1. Εισαγωγή
Ο Καρλ Πολάνυι και ο Νίκος Πουλαντζάς δεν έχουν συγκριθεί μεταξύ τους, αν και έκαστος έχει συγκριθεί με διάφορους άλλους. Οι Πουλαντζάς-Φουκώ έχουν συγκριθεί ως προς τις θεωρήσεις τους περί κράτους, εξουσίας και πολιτικής στρατηγικής (Jessop 2004) και περί ναζισμού (Ραμαντάνης 2020). Οι Πουλαντζάς-Μίλιμπαντ έχουν συγκριθεί εξαιτίας της περίφημης διαμάχης τους στο περιοδικό New Left Review στα τέλη της δεκαετίας του 1960 για τη «σχετική αυτονομία» και τις λειτουργίες του κράτους, τον βοναπαρτικό ή μη χαρακτήρα του κ.ά. (Πουλαντζάς/Μίλιμπαντ/Φάυ 1984, Jessop 2008). Οι Πουλαντζάς-Αλτουσέρ έχουν συγκριθεί ως προς την αντίληψή τους για το κράτος και για τη χρησιμότητα, στο πλαίσιο της κρίσης της δεκαετίας του 2010, της κατανόησης του κράτους ως μηχανισμού ταξικής κυριαρχίας και ως υλική συμπύκνωση ενός ορισμένου συσχετισμού δυνάμεων (Gallas 2017).
Οι Πολάνυι-Μαρξ και Πολάνυι-Γκράμσι έχουν συγκριθεί σε περιοδολογήσεις των διαφορετικών φάσεων ανάπτυξης του καπιταλισμού και της κριτικής σε αυτόν με άξονα τη σχέση κράτους-κοινωνίας-αγοράς (Burawoy 2013). Οι Πολάνυι-Φουκώ έχουν συγκριθεί ως προς τις θεωρήσεις τους περί ιστορικής συγκρότησης του οικονομικού φιλελευθερισμού και του ρόλου των φορέων πολιτικής εξουσίας (Guizzo/Vigo 2017). Οι Πολάνυι-Βέμπερ έχουν συγκριθεί ως προς τις θεωρήσεις τους για τη σχέση ανάμεσα στο χρήμα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το κράτος, με άξονα την ανάπτυξη των οικονομικών θεσμών και της σχέσης οικονομίας-δικαίου (Frerichs 2013).Οι αδελφοί Πολάνυι (Michael και Karl Polanyi) έχουν συγκριθεί μεταξύ τους ως προς τις θεωρήσεις τους για τη σοβιετική οικονομία (Dale 2016: 141), και θέματα επιστημολογίας και ηθικής (Nagy 1994), αλλά και σε σχέση με τους αδελφούς Βέμπερ (Alfred και Max Weber) (Roth 2003).
Το παρόν άρθρο συζητά συγκριτικά τις θεωρήσεις περί φασισμού των Πουλαντζά και Πολάνυι, όπως αυτές αναδύονται κυρίως στο Φασισμός και δικτατορία: η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό (Πουλαντζάς 2006) και στο Ο Φασιστικός Ιός: Κείμενα της περιόδου 1923-1960 (Πολάνυι 2021), και άλλα έργα τους. Διάφοροι συγγραφείς έχουν τόσο αγιοποιήσει όσο και απορρίψει τους δύο θεωρητικούς, οι οποίοι έχουν πάντως δημιουργήσει τη δική τους σχολή στη μελέτη του καπιταλιστικού κράτους (Πουλαντζάς) και του οικονομικού φιλελευθερισμού (Πολάνυι), και γενικά στην ανάλυση και κριτική του καπιταλισμού, υπέρ δικών τους εκδοχών και θεωρήσεων του σοσιαλισμού. Το παρόν άρθρο είναι αδύνατο να επισκοπήσει τη συνολική συνεισφορά των δύο στοχαστών σε όλα αυτά τα θέματα, και στέκεται, ως εκ τούτου, ειδικά στις θεωρήσεις τους περί φασισμού, οι οποίες, όμως, έχουν σημαίνουσα θέση στο συνολικό τους έργο.
2. Βασικές αφετηρίες
Ενώ είναι εύκολη η κατάταξη του Πουλαντζά στο ευρύ θεωρητικό ρεύμα του μαρξισμού, δεν είναι εξίσου η εύκολη η κατάταξη του Πολάνυι σε κάποιο ρεύμα, καθώς φιλτράρει και αφομοιώνει διαφορετικές ή ακόμα και αντιθετικές θεωρητικές παραδόσεις. Ενώ ο Πουλαντζάς ασχολείται με πιο συγκεκριμένα θέματα εντός της μαρξιστικής συζήτησης (θεωρία καπιταλιστικού κράτους, κοινωνικών τάξεων, ιμπεριαλισμού, κρίσεων κ.ά.), τα θέματα του Πολάνυι είναι πιο ετερογενή και προκύπτουν από τις συγκυρίες που κάθε φορά αντιμετωπίζει, τις οποίες αναλύει σε επιστημονικά και δημοσιογραφικά άρθρα του από τη δεκαετία του 1920 ως τον θάνατό του το 1964. Στα θέματά του συγκαταλέγονται οι διεθνείς σχέσεις από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο, η ιστορία, πορεία και παρακμή του οικονομικού φιλελευθερισμού, η αγγλική πολιτική οικονομία, η αυστριακή σχολή των οικονομικών, η σοσιαλιστική θεωρία και τα συναφή εγχειρήματα στην Αυστρία μετά την πτώση της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας, οι ιδεολογίες φασισμού, φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού, οι αρχαϊκές και πρωτόγονες κοινωνίες κ.ά.
Ο Πουλαντζάς γράφει στο πλαίσιο της μεταπολεμικής κοινωνικής οργάνωσης και της ρύθμισης των κυρίως εθνικά προσανατολισμένων καπιταλισμών από το κράτος, του «ταξικού συμβιβασμού» κεφαλαίου-εργασίας μέσω του κράτους πρόνοιας, της αμερικανικής ηγεμονικής θέσης στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική, αλλά και στη συγκυρία της μαοϊκής Πολιτιστικής Επανάστασης, του Μάη του 1968, των δικτατοριών σε Ελλάδα και Πορτογαλία κ.ά. Γράφει από τη δεκαετία του 1960 στη Γαλλία, όπου εγκαθίσταται το 1961. ToΦασισμός και δικτατορία (1970), το δεύτερο βιβλίο του μετά το Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις (1968) εγγράφεται στην πρώτη φάση του έργου του, προτού ο μαρξιστής θεωρητικός μεταστραφεί προς τον ευρωκομμουνισμό και διαφοροποιήσει τη θεώρησή του για το κράτος, μια μεταστροφή που ξεκινά με το βιβλίο Η κρίση των δικτατοριών (1975), παρότι ψήγματα της εντοπίζονται και σε προηγούμενες προσεγγίσεις του (Μηλιός 1990). Το Φασισμός και δικτατορία εκκινεί από τις θεωρητικές θέσεις και αφετηρίες του Αλτουσέρ, τη διάκριση μεταξύ κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους (στρατός, αστυνομία, δικαιοσύνη) και ιδεολογικών μηχανισμών, την κατανόηση της ιδεολογίας ως όψη της πάλης των τάξεων αντί ως «ψευδή συνείδηση», του κράτους ως κέντρου της αστικής κυριαρχίας, την κριτική στον σταλινισμό και τον οικονομισμό κ.ά. (όπ.π.). Όπως συνοψίζει ο Μηλιός (όπ.π.), ο Πουλαντζάς εμβαθύνει στο φασιστικό κράτος ως στιγμή της καπιταλιστικής εξουσίας και ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης, και εξετάζει τη σημασία της μετατόπισης του κέντρου κυριαρχίας από τη διοίκηση στον στρατό (δικτατορία) και από τη διοίκηση στο κόμμα (φασισμός). Εν τέλει στο Φασισμός και δικτατορία, ο Πουλαντζάς,
«δείχνει ότι η επιβολή ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης συμπίπτει με μια […] φάση επίθεσης των κυρίαρχων τάξεων και ήττας - υποχώρησης των κυριαρχούμενων. Ταυτόχρονα, η σχέση φασισμού και μικροαστικής τάξης θα του επιτρέψει να προχωρήσει την ανάλυσή του σχετικά με την πολιτική παρουσία της τάξης αυτής στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Τέλος, η ιστορική ανάλυση της ανόδου του φασισμού και της σύγκρουσής του με το κομμουνιστικό κίνημα, σε συνδυασμό με την αλτουσεριανή κριτική στον σταλινισμό, που χρησιμοποιεί ο Πουλαντζάς, του επιτρέπει να διατυπώσει μια από τις πιο περιεκτικές μέχρι σήμερα μελέτες σχετικά με τις καμπές της πολιτικής γραμμής και των ιδεολογικών συντεταγμένων της Τρίτης Διεθνούς κατά τον Μεσοπόλεμο, καμπές που ο Πουλαντζάς σωστά θεωρεί ως αποτελέσματα της πάλης των τάξεων» (Μηλιός 1990).
Απ’ την άλλη, ο Πολάνυι γράφει στον Μεσοπόλεμο, στο πλαίσιο οικονομικών (χρηματοπιστωτικών και νομισματικών) κρίσεων, των προσπαθειών οικονομικής ανασυγκρότησης μέσα από φιλελεύθερα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής της Κοινωνίας των Εθνών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (στον οποίο πολέμησε), του πολεμικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, και της εγκατάστασης του φασισμού σε Ιταλία και Γερμανία και Αυστρία. Η θεωρητική του παραγωγή ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ουγγαρία, συνεχίζεται στην Αυστρία, και κατόπιν στις χώρες όπου μετανάστευε, στην Αγγλία, στην Αμερική και στον Καναδά. Παρότι δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του Μεγάλου μετασχηματισμού (1944), του σημαντικότερου έργου του, ο φασισμός αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για τον Πολάνυι από τη δεκαετία του 1920 και εντατικά τη δεκαετία του 1930. Μάλιστα το βιβλίο που σχεδίαζε να γράψει στη δεκαετία του 1930 είχε τίτλο Ο φασιστικός μετασχηματισμός, με τίτλους κεφαλαίων όπως «Ο ρόλος της ταξικής πάλης» και «Κορπορατιστικό κράτος», και αναλύσεις των εξελίξεων σε Αυστρία και Γερμανία (Polanyi 1934-1935). Το βιβλίο δεν γράφτηκε μεν ποτέ, αλλά το διασωθέν προσχέδιό του, τα δεκαεννέα κείμενα που περιλαμβάνονται στη συλλογή Φασιστικός Ιός, και μια σειρά μικρότερα κείμενα και σημειώσεις διαλέξεών του, δείχνουν ότι πρόκειται για κεντρικό θέμα του έργου του. Εξάλλου, ο φασισμός εντάσσεται αιτιακά στο εννοιολογικό σχήμα και βασικό επιχείρημα του Μεγάλου μετασχηματισμού για την ιστορική συγκρότηση, πορεία και κρίση του φιλελευθερισμού:
«Ο Πολάνυι δεν θεωρείται θεωρητικός του φασισμού, κι όμως ήταν. […] Υποστήριζε ότι ένα οικονομικό-φιλελεύθερο πολιτικό καθεστώς […] ήταν καθοριστικός παράγοντας στη μεσοπολεμική κρίση [...] Ο πόλεμος, η ύφεση και ο φασισμός, υποστήριξε ο Πολάνυι, […] ήταν συμπτώματα μιας […] κρίσης του φιλελεύθερου πολιτισμού. Γιατί, τι ήταν ο φασισμός; Ήταν η τελευταία ζαριά των ετοιμοπόλεμων καπιταλιστικών ελίτ που ήταν αντιμέτωπες με την εξέγερση της εργατικής τάξης και μια σειρά κρίσεων που κορυφώθηκαν με τη Μεγάλη Ύφεση. Και τι ήταν η Μεγάλη Ύφεση; Ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς “διαλυτικών εντάσεων” – ο πολανυικός όρος για τις εντάσεις και τις ανισορροπίες που είχαν προκύψει ως κοινωνική επίπτωση από τη λειτουργία του κανόνα του χρυσού. Και τι ήταν ο κανόνας του χρυσού; Ήταν η παγκόσμια θεσμική ενσάρκωση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Και από πού προήλθε η οικονομία της ελεύθερης αγοράς; Από τις πένες του Robert Malthus και του David Ricardo» (Dale/Desan 2019: 151).
Αν και υπάρχουν ενδιάμεσα στάδια, αυτή είναι περίπου η σχέση αιτιότητας, με την οποία αποφαίνεται εν τέλει ο Πολάνυι (2001: 32): ότι «για να κατανοήσουμε τον γερμανικό φασισμό, πρέπει να επιστρέψουμε στη ρικαρντιανή Αγγλία ». Κέντρο βάρους της θεώρησης του Πολάνυι περί φασισμού είναι η φιλελεύθερη οικονομία, η πολιτική διαχείριση των κρίσεών της, και η – κατ’ αυτόν εγγενώς συγκρουσιακή στον φιλελευθερισμό – σχέση οικονομίας-κοινωνίας. Κέντρο βάρους της θεώρησης του Πουλαντζά περί φασισμού είναι η ταξική ανάλυση, η επισκόπηση των εσωτερικών πολιτικών κρίσεων και αντιφάσεων σε Γερμανία και Ιταλία, και κυρίως η κριτική στη Διεθνή κατά την περίοδο 1928-1935 για την ταύτιση μεταξύ φασιστικών και δημοκρατικών-κοινοβουλευτικών μορφών του καπιταλιστικού κράτους (Πουλαντζάς 1984β: 80), για τον «οικονομισμό» της και την «απουσία μιας θεωρίας για το κράτος […] ακριβώς εκεί που η Κομιντέρν είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη μιας τέτοιας θεωρίας » (Πουλαντζάς 1984α: 13). Αμφότεροι αντιλαμβάνονται τον φασισμό ως αποτέλεσμα μιας ειδικής κρίσης του καπιταλισμού και απορρίπτουν την άποψη ότι ήταν προϊόν ανορθολογισμού, μεσσιανικής ιδεολογίας, χαρισματικής ηγεσίας κ.ά. Και για τους δύο, ο φασισμός αποτελεί αποτέλεσμα της κρίσης του φιλελεύθερου (Πολάνυι) ή ανταγωνιστικού (Πουλαντζάς) καπιταλισμού και της μετάβασης στον μονοπωλιακό (Πουλαντζάς) ή κορπορατιστικό (Πολάνυι) καπιταλισμό.1
3. Εννοιολογήσεις και εστιάσεις
Για τον Πουλαντζά (2006: 10, έμφαση στο πρωτότυπο), ο φασισμός είναι «μια ιδιαίτερη μορφή καθεστώτος του καπιταλιστικού κράτους εκτάκτου ανάγκης » που διαχωρίζεται από άλλες μορφές, «τον βοναπαρτισμό και τις διάφορες μορφές στρατιωτικής δικτατορίας».Κομβική είναι η «πολιτική κρίση» και η κρίση αντιπροσώπευσης στη Γερμανία και την Ιταλία, και, στον ειδικό ταξικό συσχετισμό, η απόπειρα επίλυσής της από το φασιστικό κράτος με τη «σχετική αυτονομία» του από το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας.
Ο Πολάνυι (2021: 270) ταυτίζει περισσότερο την «αρχή έκτακτης ανάγκης» με τη μετάβαση στην «πολεμική βιομηχανία» και διαχωρίζει τη «δικτατορία» από την «αυτάρκεια» ως «εναλλακτικές επιλογές στη δημοκρατία», θεωρώντας ότι καμία «δεν είναι ίδιον του φασισμού». Η δικτατορία χαρακτηρίζει περιόδους έκτακτης ανάγκης και έτσι «Από αυτήν την άποψη δ εν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη ρωσική και στη γερμανική κυβέρνηση, στην ιαπωνική και ιταλική, [και] στις δυνάμεις του NewDeal» (όπ.π.: 270, έμφαση στο πρωτότυπο). Θεωρούσε την τάση προς την «αυτάρκεια» αποτέλεσμα της κρίσης, επισκοπούσε πρακτικές της περιόδου όπως ο παρεμβατισμός στο εξωτερικό εμπόριο και έβλεπε τη νομισματική πολιτική ως το βασικό πρόβλημα της περιόδου, αφού εξανέμισε τα εισοδήματα και «έθεσε τα θεμέλια για τη ναζιστική επανάσταση» (Πολάνυι 2001: 29).
Οι κρατικές παρεμβάσεις δημιουργούσαν φυγή κεφαλαίου, νομισματική αστάθεια, κοινωνικές αναταραχές, και κλονισμό της εμπιστοσύνης εντός και εκτός χώρας, κάνοντας έκδηλη την οικονομική αλληλεξάρτηση και τη σύνδεση εσωτερικών και εξωτερικών κρίσεων (Πολάνυι 2001: 30). Ο έλεγχος της εξαγωγής κεφαλαίων και του εξωτερικού εμπορίου ακολουθούνταν από δημοκρατικά και μη κράτη, τα οποία κατά τον Πολάνυι διέφεραν απλώς στις πρακτικές. Οι φασιστικές χώρες επεδίωκαν την «αυτάρκεια» μέσω του επιθετικού ιμπεριαλισμού, ενώ οι δημοκρατικές μέσω της διακρατικής συνεργασίας, αν και, κατά τον Πολάνυι τούτο ήταν αδύνατο χωρίς σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Τις πολιτικές αυτές ο Πολάνυι (2021: 98-99) περιγράφει ως εξής:
«Το κατηγορητήριο της οικονομίας κατά της δημοκρατίας (ή όπως λέγεται και αλλιώς, κατά της πολιτικής) περιλαμβάνει τον πληθωρισμό, τις επιδοτήσεις, τον προστατευτισμό, τον συνδικαλισμό, την κακοδιαχείριση του νομίσματος, τη δαπανηρή και χωρίς νόημα στήριξη και επιχορήγηση ορισμένων επιχειρήσεων, την κρατική αρωγή, τις διασώσεις σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους, τους προστατευτικούς δασμούς και την υπερβολική αύξηση των μισθών και των κοινωνικών υποχρεώσεων».
Τις ίδιες πολιτικές, οι οποίες δείχνουν το κλίμα που επικρατούσε στην οικονομική πολιτική, επισκοπεί και ο Πουλαντζάς (2006: 105):
«Όλα συνέτειναν στον ίδιο στόχο: αναγκαστική καρτελοποίηση, σταθεροποίηση τιμών, πέρασμα των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων και τραπεζών και πάλι στον ιδιωτικό τομέα, παρεμβατική πολιτική μισθών, προϋπολογισμού και φορολόγησης, δημόσια έργα και κρατικές παραγγελίες και, κυρίως, πολεμική οικονομία. Ειδικότερα αυτή η πολιτική πραγματοποιήθηκε χάρη στον έντονο “παρεμβατικό” ρόλο του κράτους, σε όφελος της κυριαρχίας του τραπεζικού κεφαλαίου μέσα στη διαδικασία συγχώνευσης».
Στο ζήτημα των μισθών, ο Πουλαντζάς (2006: 220-222) παρέχει μια λεπτομερή ανάλυση του τρόπου με τον οποίο ο φασισμός στη Γερμανία οδήγησε μέσω της διαφοροποίησης των μισθών (μισθολογική αύξηση στους ειδικευμένους βιομηχανικούς εργάτες και μείωση στους μη παραγωγικούς μισθωτούς) στον κατακερματισμό και εν τέλει στην αδρανοποίηση της εργατικής τάξης. Αναφέρει την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας, τη θέσπιση υποχρεωτικής κρατικής διαιτησίας στις εργατικές διαφορές, τη διάλυση των εργοδοτικών ενώσεων και την αναγκαστική συγχώνευσή τους στο «Μέτωπο Εργασίας», με αρχικό σχέδιο που άλλαξε στην πορεία, να γίνει βασικός ρυθμιστής της γερμανικής οικονομίας υπό την αιγίδα των ναζί.
Όσο για τις χώρες που τους απασχολούν, οι Πολάνυι και Πουλαντζάς εξετάζουν την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία και στην Ιταλία. Τον Πουλαντζά (2006: 12) ενδιαφέρουν οι χώρες αυτές επειδή απασχολούσαν τη Διεθνή και είχαν «καυτότερο πολιτικό ενδιαφέρον σε σχέση λόγου χάρη με τον ιαπωνικό φασισμό », και σε σχέση με την ισπανική περίπτωση, την οποία χαρακτηρίζει στρατιωτική δικτατορία. Στον Πολάνυι αυτές οι τρεις χώρες και επιπρόσθετα η Βρετανία και οι ΗΠΑ είναι κομβικές στο συνολικό του επιχείρημα στον Μεγάλο Μετασχηματισμό, ότι φασισμός, σοσιαλισμός και NewDeal αποτελούσαν διαφορετικές απαντήσεις στην ίδια κρίση (του φιλελεύθερου καπιταλισμού). Πλουσιότερο εμπειρικό υλικό περί Γερμανίας και Ιταλίας παρέχει ο Πουλαντζάς που όμως δεν στέκεται ιδιαίτερα στη Βρετανία, στην οποία στρέφεται σταθερά ο Πολάνυι.
Στον αυστροφασισμό ο Πουλαντζάς (2006: 354) αναφέρεται μόνο σποραδικά, αναγνωρίζοντας όμως σαφώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και τον ρόλο που έχει «η Εκκλησία στην περίπτωση “κληρικοστρατιωτικών” δικτατοριών, όπως του Ντόλφους στην Αυστρία ». Αντί τον αυστροφασισμό του Ένγκελμπερτ Ντόλφους, αναλύει όψεις του αυστρομαρξισμού και ασκεί κριτική στον Όττο Μπάουερ, π.χ. για τη θέση του περί πολιτικής κρίσης ως αποτέλεσμα μιας κατάστασης «ισορροπίας» των ταξικών δυνάμεων. Στη θέση αυτή Πουλαντζάς (2006: 68) αντιπαραθέτει ότι είχε ήδη ηττηθεί η εργατική τάξη όταν επικράτησε ο φασισμός, μια ήττα που δεν κλόνισε την κυριαρχία της αστικής τάξης ούτε επέφερε μια ισορροπία έξω από τα συμφέροντά της.
Απ’ την άλλη, ο Πολάνυι βίωσε τον αυστροφασισμό ενόσω ζούσε στη Βιέννη ως το 1933, όταν και μετανάστευσε, όπως πολλοί Εβραίοι και σοσιαλιστές, στο Λονδίνο. Τον ενδιέφερε η επιρροή της ανόδου του Χίτλερ στην αυστριακή πολιτική και οι συνθήκες που ώθησαν στο Anschlu ss [την προσάρτηση στη Γερμανία], ο ρόλος του Βατικανού (Πολάνυι 2021: 189-211), αλλά και ο «αυταρχικός παρεμβατισμός» (Πολάνυι 2001: 224) όπως ονόμαζε το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που επέβαλλε η Κοινωνία των Εθνών στη χώρα, ένα πρόγραμμα που, όπως έχει αναλυθεί αλλού (Μαρκαντωνάτου 2018), είναι συγκρίσιμο με τα ελληνικά μνημόνια της δεκαετίας του 2010.
Ως προς τα θεωρητικά εργαλεία κατανόησης του φασισμού, για τον Πουλαντζά (2006: 18) είναι κομβικός ο ιμπεριαλισμός ως «στάδιο της συνολικής καπιταλιστικής διαδικασίας» και «διεθνοποιημένο στάδιο του καπιταλιστικού συστήματος» που έχει οικονομικές αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές συνέπειες, και η «ιμπεριαλιστική αλυσίδα», δηλαδή η «ανισόμερη ανάπτυξη των διαφόρων εθνικών κοινωνικών σχηματισμών» (όπ.π.: 21). Τις έννοιες του ιμπεριαλισμού και τη θεωρία του Λένιν, ο Πολάνυι επεξεργάζεται σε διδακτικές σημειώσεις και πρόχειρα κείμενα (Polanyi1934-1946), αλλά δεν έχουν ιδιαίτερο ρόλο στη θεώρησή του περί φασισμού.
Στον Πουλαντζά, η ασθενής θέση στην «ιμπεριαλιστική αλυσίδα» της Γερμανίας και της Ιταλίας ήταν καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη του φασισμού ειδικά εκεί, γεγονός που δεν ανέμενε η Γ΄ Διεθνής: «αν η επανάσταση ξέσπασε στο χώρο του ασθενέστερου κρίκου της αλυσίδας, ο φασισμός εγκαθιδρύθηκε στο χώρο των δύο σχετικά ασθενέστερων κρίκων στην ευρωπαϊκή περιοχή της εποχής [...] Η θέση τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα είχε καίρια σπουδαιότητα » (όπ.π.: 24). Αξιοσημείωτη, αν και όχι της παρούσης, είναι εδώ η κριτική του Rabinbach (1976: 158) ότι αυτή η θέση του Πουλαντζά περί ασθενούς θέσης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, ναι μεν αντλεί από τον Λένιν, αλλά ουσιαστικά αποτελεί μια μαρξιστική εκδοχή της θεωρίας περί «εκσυγχρονισμού» (modernization), δηλαδή ότι έργο του φασισμού ήταν να ξεριζώσει την παραδοσιακή κοινωνική δομή που εμπόδιζε τη βάθυνση του καπιταλισμού σε Γερμανία και Ιταλία.
Σε αντίθεση με τον Πουλαντζά, ο Πολάνυι δεν παρέχει εξήγηση γατί ο φασισμός αναδύεται ειδικά στην Ιταλία και στη Γερμανία αφού βλέπει την πλειοψηφία των χωρών να υιοθετούν την «αυτάρκεια», και άρα οι διαφοροποιήσεις είναι δευτερεύουσας σημασίας. Με αφετηρία ότι «οι διάφοροι τύποι φασισμού είναι ουσιαστικά ίδιοι » (Πολάνυι 2021: 142), αναζητεί ένα ιδεατοτυπικό χαρακτηριστικό του φασισμού με γενική ισχύ. Έτσι, ενώ ο Πουλαντζάς (2006: 25-36) προβαίνει σε πολύ ειδικές αναλύσεις της διάρθρωσης του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων στη Γερμανία και στην Ιταλία, της θέσης τους στην παγκόσμια οικονομία, της πορείας της εκβιομηχάνισης (καθυστερημένη ή μη), του ρόλου των αγροτικών, μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων στην πορεία του εκφασισμού, των μηχανισμών κατασκευής εθνικής ενότητας κ.ά., άποψη του Πολάνυι (2021: 138) είναι ότι «ο φασισμός είναι ουσιαστικά παντού ο ίδιος, με τον ίδιο τρόπο που η συνταγματική δημοκρατία και η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση εν πολλοίς ταυτίζονται ». Μια πιο συγκριτική προσέγγιση ο Πολάνυι ([1934] 2021: 266-271) υιοθετεί όταν επισκοπεί στοιχεία περί Ιταλίας (εμπορικό ισοζύγιο, ανεργία, Χάρτα της Εργασίας, απαγόρευση απεργιών, κρατικοποίηση βιομηχανιών), Γερμανίας (πληθωρισμός, επιδείνωση εμπορίου και χρέους, αντεπανάσταση συντηρητικών ελίτ), και Αυστρίας (παπική εγκύκλιος QuadragesimoAnno, νέο κορπορατιστικό Σύνταγμα).
Ο Πουλαντζάς (2006: 35, έμφαση στο πρωτότυπο) καταλήγει ότι ναι μεν διαφέρουν Γερμανία και Ιταλία, αλλά «και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι ο ιδιαίτερος ρυθμός συσσώρευσης αντιφάσεων που θα δράσουν στη συγκυρία της πάλης των τάξεων ». Παρόμοια με τον Πολάνυι, ο Πουλαντζάς (2006: 46) αναφέρει ότι η Γαλλία, η Αγγλία και οι ΗΠΑ έχουν «κι αυτές επίσης προσβληθεί από τη διαδικασία μετάβασης προς τον μονοπωλιακό καπιταλισμό », αλλά «δεν διαπιστώνουμε όμως την ίδια συσσώρευση αντιφάσεων που χαρακτηρίζει τη Γερμανία και την Ιταλία ». Με την άνοδο του ναζισμού, κατά τον Πουλαντζά, ο ρόλος του ασθενέστερου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα μετατοπίζεται στην Ισπανία. Εν κατακλείδι, στον Πουλαντζά, οι επιμέρους συνθήκες, οι εγχώριοι φασισμοί σε Γερμανία και Ιταλία διακρίνονται πιο αυστηρά σε σχέση με τον Πολάνυι, ο οποίος αναζητά ένα πιο γενικευτικό σχήμα εξήγησης της ανόδου του φασισμού.
4. Φασιστική ιδεολογία
Κατά τον Πουλαντζά (2006: 277), μια από τις λειτουργίες του φασισμού είναι ότι συμφιλιώνει το μεγάλο κεφάλαιο και τη μικροαστική τάξη, σε μια εποχή που η τελευταία (μισθωτοί υπάλληλοι, στελέχη, τεχνικοί κ.ά.) έχει διογκωθεί λόγω της ανάπτυξης του καπιταλισμού, και μαζί με την παραδοσιοκρατία, έχει ενστερνιστεί την κουλτούρα της αποδοτικότητας, της ουδέτερης τεχνικής και της τεχνοκρατίας του μεγάλου κεφαλαίου. Η φασιστική ιδεολογία αντλεί μεν από τις εθνικές παραδόσεις Γερμανίας και Ιταλίας, αλλά κατορθώνει, με άξονα τον ρόλο του κράτους, να συνδυάσει την «αντικαπιταλιστική-αντιπλουτοκρατική» μικροαστική ρητορική με τον ιμπεριαλισμό και τη μετάβαση στον μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Ο Πουλαντζάς (2006: 279-282, έμφαση στο πρωτότυπο) συνοψίζει τις βασικότερες όψεις της φασιστικής ιδεολογίας: ο ρατσισμός-αντισημιτισμός (μετάθεση του μικροαστικού αντικαπιταλισμού στον «πλούσιο Εβραίο») και η συνεπαγόμενη αποθέωση των επίλεκτων (μικροαστικές φιλοδοξίες αναρρίχησης στη θέση των αστών), ο εθνικισμός (άρνηση της ταξικής πάλης με βάση την κατασκευή «έθνος»), oμιλιταρισμός (λατρεία της βίας, του αυταρχισμού και του αρχηγού που συνάδει με τον επεκτατισμό του κεφαλαίου), oαντικληρικαλισμός (εναντίωση στα «προνόμια» και την ιδιοκτησία της Εκκλησίας), η εκπαίδευση (στρατολόγηση της νεολαίας σε μιλιταριστικές οργανώσεις και για σκοπούς εξειδίκευσης της εργατικής δύναμης), η οικογένεια (μικροαστικές παραστάσεις της οικογένειας σαν ένα κύτταρο ανέγγιχτο από την ταξική πάλη), ο σκοταδισμός και ο αντιδιανοουμενισμός (εχθρότητα προς τους «ιδεολόγους» και διανοούμενους της αστικής τάξης), η εναντίωση στο δικαιικό σύστημα (μετατόπιση της κυριαρχίας από τη νομικοπολιτική στην οικονομική σφαίρα), η συντεχνιακή θεώρηση της κοινωνικής οργάνωσης (νοσταλγία για την εποχή των συντεχνιών, ταξική ειρήνη μέσω κρατικοποιημένων συντεχνιών), και η κρατολατρεία (αρχηγισμός, ιεραρχία, φετιχισμός της εξουσίας).
Ο Πολάνυι αναφέρεται στις περισσότερες από αυτές τις όψεις της φασιστικής ιδεολογίας στα κείμενα του Φασιστικού ιού (2021), αλλά είναι στις δύο τελευταίες που επιμένει περισσότερο. Αυτό που ο Πουλαντζάς (2006: 279) περιγράφει ως κρατολατρεία, δηλαδή την ιδέα ότι πρωτεύει το κράτος και «το άτομο δεν είναι τίποτα » αναλύεται εκτεταμένα στο – τελείως αγνοημένο στη βιβλιογραφία περί φασισμού (Millett 2021) – κείμενο του Πολάνυι (2021) «Η Ουσία του φασισμού». Ενώ ο Πουλαντζάς, σε σύμπνοια με τη γενική απαξίωση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο της ιδεολογίας και υποτιθέμενης «φιλοσοφίας» φασισμού και ναζισμού, δεν ασχολείται συστηματικά με τις φασιστικές ιδέες καθαυτές, αυτό ακριβώς κάνει ο Πολάνυι στο Η ουσία του φασισμού αλλά και ο Lukacs ([1952] 2021) στο Η καταστροφή του Λόγου, όπου συγκεντρώνουν και εξετάζουν τους συγγραφείς και οπαδούς του φυλετισμού και του κοινωνικού δαρβινισμού. Ο Πολάνυι (2021: 147-189) εξετάζει την εξέλιξη του βιταλισμού και τη σκέψη των OthmarSpann, LudwigKlages, CarlSchmitt, ErnstKrieck και AlfredRosenberg, και oLukacs (2021) επιπρόσθετα τους MartinHeidegger, Arthur de Gobineau, LudwigGumplowicz, GustavRatzenhofer και αρκετών άλλων.
Ο Πολάνυι (2021: 147-189) εξετάζει τον «αντι-ατομικισμό» του φασισμού, δηλαδή την επίθεσή του στον δημοκρατικό ατομικισμό και στην «αρχή της ισότητας» ως κοινή βάση χριστιανισμού και σοσιαλισμού, αναλύει δηλώσεις των Μουσολίνι και Χίτλερ, «αντιατομικιστικά» εγχειρήματα ανθρωπολόγων της εποχής, την «άρια φιλοσοφία», την «αρχή της εχθρότητας» του Καρλ Σμιτ, τον βιταλισμό και τον ολοκληρωτισμό. Τον βιταλισμό ανάγει σε στρεβλές αναγνώσεις του Νίτσε από τον αντισημίτη Γερμανό φιλόσοφο και εκπρόσωπο της ναζιστικής «ψυχολογικής επιστήμης», LudwigKlages. Τον ολοκληρωτισμό ανάγει σε παραποιήσεις του Χέγκελ από τον Αυστριακό καθηγητή OthmarSpann, οπαδό του Μουσολίνι, μέλος για ένα διάστημα του κόμματος των ναζί και εμπνευστή της ιδέας του «κορπορατιστικού κράτους» στην Αυστρία (St ä ndestaat). Ζητούμενο του αντιατομικισμού ήταν κατά τον Πολάνυι η αποδόμηση της νεωτερικής ιδέας του ατόμου, με σκοπό, στο μέτωπο που είχε ανοίξει κατά του σοσιαλισμού, την καταστροφή της γέφυρας ανάμεσα στην ιδέα του ατόμου και σε αυτήν της κοινωνικής ισότητας, και στο μέτωπο κατά του φιλελεύθερου καπιταλισμού, με σκοπό την αντικατάστασή του από τον κορπορατιστικό καπιταλισμό.
Η συντεχνιακή θεώρηση της κοινωνικής οργάνωσης είναι κατά τον Πουλαντζά (2006: 282) ο τρόπος που η μικροαστική τάξη «θα συσπείρωνε “αυταρχικά” όλες τις κοινωνικές δυνάμεις». Ο Πολάνυι θεωρεί θεμελιακή αυτή τη διάσταση και τη διαδικασία τιθάσευσης της ταξικής πάλης μέσα από την κατάργηση των συνδικάτων και την αντικατάστασή τους από διορισμένες ενώσεις εργοδοτών-εργαζομένων (π.χ. ο νόμος δημιουργίας των ενώσεων Treuhänder der Arbeit τον Μάιο του 1933 του Χίτλερ και του υπουργού οικονομικών, Α. Χούγκενμπεργκ).2 Ο Πολάνυι αναφέρεται στον κορπορατισμό (συχνά ως έννοια συνώνυμη του φασισμού) ιδίως σε κείμενά του που σχετίζονται με τον μαρξισμό και με τα μαθήματα οικονομικής θεωρίας που δίδασκε σε εργάτες σε μια Ένωση Εκπαίδευσης Εργατών (Workers’ Educational Association) στο Κεντ και στο Σάσεξ της Αγγλίας. Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ανέλαβε να εισάγει τους συμμετέχοντες στα Οικονομικά και Πολιτικά Χειρόγραφα του Μαρξ που είχαν εκδοθεί λίγα χρόνια νωρίτερα (1932) στη Γερμανία.
Στα κείμενα «Αναδιατυπώνοντας τον Μαρξ» (που γράφτηκε το 1934) και στο «Ο Μαρξ για τον κορπορατισμό» (χωρίς χρονολογία συγγραφής), ο Πολάνυι επιστρατεύει τον Μαρξ για να συγκρίνει τον κορπορατισμό του 18ου και του 20ού αιώνα και να διακρίνει τον αντιδημοκρατικό πυρήνα και στις δύο περιπτώσεις, αφού καταργούνταν (ή δεν υπήρχε καν) η θεσμική διάκριση κεφαλαίου-εργασίας. Ασκεί κριτική που, κατά τον ίδιο, ακολουθεί αυτήν του Μαρξ στον Χέγκελ: ο Χέγκελ υπερασπίστηκε την πρωσική μοναρχία και το μεσαιωνικό συντεχνιακό σύστημα και δεν αναγνώρισε την ανάγκη πραγματικής δημοκρατικοποίησης. Αντίθετα, η κριτική του Μαρξ έδειχνε κατά τον Πολάνυι (2021: 107) τη «μεγάλη διορατικότητα του Μαρξ σχετικά με τη φύση του φασισμού, σε μια χρονική στιγμή που αυτή η ολέθρια εξέλιξη βρισκόταν ακόμα στο μακρινό μέλλον ». Προσπαθώντας να επικαιροποιήσει τη σκέψη του Μαρξ στη συγκυρία του φασισμού, ο Πολάνυι (2021: 108) αναφέρει:
«Κανείς πριν από [τον Μαρξ] […] δεν είχε αναγνωρίσει τη σημασία του θεσμικού διαχωρισμού μεταξύ πολιτικής και οικονομικής σφαίρας […] Επιπλέον, δεν διέφευγε του Μαρξ ότι συγκριτικά με τη μεσαιωνική φεουδαρχική κοινωνία, αυτός ο διαχωρισμός αποτελούσε πρόοδο […] Αργότερα, όταν ο Μαρξ έγινε σοσιαλιστής, συνειδητοποίησε ότι η πολιτική δημοκρατία δεν ήταν αρκετή και ότι η δημοκρατία έπρεπε να απλωθεί στο σύνολο της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής σφαίρας […] [Ο] φασισμός […] όχι μόνο δεν επέκτεινε την εξουσία του δημοκρατικού κράτους στην οικονομία, αλλά, αντίθετα, επεδίωξε να επεκτείνει την εξουσία της αυταρχικής οικονομικής οργάνωσης πάνω στο κράτος […] Στην ανάλυσή του για τον αντιδραστικό ρόλο του κορπορατισμού της εποχής του ο Μαρξ διέβλεψε μια κρίσιμη όψη του ρόλου που διαδραματίζει στην εποχή μας ο φασιστικός κορπορατισμός».
Τέλος, αξιοσημείωτο είναι ότι για κάθε χαρακτηριστικό της φασιστικής ιδεολογίας που αναφέρει ο Πουλαντζάς σημειώνει ότι αυτό εξυπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο. Για παράδειγμα, θεωρεί ότι δεν υπήρξε πράγματι κρατικοποίηση της οικονομίας από τον φασισμό (αυτή ήταν «ένας μύθος»), αλλά διακανονισμοί υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου. Καταλήγει ότι «ο φασισμός δεν αμφισβήτησε ποτέ το παραδοσιακό μεγάλο κεφάλαιο: μονίμως υπήρξε ο εγγυητής των συμφερόντων του » (Πουλαντζάς 2006: 283). Παρόμοιο είναι το συμπέρασμα του Πολάνυι (2021: 186) ότι «ο φασισμός γίνεται ανεκτός ως προστάτης των φιλελεύθερων οικονομικών ». Με αυτά τους τα συμπεράσματα υπόψη, γεννάται το ερώτημα, το οποίο συζητείται παρακάτω, κατά πόσο οι δύο συγγραφείς ασπάζονται την εργαλειακή θεώρηση περί φασισμού, σύμφωνα με την οποία ο φασισμός μπόρεσε να επιβληθεί επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.
5. Πουλαντζάς και Πολάνυι απέναντι στην εργαλειακή προσέγγιση
Η πιο φανερή ομοιότητα μεταξύ Πουλαντζά και Πολάνυιείναι η απόρριψη της φιλελεύθερης ιδέας περί μη παρεμβατικού κράτους στον καπιταλισμό:
«Σε όλα τα στάδια του καπιταλισμού το κράτος έπαιξε σημαντικό οικονομικό ρόλο· το “φιλελεύθερο κράτος”, το κράτος-χωροφύλακας του ανταγωνιστικού καπιταλισμού ήταν ένας μύθος» (Πουλαντζάς 2006: 19).
«Το κράτος υποτίθεται ότι […] θα κυβερνούσε όσο το δυνατόν λιγότερο. Το βιομηχανικό σύστημα, απ’ την άλλη, υποτίθεται ότι ελεγχόταν από […] τους ιερούς νόμους του ανταγωνισμού των τιμών […] αλλά αυτή η κατάσταση δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα» (Polanyi 1939).
Αμφότεροι θεωρούν ότι το κράτος υπήρξε πάντοτε παρεμβατικό στον καπιταλισμό, αν και με διαφορετικές αρμοδιότητες σε διαφορετικές συγκυρίες και πλαίσια. Αλλά αυτές οι διαπιστώσεις δεν τους οδηγούν σε εργαλειακές θεωρήσεις του κράτους, γεγονός πιο έκδηλο στην περίπτωση του Πουλαντζά. Στον ορισμό του Πουλαντζά (χ.χ. 36-37), το κράτος «εκπροσωπεί το μακροπρόθεσμο πολιτικό συμφέρον του συνόλου της αστικής τάξης (τον ιδεατό συλλογικό κεφαλαιοκράτη) » και χωρίς να είναι «κράτος πράγμα-εργαλείο» ή «κράτος-υποκείμενο» με δική του εξουσία αποτελεί «υλική συμπύκνωση […] ενός συσχετισμού δυνάμεων ». Αντικείμενο του Πολάνυιδεν είναι η θεωρία του κράτους, αλλά αναδύονται από το έργο του διαφορετικές μη εργαλειακές προσεγγίσεις: το φιλελεύθερο κράτος ως θεσμός που παρεμβαίνει υπέρ της αγοράς και της διασφάλισης των πλαισίων και όρων λειτουργίας της, το κράτος ως θεσμός επιφορτισμένος με αρμοδιότητες εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, και το κράτος ως αρένα διεκδίκησης εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στο κοινοβουλευτικό-δημοκρατικό πλαίσιο (Markantonatou/Dale 2019: 50).
Η εργαλειακή θεώρηση (μαρξιστική και φιλελεύθερη) έπασχε κατά τον Πολάνυι (2001: 152) από την «εμμονή ότι μόνο τα ειδικά συμφέροντα, και ποτέ τα γενικά, μπορούν να δράσουν αποτελεσματικά ». Πολέμιος της άποψης ότι η δημοκρατία αποτελούσε επιφαινόμενο του καπιταλισμού, ανάγει τη δημοκρατία στο ιστορικά σπουδαιότερο όπλο της εργατικής τάξης. Διακρίνει δύο ξεχωριστές «σφαίρες», τη δημοκρατία και τον καπιταλισμό και θεωρεί ότι μακροπρόθεσμα είναι δυνατή η επικράτηση μόνο μίας εκ των δύο. Ο καπιταλισμός («οικονομική σφαίρα») επιδιώκει την αυτορύθμιση και τη μη-παρέμβαση του κράτους. Η δημοκρατία («πολιτική σφαίρα») με τον κοινοβουλευτισμό προϋποθέτει και συνεπάγεται διαρκείς πολιτικές παρεμβάσεις. Το κράτος προσαρμόζει την κοινωνία στον καπιταλισμό με προστατευτικές πολιτικές, αλλά σε περιόδους κρίσεων, η – ούτως ή άλλως εύθραυστη και δομικά στρεβλή – ισορροπία μεταξύ των σφαιρών κλονίζεται και βαθαίνει ο «θεσμικός διαχωρισμός οικονομίας και κοινωνίας». Τότε, στην οπτική του, μπορεί πλέον να διατηρηθεί είτε ο καπιταλισμός είτε η δημοκρατία. Η δημοκρατία διασώζεται με τον σοσιαλισμό, και ο καπιταλισμός με τον φασισμό. Όπως αναφέρει, «όπως ο καπιταλισμός χρειάζεται τη φασιστική πολιτική ως συμπλήρωμά του, έτσι και η δημοκρατία χρειάζεται τη σοσιαλιστική οικονομία ως προέκτασή της » (Πολάνυι 2021: 133). Στην οριακότητα της κρίσης, «η Δεξιά και η Αριστερά συγκρούονται στο όνομα της οικονομίας και της δημοκρατίας » (όπ.π.: 97). Ότι ο φασισμός είναι προϊόν της «ασυμβατότητας δημοκρατίας και καπιταλισμού» έχει για τον Πολάνυι την ισχύ αξιώματος.
Πάντως ειδικά ως προς το φασιστικό κράτος, ο Πολάνυι δεν υιοθετεί πλήρως, αλλά όντως εκφράζει μια εργαλειακή άποψη, η οποία μπορεί να συγκριθεί με μια μαρξιστική-εργαλειακή θεώρηση, όπως π.χ. αυτή του Mandel, ο οποίος στέκεται κριτικά και απέναντι στον Πουλαντζά. Για τον Mandel (1980: 4), το καπιταλιστικό κράτος «όπως όλα τα πολιτικά κράτη πριν απ’ αυτό, είναι ένα εργαλείο για τη διατήρηση της εξουσίας μιας ορισμένης τάξης ». Φιλοδοξώντας να αποφύγει τις «αφηρημένες πουλαντζικές φόρμουλες» που κινδυνεύουν «να εκφυλιστούν σε άδειες ταυτολογίες» (όπ.π.), ο Mandel υπογραμμίζει ότι το πολιτικό προσωπικό του κράτους ταυτίζεται ιδεολογικά με την αστική τάξη. Υποστηρίζει ότι η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και η μεταπολεμική ανοικοδόμηση ήταν αποφάσεις που
«δεν λήφθηκαν σε κοινοβούλια και υπουργικά γραφεία ή από τεχνοκράτες, αλλά απευθείας από τους ίδιους τους επικεφαλής της βιομηχανίας. Όταν διακυβεύεται η επιβίωση του καπιταλισμού, τότε οι μεγάλοι καπιταλιστές ξαφνικά, στην κυριολεξία κυβερνούν. Σε αυτό το σημείο, κάθε όψη “αυτονομίας” του καπιταλιστικού κράτους απέναντι στους επιχειρηματίες εξαφανίζεται εντελώς» (Mandel 1980: 12).
Η εργαλειοποίηση του κράτους από τους βιομήχανους, όπως το έβλεπε ο Mandel, ήταν και για τον Πολάνυι, που κατά τα άλλα απέρριπτε την εργαλειακή θεώρηση, μια καίρια όψη της κρίσης. Το παρακάτω απόσπασμα του Πολάνυι βρίσκεται στο ίδιο πνεύμα με τη θεώρηση του Mandel:
«Σε μια τέτοια κατάσταση [έκτακτης ανάγκης] οι επικεφαλής της βιομηχανίας γίνονται εχθρικοί προς τη δημοκρατική διακυβέρνηση και προσπαθούν να υποδαυλίσουν την εξουσία του δημοκρατικού κομματικού συστήματος. Ως εναλλακτική, τα μεγάλα αφεντικά επιβάλλουν τη δική τους κυβέρνηση, δηλαδή την απευθείας διαχείριση των κοινωνικών ζητημάτων από τους μεγαλοβιομήχανους, τους κεφαλαιοκράτες και τους διορισμένους διευθυντές τους» (Πολάνυι 2021: 273, έμφαση στο πρωτότυπο).
Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι, ενώ ο Πουλαντζάς τονίζει τον μαζικό χαρακτήρα του φασισμού, ο Πολάνυι (2001: 226) απορρίπτει τον όρο «κίνημα» και μάλιστα βλέπει μια «αναντιστοιχία ανάμεσα στην υλική και αριθμητική του δύναμη και την πολιτική του αποτελεσματικότητα ». Πιστεύει ότι ο όρος «κίνημα» υπονοούσε μια μορφή μαζικής στρατολόγησης που δεν ίσχυε. Χαρακτηριστικό του φασισμού «ήταν ακριβώς η ανεξαρτησία του από τέτοιες λαϊκές εκδηλώσεις. Αν και συνήθως στόχευε στη μαζική υποστήριξη, η δυναμική του δεν εξαρτιόταν από τον αριθμό των υποστηρικτών του, αλλά από την επιρροή στους υψηλά ισταμένους » (Πολάνυι 2001: 227). Κατά τον Πολάνυι (όπ.π.), ο Χίτλερ ωθήθηκε στην εξουσία από τη «φεουδαλική κλίκα» γύρω από τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ, και, ομοίως, μονάρχες προώθησαν στην εξουσία τους Μουσολίνι και Πρίμο ντε Ριβέρα. Καταλήγει ότι από τη δεκαετία του 1930:
«ο φασισμός αποτελούσε μία μόνιμη πολιτική δυνατότητα, μία σχεδόν αυθόρμητη συναισθηματική αντίδραση σε κάθε βιομηχανική κοινωνία. Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε “κίνηση” αντί για “κίνημα”, για να τονίσουμε τον απρόσωπο χαρακτήρα της κρίσης. […] Ο ισχυρισμός ότι η ισχύς του κινήματος δημιούργησε τις καταστάσεις, ενώ, στην ουσία, ίσα ίσα η κατάσταση δημιούργησε στην προκειμένη περίπτωση το κίνημα, ισοδυναμεί με απόλυτη παραγνώριση του σημαντικότερου μηνύματος των περασμένων δεκαετιών» (Πολάνυι 2001: 228).
Αυτή η θεώρηση είναι η βάση της κριτικής των Dale και Desan (2019: 166): ο Πολάνυι παραβλέπει τη σημασία των φασιστικών μαζικών κινημάτων· δεν ενδιαφέρεται για τις μειονότητες που ο φασισμός χρησιμοποίησε ως αποδιοπομπαίους τράγους· η θέση του για την υπεροχή της οικονομίας επί της πολιτικής στον φασισμό ρέπει στη χονδροειδή εργαλειακή ανάλυση· ασπάζεται την αυστρομαρξιστική πεποίθηση ότι ο φασισμός επιβλήθηκε από τα πάνω. Οι ίδιοι, όμως, συγγραφείς αναφέρουν ότι «υπάρχουν πολύ περισσότερα απ’ αυτά στη θεωρία του Πολάνυι » (όπ.π.) και τονίζουν τη συνεισφορά του στην κατανόηση της σχέσης καπιταλισμού-φασισμού. Την πρώτη εκδήλωση της ασυμβατότητας δημοκρατίας-καπιταλισμού ο Πολάνυι τη βλέπει στη βαθιά αντίθεση στη δημοκρατία διανοητών όπως οι Ε. Μπερκ, Τ. Μάλθους, Ντ. Ρικάρντο, Χ. Μαρτινό, Τζ. Μπένθαμ και Τ. Μακώλεϊ. Ο τελευταίος, κατά τον Πολάνυι, εκφράζει την καρδιά της φασιστικής λογικής: Μια επίλεκτη τάξη προσανατολισμένη στην ασφάλεια της ιδιοκτησίας, έγραφε σε επιστολή του ο Μακώλεϊ, είχε το καθήκον να πειθαρχεί τους αντιστεκόμενους και να διατηρεί τους φτωχούς πολιτικά ανενεργούς. Με αυτά υπόψη, ο Πολάνυι (2021: 129) καταλήγει ότι η διατήρηση του καπιταλισμού είναι «το ίδιο το raison d’ être του φασισμού».
Όσο για τον Πουλαντζά, είναι στην κριτική της «εργαλειακής σύλληψης του κράτους» (Πουλαντζάς 2006: 92) της Τρίτης Διεθνούς που αφιερώνει ένα πολύ μεγάλο μέρος του Φασισμός και Δικτατορία . Αφετηρία αυτής της κριτικής ήταν η πολιτική υποτίμηση του φασισμού στη δεκαετία του 1920, τόσο από τη σοσιαλδημοκρατική όσο και από την κομμουνιστική Αριστερά, και η άρνησή τους να τον δουν ως ειδικό πρόβλημα. Η πρώτη θεωρούσε τον φασισμό μια – καθαρά ιταλική – παρέκκλιση από την πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ενώ η δεύτερη δεν διέκρινε φασισμό και κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία κατά βάση αντιλαμβανόταν ως μια άλλη μορφή δικτατορίας, αυτής του κεφαλαίου (Dale/Desan 2019: 158). Ο Πουλαντζάς, όπως θα συζητηθεί παρακάτω, εξετάζει λεπτομερώς αυτές τις αντιλήψεις, τη μετουσίωσή τους σε πρακτικές και τις συνέπειές τους.
6. Εργαλειακές προσεγγίσεις περί συμφερόντων
Στην «υπεραριστερή» περίοδο της Διεθνούς κυριάρχησε η αντίληψη που ταύτιζε σοσιαλδημοκρατία και φασισμό, και ειδικά στη Γερμανία οδήγησε στην υποτίμηση του Χίτλερ και στο να κατευθυνθεί η εχθρότητα του κομμουνιστικού κόμματος (KPD) προς το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD). Αυτή η γραμμή του «σοσιαλφασισμού» είχε κατά τον Πουλαντζά εκφραστεί από το 1924 και φανερώθηκε πλήρως μετά το 1928. Χαρακτηριστικά, η «Απόφαση για τον φασισμό» του 5ου Συνεδρίου το 1924 (όπως αναφέρεται στο Πουλαντζάς 2006: 167), όριζε ότι «ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι οι δυο όψεις ενός και του αυτού εργαλείου της δικτατορίας του μεγάλου κεφαλαίου [...] Η σοσιαλδημοκρατία πάει ήδη να μετατραπεί από δεξιά πτέρυγα του εργατικού κινήματος σε αριστερή πτέρυγα του αστισμού και, συνεπώς, του φασισμού». Ο προσανατολισμός, που κατά τον Πουλαντζά (2006: 182), «οδήγησε σε ολέθρια αποτελέσματα », ότι πρωταρχικός εχθρός δεν είναι ο φασισμός αλλά η σοσιαλδημοκρατία και ότι η ήττα της ήταν προϋπόθεση για να ηττηθεί σε κάποια δεύτερη φάση ο φασισμός, διατηρήθηκε ως το 1932, όταν ήταν πια ολοφάνερος ο φασιστικός κίνδυνος, με τον γενικό γραμματέα του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος E. Thälmann (όπως αναφέρεται στο Πουλαντζάς 2006: 182) να δηλώνει: «Στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης του φασισμού κάθε εξασθένηση της πάλης μας εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας γίνεται […] βαρύτατο σφάλμα ».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Διεθνής υιοθέτησε την πολιτική των «λαϊκών μετώπων» που εισάγεται στο 7ο Συνέδριο από τον Γκ. Δημητρόφ (Πουλαντζάς 2006: 24), με σκοπό τη δημιουργία ενός μεγάλου αντιφασιστικού μετώπου με τη συνεργασία ετερογενών κομμάτων, σοσιαλδημοκρατικών και αστικών. Ο φασισμός σε αυτή τη φάση θεωρήθηκε ως ένα αντιδραστικό-σοβινιστικό κίνημα του μεγάλου κεφαλαίου. Ως προτεραιότητα θεωρήθηκε η διάσωση της αστικής δημοκρατίας παρά η ανατροπή, με την αντιφασιστική συνεργασία σοσιαλδημοκρατών-κομμουνιστών να παίρνει ρεπουμπλικανικό χαρακτήρα, εθνικό περιεχόμενο και αμυντική στάση (Desan/Dale 2019: 161). Υπό την απειλή του φασισμού, ο λαϊκομετωπισμός και η απομάκρυνση από την «υπεραριστερή» περίοδο και από το δόγμα «τάξη εναντίον τάξης» οδήγησε κατά τον Πουλαντζά σε αποδυνάμωση της επαναστατικής δυναμικής και αμφίβολες συμμαχίες.
Στην κριτική του Πουλαντζά (2006: 167-170), η γραμμή του σοσιαλφασισμού παραγνώριζε τον ρόλο τόσο του φασισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Η Διεθνής θεωρούσε ότι η σοσιαλδημοκρατία εξυπηρετούσε μόνο μια «εργατική αριστοκρατία» και δεν είχε ερείσματα στα πλατιά εργατικά στρώματα. Με άλλα λόγια, παραγνώριζε τη – μέσω της σοσιαλδημοκρατίας – επιρροή της αστικής ιδεολογίας στην εργατική τάξη: «Όσο για το φαινόμενο της σοσιαλδημοκρατικής επιρροής σε μάζες πέρα από την εργατική αριστοκρατία, η Διεθνής, όταν δεν το αποσιωπούσε το αντιμετώπιζε επιπόλαια με τον όρο“σοσιαλδημοκρατικές ψευδαισθήσεις” μέσα στην εργατική τάξη » (Πουλαντζάς 2006: 170).
Ο Πουλαντζάς, σε αντίθεση με τον Πολάνυι, απέρριπτε επίσης διαπιστώσεις που υποτιμούσαν τον μαζικό χαρακτήρα του φασισμού, αλλά και πεποιθήσεις όπως του Στάλιν ότι «ο φασισμός βασίζεται στη σοσιαλδημοκρατία» (όπ.π., έμφαση στο πρωτότυπο), υποστηρίζοντας ότι ο Στάλιν είχε αυτήν την άποψη επειδή θεωρούσε «αδιανόητο και αφάνταστο να έχει ο φασισμός δική του λαϊκή βάση». Ο Πουλαντζάς απορρίπτει τη λογική τέτοιων χονδροειδών ιδεολογικών ταυτίσεων (αστικής δημοκρατίας-φασισμού και σοσιαλδημοκρατίας-φασισμού). Υποστηρίζει ότι σοσιαλδημοκρατία και φασισμός «όχι μόνο δεν “αλληλοσυμπληρώνονται” αλλά κυριολεκτικά “αποκλείονται αμοιβαία”: δεν μπορούν να κατέχουν την ίδια θέση μέσα στην ίδια μορφή κράτους » (Πουλαντζάς 2006: 174, έμφαση στο πρωτότυπο). Συνεπώς, η κριτική του Ραλφ Μίλιμπαντ, 3 τουλάχιστον σε αυτό το ζήτημα, εμφανίζεται αβάσιμη, αναγκάζοντας τον Πουλαντζά, στην απάντησή του στην εν λόγω κριτική, να επαναλάβει τις προθέσεις του:
«Στο βιβλίο “Φασισμός και δικτατορία” εφάρμοσα και όρισα περισσότερο αυτήν την κατεύθυνση [της ανάλυσης των διαφορών αστικοδημοκρατικού και φασιστικού κράτους], προσπαθώντας να θεμελιώσω τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κεφαλαιοκρατικού κράτους στην εξαιρετική μορφή του, και μέσα σε αυτό το εξαιρετικό κεφαλαιοκρατικό κράτος, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του φασισμού σε σύγκριση με τον βοναπαρτισμό, τη στρατιωτική δικτατορία κλπ. Αυτό το έκανα χτυπώντας τις θεωρητικο-πολιτικές αρχές που είχαν οδηγήσει την Κομιντέρν σε αυτές τις ταυτίσεις» (Πουλαντζάς 1984β: 80).
Ο Πουλαντζάς (2006: 166) χαρακτηρίζει την πολιτική της Τρίτης Περιόδου «πολιτική de facto παραίτησης στον φασισμό » και απέναντι στην πολιτική του «λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου» του 7ου Συνεδρίου ασκεί την εξής κριτική: σε μια εποχή που η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είχε αυξήσει την επιρροή της στην εργατική τάξη από άποψη εκλογικής απήχησης και εγγεγραμμένων στο κόμμα, η Διεθνής έθετε στους κομμουνιστές το καθήκον να εργαστούν όχι γενικά με τα αγροτικά, μικροαστικά και εργατικά στρώματα, αλλά ειδικά με αυτά που πρόσκεινταν στη σοσιαλδημοκρατία. Επίσης, η Διεθνής έδινε «εθνικό» τόνο στην κομμουνιστική πολιτική, και περιόριζε όλο και περισσότερο την ταξική βάση που υποτίθεται πως εξέφραζε ο φασισμός. Ως αποτέλεσμα, «άνοιξε το δρόμο στις πιο πλατιές αντιφασιστικές συμμαχίες με τη φιλελεύθερη αστική τάξη» (όπ.π.: 187). Στο ζήτημα της ταξικής βάσης και συμφερόντων στέκεται ιδιαίτερα και εκεί εντοπίζει την εργαλειακή αντίληψη περί κράτους στη Διεθνή:
«η Διεθνής στενεύει όλο και περισσότερο το πεδίο των συμφερόντων των οποίων ο φασισμός είναι, τάχα, ο “αποκλειστικός” αντιπρόσωπος. Η περιστολή αυτή συντελείται προοδευτικά, αλλά κυρίως στο 7ο Συνέδριο […], όπως επίσης με τη χρήση εννοιών που αναφέρονται στις σχέσεις του φασισμού με τα ταξικά οικονομικά συμφέροντα: δικτατορία του κεφαλαίου […] (5ο Συνέδριο), δικτατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου (6ο Συνέδριο), δικτατορία “των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου” (…)· δικτατορία “διακοσίων οικογενειών”. Το στένεμα είναι σαφέστατο» (Πουλαντζάς 2006: 107-108).
Την εργαλειακή θεώρηση περί στενών ταξικών συμφερόντων που επικρίνει ο Πουλαντζάς, απορρίπτει και ο Πολάνυι. Χωρίς άμεση αναφορά στη Διεθνή αλλά στο ίδιο πνεύμα με τον Πουλαντζά, ο Πολάνυι απέρριπτε αυτά που χαρακτήριζε ως «αγοραίο μαρξισμό» πίσω από τη συγκρότηση μιας «χονδροειδούς ταξικής θεωρίας»:
«Ο ιμπεριαλισμός ερμηνεύθηκε ως καπιταλιστική πλεκτάνη για να εξωθηθούν οι κυβερνήσεις σε πολεμικές περιπέτειες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών. Οι πόλεμοι αποδίδονταν στον συνδυασμό αυτών των συμφερόντων με τα συμφέροντα των εταιρειών όπλων, που απέκτησαν ως εκ θαύματος την ικανότητα να παρασύρουν ολόκληρα έθνη σε καταστροφικές περιπέτειες, κόντρα στα ζωτικά τους συμφέροντα. Ουσιαστικά, φιλελεύθεροι και μαρξιστές εντόπιζαν τις ρίζες του προστατευτισμού σε επιμέρους συμφέροντα […] καθιστούσαν τη δίψα για κέρδος των μεγιστάνων της βιομηχανίας αποκλειστικά υπεύθυνη για την ανάπτυξη μονοπωλιακών επιχειρήσεων» (Πολάνυι 2001: 149).
Ενώ ο Πουλαντζάς (2006: 10) θεωρεί εύλογο θέμα διερεύνησης την πολιτική της Διεθνούς και ότι «δεν μπορούμε να μιλάμε για την εργατική τάξη στην περίοδο του μεσοπολέμου, χωρίς να ασχολούμαστε με την πολιτική της Διεθνούς », ο Πολάνυι δεν εξετάζει συστηματικά τη Διεθνή. Τούτο ενδεχομένως διότι, σε αντίθεση με τον Πουλαντζά, πίστευε ότι πηγή του φασισμού δεν ήταν «ο φανταστικός κίνδυνος της κομμουνιστικής επανάστασης, αλλά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η εργατική τάξη ήταν σε θέση να προχωρήσει εκβιαστικά σε καταστροφικές παρεμβάσεις » (Πολάνυι 2001: 187) και ότι δεν θα επικρατούσε ο κομμουνισμός «επειδή τα εργατικά συνδικάτα και οι διάφορες οργανώσεις επιδείκνυαν ανοιχτή εχθρότητα προς τους κομμουνιστές » (όπ.π.: 184). Πίστευε επίσης ότι οι επίσημες αναφορές του ρωσικού κομμουνιστικού κόμματος ήταν «υπερβολικά μη έγκυρες για να είναι χρήσιμες» και ότι «διαφέρουν πολύ ακόμα και μεταξύ τους» (Πολάνυι 1940). Έτσι, στη Διεθνή ο Πολάνυι κάνει μόνο διάσπαρτες αναφορές, χωρίς διεξοδική ανάλυση όπως ο Πουλαντζάς. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι «η Κομιντέρν αποδέχθηκε ως τετελεσμένο γεγονός την εδραίωση του καπιταλισμού» (Πολάνυι 2001: 232), όταν μετά το 1924, επανήλθε η καπιταλιστική ανάκαμψη και ανάπτυξη και εξοστρακίστηκε ο μπολσεβικισμός στην περιφέρεια. Αναφορά κάνει, επίσης, στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1920, όταν «ο Τρότσκυ έγραψε μία εκτενή αναφορά για την κατάσταση στην Ιταλία […], χωρίς ωστόσο να κάνει μνεία του φασισμού» (όπ.π.). Σε άλλο κείμενο γράφει ότι «η τροτσκική βιβλιογραφία παρουσιάζει με λάθος τρόπο το Πενταετές Πλάνο, όπως το ίδιο κάνει ο Στάλιν για την Οκτωβριανή Επανάσταση» (Πολάνυι 1940).
Επίσης, ο Πολάνυι είχε μια φιλοσταλινική στάση, την οποία, σύμφωνα με τον Dale (2016: 81) οι μελετητές του προτιμούν να παραβλέπουν ή να μην εξηγούν. Στη δεκαετία του 1920, ήταν αντίθετος με την ΕΣΣΔ υποστηρίζοντας τον δημοκρατικό, ηθικό και συντεχνιακό σοσιαλισμό και την «πολιτική δημοκρατία» συνδυαστικά με ένα μοντέλο αναπτυξιακής αγοράς. Αλλά αργότερα, παρά τις επιφυλάξεις του για το Πενταετές Πλάνο και τις συνέπειές του για τους εργάτες, ο Πολάνυι, κατά τον βιογράφο του, «υπερασπίζεται επίμονα το καθεστώς του Στάλιν » (Dale 2016: 81-82). Ήταν θετικός στην ιδέα του «σοσιαλισμού σε μία χώρα» που αντιλαμβανόταν ως «την προσπάθεια της Ρωσίας να γίνει βιομηχανική χώρα με τα δικά της μέσα, χωρίς ξένα δάνεια και χωρίς τη βοήθεια άλλων χωρών », θεωρώντας ότι «κανείς από τους επικριτές του Στάλιν δεν ήταν στ’ αλήθεια σοσιαλιστής » (Πολάνυι όπως αναφέρεται στο Dale 2016: 82). Ήταν υπέρ των λαϊκών μετώπων ως τρόπου αναχαίτισης του φασισμού, και επιθυμούσε την ΕΣΣΔ συντονίστρια των δημοκρατικών και αριστερών δυνάμεων (χριστιανοσοσιαλιστών, κομμουνιστών, σοσιαλδημοκρατών), πιστεύοντας ότι ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο «θα ένωνε τη Μόσχα με τις κατά Πολάνυι “δημοκρατικές Μεγάλες Δυνάμεις”, τη Βρετανία και άλλα φιλελεύθερα-καπιταλιστικά κράτη » (Dale/Desan 2019: 164).
Κατά τον Dale (2016: 81), όσο ο φασισμός κέρδιζε έδαφος, η «αντιπάθεια του Πολάνυι για την κοινωνία της αγοράς γινόταν πιο παθιασμένη και απέδιδε μεγαλύτερη σημασία στην ιδέα της κοινωνικής συνοχής, μια διαδικασία που μπορούσε να καθοδηγηθεί από την πολιτική (όπως στο New Deal ή στη Ρωσία του Στάλιν) ή από την οικονομία (όπως στον φασισμό) ». Η πολανυική θεώρηση ήταν η εξής: στο πρόβλημα της κοινωνίας της αγοράς οι σοσιαλδημοκράτες απαντούν με τον οικονομικό εκδημοκρατισμό, οι φασίστες με μόνιμη δικτατορία υπέρ του καπιταλισμού, και οι κομμουνιστές με μη μόνιμη δικτατορία υπέρ της αταξικής κοινωνίας – άρα η ίδια η δικτατορία δεν ήταν το πρόβλημα. Κατά τον Πολάνυι φασισμός και κομμουνισμός συμφωνούσαν στη διάγνωση της συγκυρίας ότι ο διαχωρισμός οικονομίας και πολιτικής αδυνατούσε να λειτουργήσει και έπρεπε «η κοινωνία να μετατραπεί σε ολότητα». Αλλά η λύση που πρότειναν διέφερε: στον φασισμό «το πεδίο της πολιτικής ισότητας και της ελευθερίας πρέπει να εκλείψει, αφού δεν έχει βάση την οποία ο φασισμός μπορεί να αναγνωρίσει », ενώ ο κομμουνισμός είναι «η συνέχιση του δημοκρατικού κράτους που μεγεθύνεται διαρκώς μέχρι να απορροφήσει πλήρως ολόκληρο το πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας » (Πολάνυι 2021: 145). Ομοιότητές τους ήταν η αντισυνταγματικότητα, η βία, η κριτική στη δημοκρατία και ο αυταρχισμός, και διαφορά τους ότι «ο φασισμός διατηρεί τον καπιταλισμό ως σύστημα ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής » ενώ ο κομμουνισμός «δεν θεωρεί τη δικτατορία σκοπό αλλά μέσο » (όπ.π.: 137-138). Αλλού τείνει να υποστηρίζει ότι, κατά τη σύγκρουση καπιταλισμού και δημοκρατίας και τον προσανατολισμό των κρατών προς τον έναν ή την άλλη, ο σοβιετικός αυταρχισμός δεν αποτελούσε παρά την προσαρμογή της Ρωσίας στην άνοδο του φασισμού.4
7. Ελλείψεις στις προσεγγίσεις των Πολάνυι και Πουλαντζά
Ο Πουλαντζάς δεν εξετάζει ούτε αναφέρεται στον ρόλο που είχε στην οικονομική κρίση, και κατ’ επέκταση στην άνοδο του φασισμού, ο κανόνας του χρυσού, ζήτημα πολύ κεντρικό για τον Πολάνυι σε όλο το έργο του. Ήδη στις πρώτες γραμμές του Μεγάλου Μετασχηματισμού, αναφέρει ότι ο διεθνής κανόνας του χρυσού ήταν ένας από τους τέσσερις θεσμούς του «πολιτισμού του 19ου αιώνα» μαζί με το σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων, την αυτορυθμιζόμενη αγορά και το φιλελεύθερο κράτος (Πολάνυι 2001: 9), και σε αυτόν εμμένει περισσότερο. Ο κανόνας του χρυσού είχε λειτουργήσει από τα μέσα 19ου αιώνα μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να εξυπηρετηθεί το διεθνές εμπόριο, που στην αρχική φάση του γνώριζε πρωτοφανή άνθηση και απαιτούσε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, τη συνεργασία μεταξύ κεντρικών τραπεζών και την κινητικότητα κεφαλαίου και εργασίας.
Ο Πολάνυι (2001: 30) χαρακτήριζε την πίστη στον κανόνα του χρυσού ως «θρησκεία της εποχής », αποδεκτή και από σοσιαλιστές. Αλλά όταν στη δεκαετία του 1870 άρχισε να κλονίζεται η διάχυτη πίστη στο ελεύθερο εμπόριο και την οικονομική αλληλεξάρτηση, ξεκίνησε μια περίοδος στην οποία, στην ανάγνωσή του, συνδυαζόταν αντιφατικά η πίστη στην καπιταλιστική διεθνοποίηση μέσω του κανόνα του χρυσού με τον οικονομικό προστατευτισμό και τον εθνικισμό (όπ.π.: 194). Δημιουργούνταν αλληλεξάρτηση και μια σχάση ανάμεσα στη διεθνή αγορά (ιδίως κεφαλαίου) και την εγχώρια οικονομία. Όταν η τελευταία επιδεινωνόταν, απαιτούνταν αποπληθωρισμός, ο οποίος προκαλούσε ανεργία και πτώση των μισθών, γεννώντας κοινωνική δυσφορία, χώρο για την πολιτική αμφισβήτηση του φιλελευθερισμού, και κοινωνικές δυνάμεις που υποστήριζαν τον οικονομικό απομονωτισμό και τον πολιτικό αυταρχισμό. «Οι συγκρούσεις των τάξεων έτειναν να εστιάσουν στο ζήτημα της σύνδεσης με τον κανόνα του χρυσού και με την ανάγκη για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς […], ζήτημα που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του αντιδημοκρατικού κινήματος », αναφέρει ο Πολάνυι (όπ.π.: 193) συμπλέκοντας κανόνα του χρυσού και φασισμό, μια σύνδεση παντελώς απούσα στο έργο του Πουλαντζά.
Οι κυβερνήσεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υιοθετούσαν και εγκατέλειπαν τον κανόνα του χρυσού, ανίκανες να ελέγξουν τις συνέπειες των αποφάσεών τους. Ο Πολάνυι θεωρούσε τον κανόνα του χρυσού και τους φιλελεύθερους υποστηρικτές του (από εγχώριες ελίτ μέχρι την Κοινωνία των Εθνών) υπαίτιο για τους τριγμούς της παγκόσμιας οικονομίας, και συνέδεε τις επενέργειές του με την αυξανόμενη απήχηση του φασισμού. Χαρακτηριστικές της σπουδαιότητας που αποδίδει στον κανόνα του χρυσού είναι οι ιδέες του ακόμα και μεταπολεμικά. Θεωρούσε το 1945 ότι ο οικονομικός σχεδιασμός και η περιφερειοποίηση (με ισχυρές ΕΣΣΔ και Αγγλία) θα απέτρεπαν την επανεμφάνιση των παλιών αδιεξόδων που απέρρεαν από τον κανόνα του χρυσού, και ήλπιζε ότι εργασία, νόμισμα και δανεισμός θα ελέγχονταν κρατικά. Αλλά η ρωγμή που έβλεπε ήταν η επιμονή των ΗΠΑ στην επανασύσταση του οικουμενικού καπιταλισμού: «Η Αμερική επιδιώκει όχι ένα άδειο όνομα, αλλά την ουσία του κανόνα του χρυσού […] μέσα από την αυτόματη κίνηση του εμπορίου » (Πολάνυι 2021: 289).
Έτσι, ο εκφασισμός της κοινωνίας – ζήτημα κεντρικής σημασίας στον Πουλαντζά – στον Πολάνυι συνδέεται με τις κοινωνικές συνέπειες του κανόνα του χρυσού και τις προσπάθειες των κρατών στον Μεσοπόλεμο ανασύστασής του. Ενώ ο Πουλαντζάς δεν εξετάζει τον ρόλο του κανόνα του χρυσού, ο Πολάνυι, απ’ την άλλη, δεν εξετάζει τις επιμέρους ταξικές δυναμικές και τους ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Στην ανάλυσή του δεν υπάρχουν ευνοημένες και μη τάξεις, καθοδηγητικά συμφέροντα και ταξικές διεκδικήσεις, αλλά η «κοινωνία» ή η «κοινωνία συνολικά», η οποία υπερέχει της μίας ή της άλλης τάξης. Τα ταξικά συμφέροντα κατά τον Πολάνυι (2001: 150),
«ερμηνεύουν μόνον εν μέρει τις μακροπρόθεσμες κοινωνικές διαδικασίες. Η τύχη των τάξεων καθορίζεται συχνότερα από τις ανάγκες της κοινωνίας, και όχι το αντίστροφο. Με δεδομένη μία συγκεκριμένη δομή της κοινωνίας, η ταξική θεωρία λειτουργεί αλλά τι συμβαίνει στην περίπτωση που η κοινωνία βρίσκεται σε μετεξέλιξη; Μια τάξη που έχει απολέσει τον ρόλο της στην κοινωνία, μπορεί να αποσυντεθεί και να αντικατασταθεί από μία νέα τάξη ή σύνολο τάξεων. […] Ούτε […] οι συμμαχίες και οι ανταγωνισμοί μπορούν να κατανοηθούν έξω από την πραγματικότητα της κοινωνίας ως όλου».
Η θέση αυτή του Πολάνυι και γενικότερα η υποτίμηση των ταξικών συγκρούσεων στη διαδικασία της ιστορικής συγκρότησης αλλά και κατάρρευσης της φιλελεύθερης οικονομίας (Halperin 2019: 69) έχει ως συνέπεια την απουσία ταξικής ανάλυσης και έναν ασαφή και μη αυστηρό ορισμό της «κοινωνίας» ως «όλου» (Fraser 2017). Βάση της κρίσης είναι οι θεσμοί, και σε δεύτερο επίπεδο γεννώνται οι ταξικές συγκρούσεις. Η κρίση του φιλελευθερισμού στον Μεσοπόλεμο προκλήθηκε σύμφωνα με τον Πολάνυι (2001: 212) «από άψυχους θεσμούς », και μόνο κατόπιν, «στην τελική φάση της πτώσης της οικονομίας της αγοράς, εισέβαλε αποφασιστικά η πάλη των τάξεων ».
Η εξασθένιση σε σχέση με τις δεκαετίες 1960 και 1970 της ταξικής ανάλυσης στις κοινωνικές επιστήμες ίσως να είναι ένας από τους λόγους που ο Πολάνυι διαβάζεται ευρέως κατά τις τελευταίες δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, καθώς παρέχει μια κριτική του φιλελευθερισμού και του φασισμού χωρίς τάξεις. Ο Πολάνυι τάσσεται υπέρ της θεσμικής και όχι της ταξικής ανάλυσης όπως κάνει ο Πουλαντζάς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τάξεις για τον Πολάνυι και θεσμοί για τον Πουλαντζά. Ενώ η προσέγγιση του Πολάνυι είναι συγκρουσιακή, οι συγκρούσεις δεν είναι πρωτίστως ταξικές, αλλά μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας καθώς και μεταξύ θεσμών της εθνικής κοινωνίας (π.χ. κοινοβουλευτισμός) και της παγκόσμιας οικονομίας (π.χ. κανόνας του χρυσού). Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη διαφορά με τον Πουλαντζά, ο οποίος απορρίπτει ξεκάθαρα τον θεσμισμό και αντιλαμβάνεται την κρίση ως αποτέλεσμα ταξικών ανταγωνισμών, συσχετισμών και αντιφάσεων:
«η κρίση θεσμών ενώ έχει τις δικές της επιπτώσεις πάνω στην πάλη των τάξεων, δεν είναι παρά το αποτέλεσμά της. Δεν προσδιορίζουν οι θεσμοί τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, αλλά αντίθετα, η ταξική πάλη διέπει τις τροποποιήσεις των κρατικών μηχανισμών. Το σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί, γιατί υπάρχουν οι θεσμοκρατικές-λειτουργιοκρατικές απόψεις για την “κοινωνική κρίση”, σύμφωνα με τις οποίες η τελευταία ανάγεται σε μια κρίση των θεσμών» (Πουλαντζάς 2006: 70-71).
Απ’ την άλλη, η γραμμή του Πουλαντζά δεν είναι χωρίς προβλήματα. Η Caplan (1977: 93) συμφωνεί με την έμφαση που ο Πουλαντζά δίνει στην ταξική ανάλυση αντί του θεσμισμού, αλλά του ασκεί την κριτική ότι παραβλέπει ότι «η ταξική σύγκρουση στο ναζιστικό κράτος αποκαλύφθηκε στις σχέσεις εντός και μεταξύ κρατικών θεσμών στον πληθυντικό ». Κριτική της Caplan (όπ.π.: 85) είναι επίσης ότι οι πολλές εννοιολογικές διαφοροποιήσεις και ορισμοί του Πουλαντζά καταλήγουν σε εξαντλητική λεπτολογία που εν τέλει γεννά ασάφειες. Κάνει λόγο για την «απροσεξία» με την οποία «ο Πουλαντζάς αντιμετωπίζει τα ιστορικά δεδομένα» και για το «παράδοξο» ότι «στον Πουλαντζά, η ακραία θεωρητική ακρίβεια συνδυάζεται με ωμή εμπειρική ανακρίβεια» (όπ.π.: 84).
Το τελευταίο κριτικό σχόλιο το στηρίζει στην παραδοχή του Πουλαντζά (2006: 11) ότι «τα ιστορικά “περιστατικά” και οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες μνημονεύονται στον βαθμό μόνον που φωτίζουν κατάλληλα το κύριο αντικείμενο της έρευνας». Κατά την Caplan (1977: 87-90), μεταξύ ιστορίας και θεωρίας στον Πουλαντζά υπερέχει η δεύτερη, γεγονός που τον οδηγεί σε ιστορικές ανακρίβειες, ακόμα και αν ένα κρίσιμο ιστορικό υλικό δεν είχε προλάβει να δημοσιευθεί όταν ο Πουλαντζάς έγραφε το Φασισμός και Δικτατορία . Παρόμοια κριτική ασκεί και ο Rabinbach (1976: 157): το Φασισμός και Δικτατορία αποτελεί έναν «κακό συμβιβασμό» μεταξύ της στρουκτουραλιστικής μεθόδου του Πουλαντζά και της ιστορίας, με το ιστορικό και το θεωρητικό υλικό να μην συγχωνεύονται επαρκώς, και τη «μυστική τελεολογία του να οδηγεί σε μια μακράν πιο απολυτοποιημένη και ντετερμινιστική ιστορία απ’ τον ιστορικισμό που ο Πουλαντζάς ζητά να αποφύγει» (όπ.π.: 159).
Τέλος, αξιοσημείωτες είναι και κάποιες μάλλον βιαστικές ή άστοχες διαπιστώσεις των Πουλαντζά και Πολάνυι. Ο Πουλαντζάς (1984: 164, έμφαση στο πρωτότυπο) διατυπώνει την άποψη χωρίς να την τεκμηριώνει ότι ο φασισμός συνάντησε «μια πιο έντονη λαϊκή απήχηση στον γυναικείο πληθυσμό », εξαιτίας «των κυρίαρχων θεσμικών μορφών του μηχανισμού της οικογένειας και του μηχανισμού του σχολείου και των ιδεολογικών υποσυστημάτων που επικρατούσαν σε αυτούς τους μηχανισμούς την εποχή εκείνη στη Γερμανία και στην Ιταλία». Ο Πολάνυι (2021: 140), απ’ την άλλη, υποστήριζε σε κάποιες σημειώσεις του ότι ο «φασισμός δεν έχει σχέση με τον αντισημιτισμό » και ότι «ο αντισημιτισμός είναι απλώς ένα δημοφιλές σλόγκαν που στην πραγματικότητα δεν επηρεάζει τίποτα ». Φαίνεται, επίσης, να αναπαράγει άκριτα τα κυρίαρχα στην εποχή του στερεότυπα για τους Εβραίους: «Οι πλούσιοι Εβραίοι συνεχίζουν ανενόχλητοι τις δουλειές τους. Ο κόσμος της εργασίας βασανίζεται πολύ χειρότερα από τους Εβραίους » (όπ.π.).
8. Τελικές Παρατηρήσεις
Το Φασισμός και Δικτατορία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μαρξιστικά εγχειρήματα συγκρότησης μιας θεωρίας του φασισμού, με άξονα τους ειδικούς ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων που οδήγησαν στην άνοδο του φασισμού. Από το Φασιστικός ιός αναδύεται μια διακριτή κριτική θεωρία για τη σχέση φασισμού-φιλελευθερισμού, που ανάγει τον πρώτο στον δεύτερο. Και οι δύο θεωρήσεις παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όσους αναζητούν μαθήματα για τις σημερινές συγκυρίες, και ερευνούν την ιστορία, τη δυναμική, και τη μετεξέλιξη των σοσιαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών, κομμουνιστικών, και φασιστικών κομμάτων και κινημάτων, τις βαθιές πολιτικο-ιδεολογικές συγκρούσεις του 20ού αιώνα και το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο της φασιστικής εξουσίας. Ο Πολάνυι (2001: 228) θεωρούσε τον φασισμό ως «μόνιμη πολιτική δυνατότητα» και ο Πουλαντζάς (2006: 400) δεν απέρριπτε την επανεμφάνιση με άλλους όρους ούτε του φασισμού ούτε του εκφασισμού. Ποια μπορεί να είναι η επικαιρότητα των θεωρήσεων τους για τον φασισμό;
Η προσέγγιση του Πουλαντζά για τον φασισμό ως «καθεστώς έκτακτης ανάγκης του καπιταλιστικού κράτους» παραμένει επίκαιρη. Το ότι σήμερα η «έκτακτη ανάγκη» κηρύσσεται με μεγάλη ταχύτητα ανά πάσα στιγμή και αποτελεί όρο ευρέως διαδεδομένο που χρησιμοποιείται τόσο από πολιτικούς για να επιβάλλουν αποφάσεις όσο και από θεωρητικούς σε διαφορετικά πλαίσια ως αναλυτικό εργαλείο, δεν κάνει την προσέγγιση του Πουλαντζά λιγότερο οξεία, ακόμα και αν δύσκολα διακρίνεται πλέον η «κανονικότητα» από την «έκτακτη ανάγκη». Μόνο στον 21ο αιώνα έχει κηρυχθεί «κράτος έκτακτης ανάγκης» σε παγκόσμιο επίπεδο τουλάχιστον τέσσερις φορές: μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001 και την έναρξη του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», με την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ το 2008 και περαιτέρω στην Ευρωζώνη (και στην Ελλάδα) το 2010, με το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης το 2015, και με την πανδημία COVID-19 το 2020. Σε κάθε «έκτακτη ανάγκη» πλήττονται κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, και διατάγματα υποσκάπτουν δημοκρατικά εκφρασμένες βουλήσεις και εμπεδωμένες δημοκρατικές διαδικασίες. Επιπλέον, εν όψει του πολέμου στην Ουκρανία, οι όροι «έκτακτη ανάγκη» και «φασισμός» εργαλειοποιούνται και πάλι κατά το δοκούν, με τη ρωσική πλευρά να δηλώνει ότι εισβάλλει στην Ουκρανία για να την «αποναζιστικοποιήσει», αξιωματούχους της Δύσης να μιλούν για «φασισμό» του Βλ. Πούτιν, και τον Βολ. Ζελένσκι να δηλώνει ότι η χώρα του έχει τον ρόλο που άλλοτε είχαν οι Εβραίοι. Η συσχέτιση από τον Πουλαντζά της έκτακτης ανάγκης και των λειτουργιών, ορίων και σχετικής αυτονομίας του καπιταλιστικού κράτους παραμένει σημαντικό σημείο αφετηρίας για τη μελέτη των διαφορετικών κρίσεων του σήμερα.
Η θεώρηση του Πολάνυι για τον φασισμό ως προϊόν της «ασυμβατότητας δημοκρατίας και καπιταλισμού» είναι εξίσου επίκαιρη, ακόμα και αν, ως θέση, τείνει να υποβαθμίζει τη συνύπαρξη των δύο και τις λειτουργίες προώθησης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής από το αστικό κράτος, ιδίως στις περιόδους εκείνες που τα δύο συστήματα εξυπηρέτησαν παραγωγικά το ένα το άλλο, π.χ. στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως την κρίση της δεκαετίας του 1970, στο πλαίσιο του «ταξικού συμβιβασμού» και της κοινωνικής αναπαραγωγής στη βάση του οργανωμένου κράτους πρόνοιας. Με τα λόγια του Πουλαντζά (1990: 31), το δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό κράτος παραμένει καπιταλιστικό σε όλες τις περιόδους, και οικρατικοί μηχανισμοί «έχουν σαν κύριο ρόλο να διαφυλάττουν την ενότητα και τη συνοχή ενός κοινωνικού σχηματισμού συγκεντρώνοντας και καθιερώνοντας την ταξική κυριαρχία, και να αναπαράγουν έτσι τις κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή τις ταξικές σχέσεις ». Ακόμα και αν ο Πολάνυι δεν θέτει τα ζητήματα με όρους ταξικής κυριαρχίας, η θέση του περί της δομικής έντασης δημοκρατίας-καπιταλισμού αποτελεί γόνιμη αφετηρία μελέτης των σημερινών κρίσεων. Χαρακτηριστική ήταν η «επίλυση» της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη σε βάρος της δημοκρατίας και υπέρ του καπιταλισμού. Για τη διάσωση του καπιταλισμού, χτυπήθηκαν οι εργατικές τάξεις, το – ήδη συρρικνωμένο μετά από δεκαετίες νεοφιλελευθεροποίησης και ιδιωτικοποίησης – κράτος πρόνοιας και τα κοινωνικά δικαιώματα, και αυξήθηκε η επιρροή ακροδεξιών και νεοφασιστικών δυνάμεων. Στις ΗΠΑ, ο Ντ. Τραμπ κέρδισε την εξουσία και αυξήθηκε η κοινωνική επιρροή της Altright, με οπαδούς της που κραύγαζαν «HeilTrump», να αποκηρύσσουν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Στην Ευρώπη ακροδεξιά κόμματα κέρδισαν κοινοβουλευτική θέση όπως το Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland), το Κόμμα της Ελευθερίας της Αυστρίας (Freiheitliche Partei Österreichs), η νεοφασιστική Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα κ.ά.
Ωστόσο, η άνοδος αυτών των δυνάμεων δεν σημαίνει ότι είχαν πράγματι «λαϊκό» έρεισμα, παρότι το επικαλέστηκαν. Η θέση του Πολάνυι (2001: 131) περί της – σύμφυτης με την ίδια τη γέννηση της οικονομίας της αγοράς – «διπλής κίνησης», δηλαδή αφενός της φιλελευθεροποίησης και αφετέρου της κοινωνικής αντίστασης σε αυτήν (κινήματα, κοινωνική προστασία), έχει, όπως επισημαίνει ο Lim (2021), ερμηνευθεί από πολανυικούς συγγραφείς ως εξής: όπως ο φασισμός του Μεσοπολέμου απαντούσε στην κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού, έτσι και η σημερινή ακροδεξιά αποτελεί απάντηση στις αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος στρέφει φτωχoύς, επισφαλώς εργαζόμενους και άνεργους στην Ακροδεξιά. Ο Lim (2021: 13) δικαίως παρατηρεί ότι αυτή η αφήγηση ότι τα θύματα του νεοφιλελευθερισμού αντιστέκονται μέσω της Ακροδεξιάς, παραβλέπει ότι αυτή δεν αντιμάχεται τις καπιταλιστικές ελίτ, αλλά επιδιώκει τη στήριξή τους – κάτι που συνάδει με τις αναλύσεις του Πολάνυι για τις σχέσεις ελίτ-φασισμού.
Ομοίως συνάδει με την ανάλυση του Πολάνυι, η ιδέα ότι οι διάφορες φάσεις της φιλελευθεροποίησης συνδυάζονται όχι με ένα «αδύναμο κράτος», αλλά με ένα κράτος ισχνό στις προνοιακές μέριμνες και ισχυρό στον κρατικό αυταρχισμό και καταναγκασμό. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Πουλαντζάς (χ.χ.: 50) είχε ήδη διαβλέψει τη νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και ήταν εξίσου κριτικός με τον Πολάνυι απέναντι στη φιλελεύθερη ιδεολογία του «ελάχιστου κράτους». Σε μια εποχή που η συζήτηση περί νεοφιλελευθερισμού δεν ήταν διαδεδομένη, ο Πουλαντζάς έβλεπε έναν αναδυόμενο «νεοφιλελευθερισμό» που εκδηλωνόταν«σ’ έναν αντικρατικό λόγο με το πρόσχημα της απελευθέρωσης του ατόμου από τα κρατικά εμπόδια » και επέφερε την περιστολή «των “κοινωνικών λειτουργιών” του κράτους πρόνοιας (κρίση κεϋνσιανού κράτους), το οποίο υπήρξε μια σημαντική νίκη των λαϊκών μαζών » (Poulantzas [1979] 2017). Με αναφορά στην έκθεση «Η Κρίση της Δημοκρατίας: Έκθεση για την Κυβερνησιμότητα των Δημοκρατιών» των Crozier, Huntington και Watanuki (1975), η οποία διαπίστωνε μια αυξανόμενη «ακυβερνησία» των δυτικών δημοκρατιών και «υπερφόρτωση των συστημάτων λήψης αποφάσεων», ο Πουλαντζάς (όπ.π.) διέβλεπε βάσιμα, την ανασυγκρότηση του δεξιού μετώπου, και έναν νέο «αυταρχισμό» δηλαδή έναν «νέο Λόγο νόμου και τάξης, ασφάλειας των πολιτών, [και] αναγκαίων περιορισμών της κατάχρησης των δημοκρατικών ελευθεριών».
Με όρους Πολάνυι, ο Πουλαντζάς αναγνώριζε στο κύμα της νεοφιλελευθεροποίησης και επίθεσης στα κοινωνικά και προνοιακά δικαιώματα της δεκαετίας του 1970 έναν «φασιστικό ιό», τον ίδιο που μεταλλασσόμενος, μπορεί να ανιχνευθεί σε όλα τα σημερινά εγχειρήματα επίλυσης μιας οικονομικής ή πολιτικής κρίσης σε βάρος της δημοκρατίας και των εργατικών τάξεων. Ο κατά Πουλαντζά (2006: 348), «σχετικός διαχωρισμός οικονομικού και πολιτικού τομέα» ως «διακριτικό γνώρισμα του καπιταλιστικού κράτους», ή με άλλα λόγια, ο κατά Πολάνυι (2001: 192) «θεσμικός διαχωρισμός της πολιτικής από την οικονομική σφαίρα» που «δεν υπήρξε ποτέ πλήρης» εξακολουθεί στις μέρες μας να γεννά παρεμβάσεις του κράτους που θίγουν κοινωνικά συμφέροντα και εγείρουν κοινωνικές αντιστάσεις, με τον ορατό κίνδυνο, αυτές να καταστέλλονται σε βάρος της πολιτικής συμμετοχής, των αξιώσεων κοινωνικού εξισωτισμού και της οικονομικής δημοκρατικοποίησης, ζητούμενα που παραδοσιακά αντιμάχεται ο φασισμός.
Βιβλιογραφία
Burawoy, Michael, Marxism after Polanyi, in Williams, M., Satgar, V. (eds), Marxisms in the 21 st Century, Wits University Press, Johannesburg, 2013.
Caplan, Jane, Theories of Fascism: Nicos Poulantzas as Historian, History Workshop, Spring, No. 3, 1977.
Crozier, Michael J., Huntington, Samuel P., Watanuki, Joji, The Crisis of Democracy. Report on the Governability of Democracies to the Trilateral Commission, New York University Press, New York 1975.
Dale, Gareth, Reconstructing Karl Polanyi: Excavation and Critique , Pluto Press, London, 2016.
Dale, Gareth, Desan, Mathieu, Fascism in Polanyi’s thought, in Dale, G., Holmes, C., Markantonatou, M. (eds.), Karl Polanyi’s Political and Economic Thought: A Critical Guide, Agenda Publishing, London, 2019.
Fraser, Nancy, Why Two Karls are Better than One: Integrating Polanyi and Marx in a Critical Theory of the Current Crisis, Working Paper, DFG-Kolleg Post-Growth Societies, Nr. 1, 2017.
Frerichs, Sabine, From Credit to Crisis: Max Weber, Karl Polanyi, and the Other Side of the Coin, Journal of Law and Society, Vol.40:1, March2013.
Gallas, Alexander, Revisiting Conjunctural Marxism: Althusser and Poulantzas on the State, Rethinking Marxism, 29:2, 2017.
Guizzo, Danielle, Iara Vigo, Polanyi and Foucault on the Issue of Market in Classical Political Economy: Complementary Approaches to the Radical Theory of Social Control, Review of Radical Political Economics, vol. 49: 1, 2017.
Halperin, Sandra, Class in Polanyi’s thought, in Dale, G., Holmes, C., Markantonatou, M. (eds.), Karl Polanyi’s Political and Economic Thought: A Critical Guide, Agenda Publishing, London, 2019.Jessop, Bob, Poulantzas and Foucault on power and strategy, Actuel Marx 36: 2, 2004.
Jessop, Bob, Dialogue of the Deaf: Some Reflections on the Poulantzas-Miliband Debate in Wetherly, Ρ., Barrow, C.W., Burnham, P. (eds.), Class, Power and the State in Capitalist Society: Essays on Ralph Miliband, Palgrave, Basingstoke, 2008.
Lim, Sang Hun, Look up rather than down: Karl Polanyi’s fascism and radical right-wing “populism”, Current Sociology, May 2021.
Lukacs, Georg, The Destruction of Reason, Verso Books, London, New York, 2021.
Mandel, Ernest, Historical materialism and the capitalist state, 1980, Marxist Internet Archive, www.marxists.org/archive/mandel/1980/xx/hismatstate.htm.
Μαρκαντωνάτου, Μαρία, Η οικονομική παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών στην μεσοπολεμική Αυστρία: λιτότητα, κρίση και φασισμός, Θέσεις, τ. 145, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018.
Markantonatou, Maria, Dale, Gareth, The State in Polanyi’s thought, in Dale, Gareth, Holmes, Christopher, Markantonatou, Maria (eds), Karl Polanyi’s Political and Economic Thought: A Critical Guide, Agenda Publishing, London, 2019.
Μηλιός, Γιάννης, Από τη «συντριβή της κρατικής μηχανής» στην «κρίση και μετεξέλιξη του κράτους», Θέσεις, τ. 30, Ιανουάριος - Μάρτιος 1990.
Μίλιμπαντ, Ραλφ, Ο Πουλαντζάς και το κεφαλαιοκρατικό κράτος, στο Πουλαντζάς, Ν., Μίλιμπαντ, Ρ., Φάυ, Ζ. Π., Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Θεμέλιο, Αθήνα, 1984.
Millett, Kris, On the meaning and contemporary significance of fascism in the writings of Karl Polanyi, Theory and Society, 50, 2021.
Nagy, Endre J., After brotherhood’s golden age: Κarl and Michael Polanyi, inMcRobbie, K. (ed), Humanity, Society and Commitment: On Karl Polanyi , Black Rose Books, Montreal, 1994.
Polanyi, Karl, The Fascist Transformation: Synopsis of a Book, Karl Polanyi Institute of Political Economy, αρχείο 20-8, 1934-1935.
Polanyi, Karl, Notes on readings and lecture notes, Karl Polanyi Institute of Political Economy, αρχείο 09-2, 1934-1946.
Polanyi, Karl, Coercion and defence, Karl Polanyi Institute of Political Economy, αρχείο 20-16, 1939.
Polanyi, Karl, Five Lectures on The Present Age of Transformation, Karl Polanyi Institute of Political Economy, αρχείο 31-10, 1940.
Πολάνυι, Καρλ, Μεγάλος μετασχηματισμός, μτφ.: Κ. Γαγανάκης, Νησίδες, Αθήνα, 2001.
Πολάνυι, Καρλ, Ο Φασιστικός ιός: Κείμενα της περιόδου 1923-1960, μτφ: Μ. Μαρκαντωνάτου, Τόπος, Αθήνα, 2021.
Πουλαντζάς, Νίκος Α. (επιμ.), Η κρίση του κράτους, Παπαζήσης, Αθήνα, χ.χ.
Πουλαντζάς, Νίκος, Σχετικά με τη λαϊκή απήχηση του φασισμού, στο Πουλαντζάς, Ν., Μίλιμπαντ, Ρ., Φάυ, Ζ. Π., Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Θεμέλιο, Αθήνα, 1984.
Πουλαντζάς, Νίκος, Το πρόβλημα του κεφαλαιοκρατικού κράτους, στο Πουλαντζάς, Ν., Μίλιμπαντ, Ρ., Φάυ, Ζ. Π., Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Θεμέλιο, Αθήνα, 1984[α].
Πουλαντζάς, Νίκος, Το κεφαλαιοκρατικό κράτος: Μια απάντηση στον Μίλιμπαντ, στο Πουλαντζάς, Ν., Μίλιμπαντ, Ρ., Φάυ, Ζ. Π., Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Θεμέλιο, Αθήνα, 1984[β].
Πουλαντζάς Νίκος, Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο, Αθήνα, 1990.
Πουλαντζάς, Νίκος, Φασισμός και δικτατορία: η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό, Θεμέλιο, Αθήνα, 2006.
Poulantzas, Nicos, The State, Social Movements, Party: Interview with N. Poulantzas, [1979]. Αναδημοσίευση στο Dialectiques, 18.12.2017. https://viewpointmag.com/2017/12/18/state-social-movements-party-interview-nicos-poulantzas-1979/.
Rabinbach, Anson G., Poulantzas and the Problem of Fascism, New German Critique, Spring, 1976, No. 8.
Ραμαντάνης, Πάνος, Ναζισμός: μορφή κράτους εκτάκτου ανάγκης ή/και ναζιστική βιοεξουσία;, Θέσεις, τ. 152, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2020.
Roth, Guenther, The Near-Death of Liberal Capitalism: Perceptions from the Weber to the Polanyi Brothers, Politics and Society, 31, 2003.
1 Ο Πουλαντζάς απορρίπτει κατηγορηματικά την άποψη της Διεθνούς ότι ο φασισμός αποτελεί απόπειρα «σωτηρίας» του «καταρρέοντος» ή «οικονομικά τελματωμένου» καπιταλισμού. Γράφει: «Η θέση για το σταμάτημα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, έτσι όπως την συνέλαβαν και τη διαμόρφωσαν στη Γ΄ Διεθνή, [...] θα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του οικονομιστικού καταστροφισμού» (Πουλαντζάς 2006: 44). Και συμπεραίνει: «όταν ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός ήρθαν στην εξουσία, οι οικονομικές κρίσεις, είτε είχαν ήδη κατασιγάσει, είτε βρίσκονταν ήδη σε πορεία ύφεσης [...]. Τη συγκυρία της πάλης των τάξεων που οδήγησε στην εγκαθίδρυση αυτών των καθεστώτων δεν τηνκαθόρισε μια οποιαδήποτε “οικονομική κρίση”» (όπ.π.: 59).
2 Βλ. «Gesetz über Treuhänder der Arbeit: Ausschaltung der Gewerkschaften», 19.05.1933. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά:http://www.verfassungen.de/de33-45/treuhaender33.htm
3 «Αλλά ας διατυπώσουμε το ερώτημα με τους όρους του Πουλαντζά. Και η δημοκρατία της Βαϊμάρης και το ναζιστικό καθεστώς ήταν κεφαλαιοκρατικά ταξικά κράτη. Είναι όμως αλήθεια ότι “η κοινοβουλευτική νομιμότητα” δεν ήταν καθόλου “πιο κοντά στο λαό” από τη “νομιμότητα που αντιστοιχεί στην επικράτηση του εκτελεστικού”; […] 50 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν ως συνέπεια […] του γεγονότος ότι ο γερμανικός μαρξισμός της Τρίτης Διεθνούς, σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή, δεν είδε καμία πραγματική διαφορά ανάμεσα στις δύο μορφές κράτους. Ο Πουλαντζάς επίσης γράφει, στο ίδιο πνεύμα, ότι “η λαϊκή κυριαρχία της πολιτικής δημοκρατίας μπορεί να βρει την έκφρασή της είτε στον κλασικό κοινοβουλευτισμό είτε σε μία ‘ημι-δικτατορία’ βοναπαρτικού τύπου”. […] Αυτή η άποψη συσκοτίζει τα πράγματα» (Μίλιμπαντ 1984: 57, έμφαση στο πρωτότυπο).
4 «Η τραγωδία της Ρωσίας […] ήταν ότι, παρά τις σοσιαλιστικές μορφές ενσωμάτωσης της δημοκρατικής τάσης, υπέκυψε μακροπρόθεσμα στην τάση του ολοκληρωτισμού. Αυτό οφειλόταν πρωτίστως στη συντριπτική δύναμη του φασισμού υπό την εξωτερική πίεση του οποίου η Ρωσία […] μετατράπηκε από μια δυνητική δημοκρατία σε ένα δεσποτικό ολοκληρωτικό κράτος» (Polanyi 1940).