THE OUTLAWS ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Για να ζεις έξω από το νόμο πρέπει να είσαι τίμιος Bob Dylan, Absolutely Sweet Marie, Blonde on Blonde

  1. Τα παράδοξα της κρίσης


Ανατρέχοντας στα δεδομένα που σημάδεψαν τη συγκυρία μέσα στην οποία διενεργήθηκαν οι Ευρωεκλογές, είναι βέβαιο ότι χωρίς δυσκολία εντοπίζεται το κυρίαρχο ζήτημα που διαπερνούσε τις θέσεις και τις συγκρούσεις: η κρίση. Με τη μεγάλη προσδοκία να στείλουν οι κάλπες σαφές μήνυμα σχετικά, προϊδεάζοντας μάλιστα για την επιθυμητή κατεύθυνση πολιτικής «διεξόδου». Η Αριστερά μάλιστα προσδοκούσε από αυτή τη διαδικασία κάτι περισσότερο: να κλονιστεί η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική συνταγή και να μπει με αυτό τον τρόπο φραγμός στην προσπάθεια να αξιοποιηθεί η κρίση για να μετατεθούν τα βάρη της στις πλάτες της εργασίας.

Και όμως αυτό που τελικά προέκυψε ήταν στην ακριβώς αντίθετη πολιτική κατεύθυνση: τυπικά επιβραβεύτηκε η πολιτική της ΕΕ που επιδιώκει ενεργά να μετατραπεί η παταγώδης αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού σε κινητήριο δύναμη εμβάθυνσής του. Φάνηκε ότι η κρίση αποτελεί επιτυχές μέσο εκβιασμού προς την εργασία, με τις ιθύνουσες πολιτικές δυνάμεις να προωθούν μέσω αυτής την εκκαθάριση. Έτσι η δύση του νεοφιλελευθερισμού βρίσκει την ΕΕ να προκρίνει «αντιπληθωριστική» πολιτική μέσα στην παγίδα ρευστότητας (Ο «διοικητής» της ΤτΕ μιλάει για ορατό κίνδυνο πληθωρισμού!), περιορισμό των δημοσίων δαπανών (η καγκελάριος Μέρκελ επανέφερε μάλιστα ρητά το Σύμφωνο Σταθερότητας στην ημερήσια διάταξη), το κεφάλαιο κυρίαρχο στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς (ο Θεός σώζοι τον Εργοδότη!) και «μοναδικό» πρόβλημα τον χειρισμό των «τοξικών» χαρτοφυλακίων των τραπεζών που «φυσικά» θα πρέπει να «εξυγιανθούν» με τη «δημόσια αρωγή», δηλαδή την αναδιανομή εισοδήματος από την εργασία προς το κεφάλαιο.

Κάτι πήγε λοιπόν στραβά στις εκλογές (και όχι μόνο) και είναι ανάγκη να το διερευνήσουμε.

  1. Προεκλογικές απορίες – μετεκλογικές αμηχανίες


Είναι φανερό ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά δεν κατέστη δυνατό να αναδειχθεί το κομβικό ζήτημα της κρίσης με όρους που να προβάλλουν την αυτονομία της εργασίας. Οι πολιτικές στρατηγικές και ο χρωματισμός τους από τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης για την Αριστερά αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές για το στόχο εκλογικής –τουλάχιστον– καταγραφής της δυσαρέσκειας, δυσφορίας και αντίθεσης των εργαζομένων στρωμάτων απέναντι στις πολιτικές βαθέματος της υποταγής τους εν όψει της κρίσης. Αγνοώντας ανεγκέφαλα εκλογικά σλόγκαν, ο «λαός» δεν τους «φόβισε» αλλά μάλλον έδειξε ότι ο φόβος μπροστά στο μέλλον διαπερνά τον λόγο και το θυμικό του σε τέτοιο βαθμό ώστε εν μέρει επανέλαβε «σφάλματα» του παρελθόντος, εν μέρει όμως «διέβη τον Ρουβίκωνα» και έδωσε διέξοδο στα πιο ακραία φοβικά σύνδρομα της εποχής, ανάγοντας με την ψήφο του σε ρυθμιστή της πολιτικής ημερήσιας διάταξης την πλέον ευφυή εκδοχή ρατσισμού, ξενοφοβίας και φασίζοντος λαϊκισμού που έχει ζήσει μεταπολιτευτικά η Ελλάδα.

Οι εκλογές απέδειξαν ανάγλυφα ότι υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα στην ανάπτυξη του λόγου της Αριστεράς μέσα και απέναντι στην κρίση. Πρόβλημα που μάλλον ανάγεται σε θεμελιώδη θεωρητική και πολιτική απορία: το μήνυμα που εξέπεμπε συνδύαζε την παραδοσιακή «αυτάρκεια» των υπερσυγκυριακών σχήματων «ερμηνείας» της πραγματικότητας («οι κρίσεις του καπιταλισμού που σαπίζει», άρα και ένα «νομοτελειακό» καλύτερο μέλλον που έρχεται, αρκεί να...), και την αγωνία του αδιέξοδου ακτιβισμού χωρίς πυξίδα («φορτώστε τους την κρίση τους»). Και στα δυο απουσιάζει δραματικά το «σήμερα».

Αν αυτή η θεμελιακή τοποθέτηση έχει πρόβλημα, τότε και η πολιτική «μετάφρασή» της στη συγκυρία είναι ακόμη περισσότερο εκτεθειμένη. Με τον συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης τι αποτέλεσμα προσδοκά κανείς να φέρει η «καταδίκη του δικομματισμού»; Πώς μπορεί να κερδίσει κανείς αγώνες όταν δεν είναι σαφής ο στόχος παρά μόνο ο «φόβος» του αντιπάλου; Από πότε έγινε η καταδίκη του αντιπάλου αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη νίκη;

Η ριζοσπαστική Αριστερά είχε εξ αρχής διαφορετικό στόχο: να αλλάξει το παιχνίδι, να αναδείξει στοιχεία κομμουνισμού στο σήμερα, να προβάλλει την κοινωνική αλληλεγγύη και τον κοινωνικό έλεγχο ως συστατικό στοιχείο της καθημερινής πολιτικής, να αναδείξει τις ανάγκες πάνω από τα κέρδη. Είναι μια θέση πολιτική που συνεπάγεται και τη σαφή τοποθέτηση στη σκακιέρα των κοινωνικών συγκρούσεων μαζί με μια καθαρή εικόνα για το μέλλον που επιδιώκει, τις κοινωνικές συμμαχίες που επιχειρεί να συγκροτήσει και τις μάχες που θα αποπειραθεί να δώσει.

Δεν είχε το τυφλό πολιτικό marketing των «αγώνων» του ΚΚΕ που υποκαθιστά με αυτό την επεξεργασία πολιτικής: «συνεπείς αγώνες» ενάντια στα «μονοπώλια» με τη διαπραγμάτευση «ανταλλαγμάτων» με τη βοήθεια (παρα)κομματικών μηχανισμών, καταδίκη των «προβοκατόρων» του Δεκέμβρη που αφίστανται του μοντέλου «δεν θα σπάσει βιτρίνα» της «αληθινής επανάστασης», «υποστήριξη» στους «αγώνες των λαών» με την επίσκεψη στη «φιλική» Ραμάλα αντί της «επικίνδυνης» Γάζας, όψιμο ενδιαφέρον για τους «εργαζόμενους μετανάστες» σε αντιδιαστολή με τους «λαθρομετανάστες», και τόσα άλλα «ων ουκ έστιν αριθμός»...

Δεν έχει τις «απλές λύσεις» των φασιστών: να «μεταφερθεί» το πρόβλημα της μετανάστευσης στις Βρυξέλλες, να γίνουν «στρατόπεδα συγκέντρωσης» για να προστατευθούν οι Έλληνες που «γίνονται μειοψηφία στη χώρα τους», να «προστατευθεί» η Αστυνομία από τις άδικες επιθέσεις που «υποθάλπουν την τρομοκρατία», να «δοθεί προτεραιότητα» στους Έλληνες για την εργασία, κλπ. κλπ.

Δεν διαθέτει τέλος, για να συμπληρώσουμε το παζλ των εναλλακτικών κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων, το «πολιτικώς ορθό» (αν και με κάποιες «μακεδονικές» παρασπονδίες) ηθικολογικό περίβλημα των Οικολόγων, που αναδείχθηκαν ξαφνικά ως αξιόπιστη πολιτική παρουσία παρά το ότι δεν διέθεταν παρελθόν (ίσως όμως και για αυτό!) αλλά περίσσεια «σεβασμού στο περιβάλλον» και «άφθαρτα» πολιτικά στελέχη που κοκκινίζουν όταν σκέφτονται σε ποιο οχετό διαφθοράς ετοιμάζονται να εισχωρήσουν.

Αρκούν όμως όλα αυτά για να ερμηνεύσουν την κακή επίδοση στις εκλογές; Ή μήπως λειτουργούν ως απόπειρα συγκάλυψης θεμελιακών αδυναμιών της Αριστεράς που τα παραπάνω απλώς επέτειναν χωρίς να αποτελούν γενεσιουργό αιτία της;

  1. Εκλογές με επίδικο αντικείμενο


Για να εκτιμήσουμε κατ’ αρχάς το εκλογικό αποτέλεσμα είναι ανάγκη να ερμηνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων εγγράφηκε στη δυναμική της συγκυρίας. Πώς οι καθεστωτικές δυνάμεις δημιούργησαν ένα πολιτικό συνεχές, συγκοινωνούντα δοχεία ώστε η νίκη του ενός να αντικατοπτρίζεται στην ήττα του άλλου. Και πώς η τοποθέτηση του καθενός στην πολιτική σκακιέρα αντανακλά καταστατικά δυνατά σημεία και αδυναμίες που επηρεάζουν την έκβαση του αποτελέσματος.

Εδώ, ήδη από την προεκλογική περίοδο είχε διαφανεί ο νικητής: το ΛΑΟΣ που με την επιλογή της Νίκης Τζαβέλα (κομβικής επιχειρηματικής παρουσίας στο σταυροδρόμι Κόκκαλη, Λάτση και Κυριακού, με διασυνδέσεις με Μητσοτάκη αλλά και Σημίτη, που την τοποθέτησε Αντιπρόεδρο στον Αθήνα 2004 την περίοδο 1999-2000) ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου δίπλα στον εμβληματικό εκπρόσωπο του κόμματος Πλεύρη έδειξε συμβολικά ότι είναι αποφασισμένο να στοχεύσει ψηλά στη διαφαινόμενη ρευστότητα και να φέρει τα «άκρα» στο κέντρο της πολιτικής σκηνής.

Όπως επίσης έγινε περισσότερο από εμφανές ότι οι κρατικοί μηχανισμοί με τις δημοσκοπικές εκφάνσεις τους ενίσχυαν την πολιτική ρευστότητα με την ανοιχτή πριμοδότηση των Οικολόγων από ένα δυναμικό «αποστασιοποίησης» που δημιούργησαν και πριμοδοτούν (αυτό που πριν ένα χρόνο διοχέτευαν προς το «νέο αίμα» του ΣΥΝ χωρίς επιτυχία), αναζητώντας μια θεσμική ψήφο διαμαρτυρίας που θα είναι «πολιτικά ανέξοδη» και συνεπώς προς άμεσο «επαναπατρισμό» αν οι συνθήκες το επιβάλλουν.

Και το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε την επισφράγιση των τάσεων που αναφέραμε στα παραπάνω με την περιφανή νίκη Καρατζαφέρη: όχι μόνο επειδή αύξησε το ποσοστό του, αλλά κυρίως για την επιβολή σε όλο το καθεστωτικό τόξο από την ΝΔ έως το ΚΚΕ της πολιτικής θεματολογίας του: «ασφάλεια», κρατική καταστολή (η καταδίκη των «προβοκατόρων»), η «λαθρο»μετανάστευση ως απειλή και ζήτημα προς διευθέτηση από την «Πολιτεία», η «προτεραιότητα» των «Ελλήνων» στις δουλειές, κλπ., με την επίρριψη ευθυνών αλλά κυρίως με την αναγνώριση της ανάγκης να επιβληθούν εδώ και τώρα «απλές» και «ξεκάθαρες» λύσεις.

Νίκη ακόμη του ΠΑΣΟΚ, που με το πλέον νεοφιλελεύθερο στελεχιακό δυναμικό, μια αποκρουστική ηγετική ομάδα και την εμφανέστατη πολιτική ανεπάρκεια του αρχηγού του χτυπάει την πόρτα της διακυβέρνησης με τις ίδιες νεοφιλελεύθερες συνταγές και τη διαφθορά να το ακολουθεί κατά πόδας. Νίκη που σε συνδυασμό με τη «συντεταγμένη» ήττα της νεοφιλελεύθερης ΝΔ, η οποία σε καταστατική σύμφυση με τους κρατικούς μηχανισμούς παράγει διαρκώς ανεξέλεγκτα σκάνδαλα, εικονογραφεί την αφόρητη πρωτοκαθεδρία του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού ακόμη και μέσα στην κρίση που αυτός προκάλεσε.

Νίκη των Οικολόγων που αφού αρχικά αντιμετωπίστηκαν ως «ακίνδυνη» εναλλακτική ψήφος διαμαρτυρίας και ανέβηκαν σε δυσθεώρητα προεκλογικά ύψη, στη συνέχεια με ορισμένες «εθνικά» απαράδεκτες για το συνταγματικό τόξο θέσεις τους καταβαραθρώθηκαν στα εκλογικά ποσοστά παραμένοντας ωστόσο λύση εφεδρείας για την περίπτωση μη αυτοδυναμίας σε εθνικές εκλογές.

Ήττα του ΚΚΕ. Μια ήττα την οποία το ίδιο είναι φυσιολογικό να συγκαλύπτει αλλά όχι και οι περισπούδαστοι «αναλυτές». Διότι ενώ δεν επωφελήθηκε από τη χαλαρή ψήφο, ενώ έχασε περισσότερο από μία μονάδα από τις προηγούμενες ευρωεκλογές, ενώ ανέβηκε ελάχιστα στα ποσοστά συγκριτικά με τις εθνικές εκλογές, προσπαθεί να μας πείσει ότι άντεξε στην «προβοκάτσια» και στην συνομωσία των «αστών» που απεργάζονταν την κατακρήμνισή του (και της «εργατικής τάξης» φυσικά) από την 3η εκλογική θέση!

Και τέλος συγκεντρωμένα πυρά κατά του ΣΥΡΙΖΑ λες και το ποσοστό του ήταν το αληθινό επίδικο αντικείμενο, το (κρυφό;) στοίχημα των ευρωεκλογών. Φαίνεται ότι στόχος ήταν να «τιμωρηθεί» (στον ιδιωματικό λόγο του KKE) η αυθάδεια του Δεκέμβρη, που δεν διαχώρισε τους «ευγενείς εργαζόμενους» καταδικάζοντας τους «αλήτες που σπάνε τη βιτρίνα του τίμιου καταστηματάρχη». Μια στάση που αξιοποίησε και τα όποια στηρίγματα προσφέρονταν στο εσωτερικό του ΣΥΝ, τα οποία πριν καν καταλαγιάσει η σκόνη των εκλογών έσπευσαν να μιλήσουν για «καθαρή ήττα» του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, για «ταπεινωτική ήττα» που οφείλεται στο γεγονός ότι «ο ΣΥΝ εξαφανίστηκε και στη θέση του εγκαταστάθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις ποικιλώνυμες συνιστώσες του οι οποίες αυθαδίασαν σε βαθμό που ήθελαν να επιβάλλουν τις απόψεις τους» (Λ. Κύρκος). Οι αρχιτέκτονες του συντεταγμένου εξανδραποδισμού της Αριστεράς που ανήγαγαν την ήττα σε βιωματική αρχή της «ιστορίας» τους ενδύονται τη λεοντή του «σοφού γέροντα» για να κουνήσουν με αυθάδεια το δάχτυλο σε μια νέα γενιά που με σισύφεια προσπάθεια κατόρθωσε να μετατρέψει τον ΣΥΝ σε ένα μαχητικό πολύμορφο πολιτικό υποκείμενο που αγωνίζεται να στηρίξει τις κοινωνικές αντιστάσεις!

Εξαντλείται όμως η αναζήτηση των αιτίων της υποχώρησης του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ στην επίκληση των αντιφάσεων αυτών; Ή μήπως οι αδυναμίες συνδέονται με βαθύτερες πολιτικές τάσεις;

  1. Αριστερός Ευρωπαϊσμός;

Μια βασική αδυναμία της ριζοσπαστικής Αριστεράς ανάγεται τελικά στο γεγονός ότι δεν κατόρθωσε να εστιάσει την πολεμική και τη σύγκρουση στο κύριο επίδικο αντικείμενο των εκλογών, την Ευρώπη. Σε ευρωπαϊκές εκλογές που για πρώτη φορά στις σύγχρονες αναμετρήσεις είχαν την «ιδιομορφία» να διαθέτουν ευρωπαϊκό περιεχόμενο, να μην αποτελούν το σύνηθες «φύλλο συκής» για τη συγκάλυψη του υπαρκτού και διαρκώς ογκούμενου δημοκρατικού ελλείμματος. Εκλογές μονοθεματικές με αντικείμενο το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (ΣΣΑ) βασικό όπλο εκκαθάρισης του νεοφιλελευθερισμού απέναντι στην αποσταθεροποιητική λειτουργία της κρίσης.
Γιατί παρά τη διαβρωτική λειτουργία της κρίσης (πτώση του ΑΕΠ, μαζική ανεργία, κατάρρευση αγορών, πολιτική αστάθεια) η ΕΕ είχε και έχει μια και μόνη έννοια: το «Σύμφωνο Σταθερότητας» για την «περιστολή των ελλειμμάτων» και την αντιπληθωριστική εμμονή σε περίοδο καλπάζοντος αποπληθωρισμού! Και το ΣΣΑ ως κομβική αρχιτεκτονική του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και κορμός της ΟΝΕ, ως κεντρική πολιτική επιλογή της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης με καίριους στόχους:
  • Περιστολή των κρατικών δαπανών προκειμένου να αποδοθούν στο ατομικό κεφάλαιο ώριμοι προς αξιοποίηση σημαντικοί τομείς κοινωνικών υποδομών (επικοινωνίες, μεταφορές, ενέργεια, πρόνοια, κλπ.) στους οποίους επενδύθηκε επί δεκαετίες σημαντικό κοινωνικό κεφάλαιο.
  • Αναγόρευση των αγορών (κεφαλαίου, χρήματος) ως μοναδικών κριτών της αποδοτικότητας όχι μόνο των επιχειρήσεων αλλά και των δημόσιων πολιτικών.
  • Ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου με αλλαγή επί το δυσμενέστερο των εργασιακών σχέσεων και με όπλο τον ανταγωνισμό (Συνθήκη Λισαβώνας, Μπολκεστάιν, κλπ.).
  • Μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου και της μη εξαρτημένης εργασίας ως επιπρόσθετη συνθήκη περιορισμού των δημοσίων εσόδων και, για λόγους «ισορροπίας», αναγκαστικής μείωσης των κρατικών δαπανών.
  • Ενιαίος οικονομικός χώρος για την κίνηση των κεφαλαίων ώστε η πίεση του ανταγωνισμού να μεταφέρεται παντού ως πίεση στην εργασία.
  • Και προπάντων τους «μαγικούς αριθμούς» του 3% για το έλλειμμα και 60% για το χρέος, ως «δημοσιονομική πειθαρχία» και τον ακριβό δανεισμό των κρατών σε περίπτωση απόκλισης.

Η ριζοσπαστική Αριστερά ήταν η μόνη που ανέδειξε τον κομβικό χαρακτήρα του ΣΣΑ στις Ευρωεκλογές και μίλησε ανοιχτά και χωρίς περιστροφές για την κατάργησή του επισύροντας την μήνι των διαχειριστών της κοινοτοπίας. Στάθηκε αυτό αρκετό για να διαμορφώσει το κλίμα και να επηρεάσει την κοινωνική της αποδοχή; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Και οι λόγοι δεν είναι μόνο εξωγενείς, όπως π.χ. ο πόλεμος των εντεταλμένων διαχειριστών των φοβικών συνδρόμων του «λαού», η λυσσώδης αντίδραση των media κλπ. Αν επέδρασαν τα παραπάνω αυτό οφείλεται στο πρόσφορο έδαφος που βρήκαν λόγω των εσωτερικών αντιφάσεων μέσα στη ριζοσπαστική Αριστερά.

Αντιφάσεις που εκδηλώθηκαν με ποικίλους τρόπους.

Είτε ως αμφισβήτηση της πολιτικής αυτής με σημαία τον «αριστερό Ευρωπαϊσμό», ο οποίος έβλεπε να απειλείται το βασικό δόγμα της «ανανέωσης»: κριτική συμπόρευση με τις βασικές επιλογές του μεταπολιτευτικού αστισμού ως αποτέλεσμα της πολιτικής αποδοχής της ήττας στις κοινωνικές συγκρούσεις των τελευταίων δεκαετιών.

Είτε με την αμφισβήτηση της «πολιτικής του συγκεκριμένου» διότι δεν εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που αυτό μόνο «διασφαλίζει» την επαναστατικότητα των επιλογών αναδεικνύοντας το «νομοτελειακό» της κρίσης, το «δομικό» χαρακτήρα των ρήξεων. Μια «αριστερή κριτική» που θεωρεί γενικά την κεντρική πολιτική παρουσία περίπου ως «πολιτική προδοσία» εκτός αν αποδεδειγμένα είναι «επαναστατικός προθάλαμος».

  1. Ρωσική ρουλέτα


Είναι φανερό ότι αυτές οι τάσεις που ενυπήρχαν στο εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά τελούσαν υπό την ηγεμονία της πολιτικής δυναμικής του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ (ασφαλής είσοδος στη Βουλή, εκπροσώπηση και άλλων τάσεων πέραν του ΣΥΝ, καταγραφή ως ριζοσπαστική παρουσία στην πολιτική σκηνή, θετική δυναμική στις δημοσκοπήσεις) φανερώθηκαν με το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών. Και έδειξαν τον έως σήμερα «χειρότερο εαυτό τους».

Χρεώνοντας μια «ήττα» που κρίνεται με μέτρο τα προ έτους δημοσκοπικά ποσοστά, με τρόπο που θυμίζει την ψυχολογία του χρηματιστηρίου: όπου οι «χαμένοι» μετράνε τις «απώλειες» με μέτρο τα κέρδη που ουδέποτε εξαργύρωσαν.

Κάπως έτσι συμπεριφέρεται και ο ορθοφωνικός φαρισαϊσμός του «ανανεωτικού» Φ. Κουβέλη που θέλει με αφορμή την «ήττα» να βάλει στο τραπέζι όλα όσα ουδέποτε διέθετε – δηλαδή εκλογική απήχηση και πολιτική αξιοπιστία, ενώ απειλεί με «καταγγελία της καταστατικής συμφωνίας» του ΣΥΝ στην οποία βέβαια ουδέποτε περιλαμβάνονταν οι προνομιακές σχέσεις με τα media ή η «συνεννόηση με τη δημοκρατική αντιπολίτευση».

Αλλά η «αρνητική αύρα» δεν σταματάει εκεί: δυστυχώς η «ήττα» άνοιξε τα πανιά και σε άλλες «αναζητήσεις» που εκτιμούν ότι η αναψηλάφηση των συσχετισμών αφήνει περιθώρια για να ξαναμοιραστεί η τράπουλα στο τραπέζι, με επίδικο αντικείμενο την «ηγεσία». Έτσι ο Α. Αλαβάνος που έως σήμερα φαινόταν να έχει πολιτική διορατικότητα και υποδειγματική ενωτική συμπεριφορά «θυμήθηκε» την «ηγετική ανεπάρκεια» του Α. Τσίπρα. Αλλά και οι ηγεμονικές τάσεις στον ΣΥΝ με προεξάρχον το Αριστερό Ρεύμα φάνηκε να μην θεωρούν conditio sine qua non τη στήριξη του Α. Τσίπρα και της νέας ηγεσίας στον ΣΥΝ. Ενώ στο ίδιο καταστροφικό παιχνίδι με τους εσωτερικούς συσχετισμούς (για ποιο άραγε επίδικο αντικείμενο;) μπήκαν και όλες σχεδόν οι τάσεις του οργανωμένου ΣΥΡΙΖΑ (διάβαζε Γραμματεία) που πιθανώς θεώρησαν ότι ήρθε η ώρα να «επιβάλλουν λύσεις» σε «επαναστατική κατεύθυνση».

Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια συγκυρία στην οποία η κυβέρνηση σπεύδει να υπερκεράσει την ατζέντα Καρατζαφέρη, το ΠΑΣΟΚ θέλει «μηδενική ανοχή στη λαθρομετανάστευση», και το ΚΚΕ πουλάει αριστερή «προστασία» με αντάλλαγμα τη στήριξη του μηχανισμού του από κάθε καλοθελητή (το κράτος, συνδεδεμένους επιχειρηματίες, διεθνείς πηγές), μιας και έχει πια ολοκληρώσει την πλήρη μετάλλαξή του στη μετά την κατάρρευση πολιτική συγκυρία.

Ενώ στη διαφαινόμενη ρευστότητα επιστρατεύονται ως εφεδρεία οι Οικολόγοι που καταστατικά δηλώνουν ότι εντάσσουν εαυτούς στο πολιτικό παιχνίδι, χωρίς να αντλούν συμπεράσματα από το ’89-90 οπότε και αυτοπροβλήθηκαν ως διαθέσιμο κοινοβουλευτικό αποθεματικό για να καταπέσουν στη συνέχεια σε αφάνεια όταν οι κυβερνητικοί διαχειριστές αποκατέστησαν τις διαταραγμένες ισορροπίες.

  1. Αριστερά του αποτελέσματος


Ποιο είναι λοιπόν το πραγματικό ζήτημα που αναδεικνύει η καταστροφική ενδοσκόπηση μεγάλων τμημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς; Είναι η ενδεχόμενη απαξίωση και αλλαγή ηγεσίας που πιθανώς ευαγγελίζεται το «τυφλό» χτύπημα Αλαβάνου και οι αναταράξεις που προκάλεσε; Είναι κάποιο νέο πολιτικό συμβόλαιο που θα εκβιάσει ο «ανανεωτικός» τυχοδιωκτισμός με το πιο νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ όλων των εποχών και θα θέσει τέλος σε κάθε προσπάθεια συντονισμένης πολιτικής παρουσίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς; Είναι οι νέες ισορροπίες που ουδείς γνωρίζει πού θα οδηγήσουν;

Ίσως τελικά το επίδικο αντικείμενο, αυτό που μπορεί να χαθεί για μερικές ακόμη δεκαετίες, να είναι κάτι πολύ πιο πολύτιμο από όλα τα παραπάνω.

Ίσως τελικά να διακυβεύεται κάτι περισσότερο από τα γενικά ιδεολογικά ή πολιτικά χαρακτηριστικά της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Αυτό που τελικά τίθεται εν κινδύνω είναι ένα πρακτικό χαρακτηριστικό που λίγοι εκτιμούν, αλλά που μπορεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να αποτελέσει το μοχλό εξόδου από το «αριστερό αδιέξοδο».

Ο προσανατολισμός στο αποτέλεσμα.

Γιατί η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (και η νέα Αριστερά του ΣΥΝ), πέρα από τις «ιερές αγελάδες» του χώρου (ενότητα, διάλογος, κινήματα) διέθετε στη σύντομη έως σήμερα πορεία της ένα ανεκτίμητο προσόν: παρήγαγε αποτέλεσμα. Από το άρθρο 16 και τα Δεκεμβριανά έως τη δημόσια πρόσβαση στις ακτές, από την πρακτική πολιτική της Ανοιχτής Πόλης έως τη νίκη στο ζήτημα του Εμπορικού Κέντρου στο Βοτανικό, από την οικονομία των αναγκών έως την εστίαση στην κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας, φάνηκε ότι μπορούσε να θέτει στην ημερήσια διάταξη μικρούς και μεγάλους στόχους, συνδεδεμένους με μικρές και μεγάλες ρήξεις για να συνδέει πρακτικά την καθημερινή πολιτική με το όραμα. Με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία αλλά με μέτρο πάντα το αποτέλεσμα και όχι τις προθέσεις.

Αυτό υπήρξε έως σήμερα το ειδοποιό στοιχείο αυτής της νέας γενιάς στελεχών που ηγείται σήμερα του ΣΥΝ, η οποία κατόρθωσε να τον ανασύρει από το τέλμα της ανυποληψίας όπου τον είχε οδηγήσει ο χρόνιος τυχοδιωκτισμός των «ιστορικών στελεχών» που ακκίζονται σήμερα στις εκδηλώσεις «τιμής» που τους διοργανώνουν οι δήμιοι του παρελθόντος συγκαλύπτοντας την αποτυχία τους πίσω από τις (υποτιθέμενες) αγαθές προθέσεις τους.

Αυτό δεν συνεπάγεται υπεροψία προς το αποτέλεσμα των εκλογών που είναι αρνητικό, ούτε υποτίμηση της ανάγκης για σοβαρή αυτοκριτική, ώστε να προσεγγιστεί η μελλοντική πορεία σε νέα βάση. Και είναι καλό να γίνει αυτή η αυτοκριτική όταν το ποσοστό είναι 4,7%, ιδίως μάλιστα αν φέρει κανείς στη μνήμη τι έγινε όταν τα ποσοστά ήταν 2,7% ή 1,35%. Μόνο που είναι πολύ πιθανό η αυτοκριτική να οδηγήσει σε αντίθετες κατευθύνσεις από αυτές που προπαγανδίζουν τα παπαγαλάκια της ήττας.

Γιατί η αυτοκριτική μάλλον δεν θα αγγίξει το χαρακτηρισμό του Δεκέμβρη ως «πρωτόγνωρο κύμα οργής και αγανάκτησης (που) πλημμυρίζει δρόμους, πλατείες, σχολεία και σχολές. Μια ιδιότυπη αυθόρμητη νεανική εξέγερση (που) μετασχηματίζει σε κραυγή τα λόγια που τούτες τις ώρες είναι στο στόμα κάθε σκεπτόμενου δημοκρατικού πολίτη» (Α. Τσίπρας). Ούτε μπορεί να πάει πίσω από τη δήλωση ότι «Είμαστε όλοι κομμάτι αυτής της αυθόρμητης εξέγερσης που ζητά αξιοπρέπεια και δικαίωμα στη ζωή» (και πάλι Α. Τσίπρας) με πρόσχημα «προβοκάτορες» ή «κουκουλοφόρους». Ούτε πρέπει να αφορά στο γεγονός ότι έκανε το «λάθος» να ασχοληθεί με την κριτική της δημοσιονομικής πολιτικής, το Σύμφωνο Σταθερότητας, τις δαπάνες για την Υγεία, τη νεοφιλελεύθερη εμμονή των Σοσιαλιστών που υστερούν ακόμη και έναντι του Μπ. Ομπάμα, κλπ. αντί να μείνει στη γενική διαπίστωση ότι «ο καπιταλισμός σαπίζει» και «οι σοσιαλιστές πήγαν με την πλουτοκρατία».

Εκεί που οφείλει να γίνει αυτοκριτική είναι μάλλον στον υπερβολικό σεβασμό που έδειξε η νέα γενιά στελεχών στις εσωκομματικές ισορροπίες, στις μικρές ή μεγάλες «ιστορίες» των φυλάρχων της Αριστεράς, στο πρωτόκολλο των «ηγεσιών» και τη δύναμης μιας παράδοσης που έχει οριστικά ξεφτίσει. Παρά το γεγονός ότι κατόρθωσε να διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την «αρχαία σκουριά» της κομματικής παράδοσης και των κομματικών γραφειοκρατιών.

Ένας καλός παλιός σύντροφος και υπόδειγμα αριστερού, όχι τόσο για τους (πολλούς) αγώνες του αλλά κυρίως για τη σκέψη του και το αποτέλεσμα που παράγει με την καθημερινή ακούραστη παρουσία του, έγραψε πρόσφατα ότι η συνεπής διεκδίκηση προοδευτικών μεταρρυθμίσεων δεν είναι «ρεφορμισμός». Μπορούμε άφοβα να προσθέσουμε ότι ο ρεφορμισμός, το κίνημα των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, είναι ευπρόσδεκτος γιατί δημιουργεί πάντα τους όρους που φέρνουν στο προσκήνιο το κίνημα των μαζών, το οποίο τελικά τον ξεπερνάει. Ο ρεφορμισμός που τόσο φόβο προκαλεί, παράγει τελικά τους όρους που τον υπερβαίνουν.

Υπάρχει λοιπόν αντικείμενο για σοβαρή πολιτική δουλειά αν αψηφήσει κανείς τις Κασσάνδρες της ήττας και τους προφήτες της «επανάστασης». Με σταθερό προσανατολισμό στο αποτέλεσμα, για ένα άλμα προς τα μπρος, με ζητούμενο την άσκηση ηγεμονικής πολιτικής στην κοινωνία. Η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση!1

1 Δάνειο από ένα εξαιρετικό κινηματογραφικό έργο του Πολωνού σκηνοθέτη Γ. Σκολιμόφσκι από τη δεκαετία του ’80 που είχε τον τίτλο: Success is the best revenge.