Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΩΣ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΑΝΕΦΙΚΤΟΥ

1. Ανακατατάξεις

Η φαινομενολογία της συγκυρίας δεν είναι ενθαρρυντική. Τα γνωστά προκατασκευασμένα ιδεολογήματα της «μεταρρύθμισης», των «διαρθρωτικών αλλαγών», του «μεσαίου χώρου» συνεχίζουν να δεσπόζουν στην πολιτική ημερήσια διάταξη, καθώς φαίνεται να προκρίνεται η λύση της πρόωρης απόσπασης της συναίνεσης για άλλη μια προαναγγελθείσα και αναμενόμενη «αιφνιδιαστική» στροφή της διαχείρισης επί το συντηρητικότερο. Αυτή τη φορά χωρίς την επίκληση μείζονος «εθνικού θέματος» αλλά με την ωμή ειλικρίνεια των κρατούντων όταν όντας αρκετά βέβαιοι για τη σταθερότητα της εξουσίας τους αποδεικνύουν και με συμβολικό τρόπο αυτό που σε τελική ανάλυση είναι οι συνταγματικές «δεσμεύσεις»: πλαίσιο «αρχών» για έννοιες όπως είναι ο «πολίτης», οι οποίες όμως σφυρηλατούνται πάνω στο αμόνι των κοινωνικών συσχετισμών για να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα των σχέσεων εξουσίας. Κοινώς κουρελόχαρτα.
Και οι ανακατατάξεις που προκύπτουν υποδηλώνουν την ανάγκη για πολιτικές που οδηγούνται από τους χειρότερους εφιάλτες αντιδραστικών ιδεολογημάτων. Οι μόνες «νέες» υπογραφές στη συγκυρία είναι ο προβιβασμός του ακροδεξιού ΛΑΟΣ σε κόμμα του αστικού σαλονιού με την ολόπλευρη σχετική συστηματική προβολή και διαφήμιση, και η «δημιουργία» του «εθνεγερτικού» έπους της «Δημοκρατικής Αναγέννησης» που «αντιπολιτεύεται» συμπολιτευόμενο με τόνους «εθνικής ανάτασης» και εθνικιστικού μεγαλοϊδεατισμού.
Η μόνη φανερή πολιτική μετατόπιση, απόρροια της μεγαλειώδους πορείας προς το «μεσαίο χώρο» είναι μέχρι στιγμής η θεραπεία του ακροδεξιού, εθνικιστικού, λούμπεν άξονα με περισσότερο ή λιγότερο ελεγχόμενες αποχρώσεις ρατσιστικής, ξενοφοβικής, φασιζουσας ιδεολογίας.
Η πολιτική σκηνή «εμπλουτίζεται» ως απόρροια της περιρρέουσας ατμόσφαιρας πολιτικής ρευστότητας που αρχίζει να προβάλλει ως σχετική σταθερά των συσχετισμών

2. Η ρευστότητα του «μεσαίου χώρου»

Η ρευστότητα δεν αποτελεί πρωτόγνωρη έκφανση της μεταπολιτευτικής ιστορίας των πολιτικών ιδεολογικών μηχανισμών. Σε φάσεις κατά τις οποίες μια διαχειριστική πρόταση οργάνωσης της συναίνεσης εξαντλούσε την προωθητική δυναμική της και την ικανότητα συσπείρωσης των αναγκαίων κοινωνικών συμμαχιών γύρω από τους βασικούς άξονές της, παρόμοια φαινόμενα ρευστότητας ανιχνεύονταν στον πυρήνα του πολιτικού συστήματος. Δείγματά του είχαμε στη δεύτερη τετραετία Καραμανλή στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με τον διαμελισμό και εξαφάνιση του Κέντρου, καθώς και στην απόπειρα βίαιης ανασύνταξης του πολιτικού σκηνικού από τα πάνω με τη συγκυβέρνηση του ’89. Πολιτική ρευστότητα προκύπτει και σήμερα αν και με εντελώς διαφορετικούς όρους.
Από όλες τις πλευρές προβάλλεται σήμερα με τη χροιά φυσικού νόμου η κυριαρχία του «μεσαίου χώρου» και η τεχνοκρατική, διαχειριστική «ουσία» των προβλημάτων στις σύγχρονες κοινωνίες. Τούτου δοθέντος υπάρχει μεγαλύτερη ομολογία χρεοκοπίας αυτού του ιδεολογήματος από το γεγονός ότι η συγκυρία αναδεικνύει –και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους υιοθετούν– τις πλέον «ασύμμετρες» καθυστερημένες ιδεολογίες φυλετικής, θρησκευτικής και εθνικής «καθαρότητας» περιβεβλημένες με «πολιτικό» πακετάρισμα πολυσυλλεκτικής φασίζουσας κίνησης «λαϊκής βάσης»; Εκτός αν ο «μεσαίος χώρος» θεωρηθεί από μια αμιγώς «κοινωνική χροιά»: Οι περίφημοι «νοικοκυραίοι», την περιουσία των οποίων, κατά δήλωση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, προάσπισε στα Δερβενοχώρια με όλα τα διαθέσιμα κρατικά μέσα στις πρόσφατες πυρκαγιές η κυβέρνηση, επιλέγοντας με τον τρόπο αυτό να αφήσει σχεδόν στην τύχη του τον εθνικό δρυμό της Πάρνηθας.
Το σημαντικότερο σύμπτωμα της ρευστότητας προκύπτει λοιπόν από την ένδειξη «εμπλουτισμού» των πολιτικών και κοινωνικών ιδεολογιών με αυτά τα ακροδεξιά ιζήματα. Και ενισχύεται από την ανάγκη του άρχοντος συγκροτήματος να πριμοδοτήσει φανερά και απροκάλυπτα αυτές τις ακροδεξιές ιδεολογικές αποφύσεις με όλους τους δυνατούς τρόπους:
-ενισχύοντας την οργανωτικά αυτόνομη έκφρασή τους,
-πριμοδοτώντας την υιοθέτηση βασικών τμημάτων του λόγου τους από μερίδες των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων,
-προβάλλοντας με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας την κοινωνική αποδοχή βασικών συστατικών του φοβικού ιδεολογικού πυρήνα τους, και τέλος
-στηρίζοντας και μέσω αυτών το γενικότερο πολιτικό παιχνίδι αυτονόμησης των μηχανισμών με στόχο την αναδιάρθρωση του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού.

3. Το παιχνίδι με την Ακροδεξιά

Έτσι, η ΝΔ παράλληλα με την επαγγελία της «νέας διακυβέρνησης» και την «αταλάντευτη» ολοκλήρωση των «μεταρρυθμίσεων», δηλώνει το «αδιαπραγμάτευτο» του ονόματος με τη Μακεδονία, «τρίζει τα δόντια» στην Τουρκία, αποκρούει τις «εθνικά απαράδεκτες» υπερβάσεις του βιβλίου Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού, γενικότερα αναβιώνει μια οργανική επαφή με τις ιδεολογίες των «νοικοκυραίων» που αποτελούν τον κορμό του εθνικού ακροατηρίου της.
Το νεοφιλελεύθερο (περισσότερο νεοφιλελεύθερο, πεθαίνεις!) ΠΑΣΟΚ έχει από καιρού συμπληρωματικά στραφεί στη θωπεία των ακροδεξιών ανακλαστικών του σύμπαντος εθνικού ακροατηρίου: από τη συμμετοχή σε τελετές Μακεδονομάχων στο Κιλκίς σε μια περιοδεία με άξονα (υποτίθεται!) την Εγνατία Οδό, έως την καταγγελία της κυβέρνησης για «μειοδοσία στα εθνικά θέματα» (Μακεδονία, Κόσοβο, Τουρκία), ο δρόμος διανθίζεται με πλήθος εθνικιστικές κορώνες που παραλλάσσουν ανάλογα με το φερέφωνο. Κυρίως όμως, και με πρόσχημα την υποτιθέμενη συνωμοτική συμμαχία ΝΔ-Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ ανεγκέφαλα πριμοδοτεί το ΛΑΟΣ ως μηχανισμό περιορισμού της εκλογικής επιρροής της κυβέρνησης, αδιαφορώντας για τη μαζική πρόσληψη του φοβικού ιδεολογικού λόγου του και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη γενικότερη πολιτική και ιδεολογική συγκυρία.
Το εθνοκομμουνιστικό ΚΚΕ προχωράει με την υιοθέτηση των μικρών καθημερινών εθνικισμών ως συστατικών του μεγάλου «αντιμπεριαλισμού» και την καταστατική καθιέρωση του στόχου «ενίσχυσης του κόμματος» ως υποκατάστατου της πολιτικής («δεν υπάρχει πολιτικό ζήτημα σε αυτές τις εκλογές παρά μόνο η ενίσχυση του ΚΚΕ», Α. Παπαρήγα), θεωρεί το ΛΑΟΣ ως «ιδιότυπο μόρφωμα», ενδεχομένως για να μην κλείσει διαύλους επικοινωνίας που άνοιξαν με τη διαρροή ψηφοφόρων του προς τις τάξεις του τελευταίου. Πάντως υπάρχει και σημαντικό άνοιγμα του ΚΚΕ στην «κοινωνία» διότι φαίνεται διατεθειμένο να στηρίξει «συμμαχία της εργατικής τάξης... με τα ριζοσπαστικά κινήματα... πρόληψης και καταπολέμησης της ναρκομανίας», οπότε κάτι ελπιδοφόρο γεννιέται για το μέλλον...
Σε όλο αυτό το απαράδεκτο σκηνικό είναι ενθαρρυντικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει σταθερά μέτωπα κατά του πολιτικού παιχνιδιού με τις ακροδεξιές, ρατσιστικές και ξενοφοβικές ιδεολογίες, κατά των εκφραστών και των εκ του παρασκηνίου υποστηρικτών τους. Και τα εντάσσει στον γενικότερο πολιτικό αγώνα για την ανάδειξη και συμπύκνωση αντιφάσεων που μπορούν να συνθέσουν το νέο μίγμα κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης. Αρκεί όμως αυτό για να μπορέσει να διεμβολίσει ευρύτερα κινηματικά ακροατήρια χωρίς να θέτει το κομβικό ζήτημα της πολιτικής συγκυρίας, και μάλιστα σε εποχή εκλογών με ενισχυμένη πολιτική ρευστότητα; Ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική ενότητα της Αριστεράς έχει ακόμη μπροστά του τις επιλογές που θα στενέψουν τα περιθώρια πολιτικών εκβιασμών και θα ακυρώσουν την απειλή εξαφάνισης από την κεντρική πολιτική σκηνή.
Συμπερασματικά, τα κόμματα εξουσίας αντιμετωπίζουν τη ρευστότητα της πολιτικής σκηνής με στρατηγικές και μέσα που, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και συνειδητές επιλογές, σε τελική ανάλυση πριμοδοτούν την πολιτική ρευστότητα στην προσπάθεια να την αξιοποιήσουν για λογαριασμό τους. Στηρίζονται στην αυτονόμηση του πολιτικού από το κοινωνικό και αντιμετωπίζουν την πολιτική ρευστότητα με «πολιτικά» μέσα, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο επάλληλους κύκλους ογκούμενης ρευστότητας. Και στην προσπάθεια αυτή καταφεύγουν σε δοκιμασμένες λύσεις: την ανακύκλωση του δικαστικού ιδεολογικού μηχανισμού ως αιχμής του δόρατος για την πολιτική «κάθαρση»...

4. Η διαχρονική αναγκαιότητα της «κάθαρσης»

Και επειδή σε περιόδους πολιτικής αμηχανίας έχει αποδειχθεί η χρησιμότητα της παλαιάς μεθόδου του bootstrappingΣε μια από τις διηγήσεις του, ο Βαρώνος Μινχάουζεν αναφέρει ότι βυθιζόμενος σε έλος κατόρθωσε να ανυψωθεί τραβώντας ο ίδιος τα κορδόνια από τις μπότες του.