ΤΟ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
Έργα και ημέρες πατριωτισμού
O Αμπντουλάχ Οτσαλάν μεταφέρθηκε από την ελληνική πρεσβεία του Ναϊρόμπι στην Τουρκία. Η μίνι πολιτική κρίση που ακολούθησε εξανάγκασε σε παραίτηση τρεις υπουργούς. «Ήταν απλώς λάθος χειρισμών», επέμεινε η κυβέρνηση. Ο Γιασέρ Αραφάτ, σύμβολο επί μακρόν των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, παρευρέθηκε και χαιρέτισε το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Και «πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις», ετέθη και πάλι σε δοκιμασία το «πατριωτικό πρόσωπο» του ΠΑΣΟΚ! Η νατοϊκή επίθεση στη Σερβία απαίτησε από την ηγεσία του κινήματος λεπτούς πατριωτικούς χειρισμούς αναφορικά με τις γεωπολιτικές και στρατηγικές ισορροπίες στην περιοχή. Από τη μια πλευρά η ανάγκη για υποστήριξη των «ομόδοξων αδελφών» Σέρβων σε συνδυασμό με την καταδίκη της στερούμενης διεθνούς νομιμοποίησης αμερικανονατοϊκής επίθεσης, μια θέση στην οποία φαίνεται να συμπίπτει σύμπασα η πολιτική σκηνή ανεξαρτήτως πολιτικής οπτικής, από τον Χριστόδουλο και τους χρυσαυγίτες ζηλωτές του έως διάφορες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Από την άλλη ο «εθνικός στόχος της ΟΝΕ» ο οποίος την τελευταία περίοδο βάλλεται από όλους τους «εχθρούς της χώρας», και ο οποίος υποχρεώνει την κυβέρνηση να συμπλέει με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που οδηγούν στους βομβαρδισμούς των «αδελφών Σέρβων». Έτσι το ΠΑΣΟΚ, που κατάφερε πρόσφατα να αναβαπτίσει μέσα από το συνέδριό του τη συνέχεια της πορείας του, αναζητά πατριωτική ταυτότητα ανάμεσα στον «νέο πατριωτισμό» της «ισχυρής Ελλάδας της ΟΝΕ» (που συμπλέει με τα στρατηγικά συμφέροντα ΗΠΑ και του πυρήνα της ΕΕ έναντι), και τα παραδοσιακά αντανακλαστικά του καθεστωτικού «αντιιμπεριαλισμού», ο οποίος όμως όλο και ευκολότερα διολισθαίνει στη λογική του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» (και έτσι είναι έτοιμος να στρατευθεί για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας μας», την υπεράσπιση του «αδελφού σερβικού λαού» στη βάση της ορθοδοξίας και των κοινών αρχών και παραδόσεων... κ.λπ.).
Και εμφανίζεται το εξής καταπληκτικό παράδοξο: ενώ τα δυο αυτά φαινομενικώς ασύμβατα και μη επικοινωνούντα δοχεία ιδεολογικής φόρτισης και πολιτικού ακτιβισμού προτείνονται ως αλληλοαποκλειόμενες εναλλακτικές επιλογές, συχνά για να στηρίξουν ιδεολογικά τις επιλογές της κυβέρνησης συγκριτικά με το ανέφικτο του παραδοσιακού «πατριωτικού» μοντέλου, βλέπουμε εντούτοις (και) κυβερνητικά στελέχη, να περνούν αβίαστα από το ρεαλισμό της «ισχυρής Ελλάδας» στην αλληλεγγύη στο δοκιμαζόμενο αδελφό λαό. Εξέχον παράδειγμα ο «καλλίφωνος» Θ. Πάγκαλος, ο μέχρι πρότινος επικριτής της Σερβίας και του Μιλόσεβιτς για τις αγριότητες των εθνικών εκκαθαρίσεων (και) στο Κόσοβο, ο οποίος σήμερα συστρατεύθηκε με το μπλοκ «αλληλεγγύης», στηριζόμενος στο «κορυφαίο» επιχείρημα της (απουσίας) διεθνούς (ΟΗΕ) νομιμοποίησης των βομβαρδισμών. Οπότε δια της μεθόδου των αναλογιών μπορούμε εκ των υστέρων να νομιμοποιήσουμε την επέμβαση στο Ιράκ, εφόσον είχε αυτό το μαγικό χρίσμα της έγκρισης ενός διεθνούς οργανισμού...
Τα στρατόπεδα των «πατριωτών» και των «κοσμοπολιτών» ουδέποτε ήταν όμως σταθερά και συμπαγή. Υπήρχαν ανέκαθεν μετακινήσεις σημαντικών στελεχών μεταξύ των μπλοκ, που συνδυάζονταν συχνά με την είσοδο (ή έξοδο) των πρωταγωνιστών στα (από τα) εκάστοτε κυβερνητικά σχήματα. Και είναι βέβαιο ότι η κινητικότητα αυτή θα ενισχυθεί από τη ρευστότητα που προκύπτει με τις πολεμικές ακροβασίες στη Βαλκανική.
Οι «κεντρογενείς» βουλευτές και παράγοντες του ΠΑΣΟΚ σε κάθε ευκαιρία δραστηριοποιούνται για τα ελληνοτουρκικά, κατά προτίμηση, ζητήματα, αλλά και δεν διστάζουν σε άλλες ευκαιρίες να εκφέρουν τον εθνικιστικό «πατριωτικό» λόγο τους. Η υπόθεση Οτσαλάν στάθηκε προνομιακή για να συμπυκνώσουν οι απανταχού «πατριώτες» την εναλλακτική στάση τους σε «ριζική» αντιπαλότητα προς τον «ενδοτικό, συμβιβαστικό» λόγο των εκσυγχρονιστών. Τους βοήθησε να αποκαταστήσουν την ιστορική συνέχεια μεταξύ των μεμονωμένων «Βατερλό» της ελληνικής «εκσυγχρονιστικής» εξωτερικής πολιτικής: τα Ίμια, τους S-300 και τέλος την παράδοση του Οτσαλάν στην Τουρκία.
Οι βασικοί εκπρόσωποι των εκσυγχρονιστών παίζουν και αυτοί με τα βασικά εθνικιστικά μοτίβα: από την εμμονή στην «άμυνα» απέναντι στην «τουρκική επιθετικότητα», την υπεράσπιση των «εθνικών συμφερόντων» στο Αιγαίο και την Κύπρο, τη φιλική σχέση με τη Σερβία, κλπ. Αντιτείνουν, όμως, ότι οι τρεις προαναφερόμενοι «σταθμοί» στην ελληνική υποχώρηση είναι «κρίσεις πρωτοφανούς μεγέθους τις οποίες ουδέποτε προηγουμένως είχε αντιμετωπίσει ελληνική κυβέρνηση» (Δ. Ρέππας). Και προβάλλουν τη βασική θέση ότι δεν υπάρχει πατριωτικότερη στάση από τη δημιουργία της «ισχυρής Ελλάδας» και την επίτευξη του βασικού εθνικού στόχου, που είναι η ένταξη στην ΟΝΕ (τον οποίο υποτίθεται ότι προσπαθεί με κάθε μέσο να ανακόψει η Τουρκία). Κοινοί στόχοι με άλλα μέσα...
Όσο βέβαιη είναι η ύπαρξη και λειτουργία αυτών των δύο, εναλλακτικών υποτίθεται, αλλά στην πραγματικότητα συμπληρωματικών, ρευμάτων στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, άλλο τόσο υπαρκτή είναι και η συμπληρωματικότητα των πολιτικών θέσεων (αλλά και των ίδιων των πρωταγωνιστών) όλων των τάσεων του ΠΑΣΟΚ αναφορικά με την κοινωνική και οικονομική πολιτική.
Το ματωμένο κοινωνικό πρόσωπο
Η συζήτηση για την «ανάδειξη» του κοινωνικού προσώπου του ΠΑΣΟΚ χρονολογείται σε παραλλαγή ήδη από την περίοδο της στροφής της οικονομικής πολιτικής το 1985, αλλά σίγουρα από την πρώτη περίοδο της μετά το 1993 διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Αν όμως επί Α. Παπανδρέου υπήρχε μια πολιτική ευελιξία, η οποία εμφάνιζε τους νεοφιλελεύθερους στόχους και μέσα ως τακτικό ελιγμό στο δρόμο προς την κοινωνική δικαιοσύνη, γεγονός που υπογραμμιζόταν με παράλληλους «φιλολαϊκούς» χειρισμούς, σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετατραπεί σε κυρίαρχη κομματική ιδεολογία. Και το μόνο που ματαίως προσπαθεί να αποδείξει η εκσυγχρονιστική ηγεσία είναι η συμβατότητα των αντιδραστικών πολιτικών επιλογών με τις «κοινωνικές συντεταγμένες» του ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο όμως, σε αρνητική μορφή, επιδιώκει και η εσωκομματική αντιπολίτευση οποιασδήποτε απόχρωσης. Από τον Α. Τσοχατζόπουλο που το εκφράζει ρητά ως --πρακτικά-- τη μόνη αιτία διαφοροποίησής του από τα οικονομικά της κυβέρνησης («ακολουθούμε μια πολιτική η οποία μας έχει απομονώσει από τα παραδοσιακά κοινωνικά στηρίγματά μας»), έως τα άλλα στελέχη της «αριστερής» εσωκομματικής αντιπολίτευσης, τους κεντρώους (εντός ΠΑΣΟΚ) και δεξιούς (εκτός ΠΑΣΟΚ και εντός ΝΔ ή άλλων συντηρητικών πολιτικών σχηματισμών), που αναζητούν (ή διατείνονται ότι θα αποκαταστήσουν) τη χαμένη «λαϊκότητα» της κυβερνητικής πολιτικής, μια είναι η ανησυχία και το άγχος: πώς μπορεί να περιοριστεί το διάχυτο, ανεξέλεγκτο και αμφίβολης πολιτικής άρθρωσης υπόγειο ρεύμα δυσαρέσκειας και αποστασιοποίησης από τα πολιτικά δρώμενα, που προκύπτει από τη συνεχή και χωρίς ημερομηνία λήξης περιθωριοποίηση σημαντικών μερίδων της κοινωνίας.
Η βασική συντεταγμένη πάνω στην οποία κινούνται οι αναζητούντες το κοινωνικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ είναι η σύμπλευση με τις αυθόρμητες λαϊκές ιδεολογίες που τροφοδοτούνται από τις συνθήκες και τους όρους της κοινωνικής περιθωριοποίησης ολοένα μεγαλύτερων μερίδων των λαϊκών στρωμάτων. Και δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι αμήχανα προσφεύγουν σε (ή έστω ανέχονται) εθνικιστικές ιδεολογίες, περί αναδέλφου έθνους, πανταχόθεν επιβουλών, φυλετικής μοναδικότητας κ.λπ. Διότι οι αντιπολιτευόμενοι ζητούν να επιτευχθούν οι ίδιοι στόχοι της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της ΟΝΕ με «φιλολαϊκά» μέσα, και αποδέχονται τα «επιτεύγματα» της «ελληνικής οικονομίας» (διάβαζε του κεφαλαίου) κατά την τελευταία περίοδο. Αλλά, ποια άποψη με ερείσματα στην εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία θα αναζητούσε το «κοινωνικό πρόσωπο» της πολιτικής της στα οικονομικά του καζίνο ως θέατρο της «ανάπτυξης», στη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας κερδοσκόπων («οι αγορές», «οι μέτοχοι», οι «επενδυτές»), που διαμορφώνουν το οικονομικό (και πολιτικό) κλίμα της χώρας; Όταν όμως πρόκειται για μια πολιτική η οποία στηρίζεται στη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων ώστε να διασφαλίσει την υπεραξίωση του κεφαλαίου, όταν όρος επιτυχίας είναι ακριβώς η δημιουργία και συντήρηση του εφεδρικού στρατού των ανέργων και περιθωριοποιημένων, τότε δεν μένει άλλο επιχείρημα από την επίκληση της ευμάρειας των κερδοσκόπων.
Έτσι, ακόμα και ο στρατηγικός λόγος των αντιπολιτεύσεων αντανακλά με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την ηγεμονία των εκσυγχρονιστών. Υποστηρίζοντας ότι ο στόχος της ΟΝΕ πρέπει να συνδυαστεί με μια οικονομική πολιτική «ανάπτυξης και πλήρους απασχόλησης», η εσωκομματική αντιπολίτευση:
n Φτάνει τον κυβερνητισμό στα ακραία όριά του, καθώς η οικονομική πολιτική θεωρείται ότι έχει τη δύναμη είτε να βυθίζει την οικονομία στην ύφεση (όταν είναι «λανθασμένη» ή κυριαρχείται από τα χρηματιστικά συμφέροντα), είτε να εξαφανίζει την κρίση και την ύφεση, προς όφελος της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής.
n Υποβιβάζει (όπως οι εκσυγχρονιστές) το στρατηγικό στόχο της αλλαγής από το «δημοκρατικό σοσιαλισμό» (με ό,τι περιεχόμενο κι αν είχε ο όρος αυτός) στην «κοινωνική συνοχή», δηλαδή δεν υπερβαίνει το κυβερνητικό κεντροαριστερό όραμα για έναν καπιταλισμό που θα μεριμνά (και) για τις ασθενέστερες κοινωνικές κατηγορίες. Εκφυλίζεται τελικά σε μια απολογητική προσέγγιση, καθώς αναγορεύει σε προϋπόθεση της «κοινωνικής συνοχής» τη συνεργασία κεφαλαίου - εργασίας για την επίτευξη της «οικονομικής ανάπτυξης». Όσο και αν είναι προφανές ότι ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός» του παρελθόντος αναφερόταν απλώς σε κάποιες μεταρρυθμίσεις του συστήματος, είναι εξ ίσου προφανές ότι υποδήλωνε πολύ ριζοσπαστικότερες αλλαγές σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα (ρυθμίσεις αναδιανομής του εισοδήματος, ενίσχυσης των συνδικάτων μέσω «συμμετοχής» των εργαζομένων στις αποφάσεις των διοικήσεων, διεύρυνσης του δημόσιου τομέα της οικονομίας, κλπ.).
Οι «αριστερές» αντιπολιτεύσεις είναι πολύ πιο κοντά στον «εκσυγχρονισμό», παρά στην «αλλαγή», του πρόσφατου παρελθόντος. Γι' αυτό, πράγματι, «η ενότητα του ΠΑΣΟΚ δεν κινδυνεύει».
Η νέα ανορθολογικότητα
Αν στην αδυναμία τους να προωθήσουν μια εναλλακτική οικονομική και κοινωνική πολιτική οι εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις υποκλίνονται σε ανορθολογικές εθνικιστικές ιδεολογίες, δεν θα πρέπει να μείνει εντούτοις η εντύπωση ότι η ανορθολογικότητα είναι προνόμιο της αντιπολίτευσης, στη σημερινή εποχή της ΟΝΕ και της «παγκοσμιοποίησης». Διαπερνά το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής και χαρακτηρίζει εξίσου την κυβερνητική εκσυγχρονιστική μηχανή. Στον πυρήνα των πάντων βρίσκεται η αναγόρευση της ένταξης στην ΟΝΕ ως εθνικού και πατριωτικού στόχου ταυτισμένου με την «ισχυρή Ελλάδα»:
Η «ανακάλυψη» από την κυβέρνηση και τον εκπρόσωπό της, με αφορμή την υπόθεση Οτσαλάν, ότι η Τουρκία έχει ως βασικό στόχο να μας εμποδίσει να μπούμε στο τρένο της ΟΝΕ μέσω της γενικευμένης αποσταθεροποίησης της χώρας, είναι μια επαρκής απόδειξη ότι στο πεδίο των ανορθολογικών ιδεολογιών παίζουν εξίσου εκσυγχρονιστές και «λαϊκιστές». Επομένως αποδεικνύεται το ζητούμενο δια του αγνώστου: ο εθνικός στόχος της ένταξης στην ΟΝΕ είναι η υψίστη πατριωτική πολιτική, και οι αντιδρώντες θα εξοβελίζονται στο εθνικό περιθώριο. Αν τώρα η αποσταθεροποίηση μπορεί πολύ πιο εύκολα να προέλθει από τον πόλεμο στη Σερβία τον οποίο στηρίζει η κυβέρνηση, ως συνιστώσα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αυτό είναι κάτι που μάλλον θα πρέπει να το αφήσουμε προς ερμηνεία στον ιστορικό του μέλλοντος, γιατί ο εκσυγχρονιστής του παρόντος αισθάνεται λίγο άβολα με το ζήτημα.
Πέραν όμως του κεντρικού αυτού πατριωτικού στόχου υπάρχουν και επιμέρους πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα στα οποία καλείται να δώσει απάντηση η εκσυγχρονιστική πλειοψηφία. Ερωτήματα κεντρικά για το πολιτικό γίγνεσθαι που δονούν το κοινωνικό ακροατήριο. Όπως για παράδειγμα το σύγχρονο περιεχόμενο του σοσιαλισμού, στο οποίο η απάντηση που δίνει ο πρωθυπουργός είναι απλή και αφοπλιστική: είναι η ισότητα των ευκαιριών σε οποιοδήποτε κοινωνικό στρώμα και αν ανήκει κάποιος, και η δυνατότητα να φθάσει όσο ψηλά επιθυμεί στην κοινωνική ιεραρχία (καταληκτικός λόγος στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ). Μόνο που παρόμοιες διατυπώσεις αποτελούν έκφραση του «αμερικάνικου ονείρου», που επανειλημμένα προβάλλεται σε μνημειώδη έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας και του αμερικάνικου κινηματογράφου. Ίσως όμως εκείνο που ξενίζει στην παραπάνω διατύπωση να είναι ό,τι αυτή υπαινίσσεται δια της αποσιώπησής του: ότι δηλαδή ο καπιταλισμός έχει ενσωματώσει βασικά γνωρίσματα της φεουδαρχίας, όπως το στεγανό και μη διαπερατό των τάξεων και την κοινωνική ακινησία. Όμως γνωρίζουμε, επίσης από την καθημερινή πρακτική, ότι πολλοί φίλοι και γνωστοί μας επέτυχαν αυτό το μεγάλο στόχο που θέτει ο πρωθυπουργός, διότι ξεκίνησαν ξυπόλητοι από τους μαχαλάδες των δυτικών συνοικιών και σήμερα κοσμούν τα εξώφυλλα των οικονομικών περιοδικών ή ανταλλάσσουν ευχές με τον ίδιο τον πρωθυπουργό στις υψηλού επιπέδου κοινωνικές συναντήσεις. Βεβαίως ο πρωθυπουργός με την σφαιρικότητα της αντίληψης που προσιδιάζει στη θέση του, ίσως υπαινίσσεται ότι η επιδίωξη είναι να μεταφερθεί σύμπασα η κατωτάτη κοινωνική στάθμη στα ρετιρέ των κοινωνικών ιεραρχιών. Πέραν των τεχνικών προβλημάτων που μπορεί να προκαλέσει η υλοποίηση ενός τόσο φιλόδοξου στόχου, υπάρχει και ένα ζήτημα αρχής: μήπως αυτός ο προς τα άνω εξισωτισμός ισοπεδώσει τελικά τα κίνητρα ανόδου που προσδίδουν το δυναμισμό στις δημοκρατικές κοινωνίες μας;
Όμως οι καινοτόμες αναζητήσεις δεν αποτελούν προνόμιο του πρωθυπουργού και μόνο. Και άλλα επιφανή στελέχη της κυβέρνησης και του εκσυγχρονισμού προβληματίζονται για βασικά ζητήματα του καιρού μας. Ο Κ. Λαλιώτης στην όπως πάντα εμπνευσμένη και ποιητική ομιλία του στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ έθεσε ως βασικό ζήτημα τον προβληματισμό για το ζωτικό χώρο της Ελλάδας στα επόμενα 20 με 30 χρόνια. Ενδιαφέρον είναι ότι η συζήτηση περί ζωτικού χώρου, που νομίζαμε ότι είχε κλείσει με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανοίγει πάλι περισσότερο προγραμματισμένα και μακρόπνοα και όχι κάτω από την πίεση της άμεσης συγκυρίας. Όταν μάλιστα η εν λόγω συζήτηση συνδέεται και με το δημογραφικό πρόβλημα, υπό την έποψη της διαφορικής δημογραφικής εξέλιξης σε σχέση με γειτονικές χώρες, τότε δείχνει ότι ο προβληματισμός έχει προχωρήσει πολύ. Διακρίνουμε εδώ και πάλι πώς ο ιστορικός μηχανισμός της λήθης κατορθώνει να μεταλλάσσει προβληματισμούς και να αναδεικνύει την πρωταρχικότητα των εθνικών και πατριωτικών αναζητήσεων εις το διηνεκές...
Τέλος, ο Κ. Σκανδαλίδης είπε τα πράγματα με τ' όνομά τους και πραγματικά καινοτόμησε στην ομιλία του που έκλεισε το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Στις βασικές προϋποθέσεις για την πολιτική σύνθεση των απόψεων στο κόμμα, περιέλαβε την ανάγκη να αναγνωριστεί ότι η σταθεροποίηση της οικονομίας δεν είναι αντιδραστική αλλά προοδευτική πολιτική. Πέρα από την τόλμη που δείχνει η καθαρή και σαφής τοποθέτηση του προβλήματος, είναι χρήσιμο να δοθεί στον γραμματέα μια σταχυολόγηση δηλώσεων των πρωθυπουργών συντηρητικών κυβερνήσεων απανταχού της Ευρώπης, ιδιαίτερα στη μεταπολεμική περίοδο των παχιών αγελάδων και της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής, που στον πυρήνα τους έχουν ως εξής: «η καλύτερη κοινωνική πολιτική είναι μια υγιής οικονομική πολιτική». Ίσως θα πρέπει να του υπενθυμίσει κανείς την --σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες-- χρήση των κρατικών ελλειμμάτων ως μέσου για την έξοδο από την ύφεση, ή πάλι την --σε άλλες ιστορικές συγκυρίες-- χρήση των περιοριστικών πολιτικών ως μέσου αναδιάρθρωσης, αναδιανομής και ισχυροποίησης της θέσης του κεφαλαίου έναντι της εργασίας. Αλλά οι εκσυγχρονιστές είναι σήμερα στις χαρές τους: ανακάλυψαν τον καπιταλισμό και διαθέτουν την ικμάδα του νεοφώτιστου ζηλωτή.
Η νίκη της λήθης πάνω στη μνήμη;
Τι μένει από όλα τα παραπάνω σε μια εποχή όπου η νέα τάξη επιβάλλει όποτε και με όποια μορφή αυτή επιλέγει τις βουλές της επί όσων αντιστέκονται, ή έστω, για άσχετους λόγους αποκλίνουν από τη γραμμή πλεύσης της; Μένει μια αίσθηση αδυναμίας αλλά και η ελπίδα ότι η συντριπτική ισορροπία δεν είναι τόσο ασφαλής και σταθερή όσο δείχνει.
Μένει μια αίσθηση αδυναμίας, καθώς μοιάζει ότι οι ιστορικές μνήμες έχουν εκποιηθεί και τη θέση τους έχουν καταλάβει τα κακέκτυπα των αυθόρμητων αντιδραστικών λαϊκών ιδεολογιών. Και δεν υπάρχει καλύτερος εκφραστής αυτών των αντιδραστικών λαϊκών ιδεολογιών από τον κατ' εξοχήν λαϊκιστή πολιτικό της σύγχρονης ελληνικής νέο-δεξιάς, το Θ. Πάγκαλο. Ο άνθρωπος που το σύγχρονο πολιτικό κλίμα τού επιτρέπει να διατυμπανίζει χωρίς ουσιαστικό αντίλογο ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι τα συνδικάτα και οι εργατικές κινητοποιήσεις, ότι δεν πρέπει να έχουν λόγο οι μη εκπληρούντες τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τους καλλιτέχνες, ότι οι καθηγητές και οι εκπαιδευτικοί είναι ανίκανοι τεμπέληδες, ότι οι κινητοποιούμενοι αγρότες είναι εκατομμυριούχοι με κομμουνιστικές ιδεολογικές ανησυχίες, ότι οι μαθητές είναι παλιόπαιδα που θέλουν ξύλο, δείχνει καθαρά πού βρίσκονται οι πολιτικές συντεταγμένες της χώρας. Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός αποθεώθηκε στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνει τον πολιτικό εκφυλισμό του κόμματος. Παραμένει βέβαια άλυτο το ιστορικό αίνιγμα για την εξέλιξη του ανδρός αν παρέδιδε σύσσωμη την κουρδική ομάδα στο τουρκικό καθεστώς και όχι μόνο τον Οτσαλάν. Πιθανώς σε αυτή την περίπτωση το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ να τον εξέλεγε νέο Πρόεδρο...
Μένει όμως και η ελπίδα, που αναδύεται πίσω από τη φανταχτερή πρόσοψη της δημοσιότητας. Η εκπληκτική συμμετοχή του λαού της Αθήνας στην πολιτική συναυλία συμπαράστασης στο κουρδικό κίνημα, αποτέλεσε μια μεγάλης σημασίας εκδήλωση διεθνιστικής αλληλεγγύης της ευρύτερης ελληνικής Αριστεράς, μακριά από τις εθνικιστικές κορώνες όλων όσων ενδιαφέρονται για την τύχη των εθνικοαπελευθερωτικών και επαναστατικών κινημάτων μόνο όταν οι διώκτες των κινημάτων αυτών είναι Τούρκοι. Η βουβή, αλλά «στρατευμένη» παραμονή του πλήθους (που σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ξεπερνούσε τις 200.000 ανθρώπους) επί τόσες ώρες στο χώρο της συναυλίας σκιαγράφησε, με τον καλύτερο ίσως τρόπο, τους υπόγειους μετασχηματισμούς που συντελούνται στις σχέσεις πολιτικής αντιπροσώπευσης των λαϊκών τάξεων, οι οποίοι ίσως κάνουν τους «σχεδιαστές του μέλλοντος» της εξουσίας να εκπλαγούν για άλλη μια φορά. Στο διεθνές επίπεδο, την ελπίδα τροφοδοτεί η διαφαινόμενη αδυναμία της «νέας τάξης» να επιτύχει πολλούς από τους βασικούς της στόχους στον πόλεμο στα Βαλκάνια...