Γνωσιοθεωρητικές διαστάσεις στη σκέψη του Μαρξ

κατά την εξέταση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου


του Γιάννη Νίνου


1. Εισαγωγή


Στο παρόν άρθρο εξετάζουμε τα βασικά γνωσιοθεωρητικά ζητήματα που συνδέονται με την εξέταση του πρώτου μέρους της μαρξικής εξέτασης της διαδικασίας της κυκλοφορίας στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου . Θα εστιάσουμε στους τύπους κύκλησης ( Kreislauf) του κεφαλαίου εστιάζοντας στο ευρέως γνωστό πρόβλημα της σχέσης λογικού και ιστορικού. Το επίκεντρο του εν λόγω θεωρητικού προβλήματος συνίσταται σε γενική μορφή στο εάν ο τρόπος που ο Μαρξ αναπτύσσει την εξέταση στο Κεφάλαιο αντιστοιχεί στην πραγματική ιστορία της κεφαλαιοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, η λογική πτυχή αφορά στη σχέση των πλευρών του ώριμου αυτοαναπτυσσόμενου αντικειμένου όπως αυτές υφίστανται συγχρονικά. Η ιστορική πτυχή αφορά στη διαχρονία, δηλαδή στην πορεία εμφάνισης και ανάπτυξης αυτών των πλευρών στην ιστορία. Το πρόβλημα επομένως του λογικού και του ιστορικού, στη γενική του μορφή, συνίσταται στο ερώτημα περί της σχέσης της διάρθρωσης των συγχρονικών πλευρών του ώριμου αντικειμένου με την εμφάνιση και ανάπτυξη αυτών των πλευρών στην ιστορία. Εδώ διακρίνουμε τη βασική πτυχή της σχέσης λογικού και ιστορικού. Εντούτοις, η εν λόγω σχέση έχει και αρκετές άλλες μορφές, όπως η συσχέτιση της ιστορίας της θεωρίας και της επιστήμης του αντικειμένου με τη θεωρία και την επιστήμη του ώριμου αντικειμένου, ή η συσχέτιση μεταξύ διαδικασίας της έρευνας και τελικής έκθεσης των αποτελεσμάτων της έρευνας, κ.ά. (βλ. Νίνος, 2021:18-19). Θα πρέπει επιπρόσθετα να σημειώσουμε ότι η παρούσα προβληματική, παρότι αναδεικνύεται ως κεντρικό γνωσιοθεωρητικό ζήτημα στον Μαρξ, μπορεί να εντοπιστεί σε μια λιγότερο αναπτυγμένη μορφή σε ολόκληρη της ιστορία της φιλοσοφίας. Ήδη ο Αριστοτέλης πραγματεύεται τη διάκριση μεταξύ φυσικής και χρονικής τάξης (βλ. Μετά τα φυσικά , Βιβλίο ς΄, 1028α-1028β) ενώ στη νεότερη φιλοσοφία ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι «η τάξη και η σύνδεση των ιδεών είναι ίδια με την τάξη και τη σύνδεση των πραγμάτων» (Σπινόζα, 2009: 153).

Οι διενέξεις ως προς το αναφερθέν γνωσιοθεωρητικό ζήτημα είναι ουκ ολίγες και χαρακτηρίζονται από διαφορετικά επίπεδα κατανόησης του προβλήματος. Στις προσεγγίσεις των διανοητών που εντάσσονται στο γενικότερο ρεύμα της «Συστηματικής διαλεκτικής», 1 η μέθοδος του Μαρξ στο Κεφάλαιο κατανοείται αποκλειστικά ως τρόπος εννοιολογικής ανασύστασης της ολότητας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Υπό αυτή την έννοια, η οποιαδήποτε προσπάθεια αντιστοίχησης της λογικής σύνδεσης των οικονομικών κατηγοριών με πραγματικά ιστορικά στάδια της κεφαλαιοκρατίας θεωρείται άγονη και αποπροσανατολιστική από τον πυρήνα της σκέψης του Μαρξ (Arthur, 1998a: 9-33· Murray, 2003: 152-156· Reuten, 1993: 91· Sekine, 2020: 52-62· Smith, 1993a: 36).2Άλλες προσεγγίσεις, όπως των Meek και Sweezy, επιχειρηματολογούν υπέρ μιας στενής παραλληλίας μεταξύ της λογικής παρουσίασης και της ιστορίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (Meek, 1973: 304-311), ενώ συγχρόνως υποστηρίζεται ότι η εξέταση του Μαρξ αρχίζει από την (προκεφαλαιοκρατική) απλή εμπορευματική παραγωγή (Sweezy, 1970: 23). Επιπλέον, στις προσεγγίσεις που συνδέονται με το ρεύμα του δημιουργικού σοβιετικού μαρξισμού (Dafermos, 2021: 1-17) αναγνωρίζεται η αλληλοδιαπλοκή της λογικής με την ιστορική πτυχή, ενώ ταυτόχρονα δεν ανάγεται η μία στην άλλη (βλ. Βαζιούλιν, 2019: 145-163· Ιλιένκοφ, 2017: 281-308).3

Οι αναφορές των κλασικών του μαρξισμού στο παραπάνω ζήτημα εντοπίζονται κυρίως στα Χειρόγραφα του 1857-1858 , συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Η μέθοδος της Πολιτικής Οικονομίας», και στη βιβλιοκρισία του Ένγκελς για τοβιβλίο του Μαρξ Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του 1859. Σε αυτά τα κείμενα μπορούμε να βρούμε επιχειρήματα τόσο περί της σύμπτωσης της λογικής με την ιστορική σειρά όσο και περί της διαφοράς τους. Ο Ένγκελς, εστιάζοντας στην πτυχή της ταυτότητας λογικού και ιστορικού τρόπου εξέτασης, τονίζει ότι ο λογικός τρόπος

«δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ιστορικός τρόπος απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή και από τις ενοχλητικές συμπτώσεις. Με ό, τι αρχίζει αυτή η ιστορία, μ’ αυτό πρέπει ν’ αρχίσει και η πορεία της σκέψης και η παραπέρα συνέχισή της δε θα είναι τίποτε άλλο, από το καθρέφτισμα της ιστορικής πορείας σε αφηρημένη και θεωρητικά συνεπή μορφή. Ένα διορθωμένο καθρέφτισμα, διορθωμένο όμως σύμφωνα με τους νόμους που μας προσφέρει η ίδια η πραγματική ιστορική πορεία, όπου το καθετί μπορεί να εξεταστεί στο σημείο ανάπτυξης της πλήρους ωριμότητάς του, της κλασικής του μορφής» (Ένγκελς σε Μαρξ, 2010: 371).


Αντίστοιχης προσέγγισης πάνω στο ζήτημα είναι η ακόλουθη διατύπωση του Μαρξ: «το χρήμα μπορεί να υπάρξει, και ιστορικά έχει υπάρξει, πριν από το κεφάλαιο, τις τράπεζες, τη μισθωτή εργασία κλπ. […] Σ’ αυτό το μέτρο η πορεία της αφηρημένης σκέψης, που υψώνεται από το απλούστατο στο σύνθετο, θα ανταποκρινόταν στην πραγματική ιστορική διαδικασία» (Μαρξ, 1990: 67-68). Βλέπουμε ότι ο Μαρξ υποδεικνύει τόσο την πλευρά της ταυτότητας όσο και την πλευρά της διαφοράς στη σχέση μεταξύ λογικού και ιστορικού. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τα Χειρόγραφα του 1857-1858:


«Θάταν λοιπόν άβολο και λαθεμένο να αφεθούν οι οικονομικές κατηγορίες να διαδεχτούν η μια την άλλη με τη σειρά που ιστορικά υπήρξαν καθοριστικές. Η σειρά τους καθορίζεται, αντίθετα, από τη σχέση που έχουν μεταξύ τους μέσα στη σύγχρονη αστική κοινωνία, σχέση που είναι ακριβώς η αντίστροφή από εκείνη που εμφανίζεται σαν η φυσική τους σχέση ή που αντιστοιχεί στη σειρά της ιστορικής εξέλιξης» (ό.π.: 71).


Σύμφωνα με τα παραπάνω, η κατανόηση του συγκεκριμένου μεθοδολογικού προβλήματος δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στην ερμηνεία των παραπάνω αποσπασμάτων των κλασικών. Υπό αυτούς τους όρους απαιτείται η ειδικότερη εξέταση του τρόπου ανάπτυξης των οικονομικών κατηγοριών στο Κεφάλαιο και η διερεύνηση της σχέσης του με την εγελιανή φιλοσοφική παράδοση (βλ. Fineschi, 2014: 140-163· Zeleny, 1980: 34). Στον βαθμό που στο επίκεντρο του εν λόγω θεωρητικού προβλήματος τίθεται η ταύτιση ή η αντίστιξη του τρόπου παρουσίασης (ή έκθεσης) ( Darstellung) προς τα ιστορικά και πραγματολογικά δεδομένα, η όλη προβληματική παραμένει σε ένα λιγότερο ή περισσότερο επιφανειακό επίπεδο. Με άλλα λόγια, η σχέση του λογικού και του ιστορικού δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως παραμένοντας αποκλειστικά στη διάκριση τρόπου έρευνας, ειλημμένου ως ιστορικού, και τρόπου παρουσίασης, ειλημμένου ως λογικού (Βλ. Ένγκελς σε Μαρξ, 2010: 370-371). Αντιθέτως, η θεωρητική σημασία του εν λόγω προβλήματος αναδεικνύεται και καθίσταται επίκαιρη στον βαθμό που στο προσκήνιο έρχεται η αντίφαση και η αμοιβαία αλληλεπίδραση λογικού και ιστορικού στο Κεφάλαιο . Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η ιστορική πτυχή θα πρέπει να διερευνηθεί στην ίδια τη λογική άρθρωση των κατηγοριών της κριτικής πολιτικής οικονομίας.

Επιλέγουμε να εστιάσουμεστη διαδικασία της κυκλοφορίας και συγκεκριμένα στις κυκλήσεις του κεφαλαίου, αφενός γιατί αποτελεί ένα ζήτημα όχι επαρκώς διερευνημένο, τόσο στην εγχώρια όσο και στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία, αφετέρου γιατί η διαδικασία κύκλησης επιτρέπει την ανάδειξη του διαλεκτικού τρόπου εξέτασης με διαυγή τρόπο. Η ανάλυση των κυκλήσεων πραγματοποιείται στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου με τίτλο «Η διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου» και συγκεκριμένα στην πρώτη ενότητα με τίτλο «Οι μεταμορφώσεις του κεφαλαίου και η κύκλησή τους». Πρόκειται για την επιστροφή του Μαρξ στη σφαίρα της κυκλοφορίας και υπό αυτή την έννοια θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική λογική ανάπτυξη από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου . Ο Μαρξ σημειώνει επί τούτου:


«Το άμεσο αποτέλεσμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι ένα εμπόρευμα, αν και εμπόρευμα που κυοφορεί υπεραξία. Έχουμε εκσφενδονιστεί λοιπόν στην αφετηρία μας, στο εμπόρευμα, και μαζί του στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Ωστόσο αυτό που έχουμε να εξετάσουμε στο επόμενο Βιβλίο δεν είναι πλέον η απλή εμπορευματική κυκλοφορία, αλλά η διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου» (Μαρξ, 2016: υπ. 726).


Αυτό που επισημαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα είναι ότι τόσο στο πρώτο μέρος του πρώτου τόμου όσο και στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου εκείνο που εξετάζεται είναι η σφαίρα της κυκλοφορίας. Δεν πρόκειται επομένως για διαφορετικές, οντολογικά, πλευρές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά για την μία και αυτή σφαίρα. Η διαφορά έγκειται στην κλιμάκωση του ίδιου του λογικού τρόπου εξέτασης. Η κυκλοφορία, ως η επιφάνεια ή η αμεσότητα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, συνιστά την προϋπόθεση της συνολικής επιστημονικής εξέτασης. Μέσω της εξέτασης της κυκλοφορίας, ειλημμένης ως απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας, η έρευνα περνά σταδιακά στην εξέταση της σφαίρας της παραγωγής. Η ολοκλήρωση της εξέτασης της σφαίρας της παραγωγής οδηγεί εκ νέου στη διερεύνηση της σφαίρας της κυκλοφορίας. Έτσι, η αρχική προϋπόθεση αποκαλύπτεται πλέον ως το λογικό αποτέλεσμα, δηλαδή ότι είναι κάτι τεθειμένο από τη σφαίρα της παραγωγής (βλ. Βαζιούλιν, 1994: 17-28). Όπως τονίζει ο Μαρξ: «Αν στο ολοκληρωμένο αστικό σύστημα κάθε οικονομική σχέση προϋποθέτει την άλλη στην αστική-οικονομική μορφή, κι έτσι κάθε αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα και προϋπόθεση, τότε αυτό συμβαίνει σε κάθε οργανικό σύστημα» (Μαρξ, 1990: 205).

Συνοπτικά, η κύρια μεθοδολογική διάκριση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου έγκειται στη διαφορά μεταξύ του πρώτου και δεύτερου μέρους, στα οποία εξετάζεται η απλή εμπορευματική κυκλοφορία, και των υπόλοιπων ενοτήτων, στις οποίες εξετάζεται η διαδικασία της παραγωγής. Ο Μαρξ αρχίζει την εξέταση από τη σφαίρα της κυκλοφορίας και συγκεκριμένα της απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας, η οποία αποτελεί την αμεσότητα του κεφαλαίου (Banaji, 2015: 43· Campbell, 1993: 282-298· Vazjulin, 2006: 47-57). Στη συνέχεια περνά στη διερεύνηση της σφαίρας της παραγωγής και στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας, δηλαδή στις σχέσεις μεσολάβησης του κεφαλαίου (Βαζιούλιν, 1994: 17-28). Στον δεύτερο τόμο, ο Μαρξ επιστρέφει εκ νέου στην εξέταση της σφαίρας της κυκλοφορίας υπό το πρίσμα πλέον της εγνωσμένης κεφαλαιοκρατικής παραγωγικής διαδικασίας και συγκεκριμένα του εγνωσμένου πλέον τρόπου παραγωγής υπεραξίας.4 Υπό αυτή την έννοια, η γενική εξέταση ακολουθεί τη λογική πορεία αμεσότητα-διαμεσολάβηση-τεθειμένη αμεσότητα (βλ. Banaji, 2015: 28-61· Sekine, 2020: 264-278· Vazjulin, 2006: 21-42).

Ο Μαρξ προβαίνει στην ανάλυση των τριών τύπων κύκλησης του κεφαλαίου, τους οποίους εκθέτει κλιμακωτά.Έτσι έχουμε τους τύπους: χρηματικό κεφάλαιο (Χ-Ε..Π..Ε΄-Χ΄), παραγωγικό κεφάλαιο (Π…Ε΄-Χ΄-Ε…Π) και εμπορευματικό κεφάλαιο (Ε΄-Χ΄-Ε…Π…Ε΄). Εν τούτοις, οι τρεις τύποι υφίστανται συγχρόνως και αλληλοπροϋποτίθενται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κεφάλαιο, θεωρημένο υπό το πρίσμα της διαδικασίας κυκλοφορίας, υφίσταται σε αμοιβαία ενότητα με τις λειτουργικές του μορφές. Θα περάσουμε λοιπόν στην ειδικότερη εξέταση των τύπων της κύκλησης με σκοπό να διαυγάσουμε τις κύριες γνωσιοθεωρητικές πλευρές που χαρακτηρίζουν τον τρόπο προσέγγισης του Μαρξ.



2. Η κύκληση του χρηματικού κεφαλαίου


Η εξέταση της διαδικασίας κυκλοφορίας αρχίζει με την κύκληση του χρηματικού κεφαλαίου. Η κύκληση αυτή αποτυπώνεται με τον τύπο Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄, όπου Χ = προκαταβεβλημένο χρήμα, Ε = αγορασμένο εμπόρευμα, Π = παραγωγική διαδικασία και συνεπώς διακοπή της διαδικασίας κυκλοφορίας, Ε΄ = παρηγμένο εμπόρευμα και Χ΄ = επαυξημένο χρήμα, στα οποία περιέχονται η αρχική κεφαλαιακή αξία και η υπεραξία. Ο τύπος του χρηματικού κεφαλαίου απεικονίζει τη διαδικασία κατά την οποία ο κεφαλαιοκράτης προβάλλει στη σφαίρα της κυκλοφορίας ως αγοραστής, στη συνέχεια το πέρασμα στην παραγωγική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας το αγορασμένο εμπόρευμα καταναλώνεται (παραγωγική κατανάλωση) δημιουργώντας ένα εμπόρευμα μεγαλύτερης αξίας από την προκαταβεβλημένη αξία για την αγορά των συστατικών στοιχείων της παραγωγής του, και τέλος την επιστροφή στη σφαίρας της κυκλοφορίας, όπου ο κεφαλαιοκράτης εμφανίζεται πλέον ως πωλητής, εντός της οποίας πραγματοποιείται η μετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα.

O Μαρξ σημειώνει ότι η κίνηση Χ-Ε αναλύεται περαιτέρω σε δύο διακριτές και αυτοτελείς πράξεις, τη Χ-Μπ και τη Χ-Δ, όπου το Μπ = μέσα παραγωγής και Δ = εργασιακή δύναμη. Πρόκειται για δύο αγοραστικές πράξεις, στις οποίες εδράζεται η συνολική διαδικασία μετατροπής του χρήματος σε εμπόρευμα· η πρώτη αφορά στην αγορά εμπορευμάτων με τη μορφή των μέσων παραγωγής και η δεύτερη στην αγορά εργασιακής δύναμης. Ως εκ τούτου, η πρώτη κίνηση του χρηματικού κεφαλαίου (Χ-Ε) παίρνει τη μορφή Χ-Ε<ΔΜπ. Ο Μαρξ εξετάζει στη σχετική τους αυτονομία τις πράξεις Χ-Δ και Χ-Μπ και τις διακρίνει χρονικά. Εξηγεί έτσι ότι κατά τη διαδικασία γένεσης κάθε ατομικού κεφαλαίου, η πράξη Χ-Μπ αναγκαία προηγείται της πράξης Χ-Δ. Συγκεκριμένα ο Μαρξ αναφέρει:


Αν το χρήμα για πρώτη φορά μετατρέπεται σε παραγωγικό κεφάλαιο, ή αν για πρώτη φορά λειτουργεί για τον κάτοχό του σαν χρηματικό κεφάλαιο, πρέπει τότε αυτός πρώτα ν’ αγοράσει τα μέσα παραγωγής, χτίρια, μηχανές κτλ., προτού αγοράσει την εργατική δύναμη· γιατί όταν η εργατική δύναμη περάσει κάτω από την εξουσία του, πρέπει να υπάρχουν τα μέσα παραγωγής, για να μπορεί να τη χρησιμοποιήσει σαν εργατική δύναμη (Μαρξ, 1979: 28-29).

Shape1 Από εδώ μπορεί να διαπιστωθεί ότι η κίνηση Χ-Ε<ΔΜπ, εκτίθεται στη βάση της κίνησης του ήδη ανακύψαντος και διαμορφωμένου κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κίνηση Χ-Ε, υπό το πρίσμα της υποδιαίρεσής της σε Χ-Ε<ΔΜπ, απεικονίζει μια κατ’ εξοχήν δομική σχέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Εμβαθύνοντας περαιτέρω στην ανάλυση της πρώτης φάσης της κίνησης του χρηματικού κεφαλαίου, διαπιστώνεται ότι η χρονική κίνηση Χ-Μπ, Χ-Δ, για την οποία κάνει λόγο ο Μαρξ, απεικονίζει σε ανηρημένη ( Α ufgehoben)5 μορφή την αλληλουχία της ιστορικής εμφάνισης αυτών των πλευρών. Με άλλα λόγια, η χρονική κίνηση των στιγμών Χ-Μπ και Χ-Δ, η οποία επαναλαμβάνεται αδιαλείπτως ως συστατική διαδικασία της συνολικής κίνησης της κυκλοφορίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αναπαράγει σε ανηρημένη μορφή τη διαδικασία εμφάνισης αυτών των στιγμών στην ιστορία. Από ιστορική σκοπιά η σχέση Χ-Μπ προηγείται της σχέσης Χ-Δ και ακριβώς υπό αυτό το σχήμα φανερώνεται η γένεση της κεφαλαιακής σχέσης, δηλαδή το γεγονός ότι ο χωρισμός του άμεσου παραγωγού από τα μέσα παραγωγής είναι αναγκαίος όρος για την εμφάνιση και εγκαθίδρυση της σχέσης μεταξύ του κατόχου χρήματος, ως αγοραστή εργασιακής δύναμης, και των ελεύθερων εργατών. Για αυτόν τον λόγο ο Μαρξ γράφει ότι «τα μέσα παραγωγής, το υλικό μέρος του κεφαλαίου, πρέπει επομένως ν’ αντιπαρατίθενται στον εργάτη σαν τέτοια, σαν κεφάλαιο, για να μπορεί η πράξη Χ-Δ να γίνει γενική κοινωνική πράξη» (ό.π.: 31). Έτσι, για να καταστεί η πράξη Χ-Δ γενική κοινωνική πράξη θα πρέπει τα μέσα παραγωγής να αποτελούν κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία και συγχρόνως να τους αντιπαρατίθεται ελεύθερη εργασιακή δύναμη. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, διαπιστώνεται μια παραλληλία μεταξύ της λογικής και της ιστορικής αλληλουχίας. Η λογική αλληλουχία συνίσταται στη σχέση που χαρακτηρίζει τις πλευρές του άμεσα υφιστάμενου και δεδομένου κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Με άλλα λόγια, η λογική αλληλουχία αφορά στη συγχρονική διάσταση των πλευρών του αναπτυσσόμενου επί της δικής του βάσης κεφαλαίου. Από την εξέταση του Μαρξ φανερώνεται ότι η διάρθρωση των συγχρονικά υφιστάμενων πλευρών του ήδη ανεπτυγμένου κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής συμπίπτει με την αλληλουχία της ιστορικής εμφάνισης αυτών των πλευρών. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ο Μαρξ, στο ανέκδοτο κεφάλαιο για τα «αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής», τονίζει ότι «η κυκλική διαδρομή της παρουσίασής μας αντιστοιχεί επίσης και στην ιστορική ανάπτυξη του κεφαλαίου» (Μαρξ, 1983: 165).6

Παρ’ ότι η πράξη Χ-Ε αφορά στην κεφαλαιοκρατική κυκλοφορία, την ίδια στιγμή απεικονίζει σε ανηρημένη μορφή τη διαδικασία γένεσης του κεφαλαίου μέσα από τις ιστορικές του προϋποθέσεις. Στην πράξη Χ-Ε απεικονίζεται η κίνηση που διανύει κάθε ατομικό κεφάλαιο κατά τη γένεσή του καθώς επίσης και η ιστορικήδιαδικασία γένεσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σε ανηρημένη μορφή. Ο Μαρξ τονίζει τα εξής ως προς τούτο: «Επειδή η πρώτη φάση είναι Χ-Ε, προβάλλει και η προέλευση των συστατικών του παραγωγικού κεφαλαίου από την αγορά εμπορευμάτων, όπως προβάλλει γενικά και το γεγονός ότι όρος της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας παραγωγής, είναι η κυκλοφορία, το εμπόριο» (ό.π.: 58). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε αυτό το επίπεδο της εξέτασης της διαδικασίας κυκλοφορίας του κεφαλαίου αναδεικνύεται η σύμπτωση της λογικής αλληλουχίας του τρόπου παρουσίασης με την ιστορική σειρά. Ο Μαρξ σημειώνει επί τούτου τα εξής:


«Ιστορικά το κεφάλαιο εμφανίζεται παντού απέναντι στη γαιοκτησία αρχικά με τη μορφή του χρήματος, ως χρηματική περιουσία, ως εμπορικό κεφάλαιο και ως τοκογλυφικό κεφάλαιο. Ωστόσο δεν είναι αναγκαία η αναδρομή στη γενετική ιστορία του κεφαλαίου για να αντιληφθούμε ότι το χρήμα αποτελεί την πρώτη μορφή εμφάνισής του. Η ίδια ιστορία διαδραματίζεται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας. Κάθε νέο κεφάλαιο εμφανίζεται αρχικά στη σκηνή, δηλαδή στην αγορά, την αγορά εμπορευμάτων, εργασίας ή χρήματος, πάντα ως χρήμα, ως χρήμα το οποίο πρόκειται να μετατραπεί σε κεφάλαιο μέσα από ορισμένες διαδικασίες» (Marx, 2016: 123).


Παρότι εδώ αναδεικνύουμε την σύμπτωση της λογικής με την ιστορική αλληλουχία, θα πρέπει να γίνεται κατανοητό ότι η εξέταση του Μαρξ αποβλέπει πρώτα και κύρια στην απεικόνιση των συγχρονικών πλευρών της κεφαλαιοκρατικής κυκλοφορίας(βλ. Murray, 2003: 156). Η ακολουθία και η διάρθρωση των οικονομικών κατηγοριών απεικονίζουν τη σχέση των πλευρών όπως αυτή υφίσταται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής που κινείται επί της δικής του βάσης. Όπως τονίζει ο Arthur, η συστηματική διαλεκτική «απευθύνεται στις δομικές σχέσεις και τις αντιφατικές στιγμές ενός δεδομένου συστήματος» (Arthur, 2004: 112). Ως εκ τούτου, απορρίπτουμε τις προσεγγίσεις οι οποίες ερμηνεύουν τη διάρθρωση των οικονομικών κατηγοριών του Κεφαλαίου ως μια έκθεση της ιστορικής πορείας (βλ. Meek, 1973: xv-xvi).

Οι επόμενες φάσεις της κύκλησης του χρηματικού κεφαλαίου είναι οι Ε…Π…Ε΄-Χ΄, οι οποίες αντιστοιχούν στη διακοπή της κυκλοφορίας και στο πέρασμα στην παραγωγή, εντός της οποίας η αρχικά προκαταβεβλημένη αξία αποκτά μια επαυξημένη μορφή, στην έξοδο από την παραγωγή με την εκ νέου επιστροφή στη σφαίρα της κυκλοφορίας υπό τη μορφή του εμπορεύματος και στην τελική μετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα μέσω της πώλησης. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η συνολική κύκληση του χρηματικού κεφαλαίου απεικονίζει με έναν αρκετά πιο αναλυτικό τρόπο τον γενικό τύπο του κεφαλαίου Χ-Ε-Χ΄, όπως αυτός εκτέθηκε στην δεύτερη ενότητα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (Μαρξ, 2016: 123-132). Όπως τονίζει ο Sekine,


«Η κύκληση του χρηματικού κεφαλαίου (Χ – Ε … Π … Ε΄ – Χ΄) είναι τυπικά πανομοιότυπη με τον ήδη γνωστό τύπο κυκλοφορίας του βιομηχανικού κεφαλαίου, που εισήχθη για πρώτη φορά στη διδασκαλία της κυκλοφορίας. Στην απλή κυκλοφορία, ωστόσο, η παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου μπορούσε μόνο να προβλεφθεί. Αλλά τώρα η πραγματικότητά της έχει πλήρως εκτεθεί» (Sekine, 2020: 271).


Παρατηρούμε επίσης ότι ενώ η εξέταση της απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας (πρώτος τόμος) ολοκληρώνεται με τον γενικό τύπο του κεφαλαίου, η εκκίνηση της εξέτασης της διαδικασίας κυκλοφορίας (δεύτερος τόμος) αρχίζει με την αναλυτικότερη εκδοχή αυτού του τύπου. Αυτό συμβαίνει διότι η λογική εξέταση στο Κεφάλαιο αναπτύσσεται αντιφατικά, δηλαδή από την κυκλοφορία στην παραγωγή καιαπό την παραγωγή στην κυκλοφορία. Το κύριο περιεχόμενο του γενικού τύπου του κεφαλαίου συνίσταται στην ανάδειξη της ιδιοτυπίας του κεφαλαίου στην αμεσότητά του, 7 δηλαδή ότι η αξία έχει την ικανότητα να πολλαπλασιάζεται δια της ίδιας. Όπως γλαφυρά το αποτυπώνει ο Μαρξ, η αξία προβάλλει ως «αυτοκινούμενη υπόσταση, για την οποία το εμπόρευμα και το χρήμα αποτελούν απλές μορφές» (Μαρξ, 2016: 131).Οι Σωτηρόπουλος, Μηλιός και Λαπατσιώρας τονίζουν ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής μπορεί να οριστεί περιεκτικά ως μια συγκεκριμένη ιστορικά κοινωνική σχέση που εδράζεται στην αξιοποίηση του χρήματος ως αυτοσκοπού. Υπό αυτή την έννοια, ο γενικός τύπος του κεφαλαίου (Χ-Ε-Χ΄) «περιγράφει το κύκλωμα κάθε ατομικού κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τον κλάδο που ανήκει αυτό το κεφάλαιο» (Σωτηρόπουλος, Μηλιός & Λαπατσιώρας, 2013). Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μαρξ γράφει ότι «η αξία γίνεται λοιπόν προβαίνουσα αξία, προβαίνον χρήμα και ως τέτοιο γίνεται κεφάλαιο. Προέρχεται από την κυκλοφορία, επανεισάγεται σ’ αυτή, διατηρείται και πολλαπλασιάζεται εντός της, επανεξέρχεται από αυτήν επαυξημένη και αρχίζει ξανά εκ νέου την ίδια κυκλική πορεία» (Marx, 2016: 131). Σε αντίθεση όμως με τον γενικό τύπο του κεφαλαίου, ο τύπος της κύκλησης του χρηματικού κεφαλαίου καταδεικνύει πλέον την αιτία της αρχικής μυστηριακότητας, το γεγονός δηλαδή ότι η διαδικασία προσαύξησης της αξίας έχει ως θεμέλιο την παραγωγή και συγκεκριμένα τη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας.


3. Η κύκληση του παραγωγικού κεφαλαίου


Στη συνέχεια ο Μαρξ περνά στην εξέταση του παραγωγικού κεφαλαίου, το οποίο έχει τον τύπο Π…Ε΄-Χ΄-Ε…Π. Στον τύπο της κύκλησης του παραγωγικού κεφαλαίου, το Χ΄ περιλαμβάνει την προκαταβεβλημένη κεφαλαιακή αξία και την υπεραξία. Στο πλαίσιο της μεταμόρφωσης του Χ΄ σε Ε καθίσταται δυνατή η υποδιαίρεση της κίνησης σε δύο διακριτές ανταλλακτικές πράξεις. Η πρώτη υποδιαίρεση της φάσης Χ΄-Ε συνίσταται στην κίνηση Χ-Ε. Το Χ είναι η αρχική κεφαλαιακή αξία που μετατρέπεται σε εμπόρευμα και το οποίο με τη σειρά του θα περάσει σε παραγωγική κατανάλωση, δηλαδή στην ολοκλήρωση της τελικής φάσης Χ-Ε…Π της κύκλησης του παραγωγικού κεφαλαίου. Η δεύτερη υποδιαίρεση είναι η κίνηση χ-ε και αφορά την κίνηση της υπεραξίας, η οποία βγαίνει εκτός της κύκλησης του παραγωγικού κεφαλαίου για να μετατραπεί σε εμπορεύματα ατομικής κατανάλωσης του κεφαλαιοκράτη. Επομένως, λαμβάνοντας την κίνηση της υπεραξίας με τη μορφή του εμπορεύματος που εξέρχεται από την παραγωγή, την μεταμόρφωσή του σε χρήμα και την εκ νέου μετατροπή σου σε εμπόρευμα ατομικής κατανάλωσης έχουμε τη σχέση ε-χ-ε.Η σχέση ε-χ-ε περιγράφει τη διαδικασία κυκλοφορίας του παραγωγικού κεφαλαίου αποκλειστικά από τη σκοπιά της κίνησης της υπεραξίας. Στο βαθμό που η κίνηση ε-χ-ε καταλήγει σε ατομική κατανάλωση συνιστά απλή εμπορευματική κυκλοφορία. Ωστόσο, η πρώτη της φάση ε-χ εντάσσεται στην κυκλοφορία του εμπορευματικού κεφαλαίου Ε΄-Χ΄ αποτελώντας στιγμή της κύκλησης, ενώ η δεύτερή της φάση βγαίνει εκτός της διαδικασίας της κύκλησης του κεφαλαίου (Μαρξ, 1979: 65).

Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι το συνολικό ποσό της υπεραξίας περνά πλήρως στην ατομική κατανάλωση του κεφαλαιοκράτη, η κύκληση του κεφαλαίου, με αμετάβλητους τους υπόλοιπους οικονομικούς συντελεστές, συνιστά διαδικασία απλής αναπαραγωγής. Η παραγωγική διαδικασία, δηλαδή η φάση κατά την οποία συντελείται η παραγωγή υπεραξίας, βρίσκεται στο τέλος της κύκλησης. Επομένως, η ίδια η κύκληση προβάλλει ως μια ανανεούμενη κίνηση, η οποία πραγματοποιείται στον ίδιο βαθμό και στην ίδια κλίμακα. Ο Μαρξ σημειώνει ότι,


«η κύκληση αυτή δείχνει την περιοδικά ανανεούμενη λειτουργία του παραγωγικού κεφαλαίου, δηλαδή την αναπαραγωγή, ή τη διαδικασία παραγωγής του ως διαδικασία αναπαραγωγής σε σχέση με την αξιοποίηση· όχι μόνο την παραγωγή, αλλά την περιοδική αναπαραγωγή υπεραξίας· τη λειτουργία του βιομηχανικού κεφαλαίου που βρίσκεται στην παραγωγική του μορφή όχι σαν εφάπαξ λειτουργία, αλλά σαν περιοδικά επαναλαμβανόμενη λειτουργία, έτσι που το ξαναρχίνισμα καθορίζεται από το ίδιο το αποτέλεσμα» (ό.π.: 62).


Λαμβάνοντας τώρα υπόψη την πιθανότητα διακύμανσης των συντελεστών παραγωγής, όπως η αύξηση ή η μείωση της αξίας των πρώτων υλών, των μέσων, των μισθών κλπ., προκύπτουν οι εξής δύο περιπτώσεις: α) στην πρώτη περίπτωση καθίσταται ανέφικτη η ανανέωση της κύκλησης με το ίδιο ποσόν κεφαλαιακής αξίας, β) στη δεύτερη περίπτωση πραγματοποιείται αναπαραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα με το ίδιο ποσόν κεφαλαιακής αξίας. Στη πρώτη περίπτωση (α) η κύκληση του κεφαλαίου δύναται να πραγματοποιηθεί μονάχα αν μαζί με την αρχική κεφαλαιακή αξία, ο κεφαλαιοκράτης προσθέσει και ένα μέρος από το συνολικό ποσό της υπεραξίας – αν αυτό φυσικά επαρκεί για τη διεξαγωγή της παραγωγικής διαδικασίας – ή αν το αναγκαίο επιπρόσθετο ποσό υπάρχει στη διάθεση του κεφαλαιοκράτη με τη μορφή αποθεματικού κεφαλαίου, το οποίο βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή με τη μορφή θησαυρού. Γενικά στην πρώτη περίπτωση ζητούμενο είναι η επανάληψη της απλής αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Στη δεύτερη περίπτωση (β), κατά την οποία με την ίδια κεφαλαιακή αξία συντελείται μια μεγαλύτερης κλίμακας παραγωγική διαδικασία, φανερώνεται ότι η κύκληση του παραγωγικού κεφαλαίου εμπεριέχει τη δυνατότητα της διευρυμένης αναπαραγωγής. Έτσι, η σχέση Π…Π καθίσταται Π…Π΄. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μαρξ τονίζει τα ακόλουθα:


«Αν συγκρίνουμε το Π…Π΄ με το Χ…Χ΄ ή με την πρώτη κύκληση, θα δούμε πως δεν έχουν καθόλου την ίδια σημασία. Το Χ…Χ΄ παρμένο αυτό καθαυτό σαν μεμονωμένη κύκληση εκφράζει μονάχα ότι το Χ, το χρηματικό κεφάλαιο (ή το βιομηχανικό κεφάλαιο στην κύκλησή του σαν χρηματικό κεφάλαιο), είναι χρήμα που γεννοβολάει χρήμα, αξία που γεννοβολάει αξία, που παράγει υπεραξία. Αντίθετα, στην κύκληση του Π, ύστερα από την αποπεράτωση του πρώτου σταδίου, της διαδικασίας παραγωγής, έχει πια συντελεστεί η ίδια η διαδικασία αξιοποίησης, και ύστερα από τη διάνυση του δεύτερου σταδίου (του πρώτου σταδίου κυκλοφορίας) Ε΄-Χ΄ η κεφαλαιακή αξία + υπεραξία υπάρχουν κιόλας σαν πραγματοποιημένο χρηματικό κεφάλαιο, σαν Χ΄, που στην πρώτη κύκληση είχε εμφανιστεί σαν τελευταίο άκρο. […] Στο Π…Π΄ το Π΄ δεν εκφράζει ότι έχει παραχθεί υπεραξία, αλλά ότι η παραγμένη υπεραξία έχει κεφαλαιοποιηθεί, ότι λοιπόν έχει συσσωρευθεί κεφάλαιο και ότι γιαυτό το Π΄, σε σύγκριση με το Π, αποτελείται από την αρχική κεφαλαιακή αξία συν την αξία ενός κεφαλαίου που έχει συσσωρευθεί με την κίνησή της» (ό.π.: 78-79).


Ερχόμενοι τώρα στο πρόβλημα της συσχέτισης λογικής και ιστορικής αλληλουχίας παρατηρούμε τα εξής. Στη πρώτη μορφή κύκλησης, δηλαδή σε εκείνου του χρηματικού κεφαλαίου, η κυκλοφορία προβάλλει τόσο ως άμεση προϋπόθεση του κάθε μεμονωμένου κεφαλαίου όσο και ως γενική ιστορική προϋπόθεση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Αντίθετα, στον δεύτερο τύπο, στην κύκληση του παραγωγικού κεφαλαίου, η κυκλοφορία εμφανίζεται ως ο μέσος όρος, γεγονός που μαρτυρά ότι δεν προβάλλει πλέον ως γενική προϋπόθεση του κεφαλαίου αλλά ως αποτέλεσμά του, ως πλευρά δηλαδή που αναπαράγεται και τίθεται από την ίδια την κίνηση του κεφαλαίου. Αυτό απεικονίζεται με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο στον ίδιο τον τύπο της κύκλησης του παραγωγικού κεφαλαίου. Το τελικό Π, είτε πρόκειται για Π (απλή αναπαραγωγή) είτε για Π΄ (διευρυμένη αναπαραγωγή), έχει ως άμεση προϋπόθεση την κυκλοφορία, τη σχέση Ε΄-Χ΄-Ε. Η τελευταία όμως είναι μια προϋπόθεση που έχει προκύψει από μια προγενέστερη παραγωγική διαδικασία. Ως εκ τούτου, ο τύπος του παραγωγικού κεφαλαίου απεικονίζει τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, ένα κεντρικό ζήτημα που απασχόλησε την κλασική πολιτική οικονομία (βλ. Sekine, 2020: 273).

Η ανάλυση του Μαρξ της κύκλησης του παραγωγικού κεφαλαίου παραμένει πρώτα και κύρια λογική, δηλαδή αποβλέπει πρωτίστως στην απεικόνιση των δομικών πλευρών της κυκλοφορίας του κεφαλαίου που κινείται επί της δικής του βάσης. Συνάμα όμως, η λογική ανάλυση των στιγμών του παραγωγικού κεφαλαίου απεικονίζει, σε ανηρημένη μορφή, την ιστορική διαδικασία μετασχηματισμού της απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας σε κατ’ εξοχήν κεφαλαιοκρατική εμπορευματική κυκλοφορία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η λογική εξέταση του παραγωγικού κεφαλαίου αναπαράγει σε ανηρημένη μορφή την ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.


4. Η κύκληση του εμπορευματικού κεφαλαίου


Ο τρίτος τύπος κύκλησης είναι εκείνος του εμπορευματικού κεφαλαίου, ο οποίος αποτυπώνεται με το σχήμα Ε΄-Χ΄-Ε…Π…Ε΄. Σε αυτόν τον τύπο, το αρχικό Ε΄ αποτελεί το εμπορευματικό προϊόν, στο οποίο περιέχεται ήδη εξ’ υπαρχής τόσο η κεφαλαιακή αξία όσο και η υπεραξία. Έτσι, η κύκληση του εμπορευματικού κεφαλαίου συνιστά κύκληση της κεφαλαιακής αξίας και της υπεραξίας. Το Ε΄ με το οποίο αρχίζει η κύκληση του εμπορευματικού κεφαλαίου αποτελεί τον τέταρτο όρο της κύκλησης του χρηματικού κεφαλαίου και τον δεύτερο όρο της κύκλησης του παραγωγικού κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι το Ε΄ προϋποθέτει ήδη την ολοκλήρωση της τρίτης φάσης και την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του χρηματικού και του παραγωγικού κεφαλαίου αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, οι πρώτοι δύο τύποι προϋποθέτουν τον τρίτο τύπο εξαιτίας του ότι ένα μέρος των μέσων παραγωγής αποτελεί το εμπορευματικό προϊόν Ε΄ της κίνησης άλλων ατομικών κεφαλαίων. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο ο Μαρξ επισημαίνει ότι «το Ε΄ εμφανίζεται όχι μόνο σαν προϊόν, αλλά και σαν προϋπόθεση των δύο προηγούμενων κυκλήσεων» (ό.π.: 85). Ως εκ τούτου, η κίνηση Χ-Ε (Χ<ΔΜπ) προϋποθέτει την αντίστροφή της, Ε΄-Χ΄, ως στιγμή της κύκλησης άλλων ατομικών κεφαλαίων. Επομένως, για τα διαφορετικά κεφάλαια που έρχονται στην αγορά με σκοπό να πουλήσουν τα μέσα παραγωγής, τα τελευταία αποτελούν Ε΄.

Σε αντίθεση με την κύκληση του χρηματικού και παραγωγικού κεφαλαίου, η κύκληση του εμπορευματικού κεφαλαίου αρχίζει με την ήδη αξιοποιημένη κεφαλαιακή αξία. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ήδη αξιοποιημένη αξία η οποία θα αξιοποιηθεί εκ νέου. Το τελικό άκρο, σε αντίθεση με τις προηγούμενες μορφές κύκλησης Χ΄ και Π (ή Π΄) αντίστοιχα, συνιστά αποτέλεσμα της διαδικασίας κυκλοφορίας. Στους τύπους του χρηματικού και παραγωγικού κεφαλαίου, η μετατροπή του Ε΄ σε Χ΄ και η μετατροπή του Ε σε Π αντίστοιχα πραγματοποιείται μέσω μιας απλής ανταλλακτικής πράξης. Στην κύκληση όμως του εμπορευματικού κεφαλαίου, το τελικό άκρο Ε΄ συνιστά αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και ως εκ τούτου κάτι που διαφέρει αξιακά από τον προηγούμενό του όρο (Π). Ως εκ τούτου, στον τρίτο τύπο αρχίζει να αποκαλύπτεται το αλληλένδετο της κίνησης ενός συγκεκριμένου ατομικού κεφαλαίου με την κυκλοφορία των άλλων ατομικών κεφαλαίων. Ο Μαρξ εξηγεί ότι η κίνηση Ε΄…Ε΄,


«μας προκαλεί η ίδια να τη βλέπουμε όχι μόνο σαν γενική μορφή της κύκλησης, δηλ. σαν μια κοινωνική μορφή, με την οποία μπορούμε να βλέπουμε κάθε ξεχωριστό βιομηχανικό κεφάλαιο (εκτός από την πρώτη τοποθέτησή του), επομένως όχι μόνο σαν μια μορφή κίνησης κοινή σε όλα τα ατομικά κεφάλαια, αλλά ταυτόχρονα σαν μορφή κίνησης του συνόλου των ατομικών κεφαλαίων, επομένως του συνολικού κεφαλαίου της τάξης των κεφαλαιοκρατών, μια κίνηση που μέσα της η κίνηση κάθε ατομικού βιομηχανικού κεφαλαίου εμφανίζεται μόνο σαν μια μικρότερη κίνηση που πλέκεται με τις κινήσεις των άλλων κεφαλαίων και καθορίζεται από αυτές» (ό.π.: 95).


Η ανάλυση του Μαρξ συνεχίζει δίνοντας έμφαση στην αλληλοδιαπλοκή των ξεχωριστών πράξεων που οφείλουν να διεξαχθούν για την πραγματοποίηση της κύκλησης του εμπορευματικού κεφαλαίου. Αν εξετάσουμε την κύκληση του εμπορευματικού κεφαλαίου από τη σκοπιά της αντίθετης κίνησης, η οποία οφείλει να διεξαχθεί για την πραγματοποίηση της πρώτης, διαπιστώνουμε τα ακόλουθα: Για το πρώτο στάδιο Ε΄-Χ΄ προϋποτίθεται η αντίθετη κίνηση Χ-Ε. Αυτό σημαίνει ότι προϋποτίθεται ένας αγοραστής και κάτοχος χρήματος, ο οποίος θα ανταλλάξει το χρήμα του με εμπόρευμα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια διαφορετική διαδικασία κύκλησης ανεξάρτητα από το αν το Ε που αγοράζεται θα καταναλωθεί για παραγωγική ή για ατομική κατανάλωση. Όποιος και αν είναι ο σκοπός της αγοράς του Ε΄, η αντίθετη κίνηση ως Χ-Ε τραβάει το Ε΄ από την κυκλοφορία και ολοκληρώνει την πρώτη μεταμόρφωση του Ε΄ σε Χ΄. Για το δεύτερο στάδιο Χ΄-Ε (Δ+Μπ)…Π, προϋποτίθεται το Ε ως εμπόρευμα που έρχεται στην αγορά μέσω μιας άλλης κύκλησης, της οποίας η συγκεκριμένη φάση είναι η Ε΄(Μπ) - Χ΄. Με άλλα λόγια, το Μπ (μέσα παραγωγής) είναι το Ε΄ της κύκλησης άλλων ατομικών κεφαλαίων, ενώ το Δ (εργασιακή δύναμη) προϋποτίθεται ότι βρίσκεται και αυτό άμεσα διαθέσιμο στην αγορά. Εξαιτίας ότι στον τρίτο τύπο αφετηρία της αξιοποίησης αποτελεί η αξιοποιημένη κεφαλαιακή αξία και όχι απλώς η αρχική κεφαλαιακή αξία, η πραγμάτωση της κύκλησης του εμπορευματικού κεφαλαίου έχει ως όρο την κατανάλωση του συνολικού εμπορευματικού προϊόντος. Φανερώνεται έτσι ότι η πραγματοποίηση της συνολικής κύκλησης του εμπορευματικού κεφαλαίου προϋποθέτει την κατανάλωση, παραγωγική και ατομική, του συνολικού εμπορευματικού προϊόντος.

Κεντρική σημασία στον τύπο του εμπορευματικού κεφαλαίου διαδραματίζει ο μεσολαβητικός ρόλος του Ε. Αν το μεσαίο Ε (Μπ) δεν βρίσκεται διαθέσιμο στη σφαίρα της κυκλοφορίας, τότε καθίσταται αδύνατη η ολοκλήρωση της συνολικής κίνησης. Πρέπει επομένως το Ε (Μπ) να έχει πάρει τη μορφή Ε΄ στην κύκληση ενός άλλου ατομικού κεφαλαίου. Η κύκληση του άλλου ατομικού κεφαλαίου αποκαλύπτεται ως αναγκαίος όρος της ίδιας της κύκλησης του εμπορευματικού κεφαλαίου. Ακριβώς για αυτό τον λόγο, ο Μαρξ διαπιστώνει ότι σε αυτήν την κύκληση το Ε΄ λειτουργεί ως «αφετηρία, σημείο περάσματος και τέρμα της κίνησης και γι’ αυτό υπάρχει πάντα. Αποτελεί μόνιμο όρο της παραγωγικής διαδικασίας» (ό.π.: 92). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο τύπος του εμπορευματικού κεφαλαίου καταδεικνύει τον αλληλοπροϋποτιθέμενο ρόλο παραγωγής και κατανάλωσης.

Από τη σκοπιά της σχέσης λογικού και ιστορικού, ο τύπος του εμπορευματικού κεφαλαίου αναπαριστά τις κατ’ εξοχήν δομικές λειτουργίες της κυκλοφορίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που κινείται επί αντίστοιχης εαυτού βάσης. Εν τούτοις, ήδη από τη διαπλοκή της κίνησης του ενός κεφαλαίου με τα υπόλοιπα κεφάλαια φανερώνεται ότι ο εν λόγω τύπος απεικονίζει, σε ανηρημένη μορφή, την κίνηση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου που κινείται επί της δικής του βάσης. Σε αυτή τη μορφή φανερώνεται ότι αναγκαίος όρος για τη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής είναι να βρίσκονται εμπορεύματα στην αγορά και μάλιστα εμπορεύματα παρηγμένα με κεφαλαιοκρατικό τρόπο.8 Η ανηρημένη ιστορική πτυχή σχετίζεται με το γεγονός ότι στον τρίτο τύπο καταδεικνύεται ότι η αγορά έχει πλέον μετασχηματιστεί εξ’ ολοκλήρου από την κίνηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και αποτελεί πλέον μια κεφαλαιοκρατική αγορά. Απεικονίζεται έτσι η αμοιβαία αλληλοδιαπλοκή της κυκλοφορίας και της παραγωγής υπό το πρίσμα της κίνησης του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Πρόκειται επομένως για το ιστορικό στάδιο του ώριμου κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που κινείται επί της δικής του βάσης.9 Τούτων δοθέντων, στην τρίτη μορφή αρχίζει να αποκαλύπτεται ότι οι διάφοροι οικονομικοί συντελεστές έχουν υπαχθεί πραγματικά στη λογική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.


5. Η ολότητα των κυκλήσεων


5.1. Κυκλήσεις και αιτιότητα


Προηγουμένως δείχθηκε ότι κάθε τύπος κύκλησης απεικονίζει διαφορετικές λειτουργίες και σχέσεις ενώ συγχρόνως αναπαράγει σε ανηρημένη μορφή τη γενικότερη κίνηση της ιστορικής ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η ανηρημένη ιστορική πτυχή που εντοπίζεται στην παρουσίαση των τύπων της κύκλησης μπορεί να κατανοηθεί συστηματικότερα στη βάση των διαφορετικών επίπεδων αιτιότητας που απεικονίζουν οι τελευταίοι.10

Ο πρώτος τύπος (Χ…Χ΄) είναι ένας ολοκληρωμένος κύκλος, στον οποίο το αρχικό χρήμα με τη μορφή του προκαταβεβλημένου κεφαλαίου μετατρέπεται στο τέλος σε επαυξημένο χρήμα. Εξαιτίας της ολοκληρωμένης μορφής της κύκλησης, η επανέναρξή της υφίσταται μονάχα ως δυνατότητα, πράγμα που σημαίνει πως εκείνο που χαρακτηρίζει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι η συμπτωματικότητα (Βλ. Χέγκελ, 1969: 542-546). Όπως σημειώνει ο Μαρξ, «το Χ…Π…Χ΄ μπορεί εξίσου να είναι η τελευταία κύκληση, που σε περίπτωση αποχώρησης από την επιχείρηση τερματίζει τη λειτουργία ενός ατομικού κεφαλαίου, όπως μπορεί να είναι η πρώτη κύκληση ενός κεφαλαίου που μπαίνει για πρώτη φορά σε λειτουργία» (Μαρξ, 1979: 90). Το στοιχείο της συμπτωματικότητας σημαίνει επιπλέον ότι η κίνηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν έχει γίνει ακόμη κυρίαρχη. Το κεφάλαιο δεν παράγει ακόμη τους όρους της ιδιότυπης κίνησής του, αλλά τους προϋποθέτει ως δεδομένους. Υπό αυτό το πρίσμα, η κεφαλαιοκρατική κίνηση εδράζεται σε όρους εξωτερικούς από την ίδια.

Το στοιχείο της συμπτωματικότητας αποκαλύπτεται και από τη σύνδεση που κάνει ο Μαρξ μεταξύ των σχημάτων της κύκλησης και των διάφορων σχολώνοικονομικής σκέψης.11 Από τη σκοπιά της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας, ο τύπος του χρηματικού κεφαλαίου είναι η θεωρητική έκφραση της μερκαντιλιστικής θεώρησης (βλ. Sekine, 2020: 265). Στην τελευταία η παραγωγική διαδικασία φαίνεται σαν μέσο για την επαύξηση του χρήματος. Έτσι, στον τύπο Χ…Χ΄ η όλη κίνηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής προβάλλει σαν να εδράζεται στην υποκειμενική επιθυμία για πλουτισμό, δηλαδή σε όρους κατά βάση εξωτερικούς από την καθεαυτή κεφαλαιοκρατική διαδικασία παραγωγής. Η κίνηση η οποία διεξάγεται με δεσπόζοντα τον ρόλο των εξωτερικών όρων του δεδομένου συστήματος (κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής) χαρακτηρίζει τα αρχικά στάδια ανάπτυξης του συστήματος. Υπό αυτή την έννοια, η ανηρημένη ιστορική στιγμή μπορεί να διακριβωθεί και μέσω της αντιστοίχισης του συγκεκριμένου τύπου με τη θεώρηση του μερκαντιλισμού.

Στον δεύτερο τύπο (Π…Π), τα δύο άκρα υφίστανται με τη μορφή των αξιών χρήσης. Η αρχική κεφαλαιακή αξία περιέχεται στις αξίες χρήσης οι οποίες με το πέρας της παραγωγικής διαδικασίας θα οδηγήσουν στην προσαύξησή της. Το τελικό Π, είτε ως απλό Π είτε ως Π΄, είναι η επιστροφή του βιομηχανικού κεφαλαίου με τη μορφή του παραγωγικού κεφαλαίου. Έτσι, στο τελικό άκρο Π η κεφαλαιακή αξία δεν έχει αξιοποιηθεί με τη μορφή του χρήματος. Για αυτόν τον λόγο, η κίνηση που φτάνει έως το δεύτερο Π είναι ανολοκλήρωτη και οφείλει να συνεχιστεί. Διαπιστώνεται έτσι ότι η ίδια η λογική δομή του τύπου του παραγωγικού κεφαλαίου προϋποθέτει τη διαδικασία αναπαραγωγής (απλή ή διευρυμένη). Υπό αυτό το πρίσμα, ο τύπος του παραγωγικού κεφαλαίου απεικονίζει τη σχετική αναγκαιότητα12 αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Όπως τονίζει ο Τομπάζος, ο τύπος του παραγωγικού κεφαλαίου «εκφράζει μέσω της μορφής του την ανάγκη του κεφαλαίου να διατηρήσει τον εαυτό του μέσω μιας διαρκούς ανασυγκρότησης των εσωτερικών του οργάνων» (Tombazos, 2014: 129). Η αναγκαιότητα της αναπαραγωγής προβάλλει περισσότερο όταν το δεύτερο άκρο έχει τη μορφή Π΄, δηλαδή ένα μέρος της υπεραξίας έχει περάσει στο Π. Ωστόσο, ο ίδιος ο τύπος του παραγωγικού κεφαλαίου, ως αναπαραγόμενος, προϋποθέτει αναγκαία τη μετατροπή ενός μέρους της υπεραξίας σε κεφαλαιακή αξία.Το τελευταίο προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη ότι η αλλαγή των αξιακών όρων και συντελεστών παραγωγής διαταράσσει τη σχέση αρχικού και τελικού Π και υπό αυτή την έννοια καθίσταται αναγκαία η διασύνδεση της παραγόμενης υπεραξίας με την κύκληση του παραγωγικού κεφαλαίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εν λόγω τύπος εκφράζει σε ένα άρρητο επίπεδο την ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης της εσωτερικής κίνησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και την κλιμακούμενη διαδικασία μετατροπής των εξωτερικών όρων σε όρους καθορισμένους από το ίδιο το κεφάλαιο.

Ο συγκεκριμένος τύπος εκφράζει την προσέγγιση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, η οποία έβλεπε την κίνηση της παραγωγής με τη μορφή φυσικής αναγκαιότητας ενώ ταυτόχρονα παρέβλεπε τις ιδιοτυπίες του χρήματος και του χρηματικού κεφαλαίου (Μαρξ, 1979: 90-91). Έτσι, στο τύπο του παραγωγικού κεφαλαίου το Χ (Χ και χ) εμφανίζεται ως κάτι παροδικό ενώ η παραγωγή, ως παραγωγή αξιών χρήσης, και η ανανέωσή της προβάλλουν ως αυτοσκοπός. Έτσι, ενώ στον πρώτο τύπο το χρήμα προβάλλει ως ο κύριος μηχανισμός κίνησης του κεφαλαίου, στον δεύτερο τύπο ως κινητήρια δύναμη του κεφαλαίου προβάλλει η ίδια η παραγωγή ως αύξηση του υλικού πλούτου.

Στον τρίτο τύπο (Ε΄…Ε΄) η κίνηση αρχίζει και τελειώνει με το Ε΄ το οποίο περιλαμβάνει την κεφαλαιακή αξία και την υπεραξία. Όπως και στην περίπτωση του δεύτερου τύπου η κύκληση δεν είναι ολοκληρωμένη γιατί δεν τελειώνει με τη μορφή του χρήματος. Έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο ο τρίτος τύπος προϋποθέτει την αναπαραγωγή. Ωστόσο, όπως είδαμε παραπάνω, η ιδιοτυπία του εν λόγω τύπου δεν έγκειται απλώς στην αναπαραγωγή αλλά και στον διαμορφωμένο κεφαλαιοκρατικό της χαρακτήρα. Η διαφορά του τρίτου τύπου έγκειται στο γεγονός ότι διαπλέκεται άμεσα με τις κυκλήσεις των άλλων κεφαλαίων και τις προϋποθέτει. Όπως τονίζει ο Μαρξ,


«στη μορφή Ι μπορεί το Χ να είναι το πρώτο χρηματικό κεφάλαιο, στη μορφή ΙΙ μπορεί το Π να είναι το πρώτο παραγωγικό κεφάλαιο που εμφανίζεται στη σκηνή της ιστορίας, στη μορφή ΙΙΙ όμως το Ε προϋποτίθεται δυο φορές έξω από την κύκληση» (ό.π.: 93).


Αυτό σημαίνει ότι η λογική δομή του τύπου του εμπορευματικού κεφαλαίου προϋποθέτει την κίνηση του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, ο τύπος του εμπορευματικού κεφαλαίου απεικονίζει την καθολική13 αναγκαιότητα της κίνησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, απεικονίζει το κεφάλαιοως ένα σύστημα που αναπαράγει τις ίδιες τις προϋποθέσεις της ύπαρξής του, δηλαδή ως μια αυτοαναπαραγόμενη ολότητα (Reuten, 2014: 244-245).

Από τη σκοπιά της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας, ο τρίτος τύπος συνδέεται με το Tableau é conomique του Quesnay, στο οποίο αποτυπώνεται η συνολική διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου ως διαδικασία αναπαραγωγής και ως εκ τούτου απεικονίζεται η διαπλοκή των διαφορετικών παραγόντων του κεφαλαίου, όπως του χρήματος, του εισοδήματος, η σχέση παραγωγικής και ατομικής κατανάλωσης κ.ά. (Μαρξ 1984: 379).14Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι εδώ δεν υποστηρίζουμε ότι υπάρχει μια πλήρης παραλληλία μεταξύ της ανάπτυξης των πλευρών του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής με την πορεία ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας. Το Tableau Economique , το οποίο εκδίδεται το 1758, είναι ένα έργο που ανήκει στη σχολή των Φυσιοκρατών και όχι στην κλασική πολιτική οικονομία. Στο παρόν άρθρο δεν καταπιανόμαστε με τα ζητήματα λογικού και ιστορικού που σχετίζονται με τη διαδικασία ανάπτυξης της επιστήμης περί του αντικειμένου. Η αναφορά στα στάδια ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας γίνεται για να καταδειχθεί ότι οι αναφερθέντες τύποι στην πραγμάτευση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου σχετίζονται με ορισμένες βαθμίδες ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης του αντικειμένου και οι οποίες με τη σειρά τους συνδέονται, αν και όχι μονοσήμαντα, με διαφορετικά στάδια της ιστορικής ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.


5.2. Κύκληση και κυκλικότητα της λογικής έκθεσης των οικονομικών κατηγοριών


Τονίστηκε ότι η έκθεση των τριών τύπων της κύκλησης συνιστά πρώτα και κύρια λογική απεικόνιση της δομής του ώριμου κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που κινείται επί της δικής του βάσης. Ωστόσο, το αλληλοπροϋποτιθέμενο των τριών κυκλήσεων μπορεί να εντοπιστεί, σε ένα πρώτο και άμεσο επίπεδο, ήδη από το τμήμα που ο Μαρξ αφιερώνει κατά την εξέταση του χρηματικού κεφαλαίου. Εξετάζοντας την επανάληψη της κύκλησης του χρηματικού κεφαλαίου προκύπτει ο τύπος Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π… κλπ. (Μαρξ, 1979: 60). Σε αυτόν τον τύπο απεικονίζεται η συγχρονική διάσταση του αλληλοπροϋποτιθέμενου και του αλληλοαποκλειόμενου των λειτουργικών μορφών του κεφαλαίου. Η κύκληση του κεφαλαίου παρουσιάζεται ως αδιάλειπτη μετάβαση από τη μία λειτουργική μορφή στην άλλη. Έτσι, ο παραπάνω τύπος παρουσιάζει την κύκληση του κεφαλαίου όπως προβάλλει στην αμεσότητα της διαδικασίας της κυκλοφορίας.

Μπορεί να διαπιστωθεί ότι ο εν λόγω τύπος περιλαμβάνει ήδη τον τύπο του παραγωγικού και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Αναλυτικότερα, κάθε κύκληση μπορεί να υποδιαιρεθεί σε τέσσερεις ξεχωριστές στιγμές. Αν από τον παραπάνω τύπο αφαιρέσουμε τις πρώτες δύο στιγμές (Χ-Ε…Π) και πάρουμε τις επόμενες τέσσερεις (Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π), εκείνο που προκύπτει είναι ο τύπος του παραγωγικού κεφαλαίου. Αντίστοιχα, αν η αφαίρεση γίνει για τις τρεις πρώτες στιγμές (Χ-Ε…Π…Ε΄), τότε προκύπτει ο τύπος του εμπορευματικού κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, οι τύποι του παραγωγικού και του εμπορευματικού κεφαλαίου προκύπτουν από τον αναλυτικό διαμελισμό του τύπου Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π… κλπ. Στο τέταρτο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου , με τίτλο «Τα τρία σχήματα της διαδικασίας κύκλησης», ο Μαρξ, έχοντας εκθέσει τους τρεις τύπους της κύκλησης, περνά στην εξέταση της ενότητάς τους. Απεικονίζοντας τη συνολική διαδικασία κυκλοφορίας με Σκ, εκθέτει εν συνόλω τα τρία σχήματα της κύκλησης του κεφαλαίου, τα οποία έχουν ως εξής: 1) Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄, 2) Π…Σκ…Π, 3) Σκ…Π (Ε΄). Βάσει αυτών των τριών σχημάτων της κύκλησης, ο Μαρξ καταλήγει στη διαπίστωση ότι «σ’ ένα διαρκώς περιστρεφόμενο κύκλο κάθε σημείο είναι ταυτόχρονα σημείο αφετηρίας και σημείο επιστροφής» (ό.π.: 99). Η συγκεκριμένη διαπίστωση του Μαρξ στο τέταρτο κεφάλαιο θα μπορούσε επίσης να διατυπωθεί και στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, κατά την εξέταση του τύπου Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π… κλπ. Εν τούτοις, αυτό που φανερώνει ο παραπάνω τύπος είναι η διαρκής μετάβαση του κεφαλαίου από τη μία λειτουργική μορφή στην άλλη και όχι την ιδιότυπη λειτουργία των διαφορετικών μορφών κύκλησης. Για αυτόν τον λόγο, ο Μαρξ αρχίζει από την αμεσότητα της κύκλησης του κεφαλαίου με τον τύπο Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π…Ε΄-Χ΄· Χ-Ε…Π… κλπ., περνά στην άρνησή της διαμέσου του αναλυτικού διαμελισμού της και της ειδικής εξέτασης της κάθε ξεχωριστής κύκλησης και τέλος επιστρέφει στη σύνθεση των διαμελισμένων στιγμών στη βάση των τριών σχημάτων της κύκλησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αυτοκίνηση του κεφαλαίου ως ολότητας απεικονίζεται αποκλειστικά από την ενότητα των τριών τύπων και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Η ενότητα αυτή όμως είναι το αποτέλεσμα της κυκλικότητας της λογικής κίνησης που εκκινεί από την αμεσότητα της κύκλησης, περνά στην άρνηση και εν συνεχεία στην άρνηση της άρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο πλέον ο Μαρξ διαπιστώνει ότι,


«το κεφάλαιο σαν σύνολο βρίσκεται στις διάφορες φάσεις του ταυτόχρονα και παράλληλα στο χώρο. Διαρκώς όμως κάθε μέρος περνάει διαδοχικά από τη μια φάση, από τη μια λειτουργική μορφή στην άλλη και έτσι λειτουργεί διαδοχικά σε όλες. Έτσι οι μορφές είναι ρευστές μορφές που η σύγχρονη ύπαρξή τους γίνεται δυνατή χάρη στη διαδοχή τους. Κάθε μορφή ακολουθεί την άλλη και προηγείται απ’ αυτήν, έτσι που η επιστροφή του ενός μέρους του κεφαλαίου σε μια μορφή καθορίζεται από την επιστροφή του άλλου σε μια άλλη μορφή. Κάθε μέρος διαγράφει διαρκώς τη δική του κυκλοφορία, άλλο όμως είναι πάντα το μέρος του κεφαλαίου που βρίσκεται με τη μορφή αυτή, κι αυτές οι ιδιαίτερες κυκλοφορίες αποτελούν μόνο ταυτόχρονες και διαδοχικές φάσεις της συνολικής πορείας. Μόνο στην ενότητα των τριών κυκλικών κινήσεων πραγματοποιείται η συνέχεια της συνολικής διαδικασίας, και όχι στη διακοπή που περιγράψαμε πιο πάνω. Το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο έχει πάντα αυτή τη συνέχεια, και η διαδικασία του είναι πάντα η ενότητα των τριών κυκλικών κινήσεων» (ό.π.: 102).


Εν κατακλείδι, η εξέταση των κυκλήσεων δείχνει ότι παρ’ ότι η ανάλυση του Μαρξ παραμένει πρώτα και κύρια λογική (συγχρονία), δηλαδή συνιστά εξέταση της δομής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, την ίδια στιγμή η λογική έκθεση των τριών τύπων απεικονίζει σε ανηρημένη μορφή τα διαφορετικά ιστορικά στάδια ανάπτυξής του (διαχρονία) και αντίστοιχα τη διαδικασία διαμόρφωσης της εσωτερικής του αυτοκίνησης (Βλ. Vazjulin, 2006: 262). Η διαδικασία διαμόρφωσης της αυτοκίνησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εδράζεται στην ανάπτυξη των διαφορετικών τύπων αιτιότητας όπως εκτέθηκαν προηγουμένως. Ο πρώτος τύπος απεικονίζει την κίνηση του κεφαλαίου ως διαδικασία προσαύξησης της κεφαλαιακής αξίας ενός ατομικού κεφαλαιοκράτη. Ο δεύτερος τύπος την απεικονίζει ως μια διαρκή διαδικασία συσσώρευσης πλούτου μιας ατομικής επιχείρησης. Ο τρίτος τύπος απεικονίζει την κίνηση του κεφαλαίου μονάχα ως ένα τμήμα της κίνησης του κοινωνικού κεφαλαίου ως ολότητας (Sekine, 2020: 270-278). Η ενότητα των τριών κυκλήσεων, η οποία απεικονίζει την εσωτερική και αντιφατική κίνηση του κεφαλαίου που κινείται επί της δικής του βάσης, εμπεριέχει εντός της, σε ανηρημένη μορφή, αυτήν την κίνηση όπως διαμορφώθηκε βαθμιαία κατά τα προγενέστερα στάδια της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης.


6. Συμπεράσματα


Στο παρόν άρθρο παρουσιάστηκε η βασική πτυχή της σχέσης λογικού και ιστορικού που χαρακτηρίζει τημαρξική ανάλυση της κυκλοφορίας στο πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου . Δείξαμε ότι στην εξέταση των κυκλήσεων δεσπόζει εν γένει και εν συνόλω ο λογικός τρόπος εξέτασης, δηλαδή η εξέταση των δεδομένων δομικών πλευρών του αντικειμένου, οι οποίες υφίσταται συγχρονικά.Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η εν λόγω λογική εξέταση συνιστά ταυτόχρονα απεικόνιση της ιστορικής ανάπτυξης του αντικειμένου σε ανηρημένη μορφή. Με άλλα λόγια, η λογική έκθεση των πλευρών του αυτοαναπτυσσόμενου αντικειμένου, ακριβώς επειδή απεικονίζει την ίδια την αυτοανάπτυξη του δεδομένου αντικειμένου, εκ των πραγμάτων αναπαράγει, σε ανηρημένη μορφή, τη γενικότερη πορεία της ιστορικής του ανάπτυξης. Την εν λόγω πτυχή επιχειρήσαμε να αναδείξουμε μέσω της λεπτομερούς ανάλυσης της λογικής έκθεσης των τριών τύπων κύκλησης του κεφαλαίου και των σχέσεων που απεικονίζουν. Τούτων δοθέντων, το ερώτημα αν ο Μαρξ στο Κεφάλαιο αναπτύσσει μια δομική ή ιστορική εξέταση15 είναι άνευ επιστημολογικής σημασίας κατά τη γνώμη μας, στον βαθμό που δεν κατανοείται το γεγονός ότι η ίδια η μαρξική μέθοδος περιέχει εντός της, σε ανηρημένη μορφή, την ιστορική εξέταση του αντικειμένου.

Τούτη η γενικότερη σύμπτωση λογικής και ιστορικής αλληλουχίας στη λογική του Κεφαλαίου αποτελεί την κύρια πλευρά αλλά όχι τη μοναδική του προβλήματος λογικού και ιστορικού. Στο Κεφάλαιο υπάρχουν διαφορετικοί τύποι συσχέτισης λογικού και ιστορικού μεταξύ των οποίων πτυχές της εξέτασης του Μαρξ όπου η λογική αλληλουχία της απεικόνισης των πλευρών του κεφαλαίου βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την ιστορική αλληλουχία.16 Η ειδικότερη μελέτη των διαφορετικών τύπων συσχέτισης λογικού και ιστορικού στο Κεφάλαιο αποτελεί ένα ξεχωριστό ερευνητικό ζήτημα17. Στο παρόν άρθρο εστιάσαμε στην ανάλυση των κυκλήσεων γιατί μέσω αυτών καθίσταται σαφής η γενικότερη σύμπτωση λογικής και ιστορικής αλληλουχίας που χαρακτηρίζει την όλη διάρθρωση της λογικής του Κεφαλαίου . Ωστόσο, όπως τονίστηκε, τόσο η απολυτοποίηση της ταυτότητας όσο και η απολυτοποίηση της διαφοράς της λογικής και της ιστορικής πτυχής δεν ευνοούν τη συστηματική κατανόηση της μεθόδου του Μαρξ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η περαιτέρω μελέτη του προβλήματος του λογικού και του ιστορικού είναι αποφασιστικής σημασίας τόσο για την εμβάθυνση στην ίδια τη μέθοδο του Κεφαλαίου όσο και για την αξιοποίησή της στο πλαίσιο των σημερινών επιστημονικών ζητημάτων.


Βιβλιογραφία


Althusser, L., E. Balibar, R. Establet, P. Macherey, & J. Rancière (2003). Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο . Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Αριστοτέλης (1993), Μετά τα φυσικά 2 (Ε-Ι), Άπαντα 11 . Αθήνα: Κάκτος.

Arthur, Ch. (1997). “Againstthe Logical-Historical Method: Dialectical Derivation versus Linear Logic”, στο F. Moseley and M. Campbell (eds.), New Investigations of Marx’s Method. NewYork: HumanityBooks: 9–37.

Arthur, Ch. (1998a). “Engels, Logic and History”, στο R. Bellofiore (ed.), Marxian Economics: A Reappraisal. Essays on Volume III of Capital. London: Macmillan Press: 3–15.

Arthur, Ch. (1998b). “The Fluidity of Capital and the Logic of the Concept”, στο Ch. Arthur and G. Reuten (eds.), The Circulation of Capital. Essays on Volume Two of Marx’s Capital . London: Macmillan Press: 95–128.

Arthur, Ch. (2004). The New Dialectic and Marx’s Capital . Leiden· Boston, MA.: Brill.

Βαζιούλιν, Β.Α. (1994). «Το πρόβλημα της αντίφασης στο “Κεφάλαιο” του Κ. Μαρξ». Ουτοπία . 12: 17-28.

Βαζιούλιν, Β.Α. (2019). «Υπέρ της ιστορικής προσέγγισης στο πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού». Κομμουνιστική Επιθεώρηση . (6): 145-163.

Banaji, J. (2015). “From the Commodity to Capital: Hegel’s DialecticinMarx’s Capital ”, στο D. Elson (ed.) Value: The Representation of Labour in Capitalism. London: Verso: 28-61.

Bidet, J. (2007). Exploring Marx’s Capital. Philosophical, Economic and Political Dimensions . Leiden· Boston: Brill.

Campbell, M. (1993). “The Commodity as ‘CharacteristicForm’”, στο R. Blackwell, J. Chatha and Edward J. N (eds.), Economics as Worldly Philosophy . Houndmills· Basingstoke· Hampshire: Palgrave Macmillan: 269-302.

Campbell, M. (1998). “Money in the Circulation of Capital”, στο Ch. Arthur and G. Reuten (eds.), The Circulation of Capital. Essays on Volume Two of Marx’s Capital . London: Macmillan Press: 129-157.

Dafermos, M. (2021). “Rethinking the relationship between Marx’s Capital and Hegel’s Science of Logic : The tradition of creative Soviet Marxism”. Capital and Class , 46(1):77-93.

Ένγκελς, Φ. (2010). «Η “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” του Καρλ Μαρξ», στο Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας . Αθήνα: ΣύγχρονηΕποχή.

Fineschi, R. (2014). “On Hegel’s Methodological Legacy in Marx”, στο F. Moseley and T. Smith (eds.), Marx’s Capital and Hegel’s Logic . Leiden/Boston, MA.: Brill: 140-163.

Hegel, G.W.F. (1969). Hegel’s Science of Logic. (trans. A.V. Miller). New York: Humanity Books.

Hegel, G.W.F. (2010). Encyclopedia of the Philosophical Sciences in Basic Outline. Part I: Science of Logic. (trans. Brinkmann K and D.O. Dahlstrom) Cambridge: Cambridge University Press.

Ιλιένκοφ, Ε. Β. (2017). Η διαλεκτική του συγκεκριμένου και του αφηρημένου στο Κεφάλαιο του Μαρξ . Θεσ/κη: Ένεκεν.

Limnatis, N. (2006). “Reason and Understanding in Hegelian Philosophy”, The Southern Journal of Philosophy , 44(4): 607-627.

Μαρξ, Κ. (1979). Το Κεφάλαιο, τ.2. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ (1983). Αποτελέσματα της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας . Αθήνα: Α/συνέχεια

Μαρξ, Κ. (1984). Θεωρίες για την Υπεραξία . τ. 1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1990). Grundrisse , τ.Α ΄. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ, Κ. (2010). Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας . Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Marx, K. (2016). Το Κεφάλαιο , τ. 1. Αθήνα: ΚΨΜ.

Marx, K. (2021). Χειρόγραφο 1865 . Αθήνα. ΚΨΜ.

Meek, R. (1973). Studies in the labor theory of value . London: MonthlyReviewPress.

Moseley, F. (1998). “Marx’s Reproduction Schemes and Smith’s Dogma”, στο C. Arthur and G. Reuten (eds.), The Circulation of Capital. Essays on Volume Two of Marx’s Capital . London: Macmillan Press: 159-185.

Moseley, F. (2014). “The Universal and the Particulars in Hegel’s Logic and Marx’s Capital”στο F. Moseley and T. Smith (eds.), Marx’s Capital and Hegel’s Logic . Leiden/Boston, MA.: Brill: 115–139.

Murray, P. (2003). “Things Fall Apart: Historical and Systematic Dialectics and the Critique of Political Economy”, στο R. Albritton and J. Simoulidis (eds.), New Dialectics and Political Economy . NY: PalgraveMacmillan: 150–172.

Νίνος, Ι. (2021). Η σχέση λογικού και ιστορικού στο γίγνεσθαι της διαλεκτικής λογικής: επιστημολογικές έρευνες στο έργο των Χέγκελ, Μαρξ και Βαζιούλιν . Διδακτορική διατριβή. Κρήτη: Πολυτεχνείο Κρήτης.

Ollman, B. (2003). Dance of the Dialectic . Urbana: University of Illinois Press.

Πατέλης, Δ. (2004). «Η Διαλεκτική του γίγνεσθαι της Πολιτικής Οικονομίας». Επιθεώρηση Οικονομικών Επιστημών. (6): 103–128.

Pavlidis, P. (2010), “Critical Thinking as Dialectics: a Hegelian-Marxist approach”, Journal for Critical Education Policy Studies , (8)2: 75–101.

Reuten, G. (1993). “The Difficult Labor of a Theory of Social Value: Metaphors and Systematic Dialectics at the Beginning of Marx’s Capital ”, στοF. Moseley (ed.), Marx’s Method in “Capital : a Reexamination , New Jersey: Humanities Press: 89-113.

Reuten, G. (1998). “The Status of Marx’s Reproduction Schemes: Conventional or Dialectical Logic?”στο Ch. Arthur and G. Reuten G (eds.), The Circulation of Capital. Essays on Volume Two of Marx’s Capital . London: Macmillan Press.

Reuten, G. (2014). “An Outline of the Systematic-Dialectical Method: Scientific and Political Significance”, στο F. Moseley and T. Smith T (eds.), Marx’s Capital and Hegel’s Logic . Leiden/Boston, MA.: Brill: 243–268.

Sekine, T. (2020). The Dialectic of Capital: A Study of the Inner Logic of Capitalism (2 Vols.) Leiden·Boston, MA.: Brill

Smith, T. (1990). The Logic of Marx’s Capital: Replies to Hegelian Criticisms . NY: SUNY Press.

Smith, T. (1993a). Dialectical Social Theory and Its Critics f rom Hegel to Analytical Marxism and Postmodernism . Albany: State University of New York Press

Smith, T. (1993b). “Marx’s Capital and Hegelian Dialectical Logic”, στο F. Moseley (ed.), Marx’s Method in “Capital : a Reexamination , New Jersey: Humanities Press: 15-36.

Σπινόζα, Μπ. (2009). Ηθική . Αθήνα: Εκκρεμές.

Sweezy, P. (1970). The Theory of Capitalist Development: Principals of Marxian Political Economy . New York· London: Monthly Review Press.

Σωτηρόπουλος, Δ., Γ. Μηλιός, και Σ. Λαπατσιώρας (2013). «Χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο: Παραγωγικό ή “παρασιτικό”;» Θέσεις . 123.

Tombazos, S. (2014). Time in Marx. The Categories of Time in Marx’s Capital . Leiden/Boston, MA.: Brill.

Vazjulin, V. (2006). Die Logik des «Kapitals» von Karl Marx . Norderstedt: Books on DemandGmbH.

Zeleny, J. (1980). The Logic of Marx . Oxford: Basil Blackwell.

1 Ιδιαίτερη συμβολή στη συζήτηση περί συστηματικής διαλεκτικής έχουν οι εργασίες των Arthur, 2004· Campbell, 1998: 129-157· Moseley, 2014: 115-139· Murray, 2003: 150-172· Ollman, 2003: 182-192· Reuten, 89-113· Smith, 1993b:15-36· Sekine, 2020. Το ρεύμα της «Συστηματικής διαλεκτικής» έχει συμβάλει στη συστηματική κατανόηση της διαλεκτικής μεθόδου μακριά από τις δογματικές και απλουστευτικές σχηματοποιήσεις που κυριάρχησαν (και κυριαρχούν ακόμη σε έναν βαθμό) στον μαρξιστικό θεωρητικό διάλογο.

2 Επιχειρηματολογία που κινείται στην ίδια κατεύθυνση αναπτύσσουν επίσης οι L. Althusser και J. Bidet. Βλ. Althusser σε Althusser, Balibar, Establet, Macherey, Rancière, 2003: 277-454· Bidet, 2007: 232.

3 Βλ. επίσης Zeleny, 1980: 35-46.

4 Αυτή η διττή και αντιφατική κίνηση της λογικής ανάπτυξης αποτυπώνεται σε γνωσιοθεωρητικό επίπεδο από τη σχέση διάνοιας ( Verstand) και λόγου ( Vernunft). Για μια συστηματικότερη ανάλυση της διάνοιας και του λόγου βλ. Hegel, 2010: 125-135·Limnatis, 2006: 607-627· Pavlidis, 2010: 86-95. Σχετικά με τη μετάβαση από τον πρώτο στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου υπό το πρίσμα της μελέτης της κυκλοφορίας βλ. επίσης Arthur, 1998b: 96-98.

5 Για τον Χέγκελ, άρση σημαίνει συγχρόνως υπέρβαση, ακύρωση και διατήρηση. Όταν κάτι απεικονίζεται σε ανηρημένη μορφή σημαίνει ότι δεν απεικονίζεται ως τέτοιο αλλά ως διατηρημένη και μετασχηματισμένη στιγμή εντός μιας πιο ανεπτυγμένης ενότητας ύστερα από την άρνησή του. (Βλ. Hegel, 1969: 106-108).

6 Παρότι στοχαστές όπως οιArthur, Bidet, Campbell, Smith, Sekine κ.ά., έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην αναβάθμιση της θεωρητικής συζήτησης για τη μέθοδο του Κεφαλαίου , ταυτόχρονα παραβλέπουν τη διάσταση της «ανηρημένης στιγμής», η οποία είναι ουσιαστική συγκροτητική πλευρά της μεθόδου του Μαρξ (Arthur, 2004, 1998a· Bidet, 2007· Campbell, 1993, 1998· Smith, 1993a, 1993b· Sekine, 2020).

7 Όπως τονίζει ο Μαρξ «το Χ - Ε – Χ΄ είναι ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, όπως εμφανίζεται με άμεσο [unmittelbar] τρόπο στη σφαίρα κυκλοφορίας» (Marx, 2016: 131).

8 Η μονομερής κατανόηση του εν λόγω τύπου οδηγεί στη θεώρηση που βλέπει τα συστατικά στοιχεία της παραγωγικής διαδικασίας σαν να προέρχονται αποκλειστικά από τη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Ο Μαρξ επισημαίνει αυτή την αντικειμενική πλάνη και τον κίνδυνο αγνόησης των συντελεστών της παραγωγής, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι από τα εμπορευματικά στοιχεία (Μαρξ, 1979: 97).

9 Ο Μαρξ τονίζει ότι είναι στον ώριμο κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής όπου τα μέσα παραγωγής που ανταλλάσσονται στην κυκλοφορία αποτελούν κατά βάσει ξένο εμπορευματικό κεφάλαιο. Βλ. Μαρξ, 1979: 107.

10 Για μια επιπρόσθετη μελέτη του ζητήματος της αιτιότητας σε σχέση με τη μέθοδο του Μαρξ βλ. Reuten, 2014: 243-268.

11 Για μια ανάλυση του αντιφατικού τρόπου ανάπτυξης της οικονομικής σκέψης υπό το πρίσμα των σταδίων της γνωστικής διαδικασίας βλ. Πατέλης, 2004: 103-128.

12 Σε αυτό το σημείο γίνεται λόγος περί σχετικής αναγκαιότητας γιατί εδώ ακόμη αντικείμενο εξέτασης αποτελεί η κίνηση ενός ατομικού κεφαλαίου. Βλ. επίσης Hegel, 1969: 546-550.

13 Χρησιμοποιούμε τον όρο καθολική αναγκαιότητα αντί της εγελιανής έννοιας απόλυτη αναγκαιότητα για να δώσουμε έμφαση στη διαφορά μεταξύ υλιστικής και ιδεαλιστικής προσέγγισης.

14 Σχετικά με την επεξεργασία του Tableau économique του Quesnay από τον Μαρξ βλ. επίσης Moseley, 1998: 159-185.

15 Βλ. την αντιπαράθεση των εκπροσώπων της «Συστηματικής διαλεκτικής» με τις προσεγγίσεις των Meek, Sweezy κ.ά. Arthur, 1997: 9-37· Banaji, 2015: 28-61· Campbell, 1993: 269-302.

16 Για αυτό το ζήτημα, ενδεικτικά βλ. Bidet, 2007:172-173 Vazjulin, 2006: 248.

17 Για μια αναλυτική πραγμάτευση της σχέσης λογικού και ιστορικού βλ. Νίνος, 2021.