία των κειμένων και των εννοιών και η συνακόλουθη τεκμηρίωση θέσεων που ασκεί ο DL είναι αποσπασματική, «πάσχει» από εκλεκτικισμό και δεν διακρίνεται από θεωρητική αυστηρότητα, το έργο αυτό είναι σημαντικό από πολλές πλευρές.
Πρώτον, επειδή το σύνολο του κειμένου έρχεται να υπερασπίσει και να οχυρώσει θεωρητικά μία προκλητική θέση:1
Ο όρος «κολομβιανή εποχή» σηματοδοτεί την κυριαρχία της Δύσης στο παγκόσμιο σύστημα από την εποχή του Κολόμβου, δηλαδή την εποχή ανακάλυψης και κατάκτησης της Αμερικής (δες και σ. 440).
Η θέση ότι η ανάπτυξη της Κίνας, προωθεί το τέλος της κυριαρχίας της Δύσης και αποτελεί «αγώνα χειραφέτησης», δηλαδή αγώνα για την απελευθέρωση «ανθρώπου από άνθρωπο» ενέχει τρεις κύριες θέσεις που πρέπει να υποστηριχθούν.
Πρώτον, να τεκμηριωθεί ότι η ανάπτυξη της Κίνας οδηγεί στο τέλος της «κολομβιανής» εποχής. Δεύτερη, ότι αυτή η ανατροπή δεν είναι απλά μία νέα οργάνωση ιμπεριαλιστικών διεθνών σχέσεων με ανώτερη ιεραρχικά θέση στην αλυσίδα για την Κίνα. Τρίτη, και σημαντικότερη ότι αυτή η ανατροπή, δηλαδή η διευρυμένη αναπαραγωγή του Κινέζικου κοινωνικού σχηματισμού ισοδυναμεί με «διαδικασία χειραφέτησης».
Η θέση για τη χειραφετητική διάσταση της «ριζικής αλλαγής του καταμερισμού εργασίας» (ο οποίος εξισώνεται από τον DL με «ταξικό αγώνα») μπορεί να ακούγεται προκλητική ειδικά στο συνδυασμό της με τη σημερινή πραγματικότητα της Κίνας, αλλά εκτός Ευρώπης, στον αναπτυσσόμενο και υποανάπτυκτο κόσμο, στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, η «ουσία» της δεν φαίνεται παράλογη. Η ανάγκη «αλλαγής του διεθνούς καταμερισμού εργασίας» μπορεί να είναι καθημερινή, αυθόρμητη ή συνειδητή αντίληψη και επομένως, ακριβώς λόγω αυτού, πρέπει να την εξετάσουμε ως μία πρόταση που οργανώνει θεωρητικά τους αγώνες. Το ερώτημα βέβαια είναι «τους αγώνες τίνος»; Επειδή την «άνοδο» στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μπορεί να τη διεκδικεί κάθε κράτος, μη εξαιρούμενων των ΗΠΑ.
Δεύτερη πλευρά που καθιστά σημαντικό αυτό το έργο: Είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι η υπεράσπιση της θέσης «ανάπτυξη της Κίνας = χειραφετητικός αγώνας» απαιτεί μία κατάλληλη οργάνωση του νοήματος των εννοιών και των σχέσεών τους, όπως του «ταξικού αγώνα», του έθνους/κράτους και άλλων. Ο DL, καθώς αναπτύσσει αυτή τη θεωρητική οργάνωση, εν μέρει λόγω των πολλαπλών προσαρμογών που πρέπει να γίνουν στις έννοιες ώστε να προκύπτει ένα αποτέλεσμα συμβατό με την υπεράσπιση αυτής της θέσης, αφήνει να αναδυθεί και το θεωρητικό (και πολιτικό) τίμημα αυτής της θεωρητικής διαδρομής.
Τρίτη σημαντική διάσταση, το βιβλίο αποτελεί μία επισκόπηση σημαντικών κειμένων και διαμαχών της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος – και όχι μόνο. Αυτή η επισκόπηση αναδεικνύει τα πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα τα οποία συνάντησαν οι επαναστάσεις και τα κοινωνικά κινήματα του 20ού αιώνα και των απαντήσεων που επιχείρησαν να δώσουν σε αυτά.
Αυτές οι πλευρές, ιδίως η δεύτερη και η τρίτη, συνδέονται όχι μόνο με τις ιστορικές αλλά και με τις σύγχρονες θεωρητικές και πολιτικές συγκρούσεις οι οποίες οργανώνουν τη στρατηγική των αντικαπιταλιστικών κοινωνικών εγχειρημάτων. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που τίθενται στο βιβλίο είναι η σχέση των ταξικών αγώνων με το έθνος/κράτος και το πρόβλημα της «διακυβέρνησης», θέμα το οποίο αφορά και τους κοινωνικούς αγώνες στη χώρα μας.
Πριν προχωρήσω ας ξεκαθαρίσω τη βασική μου θέση: Διαφωνώ με τις επιλογές νοηματοδότησης των εννοιών και την οργάνωσή τους στην οποία προβαίνει ο DL. Στη συνέχεια του κειμένου, ωστόσο, περιορίζομαι σε μια «μερική» ανάγνωση της θεωρητικής δομής του DL, με στόχο να καταδειχθούν τα όρια και εν μέρει οι συνέπειες των θεωρητικών επιλογών του. Με άλλα λόγια, η ανάγνωση επικεντρώνεται στην παρουσίαση του σκελετού της θεωρητικής δομής και στην κατάδειξη βασικών αναγκαίων προσαρμογών που επιτελούνται στο βιβλίο ώστε να καταστεί υποστηρίξιμη η θέση ότι η ανάπτυξη της Κίνας είναι «ταξικός αγώνας» και διαδικασία «χειραφέτησης».
Στο πρώτο κεφάλαιο, το πιο εκτεταμένο του βιβλίου, τίθενται οι βασικές έννοιες. Ο DL δεν δίνει ρητούς ορισμούς, έστω και προκαταρκτικούς για έννοιες όπως «τάξη», «πάλη των τάξεων», «έθνος» – εισάγονται ως δεδομένες. Η επιλογή αυτή δεν σημαίνει ωστόσο ότι το κείμενο δεν τις επεξεργάζεται, νοηματοδοτεί και «ορίζει». Επίσης, η κατεύθυνση επεξεργασίας δηλώνεται από την πρώτη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου με τίτλο: «Απελευθέρωση της εργατικής τάξης» και «εθνική απελευθέρωση». Το κυρίως θέμα δεν είναι οι ταξικοί αγώνες αλλά η σχέση της «πάλης των τάξεων» με τους «εθνικούς αγώνες».
2.1. Πρώτα-πρώτα, η πάλη των τάξεων κυρίως είναι η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη με στόχο την «χειραφέτηση του ανθρώπου» (σ. 30). Σε όλο το κείμενο η «πάλη των τάξεων» παρουσιάζεται υπό τη μορφή ενός συγκροτημένου, συνειδητού και παρόντος, υποκειμένου (προλεταριάτο, καταπιεζόμενο έθνος) το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με ένα άλλο υποκείμενο, την αστική τάξη, και το οποίο «προλεταριάτο» αμφισβητεί την εξουσία της «αστικής τάξης» με στόχο την χειραφέτηση του ανθρώπου. Μερικές φορές παίρνει και τη μορφή του αντίστροφου αγώνα: της αστικής τάξης προς το προλεταριάτο, έτσι ώστε να διατηρηθεί αυτή η εξουσία ή να επεκταθεί/εμβαθυνθεί.
Αυτή η τυποποίηση της έννοιας της ταξικής πάλης δεν είναι καινούργια: πρόκειται για παράδοση υπαρκτή στο εσωτερικό του μαρξισμού και της Αριστεράς (κομμουνιστικής ή σοσιαλδημοκρατικής). Πρόκειται όμως για υποβιβασμό της έννοιας του «ταξικού αγώνα» και της σημασίας που έχει για την κατανόηση της ιστορίας των κοινωνικών σχηματισμών. Αυτή η τυποποίηση θέτει εκτός των ταξικών αγώνων τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης και εμποδίζει την κατανόηση του ταξικού συσχετισμού και των ιστορικών τάσεων οργάνωσης και μεταβολής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Πρόκειται για θέμα το οποίο δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε αυτό το κείμενο και περιοριζόμαστε στη διατύπωση ενός οδοδείκτη, στη συνθηματική χάραξη, που παραπέμπει σε μία άλλη οργάνωση της έννοιας. Αν ακολουθήσουμε τις επεξεργασίες του Μαρξ του Κεφαλαίου – και όχι μόνο – δηλαδή αν ο ταξικός αγώνας εδράζεται στην ανταγωνιστική κοινωνική σχέση παραγωγής του κεφαλαίου, αν το κεφάλαιο διεξάγει ταξικό αγώνα με ανώνυμο-απρόσωπο τρόπο και το ίδιο κάνει και η εργασία, αν πρέπει να εντάξουμε στον ταξικό αγώνα από τις μεθόδους εξαγωγής απόλυτης και σχετικής υπεραξίας έως τις μεθόδους και στρατηγικές οικονομίας σε σταθερό κεφάλαιο, να εντάξουμε τη θέση του συλλογικού κεφαλαιοκράτη απέναντι στα ατομικά κεφάλαια και τις αντιστάσεις της εργασίας, ως ανώνυμες και μη-συνειδητές κατ’ αναγκαιότητα, και αν αυτός ο αγώνας παίρνει πολλές μορφές – κοντολογίς αν το κεφάλαιο είναι σχέση η οποία εμπλέκει και διαπερνά τον κοινωνικό σχηματισμό ως προς τους ορίζοντες της συγκρότησής του και τις τάσεις της ιστορίας του, τότε ο «ταξικός αγώνας» αποκτά ένα άλλο πιο πλούσιο νόημα.
Σε αυτήν την περίπτωση όμως η κεντρική θέση του DL (ανάπτυξη της Κίνας = χειραφετητικός αγώνας) καθίσταται μη-υποστηρίξιμη στο εσωτερικό της μαρξικής θεωρίας. Επειδή αυτό θα σήμαινε, πρώτα-πρώτα, ότι θα έπρεπε να αναλυθεί η ίδια η Κίνα στη βάση των ταξικών (καπιταλιστικών) σχέσεων παραγωγής και του ταξικού αγώνα που αναπόδραστα διεξάγεται και την μορφοποιεί ως κοινωνικό σχηματισμό, για παράδειγμα μέσω των μεθόδων διασφάλισης του ποσοστού κέρδους σε επίπεδο ατομικού και συλλογικού κεφαλαιοκράτη, ασχέτως αν έχει τη μορφή πάλης συγκροτημένων ιστορικών υποκειμένων. Στη συνέχεια του κειμένου θα δούμε και άλλες συνέπειες που έχει η περιστολή και ο υποβιβασμός του νοήματος της έννοιας των «ταξικών αγώνων» που επιτελεί ο DL και η οποία καταλήγει να είναι μη δραστική ως ορίζουσα της μορφοποίησης και οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και να καταλήγει απλώς να ανοίγει το δρόμο προς τον οικονομισμό, που χαρακτηρίζει τη θεωρητική δομή του βιβλίου του DL.
2.2. Το δεύτερο στοιχείο που εισάγεται για τον προσδιορισμό της έννοιας των «ταξικών αγώνων» είναι μία πρώτη σχέση με τους αγώνες για «εθνική απελευθέρωση».
Ποιο είναι το κοινό στοιχείο που ενοποιεί τους ταξικούς και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες; Ο καταμερισμός εργασίας:
Εδώ διαπιστώνεται μια σχέση είδους και γένους: «θα λέγαμε πως οι “εθνικοί αγώνες” πρέπει να ενταχθούν στους “ταξικούς αγώνες” υπό την ευρεία έννοια.» (σ. 40, σ. 88). Ακριβέστερα, εφόσον η ταξική πάλη αφορά υποκείμενα τα οποία παλεύουν για τη χειραφέτηση αυτοί ενοποιούνται ως χειραφετητικοί αγώνες (σ. 43, και επόμενα). Εκτός από τους στενά ταξικούς και τους εθνικούς στο γένος των ταξικών αγώνων εντάσσεται και ο φεμινιστικός αγώνας, ο αγώνας για την ανατροπή της καταπίεσης των γυναικών από τους άντρες:
Αυτές οι σχέσεις αντιστοιχούν σε τρεις καταμερισμούς εργασίας. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για διαφορετικούς καταμερισμούς: Ο ένας αφορά την οργάνωση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης παραγωγής. Ο άλλος αφορά την οργάνωση του διεθνούς συστήματος ανταλλαγής μεταξύ κρατών και ο τρίτος αφορά τη σχέση των φύλων. Στο βαθμό που ο τρίτος αγώνας δεν αναπτύσσεται στο ίδιο το κείμενο όσο οι άλλοι δύο και η σχέση τους, δεν θα αναφερθούμε περισσότερο σε αυτόν. Ωστόσο, η υπαγωγή όλων αυτών των σχέσεων υπό την έννοια του καταμερισμού εργασίας δεν εξασφαλίζει την ενότητά τους στο βαθμό που μεταξύ τους παρεμβάλλονται το κράτος, η πατριαρχική οργάνωση της οικογένειας, και οι μορφές οργάνωσης αυτών των καταμερισμών.
2.3. Για να θεμελιωθεί η ενοποίησή τους υπό κοινό γένος επιστρατεύονται δύο ακόμη έννοιες. Πρώτη, η χειραφέτηση, η αμφισβήτηση της πολύμορφης «δουλείας» που συνιστούν αυτοί οι καταμερισμοί στο υπάρχον σύστημα και η οποία αποτελεί τον κοινό σκοπό των αγώνων αυτών:
Έχουμε λοιπόν ένα γένος (τη χειραφέτηση, την αμφισβήτηση της «δουλείας») στο οποίο ανάγονται ως διαφορετικά είδη/μορφές οι τρεις αγώνες.
Εφόσον δε μιλάμε για τη σχέση παραγωγής, για το κράτος ή για το φύλο και την οικογένεια, μπορούμε να μετατοπίσουμε αυτές τις συγκρούσεις ως εκδηλώσεις συνειδητών υποκειμένων που αμφισβητούν την μη-ανθρώπινη θέση στην οποία έχουν τεθεί στο εκάστοτε καταμερισμό εργασίας.
Σε αυτήν την κατεύθυνση επιστρατεύεται μία δεύτερη έννοια η οποία είναι η «πάλη για αναγνώριση».2
Το προηγούμενο απόσπασμα αποτελεί το θεωρητικό συμπέρασμα που καταλήγει η προσαρμογή των εννοιών μέσω της διαδικασίας αφαίρεσης των ειδικών χαρακτηριστικών, δηλαδή η θεωρητική διαδικασία εξομοίωσής τους. Η βασική εξίσωση που καταλήγουμε είναι:
Πάλη των τάξεων = αλλαγή του καταμερισμού εργασίας + αναγνώριση (= αίτημα χειραφέτησης).
«Οι κοινωνικές συγκρούσεις είναι ταυτόχρονα πάλη για αναγνώριση. Δηλαδή η γενική θεωρία των κοινωνικών συγκρούσεων είναι ταυτόχρονα μια γενική θεωρία της πάλης για αναγνώριση» (σ. 157)3
Σημειώνουμε μόνο, ότι οι ταξικοί αγώνες, στο βαθμό που όλη η ιστορία είναι ιστορία ταξικών αγώνων, σχηματίζουν και τον ορίζοντα δυνατοτήτων του «αναγνωρίσιμου». Η περιστολή του νοήματος, η οποία για τον DL είναι αναγκαία για να πετύχει τη γενίκευση που επιχειρεί, οδηγεί και στην υποβάθμιση της πάλης της «αστικής τάξης». Αυτή εμφανίζεται απλώς ως αντιδραστικός αγώνας στο ιστορικό περιεχόμενο που ενέχουν οι ταξικοί αγώνες.
Για να μπορέσουμε όμως να φτάσουμε στην έννοια της πάλης των τάξεων που καταλήγει ο DL χρειάζονται τρία ακόμη οργανωτικά στοιχεία, τα οποία εκτός από το να «οχυρώνουν» την έννοιά του της «πάλης των τάξεων» έχουν σημαντικό ρόλο και στη συνέχεια.
Το πρώτο στοιχείο, είναι ο υποβιβασμός της αναδιανομής, ως στόχου των ταξικών αγώνων. Γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζεται πολύ περιοριστικά, ως πάλη για τους μισθούς (σ. 126). Η μέθοδος μέσω της οποίας υποβιβάζεται η στρατηγική της αναδιανομής στηρίζεται όχι στην ανάλυση του θέματος αλλά στην επιστράτευση παραδειγμάτων και αποσπασμάτων που την τοποθετούν σε μία υποδεέστερη έως αρνητική θέση στην ιεραρχία των εννοιών:
Η απάντηση είναι προφανώς «όχι», αλλά έχει σημασία το πώς μορφοποιείται το «όχι». Στη συνέχεια του κειμένου θα διαπιστώσουμε ότι ο DL, για να υποστηρίξει τη βασική του θέση για το ρόλο της Κίνας, στο δίπολο παραγωγικές σχέσεις/ παραγωγικές δυνάμεις, υποβαθμίζει έως σημείου διαγραφής τον πρώτο όρο (τις παραγωγικές σχέσεις), οδηγούμενος σε (ή από) έναν ακραίο οικονομισμό. Επειδή οι σχέσεις παραγωγής είναι σχέσεις διανομής όχι μόνο εισοδημάτων αλλά πλούτου/ιδιοκτησίας και ισχύος και επομένως η αναδιανομή μπορεί να περιλαμβάνει πολύ γενικούς στόχους, όπως για παράδειγμα τι μπορεί να αποτελέσει τίτλο ιδιοκτησίας και τι όχι, μέχρι την έκταση και τη μορφή του δεσποτισμού στην εργασία, 4 ή τα εργατικά δικαιώματα, ή τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα, 5 καθίσταται μία έννοια η οποία διαπλέκεται με ειδικό τρόπο με σχεδόν όλα τα στοιχεία που ορίζουν την κεφαλαιοκρατική σχέση παραγωγής και επίσης με τα στοιχεία που καθοδηγούν το πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων. Όλα τα στοιχεία που αναφέρει ο DL ότι δεν αφορούν την αναδιανομή (λογοκρισία, αυταρχισμός στο εργοστάσιο, αντισοσιαλιστικοί νόμοι) κάλλιστα μπορούν να την αφορούν (μπορεί η λογοκρισία να έχει να κάνει με τις δυνατότητες οργάνωσης των εργατών, ο αυταρχισμός να αφορά την ισχύ διαπραγμάτευσης και εργασίας, ενώ η κατάργηση των αντισοσιαλιστικών νόμων να εντάσσεται στην ίδια πάλη).
Ειδικότερα, η απουσία τοποθέτησης στο επίπεδο του συλλογικού κεφαλαιοκράτη και του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων ευνοεί την υποβάθμιση της αναδιανομής ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την θέση του Losurdo ότι βασικό περιεχόμενο των αγώνων είναι η αναγνώριση.
Το δεύτερο οργανωτικό στοιχείο μετά την υποβάθμιση της αναδιανομής σε απλά οικονομικά αιτήματα (συγχέοντας την αναδιανομή με τον τρεηντγιουνισμό) αποτελεί η διαίρεση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας σε δύο στρατόπεδα:
Αυτή η διαίρεση θέτει ένα στόχο για τα κινήματα χειραφέτησης και συνδέεται με το ξεπέρασμα της κολομβιανής εποχής, της κυριαρχίας της Δύσης στον υπόλοιπο κόσμο.
Τρίτο στοιχείο είναι η πάλη που πρέπει να διεξάγεται θεωρητικά απέναντι στην δυαδική ανάγνωση των κοινωνικών συγκρούσεων, δηλαδή η αναγωγή του σύνθετου όλου των κοινωνικών αγώνων σε μία απλή σύγκρουση μεταξύ δύο πλευρών:
Η ταξική αντίθεση σε τελευταία ανάλυση αποτελεί μία σταθερά οργάνωσης των κοινωνικών συγκρούσεων, σύνθετα επικαθοριζόμενη από όλα τα στοιχεία ενός κοινωνικού σχηματισμού και των διεθνών σχέσεων τα οποία έχουν διαφορετική χρονικότητα, με άλλα λόγια δεν θα δεις ποτέ δύο καθαρές τάξεις να παλεύουν (Αλτουσέρ). Η προσέγγιση του DL, ωστόσο, αποτελεί σύμπτωμα μίας σύγχυσης εννοιών.
Πρώτα-πρώτα, αν υποθέσουμε ότι αποδέχεται κάποιος ότι η κύρια αντίθεση είναι «ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς». Αυτό δεν συνεπάγεται ότι αναγκαία πρέπει να αποδεχθεί ότι η κοινωνική βάση ενός κινήματος ενάντια στη φτώχεια θα συμπεριλαμβάνει μόνο φτωχούς. Μπορεί να περιλαμβάνει πλούσιους τους οποίους συγκινούν αιτήματα ισότητας. Δεύτερο, οι θεωρητικές συγκρούσεις γύρω από αυτό το ζήτημα, ιστορικά, θέτουν τη διάκριση κύριας και βασικής αντίθεσης σε μία ιστορική συγκυρία. Το ζήτημα είναι αν υπάρχει μία διαδικασία αναγωγής όλων των αντιθέσεων σε μία. Για παράδειγμα, μέσω του καθορισμού των πολιτικών αντιθέσεων από τις οικονομικές αντιθέσεις, έτσι ώστε οι αντιθέσεις που δηλώνονται ως διαφορετικές να είναι απλά μάσκες της μίας. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα που θεωρητικά έχει τεθεί.
Αλλά εδώ διαπιστώνεται μια θεωρητική ασυνέπεια του DL παρά τις ρητές προθέσεις του. Η αναγωγή όλων των αγώνων σε πάλη «για αναγνώριση» δεν συνιστά παράδειγμα δυαδικής αντίθεσης την οποία ο DL καθιστά πυρήνα της θεωρητικής του δομής; Η «μεγάλη απόκλιση» δεν είναι επίσης μία δυαδική αντίθεση η οποία κατά τον DL οργανώνει το ιστορικό διακύβευμα της εποχής μας;
Είναι προφανές, ότι μία σωστή ιδέα, ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις είναι πολλαπλά καθορισμένες και δεν έχουν όλες ενιαία εξηγητική/οργανωτική αρχή, παρουσιάζεται από τον DL με ένα τρόπο ο οποίος τελικά στοχεύει: (α) Να αποκλείσει την όποια αναγωγή των αντιθέσεων στη σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας, την οποία μετωνυμικά ορίζει ως αντίθεση «πλουσίων και φτωχών». (β) Να εξορκίσει την «αναδιανομή» και τελικά να υποβιβάσει τη σημασία των παραγωγικών σχέσεων ως δομικού στοιχείου της έννοιας των «ταξικών αγώνων».
Ο λανθάνων οικονομισμός της θεωρητικής δομής του DL καθίσταται έκδηλος και ακραίος στο κεφάλαιο 7 του βιβλίου. Σε αυτό επαναδιοργανώνονται με σημαντικό τρόπο οι έννοιες. Όταν ένα επαναστατικό κόμμα έχει πάρει την εξουσία τότε πάλη των τάξεων = άνοδος της παραγωγικότητας. Επειδή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αποτελεί προϋπόθεση για την μη υποταγή στον εξωτερικό εχθρό:
«Η πάλη των τάξεων, στις νέες της μορφές, απαιτεί να μπει τέλος στην κατάσταση μιζέριας και διάλυσης, έτσι ώστε να βελτιωθούν οι βιοτικές συνθήκες του λαού, να εδραιωθεί η κοινωνική συναίνεση προς τη σοβιετική εξουσία, προκειμένου αυτή να μη μείνει εκτεθειμένη στις οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις του ιμπεριαλισμού» (σ. 271).
Εδώ αρχίζει πλέον και γίνεται φανερός ο οργανικός ρόλος που έχει στο κείμενο ο αρχικός περιορισμός του νοήματος της πάλης των τάξεων, μέσω του υποβιβασμού της «αναδιανομής» και της κριτικής στη «δυαδική ανάγνωση». Επειδή αν το κεφάλαιο είναι σχέση, και το motto του είναι «συσσωρεύετε!», 6 τότε το να τεθεί ο στόχος της ανόδου της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης, της συσσώρευσης, ως αναγκαίου οργανωτικού στοιχείου του ταξικού αγώνα του προλεταριάτου για τη χειραφέτηση (!) θέτει στο περιθώριο την κοινωνική μορφή, τις σχέσεις παραγωγής.
Αρκεί γι’ αυτό, ως πρώτη θεωρητική κίνηση από πλευράς DL, η σύνδεση του «βασιλείου της ελευθερίας» με την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» (επιλέγουμε μόνο ένα απόσπασμα από τα πολλά που παραθέτει ο DL):
Δεύτερη θεωρητική κίνηση είναι η επιστράτευση του κεκτημένου της υποβάθμισης της έννοιας «αναδιανομή»:
Η «αναδιανομή» παραπέμπει στις «σχέσεις παραγωγής» και εφόσον το καθοριστικό είναι η «ανάπτυξη» των «παραγωγικών δυνάμεων» πρέπει αυτή να μπορεί να υποβιβαστεί σε δευτερεύον και αρνητικό στοιχείο («λαϊκιστές» όσοι την επικαλούνται, το αφήνουμε ασχολίαστο), με βάση την ιεράρχηση που θα κάνει το επαναστατικό υποκείμενο. Εδώ ο οικονομισμός, η αυταπάτη για την έλευση της ελευθερίας μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγεί τον συγγραφέα να υπερασπίζεται θέσεις οι οποίες είναι πίσω και από την τρέχουσα σοσιαλδημοκρατία, η οποία θα δυσκολευόταν να ισχυριστεί ότι μόνο «η ανάπτυξη θα απελευθερώσει» και όχι (και) η «κοινωνική δικαιοσύνη», όπως υλοποιείται με μέτρα αναδιανομής.7
Στο παραπάνω απόσπασμα παρατηρούμε και ένα χαρακτηριστικό τρόπο ρητορικής που διέπει το κείμενο του DL: Για να υποστηρίξει την ιδέα ότι το ουσιώδες είναι η ανάπτυξη δεν θεματοποιεί το ζήτημα παραγωγικές σχέσεις/ παραγωγικές δυνάμεις, καταγράφοντας, έστω και αδρά, την πλούσια ιστορική και σύγχρονη θεωρητική συζήτηση και σύγκρουση γι’ αυτό το θέμα. Βάζει τους «λαϊκιστές» (οι οποίοι έχουν αρνητική συμπαραδήλωση, εφόσον αντιτίθενται στους «μαρξιστές» – οι οποίοι, παρεκβατικά, με το χειρισμό που τους επιφυλάσσει ο DL μοιάζουν πολύ στους στόχους τους με την κυρίαρχη οικονομική πολιτική) να διακατέχονται από μία «ηθική»/«ψυχολογική» στάση, την καταδίκη του πλούτου, η οποία τους οδηγεί να επικεντρώνονται στο ζήτημα της αναδιανομής «προς τα κάτω». Επίσης, βάζει τον Μαρξ να θέτει ως «στόχο» την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Επομένως, η ρητορική αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μόνη λύση για τη «χειραφέτηση» είναι η ανάπτυξη του πλούτου. Καθώς θα μεγαλώνει η πίτα όλοι θα γίνουν «πλούσιοι», όπως άλλωστε διδάσκει και η κυρίαρχη οικονομική θεώρηση, οργανώνοντας την ηγεμονία της κυρίαρχης αστικής οικονομικής πολιτικής.
Η «αναγνώριση» ωστόσο δεν έχει τα ίδια θεωρητικά προβλήματα με την «αναδιανομή» ή τις «παραγωγικές σχέσεις». Επιτυγχάνεται λόγω του ότι το προλεταριάτο αναγνωρίζεται ως νέα πολιτική εξουσία μέσω του «κόμματος», διατηρώντας ένα πεδίο συνεχούς αγώνα «αναγνώρισης» ενάντια στο «εξωτερικό» (τον ιμπεριαλισμό) ώστε να κατοχυρωθεί η νέα εξουσία. Όλα αυτά φυσικά με παραπομπή στον Λένιν: «όποιος είναι αναγκασμένος να ζει ανάμεσα σε λύκους, πρέπει να μάθει να ουρλιάζει σαν αυτούς» (σ. 274) και σε άλλους ηγέτες του πάλαι ποτέ σοσιαλιστικού στρατοπέδου.
Πώς συμβιβάζεται όμως το αίτημα του ταξικού αγώνα με μία οργάνωση των εννοιών η οποία οδηγεί σε «νομοτελειακή» αποδοχή όλων των μορφών της καπιταλιστικής κυριαρχίας; Η πάλη ενάντια στον «εξωτερικό» εχθρό δεν αρκεί. Επειδή αν υπήρχε μόνο αυτή θα μπορούσε να υλοποιείται από οποιοδήποτε κράτος αμφισβητεί το «διεθνή καταμερισμό εργασίας» – δεν απαιτείται να έχει ειδικά κομμουνιστικό πρόταγμα για κάτι τέτοιο, όπως δεν το απαιτούσαν οι ΗΠΑ για να κερδίσουν την ηγεμονία από τη Μεγάλη Βρετανία τον 19ο αιώνα και κατ’ αυτό το τρόπο η «πάλη των τάξεων» ως χειραφετητικός αγώνας δεν θα είχε αντιπάλους πέρα από τη «σπανιότητα» των αγαθών.
Τα στοιχεία επίλυσης αυτού του προβλήματος έχουν ήδη τεθεί.
Προκύπτει λοιπόν ένα προφανές ερώτημα: Τι σώζει απέναντι σε αυτή τη μεταμόρφωση των σοσιαλιστικών συνθημάτων αν «γίνεσαι» σε πολλά ό, τι πολεμούσες; (Ανάπτυξη του έθνους ενάντια σε άλλα έθνη, όχι αναδιανομή κλπ.);
Πρώτον, το «μέλλον διαρκεί πολύ». Χρονική μετάθεση των στόχων, και μάλιστα με τα λόγια του Λένιν:
Δεύτερον, η κατοχή της πολιτικής εξουσίας από ένα κόμμα που εγγυάται την πορεία.
Οι παραγωγικές σχέσεις είναι δεδομένες. Απλά οι εργαζόμενοι λειτουργούν ως μηχανές παρακολούθησης της χρήσης των κερδών, ώστε να γίνονται επενδύσεις, συσσώρευση κεφαλαίου. Στόχος είναι ένας καλός και έντιμος καπιταλισμός όχι ο παρασιτικός καπιταλισμός, και αναγκαία στοιχεία είναι επίσης οι «κοινωνικές δράσεις», η παροχή έμμεσου μισθού και η οργάνωση της εργασιακής ειρήνης.
Τρίτο, διάκριση πολιτικής και οικονομικής «απαλλοτρίωσης».
Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε ειδικά το απόσπασμα αυτό. Εφόσον η οικονομική απαλλοτρίωση διαρκεί τουλάχιστον τόσο όσο η αλλαγή του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, πρέπει οι «λαϊκιστές» της αναδιανομής και των παραγωγικών σχέσεων να υποταχθούν στον αγώνα ανόδου της παραγωγικότητας.
Τέταρτο, η κοινωνική συναίνεση που αποκτάται στη βάση του εθνικού αγώνα:
Είναι προφανές ότι αυτά δεν μπορούν να απαντήσουν πειστικά στο ερώτημα τι έχει μείνει από τη σοσιαλιστική επαγγελία. Γι’ αυτό απαιτείται άλλος ένας θεωρητικός ισχυρισμός.
Στο κεφάλαιο 9 οργανώνεται η τελική οχύρωση της βασικής θέσης του Losurdo. Εντοπίζεται μία οντολογία του κοινωνικού Είναι την οποία παρέβλεψε ο «επαναστατικός ενθουσιασμός». Η οντολογία αυτή οργανώνεται γύρω από κάποια στοιχεία, τα οποία ως οντολογικά δεδομένα δεν αλλάζουν από τους ταξικούς αγώνες και θα πρέπει να αναγνωριστούν ως δεδομένα και να μάθουμε να ζούμε με αυτά.
Ειδικότερα, (α) το κράτος:
(β) Έθνος:
(γ) Αγορά
(δ) Προσωπικό συμφέρον
Αυτή η αναγνώριση αποτελεί και βάση για την αναγνώριση της θετικής σημασίας του πλούτου και της ανάγκης της αγοράς.
Τελικά, εφόσον στόχος είναι η ανάπτυξη πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι:
Συμπερασματικά,
Τελικά, ο DL λαμβάνει μία προφύλαξη απέναντι στην αποδοχή των βασικών οριζουσών του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού (τις οποίες παρουσίασε ως στοιχεία της οντολογίας «του Κοινωνικού Είναι»:
Βέβαια, ως στοιχεία της «οντολογίας του κοινωνικού Είναι», όλα αυτά δεν μπορεί να τα αλλάξουν οι ταξικοί αγώνες, αλλά πρέπει να τα αποδεχθούν ως κάτι «φυσικό». Επομένως τι μένει;
Ο υγιής καπιταλισμός που κάνει επενδύσεις για την ανάπτυξη και δεν σπαταλά τα κεφάλαια + κοινωνικό κράτος + εκτεταμένος δημόσιος τομέας + κράτος δικαίου + άνοδος στο διεθνή καταμερισμό εργασίας + εθνική περηφάνια.
Γιατί απαιτείται να εισαχθούν όλα αυτά ως οντολογικά στοιχεία; Ως «οντολογικά στοιχεία» διασφαλίζουν το ότι οι απαιτήσεις αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων ως στόχος των αγώνων χειραφέτησης είναι «λαϊκισμός», και οι απαιτήσεις για μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνικής ζωής αν δεν είναι λαϊκισμός είναι ρομαντισμός. Με άλλα λόγια καθιστώντας τα δομικά στοιχεία της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων «οντολογικά στοιχεία», ο συγγραφέας νομιμοποιεί θεωρητικά την τρέχουσα πραγματικότητα του κινέζικου κοινωνικού σχηματισμού και διοχετεύει/περιστέλλει τους «χειραφετητικούς» αγώνες στον κεντρικό αγώνα ξεπεράσματος της «κολομβιανής εποχής», δηλαδή στους «εθνικούς αγώνες».
Παρουσιάσαμε τη θεωρητική οργάνωση του βιβλίου στις βασικές της γραμμές. Υπάρχουν πολλά άλλα στοιχεία τα οποία θα απαιτούσαν μία ξεχωριστή παρουσίαση, όπως για παράδειγμα ο τρόπος που διαβάζει ο DL τη μαρξική θεωρία. Συγχρόνως η ανάγνωσή μας επιχείρησε να δείξει τον τρόπο με τον οποίο η νοηματοδότηση των εννοιών υπηρετεί την υποστήριξη της βασικής θέσης του βιβλίου. Ωστόσο, σε κάθε σημείο της θεωρητικής διαδρομής που διατρέχει το βιβλίο του DL, υπάρχουν σημεία διακλάδωσης και θεωρητικές επιλογές οι οποίες δεν οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα.
Στην προσέγγισή του για την «πάλη των τάξεων» επιλέγει να επικεντρωθεί στο εμφανές στοιχείο των συγκροτημένων υποκειμένων αντί στην κατανόησή της ως μορφοποιητικής/οργανωτικής αρχής της ιστορίας των κοινωνικών σχηματισμών. Κατανοεί τη νοηματική της διάπλαση με βάση τη σύγκρουση «αστοί-προλετάριοι» αντί για «κεφάλαιο-εργασία» ή ένα «συνδυασμό» τους. Επιλέγει την υποβάθμιση έως εξαφάνιση των παραγωγικών σχέσεων. Θα μπορούσε για παράδειγμα να μείνει στην υπαρκτή παράδοση μίας «διαλεκτικής αντίθεσης» που και οι δύο όροι είναι σημαντικοί ή να επιλέξει κάποια άλλη οργάνωση. Αυτή αποτελεί και τη σημαντικότερη παρέμβαση που κάνει, εφόσον αφαιρεί το κριτικό στοιχείο από τη μαρξική θεωρία και καθιστά την οργάνωση των εννοιών του συμβατή με μη-κριτικές θεωρήσεις. Συνακόλουθα, ίσως αναγκαία, δεύτερος σημαντικός κόμβος επιλογής είναι η υποβάθμιση της συζήτησης για το κράτος. Η μετατόπιση της θεωρητικής ανάλυσης που προτείνει είναι το στοιχείο που του επιτρέπει να παρακάμψει το ζήτημα του κράτους, μέσω μιας συζήτησης περί των απειλών που αντιμετωπίζει η σύγχρονη Κίνα.
Απέναντι σε υπαρκτές αμφισημίες που υπάρχουν στο έργο του Μαρξ η θεωρητική οργάνωση που προτείνει το βιβλίο κόβει το γόρδιο δεσμό και επιχειρεί να χαράξει μία μη-αμφίσημη(;) τροχιά. Μία τροχιά όμως η οποία καταλήγει να προτείνει ως σχέδιο χειραφέτησης την πάλη των κρατών-εθνών στον διεθνή στίβο, με στόχο να ανατραπεί η δυτική κυριαρχία και να αυξηθεί ο συνολικός πλούτος του κινεζικού κοινωνικού σχηματισμού. Από πολλές πλευρές πρόκειται για την υπεράσπιση μίας ιδεολογίας συμβατής με την τρέχουσα πραγματικότητα στην Κίνα, ιδεολογίας η οποία προσπαθεί να αρνηθεί/εξορκίσει από την πρώτη σελίδα το αναπόδραστο: Η ιστορία είναι ιστορία ταξικών αγώνων οι οποίοι διεξάγονται αφανώς ή εμφανώς και επομένως αν θέλουμε να καταλάβουμε την ιστορία της Κίνας (και κάθε κοινωνικού σχηματισμού) πρέπει να ξεκινήσουμε από τις κοινωνικές αντιθέσεις (δηλαδή τελικά τις σχέσεις εκμετάλλευσης και ταξικής εξουσίας) και όχι από την αφήγηση μιας ηρωικής επέλασης στο Κολομβιανό στρατόπεδο, που καθοδηγεί, υποτίθεται, ένας κοινωνικός σχηματισμός που στέκεται υπεράνω τέτοιου τύπου σχέσεων και αντιθέσεων.
Από μία άλλη σκοπιά, αυτή η προτεινόμενη θεωρητική προσέγγιση από τον DL είναι η κατάδειξη μιας θεωρητικής ήττας. Αυτό ακριβώς καθιστά του έργο του σημαντικό, επειδή υπερασπίζεται μέχρι τις ακραίες συνέπειές της μία θεωρητική γραμμή, ένα θεωρητικό σχηματισμό, μία ανάγνωση του Μαρξ και της θεωρητικής κριτικής του υπάρχοντος, που έχει τις ρίζες της στον προηγούμενο αιώνα και συγκροτήθηκε αναμετρώμενη με δύσκολα ερωτήματα τα οποία αναδύονταν «φυσικώ τω τρόπω», στις ιστορικές κοινωνικές συγκρούσεις. Αναδεικνύει, τη θεωρητική γραμμή που οδηγεί αντί στην κριτική αμφισβήτηση, στην προσαρμογή στο υπάρχον. Αυτά δεν αφορούν μία παρελθούσα ιστορία. Αφορούν την τρέχουσακαι τα μελλούμενα: Την αναγκαιότητα μίας επανοργάνωσης της κριτικής του υπάρχοντος.
1 Θέση την οποία υπερασπίζεται ο Arrighi επίσης και στον οποίο παραπέμπει ο DL σ. 290, 325, 376, 451.
2 Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου.
3 Είναι προφανής η συσχέτιση με τη διαλεκτική Κυρίου και Δούλου στη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ, όπου άλλωστε ο συγγραφέας παραπέμπει: «Αμέσως το μυαλό μας πηγαίνει στη Φαινομενολογία του πνεύματος, που συνοψίζει ως εξής το αποτέλεσμα της διαλεκτικής ανάμεσα στο δούλο και τον αφέντη: “αυτοί αλληλοαναγνωρίζονται σαν αμοιβαία αναγνωρίσιμοι”» (σ. 153).
4 «Πέρα από τους χαμηλούς μισθούς ή τους μισθούς πείνας, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο καταγγέλλει τον “αυταρχισμό” των αφεντικών (MEW, 4: 469)». (σ. 126).
5 «[...] ας σκεφτούμε τις κινητοποιήσεις, σε συνθήκες παρανομίας, για την κατάργηση των αντισοσιαλιστικών νόμων του Μπίσμαρκ, που είχε καταγγελθεί, αν και ήταν αυτός που καθιέρωσε το κοινωνικό κράτος» (σ. 127), ή «δύσκολα θα καταλάβουμε τον επίμονο αγώνα του για την κατάργηση της λογοκρισίας, αν περιοριστούμε αποκλειστικά στο παράδειγμα της αναδιανομής» (σ. 126).
6 «Συσσωρεύετε, συσσωρεύετε! Αυτά λένε οι νόμοι και οι προφήτες! [...] Συσσώρευση για τη συσσώρευση, παραγωγή για την παραγωγή, μ’ αυτόν τον τύπο διακήρυξε η κλασική πολιτική οικονομία την ιστορική αποστολή της αστικής περιόδου» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978: 616).
7 Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα του DL: «[...] να προωθηθεί η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και του κοινωνικού πλούτου, που θα εξαφάνιζε μια για πάντα τη μιζέρια και την ανέχεια και θα ανέβαζε δραστικά το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών» (σ. 296).