Η ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ
Καταστατική απορία


Αν η βασική διαπίστωση στην τρέχουσα συγκυρία είναι ότι αυτή χαρακτηρίζεται από την παντελή και ολοκληρωτική κατίσχυση του κεφαλαίου στον συσχετισμό δύναμης με την εργασία, τότε η αφελής και ευθεία προέκτασή της θα ανέμενε ότι η μονοκρατορία του αστισμού ισοπεδώνει την ετερότητα και αναδύει έναν κόσμο όπου οι αντιφάσεις ανήκουν στα ιστορικά αξιοπερίεργα, μουσειακά κομμάτια που συγκροτούν τους κοινωνικούς δεινόσαυρους. Στη λογική αυτή θα περίμενε κανείς ότι ο πάλαι ποτέ κοινωνικός ανορθολογισμός θα υποχωρούσε και θα έδινε τη θέση του στην ομοιομορφία μιας αυτιστικής κοινωνικής πραγματικότητας, που θα αναγνώριζε τον εαυτό της μόνο μέσα στην κοινωνική παντοδυναμία του κεφαλαίου ως φυσικού νόμου, πρώτου και τελικού κινούντος της ιστορικής εξέλιξης.
Πλην όμως η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη και εξόχως αντιφατική, παρά τον προβαλλόμενο εξορθολογισμό της πολιτικής, της οικονομίας, του κοινωνικού. Αρκεί να παραθέσουμε μερικά απλά ερωτήματα, δείγμα της απορίας που καταλαμβάνει τον οποιονδήποτε απλό παρατηρητή της τρέχουσας πραγματικότητας.
Έως σήμερα όλοι έσπευδαν να μας πείσουν ότι η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ να διαχειριστεί, να προωθήσει και να εμπεδώσει μια «προοδευτική» πολιτική πρόταση προς όφελος «του λαού και του τόπου» και η μετατροπή του σε υποχείριο της συντήρησης, έφερε τη ΝΔ στην εξουσία ως «αυθεντικό εκφραστή των συμφερόντων του κεφαλαίου». Μένει τώρα να μας εξηγήσουν γιατί η ΝΔ εισπράττει αυτή την πρωτοφανή εχθρότητα ακριβώς από εκείνους των οποίων «αυθεντικό εκφραστή» υποτίθεται ότι αποτελεί.
Πώς εξηγείται ότι ακριβώς οι βασικοί «υποστηρικτές» της από την πλευρά του κεφαλαίου και ο τύπος που απηχεί τις απόψεις τους περιγελούν με σκαιό τρόπο το «καμάρι» της παράταξης, τον νόμο περί «βασικού μετόχου», μια πρωτοβουλία που έχει ξεσηκώσει θύελλα σε όλα τα ιστορικά ιδεολογικά και πολιτικά «αποκούμπια» της, όπως είναι τα φιλοευρωπαϊκά λόμπυ και οι επιχειρηματίες, ενώ οι μόνοι σύμμαχοι που της έχουν απομείνει είναι τα κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς;
Αν πάλι κάποιοι ισχυρίζονται ότι η «νίκη - απάτη» της ΝΔ στις εκλογές του 2004 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη που έλαβε από την εκκλησία –και τα «γραμμάτια» που υπέγραψε για να εξασφαλίσει, με τη διαμεσολάβηση του μεγάλου στυλοβάτη της Χριστόδουλου, τη μαζική «χριστιανοδημοκρατικής» προδιαγραφής λούμπεν λαϊκή ψήφο– τότε πώς εξηγείται ότι το δεκανίκι της, η εκκλησία, ουδέποτε υπέστη τα τελευταία χρόνια μεγαλύτερο διασυρμό από σήμερα, με μαζικά ενορχηστρωμένες καμπάνιες στις οποίες πρωτοστατούν και κυβερνητικά ελεγχόμενα media;
Και πώς εξηγείται τέλος ότι το ΠΑΣΟΚ έχει βρεθεί για πρώτη φορά μετά πολλά χρόνια χωρίς συμμάχους, καίτοι βρίσκεται στην αντιπολίτευση και προσπαθεί απεγνωσμένα να συμπλεύσει στο «πολιτικό» σκέλος με την Αριστερά στο πλαίσιο ενός «μετώπου κατά του νεοφιλελευθερισμού»; Γιατί δεν είναι σε θέση να αρθρώσει έναν διαφορετικό λόγο από την καταγγελία της διαχειριστικής αφλογιστίας της ΝΔ, και την αναγγελία της επέλασης μιας «άγριας λιτότητας» που θα δείξει το πραγματικό πρόσωπό της ΝΔ; Γιατί διαδικασιολογεί χωρίς τελειωμό και ανανεώνει την πολιτική ανεπάρκεια και αφλογιστία του;
Ερωτήματα που οφείλουν να απαντηθούν, έστω και σε πρώτη προσέγγιση, αν στόχος είναι η κατανόηση αυτής της αντιφατικής συγκυρίας.

Οι παρενέργειες της διαχείρισης


Η τρέχουσα περίοδος χαρακτηρίζεται από τη διαρκή και «ανεπίστρεπτη» υποχώρηση της πολιτικής, συνδυασμένη με την ανάδυση και θεοποίηση της διαχείρισης, μια διαδικασία που επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο του ενδιαφέροντος στην «ορθολογικότητα» –που επιτέλους καλείται να διαδραματίσει τον ρόλο που της αρμόζει στην περιχαράκωση και «επίλυση» των κοινωνικών αντιφάσεων. Αντιφάσεων που, εντούτοις, φαίνεται ότι αποτελούν έναν λανθάνοντα πόλο αμφισβήτησης του υπαρκτού συσχετισμού, παρά την απαξίωση των εργατικών και λαϊκών αιτημάτων στις τελευταίες δυο δεκαετίες κυριαρχίας του εκσυγχρονισμού.
Η συγκυρία χαρακτηρίζεται αναμφίβολα από τον ιδεολογικό απόηχο της ήττας της εργασίας και την κυριαρχία του κεφαλαίου στον συσχετισμό δύναμης, μετά την εκτεταμένη περίοδο αμφισβήτησης και διεκδίκησης που ακολούθησε τον αντιδικτατορικό αγώνα και την μεταπολιτευτική φενάκη του «προοδευτισμού». Στο πλαίσιο αυτό, η υποχώρηση της πολιτικής και η ανάδειξη της «ορθολογικότητας της διαχείρισης» φάνηκε να είναι η κατάλληλη απάντηση του αστισμού στις προκλήσεις της εποχής, μια ιδεολογία που αναδεικνύει την ανωτερότητα του τεχνοκρατισμού και της δικαιακής ατομικότητας του «πολίτη» απέναντι στην «ανορθολογικότητα» των κοινωνικών διαδικασιών και των μαζικών κινητοποιήσεων και διεκδικήσεων. Αλλά «δυστυχώς» και η διαχείριση αποδείχθηκε ότι είναι ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός συσσωρευτής αντιφάσεων και πηγών «κοινωνικής ανορθολογικότητας». Και τούτο ανεξάρτητα από την αδυναμία των κοινωνικών κινημάτων και της Αριστεράς να τις αξιοποιήσουν, συνθέτοντας και συμπυκνώνοντας τις αντιφάσεις σε αποτελεσματική πολιτική ανατροπής των συσχετισμών δύναμης.
Ποια είναι τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού και πολιτικού ελλείμματος που παρήγαγε η διαχειριστική παντοδυναμία των τελευταίων δεκαετιών; Για λόγους συντομίας και οικονομίας αυτού του σημειώματος θα τα συμπυκνώσουμε σε μια περιγραφική έννοια που αποδίδει επαρκώς σημαντικές όψεις της ανατροπής των συσχετισμών: τη διεύρυνση του χάσματος, ανάμεσα στις κοινωνικές μερίδες που χάνουν και περιθωριοποιούνται στην ιστορική πορεία και στην «ευημερία της ισχυρής Ελλάδας» η οποία βασίζεται στη ενδυνάμωση της ιδεολογικής, πολιτικής και οικονομικής πρωτοκαθεδρίας του κεφαλαίου, περίπου ως φυσικού νόμου στο σύνολο των κοινωνικών εκφάνσεων.
Αυτή η κατάσταση «έπληξε» έμπρακτα τον βασικό πρωταγωνιστή της «εκσυγχρονιστικής διαχείρισης» των τελευταίων δεκαετιών, το ΠΑΣΟΚ, που σήμερα σπεύδει να αποκαθηλώσει το περιεχόμενο αλλά και όλα τα σύμβολα του εκσυγχρονισμού και να προβάλλει την επιστροφή στις «ρίζες» (αλήθεια πόσο ρόλο παίζουν οι λέξεις, τα ονόματα, τα σύμβολα!). Μόνο που ακριβώς επειδή η πραγματικότητα και οι μετασχηματισμοί είναι πολύ πιο ορατοί από τις οποιεσδήποτε λέξεις, ονόματα και σύμβολα μπορεί εσπευσμένα να επιστρατεύονται, οι πρώτοι υπερισχύουν, ενώ η κίνηση συγκάλυψής τους μάλλον επιταχύνει την πτώση παρά λειτουργεί ανασχετικά.
Αλλά από τη διαχείριση δεν «υποφέρει» μόνο το ΠΑΣΟΚ: όταν οι πολιτικές του άρχοντος συγκροτήματος δεν κατορθώνουν να ομογενοποιούν τις αντιστάσεις των κυριαρχούμενων συνεπεία της ανεπάρκειας της «εκσυγχρονιστικής διαχείρισης», αυτό έχει συνολικά διαλυτικά αποτελέσματα για την αντιπροσώπευση, και αναπόφευκτα αδυνατεί να εμποδίσει τις αντιφάσεις να εσωτερικευτούν στο άρχον συγκρότημα. Έτσι ενώ οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν συγκροτούν δυναμική αμφισβήτηση του τρόπου πολιτικής ρύθμισης ή ακόμη περισσότερο της ταξικότητας της εξουσίας, είναι πανταχού παρούσες, στιγματίζοντας την αδυναμία της «διαχείρισης» και υποδεικνύοντας διαρκώς την αναγκαιότητα της «πολιτικής»: συνδέουν το αρνητικό αποτέλεσμα των διαχειριστών με την απουσία του (επιθυμητού) πολιτικού λόγου και του (επιθυμητού) πολιτικού αποτελέσματος. Η φωνή για την ανάγκη της «πολιτικής» γίνεται ολοένα εντονότερη.

ΝΔ: Η επιστροφή της «πολιτικής»


Και εδώ προέκυψε σχεδόν αναπάντεχα η επιστροφή του «λαϊκού κόμματος», από τα βάθη της ιστορίας στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Η άνοδος της ΝΔ συνδυάστηκε με μια πρωτοφανή «πολιτικοποίηση» του κοινωνικού, που αναδείκνυε μια νέα πολιτική θεματολογία σε πλήρη αντιδιαστολή με τις επίπεδες καμπάνιες άυλης υποσχεσιολογίας που είχαν συνηθίσει να προβάλλουν στο συλλογικό ασυνείδητο οι διαχειριστές. Στη θέση λοιπόν των επαγγελιών περί ΟΝΕ, «ισχυρής Ελλάδας», «σχεδίου και προγράμματος» για το μέλλον, η ΝΔ εστίασε την προσοχή και τη συνθηματολογία της σε απτά πολιτικάζητήματα της «καθημερινότητας»: ανεργία, υγεία, στροφή στα «καθημερινά προβλήματα του πολίτη», σύγκρουση με τα «συμφέροντα» και τους «ολίγους» για να προστατευθούν οι «πολλοί», μια «παράταξη της αλλαγής» χωρίς «μονοπώλια» και «αγώνα στο δρόμο», αλλά με κεντρικό σύνθημα τη «διαφάνεια» και την καταπολέμηση της «διαφθοράς».
Το τελευταίο αποτελεί κεντρικό συνεκτικό ιστό ενός μεγαλεπήβολου εγχειρήματος που επιχειρεί να προκαλέσει μια σημαντική ανατροπή στην πρωτοκαθεδρία της εκσυγχρονιστικής διαχείρισης την τελευταία εικοσαετία. Η «στροφή στο κοινωνικό Κέντρο» του Καραμανλή επιχειρεί να δημιουργήσει μια νέα σύνθεση, που η ενδεχόμενη επιτυχία της μπορεί να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό που έχει παγιωθεί στη μεταπολιτευτική περίοδο. Βαδίζοντας σταθερά στο υπόβαθρο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης με τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις που έχει ήδη εγκαθιδρύσει μια υπερ-εικοσαετής προϊστορία θεσμοποιημένης λιτότητας, διαρκούς «προσαρμογής», παντοδυναμίας των αγορών και υποχώρησης της εργασίας στον συσχετισμό δύναμης με το κεφάλαιο, η ΝΔ επιχειρεί τη συμβολική (και πραγματική ως ένα βαθμό) επαφή με την «Ελλάδα που χάνει» μέσα από την ανάδειξη της «διαφθοράς» ως κεντρικού ζητήματος και πηγής της σύγχρονης κακοδαιμονίας.
Δεν είναι μόνο ότι η καμπάνια για τη «διαφάνεια» και κατά της «διαφθοράς» λειτουργεί ως μια νέα ιδεολογική αναφορά που εγκαλεί τόσο τον κόσμο των νοικοκυραίων –παραδοσιακό στήριγμα του κόμματος που επικροτεί τη διάσταση «νόμου και τάξης» η οποία ενυπάρχει σε αυτή την καμπάνια– όσο και τον λαό της μισθωτής εργασίας, που αντικρίζει σε αυτήν όψεις της καθημερινής πάλης ενάντια στην λογική των «μεγάλων», των «αφεντικών», όσων «καταχρώνται» της κοινωνικής πραγματικότητας για να αποσπάσουν ένα «υπέρ»-πλεόνασμα του καθημερινού μόχθου, πέρα από την κοινωνική και πολιτική «νομιμότητα». Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι η νέα σύνθεση που καλείται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους «δυο λαούς» δεν συνδυάζει τη «συμμαχία της ηθικής» με κάποια χίμαιρα «κοινωνικής αλλαγής», αλλά με τον ίδιο τον πυρήνα της κεφαλαιακής σχέσης: τον ανόθευτο και καθαρό ανταγωνισμό και την ισονομία και ισοπολιτεία για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
Το εγχείρημα είναι μεγαλεπήβολο, μιας και επιχειρεί τον «αδύνατο» συγκερασμό αντιθέσεων που αποτελούν (έστω και στρεβλή) αντανάκλαση της βασικής αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας, και εξαιρετικά επισφαλές, μιας και αντιστρατεύεται την παράδοση δεκαετιών και τα αυθόρμητα κοινωνικά αντανακλαστικά που τη συνοδεύουν. Βρίσκει όμως ανέλπιστους συμμάχους στη στάση που υιοθετούν το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά, αναδεικνύοντας κρίσιμες μετατοπίσεις που έγιναν στο κοινωνικό επίπεδο τις τελευταίες δεκαετίες.

ΠΑΣΟΚ: το κόμμα της επιχειρηματικότητας


Το ΠΑΣΟΚ διέκρινε έγκαιρα το «τέλος εποχής» που σηματοδοτούσε η έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια, η διάρρηξη των σχέσεων αντιπροσώπευσης με τα κοινωνικά στηρίγματά του, τα όρια της διαχείρισης που ήταν ορατά με την απουσία απτού αποτελέσματος που να κεφαλαιοποιείται πολιτικά και κοινωνικά. Και δρομολόγησε αλλαγές που επιδίωκαν να προλάβουν και να αντιστρέψουν το κοινωνικό έλλειμμα και το αρνητικό πολιτικό κλίμα. Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας είναι φανερό ότι τίποτε δεν λειτούργησε αποτελεσματικά. Τα αίτια για την αρνητική αυτή τροπή μπορούν να συμπυκνωθούν σε μια σειρά από διαπιστώσεις:
Η αλλαγή του ΠΑΣΟΚ είναι μια τομή μέσα στη συνέχεια της πρωτοκαθεδρίας της διαχείρισης πάνω στο πολιτικό. Αν η αρχική δυναμική έδινε περισσότερο την αίσθηση της «ρήξης», με την μετάλλαξη των συμβόλων, την πολιτική της «επιθυμίας» και του «ατομικού», την αμεσότητα της επικοινωνίας και την προβολή της «συμμετοχικότητας», μιας ασυνέχειας επικοινωνιακής μάλλον παρά πολιτικής, ό,τι ακολούθησε επανέφερε το εκκρεμές στην παραδοσιακή του θέση: το «όνομα» Παπανδρέου ως εγγύηση του «πολιτικού», η επάνοδος των παραδοσιακών συμβόλων, οι περιοδείες και η «κάθοδος στο λαό», η «σκληρή αντιπαράθεση» στη Βουλή, η σχεδόν άπελπις έγκληση στη «Δεξιά» να φανερώσει το «πραγματικό της πρόσωπο» εφαρμόζοντας «λιτότητα», λες και σε όλη την προηγούμενη περίοδο επικρατούσε πανδαισία παροχών και αναδιανομής. Και κυρίως ο εντοπισμός της διαφοράς ανάμεσα στο «προοδευτικό» και στο «αντιδραστικό» στην «αποτελεσματικότητα» της διαχείρισης.
Η πρωτοκαθεδρία της διαχείρισης είναι η σφραγίδα για την υποστολή της πολιτικής. Για ποια πολιτική μπορεί άλλωστε να μιλήσει το ΠΑΣΟΚ χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση με το παρελθόν του, την πολυετή λιτότητα που παρά τις εκάστοτε μικρές και περιορισμένες διορθώσεις συνολικά χειροτέρεψε δραστικά τη θέση της εργασίας στην περίοδο της διακυβέρνησής του; Για την πολιτική της «ισχυρής Ελλάδας», της περιθωριοποίησης της εργασίας, της προβολής των «ίσων ευκαιριών» ως «σοσιαλιστικού» εγχειρήματος, της παντοδυναμίας του κεφαλαίου ως παραγωγού κοινωνικής ευημερίας; Για την πολιτική που αποδυνάμωσε και ουσιαστικά κατήργησε το κόμμα και την οποιαδήποτε πολιτική διεργασία, την οποία εναπέθεσε στους στενούς κρατικούς μηχανισμούς, στη Διοίκηση, που παραμένει απροσπέλαστη για τους όποιους «κοινωνικούς ανορθολογισμούς» (μια πολιτική που σήμερα, και συμβολικά ακόμη, επικυρώνεται από το ΠΑΣΟΚ με την κατάργηση της οποιασδήποτε οργανωμένης πρωτοβουλίας μέσω του κόμματος);
Η επίκληση από το ΠΑΣΟΚ της διαχειριστικής ανικανότητας των διαδόχων του, αφενός αποφεύγει να αντιμετωπίσει τη ΝΔ στο πεδίο στο οποίο έχει μετατοπιστεί η πολιτική σύγκρουση, αφετέρου δείχνει ότι το «σοσιαλιστικό» κόμμα βρίσκεται πολύ μακριά από την πολιτική που θα συμπύκνωνε κάποιες διεκδικήσεις εις όφελος της εργασίας, σε απόλυτη συνέπεια με την έως σήμερα πολιτεία του την τελευταία δεκαετία. Όπως και στην τελευταία τετραετία της κυβερνητικής του θητείας, αδυνατεί να αντισταθεί στην πολιτική επίθεση της ΝΔ με άξονα τη «διαφθορά», και καταλήγει σε τραγελαφικές πολιτικές αλχημείες: καταγγέλλει τη ΝΔ για τον νόμο περί «βασικού μετόχου», ενώ υπό την πίεσή της είχε με δική του πρωτοβουλία ψηφίσει την τροποποίηση του συντάγματος και την πρώτη εκδοχή του νόμου που σήμερα καταγγέλλει ως αντιβαίνοντα στο κοινοτικό δίκαιο.
Το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται και πάλι, μέσα από τις θέσεις που υιοθετεί και τη στάση του στη συγκυρία, ως το κόμμα που αφενός υπηρετεί την πρωτοκαθεδρία των κρατικών μηχανισμών («παραδοσιακών» ή και «εκσυγχρονιστικών», όπως οι «ανεξάρτητες αρχές» «προστασίας του πολίτη») και αφετέρου διαμεσολαβεί τις άμεσες επιδιώξεις του κεφαλαίου, δηλαδή προάγει αυτό που στην καθομιλουμένη ονομάζεται επιχειρηματικότητα. Το ΠΑΣΟΚ προβάλλει πλέον οριστικά και πρωταρχικά ως το «κόμμα της επιχειρηματικότητας».

Αριστερά: εθνικιστική ολοκλήρωση ή κινηματική αντιπολίτευση;


Η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της βρίσκεται και αυτή την περίοδο σε ένα καθοριστικό σταυροδρόμι: είναι μπροστάρης στη μάχη κατά της λιτότητας, αλλά η υπερσυγκυριακή αυτή τοποθέτησή της (επειδή έχει μάθει να λειτουργεί μάλλον ως συνδικαλιστική επένδυση των διεκδικήσεων παρά ως πολιτική συμπύκνωση των αντιφάσεων της συγκυρίας) την οδηγεί στο να διακρίνει «μια νέα λαίλαπα λιτότητας» παντού και πάντα, σε όλες τις πολιτικές προτάσεις και κυβερνητικές εκδοχές του αστισμού. Έτσι, συχνά συμπλέει σήμερα με το ΠΑΣΟΚ στην έγκληση προς την κυβέρνηση «να φανερώσει επιτέλους το αντιλαϊκό πρόσωπό της» κάνοντας πράξη την «πιο σκληρή λιτότητα».
Η παραδοσιακή Αριστερά είναι όμως και οπαδός της θεωρίας περί προϊούσης σήψης του καπιταλισμού και ως εκ τούτου πιστεύει ότι η «πάταξη της διαφθοράς» και η «διαφάνεια» δημιουργούν τις προϋποθέσεις να φθάσει το σύστημα «στα όριά του». Άρα είναι και υπέρ της «διαφάνειας», της συνταγματικής τροποποίησης για να μη «χειραγωγείται ο λαός από τα media», του νόμου περί «βασικού μετόχου», και το σημαντικότερο υπέρ της «εθνικής κυριαρχίας», άρα υπέρ της προάσπισης του Συντάγματος έναντι της κοινοτικής χειραγώγησης.
Το «έθνος» φέρνει την Αριστερά και πάλι στις αγκάλες του αστισμού και μεριμνά ώστε η σύμπλευσή της με τη ΝΔ στη μάχη κατά της «διαφθοράς» να αποτελεί ουσιαστικό πολιτικό στήριγμα στη στροφή της τελευταίας προς το «κοινωνικό Κέντρο». Μάλιστα το ΚΚΕ που σαλπίζει την «ανυπακοή» στις Βρυξέλλες είναι ο καλύτερος σύμμαχος στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, αφού με την ίδια κίνηση διευκολύνει τη ΝΔ στην απομάκρυνση και τον παροπλισμό των πολιτικά ακραίων στοιχείων που ενδεχομένως κινητοποιούνται από δευτερεύουσες όψεις της κυβερνητικής πολιτικής της.
Η Αριστερά, σε αυτή την εκδοχή της, αναδεικνύεται λοιπόν σε υπερασπιστή του «άδολου και ανόθευτου» ανταγωνισμού, και ο μόνος τρόπος να τον υπερασπιστεί είναι να αγκαλιάσει το «έθνος» στη μάχη του απέναντι στους «ξένους» και τα όσα μηχανεύονται. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα δίδεται για μια ακόμα φορά από τον Μ. Θεοδωράκη, που από τον Όλυμπο του κύρους του έχει την άνεση να στηρίζει τη «διαφάνεια» και να κατακεραυνώνει το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα για τελείως διαφορετικούς λόγους από εκείνους που μάχεται η ευρωπαϊκή Αριστερά.
Γίνεται λοιπόν για άλλη μια φορά προφανές ότι η μόνη διέξοδος για να παραμείνει η Αριστερά πολιτική δύναμη αμφισβήτησης του υπάρχοντος είναι να διαμορφώσει τον πολιτικό της λόγο σε αναφορά με τις υπαρκτές κοινωνικές αντιστάσεις και αντιθέσεις, μπολιάζοντάς τες με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο: Η κριτική των σχέσεων και των μορφών καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και πολιτικο-ιδεολογικής χειραγώγησης είναι σήμερα απόλυτα απαραίτητη.

Χειραγώγηση των μηχανισμών;


Όσα προηγήθηκαν έδειξαν ανάγλυφα ότι η ΝΔ έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων μιας και δεν διαφαίνονται εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις που να αντιστρατεύονται το κεντρικό πολιτικό εγχείρημά της, τη στροφή στο «κοινωνικό Κέντρο». Άλλο τόσο βέβαιο είναι όμως πως δεν υπάρχει η παραμικρή κοινωνική δυναμική που να το στηρίζει, με αποτέλεσμα η έκβαση του εγχειρήματος να εξαρτάται αποκλειστικά από τους συσχετισμούς δύναμης μέσα στο άρχον συγκρότημα και τις αντιφάσεις που διαπερνούν τους κρατικούς μηχανισμούς. Στην πορεία υλοποίησης αυτής της πολιτικής, η ΝΔ αντιμετωπίζει σήμερα και θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει και στο μέλλον αντιδράσεις και αντιστάσεις κυρίως μέσα από το μπλοκ εξουσίας, εφόσον και για όσο διάστημα η κοινωνική αμφισβήτηση παραμένει αδύναμη και υποτονική. Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση δείχνει να προσπαθεί να στηρίξει την πολιτική της σε συγκεκριμένες όψεις των κρατικών μηχανισμών.
Κρίνεται πολιτικά αναγκαίο από την κυβέρνηση να αποκαλυφθεί η έκταση και ένταση της «διαφθοράς»; Δημοσιοποιούνται «σκάνδαλα» στη δικαιοσύνη, συνεργασία των «λειτουργών» της με «κυκλώματα», συναλλαγές κρατικών αξιωματούχων με στοιχεία του υποκόσμου, χρηματισμός ανακριτών και εισαγγελέων.
Πρέπει να προστατευθεί η κυβέρνηση από ακροδεξιές εμβολές στο μαλακό υπογάστριό της; Αίφνης αποκαλύπτονται οι ύποπτες διασυνδέσεις του Χριστόδουλου, η εμπλοκή της εκκλησίας στο εμπόριο ναρκωτικών, η αποκλίνουσα σεξουαλικότητα των «πατέρων», οι υπεξαιρέσεις στα μοναστήρια, τα deals με την ακίνητη περιουσία.
Πρέπει να υπάρξουν στοιχεία ώστε να πεισθεί και ο τελευταίος αφελής ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό; Εσμός πρακτόρων, «δημοσιογράφων» του «αποκαλυπτικού ρεπορτάζ» και «παραγόντων της κοινωνικής ζωής» κατακλύζουν την τηλεόραση με απίστευτη πραμάτεια από κασέτες και οπτικό υλικό, μπροστά στην οποία η ενορχήστρωση του σκανδάλου Κοσκωτά αποτελεί ερασιτεχνική συναρμογή. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά από τα ίδια πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην παραγωγή και διαπόμπευση «ενόχων» και στη δημιουργία τρομο-κλίματος στην περίοδο των συλλήψεων της 17 Νοέμβρη, είναι οι ίδιοι πανεπιστήμονες των αποκαλύψεων που και σήμερα μας εφοδιάζουν με «υλικό» και πειστήρια.
Είναι φανερό λοιπόν ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να θωρακίσει το πολιτικό εγχείρημά της αξιοποιώντας τους κρατικούς μηχανισμούς και τους πάσης φύσεως υπαλλήλους τους. Πιστεύει στην παντοδυναμία και αποτελεσματικότητά τους, μιας και δεν διαθέτει άλλες εναλλακτικές λύσεις. Βασίζεται στην αποτελεσματικότητα της κρατικής βουλησιαρχίας έχοντας επίγνωση ότι η αμφισβήτηση «από τα κάτω» είναι εξαιρετικά ασθενής. Μήπως όμως έχει υποτιμήσει τον «εσωτερικό εχθρό», τις αντιθέσεις μέσα στο άρχον συγκρότημα;

Εσωτερικός εχθρός


Όπως δείχνουν οι αντιδράσεις στο νομοθέτημα περί τον «βασικό μέτοχο», η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι θετική. Και η αντίδραση, η οποία είναι ανοιχτή και χωρίς περιστροφές, προφανώς δεν αφορά μόνο τον ίδιο τον νόμο που με κατάλληλη «εφαρμογή» μπορεί να παρακαμφθεί: σήμερα άλλωστε έχει δημιουργηθεί το αντίθετο πρόβλημα με τον ισχύοντα νόμο του ΠΑΣΟΚ, η «αυστηρή» ανάγνωση του οποίου έχει ήδη αποκλείσει εταιρίες από κατασκευαστικά έργα.
Η πρώτη και άμεση αντίθεση καταγράφεται ανάμεσα στην κυβέρνηση και το μπλοκ της «επιχειρηματικότητας». Και η αντίθεση αυτή ξεπερνά το πλαίσιο του νόμου: δημιουργείται μια κοινωνική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση που με σημαία την «επιχειρηματικότητα» αντιπαλεύει τη στρατηγική του «λαϊκού κόμματος», δαιμονοποιώντας την πολιτική της ως επιστροφή στον «σοσιαλισμό» της δεκαετίας του ’80, υποδαύλιση του αντιευρωπαϊσμού και διάρρηξη των συμμαχιών με τα ανερχόμενα μεσοστρώματα που προσβλέπουν στην «Ελλάδα που κερδίζει». Και η αντιπολίτευση αυτή αρχίζει να προσάπτει στην κυβέρνηση κατηγορίες που πρακτικά είχαν να ακουστούν από την ένδοξη περίοδο του τέλους της δεκαετίας του ’80.
Ακριβώς όπως στην περίοδο Κοσκωτά, προσάπτεται στους χειρισμούς των κυβερνώντων ένα πολύ σημαντικό ατόπημα: η κατάργηση της «ουδετερότητας» του κράτους στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου και η απόπειρα να μεταβληθούν κοινωνικοί συσχετισμοί και επιχειρηματικές ισορροπίες με αμιγώς πολιτικά μέσα, με τη χρήση των πολιτικών ιδεολογικών μηχανισμών. Αν κατορθώσει αυτή η κοινωνική αντιπολίτευση της «επιχειρηματικότητας» να στοιχειοθετήσει τις κατηγορίες της και να συγκροτήσει δυναμική γύρω από αυτές, εκμεταλλευόμενη υπερβολές, αστοχίες και τον πολιτικό βολονταρισμό των κυβερνώντων, τότε είναι πιθανό να δούμε «μέρες του ’89» να ξαναζωντανεύουν με αντιστροφή των ρόλων.
Αλλά ακόμη και η σημερινή εικόνα που διαμορφώνεται εικονογραφεί ανάγλυφα τη βασική θέση ότι δεν είναι συνετό να παίζεις με τις αντιφάσεις μέσα στο άρχον συγκρότημα ακόμα και σε περιόδους απόλυτης αδυναμίας των κυριαρχουμένων τάξεων. Κυρίως γιατί σε πείσμα των «σοφών» του «τέλους της ιστορίας», το φάντασμα της «ηττημένης» εργασίας είναι πανταχού παρόν ως απειλή, φόβητρο και μηχανή παραγωγής επίδικων αντικειμένων, που προσωρινά μόνο είναι εκτός ημερήσιας διάταξης...