Louis Althusser, Etienne Balibar, Roger Establet, Pierre Macherey, Jacques Ranciere
Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο
Μετάφραση:Δημήτρης Δημούλης, Χρίστος Βαλλιάνος, Βίκυ Παπαοικονόμου. Eπιμέλεια ελληνικής έκδοσης: Δημήτρης Δημούλης
Κατεβάστε όλο το περιεχόμενο του βιβλίου, κάνοντας κλικ εδώ.Σημείωση του Επιμελητή
Παρουσιάζουμε στο ελληνικό κοινό τη μετάφραση ενός αναμφίβολα κλασικού έργου του μαρξισμού του 20ου αιώνα. Η σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών καθυστέρηση της ελληνικής μετάφρασης έχει ένα αντιστάθμισμα. Πρόκειται για την πρώτη δημοσίευση του συνόλου του έργου σε γλώσσα εκτός της γαλλικής.
Η μετάφραση πραγματοποιήθηκε από την τρίτη γαλλική έκδοση του έργου (Presses Universitaires de France, 1996). Πρόκειται ουσιαστικά για φωτομηχανική αναπαραγωγή της δεύτερης έκδοσης (εκδ. Maspero, τόμοι Ι και ΙΙ, 1968, τόμοι ΙΙΙ και IV, 1973). Μικρής σημασίας αβλεψίες και τυπογραφικά λάθη που επισημαίνει η τρίτη έκδοση διορθώθηκαν σιωπηρά στην παρούσα μετάφραση.
Οι μεταφραστές αντιμετώπισαν το πρόβλημα του τρόπου απόδοσης αποσπασμάτων των Μαρξ και Ένγκελς που παρατίθενται συνήθως από γαλλική μετάφραση. Προκρίθηκε η απ' ευθείας μετάφραση από το γερμανικό πρωτότυπο. Η λύση αυτή ανταποκρίνεται στην εισαγωγική προτροπή του Αλτουσέρ "να διαβάσουμε τον Μαρξ στο πρωτότυπο", επιτρέποντας στον αναγνώστη να έρθει σε αμεσότερη επαφή με τα σχολιαζόμενα κείμενα. Όπου οι διαφορές του πρωτοτύπου με τη γαλλική μετάφραση του ίδιου αποσπάσματος επηρεάζουν την κατανόηση και ερμηνεία του αναφέρουμε σε υποσημείωση τη γαλλική μετάφραση που παραθέτει ο εκάστοτε συγγραφέας.
Τα κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς μεταφράσθηκαν από την ευρέως προσιτή έκδοση Marx-Engels-Werke, Dietz Verlag, Berlin. Παραπέμπονται με τη συντομογραφία MEW και αναφορά του τόμου και της σελίδας. Τη μετάφραση των αποσπασμάτων έκανε ο Δ. Δημούλης.
Η μετάφραση των κειμένων των Αλτουσέρ και Μπαλιμπάρ έγινε από τον Δ. Δημούλη. Ο Χ. Βαλλιάνος μετέφρασε το κείμενο του Μασερέ. Η Β. Παπαοικονόμου και ο Δ. Δημούλης το κείμενο του Εσταμπλέ. Η μετάφραση του κειμένου του Ρανσιέρ είναι αποτέλεσμα συνεργασίας των Χ. Βαλλιάνου και Β. Παπαοικονόμου.
Ιούλιος 2002
Δημήτρης Δημούλης «Λονδίνο, 18 Μαρτίου 1872
Στον πολίτη Μωρίς Λα Σάτρ
Αγαπητέ πολίτη, Επικροτώ την ιδέα σας να δημοσιεύσετε τη μετάφραση του Κεφαλαίου σε τεύχη. Με τη μορφή αυτή, το έργο θα είναι πιο προσιτό στην εργατική τάξη, και για μένα η σκέψη αυτή μετράει περισσότερο απo ο,τιδήποτε άλλο.
Αυτή είναι η καλή πλευρά του νομίσματος. υπάρχει όμως και η ανάποδη: η μέθοδος ανάλυσης που χρησιμοποίησα και που δεν είχε εφαρμοστεί προηγουμένως σε οικονομικά θέματα, καθιστά αρκετά δυσχερή την ανάγνωση των πρώτων κεφαλαίων και υπάρχει ο φόβος ότι το γαλλικό κοινό, πάντα ανυπόμονο να βγάλει συμπεράσματα και διψώντας να γνωρίσει τη σχέση των γενικών αρχών με τα άμεσα ζητήματα που το παθιάζουν, θα αποθαρρυνθεί, γιατί δεν θα μπορέσει να φτάσει αμέσως στο τέρμα.
Αυτό είναι ένα μειονέκτημα σχετικά με το οποίο δεν μπορώ να κάνω τίποτε, εκτός από το να προειδοποιήσω και να προφυλάξω τους αναγνώστες που νοιάζονται για την αλήθεια. Δεν υπάρχει βασιλική οδός για την επιστήμη και μπορούν να φτάσουν στις φωτεινές κορυφές της μόνον όσοι δεν υπολογίζουν τον κόπο να περάσουν από τα δύσβατα μονοπάτια της.
Αγαπητέ πολίτη, δεχθείτε τη διαβεβαίωση της αφοσίωσής μου.
Καρλ Μαρξ».
ΛΟΥΙ ΑΛΤΟΥΣΣΕΡ
Από το Κεφάλαιο στη φιλοσοφία του Μαρξ
Οι ακόλουθες εισηγήσεις παρουσιάστηκαν σε ένα σεμινάριο αφιερωμένο στο Κεφάλαιο που οργανώθηκε στις αρχές του 1965 στην Ecole Normale. Φέρνουν τη σφραγίδα των περιστάσεων: όχι μόνο στη διάρθρωση, στο ρυθμό, στο διδακτικό ή προφορικό ύφος τους, αλλά και στις διαφορές, στις επαναλήψεις, στους δισταγμούς και στους κινδύνους που δημιουργεί η έρευνα. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να τις αναθεωρήσουμε προσεκτικά, να τις διορθώσουμε με αντιπαραβολή, να περιορίσουμε τις διακυμάνσεις τους, να εναρμονίσουμε όσο γίνεται περισσότερο την ορολογία, τις υποθέσεις και τα συμπεράσματά τους. Θα μπορούσαμε να εκθέσουμε το υλικό τους με τη συστηματικότητα του ενιαίου λόγου, με μια λέξη να τις μετατρέψουμε σε ολοκληρωμένο έργο. Χωρίς να διεκδικούμε αυτό που θα μπορούσαν να είναι, προτιμήσαμε να τις παρουσιάσουμε όπως είναι: ανολοκλήρωτα κείμενα, απλές αρχές μιας ανάγνωσης.
1.
Φυσικά όλοι έχουμε διαβάσει Το Κεφάλαιο. Όλοι το διαβάζουμε. Εδώ και σχεδόν έναν αιώνα μπορούμε να το διαβάζουμε, καθημερινά, διαφανώς, στα δράματα και τα όνειρα της ιστορίας μας, στις συζητήσεις και τις συγκρούσεις της, στις ήττες και τις νίκες του εργατικού κινήματος, τη μόνη μας ελπίδα και πεπρωμένο. Από τότε που "ήρθαμε στον κόσμο" δεν πάψαμε να διαβάζουμε Το Κεφάλαιο στα γραφτά και στους λόγους όσων, νεκρών και ζωντανών, το διάβασαν για λογαριασμό μας, σωστά ή εσφαλμένα. Ένγκελς, Κάουτσκυ, Πλεχάνωφ, Λένιν, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τρότσκυ, Στάλιν, Γκράμσι, ηγέτες των εργατικών οργανώσεων, οπαδοί ή αντίπαλοί τους: φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί. Διαβάσαμε αποσπάσματα, «κομμάτια» που η συγκυρία «διάλεξε» για μας. Όλοι μας διαβάσαμε λίγο-πολύ το Πρώτο Βιβλίο, από το «εμπόρευμα» ως την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών».
Ωστόσο κάποια μέρα πρέπει να διαβάσουμε κυριολεκτικά Το Κεφάλαιο. Να διαβάσουμε το κείμενο, ολόκληρο, τα τέσσερα βιβλία, γραμμή προς γραμμή, να μελετήσουμε δέκα φορές τα πρώτα κεφάλαια και τα σχήματα της απλής και της διευρυμένης αναπαραγωγής, να περάσουμε από τα άγονα και γυμνά υψίπεδα του Δεύτερου Βιβλίου για να φτάσουμε στη γη της επαγγελίας του κέρδους, του τόκου, και της γαιοπροσόδου. Και ει δυνατόν να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο όχι μόνο στη γαλλική μετάφραση (έστω και αν πρόκειται αναφορικά με το Πρώτο Βιβλίο για τη μετάφραση του Roy, που ο Μαρξ δεν την είχε απλά κοιτάξει, αλλά την είχε ξανακάνει) αλλά και στο γερμανικό πρωτότυπο, τουλάχιστον όσον αφορά τα βασικά θεωρητικά κεφάλαια και τα κομμάτια όπου εμφανίζονται οι έννοιες–κλειδιά του Μαρξ.
Με αυτό τον τρόπο συμφωνήσαμε να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο. Οι εργασίες που προέκυψαν από αυτό το πρόγραμμα δεν είναι παρά οι ποικίλες προσωπικές σημειώσεις ανάγνωσης: καθεμιά ανοίγει με τον τρόπο της μια πάγια δίοδο στο μεγάλο δάσος του Βιβλίου. Τις παρουσιάζουμε στην αρχική τους μορφή, χωρίς διορθώσεις, για να εμφανίσουμε όλους τους κινδύνους και τα πλεονεκτήματα αυτής της περιπέτειας. Για να συναντήσει ο αναγνώστης στην αρχική της μορφή την εμπειρία μιας ανάγνωσης. Και για να τον οδηγήσουν τα ίχνη της πρώτης ανάγνωσης σε μια δεύτερη που οδηγεί μακρύτερα.
2.
Μια και δεν υπάρχει αθώα ανάγνωση, ας ομολογήσουμε ποια ανάγνωση μας βαρύνει.
Ήμασταν όλοι φιλόσοφοι. Δεν διαβάσαμε Το Κεφάλαιο ως οικονομολόγοι, ιστορικοί ή φιλόλογοι. Δεν θέσαμε στο Κεφάλαιο το ερώτημα του οικονομικού ή ιστορικού του περιεχομένου, ούτε της καθαρής εσωτερικής «λογικής» του. Διαβάσαμε Το Κεφάλαιο ως φιλόσοφοι, δηλαδή του θέσαμε ένα τελείως διαφορετικό ερώτημα. Για να περάσουμε κατευθείαν στο θέμα, ας το ομολογήσουμε: του θέσαμε το ερώτημα της σχέσης του με το αντικείμενό του, δηλαδή του θέσαμε ταυτόχρονα το ερώτημα της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου του και της ιδιαιτερότητας της σχέσης του με το αντικείμενο αυτό. Πρόκειται για το ερώτημα της υφής του λόγου που χρησιμοποιείται για την πραγμάτευση αυτού του αντικειμένου, για ζήτημα του επιστημονικού λόγου. Και επειδή ο ορισμός προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από τη διαφορά, θέσαμε στο Κεφάλαιο το ερώτημα ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του αντικειμένου του και του λόγου του. Αναρωτηθήκαμε σε κάθε βήμα της ανάγνωσής μας σε τι διαφέρει το αντικείμενο του Κεφαλαίου από το αντικείμενο της κλασικής (και της σύγχρονης οικονομίας) αλλά και από το αντικείμενο των Νεανικών Έργων του Μαρξ, κυρίως των Χειρογράφων του 44. άρα σε τι διαφέρει ο λόγος του Κεφαλαίου από το λόγο της κλασικής οικονομίας και από το φιλοσοφικό (ιδεολογικό) λόγο του Νεαρού Μαρξ.
Να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο ως οικονομολόγοι θα σήμαινε να το διαβάσουμε θέτοντας το ερώτημα ποιο είναι το οικονομικό περιεχόμενο και ποια η οικονομική αξία των αναλύσεων και των σχημάτων του, δηλαδή συγκρίνοντας το λόγο του με ένα αντικείμενο που έχει ήδη ορισθεί ανεξάρτητα από το ίδιο, χωρίς να εξετάσουμε αυτό το αντικείμενο. Να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο ως ιστορικοί θα σήμαινε να το διαβάσουμε θέτοντας το ερώτημα της σχέσης των ιστορικών του αναλύσεων με ένα ιστορικό αντικείμενο που έχει ήδη ορισθεί ανεξάρτητα από το ίδιο, χωρίς να εξετάσουμε αυτό το αντικείμενο. Να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο ως μελετητές της λογικής θα σήμαινε να του θέσουμε το ερώτημα των μεθόδων έκθεσης και απόδειξης που χρησιμοποιεί, με τρόπο αφηρημένο, χωρίς και πάλι να εξετάσουμε το αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται οι μέθοδοι αυτού του λόγου.
Να διαβάσουμε Το Κεφάλαιο ως φιλόσοφοι σημαίνει ακριβώς ότι μελετούμε το ιδιαίτερο αντικείμενο ενός ιδιαίτερου λόγου, και την ιδιαίτερη σχέση που έχει αυτός ο λόγος με το αντικείμενό του. Σημαίνει, δηλαδή, να θέσουμε στην ενότητα λόγος – αντικείμενο το ερώτημα των επιστημολογικών τίτλων που διακρίνουν τη συγκεκριμένη ενότητα από άλλες μορφές της ενότητας λόγος – αντικείμενο. Μόνο μια τέτοια ανάγνωση επιτρέπει να δοθεί απάντηση σε ένα ερώτημα που συνδέεται με τη θέση του Κεφαλαίου στην ιστορία της γνώσης. Το ερώτημα έχει ως εξής: Το Κεφάλαιο αποτελεί ένα απλό και συνηθισμένο ιδεολογικό προϊόν, μια εγελιανή διατύπωση της κλασικής οικονομίας, την επιβολή των ανθρωπολογικών κατηγοριών που είχαν ορισθεί στα φιλοσοφικά Έργα της Νεότητας στο χώρο της οικονομικής πραγματικότητας, την «πραγμάτωση» των ιδεαλιστικών επιδιώξεων του Εβραϊκού Ζητήματος και των Χειρογράφων του 44; Αποτελεί Το Κεφάλαιο απλή συνέχιση και κατά κάποιο τρόπο ολοκλήρωση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, από την οποία κληρονόμησε ο Μαρξ τόσο το αντικείμενο όσο και τις έννοιές του; Το Κεφάλαιο ξεχωρίζει άραγε από την κλασική οικονομία μόνο με βάση τη μέθοδο, τη διαλεκτική που δανείζεται από τον Χέγκελ και όχι με βάση το αντικείμενο; Ή μήπως, αντίθετα, Το Κεφάλαιο αποτελεί μια γνήσια επιστημολογική μεταβολή αντικειμένου, θεωρίας και μεθόδου; Το Κεφάλαιο συνιστά την έμπρακτη θεμελίωση ενός νέου επιστημονικού κλάδου, την έμπρακτη θεμελίωση μιας επιστήμης – οπότε είναι ένα πραγματικό γεγονός, μια θεωρητική επανάσταση στη θεωρία που ρίχνει στην προϊστορία της την κλασική πολιτική οικονομία και τη εγελιανή και φοϋερμπαχιανή ιδεολογία – το απόλυτο ξεκίνημα της ιστορίας μιας επιστήμης; Και αν η νέα αυτή επιστήμη είναι θεωρία της ιστορίας, μας επιτρέπει άραγε να γνωρίσουμε την προϊστορία της – να αποκτήσουμε δηλαδή μια ξεκάθαρη εικόνα για την κλασική πολιτική οικονομία και για τα φιλοσοφικά έργα της Νεότητας του Μαρξ; Αυτά ενέχονται στο επιστημολογικό ερώτημα που θέτει στο Κεφάλαιο η φιλοσοφική του ανάγνωση.
Η φιλοσοφική ανάγνωση του Κεφαλαίου είναι λοιπόν εκ διαμέτρου αντίθετη προς την αθώα ανάγνωση. Είναι μια ανάγνωση ένοχη, που δεν παίρνει άφεση αμαρτιών χάρη στην εξομολόγηση. Αντιθέτως διεκδικεί το «αμάρτημά» της ως «αγαθό» και το υπερασπίζεται αποδεικνύοντας την αναγκαιότητά του. Είναι λοιπόν μια κατ' εξαίρεση ανάγνωση που αυτοδικαιολογείται ως ανάγνωση θέτοντας σε κάθε ένοχη ανάγνωση το ερώτημα που της αφαιρεί τη μάσκα της αθωότητας, το απλό ερώτημα περί αθωότητος: τι σημαίνει διαβάζω;
3.
Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η εποχή μας διατρέχει τον κίνδυνο να εμφανισθεί κάποτε στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού σημαδεμένη από την πιο δραματική και επίπονη δοκιμασία που υπάρχει, από την ανακάλυψη και την εκμάθηση του νοήματος των «απλούστερων» ενεργειών της ύπαρξης: βλέπω, ακούω, μιλάω, διαβάζω, των ενεργειών που συνδέουν τους ανθρώπους με τα έργα τους, και με τα έργα που καταπνίχτηκαν, με τις «απουσίες έργου».
Παρά τα φαινόμενα που διαρκούν ακόμη, δεν οφείλουμε αυτές τις συνταρακτικές γνώσεις στην ψυχολογία, η οποία οικοδομείται στην απουσία της έννοιάς τους. Τις χρωστάμε σε μερικούς ανθρώπους: Μαρξ, Νίτσε και Φρόυντ. Από τον Φρόυντ και μετά αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε τι πάει να πει ακούω, άρα μιλάω (και σωπαίνω). Το «τι πάει να πει» μιλάω και ακούω αποκαλύπτει, κάτω από την αθωότητα της ομιλίας και της ακρόασης, το εντοπίσιμο βάθος ενός δεύτερου, τελείως διαφορετικού λόγου, του λόγου του ασυνειδήτου. Eξακολουθώ να χρησιμοποιώ τη μεταφορά χώρου. Ωστόσο η αλλαγή εδάφους γίνεται στην ίδια θέση: ακριβολογώντας πρέπει να μιλήσουμε για μεταβολή θεωρητικού τρόπου παραγωγής, και για αλλαγή λειτουργίας του υποκειμένου που προκαλείται από τη μεταβολή του τρόπου παραγωγής.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤα Εμμ. Μπενάκη 59, 10681 Αθήνα, τηλ. 3891820 - fax 3836658
Διευθυντής σειράς Γιάννης Μηλιός