Η πόλωση του κοινωνικού συμβολαίου
Η αναφορά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στα κοινωνικά στηρίγματα της υπήρξε σαφής από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κρατικού διαχειριστή. Η αποκατάσταση των εργαζομένων στην ΕΑΣ, η σύγκρουση με τους «μετόχους» των ΣΕΠ, η αποκατάσταση των απολυμένων από το Δημόσιο, η ανακίνηση του ζητήματος του ωραρίου των καταστημάτων, η ανακοίνωση της πρόθεσης να τεθούν ξανά σε λειτουργία οι παροπλισμένες βιομηχανικές μονάδες σε προβληματικές περιοχές με έντονα σημάδια «αποβιομηχάνισης», έδωσαν τα πρώτα συμβολικά δείγματα γραφής για τους «φιλολαϊκούς» κοινωνικούς προσανατολισμούς της νέας διαχειριστικής πολιτικής. Παράλληλα βέβαια, υπήρξαν και τα σχετικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, που μέσα από την προσήλωση στην «εξυγίανση» των δημόσιων οικονομικών, εξασφάλιζαν μια συνέχεια με την περιοριστική πολιτική που εγκαινιάστηκε το 1985, γι «να προσλάβει δραματικές διαστάσεις στη συνέχεια με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση της νεοδημοκρατικής τετραετίας.
Πώς διαμορφώνεται όμως συγκεκριμένα η οικονομική πολιτική μετά από ένα εξάμηνο περίπου διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ; Ποια χροιά έχει προσλάβει το διακηρυγμένο «κοινωνικό συμβόλαιο» που διαφημίστηκε ως σημείο τομής στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να ανατρέξουμε σε σημεία-σταθμούς της πρόσφατης επικαιρότητας.
Σταθεροποίηση;
Η σταθεροποίηση συναρτάται ευθέως με την τοποθέτηση των δημοσίων οικονομικών στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της νέας, περισσότερο κοινωνικά προσανατολισμένης διαχείρισης. Έχει όμως να κάνει και με συγκεκριμένα μέτρα περιορισμού των διακριτικών ευχερειών της κυβέρνησης έναντι του νομισματοπιστωτικού συστήματος. Και πρώτα απ' όλα αφορά τη σχέση της με την Κεντρική Τράπεζα: «Το γεγονός ότι το Δημόσιο, κατ' επιταγή πλέον της Συνθήκης του Μάαστριχτ, οφείλει να κλείνει σε καθημερινή βάση τους λογαριασμούς του με την Τράπεζα της Ελλάδος... αποτελεί δέσμευση και για τα δυο μέρη, η οποία δεν επιδέχεται ούτε διαπραγμάτευση, ούτε φαλκίδευση.. .. Το νομισματοπιστωτικό μας πρόγραμμα θα είναι αυστηρό και σφιχτό, στο βαθμό που αυτό επιβάλλεται από τις παρούσες συνθήκες της οικονομίας. Από την τήρηση του θα εξαρτηθεί ο βαθμός επιτυχίας της δημοσιονομικής προσαρμογής. Στρατηγικός στόχος του θα είναι η κατοχύρωση συνθηκών οικονομικής σταθεροποίησης, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία οποιασδήποτε αναπτυξιακής πολιτικής» (Ι. Μπούτος, Νέα, 17.1.94).
Στην ίδια κατεύθυνση στοχεύει και η πολιτική περιορισμένης διολίσθησης της δραχμής έναντι των κυριοτέρων ευρωπαϊκών νομισμάτων, πολιτική η οποία εντείνει τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και την πίεση για αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Και όλα αυτά συνδυάζονται με την ένταση της αντιπληθωριστικής πολιτικής, τη «χρονική κλιμάκωση της μείωσης των ονομαστικών επιτοκίων που θα εξαρτηθεί από το ρυθμό υποχώρησης του πληθωρισμού και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων» (Ι. Μπούτος), δίνοντας μια χροιά συνέχειας στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης (Ν. Νικολάου, Βήμα, 27.2.94). Στο ίδιο μοτίβο και οι τοποθετήσεις του αναπληρωτή υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου που αναφέρει ότι από το 1995 θα εφαρμοστεί προϋπολογισμός μηδενικής βάσης, βεβαίως με μείωση των «ελαστικών» δαπανών (Ν. Νικολάου, Βήμα, 6.3.94). Τι μένει λοιπόν για την τροχιοδρόμηση μιας «αναπτυξιακής πορείας» που αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της κριτικής του ΠΑΣΟΚ προς την πολιτική των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων;
Ανάπτυξη;
Αν στο πρόσφατο παρελθόν κεντρικός μοχλός της αναπτυξιακής προσπάθειας ήταν η κρατική επενδυτική πολιτική, σήμερα έχουν αλλάξει οι παράμετροι των δράσεων και τα μέσα εφαρμογής των αναπτυξιακών πολιτικών. Το κράτος αναγνωρίζει βέβαια - και τούτο αποτελεί σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν - τη βαρύτητα του προβλήματος της ανεργίας και της «αποβιομηχάνισης», αλλά υιοθετεί διαφορετικά μέσα για τη θεραπεία του.
Ένας βασικός άξονας συνίσταται στην αξιοποίηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων από το II Πακέτο Ντελόρ. Εκτιμάται ότι από εδώ θα προέλθουν ισχυρές ωθήσεις ανάκαμψης για το σύνολο της οικονομίας (Ν. Νικολάου, Νέα, 3.3.94). Αλλά οι ρυθμοί αξιοποίησης των χρηματοδοτικών ευκαιριών από την Κοινότητα είναι προς το παρόν αρκετά βραδείς, ενώ ακόμη και με άμεση έναρξη των «μεγάλων έργων» θα υπάρξει υστέρηση κατά τη μεταβίβαση αναπτυξιακών παλμών προς την οικονομία. Γι αυτό και έχει ξεκινήσει μια καμπάνια τόνωσης του ενδιαφέροντος περί τη βιομηχανική πολιτική, μια εκστρατεία ενημέρωσης που στοχεύει στην αντιστροφή του κλίματος «αποβιομηχάνισης» που έχει καταλάβει τη χώρα.
Μερικά δείγματα αυτής της καμπάνιας έχουμε από την αρθρογραφία των εφημερίδων. «Μπορεί το κακό μάνατζμεντ, η απουσία εκσυγχρονισμού, αλλά και ατυχείς συγκυρίες να οδήγησαν στον αφανισμό των άλλοτε βιομηχανικών γιγάντων της χώρας, όπως τα Λιπάσματα της Δραπετσώνας, η Πειραϊκή Πατραϊκή και το συγκρότημα Σκαλιστήρη, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μονάδες αυτών των εργοστασίων δεν μπορούν με μια αναδιάρθρωση να επανενταχθούν στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας» (Ν. Νικολάου, Μα, 24.2.94). Επίσης, θετική είναι και η αντιμετώπιση του προβλήματος της νέας γενιάς προβληματικών επιχειρήσεων, για τις οποίες δεν προτείνεται ο άμεσος παροπλισμός τους, αλλά μια συνετή πολιτική αναδιάρθρωσης. Αναφέρονται τα παραδείγματα της τιμολογιακής πολιτικής της ΔΕΗ έναντι της χαλυβουργίας, που έχει δημιουργήσει προβλήματα στον κλάδο, η παντελής έλλειψη προστατευτισμού έναντι εισαγωγών από τρίτες χώρες, η κρατική αδιαφορία για την αξιοποίηση κοινοτικών δυνατοτήτων στήριξης της βιομηχανικής παραγωγής σε υπό αναδιάρθρωση κλάδους: «Εμείς, παρότι κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα εργοστάσια, επιμένουμε ότι η βιομηχανία χρειάζεται μόνο οριζόντιες και όχι κάθετες ενισχύσεις. Αυτή η συνταγή του κ. Α. Ανδιανόπουλου έχει ακόμη πέραση στο Υπουργείο Βιομηχανίας» (Ν. Νικολάου, Βήμα, 16.2.94). Τέλος, στο Πανελλήνιο Βιομηχανικό Συνέδριο (Βήμα, 6.3.94) τονίστηκε από την πλευρά της κυβέρνησης ότι στόχος είναι «η προώθηση του εκσυγχρονισμού της ελληνικής βιομηχανίας», τονίζοντας παράλληλα ότι η «ανάκαμψη θα προκύψει από επιλογές και αποφάσεις της ίδιας της βιομηχανίας... [που θα αξιοποιήσει] τα σημαντικά περιθώρια αυτοχρηματοδότησης που σήμερα διαθέτει» (Γ. Παπαντωνίου).
Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται και η επίκληση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας προς τις βαλκανικές χώρες και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Βεβαίως, η κατεύθυνση αυτή συνιστά επικουρική πολιτική, ιδιαίτερα σημαντική όμως στη σημερινή συγκυρία που η ύφεση πλήττει τις ευρωπαϊκές αγορές. Η θέση των ελληνικών προϊόντων στις αγορές αυτές πέρασε σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα την τελευταία χρονιά, μετά από μια σύντομη περίοδο σημαντικής κάμψης που ακολούθησε τις ανατροπές στις χώρες αυτές (Βήμα, 13.2.94), ενώ διαγράφονται επίσης προοπτικές αξιοποίησης των κοινοτικών στρατηγικών διείσδυσης στις υπό εκκόλαψη αγορές των χωρών αυτών (Ν. Νικολάου, Βήμα, 20.2.94). Εκείνο που βεβαίως δεν αναφέρεται σε παρόμοιες εκτιμήσεις, είναι η μόνιμη τάση που επικρατεί στις διεθνείς αγορές, σύμφωνα με την οποία η σταδιακή διεύρυνση των εξαγωγών προς μια χώρα έχει ως μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα την υποκατάστάση των εξαγωγών προϊόντων από εξαγωγές κεφαλαίων. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι το βραχυπρόθεσμο, και οι αναλύσεις αυτές συνήθως προβλέπουν απλώς και μόνο το επικείμενο.
Είναι ακόμη το ζήτημα του κρατικού συντονισμού των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων με το νομοθέτημα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, που προβλέπει την κρατική επιδότηση νεών προϊόντων, την ενίσχυση των επιχειρήσεων για να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα στον ανταγωνισμό της ευρωπαϊκής αγοράς, και άλλα επικουρικά μέτρα συντονισμένης παροχής υπηρεσιών σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (Ν. Νικολάου, Βήμα, 13.2.93). Αλλά όλα αυτά τα μέτρα αποτελούν βοηθητική συνοδευτική υποστήριξη μιας άλλης τάσης που έχει αναδειχθεί στο παρελθόν και συνεχίζει να δεσπόζει, αν και όχι με την ίδια δημόσια προβολή, και στη σημερινή συγκυρία: των ιδιωτικοποιήσεων. Η πορεία στο συγκεκριμένο δεν είναι ακόμη απολύτως σαφής, αλλά αδιαμφισβήτητη παραμένει η αναγκαιότητά τους ως βασικού μοχλού και της νέας κυβερνητικής πολιτικής. Από τη συγκεκριμένη μορφή που θα προσλάβουν, πέρα και πάνω από τις διακηρύξεις, από το βαθμό συναίνεσης των εκπροσώπων του εργατικού κινήματος (βλ. και Ν. Νικολάου, Νέα, 10.3.94), θα εξαρτηθεί η μονιμότητα τους ως μέσου κρατικής πολιτικής, ιδίως μετά την απαξίωση τους από τις μεθοδεύσεις των νονών της προηγούμενης κρατικής διαχείρισης.
Φορολογικά
Και ενώ η όλη οικονομική πολιτική βρίσκεται κάτω από τον αστερισμό της σταθεροποίησης, με την ανάπτυξη παραλλάσσουσα ως προς τις μορφές, αλλά σταθερή ως προς την υστέρηση που παρουσιάζει σε σχέση με τις απαιτήσεις της συγκυρίας, πολλές ελπίδες έχουν εναποτεθεί στη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης. θα αντιτάξει κανείς αμέσως εκείνο το εις το διηνεκές επιβεβαιούμενο παράθεμα του Μαρξ, βάσει του οποίου «δεν υπάρχει ούτε μια κυβέρνηση αστών που να σέβεται τον εαυτό της και να μην περιλαμβάνει στο πρόγραμμα της μια φορολογική μεταρρύθμιση», αλλά η λειτουργία της φορολογικής πολιτικής στη σημερινή συγκυρία είναι αισθητά διαφορετική. Όταν τα περιθώρια άσκησης κοινωνικής πολιτικής από το κράτος δεσμεύονται σοβαρά από τους δημοσιονομικούς προσανατολισμούς των διαχειριστών, όταν ο «οικονομικός ρόλος του κράτους» προσλαμβάνει τη μορφή διαμεσολαβητή των παγιωμένων συσχετισμών στην (ελληνική και κατά προέκταση ευρωπαϊκή) αγορά, τότε η φορολογική πολιτική έχει και μια άλλη (πέραν της εξισορροπητικής για τα δημοσιονομικά) συμβολική διάσταση: μπορεί να σηματοδοτήσει τις κοινωνικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, να αποστείλει σήματα προς τα κοινωνικά στηρίγματα για τη σταθερότητα των εκπροσωπήσεων που έχει αναλάβει να υλοποιήσει. Και τέτοια σημάδια υπάρχουν αρκετά στη σημερινή συγκυρία.
Πρώτον έχουμε δείγματα της άρνησης της κυβέρνησης να προσφύγει σε άμεσα εισπρακτικά μέτρα προκειμένου να ανταποκριθεί στα διεθνή καλέσματα για δημοσιονομική επανισορρόπηση: γίνεται, διαρκής επίκληση της ανάγκης να εφαρμοστεί ο προϋπολογισμός με τη δίκαιη φορολόγηση των εισοδημάτων, σε αντιπαραβολή με τις υποδείξεις για «νέα μέτρα» (Ν. Νικολάου, Νέα, 8 και 19.2.94). Δεύτερον, επιχειρείται ο «κοινωνικός διάλογος» για αντικειμενικά κριτήρια φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών και των επιχειρηματιών, με στόχο «να μην πληρώνουν μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι». Τρίτον, οι αντιδράσεις των θιγομένων παρουσιάζονται στον τύπο με τα μελανότερα χρώματα, ήτοι ως η «εξέγερση των ρετιρέ» (Ν. Νικολάου, Βήμα, 30.1.94). Και τέλος, εξαίρεται η μεθόδευση του διαλόγου «που εδραιώνει κλίμα εμπιστοσύνης στην αγορά» (Ν. Νικολάου, Νέα, 27.1.94), παρά το γεγονός ότι η σύγκρουση δεν άργησε να φανεί με τη μορφή των κινητοποιήσεων των δικηγόρων, των γιατρών κλπ.
Η φορολογική πολιτική χρησιμοποιείται λοιπόν ως μέσο για την εδραίωση κοινωνικών συμμαχιών, ελλείψει άλλων παραδοσιακότερων και αμεσότερων κρατικών δράσεων. Οι απλές θεωρίες περί μεταπρατισμού και παρασιτισμού της ελληνικής κοινωνίας, παρουσιάζονται σήμερα με κάπως διαφορετικό πρόσημο. Στιγματίζεται «μια κατηγορία εισοδηματιών που έχει συμφέρον να μην εξυγιαίνονται τα δημόσια οικονομικά για να εισπράττει υψηλά επιτόκια 20%», διαπιστώνοντας μάλιστα ότι «οι εισοδηματίες αυτοί προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα» (Ν. Νικολάου, Νέα, 16.12.93). Ενώ προς συναρρωγή του επιχειρήματος αυτού παρατίθεται η χρηματιστηριακή άνοδος κατ' αντιπαραβολή προς την παραγωγική καθίζηση (Ν. Νικολάου, Νέα, 20.1.94). Αποσιωπάται βέβαια ότι των φορολογικών ρυθμίσεων εξαιρούνται εκείνα τα εισοδήματα που βαίνουν προς το χρηματιστήριο, προκειμένου να χρησιμεύσουν ως χρηματοδοτικοί κρουνοί του κεφαλαίου χωρίς τις δεσμεύσεις του τραπεζικού συστήματος. Αυτό όμως, ενδέχεται να αποτελεί οργανικό μέρος της όλης καμπάνιας...
Κοινωνικές συμμαχίες
Διαγράψαμε αδρά το συνολικό πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής. Και έγινε ορατό ότι τα περιθώρια πρακτικής εξάσκησης στην εμπέδωση των κοινωνικών συμμαχιών είναι εξαιρετικά στενά. Ενώ ταυτόχρονα κατέστη σαφές, ιδίως μέσα από το φορολογικό, ότι η πολιτική της κυβέρνησης καταστρέφει - σε τελείως εμπειρικό και διακριτό για τον καθένα επίπεδο - το μύθο του εκπροσώπου των μικρομεσαίων: αυτοί οι τελευταίοι είναι στο στόχαστρο τη; πολιτικής της σε όλες τις εκφάνσεις της. Το σταθεροποιητικό σκέλος τους εκθέτει στον ανελέητο ανταγωνισμό, το αναπτυξιακό σκέλος στηρίζει κυρίως τα μεγαλύτερα και δυναμικότερα κεφάλαια, και, τέλος, η φορολογική πολιτική αποτελειώνει ό,τι διέφυγε του κλοιού των άλλων μέτρων. Έτσι εικονογραφείται ανάγλυφα ότι κάθε κόμμα - και κατά προέκταση, κάθε διαχειριστική πρόταση - αποτελεί έναν τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής συναίνεσης υπέρ του κεφαλαίου με διαφορετικές κοινωνικές συμμαχίες, τρόπους διαχείρισης, μεθοδεύσεις και πρακτικές, αλλά με τον ίδιο κοινωνικό στόχο: την εμπέδωση της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας. Το γεγονός ότι στη διαχειριστική πρόταση του ΠΑΣΟΚ ενσωματώνονται θετικά και οι βλέψεις, επιθυμίες και στοχεύσεις μιας δυναμικής μερίδας των εργαζομένων στρωμάτων, αποτελεί ιστορική πρωτοτυπία για όσους είτε ισοπεδώνουν (μαξιμαλιστικά ή όχι) τις υπαρκτές διαφορές των προτάσεων διαχείρισης, των κοινωνικών στηριγμάτων των κομμάτων και των ίδιων των πολιτικών οργανισμών, είτε υπερτονίζουν σχηματικά τη μια ή την άλλη συνιστώσα της «συμμαχίας».
Τέλος, δεν υπάρχει λόγος να επιχειρήσει κανείς μια ανάλυση της συγκυρίας, με ιδεολογικά δάνεια από την «πολιτική επιστήμη». Δεν προβάλλει δυναμικά κάποιο «νέο Κέντρο» (Ν. Νικολάου, Νέα, 3.2.94): έχουμε απλώς μια πολιτική σύγκλιση διαφορετικών κοινωνικών συνιστωσών του κεφαλαίου και της εργασίας, σε αυτό που αποτέλεσε το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ: το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Μόνο που το Κοινωνικό Συμβόλαιο δεν περιλαμβάνει τους πάντες: κάπου υπάρχουν σύμμαχοι και αλλού αντίπαλοι. Ο ταξικός ανταγωνισμός και οι πολιτικές εκφάνσεις του είναι πάντα στην ημερήσια διάταξη. Αυτή την πόλωση του Κοινωνικού Συμβολαίου επιχειρήσαμε να καταγράψουμε σε όσα προηγήθηκαν.
The wild west
Ο Γύρος της Ουρουγουάης τελείωσε...
Οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση του γύρου της Ουρουγουάης της GATT διήρκεσαν περισσότερο από επτά χρόνια. Κεντρικό σημείο των διαπραγματεύσεων αποτέλεσε η επέκταση των αρχών της GATT, δηλαδή της ίσης μεταχείρισης όλων των εταίρων και της άρσης των ποσοτικών περιορισμών, σε τομείς που μέχρι τότε είχαν μείνει έξω από τις συμφωνίες, δηλαδή στα γεωργικά προϊόντα, στην υφαντουργία και προπαντός στις υπηρεσίες που στο μεταξύ αποτελούν το 20% του παγκοσμίου εμπορίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι «όλοι οι ειδικοί περίμεναν τότε μια σοβαρή σύγκρουση Βορρά-Νότου: από τη μια μεριά οι σκληροί καπιταλιστές που θέλουν να επιβάλουν στους φτωχούς τους δικούς τους κανόνες του παιχνιδιού, από την άλλη πλευρά ο Τρίτος Κόσμος που οφείλει να προστατεύσει τη νέα βιομηχανία του από τον πανίσχυρο ανταγωνισμό του Βορρά» (Ν. Piper, Zeit, 17.12.93), γεγονός που απλώς πιστοποιεί την ποιότητα της σκέψης και των αναλύσεων των «ειδικών», οι οποίοι αδυνατούν να ενσωματώσουν στη λογική τους το γεγονός ότι ο κύριος όγκος του διεθνούς εμπορίου πραγματοποιείται στο εσωτερικό και μεταξύ των τριών βασικών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Όλη η καθυστέρηση του Γύρου και οι διχογνωμίες οφείλονται στη σύγκρουση μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών με αντικείμενο τη διατήρηση του προστατευτισμού εκεί όπου υστερούν στο διεθνή ανταγωνισμό, και τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου στις περιοχές όπου διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Οι «Τρίτες Χώρες» έχουν πλέον «πειστεί» για τον φιλελεύθερο μονόδρομο και παρέμειναν θεατές της διαμάχης. Ενώ η τελική συμφωνία επετεύχθη με τίμημα το συμβιβασμό σε μερικά ζητήματα (αγροτικά) και την παραπομπή στο μέλλον άλλων (αεροναυπηγική, πολιτιστική βιομηχανία, ναυτιλία).
Είναι δύσκολο να περιγραφούν οι ακριβείς επιπτώσεις των συμφωνιών που επισφραγίστηκαν με τη λήξη του Γύρου της Ουρουγουάης, διότι σε πολλές από τις ρυθμίσεις προβλέπεται μακρά (6ετής ή 10ετής) περίοδος προσαρμογής στα συμφωνηθέντα. Μπορούμε όμως να αποδώσουμε συνοπτικά τα κυριότερα σημεία και να προβούμε σε μια συνολική αποτίμηση των τάσεων που διαγράφονται για το μέλλον, θα έχουμε λοιπόν περαιτέρω περικοπή των δασμών για βιομηχανικά προϊόντα, που ήδη είναι χαμηλοί, μείωση - αν και σταδιακά - των επιδοτήσεων των αγροτικών προϊόντων και άνοιγμα των κλειστών αγορών (Ιαπωνία), σχετική άρση του προστατευτισμού που περιβάλλει εμμέσως ή αμέσως τις υπηρεσίες, αυστηρότερους περιορισμούς στη χρήση antidumping, ρυθμίσεις για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, ρυθμίσεις για τις κρατικές προμήθειες, καθώς και άλλα μέτρα που έχουν μείζονα ή ελάσσονα σημασία ανάλογα με την περίπτωση, δηλαδή τη συγκεκριμένη ένταξη μιας χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο (Financial Times, 16.12.93).
Εκείνο που οφείλει να υπογραμμιστεί εν προκειμένω είναι η κυλιόμενη ένταξη των χωρών στο ένα ή το άλλο (υποθετικό) μπλοκ προστατευτιστών ή φιλελευθέρων, ανάλογα με τα συμφέροντα εθνικών κεφαλαίων που όφειλε να εκπροσωπήσει. Η φιλελεύθερη Δύση κρατά το δικαίωμα να άρει τις ποσοστώσεις εισαγωγών προϊόντων υφαντουργίας από τις χώρες της Α. Ασίας μέσα σε ένα αρκετά γενναιόδωρο διάστημα μιας 10ετίας, ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί την άρση των εμπορικών φραγμών σε περιπτώσεις όπου τα προϊόντα της προέρχονται από κλάδους με άνω του διεθνούς μέσου όρου παραγωγικότητα. Προμαχών του προστατευτισμού αναδείχθηκε η νεοφιλελεύθερη Γαλλία, η οποία μάλιστα προσέδωσε στην πρωτοβουλία της και ένα χαρακτήρα «προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς», με κύρια αναφορά στην πολιτιστική βιομηχανία του «καλού» ευρωπαϊκού κινηματογράφου, έναντι του «κακού» αμερικάνικου (R. Dale, Νέα, 17.1.94). Μένει βέβαια να ανιχνευθεί στον όγκο της παραγωγής της πολιτιστικής βιομηχανίας, ποιο ποσοστό αναλογεί σε «δημιουργία» και ποιο σε απλή κακέκτυπη αναπαραγωγή αμερικανικών υποπροϊόντων. Αν κρίνουμε πάντως από την ελληνική (τηλεοπτική κατά βάση) παραγωγή, τότε δεν υπάρχει λόγος (πλην εκείνου που αναφέρεται στην απασχόληση του αντίστοιχου ανθρώπινου δυναμικού) που να συνηγορεί υπέρ αυτού του «υψηλού στόχου» (βλ. και Δ. Πετυχάκη, Βήμα, 20.12.93).
... αλλά ο εμπορικός πόλεμος συνεχίζεται
Παρά την ειδυλλιακή εικόνα που συνήθως ζωγραφίζουν στον πίνακα των διεθνών οικονομικών εξελίξεων οι κατ' επάγγελμα σχολιαστές, η πραγματικότητα που υποβόσκει τη συγκυρία συμφωνιών και συσπειρώσεων στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς προσομοιάζει μάλλον με κατάσταση πολέμου. Ενός πολέμου που διεξάγεται με τις συνήθεις μεθόδους της πολεμικής τέχνης: κατάληψη θέσεων, συγκρότηση συμμαχιών, δοκιμή του οπλοστασίου, αψιμαχίες, και τέλος επιδίωξη της νίκης με ειρηνικά μέσα, καθότι η ίδια η πολεμική πράξη εμπεριέχει μεγάλα ρίσκα που θέτουν σε κίνδυνο όλες τις έως τότε κατακτήσεις. Ας σκιαγραφήσουμε αδρά μερικές από τις παραπάνω υποπεριπτώσεις.
Κατάληψη θέσεων: Η κατάσταση που διαμορφώνεται στο σημείο αυτό αφορά κατά κύριο λόγο την ολοκλήρωση των ζωτικών οικονομικών χώρων γύρω από τους τρεις βασικούς καπιταλιστικούς πόλους. Η Ιαπωνία έχει ήδη διαμορφώσει τον οικονομικό χώρο της Ν.Α. Ασίας με ευνοϊκούς όρους, αν και δεν έχει προσδώσει σε αυτόν κάποιο θεσμικό χαρακτήρα ανάλογο εκείνου που επιδίωξαν οι άλλοι δυο πόλοι της παγκόσμιας αγοράς. Αντιθέτως, ιδιαίτερα αισθητή είναι η παρουσία των ΗΠΑ στη δημιουργία του Βορειοαμερικανικού Συμφώνου Ελευθέρου Εμπορίου NAFTA (και την προώθηση της συνεργασίας των χωρών του Ειρηνικού APEC), ενώ αντιστοίχως η ΕΕ διευρύνεται προς τις χώρες που βρίσκονται στον προθάλαμο της. Παράλληλα διευρύνεται ο κύκλος των χωρών που ζητούν να ενταχθούν άμεσα στην ΕΕ, με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, για τις οποίες υπάρχει προς το παρόν διχογνωμία, με στάθμιση των οικονομικών έναντι των πολιτικών επιχειρημάτων που συνηγορούν υπέρ ή κατά της άμεσης ένταξης.
Συγκρότηση συμμαχιών: Εδώ η κατάσταση περιπλέκεται, όπως διαφάνηκε ήδη στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης. Η νέα επιθετική στρατηγική των ΗΠΑ σε ζητήματα παγκοσμίου εμπορίου και κανόνων του παιχνιδιού στις διεθνείς συναλλαγές, δείχνει ότι η πολιτική συμμαχιών έχει ως βασικό στόχο τη διατάραξη των ισορροπιών στο εσωτερικό των άλλων δυο πόλων. Πρώτη κίνηση, αν και ως ένα βαθμό εμβρυακή, αποτελεί η σύνοδος των ηγετών των χωρών του Ασιατικο-Ειρηνικού χώρου Οικονομικής Συνεργασίας APEC στο Σηάτλ των ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 1993. Εκεί επιχειρήθηκε από τον Πρόεδρο Κλίντον μια πρώτη προσέγγιση σε ένα Ασιατικοειρηνικό Σύμφωνο Ελευθέρου Εμπορίου PAFTA, το οποίο εκτιμάται ότι θα συμβάλει αποφασιστικά στην αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας (C. Tenbrock, Zeit, 19.11.93). Παράλληλα, οι ΗΠΑ επιχειρούν με λιγότερη ένταση και χωρίς την αισθητή κρατική παρουσία - αλλά κυρίως μέσω της συμφωνίας της GATT, τη διείσδυση στις μέχρι σήμερα κλειστές ευρωπαϊκές αγορές των κρατικών προμηθειών, χωρίς να έχουν τελεσφορήσει κάποιες προσπάθειες μονιμότερων συμμαχιών. Οι επενδύσεις στην Ανατολική Ευρώπη έχουν προς το παρόν παραμείνει σε χαμηλό επίπεδο και δε συμβάλλουν προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση. Η στρατηγική της Ιαπωνίας δεν έχει διάσταση συμμαχιών, αλλά χειρίζεται την οικονομική διείσδυση με τις άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό, πέραν βεβαίως των εμπορικών συναλλαγών, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες υστερούν στον τομέα αυτό.
Δοκιμή τον οπλοστασίου και αψιμαχίες: Εδώ υπάρχει μια σειρά ενδείξεων που μπορούν να αναφερθούν, με κυριότερη τη διαμάχη ΗΠΑ-Ιαπωνίας αναφορικά με το άνοιγμα της εσωτερικής ιαπωνικής αγοράς σε προϊόντα και υπηρεσίες από το εξωτερικό, και κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόσφατο παράδειγμα η αποτυχία των διαπραγματεύσεων Κλίντον-Χοσοκάβα στην Ουάσιγκτον τον Φεβρουάριο 1994. Η απαίτηση των Αμερικανών ήταν να υπάρξουν ποσοστώσεις για τα μερίδια των αμερικανικών προϊόντων στην ιαπωνική αγορά κατά το πρότυπο των ημιαγωγών. Η απάντηση των Ιαπώνων ήταν καθαρά αρνητική (Καθημερινή, 13.2.94). Η πίεση αυτή των Αμερικανών συνδέεται με το γεγονός του κλειστού χαρακτήρα της ιαπωνικής αγοράς για προϊόντα από το εξωτερικό, αλλά και με τις διαβεβαιώσεις του νέου κυβερνητικού μπλοκ της Ιαπωνίας, το οποίο αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της χώρας πριν από ένα οκτάμηνο υποσχέθηκε το άνοιγμα των ιαπωνικών αγορών, την τόνωση της ζήτησης καταναλωτικών προϊόντων, την απορρύθμιση του συστήματος κρατικού σχεδιασμού και αδιαφανών για τους εισαγωγείς κρατικών προδιαγραφών. Μάλιστα, η πορεία αυτή φαινόταν αρκετά ρεαλιστική, διότι αποτελούσε ενδεχομένως και τη μοναδική διέξοδο της ιαπωνικής οικονομίας από την ύφεση, εφόσον η χώρα αυτή εμφανίζει σε σχέση με τις άλλες προηγμένες καπιταλιστικές χώρες έντονα σημάδια «υποκατανάλωσης» (G. Blume, Zeit, 18.2.94). Σήμερα πάντως έχουν μειωθεί οι ρυθμοί των αλλαγών, ενώ το μέλλον δεν είναι τόσο σαφές όσο φαινόταν πριν από μερικούς μήνες. Πολλοί μιλούν για εμπορικά αντίποινα των ΗΠΑ, αλλά υπάρχει ακόμη σειρά ενδιάμεσων διαβουλεύσεων πριν ανοιχτούν τα μέτωπα...
Είναι φανερό ότι και στις περιπτώσεις στρατηγικών μεθοδεύσεων στον ανταγωνισμό στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τον κεντρικό ρόλο έχουν οι ΗΠΑ. Οι λόγοι που μπορούν να παρατεθούν ως ερμηνεία του γεγονότος είναι πολλαπλοί: στην αρνητική πλευρά αναφέρεται συχνά η «κεκτημένη ταχύτητα» από τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό, ο πειρασμός να εκληφθεί ο χώρος του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού ως ευθεία προέκταση της διεθνούς πολιτικής και των συσχετισμών που διαμορφώνει, η «άγνοια» των οικονομικών νόμων της παγκόσμιας αγοράς. Η θετική όψη της επιχειρηματολογίας παραθέτει κυρίως το γεγονός ότι οι ΗΠΑ διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στη λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς, έχοντας μια διαρκή - έστω και κατά περιόδους αφανή ή λανθάνουσα - οικονομική ηγεμονία. Ενώ οι παρεμβάσεις τους έχουν ως κύριο στόχο τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος και της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς (C. Layne B./Schwarz, Zeit, 29.10.93). Η οριστική κρίση για τους λόγους που εξωθούν τις ΗΠΑ στην ανάληψη πρωτοβουλιών και την ενεργό παρέμβαση στις διεθνείς οικονομικές ισορροπίες, προϋποθέτει μια βασική εκτίμηση για την έκταση και τα χαρακτηριστικά της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, γεγονός που υπερβαίνει τα όρια αυτού του σημειώματος. Δεν είναι άλλωστε το μόνο σημείο της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας που παραμένει νεφελώδες. Υπάρχουν πάντως ενδείξεις ότι τα υψηλά ποσοστά μεγέθυνσης που παρατηρούνται αυτή την εποχή στις ΗΠΑ και που τείνουν να διαμορφώσουν μια εικόνα μεγέθυνσης για το 1994 της τάξης του 4%, θα προσδώσουν στις ΗΠΑ το ρόλο ατμομηχανής της παγκόσμιας οικονομίας (W. Herz, Zeit, 18.3.94).
Προοπτικές και συμπεράσματα
Η εικόνα που διαμορφώνεται για την παγκόσμια οικονομία είναι αρκετά δυσμενής. Μετά από μια μακρά περίοδο άκρατης απορρύθμισης και νεοφιλελεύθερης ευφορίας, όπου η φιλελευθεροποίηση υποτίθεται ότι θα έδινε το φάρμακο για μια σπειροειδή ανέλιξη των αγορών προς υψηλότερα σημεία ισορροπίας, τα φαινόμενα δεν ανταποκρίνονται στις προβλέψεις. Μάλλον το αντίθετο παρατηρείται: όπου υπήρξαν κρατικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη ανοδικών τάσεων της συγκυρίας ή για την αντιμετώπιση της ύφεσης, τα αποτελέσματα ήταν συγκριτικά καλύτερα. Παράδειγμα ο πρώτος προϋπολογισμός του προέδρου Κλίντον και τα ειδικά επενδυτικά προγράμματα για έρευνα και ανάπτυξη, αντιμετώπιση της ανεργίας, έως και το πρόσφατο πρόγραμμα αναμόρφωσης του συστήματος υγείας που θα αποτελέσει, σε όποια μορφή και αν υιοθετηθεί, μια τεράστια επενδυτική προσπάθεια συνδυασμένη με τον εξορθολογισμό ενός ιδιαίτερα δαπανηρού και αναποτελεσματικού συστήματος παροχής προϊόντων και υπηρεσιών υγείας (C. Tenbrock, Zeit, 1.10.93).
Από την άλλη πλευρά υπάρχει η περίπτωση της Ιαπωνίας που διέρχεται αυτή την περίοδο μια μακρά ύφεση, η οποία έχει σοβαρές επιπτώσεις σε παραδοσιακούς εξαγωγικούς κλάδους, όπως είναι το αυτοκίνητο. Η μείωση της εγχώριας ζήτησης έχει εξωθήσει το ιαπωνικό κεφάλαιο σε μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική στις παγκόσμιες αγορές (μικρές αυξήσεις τιμών προκειμένου να διατηρήσουν τα μερίδια των αγορών παρά τις δυσμενείς ισοτιμίες), με αποτέλεσμα να παραμένουν υψηλά τα εμπορικά πλεονάσματα και να ωθούν το γιεν σε περαιτέρω ανατίμηση, με το φαύλο κύκλο να συνεχίζεται και πάλι. Ο προστατευτισμός στην εγχώρια αγορά, μαζί με την ύφεση, δεν δίνει τη δυνατότητα στις εξαγωγές των άλλων καπιταλιστικών χωρών να επωφεληθούν από αυτή την ευνοϊκή για αυτές συγκυρία (G. Blume, Zeit, 17.9.93). Ταυτόχρονα επανακάμπτουν μερικοί παραδοσιακοί κλάδοι στην αμερικανική αγορά: οι αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας μετά μια μακρά περίοδο αναδιάρθρωσης έχουν αυτή τη στιγμή μειωμένο κόστος παραγωγής και ανακτούν μερίδια αγοράς που είχαν χάσει προς τις ιαπωνικές εταιρείες (από 64,6% σε 66,0% οι εταιρείες General Motors, Ford και Chrysler, έναντι απώλειας μιας ποσοστιαίας μονάδας των Ιαπώνων μέσα σε ένα χρόνο που τώρα βρίσκονται στο 29,1%, Η. Bluethmann, Zeit, 21.1.94).
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει εξίσου σημαντικές δυσκολίες προσφεύγοντας στις νεοφιλελεύθερες (λευκές ή μαύρες) βίβλους, που ανεξάρτητα συγκυρίας, οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, μονότονα προτείνουν τα ίδια γιατρικά: ελαστικοποίηση της εργασίας, κατάργηση του κατώτερου μισθού, μερική απασχόληση, μείωση των ωρών εργασίας κλπ. Ενώ υπάρχει και έλλειμμα στρατηγικής, μιας και μέχρι πρόσφατα (1992) η ΕΕ εκτιμούσε ότι «η ανάλυση στοιχείων δείχνει ενίσχυση της τάσης για πράξεις μεγάλης κλίμακας» (=συγχωνεύσεις) (Κ.-Ρ. Schmid, Zeit, 1.10.93), τη στιγμή που είναι παγκοσμίως εμφανής η δυσκολία που αντιμετωπίζουν ακόμη και κολοσσοί όπως η ΒΡ, η Philips, η Feruzzi, η Volvo κ.ά. Η ενίσχυση του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκή και σε παγκόσμια κλίμακα, ακυρώνει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των μεγάλων συγκροτημάτων και τα αποδυναμώνει μέσα στην κρίση. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και ο ενιαίος οικονομικός χώρος δεν έφτιαξε αυτομάτως το «ευρωπαϊκό κεφάλαιο». Οι στρατηγικές παραμένουν κατά μεγάλο μέρος εθνικές, ενώ το πολυεθνικό κεφάλαιο διατηρεί τη στρατηγική του και μέσα στον ενιαίο οικονομικό χώρο. Ένα χρόνο μετά την εφαρμογή του ενιαίου οικονομικού χώρου αναζητούνται τα αίτια της αφλογιστίας του: η βαθειά ύφεση που πλήττει την Ευρώπη, η κοινοτική γραφειοκρατία, η νομοθετική αδράνεια των χωρών που δεν εναρμονίζουν τους εθνικούς κανόνες αναφέρονται ως μερικά από τα αίτια της σχετικής ακινησίας (Financial Times, 5.1.94). Γεγονός παραμένει πάντως ότι τα ευρωπαϊκά κεφάλαια βρίσκονται σήμερα σε δυσχερή θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και αναζητούν την εύκολη διέξοδο από την κρίση στη συμπίεση της εργασίας. Ίσως δεν είναι λοιπόν αρκετή η σημερινή ύφεση για την αναγκαία εκκαθάριση, και απαιτείται ένας νέος πολυπληθέστερος εφεδρικός στρατός...