Η Αριστερά της Πολιτικής Εξομάλυνσης

Τα παράδοξα των εκλογών Φαντάζει παράξενο να προβάλλει κανείς παράδοξα σε εκλογές που χαρακτηρίστηκαν από τη μέγιστη δυνατή προβλεψιμότητα και την απουσία απροόπτων, παρά τη φαινομενική -ενδεχομένως και επίπλαστη- "αγωνία" των δημοσκόπων για την "αβέβαιη" έκβαση. Και όμως, οι εκλογές αυτές είναι οι πρώτες, από τη μεταπολίτευση και μετά, που σημαδεύτηκαν από καινοφανή χαρακτηριστικά.

Σε κάθε αναμέτρηση έως σήμερα, χαρακτηριστική ήταν η συμβολική ή, και σε κάποιο βαθμό πραγματική αντιπαράθεση των φαντασμάτων της ταξικής σύγκρουσης: Το "κόμμα του λαού" αντίπαλο με το "κόμμα της τάξης", το "εργατικό" ενάντια στο "συντηρητικό" κόμμα. Γιαυτό και οι συγκεντρώσεις διέθεταν παλμό, κάποιο απόηχο από τη λαϊκή δυναμική, γιαυτό και η πολιτική και εκλογική πόλωση υποκαθιστούσε, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, την απούσα ή μειωμένη σε ένταση κοινωνική πόλωση.

Ακόμη και στην αναμέτρηση του 1993, υπήρχε πολιτική πόλωση που αντανακλούσε την αμφισβήτηση της ακραίας νεοφιλελεύθερης επίθεσης κατά την τριετία της ΝΔ, έστω και αν το πολιτικό επίδικο αντικείμενο ήταν η επικράτηση ενός νεοφιλελευθερισμού με κοινωνικό πρόσωπο, μιας ήπιας εκδοχής του που διόρθωνε τις κοινωνικές ακρότητες της προηγούμενης περιόδου.

Οι εκλογές που πέρασαν όμως, ήταν οι πρώτες από πολλές δεκαετίες που εστερούντο παντελώς πολωτικού στοιχείου και πειστικών κοινωνικών αναφορών σε λανθάνουσες ταξικές αντιπαλότητες. Από τα άχρωμα συνθήματα της "κοινωνικής αλληλεγγύης" του Κ. Σημίτη, τα οποία έκλειναν μακροσκελέστατες αναφορές στην αναγκαιότητα τήρησης του προγράμματος σύγκλισης, και την καρικατούρα του "πεινώντος λαού" του Μ. Έβερτ, που έπεφτε σαν οβίδα μέσα στον καταιγισμό μέτρων για τη φορολογική ανακούφιση των μικροαστών, έως την επίκληση του "καλού ΠΑΣΟΚ" του Δ. Τσοβόλα, που έλεγχε τα βιβλία των "μεγάλων εταιριών" και εισέπραττε φόρους για να τους δώσει στο λαό, και τον εξοργιστικό προσανατολισμό του ΚΚΕ σε διωκόμενους μικρομεσαίους και άλλους αναξιοπαθούντες (ο Συνασπισμός κυτταζόταν όλο το διάστημα αυτό στον καθρέφτη και δεν έρριξε κανένα σύνθημα), η πολιτική και κοινωνική πόλωση ήταν για πρωτη φορά απούσα. Και αν επιστρατεύθηκε σε κάποιο σημείο του προεκλογικού αγώνα, αυτό έγινε για την τιμή των όπλων, για να μπεί και πάλι στα γνωστά χρονοντούλαπα.

Και όμως οι εκλογές αυτές ανέδειξαν την Αριστερά σε ποσοστά που έκαναν τον υστερικό κ. Ανδριανόπουλο να μιλά για "ιστορικό αναχρονισμό" και απουσία δεξιού κόμματος στην ελληνική πολιτική σκηνή. Οπότε γεννιέται εύλογα το ερώτημα:

Πώς είναι δυνατό ο κατ' εξοχήν πολιτική έκφραση της κοινωνικής πόλωσης, η πάσης φύσεως Αριστερά, να θριαμβεύει εκεί όπου η σημαία της πόλωσης υποστέλλεται;

Πώς είναι ταυτόχρονα δυνατό ο πολιτικός εκφραστής του κοινωνικού συντηρητισμού να επιδεικνύει τόσο υπερβάλλοντα ζήλο για την υιοθέτηση "αριστερών" συνθημάτων;

Ποιά είναι αυτή η Αριστερά που είναι τόσο "αναχρονιστικά" ελκυστική, ώστε να συνωθούνται πρακτικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις στο πεδίο ορισμού της;

Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά οφείλουν να διερευνηθούν μια σειρά παράμετροι της συγκυρίας, όπως:

τα γενικότερα δεδομένα της συγκυρίας, οι παράμετροι του εκλογικού σκηνικού, οι μετεκλογικές προοπτικές, η νέα κοινωνική δυναμική που προβάλλει στον ορίζοντα.

Και όλα αυτά με την επιφύλαξη που επιτάσσει μια διάχυτη αίσθηση πολιτικής και κοινωνικής ρευστότητας, αποτέλεσμα και ταυτόχρονα σημείο εκκίνησης των νέων πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών.

Τα δεδομένα της συγκυρίας Αν θέλουμε να συμπυκνώσουμε τα δεδομένα που προκύπτουν από τη συγκυρία σε μια και μόνη θεμελιακή έκφανση, τότε θα μιλήσουμε για την έκλειψη της "πολιτικής" και την πρωτοκαθεδρία της "διαχείρισης".

Παραστατικά αυτό σημαίνει ότι ουδείς αναμένει τομές ή ρήξεις στη σύνθεση της κυρίαρχης πολιτικής έκφρασης τάσεων που αναδύονται από τη συγκυρία. Ο περιορισμός της κοινωνικής αμφισβήτησης και η ατονία των κοινωνικών αντιστάσεων, απόρροια της ήττας της εργασίας στην εποχή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με την ηγεμονία των ιδεολογιών του άρχοντος συγκροτήματος και τη "δεδομένη", από την πλευρά του κυρίαρχου αστικού μπλοκ, οργάνωση της συναίνεσης των κυριαρχουμένων, καθιστούν την "πολιτική", όπως παραδοσιακά τη γνωρίζαμε, υποχεριο της "διαχείρισης". Η τελευταία αναλαμβάνει, πέρα από την πρακτική αποτύπωσης του υλικού ίχνους των κοινωνικών συσχετισμών, και τη διευθέτηση των ογκούμενων και συχνά ανεξέλεγκτων ενδοαστικών αντιθέσεων.

Όμως και αυτή η κατάσταση που μόλις αποτυπώσαμε είναι αντιφατική. Και η κίνηση της αντίφασης συναρθρώνει σειρά δευτερευουσών όψεων με δυναμική, που αν και ελέγχεται απόλυτα προς το παρόν, εντούτοις εγκυμονεί άγνωστους κινδύνους και απρόβλεπτες εξελίξεις για το μέλλον. Ιδού μερικές από τις όψεις που μπορούν να αποτελέσουν μοχλούς για μικρές και μεγάλες ανατροπές σε μελλοντικά κομβικά σημεία της αντιφατικής κίνησης, από τα οποία αναφέρονται ενδεικτικά:

Η εσωτερική αντιφατική σχέση ανάμεσα σε ανάπτυξη (=εκτατική διάσταση, ενισχυτική του status quo) και αναδιάρθρωση (=εντατική διάσταση της κρίσης, με άγνωστες προεκτάσεις), η οποία κρίνεται και σταθμίζεται καθε φορά στη συγκυρία από τις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου.

Το ειδικό βάρος που μέλλει να αποδοθεί στην αναστολή, έλεγχο ή προώθηση των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης, και πιο συγκεκριμένα οι μορφές εκκαθάρισης που θα προκριθούν στο μέλλον, μέσα από την κρατική παρέμβαση, τόσο αναφορικά με την εργασία όσο και σε σχέση με τις ελλιπώς υπεραξιούμενες μερίδες του κεφαλαίου.

Η ασταθής ισορροπία στη διαδικασία διευθέτησης των ενδοαστικών αντιθέσεων, με δεδομένο το μικρό μέγεθος της αγοράς, τη διευρυνόμενη διεθνοποίηση, την ένταση του ανταγωνισμού, το ρόλο και την προοπτική περιορισμού του κράτους και των κρατικών επιχειρήσεων, τις ισορροπίες και τις αντιθέσεις στις αγορές.

Τα παραπάνω ζητήματα, δευτερεύουσες όψεις στην κίνηση της βασικής κοινωνικής αντίφασης, φαντάζουν αρχειακά και λυμένα στη συγκυρία:

Η αναδιάρθρωση δείχνει να είναι υποζύγιο της ανάπτυξης.

Η εκκαθάριση φαίνεται να είναι ελεγχόμενη και σταδιακή.

Οι ενδοαστικές αντιθέσεις εμφανίζονται ανοικτά μόνο σε κομβικές κρατικές επιλογές.

Όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και αποκαλύπτεται διαμεσολαβούμενη από τις πολιτικές εκφάνσεις της συγκυρίας:

Ο βασικός προσανατολισμός στη διευθέτηση των ανδοαστικών αντιθέσεων κάνει τα κόμματα εξουσίας να δείχνουν ολοένα περισσότερο αυτό που είναι, δηλαδή κόμματα του κεφαλαίου με διαρκώς συγκλίνουσες πολιτικές προτάσεις οργάνωσης της συναίνεσης των κυριαρχουμένων Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πολιτικός ιδεολογικός μηχανισμός, το σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης, διέρχεται μια περίοδο αστάθειας που εκδηλώνεται με τη χαλάρωση των δεσμών εκπροσώπησης ανάμεσα στα λαϊκά κοινωνικά στρώματα και τους αντίστοιχους πολιτικούς σχηματισμούς.

Η κοινωνική και πολιτική κινητικότητα παράγει ολοένα ογκούμενη πολιτική ρευστότητα που εκφράζεται με τον προσανατολισμό των κομμάτων εξουσίας, αλλά, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και του συνόλου του πολιτικού φάσματος προς τους υποτιθέμενους αδύνατους κρίκους του μπλοκ εξουσίας. Από εδώ εξηγείται η επίθεση φιλίας προς τους "αδύνατους" κοινωνικούς συμμάχους του μπλοκ (μικροαστούς, αγρότες κλπ.) από όλα τα κόμματα της πολιτικής σκηνής.

Η σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων των πολιτικών σχηματισμών, απότοκο της υποχώρησης της "πολιτικής" και της αυξημένης πολιτκής ρευστότητας, παράγει αντιφατικά φαινόμενα. Το ΠΑΣΟΚ με την ολοσχερή επικράτηση της ομάδας Σημίτη σε κυβέρνηση και κόμμα, προσανατολίζεται στην υιοθέτηση μιας ήπιας νεοφιλελεύθερης γραμμής χωρίς τις αντιφάσεις που καλλιεργούσε η ιστορική πορεία του και οι χειρισμοί του Α. Παπανδρέου. Η ΝΔ προσπαθεί να εμβολίσει το ΠΑΣΟΚ από τα "αριστερά" με το μύθο της "λαϊκής δεξιάς" και της κοινωνικής πολιτικής μέσω ανάπτυξης και αποκρατικοποίησης.

Είναι προφανές ότι αυτό το σκηνικό πολιτικής ρευστότητας και κοινωνικού αποπροσανατολισμού αντιστρατεύεται ευθέως τις "διαχωριστικές γραμμές", δηλαδή την πολιτική πόλωση με βάση κάποια, έστω εξαιρετικά διαμεσολαβημένη, αντανάκλαση της αντίθεσης κεφαλαίου/εργασίας. Είναι προφανές ότι η υποχώρηση της πόλωσης δε σημαίνει την εξάλειψη των κοινωνικών αντιφάσεων, αλλά αποτελεί τη συγκεκριμένη πολιτική έκφραση των συσχετισμών δύναμης, των πολιτικών διαμεσολαβήσεών τους και των γενικότερων κοινωνικών ισορροπιών που διαμορφώνονται την περίοδο αυτή στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

Μένει όμως να απαντηθούν ορισμένα βασικά ερωτήματα:

Ποιές τάσεις αναδεικνύονται από τη συγκυρία που περιγράψαμε;

Ποιά πολιτική πριμοδοτείται από τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων;

Το σκηνικό των εκλογών και οι μετεκλογικές εξελίξεις δίνουν την ευκαιρία για μια συνολικότερη προσέγγιση στα παραπάνω, που θα συνυπολογίζει τη δυνατότητα αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού που πάντα δίνεται σε τέτοιες περιόδους.

Παράμετροι και δεδομένα των εκλογών Είδαμε στα παραπάνω ότι το συνολικό πολιτικό σκηνικό χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη ρευστότητα, απόρροια των νέων ταξικών συσχετισμών στην εποχή της παντοδυναμίας του κεφαλαίου. Και προκύπτει εύλογα το ερώτημα:

Η αστάθεια των πολιτικών ιδεολογικών μηχανισμών συνεπάγεται άραγε ευθέως μια προοπτική κατακερματισμού του πολιτικού σκηνικού;

Πράγματι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για τροποποίηση ορισμένων δεδομένων της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Τα εξετάζουμε στη συνέχεια με συνοπτικό και κωδικό τρόπο:

Το ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής, του εκσυγχρονισμού και της χωρίς αντιφάσεις υιοθέτησης ενός νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, είναι προφανές ότι δε μπορεί να εκπροσωπήσει το σύνολο του κοινωνικού φάσματος που περιλάμβανε κάτω από τη σκέπη του. Ο εξωβελισμός των δευτερευουσών όψεων της αντίφασης συνεπάγεται προοπτικά τη χαλάρωση των δεσμών εκπροσώπησης που αναφέρονται στις κοινωνικές δυνάμεις που πλήττονται ιδιαίτερα από την αναδιάρθρωση, αλλά και εκείνες που θεωρούν τα σημερινά «εκσυγχρονιστικά» ανοίγματα όχι επαρκώς προωθητικά. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις που προκύπτουν στευνεύουν την κοινωνική βάση αντιπροσώπευσης του ΠΑΣΟΚ, αλλά προς το παρόν δε φαίνεται να προξενούν ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς η πλειονότητα των κοινωνικών στηριγμάτων φαίνεται να ανανεώνει τους πολιτικούς δεσμούς με το κυβερνών κόμμα.

Μετά την ήττα της ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής της έκφρασης, η ΝΔ βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση αξιόπιστου πολιτικού στίγματος. Στην πορεία αυτή είχε προσανατολιστεί κατά το τελευταίο διάστημα σε έναν συντηρητισμό που συγκέντρωνε αμαλγαματικά αυταρχικές, ακραίες συντηρητικές, νεοφιλελεύθερες και κρατιστιστικές, λαϊκίστικες και εθνικιστικές πολιτικές εκφράσεις. Η ΝΔ διατηρούσε την ελπίδα ότι με αυτή την αντιφατική πολιτική θα μπορούσε να οικειοποιηθεί τη φθορά του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ και να επιδιώξει τη νέα πολιτική σύνθεση με την επάνοδό της στην κρατική διαχείριση. Η επικράτηση της ομάδας Σημίτη και οι πρόωρες εκλογές άλλαξαν τις παραμέτρους του πολιτικού παιχνιδιού και εξέτρεψαν την ΝΔ από μια πορεία αναμονής της κυβερνητικής φθοράς σε πλειοδοσία οικειοποίησης όλων των υπαρκτών ή υποτιθέμενων αντιφάσεων της κυβερνητικής πολιτικής:. Οι εξεζητημένες εθνικιστικές αναφορές, η πλειοδοσία προς τους κοινωνικούς "αδύνατους κρίκους" της κυνερνητικήςπολιτικής (πλην των εργατικών στρωμάτων), η επίκληση μιας διατασσόμενης ανάπτυξης που αποτέλεσαν όψεις της προεκλογικής επίθεσης της ΝΔ, κινήθηκαν συχνά στο πολιτικό και κοινωνικό noman's land, και γιαυτό δημιούργησαν την αίσθηση μιας πλειοδοσίας με ακάλυπτες (πολιτικές και κοινωνικές) επιταγές.

Το ΚΚΕ έπεσε θύμα της «πολιτικής συνέπειάς» του, που εκφράστηκε ανάγλυφα με το σύνθημα «ν κόμματα, 2 πολιτικές». Η ομολογία της πολιτικής απομόνωσης που περιέχει αυτό το σύνθημα και η επίκληση μιας ιδεολογικής και μόνο ψήφου χωρίς αποτέλεσμα στη συγκυρία, στάθηκε η μεγαλύτερη τροχοπέδη στη διεύρυνση του πολιτικού ρόλου και της εκλογικής βάσης του κόμματος. Η πραγματικότητα αυτή δε μπόρεσε να αντισταθμιστεί από συμπληρωματικές ασύμβατες με τα παραπάνω, και εν πολλοίς τυχοδιωκτικές ενέργειες, όπως για παράδειγμα η επίθεση φιλίας προς τους "μικρομεσαίους", οι οποίες δεν είχαν και δε μπορούσαν να έχουν πολιτικά αποτελέσματα. Το ΚΚΕ δεν κατόρθωσε να διεισδύσει στο πλέγμα των αντιφάσεων του νέου ΠΑΣΟΚ και φάνηκε να εξαντλεί την όποια κοινωνική και πολιτική δυναμική του.

Η Πολιτική Άνοιξη έδειξε από νωρίς ότι έφθασε στα όριά της. Από το σύνολο των θεμάτων που επιχείρησε να θέσει αναφορικά με το πολιτικό σύστημα και τη λειτουργία των πολιτικών ιδεολογικών μηχανισμών, η ίδια η εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων και οι «εκσυγχρονιστικές» ανακατατάξεις που επήλθαν, τα περισσότερα αν όχι όλα καλύφθηκαν από τις ηγεμονικές πολιτικές πρακτικές. Με αυτή την έννοια το κόμμα αυτό παροπλίστηκε πολιτικά και καταδίκασε τον εαυτό του σε ρόλο θεατή των πολιτικών εξελίξεων. Σίγουρα όμως δεν είναι αμελητέα η εθνικιστική (τα «εθνικά μας θέματα») και ρατσιστική («όχι Μουσουλμάνοι στη Βουλή») υποθήκη που άφησε στην πολιτική σκηνή, η οποία αναζητά διαχειριστή και πολιτικό φερέφωνο.

Τέλος, ο Συνασπισμός αντιλήφθηκε έγκαιρα το πολιτικό κενό μιας προωθημένης «εκσυγχρονιστικής εφεδρείας» και προσανατόλισε τον πολιτικό λόγο του προς το διαδικαστικό κενό μιας ανεξάρτητης αρχής «παρακολούθησης και ελέγχου» της «εκσυγχρονιστικής πορείας». Κάλυψε με αυτό το τρόπο το κενό ενός μηχανισμού ελέγχου του νέου ΠΑΣΟΚ, τοποθετούμενος στη θετική όψη των εξελίξεων με την προπαγάνδιση προς το εκλογικό σώμα ενός καθυσηχαστικού και απονευρωμένου λόγου διαχείρισης του εκσυγχρονισμού.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν υπάρχει κατ' αρχήν δυναμική συνολικής ανατροπής του πολιτικού σκηνικού, πλην όμως δεν είναι αμελητέα η τάση για διορθωτικές παρεμβάσεις και άνοιγμα των παραμέτρων του πολιτικού παιχνιδιού. Το στοίχημα που αναδείχθηκε προεκλογικά ήταν η πολιτική στέγαση των κοινωνικών στηριγμάτων που δε μπορούν να ακολουθήσουν την εμπέδωση της συντηρητικής στροφής του ΠΑΣΟΚ. Η παρέμβαση του ΔΗΚΚΙ του Δ. Τσοβόλα εγγυώταν τη συνέχεια με την ιστορική πορεία του κόμματος και διέθετε το πλεονέκτημα έγγραφής στην αντιφατική κίνηση των κομματικών παραδόσεων του ΠΑΣΟΚ.

Με αυτή την συνολική διάταξη των επιμέρους όψεων του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού έγιναν οι εκλογές και καταγράφηκαν οι τροποποιήσεις και ανακατάξεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Ερμηνεία των αποτελεσμάτων Τα αποτελέσματα των εκλογών μπορούν να εκτιμηθούν κατά μήκος ορισμένων βασικών αξόνων, που όπως θα δούμε δεν ταυτίζονται με το απλουστευτικό σχήμα νίκης του «εκσυγχρονισμού», ήττας του «λαϊκισμού», ή επικράτησης του «αριστερού μπλοκ» και υποχώρησης των «δεξιών κομμάτων».

Εμφανίστηκαν στο πολιτικό τοπίο δυο διακριτά πολιτικά στρατόπεδα νικητών και ηττημένων. Στο πρώτο συγκαταλέγεται το ΠΑΣΟΚ, που παρά τις απώλειες από την καταστολή των εσωτερικών αντιφάσεών του διατήρησε την πολιτική πρωτοβουυλία και την κυβερνητική διαχείριση, με σαφή προειδοποίηση όμως ότι οι κοινωνικές δυνάμεις που αποτελούν τον κορμό των κοινωνικών στηριγμάτων του δεν του παρέχουν τη χωρίς όρους υποστηριξη που είχε σε διάφορα κομβικά σημεία της τελευταίας δεκαπενταετίας, ο Συνασπισμός που αναδείχθηκε ενισχυμένος στην επιλογή του να αποτελέσει τη διαδικαστική εκσυγχρονιστική εφεδρεία και ομάδα πίεσης προς το νέο ΠΑΣΟΚ, ενσωματώνοντας και όλες τις ανέξοδες ψήφους ενός "αριστερά" προσημασμένου λευκού, και «αριστερής» αποστασιοποίησης από την πολιτική (φιλική στάση προς μειονότητες, υπό εξαφάνιση ζώα κλπ.)

το ΔΗΚΚΙ του Δ. Τσοβόλα που κατόρθωσε να εκπροσωπήσει κοινωνικά στρώματα που απειλούνται από το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού, διατηρώντας ταυτόχρονα και βασικές παραμέτρους του «ιστορικού» ΠΑΣΟΚ, όπως το εθικιστικό πρόσημο («πατριωτισμός») και η επίκληση της αδύνατης αναδιανομής μέσω της «φορολογικής δικαιοσύνης» κλπ.

Στο στρατόπεδο των χαμένων εντοπίζονται σε πρώτη ματιά οι ακόλουθες πολιτικές δυνάμεις:

Η ΝΔ, που περισσότερο και από τις μικρές απώλειες σε εκλογικά ποσοστά κατόρθωσε το μαναδικό: να μην μπορεί ως εναλλακτική λύση εξουσίας να καρπωθεί έστω και μέρος της κυβερνητικής φθοράς του ΠΑΣΟΚ, ενώ εισέρχεται σε μια μακρά περίοδο αμφισβήτησης των πολιτικών προσανατολισμών της, ομφαλοσκόπησης για την ανάγκη ανασύνθεσης των βασικών ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων που τη συναποτελούν και τελικά αναπροσανατολισμού της πολιτικής πρότασης για τη διαχείριση των κοινωνικών αντιφάσεων υπέρ του άρχοντος συγκροτήματος.

Η Πολιτική Άνοιξη, που απέτυχε παταγωδώς στο ρόλο της να αποτελέσει μοχλό αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, γιατί βρέθηκε μακράν των διεργασιών που συντελέστηκαν στο κέντρο της πολτικής σκηνής μετά την τροποποίηση των πολιτικών συντεταγμένων του ΠΑΣΟΚ.

Το ΚΚΕ, που με την επιμονή στα μεσοπολεμικά σχήματα καταγγελίας και απομόνωσης, αλλά και την απουσία πολιτικής συμμαχιών, κατόρθωσε να οικειοποιηθεί ένα αμελητέο μέρος από την κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική την οποία εκείνο «με συνέπεια» κατάγγελλε, ενώ ταυτόχρονα είδε να μετατρέπονται εις βάρος του οι συσχετισμοί δύναμης στο εσωτερικό της παραδοσιακής Αριστεράς υπέρ του Συνασπισμού και του ΔΗΚΚΙ.

Η παραπάνω ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος επιτρέπει να απαντήσουμε με συγκεκριμένο τρόπο στις διαπιστώσεις και τα διλήμματα που αποτελούν κοινό τόπο από την επομένη των εκλογών. Η βασική διαπίστωση που προβάλλει από διαφορέτικές πλευρές συμπυκνώνεται στη θέση περί νίκης του εκσυγχρονισμού, από τη στιγμή που η πάλαι ποτέ «φωλεά» του λαϊκισμού, το ΠΑΣΟΚ, αναγεννήθηκε ως «μητέρα όλων των εκσυγχρονισμών». Ταυτόχρονα επισημαίνεται και νίκη της Αριστεράς στις εκλογές, εφόσον, εκτός από την ήττα της δεξιάς, το κέντρο βάρους τυο πολιτικού φάσματος μετατοπίζεται σοβαρά προς τα αριστερά. Οπότε ανακύπτει αμέσως το δίλημμα αν υπάρχει πράγματι αριστερή στροφή ή αν απλώς κατισχύει ο εκσυγχρονισμός.

Η εκτίμηση που προκύπτει αβίαστα από τα παραπάνω δείχνει ότι η απλουστευτική λογική κάθε ερμηνείας στερείται λογικής συνέπειας. Ή μάλλον και τα δυο σκέλη περιέχουν κάποιο βαθμό επαφής με την πραγματικότητα, αν συνδυαστούν με συγκεκριμένες συνθήκες:

Η Αριστερά βρίσκεται κατά κύριο λόγο στο στρατόπεδο των νικητών, αλλά δευτερευόντως και στο μπλοκ των ηττημένων. Το γεγονός ότι η ηγεμονική μερίδα που συμπαρασύρθηκε από το κύμα της εκλογικής νίκης εμφανίστηκε με το πρόσημο του εκσυγχρονιστή, σχετικοποιεί τον περί νίκης της Αριστεράς λόγο. Αυτό το γεγονός επιτείνεται από την παρουσία στο τραπέζι των νικητών και ενός δηλωμένου πολέμιου του εκσυγχρονισμού και βασικού συντελεστή της μείωσης της εκλογικής δύναμης του κυβερνώντος κόμματος. Και το τελευταίο σχετικοποιείται από την πραγματικότητα ότι με τα ίδια σχεδόν συνθήματα το ΚΚΕ βρέθηκε στο χορό των ηττημένων χωρίς να μπορεί να καρπωθεί σημαντικό όφελος από τη σπορά «αριστερής» κριτικής που αυτό πρώτο είχε φέρει στο πολιτικό προσκήνιο.

Η «αριστερή στροφή» περιέχει σε σημαντικό βαθμό το στοιχείο της αποστασιοποίησης από την πολιτική (πριμοδότηση ΣΥΝ), αλλά και επιστροφής στις «ρίζες» (ΔΗΚΚΙ), ενώ ηγεμονεύετεαι από το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ με το ήπιο νεοφιλελεύθερο κοινωνικό πρόσωπο. Είναι αριστερή στο μέτρο που πιστοποιεί την κριτική απόσταση (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) των κοινωνικών στηριγμάτων από τη στροφή του ΠΑΣΟΚ. Στερείται όμως αριστερού χαρακτήρα από τη στιγμή που και το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ είναι και λειτουργούν ως προπύργια του εκσυγχρονισμού, δηλαδή της νεοφιλελεύθερης διορθωτικής παρέμβασης στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική λογική.

Ποιό είναι το άμεσο συνεπαγόμενο από αυτή την αντιφατική κίνηση; Από την απάντηση που θα δοθεί σε αυτό το ερωτημα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η εκτίμηση που μπορεί να διαμορφωθεί για τις μετεκλογικές προοπτικές που διαμορφώνονται στη συγκυρία.

Μετεκλογικές Προοπτικές Η αντίφαση ανάμεσα σε εκσυγχρονισμό και Αριστερά που καταγράφεται στα παραπάνω αποτελεί βασική παράμετρο των μετεκλογικών εξελίξεων. Εφόσον ο εκσυγχρονισμός αποτελεί την κυρίαρχη όψη της αντιφατικής κίνησης, μπορούμε αβίαστα να συμπεράνουμε ότι η φαλκίδευση της παραδοσιακής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ηγεμονία της κριτικής υποστήριξης από το Συνασπισμό, από τα εκσυγχρονιστικά και νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα, το μόνο που μπορεί να επιφέρει είναι, με τους σημερινούς όρους, αφενός μια διόγκωση του ρεύματος αποστασιοποίησης από την πολιτική εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που δεν εκπροσωπούνται από τη σημερινή διάταξη του πολιτικού σκηνικού, αφετέρου μια ενίσχυση εκείνων των πόλων που τείνουν να συσπειρώσουν το φόβο απέναντι στον κοινωνικό αποκλεισμό.

Σε κάθε περίπτωση, η όποια εκδοχή αυτής της προοπτικής ενισχύει την τάση αποδυνάμωσης των υπαρχόντων πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών, χωρίς να δημιουργεί κατ' ανάγκην τους όρους για ανάδυση οργανωμένων πόλων κοινωνικής αμφισβήτησης. Προς αυτή την απαισιόδοξη προοπτική συμβάλλει και το γεγονός ότι η συγκρότηση ενός πόλου κοινωνικής αμφισβήτησης συμβαδίζει με την ανατροπή κάποιων έστω και δευτερευουσών παραμέτρων της ήττας της εργασίας στην εποχή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει, λανθάνον ή υπό διαμόρφωση, το ρεαλιστικό ενδεχόμενο για ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις που το πολιτικό σύστημα θα είναι ανίκανο να προβλέψει, να ελέγξει, να τιθασεύσει και να μορφοποιήσει.

Από την προοπτική αυτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και η συνέχιση της στήριξης που παρέχουν προς το ΠΑΣΟΚ και το εκσυγχρονιστικό μπλοκ οι ηγεμονικές μερίδες του αστισμού. Η στήριξη αυτή που είχε μακρό χρονικό ορίζοντα και επαναβεβαιώθηκε αρκετές φορές, αν και με διαλέιμματα, την τελευταία δεκαπενταετία, συναρτάται άμεσα με την ικανότητα του ΠΑΣΟΚ να διαχειρίζεται την οργάνωση της συναίνεσης γύρω από τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου. Και τούτο μένει να δειχθεί στην επόμενη συγκυρία, με το δυναμικό απρόβλεπτων κοινωνικων εντάσεων που περικλείει η υποχώρηση της πολιτικής, αν και το ΠΑΣΟΚ διαθέτει σημαντικό προβάδισμα, και λόγω της πολιτικής αφλογιστίας της ΝΔ.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η οργάνωση της συναίνεσης στη «νέα εποχή», εντοπίζεται λοιπόν, λιγότερο στο ευάλωτο του ΠΑΣΟΚ απέναντι σε αριστερές προγραμματικές ή διαδικαστικές αντιπολιτεύσεις, και περισσότερο στη γενικευμένη υποχώρηση της πολιτικής -που ανατροφοδοτείται από το «εκσυγχρονιστικό» εγχείρημα και την ηγεμονία της διαχείρισης.

Στο επόμενο διάστημα θα τεθούν επί τάπητος μια σειρά από θεμελιακά πολιτικά επίδικα αντικείμενα που σχετίζονται με κομβικά ερωτήματα αναφορικά με το ρόλο και την εμβέλεια του νεοφιλελεύθερου πολιτικού εγχειρήματος. Στο κέντρο τους βρίσκεται η κύρια όψη της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η επιτάχυνση των εκκαθαριστικών λειτουργιών της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης. Και τα συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται αφορούν κατά κύριο λόγο τον κρατικό παρεμβατισμό, την κοινωνική πολιτική και το κράτος-πρόνοια, την πολιτική απέναντι στην εργασία και την ανεργία. Και εδώ οι τάσεις που αναδύθηκαν μετά τις εκλογές δεν επιτρέπουν να δοθεί μια τελεσίδικη απάντηση, ακριβώς γιατί τα ζητήματα αυτά δεν έχουν κριθεί και μένει να απαντηθούν συγκεκριμένα στη συγκυρία. Περιοριζόμαστε λοιπόν να δώσουμε μια σύντομη σκιαγράφηση των ανοικτών αυτών ζητημάτων:

Ο κρατικός παρεμβατισμός έχει ακόμη περιθώρια να λειτουργεί ανασταλτικά απέναντι στις λειτουργίες εκκαθάρισης της καπιταλιστικής κρίσης; Η μήπως με τις κατάλληλες (ιδεολογικές και πολιτικές) προϋποθέσεις και με κατάλληλη πολιτική συμμαχιών προς τα μεσοστρώματα μπορεί να αναδυθεί μεσοπρόθεσμα ως ηγεμονικό ρεύμα μια επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική που θα προωθεί μια σύντομη (στον ιστορικό χρόνο) περιοδο μαζικής απαξίωσης παραγωγικών δυνάμεων, προκειμένου να υπάρξει μια νέα βάση εκκίνησης ενός νέου ιστορικού κύκλου συσσώρευσης;

Ειδικότερα αναφορικά με τον τρόπο υλοποίσης του νεοφιλελεύθερου πολιτικού εγχειρήματος, το παραπάνω δίλημμα μεταφράζεται στο ερώτημα αν η κυρίαρχη πολιτική στην επόμενη περίοδο θα μεταφραστεί με την ολομέτωπη επίθεση κατά ενός ήδη εδραιωμένου και ηγεμονικού δημόσιου τομέα, ή θα προτιμήσει τη βαθμιαία συρρίκνωση, τον παροπλισμό και την αδρανοποίηση του κρατικού τομέα, με τη σταδιακή και σιωπηρή διεύρυνση της αγοράς και του ανταγωνισμού και τη ντε φάκτο υποκατάστασή του, με όλα τα γνωστά συνεπακόλουθα για τις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνική πρόνοια.

Η μέχρι σήμερα πολιτική του ΠΑΣΟΚ συντηρητικοποιήθηκε σταδιακά στην κατεύθυνση του «πλάγιου δρόμου» προς την αναδιάρθρωση, ενώ η εμπειρία από την περίοδο 1990-93 έδειξε ότι η ολομέτωπη επίθεση και η επιλογή ενίσχυσης των εκκαθαριστικών λειτουργιών δε διασφάλισε τηναναγκαία κοινωνική συναίνεση και τελικά υποχώρησε προς όφελος της πρώτης. Σημαίνει αυτό άραγε και μια οριστική επιλογή των ηγεμονικών κεφαλαιακών μερίδων για την ακολουθητέα τακτική;

Η απάντηση δε μπορεί να δοθεί με βεβαιότητα. Θακριθεί στο άμεσο μέλλον, τόσο από την πορεία του νέου ΠΑΣΟΚ, όσο και από τη νέα πολιτική σύνθεση που προκρίνει η ΝΔ. Εκείνο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που επιχειρούν να αντισταθούν στο νεοφιλελεύθερο καταιγισμό, είναι ότι το παιχνίδι έχει ανοίξει και οι προσφορές πέφτουν βροχή στο τραπέζι...