ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ "ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ". ΜΙΑ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ
του Γιάννη Μηλιού

1. Εισαγωγή

Όταν το 1990 ο τότε αμερικανός Πρόεδρος George Bush ανέφερε σε λόγο του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ότι με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου διαμορφώνεται στην παγκόσμια σκηνή μια "νέα τάξη πραγμάτων" ίσως πολλοί να μη φαντάζονταν ότι ο όρος που χρησιμοποίησε θα αποκτούσε για μια μεγάλη μερίδα της διεθνούς Αριστεράς την προφάνεια ενός ερμηνευτικού σχήματος της ιστορικής εξέλιξης. Όμως κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο: Το τμήμα εκείνο της Αριστεράς που αντιλαμβάνεται ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας την "πάλη των εθνών", τι άλλο θα μπορούσε να ισχυριστεί μετά την κατάρρευση των "σοσιαλιστικών" καθεστώτων της Α. Ευρώπης, παρά ότι η "ανθρωπότητα" εισήλθε στη ζοφερή "νέα τάξη πραγμάτων" της παγκόσμιας αμερικανοκρατίας και ΝΑΤΟκρατίας, από την οποία προκύπτουν τα σύγχρονα "δεινά των λαών".
Βεβαίως, η έκλειψη του διεθνοπολιτικού διπολισμού, με τον προσανατολισμό μετά το 1989-91 των περισσότερων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και τη μείωση της ισχύος της Ρωσίας αποτελεί ένα αναμφισβήτητο γεγονός, μέσα από το οποίο οι ΗΠΑ αναδεικνύονται στη μοναδική διεθνοπολιτική "υπερδύναμη". Οι στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ιράκ και τη Σερβία δεν θα είχαν μάλλον πραγματοποιηθεί αν δεν είχαν μεσολαβήσει αυτές οι εξελίξεις. Το γεγονός όμως αυτό καθόλου δεν συνεπάγεται ότι οι διεθνείς συσχετισμοί δύναμης αποτελούν το μηχανισμό κίνησης της Ιστορίας.
Πίσω από το θαυμασμό της παραδοσιακής Αριστεράς για τα απλουστευτικά σχήματα της "νέας τάξης πραγμάτων" (η οποία μάλιστα θεωρείται ότι επιβάλλεται πλέον βιαίως σε κάθε χώρα) βρίσκεται μια απλοϊκή και κυριαρχούμενη από την αστική ιδεολογία αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό. Στην αντίληψη αυτή, ανάμεσα σε άλλες, είχα στο παρελθόν την ευκαιρία να ασκήσω κριτική, τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και αναφορικά με την αδυναμία της να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την ιστορική εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Στο παρόν άρθρο θα ανακεφαλαιώσω ορισμένα από τα συμπεράσματα εκείνης της ανάλυσης, ως πρώτο βήμα (ενότητες 2 & 3) για να υποστηρίξω στη συνέχεια (ενότητα 4) ότι όσο κι αν στη "νέα τάξη πραγμάτων" έχει συγκυριακά αυξηθεί η δυνατότητα των δυτικών αστικών κρατών και κυρίως των ΗΠΑ να ασκούν διεθνή πολιτική (να προωθούν πέρα από τα σύνορά τους, σε άλλες χώρες ή περιοχές, τα ταξικά συμφέροντα που συμπυκνώνουν), εντούτοις αυτή η δυνατότητα εξακολουθεί να περιορίζεται από τα σύνορα των επιμέρους καπιταλιστικών εξουσιών. Μόνο η αποσταθεροποίηση από εσωτερικές αιτίες και πολιτικές της εξουσίας που ιστορικά έχει δομηθεί σε μια επικράτεια καθιστά δυνατή, εφόσον το επιτρέπουν και οι διεθνείς συσχετισμοί, την εξωτερική επέμβαση. Διότι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας παραμένει πάντα η πάλη των τάξεων, όπως αυτή συγκεφαλαιώνεται πρώτα απ' όλα στο εσωτερικό κάθε (καπιταλιστικού) κοινωνικού σχηματισμού.

2. Η εθνική-κρατική συγκρότηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας

Η καπιταλιστική εξουσία ασκείται σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Είναι ταυτόχρονα εξουσία οικονομική (καπιταλιστική εκμετάλλευση), πολιτική και ιδεολογική. Η συνολική αυτή καπιταλιστική εξουσία συμπυκνώνεται πολιτικά από το αστικό κράτος. Το αστικό κράτος, με τον κατασταλτικό και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, είναι η "αποτρεπτική σχέση" που ακυρώνει τα συμφέροντα των κυριαρχούμενων τάξεων (μέσα από την εγχάραξη της κυρίαρχης ιδεολογίας και την βίαιη --ποινική-- πειθάρχηση των πρακτικών που αποκλίνουν από την "τάξη") και η "ομογενοποιητική σχέση" που επιβάλλει (μέσω των ίδιων ακριβώς μηχανισμών και λειτουργιών) τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων ως συμφέροντα ολόκληρου του πληθυσμού της επικράτειας, ως συμφέροντα εθνικά.
Το κράτος συγκεφαλαιώνει τα συμφέροντα του συνολικού (εθνικού) κοινωνικού κεφαλαίου της επικράτειας (ανεξαρτήτως της νομικής μορφής ιδιοκτησίας των ατομικών κεφαλαίων: ιδιωτικές, "δημόσιες" ή "ξένες" επιχειρήσεις). Στο οικονομικό επίπεδο, το κράτος συμβάλλει αποφασιστικά στο να δημιουργηθούν οι γενικοί υλικοί όροι για την αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης. Εδώ εντάσσονται η πολιτική διαχείρισης της εργασιακής δύναμης, οι παρεμβάσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, η κρατική διαχείριση του χρήματος, το θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο που διασφαλίζει την "ελευθερία" της αγοράς, τον άμεσο ανταγωνισμό των μεμονωμένων κεφαλαίων μεταξύ τους. Οι υλικοί αυτοί όροι διαφέρουν από χώρα σε χώρα, όσο και αν συγκλίνουν μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, ειδικότερα στο εσωτερικό των περιφερειακών ολοκληρώσεων. Σε πολιτικό και ιδεολογικό-πολιτιστικό επίπεδο, το κράτος νομιμοποιεί την άσκηση της αστικής πολιτικής εξουσίας ως "εθνική ανεξαρτησία" και εγχαράσσει-αποκρύβει την καταστολή των ταξικών συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων ως "εθνική ενότητα", ως κοινότητα (εθνικών) συμφερόντων. Γίνεται έτσι σαφές ότι η πάλη των τάξεων, η άσκηση της καπιταλιστικής εξουσίας και η αυτοφυής τάση των κυριαρχούμενων τάξεων για αντίσταση σ' αυτή την εξουσία (μείωση του βαθμού καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων κ.λπ.) έχει ως βασικό πεδίο την (κάθε) κρατική επικράτεια, τον (κάθε) καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό.
Η εθνική-κρατική συμπύκνωση της ταξικής πάλης και της ταξικής κυριαρχίας κατακερματίζει λοιπόν τον διεθνή χώρο: Ο χώρος ως τόπος των κοινωνικών σχέσεων χαρακτηρίζεται αποφασιστικά από την εθνική-κρατική του διάσταση, από την εθνική ομογενοποίηση στο εσωτερικό του κάθε εθνικού-κρατικού εδάφους κυριαρχίας (επικράτειας). Καθορίζεται αποφασιστικά από τη συγκεφαλαίωση της συνολικής ταξικής κυριαρχίας στο πλαίσιο του κοινωνικού σχηματισμού (που στην τυπικότερη περίπτωση παίρνει τη μορφή του εθνικού κράτους)· από την τάση πολιτικής, διοικητικής, δικαιακής, θεσμικής, πολιτιστικής ομογενοποίησης που είναι συνυφασμένη με την κρατική εξουσία και τα σύνορά της· από την πολιτική για την "εθνική παιδεία" και τον "εθνικό πολιτισμό"· από τις πολιτικές κινήτρων και τις κάθε είδους παρεμβάσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του συνολικού (εθνικού) κοινωνικού κεφαλαίου και για την επέκτασή του στον διεθνή χώρο, εις βάρος των άλλων εθνικών κεφαλαίων· από τα "οικονομικά σύνορα" που ορίζει η επικράτεια κυκλοφορίας του εθνικού νομίσματος, "οικονομικά σύνορα" που ενισχύουν οι άμεσες και έμμεσες πολιτικές προστατευτισμού. Κάτω απ' αυτούς τους εθνικούς-κρατικούς όρους αναπαράγεται λοιπόν, στις επαρκείς μορφές της, η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Πρόκειται έτσι για έναν κατακερματισμό του διεθνούς χώρου σε επί μέρους (εθνικές) περιοχές ταξικής κυριαρχίας, σε επί μέρους περιοχές διευρυμένης αναπαραγωγής των διαφορετικών (εθνικών) κοινωνικών κεφαλαίων. Η παγκόσμια αγορά είναι επομένως η συνάρθρωση των επιμέρους εθνικών καπιταλιστικών αγορών. Η "παγκόσμια οικονομία" προκύπτει από τη διαπλοκή των επιμέρους εθνικών οικονομιών.
Ένας καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός είναι λοιπόν εθνικός με τη διπλή έννοια του όρου: (α) η συνοχή του, ως εκδήλωση της συνοχής και της ηγεμονίας της καπιταλιστικής εξουσίας στο εσωτερικό του, έχει ως κύρια όψη το στοιχείο της εθνικής ενότητας· (β) το κεφάλαιο συγκροτείται ως εθνικό-συνολικό κεφάλαιο, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του διασφαλίζονται και ανταγωνίζονται με τα συμφέροντα των ξένων συνολικών κεφαλαίων ως "εθνικά" απέναντι σε "ξένα" συμφέροντα.
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν είναι τεχνικού χαρακτήρα, αλλά αποτελεί ένα αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων. Ένας υπανάπτυκτος εθνικός κοινωνικός σχηματισμός, όπως π.χ. το Αφγανιστάν ή οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής χαρακτηρίζεται από μια οικονομική και κοινωνική δομή που κυριαρχείται ασφυκτικά από μη καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Οι χώρες αυτές καταλαμβάνουν μια περιθωριακή θέση στο δίκτυο των διεθνών οικονομικών σχέσεων και συνακόλουθα μια αντίστοιχα περιθωριακή θέση στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Η ισχύς των προκαπιταλιστικών ολιγαρχιών και η αναπαραγωγή των πρώιμων καπιταλιστικών μορφών (ο έμπορος-προαγοραστής που διακινεί στο "παζάρι" το προϊόν των οικοτεχνών) και όχι ο ιμπεριαλισμός (των ΗΠΑ, της ΕΕ κ.ο.κ.) αποτελούν την βασική αιτία της υπανάπτυξης. Το ότι η "εθνική-λαϊκή" ιδεολογία στις χώρες του Τρίτου Κόσμου εντοπίζει κάποιους "ξένους" ως υπαίτιους της υπανάπτυξης δεν θα έπρεπε να σημαίνει τίποτε για όσους επιμένουν στη μαρξιστική ανάλυση και θεωρία.

3. Θεωρητικές και πολιτικές συνέπειες:
Μορφές και όρια της διεθνούς καπιταλιστικής επέκτασης

Η πρώτη συνέπεια από τις πιο πάνω θέσεις για την εθνική-κρατική συγκρότηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας είναι ότι ο ιμπεριαλισμός, η τάση εξάπλωσης του κεφαλαίου, επέκτασης δηλαδή των ορίων κυριαρχίας του ως συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου, σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται σε μια μόνο όψη των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, την οικονομία, ούτε πηγάζει μόνο από αυτή: Συγκεκριμένα, δεν είναι μόνο η δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης που δημιουργεί τις πιέσεις για οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επέκταση ενός (εθνικού) συνολικού-κεφαλαίου, όσο κι αν πρόκειται για την τυπικότερη περίπτωση. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί τόσο η δυναμική της κρατικής συγκρότησης, όσο και η δυναμική του έθνους. Άλλωστε και η πλέον τυπική περίπτωση του κυρίως οικονομικού καπιταλιστικού επεκτατισμού συνήθως διαπλέκεται με πολιτικά, διεθνοπολιτικά και ιδεολογικά διακυβεύματα και "αξίες".
Το αίτημα για εθνική "ολοκλήρωση-ενοποίηση" υπήρξε ιστορικά η κινητήρια δύναμη για προσαρτήσεις εδαφών, στα οποία είτε υφίστατο, είτε κυριαρχούσε οικονομικά μια ισχυρή πληθυσμιακή ομάδα ομοεθνών της χώρας που πραγματοποιούσε (ή επιχειρούσε) τις προσαρτήσεις, είτε απλώς υποτίθεται ότι είχε εκεί αναπτυχθεί στο ιστορικό παρελθόν ο εθνικός πολιτισμός. Το τυπικότερο παράδειγμα ήταν η περίπτωση της Γερμανίας του Μεσοπολέμου. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να αναχθεί στο σχήμα των κυρίαρχων θεωριών του ιμπεριαλισμού, σύμφωνα με το οποίο η "ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη" ωθεί τη νέα "οικονομικά ηγεμονική" χώρα να επιδιώξει την αναδιανομή των σφαιρών κυριαρχίας και επιρροής αμφισβητώντας τον μέχρι τότε "παγκόσμιο ηγεμόνα". Αλλά και η ιστορία της πρώτης φάσης του ελληνικού καπιταλισμού, από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μέχρι τη μικρασιατική εκστρατεία είναι επίσης, όπως και στην περίπτωση της Γερμανίας, η ιστορία ενός ιμπεριαλισμού που έχει ως ορατή κινητήρια δύναμή του τα εθνικά δίκαια και την (εθνική) ιστορία. Τόσο οι προσαρτήσεις του 1912-13, όσο και οι προσαρτήσεις του 1920 είχαν λιγότερο τον χαρακτήρα μιας απελευθέρωσης "αλύτρωτων" ελληνικών εδαφών και περισσότερο τον χαρακτήρα μιας ιμπεριαλιστικής εδαφικής επέκτασης σε βάρος της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σχηματοποιώντας την νεότερη ιστορική εξέλιξη μπορούμε να πούμε ότι ο καπιταλιστικός επεκτατισμός (ο ιμπεριαλισμός) εκδηλώνεται υπό δύο ιδεολογικά μοτίβα:
Το πρώτο είναι εκείνο με βάση το οποίο ως επί το πλείστον ασκείται η διπλωματία της ειρήνης, συνοδεύει πάντοτε την οικονομική εξάπλωση του κεφαλαίου στη διεθνή αγορά, και θα μπορούσε να περιγραφεί ως επεκτατισμός των "πανανθρώπινων αξιών": Ο "εκπολιτισμός" και η "ανάπτυξη" των αποικιών στο παρελθόν, η επέκταση και διάδοση της "ελεύθερης αγοράς", η διασφάλιση της "διεθνούς έννομης τάξης", της "δημοκρατίας" και των "ανθρώπινων δικαιωμάτων" κ.ο.κ. Το ιδεολογικό αυτό μοτίβο επικράτησε όχι μόνο διότι στην πολιτική του διάσταση προσιδιάζει στη "διπλωματία μακρινών αποστάσεων" που ασκούν οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις, αλλά και γιατί επιβλήθηκε από την έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Με την εξέλιξη και το τέλος που είχε, ο πόλεμος αυτός εγχαράχθηκε στη συνείδηση της "διεθνούς κοινής γνώμης", αντίθετα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι ως διαμάχη ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά ως σύγκρουση της δημοκρατίας με τον φασισμό, όπως άλλωστε πανηγυρικά επιβεβαίωσαν οι δίκες της Νυρεμβέργης.
Το δεύτερο ιδεολογικό μοτίβο είναι εκείνο του εθνικιστικού επεκτατισμού, είναι εκείνο που προβάλλει την "ιστορική ενότητα χώματος και αίματος" στο όνομα της οποίας εκκαθαρίζονται πληθυσμοί, επεκτείνονται ή αναδιατάσσονται σύνορα και ομογενοποιούνται εθνικά επικράτειες.
Φυσικά κανένα από τα δύο μοτίβα επεκτατισμού δεν υπήρξε ποτέ στην καθαρή μορφή του. Πάντοτε ο επεκτατισμός των "πανανθρώπινων αξιών" συμπληρώνεται από το "εθνικό συμφέρον" της χώρας που τον ασκεί, ενώ ομοίως και η αποκατάσταση της "ιστορικής ενότητας χώματος και αίματος" θεωρείται από τους φορείς της σύμφωνη με το Δίκαιο και όποια άλλη "πανανθρώπινη αξία" σκεφτεί κανείς.
Η δεύτερη συνέπεια από τις θέσεις για την εθνική-κρατική συγκρότηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας που αναπτύξαμε στην προηγούμενη ενότητα είναι ότι ο επεκτατισμός αποτελεί εγγενή τάση κάθε καπιταλιστικού (εθνικού) κράτους, κάθε συστήματος οικονομικής - πολιτικής - ιδεολογικής καπιταλιστικής εξουσίας. Όσο και αν είναι προφανές ότι οι αναπτυγμένοι καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί είναι ο κατεξοχήν τόπος από όπου εκκινεί ο οικονομικός καπιταλιστικός επεκτατισμός (κυριαρχία στο διεθνές εμπόριο και τις διεθνείς μεταφορές, εξαγωγές κεφαλαίων, καταλυτική επιρροή στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς και τις αντίστοιχες Συμφωνίες), εντούτοις, ανάλογα με τη συγκυρία, κάθε καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός γίνεται φορέας της πολιτικής, πολιτιστικής και εθνικής διάστασης του καπιταλιστικού επεκτατισμού. Όμως και στις περιπτώσεις μη ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, όπως π.χ. στον πόλεμο Ιράκ-Ιράν της δεκαετίας του 1980 ή στην προσάρτηση του Κουβέιτ από το Ιράκ το 1991, η οικονομική διάσταση του επεκτατισμού είναι συχνά περισσότερο από προφανής.
Η τρίτη και ίσως θεωρητικά σημαντικότερη συνέπεια από τις θέσεις για την εθνική-κρατική συγκρότηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας που αναπτύξαμε στην προηγούμενη ενότητα είναι ότι ο καπιταλιστικός επεκτατισμός οποιασδήποτε χώρας έχει πάντοτε ως όριο την καπιταλιστική εξουσία στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού προς τον οποίο κατευθύνεται. Αυτό σημαίνει, ότι με εξαίρεση έναν νικηφόρο κατακτητικό πόλεμο, κανένα συνολικό κεφάλαιο δεν μπορεί να αποκτήσει οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά ερείσματα στο εξωτερικό αν δεν συνδεθεί με κάποια ιδιαίτερα συμφέροντα εκεί, αν δεν εκμεταλλευθεί διαδικασίες και αντιθέσεις στις περιοχές επιδιωκόμενης διείσδυσης και επιρροής του. Ακόμα και οι Συμφωνίες για τη φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου, που έχουν ως αφετηρία τα συμφέροντα των περισσότερο αναπτυγμένων (συνολικών) κεφαλαίων στην παγκόσμια αγορά, θα ήταν αδύνατο να επεκταθούν αν δεν συνδέονταν με συγκεκριμένα συμφέροντα και πολιτικές στο εσωτερικό των χωρών που τις προσυπογράφουν.
Η τέταρτη και πολιτικά σημαντικότερη συνέπεια από τις θέσεις για την εθνική-κρατική συγκρότηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας είναι ότι η πολιτική στρατηγική της Αριστεράς που επιδιώκει την ανατροπή του καπιταλισμού δεν μπορεί να είναι όσα διακηρύσσει η "εθνικώς σκεπτόμενη" Αριστερά (η "απόκρουση των ιμπεριαλιστικών επιβουλών", η "αυτοδύναμη ανάπτυξη του τόπου", η εξάλειψη της "ασυδοσίας των μονοπωλίων" κ.ο.κ.), αλλά πρέπει να προσανατολίζεται στην ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας, όπως αυτή συμπυκνώνεται από τη δομή και τη λειτουργία του αστικού (εθνικού) κράτους.
Οι συνέπειες που προκύπτουν από την εθνική-κρατική συγκρότηση του καπιταλισμού θα γίνουν επίσης προφανείς, από μια διαφορετική οπτική γωνία, στην επόμενη ενότητα, αντικείμενο της οποίας είναι εκείνες οι ουσιώδεις πλευρές της "νέας τάξης πραγμάτων" που οι υπέρμαχοι της "πάλης των εθνών" συνήθως αγνοούν.

4. Τα παλιά υλικά της "νέας τάξης"

Η διεθνής "νέα τάξη πραγμάτων" προέκυψε από την κατάρρευση των καθεστώτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού" το 1989-91 και την "απομόνωση" της Ρωσίας, με την απόσχιση από το κράτος τής Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, της Αρμενίας, των μωαμεθανικών "Δημοκρατιών" και εκείνων της Βαλτικής και τον προσανατολισμό των πρώην συμμάχων της Ρωσίας (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Βουλγαρία, κ.λπ.) προς τη Δύση. Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των δεδομένων της νέας περιόδου χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι η κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" υπήρξε μια διαδικασία που οι αιτίες και η δυναμική της διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ και των Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών. Πρόκειται δηλαδή για ένα αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων στις χώρες αυτές (κι όχι των "ιμπεριαλιστικών πιέσεων και επεμβάσεων" όπως είτε ισχυρίζεται ευθέως, είτε καταλήγει να ισχυρίζεται μέσα από "ταξικές αναλύσεις" η "εθνικώς σκεπτόμενη" Αριστερά):
Η Σοβιετική Ένωση, (όπως και οι άλλες κοινωνίες του "υπαρκτού σοσιαλισμού") ήταν μια ταξική κοινωνία, η κυρίαρχη τάξη της οποίας αποτελείτο από δύο μερίδες: Το στρώμα των ανώτερων κρατικών και κομματικών αξιωματούχων από τη μια μεριά (οι οποίοι επάνδρωναν τόσο τους πολιτικούς μηχανισμούς, όσο και τους διοικητικούς μηχανισμούς ελέγχου της "σχεδιασμένης" οικονομίας που διασφάλιζαν τη συλλογική-κρατικοκαπιταλιστική ιδιοποίηση της υπερεργασίας), και από την άλλη μεριά τους διευθυντές των κρατικών επιχειρήσεων. Ηγεμονική μερίδα της κυρίαρχης τάξης ήταν το στρώμα των κρατικών και κομματικών αξιωματούχων, οι οποίοι προσωποποιούσαν το οικονομικό και πολιτικό σύστημα της κρατικοκαπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της μονοκομματικής πολιτικής δικτατορίας επί όλων των άλλων τάξεων της σοβιετικής κοινωνίας. Ανάμεσα στις δύο μερίδες της κυρίαρχης τάξης οξύνονταν πολύ συχνά οι αντιθέσεις, κυρίως υπό το βάρος των ασθενών επιδόσεων της σοβιετικής οικονομίας: η ανώτερη κρατική διοίκηση επεδίωκε τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των επιχειρήσεων, ενώ οι διευθυντές πάλευαν να αυξήσουν την ανεξαρτησία των επιχειρήσεων από τον κεντρικό έλεγχο του κράτους, ωθώντας συχνά τα πράγματα μέχρι την κατάργηση της κρατικοκαπιταλιστικής ρύθμισης, δηλαδή προς τη "μετάβαση" στον ιδιωτικό καπιταλισμό. Η οικονομική κρίση και η όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεων του σοβιετικού καθεστώτος στα τέλη της δεκαετίας του 1980 επέτρεψε τελικά στην ηγεμονευόμενη μερίδα της κυρίαρχης τάξης, τους διευθυντές και τα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων, να ανατρέψουν και να καταργήσουν τον "κεντρικό κρατικό σχεδιασμό", ιδιοποιούμενοι ως ατομική ιδιοκτησία τις επιχειρήσεις που μέχρι τότε οι ίδιοι διεύθυναν (υπό κρατικοκαπιταλιστικό έλεγχο). Ένα τμήμα του παλιού κρατικοκαπιταλιστικού προσωπικού (του "κομμουνιστικού" κόμματος) ανάλαβε το ρόλο της πολιτικής εκπροσώπησης της αναδυόμενης "δημοκρατίας".
Αν λοιπόν η κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού" δεν μπορεί να αναχθεί σε "ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις", όπως θα ήθελε η "εθνικώς σκεπτόμενη" Αριστερά, παραμένει το ερώτημα αν το κενό που άφησε η διάλυση του Ανατολικού Συνασπισμού, πέρα από το ζήτημα της μετατόπισης του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της Δύσης, οδήγησε σε μια νέα ποιότητα ιμπεριαλιστικής πολιτικής, που να τεκμηριώνει την περί διεθνούς "νέας τάξης" φιλολογία.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει προηγουμένως να αναφερθούμε σε δύο ζητήματα: Αφενός στις νέες αντιφάσεις που αναδεικνύονται από την πάλη των τάξεων στους επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς και εγγράφονται στο διεθνοπολιτικό επίπεδο μετά τη διάλυση των κρατικοκαπιταλιστικών καθεστώτων και αφετέρου στον τρόπο και τα μέσα άσκησης διεθνούς πολιτικής από τις ΗΠΑ και το Δυτικό Συνασπισμό.
Η κατάρρευση των κρατικοκαπιταλιστικών καθεστώτων της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης και η οικονομική παρακμή που συνόδευσε την πρώτη φάση της "μετάβασης" στον δυτικό καπιταλισμό, συνοδεύτηκε από την αναβίωση του εθνικισμού και τη συγκρότηση νέων εθνικών κρατών, μέσα από τη διάλυση πολυεθνικών κρατών όπως η Γιουγκοσλαβία ή η Τσεχοσλοβακία και την απόσχιση από την ΕΣΣΔ εθνών όπως οι Λιθουανοί, οι Λεττονοί, οι Εσθονοί, οι Αζέροι και οι λοιποί μωαμεθανικοί λαοί της ευρύτερης περιοχής του Καυκάσου, οι Αρμένιοι κ.λπ. Ό,τι ίσχυε την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου για τους Πολωνούς, τους Ούγγρους και τους Φιλανδούς, ίσχυσε μετά την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων για τα έθνη και τους λαούς που αναφέραμε, όχι ως αποτέλεσμα "ιμπεριαλιστικών μηχανορραφιών", αλλά ως όψη της "μετάβασης", γεγονός που αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι το έθνος αποτελεί συστατικό στοιχείο της σύγχρονης δυτικής-καπιταλιστικής εξουσίας, ή ότι, όπως αναπτύξαμε στα προηγούμενα, κράτος, έθνος και κεφάλαιο συνιστούν εκφάνσεις ενός και του αυτού συστήματος ταξικής εξουσίας: του καπιταλισμού.
Είναι λοιπόν κατανοητό πώς μέσα από αυτές τις εσωτερικές εξελίξεις στα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ο Δυτικός πολιτικο-στρατιωτικός Συνασπισμός αναδεικνύεται σε αδιαμφισβήτητο διεθνοπολιτικό "ηγεμόνα", καθώς η επιρροή του ρωσικού ιμπεριαλισμού περιορίζεται πλέον στις παρυφές μόνο της Ανατολικής Ευρώπης, διατηρώντας τη δυνατότητα της επέμβασης και της γενοκτονίας μόνο σε περιοχές, λαούς και εθνότητες, όπως π.χ. οι Τσετσένοι, που βρίσκονται στο εσωτερικό της ρωσικής επικράτειας.
Πώς λοιπόν επιχειρεί να διαχειριστεί ο Δυτικός Συνασπισμός τις αναδυόμενες νέες κρατικές οντότητες και τις εθνικιστικές εντάσεις; Κατά τη γνώμη μου ακολουθώντας τους ίδιους άξονες πολιτικής και τα ίδια ιδεολογικά σχήματα που επιβλήθηκαν μέσα από την έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα "ανθρώπινα δικαιώματα" και η "δημοκρατία", το ιδεολογικό μοτίβο άσκησης διεθνούς πολιτικής στην εποχή της "νέας τάξης", αποτελούν ακριβώς τις ίδιες "πανανθρώπινες αξίες" με τις οποίες γινόταν προσπάθεια να νομιμοποιηθεί η αντικομμουνιστική "αποτρεπτική πολιτική" στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η επέμβαση στην Κορέα και στο Βιετνάμ, σε περιοχές τόσο μακρινές από την αμερικανική επικράτεια ή την Ευρώπη, στο όνομα των αξιών του "ελεύθερου κόσμου" (δηλαδή της "δημοκρατίας" και των "δικαιωμάτων") δεν έγινε; Εξάλλου, η διετής κατοχική διοίκηση της Γερμανίας από τους νικητές Συμμάχους και οι διεθνείς δίκες της Νυρεμβέργης (αντί της δίκης των ναζιστών εγκληματιών από το δικαστικό μηχανισμό μιας αντιναζιστικής μεταπολεμικής Γερμανίας) δεν αποτελεί το διεθνοπολιτικό προηγούμενο για τη δίωξη από "διεθνή δικαστήρια" όσων "εγκληματούν κατά της ανθρωπότητας"; Έχει ελάχιστη σημασία για την παρούσα ανάλυση να αναφέρει κανείς το προφανές, ότι η παραβίαση των "πανανθρώπινων αξιών" εντοπίζεται επιλεκτικά σε συγκυρίες κρίσεων που αφορούν αδύνατους "αντιδυτικούς" κρίκους, ότι διογκώνεται από τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ κ.ο.κ. Αυτό που επιδιώκουμε να τονίσουμε είναι ότι ο μηχανισμός νομιμοποίησης των διεθνών δυτικών πρωτοβουλιών και επεμβάσεων παραμένει ο ίδιος με αυτόν που επιβλήθηκε με το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχει τίποτε που να προσιδιάζει στη λεγόμενη "νέα τάξη".
Πιο σημαντικό είναι όμως να κατανοήσουμε ότι από το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου παραμένει επίσης αναλλοίωτο το πολιτικό πλαίσιο με βάση το οποίο ασκείται η δυτική διεθνής πολιτική: Το πλαίσιο αυτό δεν είναι άλλο από τη σταθερότητα των συνόρων που προέκυψαν από τις συνθήκες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της αμέσως επόμενης περιόδου. Το πλαίσιο αυτό, που μετά τις μετακινήσεις πληθυσμών του τέλους του Πολέμου ανταποκρίνεται στα συμφέροντα όλων των δυτικών χωρών, καθιστά ασύμβατη με την αρχή των "ανθρωπίνων δικαιωμάτων" κάθε απόπειρα επιβολής της "ιστορικής ενότητας χώματος και αίματος" που θα παραβίαζε τα υπάρχοντα σύνορα. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο ότι τα εδάφη που προσάρτησε το 1967 το Ισραήλ διατηρούν μέχρι σήμερα το διεθνοπολιτικό στάτους των "κατεχομένων", ότι η "Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου" δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος ή διεθνή Οργανισμό πλην της Τουρκίας, ότι --παρά τη ΝΑΤΟική ένοπλη επέμβαση-- το Κόσοβο εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, ότι το Τέτοβο θα παραμείνει τμήμα της Π. Γ. Δημοκρατίας της Μακεδονίας, κ.λπ.
Η δυτική επέμβαση στις διαδικασίες αποσταθεροποίησης και διάλυσης των πρώην κρατικοκαπιταλιστικών πολυεθνικών κρατών και στους εθνικιστικούς πολέμους που ακολούθησαν αποσκοπούσε στη "διάσωση" της αρχής αυτής των σταθερών συνόρων, μέσα από τη διατήρηση των υπαρχόντων ορίων των ομόσπονδων περιοχών, τα οποία πλέον μετατρέπονταν σε κρατικά σύνορα. Ανεξάρτητα δηλαδή από τα "ανθρώπινα σύνορα", π.χ. μεταξύ σερβικών και κροατικών πληθυσμών, τα σύνορα της Κροατίας έπρεπε να συμπέσουν με τα ιστορικώς καθορισμένα όρια της ομόσπονδης Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Κροατίας, ακόμα κι αν αυτό θα συνεπαγόταν μετακινήσεις και "ανταλλαγές" πληθυσμών. Η ομόσπονδη "Δημοκρατία της Κροατίας" αποκτούσε δηλαδή το διεθνοπολιτικό στάτους του ανεξάρτητου κράτους, ακριβώς όπως συνέβη με τις άλλες πρώην γιουγκοσλαβικές και πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες, αλλά και με την Τσεχία και Σλοβακία.
Η εμμονή των Δυτικών στο πολιτικό πλαίσιο των σταθερών συνόρων δεν πηγάζει φυσικά από την προσήλωση σε "αρχές δικαίου" και "πανανθρώπινες αξίες". Ανταποκρίνεται στην ανάγκη να διατηρηθεί και να νομιμοποιηθεί η διεθνοπολιτική σταθερότητα, άρα και η δυτική πλανητική ηγεμονία.
Συμπερασματικά: Η "νέα τάξη πραγμάτων" προέκυψε κυρίως από τα διεθνοπολιτικά αποτελέσματα που παρήγαγε η πάλη των τάξεων στο εσωτερικό των ανατολικοευρωπαϊκών κοινωνικών σχηματισμών και στην πρώην ΕΣΣΔ. Οι δυνάμεις της Δύσης και του ΝΑΤΟ δεν προκάλεσαν, αλλά επιχειρούν να διαχειριστούν αυτά τα αποτελέσματα ακολουθώντας τον ίδιο τύπο πολιτικοϊδεολογικών (και στρατιωτικών) πρωτοβουλιών και επεμβάσεων όπως στο παρελθόν.

5. Επίλογος

Η πολιτική των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην εποχή της "νέας τάξης πραγμάτων" οικοδομείται με τα ίδια υλικά με τα οποία είχε αρχικά οικοδομηθεί η "αντιφασιστική ειρήνη" του 1945 και ο Ψυχρός Πόλεμος στη συνέχεια. Αποτελεί έκφραση της ηγεμονίας στο διεθνοπολιτικό επίπεδο των δυτικών καπιταλιστικών χωρών υπό την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Η ηγεμονία αυτή σημαίνει απλώς την ικανότητα (μερικής) διαχείρισης των αντιφάσεων οι οποίες αναπτύσσονται αυτοφυώς από την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό των επιμέρους κοινωνικών σχηματισμών και αποτυπώνονται στη διεθνή σκηνή ως διακρατικές ή οιονεί διακρατικές σχέσεις και εντάσεις. Δεν σημαίνει την ικανότητα τελικής ρύθμισης αυτών των σχέσεων, ούτε πολύ περισσότερο την ικανότητα ελέγχου των ταξικών συσχετισμών δύναμης και της δυναμικής της πάλης των τάξεων στο εσωτερικό των επιμέρους κοινωνικών συσχετισμών, από τις οποίες πηγάζουν οι διεθνοπολιτικές εντάσεις.
Επιπλέον, ο Δυτικός ιμπεριαλιστικός Συνασπισμός δεν είναι χωρίς αντιφάσεις. Έτσι, η απόπειρα των ΗΠΑ να νομιμοποιήσει στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ την πολιτική της για τα "κράτη-αγύρτες" ("rogue states") αποτυγχάνει παταγωδώς (βλ. και το άρθρο των Π. Μάρκου, Κ. Μάρκου και Μ. Αρναουτέλη στο παρόν τεύχος των Θέσεων). Ως αποτέλεσμα αυτού, για παράδειγμα, η αμερικανική "επέμβαση" στην Κούβα δεν μπορεί να υπερβεί το μονομερές οικονομικό εμπάργκο, δεν μπορεί να αποτρέψει ούτε καν την ανάπτυξη των Κουβανο-καναδικών οικονομικών σχέσεων. Το παράδειγμα είναι σημαντικό, διότι αν κάποιος ήθελε να εντοπίσει ένα "απείθαρχο κράτος" στη σημερινή διεθνή συγκυρία της "φιλελευθεροποίησης και παγκοσμιοποίησης των αγορών" θα ήταν πολύ πιο εύκολο να καταλήξει στην Κούβα του Κάστρο, παρά στη Σερβία και τη Σερβο-Βοσνία επί Μιλόσεβιτς και Κάρατζιτς, με τα καμένα χωριά και τους ομαδικούς τάφους των "αλλοεθνών".
Αν η "εθνικώς σκεπτόμενη" Αριστερά εντοπίζει μόνο τη "νέα τάξη" και τον ιμπεριαλισμό ως εχθρό "των λαών" είναι γιατί από καιρό έχει συμβιβαστεί με την εγχώρια (εθνική) καπιταλιστική πραγματικότητα, την οποία προσπαθεί να εξωραΐσει και να προωθήσει στο όνομα των "εθνικών δικαίων", της " εθνικής ανεξαρτησίας", της "ανάπτυξης" κ.ο.κ.