Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

ΤΟΥ ΜΑΡΞ

ΚΑΙ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ1


του Ετιέν Μπαλιμπάρ

μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος


Επιστρέφουμε σήμερα (για ακόμα μια φορά) στο θεμελιώδες κείμενο του Μαρξ, το Κεφάλαιο (ο πρώτος τόμος του οποίου δημοσιεύτηκε ξεχωριστά, το 1867), μετά από 150 χρόνια χρήσεων και καταχρήσεων, κατανοήσεων και παρερμηνειών… Θα πρέπει να το βλέπουμε σαν το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Καθώς λοιπόν έτυχε να έχω λάβει μέρος σ’ ένα συλλογικό έργο που ονομαζόταν «Ανάγνωση του Κεφαλαίου», που πραγματοποιήθηκε πριν από 50 χρόνια υπό την καθοδήγηση του Λουί Αλτουσέρ, θα αναρωτηθώ: τι είδους ανάγνωση χρειαζόμαστε σήμερα, προκειμένου από τη μια μεριά να έχει νόημα ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι εγκαινίασε μια «κριτική της πολιτικής οικονομίας» (κάτι που είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ, αν θέλουμε πράγματι να αντιμετωπίσουμε τις πρόσφατες εξελίξεις του καπιταλισμού), και από την άλλη να μείνουμε πιστοί στο σχέδιο του Μαρξ να συναρθρώσει αυτή την κριτική με μια πολιτική πρακτική (ή ένα σύνολο πρακτικών) που θα μπορούσαν να υπερβούν τον καπιταλισμό ως κοινωνικό σύστημα; Η απάντησή μου είναι η εξής: Περισσότερο από ποτέ, η ανάγνωση αυτή πρέπει να είναι μια μετασχηματιστική ανάγνωση. Θα πρέπει να βασίζεται στην οφειλόμενη φιλολογική και εννοιολογική κατανόηση των επιχειρημάτων του Μαρξ, πράγμα που σημαίνει ότι θα είναι ένας μετασχηματισμός του πραγματικού, αυθεντικού Μαρξ, όχι ενός νοθευμένου, ακρωτηριασμένου ή φανταστικού Μαρξ – εξ ου και η σημασία όλης της ερμηνευτικής και εκδοτικής εργασίας την οποία μας παρουσίασε ο Michael Heinrich σήμερα το πρωί. Ωστόσο, τελικά θα πρέπει να είναι μια επαναδιατύπωση του Das Kapital (ή η συγγραφή ενός ισοδυνάμου του για την εποχή μας). Σ’ αυτό το συλλογικό καθήκον επιθυμώ να συμβάλω, το οποίο διακρίνεται σαφώς από μια αναίρεση, ακόμα και αν θα χρειαστεί να απορριφθούν κάποιες κρίσιμες προτάσεις του Μαρξ, ή ακόμα και να αντιστραφούν. Πρόκειται μάλλον για μια νέα θεμελίωση, ή μια αλλαγή στην «αξιωματική» του έργου, η οποία θα επηρεάσει ποικιλοτρόπως τις συνέπειες των βασικών παραδοχών του.


1. Η επιστημολογία


Αρχίζω με μια εξέταση της εγγενούς – μη συμπτωματολογικής – έννοιας υπό την οποία το Κεφάλαιο είναι ένα ανολοκλήρωτο έργο. Είναι ανολοκλήρωτο όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Μαρξ δεν «αποτελείωσε» αυτό που σκόπευε να δημοσιεύσει, αλλάζοντας συνεχώς το γενικό σχέδιο ή τη διάταξη της παρουσίασης, αλλά γιατί το ίδιο το Κεφάλαιο οδηγεί σε διάφορα αναπάντητα ερωτήματα τα οποία ο ίδιος ο Μαρξ αναγκάστηκε να απενεργοποιήσει, ή να μεταθέσει, ή να απωθήσει. Χρησιμοποιώ λοιπόν την αρνητική λέξη ως ενεργητικό ρήμα: «Ο Μαρξ ανολοκλήρωσε το Κεφάλαιο», κατά ένα τρόπο που εξακολουθεί να κυριαρχεί πάνω στο πώς το χρησιμοποιούμε και το κατανοούμε. Θα πρέπει να ανοίξουμε το μαύρο κουτί και να ανασύρουμε τις συνέπειες που έχουν τα ελλείποντα συμπεράσματα πάνω στις ίδιες τις βασικές παραδοχές. Επιλέγω εδώ τρεις τύπους αναπάντητων ερωτημάτων:

Ο πρώτος τύπος αναπάντητου ερωτήματος σχετίζεται με την αμφισημία της «ιστορικής τάσης» η οποία, σύμφωνα με την παρουσίαση του Μαρξ, προκύπτει από τους «νόμους της κεφαλαιακής συσσώρευσης», όπως αυτοί ορίζονται στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου (και επαναλαμβάνονται στον λεγόμενο «3ο τόμο»). Στο προτελευταίο κεφάλαιο του 1ου Τόμου (μια παράδοξη διάταξη την οποία σχολίασα σε άλλη ευκαιρία) βρίσκουμε την διακηρυκτική διατύπωση σχετικά με την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Λαμβάνοντας υπόψη μας διάφορες στιγμές του κειμένου (περιλαμβανομένου του «αδημοσίευτου κεφαλαίου VI»), μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι λογικά είναι πιθανές τουλάχιστον τρεις τάσεις ή καταλήξεις:

Α) Αυτή που συνδέθηκε στο μεγαλύτερο βαθμό με την πιο πάνω διατύπωση συνεπάγεται την ιδέα ότι υπάρχει μια υποχρεωτική τάση προς την κατάργηση του καπιταλισμού, η οποία είναι συνέπεια των ίδιων των «εγγενών» του νόμων. Εξ ου και η επίμονη προσφυγή στο διαλεκτικό μοντέλο της «άρνησης της άρνησης». Πρόκειται πράγματι για την τυπική «επαναστατική» ερμηνεία, που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Μαρξ σε μια υποσημείωση επαναλαμβάνει ρητά την «αποκαλυπτική» πρόβλεψη της κομμουνιστικής επανάστασης που είχε προτείνει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, κάπου 20 χρόνια νωρίτερα, όταν πίστευε ότι η κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής βρισκόταν επί θύραις. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι αν στραφούμε στις αναπτύξεις που προτείνονται στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 27 της αναμόρφωσής του από τον Ένγκελς, το οποίο βεβαίως προηγείται του 1ου τόμου από την άποψη της γραφής του Μαρξ, συναντάμε την ίδια ακριβώς ορολογία και το ίδιο διαλεκτικό παιγνίδι πάνω στην ιδέα μιας «απαλλοτρίωσης» που αρνείται τον εαυτό της. Ωστόσο, αυτή η ορολογία και το διαλεκτικό παιγνίδι σχετίζονται τώρα με μια περιγραφή εκείνων των δημιουργημένων από τον καπιταλισμό κοινωνικών μορφών, που μπορούν να ιδωθούν ως πρόδρομοι ή εργαλεία υπέρβασής του «στο εσωτερικό του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής»: συγκεκριμένα η χρηματοδοτική πίστη και η συγκεντροποιητική λειτουργία των τραπεζών, και, σε μια άλλη (αν όχι αντιδιαμετρική) κατεύθυνση, τα εργοστάσια εργατικών συνεταιρισμών. Η περιγραφή αυτή, αν όχι ακριβώς «ρεφορμιστική», υποδεικνύει μάλλον μια ουσιώδη συνέχεια και όχι μια αντιστροφή ή βίαιη τομή. Πρόκειται ήδη για μια αμφισημία. Όμως υπάρχει και συνέχεια.

Β) Ακολουθώντας μια πολύ διαφορετική λογική ανάλυσης και συλλογιστική, το καθοριστικής σημασίας κεφάλαιο 9 του 1ου τόμου σχετικά με την «εργάσιμη ημέρα», περιγράφει μια μακρά σειρά ταξικών αγώνων (με την παρεμβολή του κράτους) που παρουσιάζονται από τον Μαρξ ως στιγμές ενός «παρατεταμένου εμφυλίου πολέμου».2 Ο εμφύλιος ή κοινωνικός αυτός πόλεμος παράγει σαφώς μετασχηματισμούς της μορφής της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και των μορφών των ίδιων των σχέσεων παραγωγής (όχι μόνο των καταναγκασμών ή των περιορισμών), ιδίως στο βαθμό που επιταχύνει την τάση υποκατάστασης της απλής επιμήκυνσης της εργάσιμης ημέρας από την εντατικοποίηση της εργασίας και την αύξηση της παραγωγικότητας, εισάγοντας μ’ αυτό τον τρόπο, αυτό που θα αποκληθεί «πραγματική υπαγωγή» και «σχετική υπεραξία». Ωστόσο, αν επιμείνουμε στο γράμμα της επιχειρηματολογίας, αυτό που οριοθετείται είναι μια προοπτική ατέρμονης κοινωνικής σύγκρουσης στο πλαίσιο της καπιταλιστικής σχέσης παραγωγής, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προβλέψιμο τέλος. Όπως δηλώνει ο Μαρξ, σε μια διάσημη διατύπωση, «μεταξύ ίσων δικαιωμάτων», αυτό που έχει τον τελευταίο λόγο είναι η ισχύς/βία [Gewalt], ωστόσο ο τελευταίος αυτός λόγος είναι πάντοτε αντιστρέψιμος.

Γ) Τέλος, έχουμε το πιο ενοχλητικό ενδεχόμενο, που σκιαγραφείται σε ορισμένα αποσπάσματα του «αδημοσίευτου κεφαλαίου»: μια μηδενιστική, τρόπον τινά, τάση σύμφωνα με την οποία όταν η «πραγματική υπαγωγή» της εργασιακής δύναμης υπό την καπιταλιστική μορφή επεκταθεί από τη σφαίρα της παραγωγής στη σφαίρα της ίδιας της αναπαραγωγής, ο καπιταλισμός κατά μια έννοια αποκτά τη δυνατότητα να ελέγχει ολοκληρωτικά τη ζωή των μεμονωμένων εργατών, από τη ζωή μέχρι το θάνατο, γεγονός που καθιστά προβληματική την ίδια τη δυνατότητα αντίστασης ή σύγκρουσης. Ίσως αυτός είναι ένας (και όχι ο μοναδικός) λόγος για τον οποίο ο Μαρξ τελικά αποφάσισε να μην συμπεριλάβει αυτές τις αναλύσεις στο δημοσιευμένο βιβλίο του…

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, τα ενδεχόμενα αυτά, παρ’ όλον ότι η πραγματοποίησή τους υπόκειται σε ιστορικές συνθήκες, ιδίως όσον αφορά τη στάθμιση των συνεπειών των «αντίρροπων τάσεων», παραμένουν στο πλαίσιο αυτού που θα αποκαλούσα «εξελικτική» κατανόηση της ιστορίας, με μια γραμμική χρονικότητα. Είναι μια επιστημολογική προϋπόθεση στην οποία ο Μαρξ θα αρχίσει να ασκεί μερική κριτική μόνο πολύ αργότερα, στην αλληλογραφία του με τη Ρωσίδα «λαϊκίστρια» Βέρα Ζάσουλιτς (αν και χωρίς να ξεκινήσει μια αυθεντική διόρθωση). Η ευκαιρία μιας αυθεντικής ιστορικοποίησης της έννοιας του κεφαλαίου «χάθηκε» και πάλι στις περισσότερες μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού, από τον Χίλφερεντινγκ μέχρι τον Μπουχάριν και τον Λένιν, και το εγχείρημα αυτό το ανέλαβε μόνο η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο έργο της Η συσσώρευση του κεφαλαίου, το 1913, όπου η γενική ιδέα ότι το κεφάλαιο μπορεί να «αναπαράγεται» μέσω της παρακαμπτηρίου μιας συνεχούς επέκτασης σε «εξωτερικούς» τρόπους παραγωγής – μέσω της αποικιοποίησης –συνδυάζεται με μια «ρομαντική» εξήγηση των κρίσεων με την υπερπαραγωγή και την υποκατανάλωση (ή την «ανισορροπία» μεταξύ των τομέων Ι και ΙΙ), το οποίο είναι πιο αμφισβητήσιμο. Από αυτή ακριβώς την καινοτομία, ορισμένοι «ανορθόδοξοι» μαρξιστές μπόρεσαν να προχωρήσουν στην κατεύθυνση των «θεωριών της εξάρτησης» και της «ανάλυσης του παγκόσμιου συστήματος» (στην οποία θα επανέλθω στο τρίτο μέρος αυτής της παρουσίασης).

Αυτή η ποικιλία καταλήξεων πρέπει να παραβληθεί με τις διακλαδώσεις ή τα σημεία αίρεσης [points of heresy] που είναι δυνατόν να ανιχνεύσουμε στην πορεία της μαρξικής επιχειρηματολογίας. Κατά την αντίληψή μου, αυτές οι διακλαδώσεις και τα σημεία αίρεσης πολύ συχνά μοιάζουν με αυτό που πολύ εύστοχα ο Ντέιβιντ Χάρβει περιέγραψε ως «σημεία έντασης» της μαρξικής θεωρίας, επιμένοντας ιδιαίτερα στο (αναφερόμενο στον 2ο τόμο) ζήτημα της σχετικοποίησης της πίστης, τόσο σε συνάρτηση με τη χρηματική μορφή της κυκλοφορίας (ή, με την ορολογία της Σουζάν ντε Μπρουνόφ, την αναπαραγωγή του γενικού ισοδυνάμου), όσο και ως αναγκαία συνθήκη της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της οικονομικής πολιτικής.3 Διαβάζοντας και πάλι όλες τις διαδοχικές εκδοχές (δημοσιευμένες και μη) της θεωρίας του Μαρξ για την κυκλοφορία του χρήματος και των εμπορευμάτων, αρχίζοντας από τα Grundrisse, συνεχίζοντας με τη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του 1859 και φτάνοντας στις διαδοχικές αναθεωρήσεις του 1ου τόμου του Κεφαλαίου, κάνουμε την εκπληκτική παρατήρηση πως ο Μαρξ σταδιακά κατέστειλε (δηλαδή μετέθεσε) οτιδήποτε αφορούσε την «πίστη» (αφήνοντας μόνο την τυπική δυνατότητα κρίσεων υπό τη μορφή «καθυστερημένης πληρωμής» ή εξόφλησης ενός χρέους), αποκόβοντας ή ακρωτηριάζοντας την καπιταλιστική στιγμή από τη συνολική του εικόνα του χρηματικού κύκλου. Γιατί το έκανε αυτό, και ποιες συνέπειες είχε η απόφασή του αυτή στη μαρξιστική κατανόηση της αγοράς και της ίδιας της «αξιακής μορφής», η οποία συνεχίζει σήμερα να διαιρεί τους αναγνώστες και τους οπαδούς του; Είναι ένα σημαντικό σημείο έντασης. Το ίδιο καθοριστικής σημασίας παράδειγμα μας οδηγεί να αναγνωρίσουμε τις «αξιωματικές επιλογές» που έκανε ο Μαρξ προκειμένου να καταστήσει εφικτή τη διαλεκτική του θεωρητική ανάπτυξη, οι οποίες εκφράζουν επίσης ιδεολογικές ή ακόμα και μεταφυσικές παραδοχές. Αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό πιστεύω στη χρήση της ιδέας του «πλασματικού κεφαλαίου» (στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου), η οποία ωθεί συνεχώς τον Μαρξ στην κατεύθυνση της προτεραιότητας μιας «πραγματικής» συσσώρευσης και μιας καταγγελίας της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας ως ενός «τεχνητού» φαινομένου, ακόμα και όταν πράγματι αποδεικνύει ότι η αυτονόμηση της πίστης και του τόκου συνιστούν εγγενείς διαστάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τι θα ήταν ένας «μη κερδοσκοπικός καπιταλισμός;»4

Ένα άλλο θεμελιώδες παράδειγμα σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ αναλύει την «αναπαραγωγή» της εργασιακής δύναμης, συζητώντας την ισοδυναμία (την οποία βεβαιώνει η κλασική πολιτική οικονομία) της αξίας της εργασιακής δύναμης (ή του «πραγματικού μισθού») και της αξίας των μέσων διαβίωσης. Όπως γνωρίζουμε, η ισοδυναμία αυτή αποτελεί ένα καθοριστικής σημασίας στοιχείο στο μαρξικό μοντέλο της παραγωγής «σχετικής υπεραξίας». Ωστόσο, από τη σημερινή οπτική γωνία (που ενεργοποίησε η φεμινιστική κριτική), δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι ο Μαρξ σιωπά εντελώς σε σχέση με την ίδια τη διαδικασία της κατανάλωσης, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει καμιά «αναπαραγωγή». Και συγκεκριμένα, δείχνει μια τύφλωση απέναντι στο γεγονός ότι στην ίδια τη σφαίρα της κατανάλωσης έχουμε μια δαπάνη κοινωνικής εργασίας χωρίς την οποία δεν υπάρχει καμιά κατανάλωση, ιδίως υπό τη μορφή (απλήρωτης) οικιακής εργασίας, την οποία εκτελούν γυναίκες: η εργασία αυτή περιλαμβάνει το μετασχηματισμό των αντικειμένων κατανάλωσης (μαγείρεμα, ράψιμο, κλπ.), την ηθική, υλική και σεξουαλική «φροντίδα» των ανδρών από τις γυναίκες, και την ίδια την «εργασία» της ανατροφής των παιδιών (όλες αυτές τις δραστηριότητες των οποίων σήμερα ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος εμπορευματοποιείται ως «ανθρώπινο κεφάλαιο», οι οποίες ωστόσο παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αόρατες για την οικονομική θεωρία, και μάλιστα ήταν αόρατες και για τον Μαρξ).5

Τέλος, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τα αυθεντικά επιστημολογικά εμπόδια τα οποία εμπόδισαν τον Μαρξ να αναγνωρίσει τις ρίζες της δικής του αμηχανίας σε σχέση με τα συμπεράσματα ή τις βασικές παραδοχές της επιχειρηματολογίας του. Κάποια απ’ αυτά φαίνεται να είναι «εξωτερικά», όπως η a priori περιγραφή των οικονομικών θεωριών μετά την «αποσύνθεση» της ρικαρντιανής σχολής ως «χυδαίας οικονομικής θεωρίας» – η οποία απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τους μαρξιστές (αν και όχι στο σύνολό τους) από το να ακολουθήσουν την «κριτική» εργασία της αναμέτρησης με τις σύγχρονες οικονομικές θεωρίες και τον οικονομικό λόγο. Κάποια άλλα φαίνεται να είναι «εσωτερικά», όπως η σύγχυση υπό το ίδιο όνομα της «αφηρημένης εργασίας», δυο διαφορετικών θεωρητικών λειτουργιών: της λειτουργίας που καθιστά τις αξίες μετρήσιμες ή (διαφορετικά) ορίζει μια κοινή μονάδα μέτρησης των εμπορευμάτων (που μερικές φορές αναφέρεται ως «νόμος της αξίας»), και της λειτουργίας της αξιοποίησης (της διατήρησης των υπαρχουσών αξιών και της προσθήκης μιας επαύξησης ή μιας υπεραξίας που προκύπτει από την υπερεργασία).

Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ότι τα εξωτερικά και τα εσωτερικά εμπόδια αποτελούν απλώς δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, που σχετίζεται με την ιδέα των «πρωτείων της παραγωγής επί της κυκλοφορίας», ή με το ότι οι μορφές της κυκλοφορίας αποτελούν απλώς «επιφαινόμενα» μιας βαθύτερης «ουσίας» που θα μπορούσαμε να αφαιρέσουμε απ’ αυτά. Η ιδέα αυτή αρθρώνεται με τη μεγάλη αντίθεση μεταξύ μιας «πολιτικής οικονομίας της εργασίας» και μιας «πολιτικής οικονομίας του κεφαλαίου». Ο Μαρξ ασφαλώς δεν επινόησε την ιδέα μιας «πολιτικής οικονομίας της εργασίας» (η οποία προέβαλε στο πλαίσιο του «ρικαρντιανού σοσιαλισμού»), αλλά είχε την τάση να εγγραφεί σ’ αυτή τη διχοτομία, ακόμα και αν επεδίωκε να της προσδώσει ένα βελτιωμένο ορισμό. Οι καπιταλιστές υποτίθεται ότι τείνουν «εκ φύσεως» (δηλαδή ως συνέπεια του φετιχισμού της εξωτερικής εμφάνισης) να τοποθετούνται στην οπτική γωνία που υπάγει την παραγωγή στην κυκλοφορία, ενώ οι εργάτες, ως ζωντανή εργασιακή δύναμη, τείνουν να υιοθετούν την αντίθετη οπτική γωνία: εξηγούν την κυκλοφορία από την άποψη του δευτερεύοντος ρόλου της σε σχέση με την παραγωγή – μια οπτική γωνία με την οποία ο Μαρξ θέλησε να ταυτιστεί.

Με τον παραπάνω προβληματισμό, διατυπώνουμε την υπόθεση ότι όλα τα αναπάντητα ερωτήματα του Μαρξ στο Κεφάλαιο συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την αντίληψη που είχε για το «σοσιαλισμό» και / ή τον «κομμουνισμό» ως αντιστροφές των καπιταλιστικών «μορφών» και «νόμων», η οποία φαίνεται να αποτελεί το ουσιώδες πρόβλημα πίσω από τις εντάσεις, τις διακλαδώσεις, τα σημεία έντασης, τα εμπόδια κλπ. Ουσιαστικά, η αντιστροφή αυτή θα πρέπει να θεωρείται ως μια δευτερεύουσα αντιστροφή, η οποία «διατηρεί» τις αρχικές αντιστροφές που είχαν πραγματοποιηθεί (υποθετικά) όταν ο καπιταλισμός μετασχημάτισε τις «προσωπικές σχέσεις» σε σχέσεις «αφηρημένες» και «απρόσωπες». Εξ ου και η επιμονή της κατηγορίας της άρνησης της άρνησης. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αν διερωτήσουμε αυτή την «κατοπτρική» αναπαράσταση, η πολιτική χρήση του Κεφαλαίου θα καταστεί προβληματική (και θεωρώ ότι αυτό ακριβώς είναι που χρειαζόμαστε σήμερα…).


2. Θεωρία


Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της παρουσίασής μου (τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, γιατί παρουσιάζει και τη μεγαλύτερη δυσκολία να εξηγηθεί με ένα «συμπυκνωμένο» τρόπο). Θέλω να το παρουσιάσω ως μια απόπειρα γενίκευσης της μαρξικής έννοιας της υπεραξίας (Mehrwert), η οποία θεωρώ ότι είναι η κεντρική έννοια της «κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας». Ας εξηγήσω εδώ τις προθέσεις μου. Η απλή και καθαρή απόρριψη της έννοιας της υπεραξίας (η οποία μπορεί επίσης να γίνει με τη μορφή των «μεταφράσεων» της έννοιας της υπεραξίας με όρους «πλεονάσματος», «κέρδους», κλπ.) σημαίνει ότι αναθεωρούμε το μαρξισμό ως θεωρία της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης. Ωστόσο, η έννοια αυτή, όπως συγκροτήθηκε από τον Μαρξ είναι αστήρικτη, και σε κάθε περίπτωση είναι φορτωμένη με δυσκολίες. Γιατί;

Κατ’ αρχήν, υπάρχουν κάποιες εξαιρετικές λογικές δυσκολίες, όπως είναι η κυκλικότητα της «απόλυτης» και της «σχετικής» υπεραξίας: Παραδόξως, ο Μαρξ φαίνεται να «συγχωνεύει» υπό το ίδιο όνομα της σχετικής υπεραξίας, δύο πολύ διαφορετικές τάσεις και μηχανισμούς: την εντατικοποίηση της ατομικής εργασίας, και την αυξημένη παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας η οποία προσδιορίζει την «αναγκαία» κατανάλωση της εργατικής τάξης ή της αναπαραγωγής της. Η ένταση, συνδυάζεται με το χρόνο (ή μάλλον τη διάρκεια) προκειμένου να ορίσει το πρωτεύον ποσοστό υπεραξίας, επομένως θα έπρεπε να θεωρείται μάλλον ως συνιστώσα της απόλυτης υπεραξίας. Γιατί όμως γίνεται αυτό το «λάθος»; Κατά τα φαινόμενα, γιατί ο Μαρξ συνδέει μια «λογική» συναγωγή των κατηγοριών με μια «πολιτική» ανάλυση των τροπικοτήτων της ταξικής πάλης που συνδέονται με τη διαδικασία της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης (τον «παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο», στον οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως).

Κατά την πραγματική διαδικασία εκβιομηχάνισης, όταν οι δυνάμεις της καπιταλιστικής διεύθυνσης και οι αντιστάσεις της εργασιακής δύναμης έρχονται αντιμέτωπες οι μεν με τις δε (όπως συνέβη στην περίπτωση του ταιηλορισμού), οι δύο όψεις της εντατικοποίησης και της αύξησης της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας είναι αδιαχώριστες. Επομένως, η λογική αδυναμία συνδυάζεται με μια ιστορική και πολιτική ισχύ, ωστόσο η ίδια η έννοια θα πρέπει να αποσαφηνιστεί.

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι το ζήτημα της περιοριστικής συνάρθρωσης του ορισμού της υπεραξίας με τις ιδιαίτερες μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που συνδέονται με την πρώτη εκβιομηχάνιση. Στο ζήτημα αυτό εμπλέκεται ιδιαίτερα μια διαδικασία αναγωγής της μισθιακής μορφής στην «πρωταρχική» θεσμική τροπικότητά της, όπως την παρατήρησε ο Μαρξ: όπου η μισθωτή εργασία αποτελεί ένα «συμβόλαιο» μεμονωμένων εργατών και ατομικών καπιταλιστών, το οποίο μάλιστα «καλύπτει» ένα συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ της εξατομικευμένης εργασίας και της τάξης των καπιταλιστών ως τέτοιας. Η σχέση αυτή μένει πάντα ριζικά ανισοβαρής, διότι περιγράφεται πριν από τις συνέπειες της ίδιας της ταξικής πάλης, και υπόκειται σ’ ένα καθαρό «νόμο του πληθυσμού», όπως τον περιέγραψε ο Μαρξ στη συνέχεια: περιλαμβάνει μια μη συνδικαλισμένη εργασία, καμιά κρατική ρύθμιση, καμιά «συλλογική διαπραγμάτευση» των μισθών, και καμιά «κεϋνσιανή» αναδιοργάνωση των κανόνων διανομής του εισοδήματος μεταξύ των τάξεων. Πάνω απ’ όλα, η παρουσίαση αυτή αποσυνδέει τις στιγμές της «παραγωγής» και της «πραγματοποίησης», που συνθέτουν από κοινού τη διαδικασία αξιοποίησης, και επομένως καθιστά τις αντιφάσεις που αναζητά να αναγνωρίσει στον πυρήνα της καπιταλιστικής «κοινωνικής σχέσης» ασαφείς και ακατανόητες. Μάλιστα, όλες οι αντιφάσεις που απαριθμεί ο Μαρξ (περιλαμβανομένων των συνεπειών της «πτώσης του ποσοστού κέρδους» ή του κινήτρου της επένδυσης για συσσώρευση) στηρίζονται πάντα στο γεγονός ότι η αξία δεν είναι μια ποσότητα που προσδιορίζεται καθαρά στη διάρκεια της ατομικής παραγωγικής διαδικασίας, αλλά προσδιορίζεται εκ των υστέρων από το γεγονός ότι τα εμπορεύματα ως φορείς αξίας πρέπει να «επικυρωθούν» ή «πραγματοποιηθούν» αργότερα στην αγορά (όπου επίσης υπάρχει το ενδεχόμενο να απαξιωθούν).

Ωστόσο, προκειμένου να επιχειρήσουμε ένα νέο ορισμό, δεν χρειάζεται να απορρίψουμε το μαρξικό πρόβλημα του κεφαλαίου ως διαδικασία «αυτό-αξιοποιούμενης αξίας», κάθε άλλο μάλιστα. Προτείνω όμως να χρησιμοποιήσουμε ως σημείο εκκίνησης τους δύο διαδοχικούς ορισμούς της «υπεραξίας» που προσέφερε ο Μαρξ: τον «τυπικό» ορισμό (ως συσσώρευση χρήματος: Μ –> Μ΄), και τον «ουσιώδη» ορισμό (η υπεραξία ως έκφραση της υπερεργασίας: Mehrarbeit –> Mehrwert, ή μέθοδος εκμετάλλευσης). Από εδώ θεωρητικά προκύπτει τουλάχιστον μια τριμερής ανάπτυξη:

Μπορούμε να αρχίσουμε με έναν ορισμό του «κεφαλαίου» ως κοινωνικής σχέσης παραγωγής - πραγματοποίησης η οποία καθίσταται εφικτή από την κυριαρχία της χρηματικής μορφής (αυτό που ο Άνταμ Σμιθ αποκάλεσε «ικανότητα ελέγχου» [command] του χρήματος). Το κεφάλαιο σε πρώτη θέση θα λάβει τη μορφή ενός χρηματικού «κυκλώματος», εξ ου θα πρέπει να αναιρεθεί, στη βάση της περιγραφής του ίδιου του Μαρξ, η προκατάληψή του, σύμφωνα με την οποία «σε τελευταία ανάλυση» αυτό που «κινεί» το χρήμα είναι τα εμπορεύματα, και όχι το αντίστροφο. Η επιμονή του Μαρξ στην ιδέα ότι το σχήμα E – X – E έχει οντολογική προτεραιότητα απέναντι στο σχήμα X – E – X ακόμα και όταν η καπιταλιστική διαδικασία παρουσιάζει την κινητήρια δύναμη της κυκλοφορίας σε ανεστραμμένη μορφή (και παρά το γεγονός ότι υποστηρίζει ο ίδιος ότι τα δύο κυκλώματα αποτελούν συνιστώσες της ίδιας διαδικασίας κυκλοφορίας, για την οποία απαιτούνται αμφότερα) θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένα παράδοξο ίχνος μιας «προυντονικής», ή ακόμα και αριστοτελικής αθλιότητας του χρήματος σε αντιδιαστολή προς τις «πραγματικές», «παραγωγικές» δραστηριότητες. Ωστόσο, κατά βάθος, η επιμονή αυτή συνδέεται με την πολιτική προαπαίτηση ότι η «εργασία» (ως δραστηριότητα, και ως το όνομα ενός συλλογικού υποκειμένου) έχει μια συγγένεια με την εμπορευματική μορφή (όπου ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας μεταφράζεται στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία), η οποία έχει χαθεί (ή αλλοτριωθεί πλήρως) στη χρηματική μορφή, η οποία «απομονώνει» την αναπαράσταση της ανταλλακτικής αξίας και της αφηρημένης εργασίας. Αγγίζουμε εδώ αυτό που εμποδίζει τον Μαρξ να αναπτύξει μια «χρηματική θεωρία της παραγωγής» (όπως προτείνουν σήμερα διάφοροι (μετα-)μαρξιστές οικονομολόγοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ο Duncan Foley, o Ricardo Bellofiore, ή ο Γιάννης Μηλιός και οι συνεργάτες του, με τον δικό τους τρόπο), και τον οδηγεί πάντα στην αδρανοποίηση του χρήματος κατά τον ορισμό της εκμετάλλευσης και της συσσώρευσης. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια μη χρηματική έννοια του κεφαλαίου.

Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι αρχίζουμε να κατανοούμε ότι κατά την μετατόπιση από τους προσδιορισμούς που αφορούν το κεφάλαιο ως «κοινωνικό άθροισμα» (Gesamptkapital) σ’ αυτούς που αφορούν το κεφάλαιο ως «επένδυση» (την οποία υλοποιούν ιδιώτες επιχειρηματίες, ανεξάρτητα του πόσο μαζικοί και «εταιρικοί» μπορεί να είναι αυτοί), η διαδικασία θα πρέπει να εισάγει τις χρηματικές τιμές στη συγκρότηση των ίδιων των αξιών (ή μάλλον, των υπεραξιών). Η «αξία» εκφράζει την αξιοποίηση, και η σχέση των «αξιών» προς τις «τιμές» δεν μπορεί να διαβαστεί μόνο προς τη μια κατεύθυνση (όπως στο περίφημο «πρόβλημα του μετασχηματισμού»). Η διαδικασία αυτή είναι κυκλική. Είναι μια δύσκολη ιδέα – η οποία θα μπορούσε να εμφανιστεί σαν αντίφαση εν τοις όροις, αλλά δεν νομίζω ότι μπορούμε να την αποφύγουμε. Το παράδοξο που συσκοτίστηκε από το πρόβλημα του μετασχηματισμού, προκύπτει από το γεγονός ότι ο Μαρξ, θέλοντας να απαλείψει την «αυταπάτη του ανταγωνισμού», διακινδυνεύοντας την παραγνώριση της δικής του (μετα-χεγκελιανής) συνάρθρωσης «ουσίας» και «εμφάνισης», μετατοπιζόταν από μια «σφαιρική» οπτική (που παραμένει στατική), σε μια «ατομική» οπτική κατά την οποία οι επιχειρηματίες είναι απλά «εκπρόσωποι» του συνολικού κεφαλαίου, εφαρμόζοντας ατομικές στρατηγικές εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης την οποία έχουν ενοικιάσει με τη μορφή μισθωτής σύμβασης. Οι σχέσεις αυτές υποτίθεται ότι κάθε φορά προχωρούν ένα βήμα παραπέρα μια προϋπάρχουσα διαδικασία συσσώρευσης η οποία αυξάνει συνεχώς ένα υπαρκτό συνολικό κεφάλαιο. Το θέμα ωστόσο είναι ότι η αξία δεν «διατηρείται» πριν από τη διαδικασία αξιοποίησης, της οποίας αποτελεί μέρος: η αξία δεν «διατηρεί» ξεχωριστά την αξία του σταθερού ή του παγίου κεφαλαίου, από τη «δημιουργία» ή την αύξηση της υπεραξίας. Πρόκειται για μια ενιαία διαδικασία. Και προϋπόθεσή της δεν είναι η ύπαρξη «δεδομένων αξιών» (συσσωρευμένων ποσοτήτων σταθερού κεφαλαίου), αλλά ο μετασχηματισμός των εμπορευμάτων που αναδύονται από τη διαδικασία κυκλοφορίας με μια τιμή (συμπεριλαμβανομένων των μισθών) σε «αξία» για συσσώρευση (μετασχηματισμός που παραμένει αστάθμητος, ή πραγματοποιείται υπό ασταθείς συνθήκες, εξ αιτίας του ότι οι καπιταλιστές λειτουργούν σε μια αγορά, την ικανότητα της οποίας δεν γνωρίζουν ποτέ).

Ωστόσο, η σημαντικότερη και δυσκολότερη στιγμή αυτού που προτείνω αφορά την εργασία ως ουσία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που λαμβάνει τη μορφή μιας δράσης της «ζωντανής εργασίας» (και που επίσης ταυτίζεται με την παρούσα εργασία, μια «μεταβαλλόμενη» αύξηση που εξαρτάται από το βαθμό εκμετάλλευσης) επί της «νεκρής εργασίας» (η οποία ταυτίζεται επίσης με την παρελθούσα εργασία, μια δεδομένη ποσότητα). Αυτό θα μπορούσε επίσης να διατυπωθεί με την οιονεί ταυτολογική μορφή: για τον Μαρξ, η παρελθούσα εργασία είναι παθητική, μόνο η παρούσα εργασία είναι πραγματική, επομένως, επίσης, ενεργητική, δημιουργική. Σύμφωνα με την αναπαράσταση του Μαρξ, η «νεκρή» εργασία είναι παρελθούσα εργασία στο βαθμό που είναι ενσαρκωμένη ή ενσωματωμένη στα μέσα παραγωγής που από την άποψη της διαδικασίας αξιοποίησης θεωρούνται «ανενεργά». Η «ζωντανή» εργασία πραγματοποιείται στο παρόν, όπου συγχωνεύει ή συνδυάζει δυο διαφορετικές λειτουργίες στις οποίες ο Μαρξ εντοπίζει το «διπλό χαρακτήρα της εργασίας»: διατήρηση των «υπαρκτών» αξιών, και δημιουργία «νέας» αξίας ( που στη συνέχεια επιμερίζεται σε αξία της εργασιακής δύναμης και υπεραξία). Στο σημείο αυτό η καθοριστικής σημασίας ιδέα (την οποία θεωρώ ότι πρέπει να διατηρήσουμε ανεπιφύλακτα) είναι ότι στο παρόν πραγματοποιείται (ή υπάρχει ανάγκη να πραγματοποιηθεί) μια «διαφορά», (ή μια «διαφοροποίηση»). Ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος αυτή να μεταφραστεί «μυστικιστικά» στην οιονεί θεολογική ιδέα ότι «το ζωντανό πνεύμα» (η εργασία) «ανασταίνει το νεκρό» (μια ιδέα που προέρχεται από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο μέσω του Χέγκελ), και επίσης διαιωνίζει τη σμιθιανή προκατάληψη ότι κάθε αξία είναι αναγώγιμη σε εργασία κατανεμημένη ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν. Έχω επίγνωση του γεγονότος ότι ο κλονισμός της αντίθεσης μεταξύ «νεκρής» και «ζωντανής» εργασίας (στην οποία σε μεγάλο βαθμό ο Μαρξ ανήγαγε την αντίθεση ή τον ανταγωνισμό του «κεφαλαίου» και της «εργασίας» ως τέτοιων) όχι μόνο θέτει υπό αμφισβήτηση την προσληφθείσα ερμηνεία της «εκμετάλλευσης», αλλά επίσης θα απαιτήσει μια νέα αντίληψη του χρόνου της αξιοποίησης.

Πιστεύω ότι οφείλουμε να υπερβούμε τον «παραγωγιστικό» και «υποκειμενιστικό» χαρακτήρα της περιγραφής της εργασίας από τον Μαρξ (η οποία έχει θεολογικές, όπως επίσης φιλοσοφικές, πολιτικές, και οικονομικές ρίζες) και να επεξεργαστούμε εκ νέου αρκετές διαστάσεις της μαρξικής έννοιας της αφηρημένης εργασίας. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται ιδιαίτερα οι εξής:

- Η συνάρθρωση της εργασίας με τη «φύση», που στην κυρίαρχη αυτή παρουσίαση θεωρείται ως ένα απλό «αντικείμενο» ή «πρώτη ύλη», παρά τον πολύ πιο διαλεκτικό ορισμό της «ανταλλαγής υλικών» (Stoffwechsel) με τη φύση σε μια κοινωνική μορφή. Στο μεγάλο κεφάλαιο 7 του 1ου τόμου του Κεφαλαίου (Arbeitsprozess und Verwertungsprozess), η «εργασιακή διαδικασία» περιγράφεται με τους όρους μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ του ανθρώπινου και του φυσικού παράγοντα, η οποία μπορεί επίσης να θεωρηθεί από τη μια πλευρά, ως μια «φυσική αλληλεπίδραση» (μια έννοια με αυξανόμενη σημασία σήμερα, καθώς γίνεται εμφανές ότι κάθε εργασιακή διαδικασία έχει ένα «φυσικό κόστος» από την άποψη των μη αντιστρέψιμων αλλοιώσεων του περιβάλλοντος), θα πρέπει όμως να θεωρείται και ως μια «κοινωνική» διαδικασία, καθώς η φύση απορροφάται τμηματικά σε μια κοινωνικοποιημένη αντικειμενικότητα, έτσι ώστε δεν υπάρχει κάποια «καθαρή» φύση. Παραδόξως, αυτή η απόλυτη αμοιβαιότητα εξαφανίζεται όταν ο Μαρξ στρέφεται στη «διαδικασία αξιοποίησης», ως συνέπεια του προνομίου το οποίο αποδίδει στην ανθρώπινη εργασία, ή μάλλον στη υποκειμενική πλευρά της ανθρώπινης εργασίας. Ωστόσο, ο αποφασιστικός παράγων στις μεταβολές του ρυθμού αξιοποίησης είναι η «παραγωγικότητα», η οποία δεν συνιστά ιδιότητα της υποκειμενικής εργασίας μεμονωμένα, αλλά του (λίγο ως πολύ αποτελεσματικού συνδυασμού του ανθρώπινου παράγοντα και των φυσικών δυνατοτήτων – στις οποίες όλο και περισσότερο οδηγούμαστε σήμερα να συμπεριλάβουμε τις αρνητικές συνέπειες επί της φύσης που παραδοσιακά είχαν «εξωτερικευτεί» από το κεφάλαιο – αλλά εξ ίσου παραδόξως αποκλείστηκαν από την «οικονομία της εργασίας» και από την ίδια την κριτική θεωρία του Μαρξ (αν κι όχι πλήρως από τη συνείδησή του), 6 λόγω του ότι για τους οικονομολόγους η «φύση» θεωρούνταν ως μια «δωρεάν» και «ανεξάντλητη» πηγή.

- Το καθαρά αριθμητικό μοντέλο της σύνθεσης των αξιών (που για μια ακόμα φορά αντλεί τις ρίζες της στην αποσύνδεση μεταξύ παραγωγής και πραγματοποίησης), ενώ είναι αναγκαίο ένα αλγεβρικό μοντέλο, που θα λαμβάνει υπόψη του τις «αρνητικές ποσότητες» αφηρημένης εργασίας που δεν είναι «κοινωνικά αναγνωρισμένη»: Πώς να συλλάβουμε τις «χαμένες» ποσότητες κοινωνικής εργασίας που «παραπετιούνται» σε διάφορες γωνιές του κόσμου, ενώ τοπικά συμβάλλουν στο ποσοστό εκμετάλλευσης; Αν «αναστείλετε» το ζήτημα της πραγματοποίησης, ή αν θεωρήσετε δεδομένο ότι κάθε αξία που «δημιουργείται» μέσω μιας δαπάνης αφηρημένης εργασίας θα «πραγματοποιηθεί» γιατί (τουλάχιστον κατά μέσο όρο, ή μακροπρόθεσμα) για κάθε προσφορά υπάρχει μια ζήτηση (μια περίεργη αποδοχή του νόμου του Say σ’ ένα μαρξιστικό πλαίσιο…), κάνετε επίσης αφαίρεση σημαντικών γεγονότων: η αξία των μέσων παραγωγής (μηχανές) δεν «διατηρείται» (ή δεν διατηρείται πλήρως) αν η «επικαιροποιημένη» τιμή τους μειώνεται. Και η προστιθέμενη αξία (που καταβάλλεται υπό τη μορφή μισθών, «μεταβλητού κεφαλαίου») είναι αποτελεσματική ή πραγματοποιείται μόνο ανάλογα με την κοινωνική της αναγνώριση ως «αναγκαία» εργασία: πράγμα που σημαίνει ότι ενδέχεται να χαθεί ή να χρειάζεται να υπολογιστεί αρνητικά. Όμως από την άλλη μεριά, είναι μάλλον ανάγκη να μην περιορίσουμε την έννοια της υπερεργασίας ως δημιουργού υπεραξίας στις «παραγωγικές δραστηριότητες» που πραγματοποιούνται στην ίδια την «παραγωγική σφαίρα»: ο αναδιπλασιασμός αυτός προκαλούσε αμηχανία και στον ίδιο τον Μαρξ. Μπορούμε να εξετάσουμε την επέκτασή της σε κάθε δραστηριότητα, είτε ατομική, είτε συλλογική, υλική ή άυλη, «ενεργητική» ή «παθητική», η οποία είναι δυνατόν να υπαχθεί σε μια διαδικασία αξιοποίησης, υπό τον όρο ότι περιλαμβάνει μια «μεταμόρφωση» χρήματος σε εμπορεύματα (επομένως, σε χρήσεις, και ανάγκες), και εμπορευμάτων (που ενδέχεται να αποτελούν και «υπηρεσίες») σε χρήμα.7

Υπ’ αυτή την έννοια, η γενικευμένη υπεραξία δεν αποτελεί μια ποσότητα που υπό ιδεατές συνθήκες θα ήταν μετρήσιμη ως ένα σωρευτικό ποσό, είναι η έννοια μιας κοινωνικής σχέσης που επιχειρεί να συλλάβει το συνδυασμό των τρόπων εκμετάλλευσης που βαθμιαία συγχωνεύονται, στο βαθμό που το κεφάλαιο στοχεύει σε μια «πραγματική υπαγωγή» διαφόρων σφαιρών της κοινωνικής ζωής. Και με αυτό οδηγούμαι στο τελευταίο μέρος της παρουσίασής μου.


3. Ιστορία


Στο τελευταίο αυτό μέρος θα ήθελα να προτείνω την υπόθεση ότι σήμερα (σε κάθε σημείο του πλανήτη, αν και σε διαφορετικούς βαθμούς και μορφές) ζούμε στο πλαίσιο αυτού που θα λέγαμε απόλυτο καπιταλισμό.8 Είναι ίσως ένα προσωρινό όνομα, ωστόσο, χάριν αυτής της παρουσίασης το προτιμώ από τον όρο «καθαρός» καπιταλισμός (επειδή ο καπιταλισμός δεν είναι ποτέ «καθαρός») και το όρο «ολοκληρωμένος» καπιταλισμός (γιατί θέλω να αφήσω ανοιχτό τον τύπο της ολοκλήρωσης που διακυβεύεται εδώ). Αντιδιαστέλλω τον απόλυτο καπιταλισμό με τον ιστορικό καπιταλισμό, αξιοποιώντας μια αναλογία με τη χεγκελιανή έννοια του «απόλυτου πνεύματος» (σε αντίθεση με το «αντικειμενικό» = ιστορικό πνεύμα), αλλά αυτό για μένα είναι επίσης ένας τρόπος αποδόμησης των χεγκελιανών ιδεών στο έργο του Μαρξ, ή ένας τρόπος να στρέψω τον χεγκελιανισμό του Μαρξ σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Ενδεχομένως να φαίνεται λογικό σφάλμα το γεγονός ότι στοχαζόμαστε μια «ιστορία» ή ένα «ιστορικό μετασχηματισμό» του οποίου μόνο μια στιγμή ή φάση του αποκαλείται «ιστορική». Ωστόσο, αυτό γίνεται επί τούτου, γιατί θέλω να υποδηλώσω ότι το σχήμα της ιστορικότητας ή του «ιστορικού χρόνου» με το οποίο αξιολογούμε τη διαφορά μεταξύ «απόλυτου καπιταλισμού» και «ιστορικού καπιταλισμού» δεν μπορεί να είναι το ίδιο με την έννοια της ιστορικότητας που ήταν «οργανική» στη πρόσληψη που παρήγαγε ο καπιταλισμός για την «κίνηση» ή την «εξέλιξή» του. Από την εποχή των νέων κριτικών αναγνώσεων του Κεφαλαίου του Μαρξ που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1960, αντιληφθήκαμε ότι η κατανόηση της «λογικής» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προϋποθέτει ένα μετασχηματισμό της ίδιας της παράστασης της ιστορικότητας. Ωστόσο, το ζήτημα παρέμεινε αμφιλεγόμενο εξ αιτίας του ότι ο Μαρξ σε μεγάλο βαθμό υιοθέτησε μια παράσταση του χρόνου και της εξέλιξης που ανήκε επίσης στην οικονομική ιδεολογία και την αστική φιλοσοφία της ιστορίας – ουσιαστικά αυτό που ο Μπένγιαμιν αποκάλεσε ιστορικισμό. Όλα αυτά τα μεγάλα θέματα αποτελούν μέρος του ορίζοντα της συζήτησής μας.9

Ωστόσο, η συζήτηση της διάστασης μεταξύ «απόλυτου» και «ιστορικού καπιταλισμού» προϋποθέτει μια σαφή διάκριση αλλά και συνάρθρωση των εννοιών του κεφαλαίου (ως κοινωνικής σχέσης και τρόπου παραγωγής, και στη συνέχεια, αναπαραγωγής, κατανάλωσης, κλπ.) και του καπιταλισμού (η οποία δεν είναι κυριολεκτικά παρούσα στο έργο του Μαρξ, αλλά έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί «κοινωνικό σχηματισμό»). Ο καπιταλισμός δεν είναι απλά το σύστημα των εκδηλώσεων του κεφαλαίου ως «ουσιώδους σχέσης». Είναι μια σύνθετη ολότητα κοινωνικών πρακτικών. Πρέπει να αρχίσουμε με αυτή την εννοιολογική διάκριση, αλλά πάνω απ’ όλα πρέπει να επιστρέψουμε στο ερώτημα του επιστημολογικού εμποδίου που απέτρεψε τον Μαρξ από το να μετακινηθεί πραγματικά από τη λογική (ή τη χεγκελιανή, ή οιονεί χεγκελιανή έννοια) στην πραγματική ιστορία, με συνέπειες θετικές (μια μη εμπειριστική κατανόηση των αντιφάσεων και των ταξικών ανταγωνισμών), αλλά και αρνητικές, που εκτείνονται από τη γραμμική εξελικτική παράσταση των «τάσεων» του καπιταλισμού, μέχρι τη σιωπηρή αναγωγή των «κοινωνικών σχηματισμών» στις βιομηχανικές εθνικές κοινωνίες, παρά την πρώιμη πεποίθηση του Μαρξ ότι ο καπιταλισμός είναι ένα κατ’ ουσίαν παγκόσμιο σύστημα (ιδίως επειδή η χρηματική μορφή αναπαράγεται μόνο στην παγκόσμια αγορά). Κατά τη γνώμη μου, εδώ εντοπίζεται η μεγάλη συμβολή των «θεωριών της εξάρτησης» και των συνεχιστών της (Gunder Frank, Immanuel Wallerstein, Giovanni Arrighi, κλπ), που εν μέρει στηρίχτηκαν στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού της Ρόζας Λούξεμπουργκ, προκειμένου να ιστορικοποιήσουν πραγματικά (σε αντίθεση με τον «ιστορικισμό») την έννοια του καπιταλισμού σε μαρξικές βάσεις. Αυτό συνεπαγόταν το μετασχηματισμό της μαρξικής κατανόησης των τάσεων και των οικονομικών κύκλων, και την κατανομή μιας πλειάδας μεθόδων εκμετάλλευσης σε μια «παγκόσμια οικονομία», όπου κυριαρχεί η «άνιση ανταλλαγή» μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, αποτελώντας δομική συνθήκη κερδοφορίας, υπό τη σκέπη μιας μορφής ενιαίου νομίσματος, όπου τα διάφορα νομίσματα είναι λίγο ως πολύ πλήρως μετατρέψιμα. Η κριτική αυτή απελευθέρωσε τη μαρξική έννοια του καπιταλισμού από τον ευρωκεντρικό της περιορισμό, και έδειξε ότι η ιστορία υπάρχει μόνον όταν υπάρχει επίσης γεωγραφική διαφοροποίηση ετερογενών οικονομιών (και κοινωνιών) στην παγκόσμια αγορά. Ο καπιταλισμός δεν εξελίσσεται (και δεν συσσωρεύει, πάνω απ’ όλα) εάν είναι ο ίδιος τρόπος παραγωγής παντού. Απαιτείται μια κατανομή «κέντρου» και «περιφέρειας» (ή μια άλλη, πιο σύνθετη).

Αυτό οδήγησε στο μετασχηματισμό της μεθόδου περιοδολόγησης του καπιταλισμού (όχι με στάδια ανάπτυξης, αλλά με κύκλους επέκτασης, και εποχές διαδοχικών ηγεμονιών), και σε ένα νέο τρόπο κατανόησης της πραγματοποίησης της λογικής του, της «άπειρης συσσώρευσης». Ωστόσο, παραδόξως, οδήγησε επίσης σε αναπάντητα ερωτήματα και νέα εμπόδια, όσον αφορά την κατανόηση των δομών, των ιδιαίτερων αντιφάσεων και των τάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού όπου, την ίδια στιγμή, η «παγκοσμιοποίηση» έχει αγγίξει το τέλος της (όχι όμως τα εσωτερικά της όρια) και η αντιπαράθεση «κέντρου» και «περιφέρειας» έχει σχετικοποιηθεί, προκειμένου να αναδειχθούν νέοι τρόποι εδαφικοποίησης που διέπονται από την κινητικότητα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Οι σημερινές «ζώνες» υποτίμησης ή υπερτίμησης (ακόμα και ακραίας υπερτίμησης) του «ανθρώπινου κεφαλαίου» (με άλλα λόγια, οι περιοχές ή οι τόποι όπου χρησιμοποιούνται οι ανθρωπολογικές διαφορές προκειμένου να διαιρεθεί ο πληθυσμός σε «ειδικευμένη» και «ανειδίκευτη», «χρήσιμη» και «άχρηστη» εργασιακή δύναμη, ανθρώπους «επιδημητικούς» [μόνιμα εγκατεστημένους] και «διακινούμενους», «αποδοτικούς» και «μειωμένων ικανοτήτων») δεν πολώνονται πλέον σε παγκόσμιες ζώνες χωριζόμενες από τις διηπειρωτικές αποστάσεις, αλλά μάλλον αναδημιουργούνται τοπικά, σε όλα τα μέρη του κόσμου, παρ’ όλον ότι οι διαχωρισμοί «βορρά – νότου» συνεχίζουν να υπάρχουν, και να ορίζονται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό με φυλετικούς και πολιτιστικούς όρους, που μπορούν να εφαρμοστούν και πέραν από την πηγή της προέλευσής τους.

Προτείνω λοιπόν τη θέση ότι η παγκοσμιοποιημένη – χρηματοπιστωποιημένη οικονομία μας (με την «κουλτούρα» της, την «πολιτική» της) δεν είναι απλά ένα άλλο στάδιο στην ανάπτυξη του «ιστορικού καπιταλισμού» όπου οι τυπικές κοινωνικές ομαδοποιήσεις, στην μεταξύ τους σύγκρουση, συνίσταντο σε έθνη και τάξεις, που λίγο ως πολύ ήταν έντονα πολωμένα. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι καπιταλισμός. Προκειμένου να κατανοήσουμε την ιδιαιτερότητά του, θα πρέπει επίσης (ως μαρξιστές) να απελευθερωθούμε από ορισμένες πλευρές των «σοσιαλιστικών» πεποιθήσεων και ελπίδων μας: θα πρέπει να αναλογιστούμε το γεγονός ότι αυτός ο καπιταλισμός δεν αποτελεί μια «προετοιμασία» (ή προϋπόθεση) ενός μελλοντικού «σοσιαλισμού», αλλά ένα πραγματικά μετασοσιαλιστικό σχηματισμό, όπως ακριβώς είναι ένας μετααποικιακός σχηματισμός. Αυτό σημαίνει κυρίως ότι οι υπερανταγωνιστικοί τρόποι εκβιομηχάνισης και υποκειμενοποίησης των οικονομικώς δρώντων (που επιβάλλουν στους ίδιους τους εργάτες το μοντέλο της «αυτο-επιχειρηματικότητας» και οδηγούν σ’ αυτό που ο Robert Castels αποκάλεσε «αρνητικό ατομικισμό»)10 συμποσούνται σε μια συστηματική καταστροφή των «σοσιαλιστικών» θεσμών που αναδύθηκαν από τους ταξικούς αγώνες του 20ού αιώνα. Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «σοσιαλισμός» υπό την ευρεία έννοια που αποτέλεσε το στόχο του νεοφιλελεύθερου λόγου μετά τον Hayek, που επομένως περικλείει όλα τα πολιτικά και οικονομικά καθεστώτα όπου το κράτος, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, κατέστη ο θεσμός «διαμεσολάβησης» μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου: όχι μόνο μετασχηματίζοντας τους κανόνες ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζόμενων (σε λιγότερο η περισσότερο σταθερή συμμαχία με τα θεσμοποιημένα σωματεία), αλλά επίσης, εισάγοντας ατομικές και συλλογικές προστασίες απέναντι στους τυπικούς κινδύνους της προλεταριοποίησης. Οι θεσμοί της δημόσιας εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας που σήμερα βρίσκονται συστηματικά στο στόχαστρο της εμπορευματοποίησης του «ανθρώπινου κεφαλαίου», καθώς αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα από τον «πραγματικά υπαρκτό σοσιαλισμό», τα σοσιαλδημοκρατικά «κράτη πρόνοιας» και τις αναπτυξιακές πολιτικές του τρίτου κόσμου (αν και με άνιση επιτυχία), είναι ιδιαίτερα τυπικές όψεις αυτής της «μετάβασης» που οδηγεί στον απόλυτο καπιταλισμό μέσω μιας πολιτικής και οικονομικής επανάστασης. Υπ’ αυτή την έννοια, αναδρομικά, ο σοσιαλισμός στις διάφορες μορφές του, δεν θα φανεί ως μια οιονεί μετάβαση στον κομμουνισμό, αλλά ως μια μετάβαση σε νέες μορφές καπιταλισμού στις οποίες βρισκόμαστε σήμερα – μια «στρατηγική διακλάδωση» του Μεγάλου Μετασχηματισμού ο οποίος στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, οδήγησε από τις προ-καπιταλιστικές στις «καθαρές» καπιταλιστικές κοινωνίες. Για μια ακόμα φορά, όπως το έθεσε ο Μαρξ σε μια διάσημη φράση του, «η ιστορία προχωρά από την αρνητική πλευρά».

Αν εργαστούμε σ’ αυτή την προοπτική, μπορούμε να επιχειρήσουμε και να συναρθρώσουμε σ’ ένα δομικό τρόπο τους διάφορους νεωτερισμούς αυτού του «απόλυτου» καπιταλισμού που στις μέρες μας συζητούνται συχνά μεταξύ των μαρξιστών:

- Η προτίμηση για ρευστότητα συνδυάζεται με μια μόνιμη κινητικότητα του κεφαλαίου υπό τη συνθήκη μιας νέας μορφής προλεταριοποίησης («πρεκαριάτο»). Με άλλη διατύπωση, υπάρχει μια (άμεση ή έμμεση) συσχέτιση μεταξύ της ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου η οποία συνδέει την αξιοποίηση με την κερδοσκοπική αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, και της ακραίας ευελιξίας της επισφαλούς εργασίας ή των παραλλαγών της βασισμένης στην πίστη μαζικής κατανάλωσης.

- Η καθολική εμπορευματοποίηση αγαθών και υπηρεσιών οδηγεί σε μια σταθερή διαδικασία δημιουργίας νέων «πλασματικών εμπορευμάτων», υπό την έννοια του Polanyi, ιδίως της ίδιας της γης, αλλά επίσης της γνώσης, της κουλτούρας, της υγείας, της περίθαλψης, κλπ.

- Η πραγματική υπαγωγή της κατανάλωσης, όπως επίσης και της παραγωγής, στον κύκλο του κεφαλαίου, ιδίως μέσω της γενίκευσης της κατάστασης χρέωσης των φτωχών, που είναι πλέον σε θέση να καταστούν «μαζικοί καταναλωτές» των «ίδιων» αγαθών με τους πλούσιους (αν και ούτε της ίδιας ποιότητας, ούτε στις ίδιες ποσότητες). Η κατάσταση χρέωσης των φτωχών ενδέχεται να είναι «ιδιωτική» ή «δημόσια», επομένως, είτε άμεση, με τη μορφή δανείων από τις τράπεζες στους καταναλωτές, είτε έμμεση, με τη μορφή της χρέωσης του κράτους, η οποία θα πρέπει να αποπληρώνεται εις το διηνεκές από τους πολίτες μέσω της φορολογίας, όπως στην Αργεντινή και στην Ελλάδα (όπου, και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει ένα στοιχείο καταναγκασμού, δηλαδή μιας άμεσης χρήσης της «ισχύος του νόμου»).

Τίποτα απ’ αυτά, βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο «απόλυτος» καπιταλισμός είναι ένας σταθερότερος σχηματισμός, απαλλαγμένος από αντιφάσεις και αγώνες, ή καταδικασμένος να υπάρχει επ’ άπειρον. Αντιθέτως, είναι καθ’ όλα πιθανό, να αποτελεί ένα έντονα ασταθές σύστημα, ακόμα και ένα χαοτικό σύστημα, για μια σειρά από λόγους:

- Την πλήρη εσωτερικοποίηση της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας (ή της «ορθολογικής πρόβλεψης») στην οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, επομένως, τη μεγαλύτερη έκθεση του καπιταλιστικού συστήματος στους κύκλους κερδοσκοπικής φούσκας και κατάρρευσης (όπως καταδεικνύεται από την κρίση των subprime το 2007).11

- Την υπαγωγή των πολιτικών δομών (των κρατών, και των διεθνικών οργανισμών) στην «ψευδο-κυριαρχία» της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς: η υπαγωγή αυτή σχετίζεται με μια τάση κατάργησης του τυπικού «διαχωρισμού» της «πολιτικής» και της «οικονομικής» σφαίρας, που είναι σήμερα γνωστή ως διακυβέρνηση.12

- Το ταυτόχρονο των διαδικασιών εμπορευματοποίησης με κάθε είδος ακραίας βίας (αυτό που o B. Oglivie αποκαλεί «παραγωγή απορρίψιμων ανθρώπινων όντων» και η S. Sassen «απελάσεις»).13 Ταυτόχρονα, αυτό αποτελεί εξέλιξη της λογικής του «ανθρώπινου κεφαλαίου» ή τον πλήρη μετασχηματισμό της εργασιακής δύναμης σε εμπόρευμα, και εκδήλωση της παθητικής αντίστασης σ’ αυτή την τάση: Ο «νόμος του πληθυσμού» δεν είναι διαχειρίσιμος, ούτε βραχυπρόθεσμα, ούτε και μακροπρόθεσμα, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από την «προσφυγική κρίση», η οποία μετασχηματίζει το καθεστώς των μεταναστεύσεων στο οποίο στηρίχτηκε ο καπιταλισμός προκειμένου να κατανείμει την εργασιακή δύναμη σε αντιτιθέμενα τμήματα. Σήμερα η κρίση αυτή φαίνεται να ξεφεύγει από κάθε δυνατότητα «διακυβέρνησης» ή «ρύθμισης».

- Το γεγονός ότι η χρηματιστικοποίηση επίσης επιταχύνει την υλική «χρέωση» σε σχέση με το περιβάλλον (το αυξανόμενο «ανθρώπινο αποτύπωμα» πάνω στους φυσικούς πόρους και την ικανότητα αναπαραγωγής του πλανήτη). Διεξάγεται ένα είδος αγώνα δρόμου μεταξύ της καταστροφής των φυσικών πόρων και του πολλαπλασιασμού των αποβλήτων που δεν είναι δυνατόν να απορριφθούν από τη μια μεριά, και της επένδυσης σε «νέες τεχνολογίες» που είναι «φιλικές προς το περιβάλλον» ή «προστατεύουν» τους πληθυσμούς από τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη, από την άλλη. Ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος να χάσει αυτό τον αγώνα δρόμου (και το ίδιο θα συμβεί και με εμάς, αν παραμείνουμε στον καπιταλισμό), αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, επειδή οι τεχνολογίες στην πραγματικότητα αυξάνουν το χρέος αντί να το μειώνουν (ή το μειώνουν τοπικά, και το αυξάνουν σε παγκόσμια κλίμακα)…

Επομένως, ένας ανανεωμένος στοχασμός σχετικά με το (εξαιρετικά σύνθετο) ζήτημα της συνάρθρωσης των αντιφάσεων και των συγκρούσεωνανταγωνισμών) που κατεύθυναν επίσης στο έργο του Μαρξ τη συνάρθρωση της κριτικής της πολιτικής οικονομίας και μιας «ταξικής πολιτικής» – ή γενικότερα – ενός συλλογικού οργανισμού (που θα «μετασχηματίσει τον κόσμο») βρίσκεται σήμερα στην ημερήσια διάταξη. Το ζήτημα αυτό θα το αφήσω προς το παρόν ανοιχτό.




1 Εισήγηση στο Συνέδριο «150 χρόνια Καρλ Μαρξ Το Κεφάλαιο. Στοχασμοί για τον 21ο αιώνα», που διοργάνωσαν οι Θέσεις σε συνεργασία με το Παράρτημα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στην Αθήνα στις 14/1-15/1/2017.

2 Συμφωνώ απολύτως με τον Michael Lebowitz όσον αφορά τη σημασία αυτού του κεφαλαίου για την οποιαδήποτε ερμηνεία του Κεφαλαίου που συνδυάζει τη θεωρητική και την πολιτική οπτική.

3 Βλ. David Harvey: A Companion to Marx’s Capital, Verso, 2013 (vol. 2)· Suzanne De Brunhoff: Marx on Money, Verso, Reprint 2015.

4 Θα μπορούσε ίσως να ήταν (ή υπήρξε, σε κάποιο βαθμό σε διάφορες περιόδους) ένας ρυθμισμένος καπιταλισμός, ο οποίος ενσωματώνει αντιθετικούς πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων, και όχι έναν «καθαρό» τρόπο παραγωγής. Ωστόσο, το ερώτημα του βαθμού στον οποίο οι «ρυθμίσεις» και οι «περιορισμοί» που επιβάλλονται από την πολιτική (περιλαμβανομένων των ταξικών αγώνων, των παρεμβάσεων του κράτους, κλπ.) πρέπει να ενσωματωθούν στην ίδια την «έννοια» του κεφαλαίου παραμένει ένα κρίσιμο θεωρητικό (και αυτονόητα πολιτικό) ζήτημα. Ο Μαρξ ήταν απρόθυμος να κάνει αυτή την ενσωμάτωση γιατί ήθελε να διατηρήσει την ιδέα ότι η μόνη εναλλακτική συνίσταται ανάμεσα στην πλήρη έκφραση της καπιταλιστικής λογικής και στην επαναστατική ανατροπή του στην προοπτική της σοσιαλιστικής / κομμουνιστικής κοινωνίας. Ωστόσο, όπως υπέδειξα προηγουμένως, ο πραγματικός του συλλογισμός ήταν πολύ περισσότερο ασαφής.

5 Βλ. την εισαγωγική μου παρουσίαση στο Political Concepts. A Critical Lexicon: https://www.politicalconcepts.org/

6 Όπως υποδηλώνεται στο διάσημο απόσπασμα του Κεφαλαίου (1ος τόμος, κεφάλαιο 15), όπου σημειώνεται ότι «ο καπιταλισμός αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις μόνο με την ταυτόχρονη καταστροφή των πηγών κάθε πλούτου: της γης και του εργάτη».

7 Δεν είμαι σε θέση να το αναλύσω εδώ, θέλω ωστόσο να επισημάνω το τεράστιο ενδιαφέρον του προβληματισμού σχετικά με το «βιοκεφάλαιο» και το «πλεόνασμα υγείας» [“surplus-health”] που προτάθηκε από τον Kaushik Sunder-Rajan (Biocapital. The Constitution of Postgenomic Life, Duke University Press 2006), και τον Joseph Dumit (Drugs for Life: How Pharmaceutical Companies Define Our Health, Duke University Press, 2012).

8 Η έκφραση αυτή έχει ήδη χρησιμοποιηθεί και από άλλους, όχι όμως με την ίδια ακριβώς έννοια: Βλ. για παράδειγμα, Ingmar Granstedt, “Capitalisme absolu, conscience et dissidence – Réflexions sur le Grand marché transatlantique (TAFTA)” (2015), http://local.attac.org/rhone/spip.php?article1913

9 Προτιμώ επίσης να μην χρησιμοποιώ απλά την κατηγορία «νεοφιλελευθερισμός», γιατί ο νεοφιλελευθερισμός κατονομάζει ένα «λόγο» (με πολιτικές και θεσμικές συνέπειες), και όχι ένα κοινωνικό σχηματισμό ή μια δομή. Και μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθώ να ξεχωρίσω από την πολυφωνία (ή κακοφωνία) σχετικά με το «τέλος του καπιταλισμού» (Wallerstein, Altvater, Mason, κλπ.), το οποίο ορισμένοι βλέπουν ως μια τελική κατάρρευση, (που θυμίζει τις Zusammenbruchstheorien του κλασικού μαρξισμού), η οποία ανοίγει την πόρτα για μια αταξική κοινωνία, ή με τους όρους του Wallerstein, για μια εξισωτική κοινωνία), ενώ κάποιοι άλλοι τη βλέπουν ως ένα σημείο εκκίνησης για μια νέα εποχή καπιταλιστικής ανάπτυξης σε διαφορετικές βάσεις.

10 Robert Castel: From Manual Workers to Wage Laborers. Transformations of the Social Question, μετάφραση και επιμέλεια Richard Boyd, Transaction Publishers, 2003.

11 Βλ. Dimitris P. Sotiropoulos, John Milios, Spyros Lapatsioras, A Political Economy of Contemporary Capitalism and its Crisis. Demystifying Finance, Routledge, 2013.

12 Βλ. τα δοκίμιά μου για την ελληνική κρίση, που είναι συγκεντρωμένα στο Ευρώπη, κρίση και τέλος; εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2017.

13 Βλ. Bertrand Ogilvie: L’Homme jetable, Essai sur l’exterminisme et la violence extrême, Editions Amsterdam, 2012, Saskia Sassen, Expulsions. Brutality and Complexity in the Global Economy, Harvard University Press, 2014.