Τρόπος παραγωγής: Συγκυρία, αστάθμητο και κοινωνικός ανταγωνισμός.
Προς μία οντολογική ανακατασκευή
της λεγόμενης «πρωταρχικής συσσώρευσης»
του Γιώργου Κοτταρίδη
Προλεγόμενα
« H διαλεκτική μέθοδος παρουσίασης είναι σωστή μόνο όταν γνωρίζει τα όριά της» .1
Ο Althusser στο τελευταίο ημιτελές έργο του, αδημοσίευτο μέχρι τον θάνατό του, υποστηρίζει ότι ο Μαρξ αποτελεί κομμάτι μίας υλιστικής φιλοσοφίας, μιας υπόγειας ιστορίας ενός ριζοσπαστικού υλισμού, ο οποίος «πολεμήθηκε και απωθήθηκε» από τη νενομισμένη φιλοσοφική σκέψη. Πιο συγκεκριμένα, το έργο του Μαρξ διέπεται από δύο διαφορετικά υλιστικά ρεύματα. Έναν υλισμό που παραμένει υποτελής στον ιδεαλισμό, εγκλωβισμένος στη δυτική μεταφυσική παράδοση, και έναν υλισμό που εκ των έσω την υποσκάπτει και τείνει να της διαφύγει. Υπό αυτό το πρίσμα, η έννοια του τρόπου παραγωγής, στη βάση της οποίας ο Μαρξ ασκεί κριτική στην κλασική Πολιτική Οικονομία και ανακατασκευάζει την «εσωτερική οργάνωση» του κεφαλαιοκρατικού κόσμου «στον ιδανικό του μέσο όρο» (Μαρξ 2013: 1020), διέπεται από δύο ριζικά ετερογενείς λογικές. Μία ουσιοκρατική και τελεολογική λογική, όπου εντοπίζεται «στα εκτενή χωρία του Κεφαλαίου , σχετικά με την ουσία της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας», αλλά και μία αντι-μεταφυσική και ιστορικο-αστάθμητη λογική που βρίσκεται σε υποκαθορισμένη θέση στο σύνολο του έργου του και εκφράζεται κατά βάση σε κάποια τμήματα των χειρογράφων του 1857-1858 ( Grundrisse), αλλά και στα ιστορικά κεφάλαια του Κεφαλαίου για την πρωταρχική συσσώρευση, την εργάσιμη μέρα κλπ. (Althusser 2018: 69-70, 73). Ο Althusser, παρότι άφησε αρκετές σημειώσεις για το λεγόμενο υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης ανασύροντάς το απ’ τη λήθη, δεν ασχολήθηκε ποτέ διεξοδικά με τα κείμενα του Μαρξ που ο ίδιος υπέδειξε, δεν ξέθαψε ποτέ αυτή τη δεύτερη έννοια του τρόπου παραγωγής που ο ίδιος ανέδειξε. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι ο εντοπισμός κάποιων στοιχείων αυτής της αντι-μεταφυσικής έννοιας του τρόπου παραγωγής, μέσα από την ανασυγκρότηση μιας οντολογίας της πρωταρχικής συσσώρευσης, με βάση το 24ο κεφάλαιο του 1ου τόμου του Κεφαλαίου .
Tο επιχείρημά μας αρθρώνεται ως εξής: Στο πρώτο κεφάλαιο, θα σκιαγραφήσουμε τις δύο «πρώτες στιγμές» της συγκυρίας της πρωταρχικής συσσώρευσης που αντιστοιχούν στα διάφορα συμβάντα, τα οποία σχετίζονται με την απαλλοτρίωση των μαζών και τη λεγόμενη «αιματηρή νομοθεσία». Στόχος μας είναι να δείξουμε ότι αυτά τα «φαινόμενα» είναι αδύνατον να αναχθούν σε ένα αφηρημένο διαλεκτικό σχήμα παραγωγής και αναπαραγωγής της κεφαλαιοκρατικής «εξουσίας» και ότι η ίδια η «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» που ακολουθεί ο Μαρξ, μας οδηγεί σε μία διαφορετικού τύπου «διαλεκτική». Εδώ, προκύπτει ότι η πρωταρχική συσσώρευση αδυνατεί να εξηγήσει την ιστορική «γένεση» της κεφαλαιακής σχέσης καθώς προϋποθέτει μία έννοια που καλούμαστε να εξαγάγουμε στο δεύτερο κεφάλαιο. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο θα ανακατασκευάσουμε κριτικά κάποια σημεία της προβληματικής της συνέχειας των διαδικασιών πρωταρχικής συσσώρευσης˙ θα υποστηρίξουμε ότι η σχέση κεφαλαίου είναι στη ρίζα της συγκρουσιακή και ανταγωνιστική. Σε αυτή τη βάση, θα συγκροτήσουμε και τη δεύτερη έννοια τρόπου παραγωγής που προαναφέραμε.
1. Μύθος και βίαιος μετασχηματισμός
1.1. Η ανάλυση της διαδικασίας ανάδυσης της κεφαλαιακής σχέσης και των θεμελιωδών κατηγοριών του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής συναντά, εκ πρώτης όψεως, ένα αδιέξοδο: η κεφαλαιοκρατική παραγωγή μοιάζει να προϋποθέτει διαρκώς τους όρους της και έτσι, στην προσπάθεια αναζήτησης των απαρχών της, φαίνεται να μπλεκόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο. Τα στοιχεία της σχέσης κεφαλαίου εμφανίζονται σαν αποτελέσματα της ύπαρξης και της πραγματοποίησής της. Από τη μία μεριά, προϋποτίθεται διαρκώς ο κάτοχος του χρήματος και των μέσων παραγωγής και από την άλλη, ένα απογυμνωμένο πλήθος που δεν κατέχει τίποτε άλλο πέρα από την εργασιακή του δύναμη. Όπως η κεφαλαιακή συσσώρευση προϋποθέτει την υπεραξία και η υπεραξία την κεφαλαιοκρατική μορφή παραγωγής, έτσι και η κεφαλαιοκρατική παραγωγή προϋποθέτει πάντοτε - ήδη τη μισθωτή σχέση (Μαρξ 1978: 738).
Η λύση που δίνει η κλασική Πολιτική Οικονομία σε αυτό το αίνιγμα εντοπίζεται στην υπόθεση μίας «αρχικής συσσώρευσης» (“PreviousAccumulation” [προγενέστερη συσσώρευση] στον A. Smith) που δεν συνιστά αποτέλεσμα αλλά προηγείται, λογικά και ιστορικά, της κεφαλαιακής σχέσης (που οι κλασικοί οικονομολόγοι αντιλαμβάνονται ως «την οικονομία της αγοράς») και αποτελεί αφετηρία της.2 Η Πολιτική Οικονομία δημιουργεί έναν μύθο όμοιο με αυτόν του προπατορικού αμαρτήματος, που η κρυφή του βάση θεμελιώνεται σε μία επιθυμητική και ηθική διαφορά. Όπως γράφει ο Μαρξ:
«Σε μια πολύ παλιά εποχή υπήρχαν, από τη μια μεριά, μια επίλεκτη μερίδα ανθρώπων εργατικών, έξυπνων και προπάντων οικονόμων και, από την άλλη, τεμπέλικα χαμένα κορμιά που σπαταλούσαν σε γλέντια όλα όσα είχαν κι ακόμα παραπάνω. Είναι αλήθεια ότι ο μύθος του θεολογικού προπατορικού αμαρτήματος μάς διηγιέται πώς ο άνθρωπος καταδικάστηκε να τρώει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του˙ αντίθετα η ιστορία του οικονομικού προπατορικού αμαρτήματος μάς αποκαλύπτει πώς γίνεται και υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν καθόλου ανάγκη να το κάνουν αυτό. Εξάλλου το ίδιο κάνει. Έτσι συνέβηκε, ώστε οι πρώτοι να συσσωρεύσουν πλούτο και οι δεύτεροι τελικά να μην έχουν τίποτα άλλο να πουλήσουν εκτός από το τομάρι τους. Κι από το προπατορικό αυτό αμάρτημα χρονολογείται η φτώχεια της μεγάλης μάζας, που παρ’ όλη την εργασία της εξακολουθεί να μην έχει τίποτα άλλο να πουλήσει εκτός από τον ίδιο τον εαυτό της, και ο πλούτος των λίγων, που διαρκώς αυξάνει, παρόλο που από πολύ-πολύ καιρό έχουν παύσει να εργάζονται» (Μαρξ 1978: 738-739).
Ο μύθος που σκαρφίζεται η Πολιτική Οικονομία φαίνεται να προϋποθέτει ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής έχει προϋπάρξει ως αφηρημένη δυνατότητα ήδη στα στοιχεία του, ενώ τα τελευταία αποκτούν την ταυτότητα και τη διακρισιμότητά τους βάσει δύο αντιθετικών, αλλά και αλληλοσυμπληρωματικών ανθρώπινων συμπεριφορών. Ο προ-αστικός πληθυσμός πολώνεται λόγω δύο διαφορετικών στάσεων ζωής. Από τη μία, επιθυμία για εργασία και από την άλλη, επιθυμία για οκνηρή ζωή. Ο πρωταρχικός σχηματισμός του κεφαλαίου, υπό αυτό το πρίσμα, συντελείται μέσω της συσσώρευσης και συγκέντρωσης των «αντικειμενικών συνθηκών της παραγωγής» στα χέρια του ενός πόλου, ενώ ο δεύτερος απλώς καταναλώνει απόλαυση και ηδονή. Έτσι, προϋποτίθεται ότι τα μέσα παραγωγής και συντήρησης εμφανίζονται σαν φυσικοί πόροι, σαν καρποί που ο καθένας μπορεί να κόψει από τα δέντρα, ενώ οι μάζες μοιάζουν ες αεί απογυμνωμένες και διαχωρισμένες από αυτά (Μαρξ 1990: 384· Μαρξ 1978: 182).
Πέρα από τον απολογητικό και ιδεολογικό χαρακτήρα αυτού του μυθεύματος, αυτό που δεν χωρά ούτε στα περιθώριά του είναι η σύγκρουση, ο ανταγωνισμός, η βία και σε τελική ανάλυση, «η ίδια η ιστορία». Η ιστορία της συγκρότησης και κρυστάλλωσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν έχει καθόλου τον ειδυλλιακό χαρακτήρα που της προσδίδει η κλασική Πολιτική Οικονομία, αλλά αποτελεί μια ιστορία απαλλοτρίωσης, υποδούλωσης και πειθάρχησης της εργατικής τάξης, μια ιστορία, που όπως υπογραμμίζει ο Μαρξ, «είναι γραμμένη στα χρονικά της ανθρωπότητας με γράμματα από αίμα και φωτιά» (Μαρξ 1978: 740).
Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, για να αξιοποιήσει ο κάτοχος χρήματος το ποσό αξίας που έχει στην κατοχή του, πρέπει να βρίσκει στη σφαίρα της κυκλοφορίας τον ελεύθερο εργάτη˙ «ελεύθερο» ως ιδιοκτήτη της ικανότητάς του για εργασία και «ελεύθερο» από μέσα παραγωγής και οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα πέραν της εργασιακής του δύναμης. Καθώς, όμως, η φύση δεν παράγει αυθόρμητα απ’ τη μία κατόχους χρήματος και απ’ την άλλη ανθρώπους απογυμνωμένους από κάθε παραγωγικό μέσο, η συνύπαρξή τους στην αγορά προϋποθέτει μια ιστορικά συγκεκριμένη διαδικασία.
«Η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το ιστορικό προτσές χωρισμού του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής. Εμφανίζεται σαν “πρωταρχικό”, γιατί αποτελεί την προϊστορία του κεφαλαίου και του αντίστοιχου τρόπου παραγωγής» (Μαρξ, 1978: 739).
Σύμφωνα με μια διαδεδομένη ερμηνεία της ανάλυσης του Μαρξ, η πρωταρχική συσσώρευση «αποτελεί μία κοινωνική διαδικασία που υποκινείται από έναν κοινωνικό φορέα (το κράτος, συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις κλπ.), με στόχο ένα πλήθος ατόμων που έχουν κάποια μορφή άμεσης πρόσβασης στα μέσα παραγωγής […] παίρνοντας συχνά τη μορφή μιας στρατηγικής που στοχεύει στον διαχωρισμό τους» (DeAngelis 2001: 9). Ακριβώς αυτές οι στρατηγικές διαχωρισμού λαμβάνουν τον χαρακτήρα μιας ανοιχτής σύγκρουσης , ενώ κινητοποιούν μια σειρά από διαδικασίες διάλυσης και συντριβής των διαφόρων κοινωνικών σχέσεων στις οποίες οεργαζόμενος είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής και αναπαραγωγής της ύπαρξής του.
Από την άλλη, η πρωταρχική συσσώρευση αποτελεί μία διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού και μεταλλαγής του κοινωνικού σχηματισμού. Το χρήμα, τα προϊόντα, τα μέσα παραγωγής και τα μέσα συντήρησης μετασχηματίζονται σε κεφάλαιο, ενώ οι μάζες σε μισθωτούς εργάτες (Μαρξ 1978: 739). Οι άμεσοι παραγωγοί μετατρέπονται σε «ελεύθερους» εργάτες, υπό διττή έννοια: παύουν οι ίδιοι να αποτελούν παραγωγικά μέσα, «απελευθερώνονται» από τις σχέσεις δουλείας και δουλοπαροικίας, ενώ ταυτόχρονα διαχωρίζονται από τα μέσα παραγωγής και συντήρησης. Η κεφαλαιοκρατική εποχή χαρακτηρίζεται από τον ριζικό διαχωρισμό του εργάτη από τα παραγωγικά μέσα και την ολοκληρωτική κατοχή και κυριότητά τους από τον κεφαλαιοκράτη, ο οποίος έχει την «εξουσία» να τα θέτει σε λειτουργία αλλά και να ιδιοποιείται το παραγόμενο υπερπροϊόν.
Έτσι, εκ πρώτης όψεως, η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση, αναφέρεται σε μία διαδικασία που διαιρείται λογικά σε δύο στιγμές: απ’ τη μία σε έναν συγκρουσιακό διαχωρισμό και απ’ την άλλη σε έναν βίαιο μετασχηματισμό .
Αυτός ο βίαιος μετασχηματισμός του κοινωνικού σχηματισμού στηρίχτηκε καταρχήν σε δύο «πράξεις» που παρουσιάζονται μέσα από τα διάφορα φαινόμενα της απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής και της λεγόμενης «αιματηρής νομοθεσίας» . Υπό αυτό το πρίσμα, αυτές οι δύο «πράξεις» μοιάζει να αντιστοιχούν στη διαλεκτική μετάβαση από τη βία που θεσπίζει , συγκροτεί το δίκαιο , στη βία που το αναπαράγει και το συντηρεί (Bonefeld, 2016: 79, 82).3Σε αυτή την πρώτη ενότητα, θα προσπαθήσουμε να ανασκευάσουμε αυτή τη θέση μέσα απ’ το γνωστό παράδειγμα της Αγγλίας όπως αναπτύσσεται στο κεφάλαιο για τη Λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση , υποστηρίζοντας ότι η πρωταρχική συσσώρευση εμφανίζεται την ίδια στιγμή ως «συντακτική» και «συντεταγμένη εξουσία».
1.2. Αρχικά, η ιδιωτικοποίηση της γης αποτέλεσε τον κεντρικό μοχλό για την απαλλοτρίωση του αγροτικού κλήρου, ενώ την ίδια στιγμή η σιωπηλή δύναμη του χρήματος κατέστρεφε υπόγεια τον φεουδαρχικό κόσμο.
«Την παλιά φεουδαρχική αριστοκρατία την είχαν καταβροχθίσει, οι μεγάλοι φεουδαρχικοί πόλεμοι, ενώ η καινούρια ήταν τέκνο της εποχής της, για την οποία το χρήμα είναι η εξουσία όλων των εξουσιών» (Μαρξ, 1978: 743. Βλ. και Μαρξ 1990: 382, 383-385).
Στην Αγγλία, αυτές οι ιδιωτικοποιήσεις συντελέστηκαν, ως γνωστόν, μέσω των λεγόμενων «περιφράξεων». Οι περιφράξεις, κατά βάση, αναφέρονται στην υφαρπαγή των κοινών γαιών, των «ανοιχτών αγρών» και στη συστηματική κατεδάφιση αγροτικών κατοικιών, συνοικιών και τη μετατροπή τους σε προβατοβοσκές. Όλες αυτές οι ενέργειες, σύμφωνα με τον Perelman, ήταν τυπικά νόμιμες. Ο αγροτικός πληθυσμός δεν κατείχε ιδιοκτησιακά δικαιώματα, με τη στενή έννοια του όρου, παρά μόνο εθιμικά-παραδοσιακά [traditionalrights] (Perelman 2000: 13). Από τα τέλη του 15ου αιώνα, παράλληλα με την αποικιοκρατία, ξεκινά η απαλλοτρίωση της γης. Οι διαδικασίες απαλλοτρίωσης, ιστορικά, εμφανίστηκαν υπό τρεις διαφορετικές μορφές: την έξωση των ενοικιαστών, την αύξηση των ενοικίων και την κρατική φορολογία (Federici 2011: 105). Φαίνεται, λοιπόν, ότι η εκδίωξη από τη γη δεν αποτέλεσε πάντα βίαιη διαδικασία, αλλά πολλές φορές λειτούργησε δια της υπονόμευσης της δυνατότητας επιβίωσης των κοινοτήτων. Tην ίδια στιγμή, το χρήμα ως «εξουσία όλων των εξουσιών» (Μαρξ 1978: 743) έδρασε σαν καταλύτης συνθλίβοντας στο διάβα του τις φεουδαρχικές σχέσεις και κοινότητες, ενώ τις αντικατέστησε με μια ριζικά νέα δική του κοινότητα, όπου κυριαρχεί η ανταλλακτική αξία. Το χρήμα σταδιακά γίνεται το ίδιο η κοινότητα . Ακριβώς υπό αυτή την έννοια κατάφερε να αποτελέσει μία από τις κοινωνικές δυνάμεις που οδήγησαν στη δημιουργία μεγάλων γαιοκτημάτων. Παρόλα αυτά, η πτώση και η διάλυση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, όπως δείχνει ο Μαρξ, δεν μπορεί εν τέλει να αναχθεί σε μία ενική κίνηση και δύναμη, όπως αυτή του χρήματος.
Ο βίαιος σφετερισμός και η απαλλοτρίωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, από τα τέλη του 15ου αιώνα έως και τον 16ο, συντελέστηκε κατά βάση, με ατομικές πράξεις βίας μεμονωμένων δυνάμεων (για παράδειγμα κατεδαφίσεις αγροτικών κατοικιών-συνοικιών), που η νομοθεσία και η κρατική εξουσία για 150 χρόνια προσπαθούσαν να κατευνάσουν και να συγκρατήσουν. Σταδιακά, όμως, «ο νόμος γίνεται μέσο για την καταλήστευση της λαϊκής γης» (Μαρξ 1978: 749). Η κρατική εξουσία φαίνεται να αλλάζει στρατηγική και να υποστηρίζει ενεργά την απαλλοτρίωση της γης και τις διαδικασίες προλεταριοποίησης του πλήθους. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτέλεσε η «ένδοξη επανάσταση» με τον Γουλιέλμο Γ΄ της Οράγγης (1650-1702), όπου
«έφερε στην εξουσία τους γαιοκτήμονες και κεφαλαιοκράτες κυνηγούς κέρδους. Αυτοί εγκαινίασαν τη νέα εποχή, ασκώντας σε κολοσσιαία κλίμακα τη λήστευση των κρατικών γαιών που ως τότε γινόταν σε μέτριο βαθμό. Οι γαίες αυτές χαρίστηκαν, πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές ή και προσαρτήθηκαν σε ιδιωτικά χτήματα με άμεσο σφετερισμό. Όλα αυτά έγιναν χωρίς και την παραμικρότερη τήρηση των νόμιμων τύπων. Η κρατική περιουσία, που την ιδιοποιήθηκαν με τέτοιες απάτες, μαζί με την καταλήστευση των εκκλησιαστικών χτημάτων, εφόσον δεν τάχασαν αργότερα στη διάρκεια της δημοκρατικής επανάστασης, αποτελεί τη βάση των σημερινών χτημάτων της αγγλικής ολιγαρχίας. Οι αστοί κεφαλαιοκράτες ευνόησαν την επιχείρηση αυτή, ανάμεσα στ’ άλλα για να επεκτείνουν την εποχή της γεωργικής μεγαλοεπιχείρησης, για ν’ αυξήσουν την προσφορά προγραμμένων προλετάριων από την ύπαιθρο κτλ. Επιπλέον η καινούρια αριστοκρατία της γης ήταν η φυσική σύμμαχος της νέας τραπεζοκρατίας, των μεγιστάνων του χρήματος, που μόλις είχαν βγει από το αυγό, και των μεγάλων επιχειρηματιών μανιφακτούρας, που τότε στηρίζονταν στους προστατευτικούς δασμούς» (Μαρξ 1978: 748-749).
Εδώ, ακριβώς, φαίνεται πώς «ο νόμος μετατρέπεται σε εργαλείο» για την ανάπτυξη και το σφράγισμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Εδώ, αποκαλύπτονται και οι νέες ταξικές συμμαχίες μεταξύ της αστικής τάξης, των γαιοκτημόνων και των χρηματιστών που συγχωνεύονται σε ένα μπλοκ εξουσίας με στόχο την υφαρπαγή των κοινών γαιών. Τέλος, σ’ αυτό το απόσπασμα παρατηρούμε ότι εκτός από τον μετασχηματισμό του πολιτικού, νομικού και δικαϊκού συστήματος, οι στρατηγικές της κρατικής εξουσίας αλλάζουν φορά καθώς η ίδια η κρατική εξουσία συμπράττει με την κοινότητα που συγκροτεί το χρήμα. Με άλλα λόγια, η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου είναι και «πρωταρχική πολιτική συσσώρευση» [primitivepoliticalaccumulation] (Althusser 1999: 125. Βλ. και Negri 1999: 252-254) καθώς συγκροτεί μία νέα μορφή δικαϊκής και πολιτικής εξουσίας που συμβάλλει στην κανονικοποίηση, τη νομιμοποίηση και την παγίωση της κεφαλαιακής σχέσης.
Η βίαιη ιδιωτικοποίηση του κοινοτικού κλήρου συνέτεινε εν τέλει στον υποβιβασμό όσων σχετίζονταν με αυτόν σε «μεροκαματιάρηδες» και στο γενικότερο βάθεμα των οικονομικών ανισοτήτων. Αυτό δεν περιορίστηκε στο αγροτικό πλήθος αλλά παρέσυρε και τους διάφορους τεχνίτες. Ο κόσμος της εργασίας, έτσι, βρέθηκε ξαφνικά να εξαρτάται απόλυτα από τους εργοδότες. Οι μάζες βυθίστηκαν στη μισθωτή σχέση, ο αγροτικός πληθυσμός μετασχηματίστηκε σε προλεταριάτο έτοιμο να ενταχθεί απευθείας στη βιομηχανία. Σύμφωνα με τον Harvey, ο διαχωρισμός των εργατών από τα μέσα παραγωγής και συντήρησης πήρε από την πρώτη κιόλας στιγμή τον χαρακτήρα μιας ανοιχτής σύγκρουσης (Harvey 2003: 162). Οι αντιστάσεις ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις ξεκινούν ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα και συνεχίζονται ως τον 17ο μέσω της κατεδάφισης των φραχτών και μαζικών εξεγέρσεων (για παράδειγμα η «εξέγερση του Κετ» το 1549 στο Νόρφολκ).
Η νεοσύστατη εργατική τάξη ήταν αδύνατον να απορροφηθεί και να ενταχθεί πλήρως στις ανερχόμενες μανιφακτουρικές δομές, όπως επίσης ήταν αδύνατον να πειθαρχήσει στις νέες συνθήκες ζωής που τής επιβάλλονταν. Άρα, καθώς μια μεγάλη μάζα ατόμων δεν μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς της μισθωτής σχέσης μετατράπηκε αναγκαία σε επαίτες, ληστές και αλήτες. Έτσι, ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα εκδίδονται οι λεγόμενοι «αιματηροί νόμοι ενάντια στην αλητεία».
«Οι πατέρες της σημερινής εργατικής τάξης ήταν οι πρώτοι που τιμωρήθηκαν, γιατί τους μετέτρεψαν με τη βία σε αλήτες και πάουπερ. Η νομοθεσία τους μεταχειριζόταν σαν “εθελοντές” εγκληματίες, ξεκινώντας από την προϋπόθεση πως εξαρτιόταν από την καλή τους θέληση να εξακολουθούν να ζουν στις παλιές συνθήκες που δεν υπήρχαν πια» (Μαρξ 1978: 759).
Η «αιματηρή νομοθεσία» αναφέρεται επομένως σε μια σειρά από νομοθετήματα που απαγορεύουν την επαιτεία, την αλητεία, την περιπλάνηση και μυριάδες άλλα «αδικήματα», ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται στις διαδικασίες περίφραξης, όπου ο διαχωρισμός των ανθρώπων από τα μέσα παραγωγής πλέον συντελείται με τη βούλα του νόμου˙ η βία εφεξής οργανώνεται «μέσα και μέσω του κράτους» (Neocleous 2012: 949). Ο Foucault, μελετώντας τον σχηματισμό του ποινικού συστήματος του 18ου αιώνα στη Γαλλία, παρατήρησε ότι με το νέο καθεστώς ιδιοκτησίας και το πέρασμα μεγάλου μέρους της γης στα χέρια της αστικής τάξης, η εκνομία που αφορά τα δικαιώματα «τείνει να μετατραπεί σε εκνομία που αφορά τα αγαθά» (Foucault 2011: 100-101). Μια σειρά από παραβάσεις πρέπει να προσδιοριστούν, να καθοριστούν επακριβώς και να πάψουν να τιμωρούνται με ασυνεχή τρόπο.
Αρκεί να αναφέρουμε συνοπτικά δύο μονάχα παραδείγματα από την «αιματηρή νομοθεσία» στην Αγγλία του 16ου αιώνα. Το 1530, αποδίδεται στους γέρους και «ανίκανους προς εργασία» άδεια επαιτείας, ενώ οι «σωματικά γεροί αλήτες» μαστιγώνονται και φυλακίζονται. «Σύμφωνα με τον νόμο, τους δένουν πίσω από ένα κάρο και τους μαστιγώνουν ώσπου να τρέξει αίμα από το κορμί τους, έπειτα τους βάζουν και ορκίζονται πως θα επιστρέψουν στον τόπο που γεννήθηκαν, ή εκεί όπου κατοικούσαν τα τελευταία τρία χρόνια για “να δουλέψουν”» (Μαρξ 1978: 759). Μαζί με τις αντιστάσεις και τις εξεγέρσεις ενάντια στις περιφράξεις, κυρίευσε τις διωκόμενες μάζες ένα αίσθημα μίσους προς τη μισθωτή εργασία. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που προκειμένου να αποφύγουν την εργασία, επέλεγαν να περιπλανώνται και να ριψοκινδυνεύουν τη δίωξη. Ο Εδουάρδος ο Στ΄, λοιπόν, το 1547, ορίζει με νόμο ότι όποιος αρνείται τη μισθωτή εργασία πρέπει να παραχωρείται ως δούλος στο πρόσωπο που τον κατήγγειλε σαν αργόσχολο. Ο αφέντης είχε το δικαίωμα να του επιβάλλει οποιαδήποτε εργασία μαστιγώνοντας και αλυσοδένοντάς τον. Επίσης, μπορούσε να τον πουλήσει ή να τον κληροδοτήσει όπως κάθε άλλο αγαθό ή ζώο είχε στην κατοχή του. Όπως παρατηρούμε εδώ, η νομοθεσία και η κρατική εξουσία φαίνεται να επαναφέρουν μια ιδιόμορφη μορφή δουλείας. Αυτό ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο στον ευρωπαϊκό κόσμο κατά την περίοδο της κρυστάλλωσης της κεφαλαιακής σχέσης. Ένας υβριδικός τρόπος παραγωγής που φέρει στοιχεία ταυτόχρονα του δουλοκτητικού και του κεφαλαιοκρατικού (βλ. παρακάτω) λειτούργησε για τουλάχιστον τρεις αιώνες υποστηρικτικά για το νέο κοινωνικό καθεστώς.
Συνοψίζοντας, ως εδώ είδαμε ότι η ανάλυση του Μαρξ σχετικά με τη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση ανέδειξε τον ρόλο που έπαιξε η σύγκρουση, ο ανταγωνισμός και η βία στο στέριωμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Τα διάφορα συμβάντα, με βάση τα οποία ο Μαρξ ανασυγκροτεί τη συγκυρία αυτής της κρυστάλλωσης, έχουν μάλλον πιο πολύ τον χαρακτήρα ετερογενών ρευμάτων που συγχωνεύονται και συμπυκνώνονται σε έναν κόμβο παρά μιας ενικής κίνησης που θέτει και στην πορεία συντηρεί την κεφαλαιοκρατική εξουσία και δίκαιο . Κατά την «ιστορική στιγμή» της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης φαίνεται να συγκεντρώνονται στον ίδιο τόπο πολλές διαφορετικές σειρές σχετικά ανεξάρτητων και ασύνδετων γεγονότων που είναι αδύνατον να ενοποιηθούν και να θυσιαστούν στον βωμό μιας έννοιας. Οι δράσεις μεμονωμένων δυνάμεων με στόχο την υπονόμευση της ζωής του αγροτικού πληθυσμού, η διάλυση των φεουδαρχικών κοινοτήτων μέσω της σταδιακής γενίκευσης της χρηματικής κυκλοφορίας, οι διαφορετικές και πολλές φορές αντιθετικές μεταξύ τους συμμαχίες των κυρίαρχων τάξεων, οι μετατοπίσεις της στρατηγικής της κρατικής εξουσίας, η υπερφορολόγηση του πλήθους, η θέσπιση ενός ασφυκτικού νομικού συστήματος, η επαναφορά της δουλείας, η καταστροφή των παραδοσιακών τρόπων ζωής είναι συμβάντα μη αναγώγιμα σε μία ενιαία διαδικασία. Η συγκυρία αυτής της «κατ’ εξαίρεση κατάστασης» έρχεται σε ρήξη με κάθε δυνατή μορφή οικονομισμού. Οι οικονομικές σχέσεις είναι αδύνατον να νοηθούν ως μονοσήμαντα καθοριστικές ή εξωτερικές των υπόλοιπων αιτιακών καθορισμών ˙ είναι αδιαχώριστες «από τη δομή ολόκληρου του κοινωνικού σώματος» και από τις «μορφικές συνθήκες ύπαρξής τους», είναι «καθορίζουσες και συγχρόνως καθοριζόμενες» και επομένως «καθορίζονται από τα διάφορα επίπεδα και τις διάφορες βαθμίδες του κοινωνικού σχηματισμού τον οποίο διαπνέουν» (Althusser 2015: 151). Οι τελευταίες δεν αποτελούν αποτελέσματα ή εκφράσεις, φαινόμενά τους˙ αντίθετα, όλα τα στοιχεία του κοινωνικού σχηματισμού φαίνεται να χαρακτηρίζονται από υλικότητα και μη-αναγώγιμη δραστικότητα . Έχουν τη δική τους σχετικά ανεξάρτητη ιστορία και δείκτη καθορισμού βάσει του οποίου επιδρούν σε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία και κατατάσσονται σε μία ιεραρχική σχέση.
Το αποτέλεσμα, λοιπόν, αυτής της ριζικά επικαθορισμένης συγκυρίας (Φουρτούνης 2022: κεφ. 5, 8-23) είναι ο διαχωρισμός του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής του εαυτού του. Κατ’ επέκταση, ο παραγωγός διαχωρίζεται επίσης από την ίδια την παραγωγική διαδικασία˙ παύει να αποτελεί τμήμα των αντικειμενικών συνθηκών της παραγωγής, ενώ η ίδια του η εργασία μετασχηματίζεται σε παραγωγικό μέσο. Το κεφάλαιο δεν οικειοποιείται καθόλου τον εργαζόμενο, αλλά την εργασία του η οποία πλέον συνιστά «εξωτερικότητα» προς τον ίδιο. Ο εργάτης είναι ελεύθερος ιδιοκτήτης της εργασιακής του δύναμης την οποία εξουσιάζει και κατέχει ως ολόδικό του εμπόρευμα που μεταβιβάζει στον αγοραστή της, μόνο προσωρινά, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Έτσι, οι αντικειμενικές συνθήκες παραγωγής «αντιμετωπίζουν» την εργασία ως «ξένο κεφάλαιο», καθώς έχουν απαλλοτριωθεί απ’ τον άμεσο παραγωγό και έχουν λάβει τη μορφή μιας «αλλότριας» ιδιοκτησίας. Ο διαχωρισμός της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας απ’ τις αντικειμενικές συνθήκες της και ο μετασχηματισμός τους σε μια οιονεί ανεξάρτητη δύναμη, σε κεφάλαιο, μετασχηματίζει το προϊόν της εργασίας σε εμπόρευμα και το κάνει να εμφανίζεται ως προϊόν του κεφαλαίου (Bonefeld 2002a: 81). Όπως ακριβώς και στο σώμα των προϊόντων «έχει μπει μια καινούρια κοινωνική ψυχή» (Μαρξ 1978: 770) έτσι και η εργασία έχει συγκροτηθεί ως γενική κατηγορία, ως πραγματική αφαίρεση με δική της ζωή και δραστικότητα (Μαρξ 1989: 68-69).
Απ’ την άλλη, ο βίαιος μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων, η εισαγωγή των απογυμνωμένων μαζών στο νεοσύστατο σύστημα της μισθωτής σχέσης, δεν είναι καθόλου ανεξάρτητος από τη συγκρότηση νέων επιθυμιών, αναγκών, αιτημάτων και ανταγωνισμών (Hardt & Negri 2002: 341). Η επαναφορά της δουλείας, το μαστίγωμα, η δίωξη της επαιτείας, της αλητείας, της περιπλάνησης και της άρνησης της μισθωτής εργασίας καταδεικνύουν την αναγκαιότητα της διαχείρισης, του ελέγχου και της πειθάρχησης του εργατικού κόσμου. «Η κεφαλαιοκρατία που γεννιόταν χρειάζεται και χρησιμοποιεί όλα αυτά τα χρόνια τον κρατικό μηχανισμό» (Μαρξ 1978: 762) με στόχο τη ρύθμιση των μισθών και του χρόνου εργασίας, την ανάσχεση των συλλογικών οργανώσεων της εργατικής τάξης αλλά και την καθήλωση του προλεταριάτου στις δημιουργημένες θέσεις εργασίας και στους νέους τρόπους ζωής.Έτσι, οι διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης καθώς καταργούν τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής, αφενός υπονομεύουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να αυτοσυντηρούνται και αφετέρου τους εντάσσουν σε ένα νομοθετικό σύστημα που τους εμποδίζει ακόμη και να αναζητήσουν εναλλακτικούς δρόμους πέραν της μισθωτής εργασίας, ενώ καταστέλλει οποιαδήποτε αντίσταση σε αυτήν (Perelman 2000: 14). Η διάλυση των φεουδαρχικών παραγωγικών και νομικοπολιτικών σχέσεων, ο βίαιος μετασχηματισμός του κοινωνικού σχηματισμού σε κεφαλαιοκρατικό δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να αναφέρεται στη διάλυση και στον μετασχηματισμό της ίδιας της υποκειμενικότητας . Η «απελευθέρωση» του παραγωγού από τις κοινοτικές σχέσεις και τη δουλοπαροικία, ο διαχωρισμός του από τα μέσα παραγωγής και συντήρησης συνεπάγεται και τον μετασχηματισμό του ατόμου σε υποκείμενο της εργασίας (Read 2003: 25). Έτσι, η ιστορία της πρωταρχικής συσσώρευσης είναι και η ιστορία της πειθάρχησης της εργατικής τάξης. Όπως γράφει ο Μαρξ «ο αγροτικός πληθυσμός, που με τη βία τον απαλλοτρίωσαν, τον κυνήγησαν και τον μετέτρεψαν σε αλήτες, υποτάχθηκε με τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με βασανιστήρια σε μια πειθαρχία τέτοια που απαιτεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας» (Μαρξ 1978: 761-762). Η πρωταρχική συσσώρευση, άρα, μετασχηματίζει τις παραγωγικές σχέσεις, τις σχέσεις δικαίου και ιδιοκτησίας και τις διάφορες μορφές υποκειμενικότητας ενός κοινωνικού σχηματισμού . Αποτελεί, όπως θα γράψουν οι Negri και Hardt, μια διαδικασία «κεφαλαιοποίησης ενός μη κεφαλαιοκρατικού περιβάλλοντος» (Hardt & Negri, ό.π.). Υπό αυτό το πρίσμα και μόνο, η μαρξική έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης αναφέρεται, όπως είπαμε, από τη μία σε έναν συγκρουσιακό διαχωρισμό και από την άλλη σε έναν βίαιο μετασχηματισμό .
Από την έως τώρα ανάλυση προκύπτουν τα εξής ερωτήματα που οφείλουμε να απαντήσουμε: Σε μια περιοδολόγηση των τρόπων παραγωγής πού ακριβώς τοποθετείται η πρωταρχική συσσώρευση; Ανήκει σε κάποιον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής ή αποτελεί ένα σημείο μετάβασης μεταξύ της ιστορικής διαδοχής τους; Πιο συγκεκριμένα, ποια είναι η σχέση της πρωταρχικής συσσώρευσης με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής; Αποτελεί προϋπόθεση-προϊστορία ή όρο-αφετηρία του; Συνιστά αίτιο ή αποτέλεσμα της κεφαλαιοκρατίας; Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις που περιορίζουν την πρωταρχική συσσώρευση στον λεγόμενο διαχωρισμό (όπως και αυτές που την εξηγούν με βάση το επιχείρημα του Benjamin που προαναφέραμε) προσκρούουν σε ένα αξεπέραστο πρόβλημα: περιγράφουν τη συγκρότηση της κεφαλαιακής σχέσης προϋποθέτοντάς την. Η απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής, η περίφραξη των κοινοτικών γαιών, η αιματηρή νομοθεσία κλπ., προϋποθέτουν ένα ήδη υφιστάμενο κεφαλαιοκρατικό ταξικό συμφέρον και κράτος, όπως π.χ. στο επιχείρημα του De Angelis (2001: 9), που παραθέσαμε στα προηγούμενα (στην ενότητα 1.1.)˙ προϋποθέτουν μία ήδη κεφαλαιοκρατική στρατηγική που στοχεύει στην εδραίωση της μισθωτής εργασίας (Μηλιός 2020: 49-50). Έτσι, η πρωταρχική συσσώρευση φαίνεται να μην μπορεί να εξηγήσει την «ανάδυση» της σχέσης κεφαλαίου καθώς η ίδια την προϋποθέτει.
2. Οι δύο έννοιες «μετάβασης»
Ο Balibar αναζητώντας μια θεωρία «μετάβασης» στο ώριμο έργο του Μαρξ, παρατηρεί ότι στο 24ο κεφάλαιο του 1ου τόμου του Κ εφαλαίου για τη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση συνυπάρχουν δύο ριζικά ετερογενείς και ασυμβίβαστες έννοιες μετάβασης. Η πρώτη μετάβαση συντελείται από «την προσωπική ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής που βασίζεται στην προσωπική εργασία (“νανοϊδιοκτησία των πολλών”) στην κεφαλαιοκρατική ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας άλλου (“γιγαντοϊδιοκτησία μερικών”)». Ενώ η δεύτερη, «από την κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία στην προσωπική ιδιοκτησία, που βασίζεται στις κατακτήσεις της κεφαλαιοκρατικής εποχής, στη συνεργασία και στην κοινή νομή όλων των μέσων παραγωγής και της γης» (Balibar 2003: 556). Η ουσιώδης διαφορά τους συνίσταται στο ότι η πρώτη μετάβαση από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής στον κεφαλαιοκρατικό, εμφανίζεται ως ανεξάρτητη από την ανάλυση της δομής της κεφαλαιοκρατίας, ενώ η δεύτερη παρουσιάζεται ως στιγμή του γίγνεσθαι της ίδιας αυτής δομής, ως εσωτερική αυτοανάπτυξη και αυτοαναίρεσή της.
Στο έβδομο υποκεφάλαιο του τμήματος του Κεφαλαίου για την πρωταρχική συσσώρευση που τιτλοφορείται «Η ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης» , ο Μαρξ όντως παρουσιάζει την εσωτερική διάλυση της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας ως μια διαδικασία άρνησης της άρνησης . Όπως γράφει εκεί, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής
«[σε] ένα ορισμένο βαθμό ανάπτυξης δημιουργεί ο ίδιος τα υλικά μέσα της καταστροφής του. […] Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθησε μαζί του και κάτω απ’ αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο, όπου δεν συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος ιδιοποίησης, που προέρχεται από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, άρα και η κεφαλαιοκρατική ατομική ιδιοκτησία, αποτελεί την πρώτη άρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας που βασίζεται στην προσωπική εργασία. Μα η κεφαλαιοκρατική παραγωγή παράγει με την αναγκαιότητα φυσικού προτσές την ίδια της την άρνηση. Πρόκειται για άρνηση της άρνησης» (Μαρξ 1978: 786-787).
Εδώ ο Μαρξ μοιάζει να πλησιάζει στο κλασικό σχήμα μετάβασης που αναπτύσσει στην εισαγωγή του έργου του 1859, Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας , στο οποίο φαίνεται να ανάγει σε μία μονάχα αρχή, σε μία απλή αντίφαση την κίνηση της Παγκόσμιας Ιστορίας. Είναι το γνωστό σχήμα της διαλεκτικής νομοτέλειας των παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, οι παραγωγικές σχέσεις και το λεγόμενο νομικο-πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα εκπίπτουν σε αιτιακό αποτέλεσμα ή σε απλή «αντανάκλαση» του σταδίου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι ίδιες οι παραγωγικές σχέσεις, ως ο εξαρτημένος πόλος της οικονομικής αντίφασης, λαμβάνουν έναν καθαρά επουσιώδη και δευτερεύοντα ρόλο στη γραμμική διαδικασία της ιστορικής προόδου, καθώς απλώς προωθούν ή επιβραδύνουν την κίνηση της τεχνικής παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ιστορίας ή μάλλον η ίδια η ιστορία δεν είναι άλλο από την αυτοανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι, η άνοδος και η πτώση του εκάστοτε τρόπου παραγωγής, η ανάπτυξη, η ακμή αλλά και η αναίρεσή του συνιστά αιτιακό αποτέλεσμα ή «έκφραση» αυτής της ενικής κίνησης. Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής, ο κάθε τρόπος παραγωγής «κυοφορεί τα ουσιώδη στοιχεία του επόμενου». Ο «νέος» τρόπος παραγωγής υφίσταται ήδη ως εγγενής εσωτερική δυνατότητα που οφείλει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της παλιάς, απαρχαιωμένης και συντηρητικής κοινωνίας. Το νέο αναφύεται μέσα από την άρση της αντίφασης του παλιού. Η γέννηση εκπορεύεται μέσα από την παρακμή και τον θάνατο. Υπό αυτό το πρίσμα, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής έχει τις ρίζες του στα σπλάχνα του φεουδαρχικού, αποτελεί την υπέρβασή του και το αναγκαίο επόμενο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης.
Αυτή η «φιλοσοφία της ιστορίας», κατά τρόπο ειρωνικό, μοιάζει να βρίσκεται εξαιρετικά κοντά στο σχήμα της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας που ο Μαρξ έχει ήδη απορρίψει. Όπως αναφέραμε στην πρώτη ενότητα, σύμφωνα με τον μύθο της «(πρωτ)αρχικής συσσώρευσης» που επινοεί η Πολιτική Οικονομία, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής έχει προϋπάρξει ως αφηρημένη δυνατότητα στα στοιχεία του . Τα στοιχεία αυτά τείνουν να συνδεθούν και να τον συγκροτήσουν. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του μυθεύματος, σύμφωνα με τον Balibar, είναι «η αναδρομική προβολή» των μορφών της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, ανταλλαγής και δικαίου. Τοποθετώντας τον «πρωτο-κεφαλαιοκράτη» να αποταμιεύει και να συσσωρεύει το ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο με βάση το προϊόν της εργασίας του, πριν ακόμα αυτό πάρει «τη μορφή ημερομισθίων και μέσων παραγωγής, η κλασική οικονομία δίνει αναδρομική ισχύ στους νόμους της ανταλλαγής ισοδυνάμων και της ιδιοκτησίας του προϊόντος που βασίζεται στη νόμιμη διάθεση του συνόλου των συντελεστών της παραγωγής» (Balibar 2003: 558-559). Έτσι, εκφράζει «με τη μορφή του παρελθόντος μια τωρινή κατάσταση» προβάλλοντας αναχρονιστικά τις κεφαλαιοκρατικές κοινωνικές σχέσεις στην προϊστορία τους. Αυτή ακριβώς η αναδρομική προβολή θεμελιώνεται στη βάση μιας αντίληψης που θέτει τη γένεση , τον σχηματισμό της κεφαλαιακής σχέσης και την ιστορική ανάπτυξή της σε μία μοναδική διαδικασία, σε μία μοναδική κίνηση (Althusser 2018: 74, 71).
Το ουσιώδες και κοινό χαρακτηριστικό των δύο αυτών θέσεων είναι ότι η νέα δομή έχει προϋπάρξει δυνάμει ως τάση στον προηγούμενο τρόπο παραγωγής . Τα στοιχεία που την απαρτίζουν βρίσκονται εκεί περιμένοντας να συνδεθούν και να τη συγκροτήσουν. Σε αυτή την προβληματική υφίστανται δύο δυνατές και φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενες προσεγγίσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, τα στοιχεία που σχηματίζουν την νέα κοινωνική μορφή συναντιούνται καθοριζόμενα από μία εξωτερική προς αυτά νομοτέλεια, μία ιστορική αναγκαιότητα. Η σύνθεσή τους είναι ήδη εγγεγραμμένη ως απαράκαμπτη στιγμή-στάδιο της παγκόσμιας ιστορικής κίνησης. Στη δεύτερη, τα στοιχεία αυτά τείνουν να συζευχθούν μέσω μιας εσωτερικής τάσης. Η συνάντησή τους δεν είναι νομοτελειακά εγγεγραμμένη «έξω» τους, αλλά είναι «τυχαία», με την τετριμμένη έννοια, όπως και οι άπειροι πιθανοί δρόμοι που μπορούν να επιλεγούν για να πραγματωθεί αυτή η εσωτερική δυναμική ενόρμησή τους. Κοινή ρίζα αυτών των δύο προσεγγίσεων είναι ο τελεολογικός χαρακτήρας τους. Τα στοιχεία αυτά έτειναν ανέκαθεν να συναντηθούν και να συγκροτήσουν τον «νέο» τρόπο παραγωγής. Απομακρυσμένα και απομονωμένα είναι ελλειπτικά , ενώ η ολοκλήρωσή τους εξαρτάται από τη μεταξύ τους σύζευξη. Δεν έχουν διακριτές και ανεξάρτητες ιστορίες, αλλά, όπως θα σημείωνε ο Althusser, η ιστορία είναι ενική και ολοποιητική. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και ο ανιστορικός πυρήνας αυτών των θέσεων που είναι σύστοιχος με την εξαφάνιση της βίας, της κοινωνικής σύγκρουσης, «της κυριαρχίας και της εξουσίας», ή με δύο λέξεις, με την εξαφάνιση της πάλης των τάξεων (Φουρτούνης 2008: 4, 3). Η βία , ως έννοια , εδώ, μπορεί να νοηθεί μόνο ως μηχανιστικό-αιτιακό αποτέλεσμα ή «αντανάκλαση» της θεμελιώδους αντίφασης των παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων. Παίζει τον ρόλο είτε μιας κατάπτωσης, πραγμάτωσης του ιδεατού, των νόμων της κίνησης του πραγματικού, είτε του «τυχαίου» και «ενδεχομενικού», του επιταχυντή ή επιβραδυντή της ιστορικής προόδου. Σε τελική ανάλυση, συνιστά μια μορφή εκδήλωσης του νομοτελούς, μία τροπικότητα της αναγκαιότητας, ένα επουσιώδες φαινόμενο αδιάφορο και εξωτερικό προς την ουσιώδη τελεολογική λογική της ιστορίας .
Σε αντίθεση με αυτήν την ουσιοκρατική-τελεολογική έννοια «μετάβασης» ή «γένεσης», στο έργο του Μαρξ υφίσταται και μία ριζικά ετερογενής, και ασύμβατη με την προηγούμενη αντίληψη, που θεμελιώνει την ανάδυση και τη συγκρότηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η έννοια βρίσκεται σε πρακτική κατάσταση, δεν θεματοποιήθηκε ποτέ ως τέτοια από τον ίδιο τον Μαρξ, αλλά μπορεί να ανιχνευτεί στο τμήμα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου για τη Λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση , στον τρίτο τόμο στα κεφάλαια που αφιερώνονται στην Ιστορία του εμπορικού κεφαλαίου (κεφ. 20) και στην Προκεφαλαιοκρατική περίοδο (κεφ. 36), αλλά και στα Grundrisse στο τετράδιο για τους Προκεφαλαιοκρατικούς οικονομικούς σχηματισμούς . Σ’ αυτά τα κείμενα ο Μαρξ δεν κατανοεί τους διάφορους τρόπους παραγωγής με βάση την εσωτερική δυναμική και ανάπτυξή τους, αλλά ούτε εστιάζει σε μια φορμαλιστική τυπολογία τους. Αντίθετα, εξετάζει τους προκεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς βάσει δύο παράλληλων αναλυτικών κινήσεων : από τη μία, εξετάζει τη γενεαλογία των στοιχείων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα από τις προκεφαλαιοκρατικές κοινωνίες, ενώ από την άλλη, εξετάζει τις τελευταίες υπό το φως των προϋποθέσεων και της διάλυσής τους (Hobsbawm 1964: 43). Ακολουθεί τα διακριτά και ανεξάρτητα μεταξύ τους μονοπάτια που χαράσσουν οι όροι του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και πιο συγκεκριμένα, ακολουθεί τις ιστορίες του απογυμνωμένου παραγωγού και του κατόχου χρήματος. Το πρώτο στοιχείο εξαρτάται από τον ριζικό μετασχηματισμό των αγροτικών κοινωνικών σχέσεων, ενώ το δεύτερο «από μια εντελώς διαφορετική σειρά που πάει από τον έμπορο έως και τον τοκογλύφο, ως περιθωριακές περιπτώσεις μέσα στους πόρους του παλιού αυτού σώματος» (Deleuze & Guattari 2016: 26).4
Αυτή η δεύτερη «έννοια μετάβασης» εξηγεί τη σχέση των δύο παράλληλων αναλυτικών κινήσεων του Μαρξ και αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της κεφαλαιοκρατικής εποχής και της προϊστορίας της˙ όχι όμως διά της ολοποίησής τους, όχι διά της ενοποίησής τους σε μία κοινή ιστορία, αλλά ακριβώς αντίθετα, ορίζοντας την τομή τους. Η αναδρομική ανάλυση που σκιαγραφεί ο Μαρξ δεν δένει την κεφαλαιακή σχέση με τη γενεαλογία της σε ένα κοινό όλο. Η χαρτογράφηση των διακριτών και ανεξάρτητων ιστορικών δρόμων που χάραξαν οι προϋποθέσεις της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και η ανακατασκευή των προκεφαλαιοκρατικών τρόπων παραγωγής, απ’ τη σκοπιά των προϋποθέσεων και εν τέλει της διάλυσής τους, οδηγεί σε έναν κόμβο, σε ένα κατώφλι όπου συγκεντρώνονται οι διάφορες ετερογενείς ροές. Ροές «ιδιοκτησιών που πωλούνται», ροές χρήματος που κυκλοφορεί, ροές παραγωγής και παραγωγικών μέσων «που καταστρώνονται στα σκοτεινά», ροές εργατών που απεδαφικοποιούνται» (Deleuze & Guattari 2016: 259). Ο Μαρξ στοχάζεταιτη συνάντηση όλων αυτών των απεδαφικοποιημένων ροών, τη συγκυρία της σύζευξής τους σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο . Όπως γράφει, για να μετατραπούν τα μέσα παραγωγής και συντήρησης, το χρήμα και τα προϊόντα σε κεφάλαιο
«πρέπει ν’ αντικρυστούν και να ’ρθουν σε επαφή δύο λογιών, πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο, κάτοχοι εμπορευμάτων: από τη μια μεριά, κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης […]˙ από την άλλη, ελεύθεροι εργάτες, πουλητές της δικής τους εργατικής δύναμης κι επομένως πουλητές εργασίας» (Μαρξ 1978: 774).5
Στην καρδιά του Κεφαλαίου, όπως σωστά παρατηρούν οι Deleuze και Guattari, ο Μαρξ δείχνει τη συνάντηση του απεδαφικοποιημένου παραγωγού και του αποκωδικοποιημένου χρήματος. Η εξωτερική σύζευξη των (τουλάχιστον) δύο διακριτών στοιχείων με ανεξάρτητες ιστορίες και κατευθύνσεις συνεπάγεται ότι είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ως αποτέλεσμα μιας ενικής κίνησης, δύναμης ή ενός στοιχείου. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αποτελεί σχέση ή πιο σωστά αποτελεί το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων [dasensembledergesellschaftlichenVerhältnisse] (Μαρξ 2014: 361) . Είναι μία μη αναγώγιμη συνθετότητα, μία σχέση σχέσεων, αποτέλεσμα της συνάντησης άλλων εξίσου σύνθετων και μη αναγώγιμων σχέσεων.
Η συνάντηση, όπως υπογραμμίζει ο Althusser, είναι αστάθμητη ως προς τις καταβολές και τις επιπτώσεις της. Δεν υπάρχει τίποτε που να εγγυάται ή να προεξοφλεί τη συνάντηση των στοιχείων, δεν υπάρχει τίποτε που να τα κατευθύνει προς τον τόπο και τον χρόνο της. Τα στοιχεία που συναντώνται έχουν δική τους ιστορία, καταβολές και κατεύθυνση. «Με άλλα λόγια, κάθε συνάντηση θα μπορούσε να μη λάβει χώρα παρότι έλαβε χώρα, ωστόσο το πιθανό μηδέν της ρίχνει φως στο νόημα του αστάθμητου είναι της» (Althusser 2018: 64). Όπως γράφει ο Μαρξ στα Grundrisse «όλα τα στοιχεία ήδη προϋπάρχουν», ο έμπορος, ο τοκογλύφος, οι περιπλανώμενοι εργάτες, εν ολίγοις ο κάτοχος χρήματος και η μάζα απογυμνωμένων και αποδεσμευμένων ατόμων από κάθε παραγωγική σχέση.
«Αλλά η απλή παρουσία της χρηματικής περιουσίας, ακόμα και η απόκτηση κάποιου είδους υπεροχής απ’ τη μεριά της, δεν είναι καθόλου αρκετή για να συντελεστεί αυτή η διάλυση σε κεφάλαιο. Αλλιώς η αρχαία Ρώμη, το Βυζάντιο κλπ. θα είχαν τελειώσει την ιστορία τους με ελεύθερη εργασία και κεφάλαιο – ή καλύτερα, θα είχαν αρχίσει μια καινούρια ιστορία» (Μαρξ 1990: 382).
Η συνάντηση των δύο θα μπορούσε να μην έχει συμβεί ή θα μπορούσε να έχει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Αν δούμε από πιο κοντά το παράδειγμα της Ρώμης, όλα τα στοιχεία είναι εκεί, δεδομένα, συνυπάρχοντα. Η αποκωδικοποίηση «των έγγειων ροών με την ιδιωτικοποίηση της ιδιοκτησίας, η αποκωδικοποίηση των χρηματικών ροών με τον σχηματισμό μεγάλων περιουσιών, η αποκωδικοποίηση των εμπορικών ροών με την ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής, η αποκωδικοποίηση των παραγωγών με την κατάσχεση και την προλεταριοποίηση» (Deleuze & Guattari 2016: 258) . Όμως αυτό δεν μοιάζει αναγκαίο για να αναδυθεί η κεφαλαιακή σχέση και ο μυστικοποιημένος κόσμος της. Όπως υπογραμμίζει ο Μαρξ σε επιστολή του προς τον εκδότη του Otecestvenniye Zapitski , τον Νοέμβριο του 1877:
«Σε διάφορα αποσπάσματα στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου αναφέρομαι στην μοίρα των πληβείων της αρχαίας Ρώμης. Αρχικά ήταν ελεύθεροι αγρότες όπου ο καθένας τους καλλιεργούσε το δικό του κομμάτι γης για λογαριασμό του. Στην πορεία της ρωμαϊκής ιστορίας απαλλοτριώθηκαν. Η ίδια κίνηση που τους χώρισε απ’ τα μέσα παραγωγής και συντήρησής τους, περιλάμβανε όχι μόνο τον σχηματισμό της μεγάλης γαιοκτησίας αλλά και επίσης τον σχηματισμό ενός μεγάλου χρηματικού κεφαλαίου. Και έτσι, ένα όμορφο πρωινό βρέθηκαν, απ’ τη μία πλευρά, ελεύθεροι άνθρωποι, απογυμνωμένοι απ’ τα πάντα εκτός της εργασιακής τους δύναμης, και απ’ την άλλη, οι κάτοχοι όλου του αποκτημένου πλούτου ώστε να εκμεταλλευτούν αυτήν την εργασία. Τι συνέβη; Οι Ρωμαίοι προλετάριοι δεν έγιναν μισθωτοί εργάτες αλλά ένας αδρανής όχλος , πιο εξαθλιωμένοι και απ’ τους μέχρι πρότινος “φτωχούς λευκούς” των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, και μαζί παράλληλα με αυτούς αναπτύχθηκε ένας τρόπος παραγωγής που δεν ήταν κεφαλαιοκρατικός αλλά που βασιζόταν στην δουλεία. Έτσι, συμβάντα εκπληκτικά ανάλογα με τα οποία όμως έλαβαν χώρα σε διαφορετικό ιστορικό περιβάλλον οδήγησαν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Μελετώντας την κάθε μία από αυτές τις μορφές ανάπτυξης ξεχωριστά, και ύστερα συγκρίνοντάς τες, μπορεί κανείς εύκολα να βρει το στοιχείο αυτού του φαινομένου, όμως ποτέ κανείς δεν θα φτάσει εκεί μέσα απ’ το “παγκόσμιο διαβατήριο” μιας γενικής ιστορικο-φιλοσοφικής θεωρίας, όπου η ύψιστη αρετή της συνίσταται στον υπερ-ιστορικό της χαρακτήρα» (Marx & Engels 1877).
Πρέπει να συναντηθούν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο οι αποκωδικοποιημένες ροές χρήματος με τις περιπλανώμενες απεδαφικοποιημένες ροές εργατών και να συζευχθούν, «να αντιδράσουν οι μεν επί των δε», για να προκύψει αυτή η νέα ιδιόμορφη κοινωνική μηχανή. Μεταξύ των στοιχείων που συναντώνται και των στοιχείων της μορφής που θα προκύψει, υφίσταται μία τομή˙ τομή, καθώς, όπως σημειώνει ο Althusser «τίποτε εντός των στοιχείων της συνάντησης δεν σκιαγραφεί, πριν από την ίδια τη συνάντηση το περίγραμμα και τους καθορισμούς του όντος που θα προκύψουν από αυτή» (Althusser 2018: 147). Υπό αυτή την έννοια, το συμβάν της συνάντησης είναι θεμελιωδώς αστάθμητο και ενδεχομενικό . Ο νέος τρόπος παραγωγής είναι αντικειμενικά αδύνατο να υπολογιστεί απ’ τη σκοπιά των προϋποθέσεών του. Η μορφή του είναι αντικειμενικά και αναγκαία απρόβλεπτη . Ο αστάθμητος χαρακτήρας της συνάντησης δηλώνει τη ριζική απροσδιοριστία της. Έτσι, ο κάτοχος χρήματος και οι «διπλά ελεύθεροι» παραγωγοί δεν εμφανίζουν κανένα ίχνος της κεφαλαιακής σχέσης που θα προκύψει από τη σύζευξή τους. Η δομή που θα αναδυθεί δεν εμπεριέχεται ως δυνατότητα ή τάση σε αυτά τα στοιχεία καθώς τα ίδια δεν είναι συγγενικά μεταξύ τους ούτε, όμως, έλκονται από το τέλος της διαδικασίας. Η σύγκλισή τους είναι νομοτελειακά αστάθμητη και ενδεχομενική ˙ τίποτε εκ των προτέρων δεν προοικονομούσε τη σχέση τους. Ακριβώς αυτό σημαίνει, όπως μας λέει ο Μαρξ, ότι κάθε συνάντηση θα μπορούσε να μην έχει λάβει χώρα ή να έχει λάβει χώρα και να μη στεριώσει ή ακόμη και να έχει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα.
Η συνάντηση - σύζευξη , λοιπόν, αποτελεί και τη δεύτερη έννοια «μετάβασης», που όπως προαναφέραμε προϋποτίθεται της πρωταρχικής συσσώρευσης και σηματοδοτεί μια ριζικά νέα κατανόηση της ιστορίας και της έννοιας του τρόπου παραγωγής. Ο θεμελιωδώς αστάθμητος και ενδεχομενικός χαρακτήρας της συνάντησης συνιστά την οριστική ρήξη με κάθε ουσιοκρατική και τελεολογική «φιλοσοφία της ιστορίας», συνιστά την οριστική ρήξη με κάθε λογική «γένεσης» και «μετάβασης» αλλά και με κάθε μηχανιστική ή υπερβατική αιτιοκρατία. Αποτελεί αφετηρία ενός νέου ριζικά αντι-μεταφυσικού μαρξιστικού υλισμού˙ ενός υλισμού του αστάθμητου και της ενδεχομενικότητας, της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού.
3. Η λογική του κεφαλαίου ως λογική του ανταγωνισμού
Παρότι η προβληματική της συνάντησης αναιρεί κάθε πιθανή «εικόνα» ενός μηχανισμού μετάβασης από τον ένα τρόπο παραγωγής στον άλλο, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αν η πρωταρχική συσσώρευση αποτελεί αίτιο ή αποτέλεσμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ο Μαρξ φαίνεται να δέχεται ότι η περίοδος της πρωταρχικής συσσώρευσης διήρκεσε περίπου τριακόσια πενήντα χρόνια στο βρετανικό παράδειγμα, ενώ ολοκληρώθηκε γύρω στο 1850. Εδώ αμέσως ανακύπτουν δύο αλληλένδετα ερωτήματα σε σχέση με την ιστορική περιοδολόγηση της πρωταρχικής συσσώρευσης. Αρχικά σε ποιο σημείο μπορούμε να εντοπίσουμε την αφετηρία ή το τέλος αυτής της περιόδου, και πότε δίνει τη θέση της στην «τυπική» κεφαλαιοκρατική συσσώρευση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή της; Η αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο να τοποθετήσουμε την πρωταρχική συσσώρευση στον ιστορικό χρόνο καθώς δεν συνιστά ένα γεγονός, ένα ενιαίο φαινόμενο, αλλά μία σειρά διαφορετικών και διακριτών συμβάντων που συντελέστηκαν σε διαφορετικούς τόπους και χρονικές στιγμές (Bonefeld 2002b: 2). Το πρόβλημα αυτό γίνεται ακόμα πιο σύνθετο αν αναλογιστούμε ότι τα φαινόμενα που συντελέστηκαν στον βρετανικό κοινωνικό σχηματισμό αυτούς τους τρεις αιώνες επανεμφανίζονται στις μέρες μας. Πιο συγκεκριμένα, κύκλοι περιφράξεων και απαλλοτρίωση αγροτικού πληθυσμού παρατηρούνται από τη Λατινική Αμερική έως και ολόκληρη την Νότια και Ανατολική Ασία. Η βίαιη εξόρυξη φυσικών πόρων, η μαζική εξαθλίωση και ποινικοποίηση εργατών μέσω στρατηγικών μαζικού εγκλεισμού, τα νέα ρεύματα διασποράς και «περιπλάνησης», οι διώξεις μεταναστών εργατών και εργατριών – που θυμίζουν τη λεγόμενη «αιματηρή νομοθεσία» – εγείρουν το ερώτημα αν η πρωταρχική συσσώρευση «εξαντλείται» στα φαινόμενα που εμφανίζονται «στην αυγή της κεφαλαιοκρατίας» (MidnightNotesCollective 1990: 1, 3 και Federici : 28, 121-122).
Πέραν όμως των περιφράξεων και της «αιματηρής νομοθεσίας» η πρωταρχική συσσώρευση έλαβε ιστορικά πολλές διαφορετικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους μορφές. Σύμφωνα με τον Μαρξ, το αποικιακό σύστημα, το προστατευτικό σύστημα αλλά και το σύστημα δημοσίων χρεών και το τότε εκκολαπτόμενο φορολογικό σύστημα αποτελούν στοιχεία, πτυχές της ιστορίας της πρωταρχικής συσσώρευσης (Μαρξ 1978: 775-776). Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με το αποικιακό σύστημα, η πρωταρχική συσσώρευση μοιάζει να ευθύνεται για την εξάπλωση και την επέκταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Γράφει ο Μαρξ:
«Η ανακάλυψη των χρυσοφόρων και ασημοφόρων περιοχών στην Αμερική, η εξόντωση, το σκλάβωμα και το παράχωμα του ιθαγενούς πληθυσμού στα μεταλλεία, η έναρξη της κατάκτησης και της λεηλασίας των Ανατολικών Ινδιών, η μετατροπή της Αφρικής σε περιφραγμένη περιοχή κυνηγιού Μαύρων για δουλεμπόριο – χαρακτηρίζουν τη χαραυγή της εποχής της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Αυτά τα ειδυλλιακά προτσές είναι κύρια στοιχεία της πρωταρχικής συσσώρευσης. […] Το αποικιακό σύστημα ανέπτυξε σαν φυτό θερμοκηπίου το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα. Οι “Gesellschaften-Monopolia” [«εταιρίες-μονοπώλια»] (Λούθηρος) ήταν ισχυροί μοχλοί συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Οι αποικίες εξασφάλισαν αγορές κατανάλωσης στη μανιφακτούρα, που αναπτυσσόταν γρήγορα, ενώ η μονοπωλιακή κατοχή αυτών των αγορών εξασφάλιζε μια εντατική συσσώρευση. Ο θησαυρός που ληστευόταν έξω από την Ευρώπη άμεσα με λεηλασίες, υποδουλώσεις και φόνους έρεε στη μητρόπολη και μετατρεπόταν εδώ σε κεφάλαιο» (Μαρξ 1978: 775, 778).
Όπως υπογραμμίζει ο Harvey, η προσεκτική εξέταση της συγκυρίας της πρωταρχικής συσσώρευσης που ο Μαρξ ανασυγκροτεί, αποκαλύπτει ένα ευρύ φάσμα διαδικασιών που περιλαμβάνει: την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση της γης˙ την εκδίωξη των αγροτικών πληθυσμών˙ τη μετατροπή πολλών «διαφορετικών μορφών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας» σε δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας˙ την κατάργηση των δικαιωμάτων στις κοινοτικές γαίες˙ την «εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και την κατάργηση εναλλακτικών μορφών παραγωγής και κατανάλωσης»˙ τις αποικιακές, «νεοαποικιακές και αυτοκρατορικές διαδικασίες ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων»˙ τον εκχρηματισμό των σχέσεων ανταλλαγής και τη φορολογία˙ το δουλεμπόριο, την τοκογλυφία, το δημόσιο χρέος και τέλος, το πιστωτικό σύστημα (Harvey 2003: 145). Όλα αυτά τα στοιχεία της πρωταρχικής συσσώρευσης, σύμφωνα με τον Harvey, διατηρούν την παρουσία τους εντός της «ιστορικής γεωγραφίας της κεφαλαιοκρατίας ως σήμερα». Σ’ αυτή τη βάση, ανακύπτει το ερώτημα και η σχετική προβληματική της συνέχειας των διαδικασιών πρωταρχικής συσσώρευσης .
Όπως επισημαίνει ο DeAngelis, αφετηρία αυτής της συλλογιστικής αποτελεί το έργο της Luxemburg του 1913, Η συσσώρευση του κεφαλαίου (DeAngelis 2001: 2-3). Η Luxemburg, παρότι κατανοεί την πρωταρχική συσσώρευση ως ένα συμβάν που περιορίζεται στην περίοδο μετάβασης από τον φεουδαρχικό στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, οδηγείται από το σύνολο του θεωρητικού της πλαισίου σε μία διαφορετική κατεύθυνση. Σύμφωνα με την ανάλυσή της, η κεφαλαιοκρατία εξαρτάται από ετερογενή οικονομικά συστήματα στα οποία βρίσκει και προμηθεύεται τα μέσα και το έδαφος ανάπτυξής της. Έτσι, η εγγύηση της συνέχειας συσσώρευσης κεφαλαίου προϋποθέτει την παρέμβαση εξωοικονομικών μέσων και μεθόδων όμοιων με αυτών της πρωταρχικής συσσώρευσης. Υπό αυτό το πρίσμα, η Luxemburg υποστηρίζει ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής στηρίζεται σε δύο μορφές απαλλοτρίωσης μεταξύ των οποίων υφίσταται οργανική ενότητα. Η πρώτη περνά από τη σφαίρα της ανταλλαγής όπου επικρατεί η ιδιοκτησία, η τυπική ισότητα και η ειρήνη, στην κόλαση της παραγωγής όπου κυριαρχεί η εκμετάλλευση του μισθωτού από τον κεφαλαιοκράτη, η ουσιώδης ανισότητα και η σύγκρουση. Η δεύτερη μορφή απαλλοτρίωσης κινείται από το κεφαλαιοκρατικό στο μη κεφαλαιοκρατικό περιβάλλον. Εκεί εκλείπει ακόμα και η φαινομενική ισότητα, ενώ δεσπόζει η αποικιακή πολιτική, το διεθνές σύστημα δανεισμού και ο ανοιχτός πόλεμος, ή με άλλα λόγια «η βία, η απάτη και η καταπίεση» (Luxemburg 2003: 432). Σύμφωνα με την Luxemburg, ο σύγχρονος κόσμος είναι βαθιά εξαρτημένος από το έξω του˙ στην ουσία του, στην καρδιά του βρίσκεται ο επεκτατισμός και η «αποικιοποίηση» του εξωτερικού περιβάλλοντος. Το κεφάλαιο, σύμφωνα με την ίδια του την έννοια, τείνει να γίνει η μοναδική παγκόσμια κυρίαρχη δύναμη. Η «εσωτερική διαλεκτική» ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών οδηγεί και συνεπάγεται, λοιπόν, αναγκαία μία «εξωτερική διαλεκτική», το αποικιακό και ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Ανεξαρτήτως από το εάν υιοθετούμε τις θέσεις της Luxemburg, το σημαντικό και ενδιαφέρον εδώ για τη δικιά μας μελέτη έγκειται στη σχέση του κεφαλαίου με το έξω του . Η πρωταρχική συσσώρευση, σύμφωνα με αυτή την προβληματική, φαίνεται να συνιστά ένα αποτέλεσμα , έναν όρο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, και όχι ένα συμβάν που αποτελεί προϊστορία του και περιορίζεται στο απώτερο παρελθόν. Συνιστά μία διαδικασία όπου η επανέναρξή της αποτελεί συνθήκη της «κεφαλαιοποίησης» του μη κεφαλαιοκρατικού κόσμου . Με άλλα λόγια, η πρωταρχική συσσώρευση εμφανίζεται εκεί όπου ένας κεφαλαιοκρατικός κοινωνικός σχηματισμός έρχεται σε επαφή και αντιπαρατίθεται με ένα μη κεφαλαιοκρατικό περιβάλλον.6 Ανεξάρτητα με το αν το κεφάλαιο οφείλει αναγκαία να σχετίζεται με το έξω του, εδώ διαφαίνεται μία προνομιακή σχέση των μεθόδων πρωταρχικής συσσώρευσης με τις διάφορες εξωτερικές συναντήσεις του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Σύμφωνα με τους Negri και Hardt, ο κεφαλαιοκρατικός κόσμος σχετίζεται διαφορετικά με «το έξω του» ανάλογα με το αν προσπορίζεται σταθερό ή μεταβλητό κεφάλαιο. Κατά τη βίαιη υφαρπαγή παραγωγικών μέσων, το κεφάλαιο σχετίζεται «με το μη κεφαλαιοκρατικό περιβάλλον» χωρίς όμως να το εσωτερικεύει – χωρίς να το μετασχηματίζει σε κεφαλαιοκρατικό. «Το έξω παραμένει έξω». Αντίθετα, ο προσπορισμός «πρόσθετου μεταβλητού κεφαλαίου», η απασχόληση δηλαδή νέου εργατικού δυναμικού και η δημιουργία ενός νέου πλήθους εργατικής τάξης συνεπάγεται την «κεφαλαιοποίηση αυτού καθεαυτού του μη κεφαλαιοκρατικού περιβάλλοντος» κατά την οποία «το έξω εσωτερικεύεται» (Hardt & Negri 2002: 306, 305).7 Αυτή η διάκριση είναι αρκετά εύλογη καθώς εξηγεί την κυριαρχία ενός τρόπου παραγωγής πάνω σε άλλους, στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά και τη διεύρυνσή του μέσω της εσωτερίκευσης και «κεφαλαιοποίησης» άλλων κοινωνικών συστημάτων.
Στο κλασικό παράδειγμα του πορτογαλικού και ισπανικού αποικισμού στη Νότια Αμερική, ως γνωστόν, οι ιθαγενείς πληθυσμοί υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία, εκχριστανίστηκαν και εντάχθηκαν διά της βίας σε ένα ιδιόμορφο καθεστώς δουλείας. Εδώ αναδεικνύεται και ο υποστηριγματικός ρόλος που έπαιξε η δουλεία στην Αμερική για την οικονομική άνθηση της κεφαλαιοκρατίας στον ευρωπαϊκό κόσμο. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν εξαπλώνεται σε αυτή την περίπτωση «κεφαλαιοποιώντας» το έξω του, εσωτερικεύοντας κάποιον προϋπάρχοντα «εξωτερικό του άλλο», αλλά κατασκευάζοντας έναν ετερογενή προς αυτόν τρόπο παραγωγής και υποτάσσοντάς τον στις ανάγκες του (Harvey 2003: 141).
Ο Μηλιός (2020) θέτει το ερώτημα σε ποιες παραγωγικές-κοινωνικές σχέσεις εντάσσεται ο προκαπιταλιστικός «κάτοχος χρήματος» και δείχνει ότι μπορούν να εντοπιστούν δύο διαφορετικοί «εμπορικοί» προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής, το υπερπροϊόν των οποίων (αλλά και το σημείο εκκίνησης κάθε κύκλου της παραγωγικής διαδικασίας) έχει τη μορφή του χρήματος, έτσι ώστε να μπορούν να περιγραφούν από το σχήμα: Χ-Ε-(Χ+ΔΧ). Αφενός πρόκειται για έναν ιδιαίτερο ελάσσονα εμπορικό-εγχρήματο τρόπο παραγωγής, που βασίζεται στη σχέση δουλείας και συνυπάρχει δίπλα σε άλλους, δρώντας στα περιθώριά τους ήδη από την αρχαιότητα. Παρέμενε πάντα σε υποτελή θέση, υπαγόμενος και ενσωματωμένος στις δεσπόζουσες κοινωνικές σχέσεις: ο λεγόμενος χρηματοπαραγωγικός δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής , στον οποίο ο έμπορος ή βιοτέχνης (και τοκογλύφος) έχει την πλήρη κατοχή και κυριότητα των παραγωγικών μέσων, ενώ ο ίδιος είναι παρών στην παραγωγική διαδικασία, την οποία διευθύνει και επιτηρεί. Αφετέρου πρόκειται για έναν επίσης «εμπορικό και εγχρήματο» τρόπο παραγωγής (Χ-Ε-[Χ+ΔΧ]), που βασίζεται στην εκμετάλλευση θεσμικά ελεύθερων εργαζομένων από μια κρατικά οργανωμένη ελίτ κατόχων χρήματος. Στον τρόπο αυτό παραγωγής, οι εργαζόμενοι δεν είναι προλετάριοι, καίτοι είναι εν μέρει μισθωτοί, διότι έχουν επίσης (περιορισμένη) πρόσβαση στην κυριότητα (ιδιοκτησία) των μέσων παραγωγής. Πρόκειται για τον λεγόμενο συμβολαιακό χρηματοπαραγωγικό τρόπο παραγωγής , ο οποίος αναπτύχθηκε και έγινε κυρίαρχος τρόπος παραγωγής κυρίως στις πόλεις-κράτη της ιταλικής χερσονήσου κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, σε σχέση με χρηματικά και πιστωτικά σχήματα που βασίζονταν σε συμπρακτικές ή συνεταιρικές σχέσεις. Οι εργαζόμενοι λάμβαναν έναν μισθό που δεν επαρκούσε για την επιβίωσή τους, αλλά ταυτόχρονα συμμετείχαν στη «διανομή των κερδών» της μανιφακτούρας ή της εμπορικής επιχείρησης όπου εργάζονταν, ενώ επίσης διατηρούσαν το δικαίωμα εμπορίας ίδιων εμπορευμάτων, π.χ. στα επιχειρηματικά ταξίδια που συμμετείχαν ως κωπηλάτες ή ως άλλα μέλη ενός πληρώματος. Σύμφωνα με τον Μηλιό, η προλεταριοποίηση των «συνεταιρισμένων» με τα αφεντικά (προκαπιταλιστικούς κατόχους χρήματος) εργαζομένων, υπήρξε μια αστάθμητη διαδικασία που καθορίστηκε από ιστορικές «τυχαιότητες»: την έκβαση των καταστροφικών βενετογενουατικών πολέμων που ξεκίνησαν τον 13ο αιώνα και που τον επόμενο, 14ο αιώνα, οδήγησαν στην ίδρυση τεράστιων μανιφακτουρικών επιχειρήσεων κατασκευής πλοίων και όπλων, τις κρίσεις στο βενετικό αποικιακό σύστημα και την πανώλη. Οι διαδικασίες αυτές μετασχημάτισαν τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης στο εσωτερικό αρχικά του βενετικού κοινωνικού σχηματισμού, με τελικό αποτέλεσμα την «απογύμνωση» των εργαζομένων από την όποια πρόσβαση στα μέσα παραγωγής, και δημιούργησαν τις συνθήκες για το δέσιμο της συνάντησης του κατόχου χρήματος και του «ελεύθερου» προλετάριου (Μηλιός 2020: 148-154, 165-178, 213-223). Όπως άλλωστε επισήμανε ο Μαρξ, «τις πρώτες αρχές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής τις βρίσκουμε κιόλας σποραδικά στον 14ο και 15ο αιώνα σε μερικές πόλεις της Μεσογείου» (Μαρξ 2013: 740).
Και στους δύο προκαπιταλιστικούς χρηματοπαραγωγικούς τρόπους παραγωγής, το υπερπροϊόν λαμβάνει νομισματικό χαρακτήρα και η παραγωγή έχει στραμμένο το βλέμμα της προς την αγορά, με στόχο την ιδιοποίηση χρηματικού «κέρδους». Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πολύ περισσότερο του συμβολαιακού χρηματοπαραγωγικού τρόπου παραγωγής, δεν εξάλειψε τον χρηματοπαραγωγικό δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής, ο οποίος τόσο στις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ όσο και στην περίπτωση της αποικιοκρατίας στη Νότια Αμερική λειτούργησε ως στήριγμα του κεφαλαιοκρατικού και ως προϋπόθεση για την επέκταση και ανάπτυξή του.
Το έξω όμως του κεφαλαίου δεν περιορίζεται μόνο στην επέκταση του τρόπου παραγωγής σε μακρινούς τόπους και χώρες αλλά εντοπίζεται και σε «σφαίρες ζωής» εντός του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού. Σύμφωνα με την προβληματική της συνέχειας της πρωταρχικής συσσώρευσης, η ανάγκη για «exnovo διαχωρισμό» εμφανίζεται όταν το κεφάλαιο εντοπίζει, αναγνωρίζει ή συγκροτεί νέους χώρους ζωής προς «πιθανή αποίκηση» (DeAngelis 2004: 8). Έτσι φαίνεται ότι η συγκρότηση απογυμνωμένων μαζών και αποκωδικοποιημένου κεφαλαίου ελεύθερου να κινηθεί, δεν αποτελεί αποκλειστικό αποτέλεσμα της «κεφαλαιοποίησης του έξω», αλλά προκύπτει και από τη συγκρουσιακή συνάντηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής με μη εμπορευματοποιημένες περιοχές στο εσωτερικό του ίδιου κοινωνικού σχηματισμού . Η πρωταρχική συσσώρευση επανεμφανίζεται όπου κάθε τι «κοινό» μετατρέπεται σε ιδιωτική ιδιοκτησία ή όταν οι συνθήκες παραγωγής και αναπαραγωγής ζωής μετασχηματίζονται σε εμπορεύματα (Read 2003: 27. Βλ. και Harvey 2003: 141, Neocleous 2012: 961). Από την άλλη, οι διαδικασίες διαχωρισμού των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και συντήρησης επανεμφανίζονται όπου επιμένουν αντιστάσεις στο εσωτερικό της κεφαλαιακής σχέσης και όταν κοινωνικές δυνάμεις προσδιορίζουν και καταλαμβάνουν κοινωνικούς χώρους που στο παρελθόν ελέγχονταν από το κεφάλαιο.
Οι περιφράξεις ενός κοινωνικού χώρου συνοδεύονται από την περιχάραξη ενός συγκεκριμένου ορίου στο πλαίσιο του οποίου μπορούν να αναπτυχθούν στρατηγικές αξιοποίησης και υπέρβασής του. Υπό αυτή την έννοια, οι ιδιωτικοποιήσεις «τόπων ζωής» αποτελούν ένα στρατηγικό πρόβλημα για το κεφάλαιο, ένα πρόβλημα που σχετίζεται με τον χώρο και την οριοθέτησή του. Κάθε κίνηση απεδαφικοποίησης του κεφαλαίου φέρει μαζί της την επανέναρξη διαδικασιών όμοιων με αυτές της «πρωταρχικής συσσώρευσης», τον βίαιο μετασχηματισμό των παραγωγικών και νομικο-πολιτικών σχέσεων, και τη συγκρότηση νέων υποκειμενικοτήτων, επιθυμιών, ανταγωνισμών και αντιστάσεων. Τα σύνορα και η οριοθέτηση της εδαφικότητας όπου ρέει η κεφαλαιακή «αυτοαξιοποίηση» τίθενται είτε από το ίδιο το κεφάλαιο, είτε ως φράγμα σε αυτό (DeAngelis 2004: 11-12 και Mezzadra 2011: 304). Το κεφάλαιο προσδιορίζει έναν χώρο όπου επανεδαφικοποιείται, συγκροτεί ένα σύνορο όπου ορίζει τον ορίζοντα εμπορευματοποίησης των πολιτικών και πρακτικών διαχωρισμού. Αντίθετα, ένα όριο προκύπτει για το κεφάλαιο από μία ανταγωνιστική δύναμη, κάθε φορά που μία κίνηση θέτει φραγμούς προς την κεφαλαιοκρατική διαδικασία παραγωγής, ανοίγοντας ρωγμές , «χώρους κοινών» που αποσυνδέονται από την κεφαλαιακή σχέση και την εμπορευματική ανταλλαγή. Η κίνηση του κεφαλαίου, λοιπόν, με στόχο την παραγωγή νέων χώρων κυκλοφορίας και συσσώρευσης συνεπάγεται τη δημιουργία ενός νέου «κοινού» ως όριό του, ως σύνορο της δικής του επέκτασης. Σε αυτό το πλαίσιο σχηματίζει νέες στρατηγικές και μεθόδους που στοχεύουν στην άρση του. Από την άλλη, οι αντιστάσεις, το χτίσιμο φραγμών και εναλλακτικών επαναπροσδιορίζει τον χώρο, χαράσσοντας εκ νέου περιορισμούς στην κίνησή του. Υπό αυτή την έννοια, τα «κοινά» συνιστούν ένα σχεσιακό πεδίο και ορίζονται πάντα σε αντίθεση με «περιφράξεις» (DeAngelis 2004: 18)· είναι οι ρωγμές μέσα και ενάντια στη σχέση κεφαλαίου. Έτσι, η ίδια η κεφαλαιακή σχέση αποτελεί ένα στρατηγικό σχεσιακό πεδίο ανταγωνισμών ετερογενών ρευμάτων, η ίδια αποτελεί συγκρουσιακό διαχωρισμό των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και συντήρησης (Gunn 1987: 15-16).
Σε αυτό το σημείο, όμως, αναδύεται ξανά το πρόβλημα που θέσαμε στην αρχή αυτού του άρθρου, αν, δηλαδή, η πρωταρχική συσσώρευση αποτελεί προϋπόθεση ή όρο της κεφαλαιοκρατίας και πότε και πώς «μεταβαίνουμε» στην «τυπική» συσσώρευση κεφαλαίου. Ακολουθώντας την προβληματική της συνάντησης που αναπτύξαμε στην προηγούμενη ενότητα, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ο διαχωρισμός που συγκροτεί τις απογυμνωμένες μάζες και προϋποτίθεται του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν έχει τίποτα κοινό με τον συγκρουσιακό διαχωρισμό που συντελείται κατά τις διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης ή κατά την «ομαλή» κυκλοφορία του κεφαλαίου. Από τη σκοπιά της αποσύνθεσης των προκεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχηματισμών, οι στρατηγικές διαχωρισμού που προσιδιάζουν στη σχέση κεφαλαίου είναι θεμελιωδώς, αντικειμενικά και ριζικά, απροσδιόριστες. Η ταξική πάλη, οι ανταγωνιστικές δυνάμεις, και οι μορφές υποκειμενικότητας που διαλύουν τον παλιό (π.χ. φεουδαρχικό) τρόπο παραγωγής δεν είναι καθόλου ίδιες με αυτές που συγκροτούν τον νέο (Deleuze & Guattari 2016: 258).
Η πρωταρχική συσσώρευση εμφανίζεται ως σημείο μετάβασης από ένα καθεστώς βίας σε έναν κόσμο νομιμότητας ακριβώς επειδή ακροβατεί μεταξύ δύο μορφών βίας και δύο διαφορετικών τύπων σχέσεων εξουσίας: της προκαπιταλιστικής σποραδικής και διάχυτης βίας και της κεφαλαιοκρατικής «παγκοσμιότητας του νόμου» (Read 2003: 28). Εμφανίζεται ως στιγμή μετάβασης καθώς παρά την ωμότητά της συνοδεύεται από τη νομιμοποίηση και κανονικοποίησή της από το καθεστώς που η ίδια δημιουργεί. Από εδώ πηγάζει και η θεωρητική αμηχανία αναφορικά με την ωμότητα των μεθόδων πρωταρχικής συσσώρευσης αλλά και η δυσκολία εντοπισμού της βίας καθώς τη στιγμή που εμφανίζεται, εξαφανίζεται στην κοινωνία που η ίδια παράγει. Την ίδια στιγμή είναι παρούσα και απούσα, καθώς επανανοηματοδοτεί τις σχέσεις ιδιοκτησίας αλλά και το ιδεολογικό περιεχόμενο της έννοιας της νομιμότητας·8 εσωτερικεύεται από τη μία στον κρατικό μηχανισμό και το νομικό σύστημα και από την άλλη στις σχέσεις παραγωγής και κυκλοφορίας . Με αλλά λόγια, η σύγκρουση και η βία δεν αποτελούν καθόλου «τυχαία» και επουσιώδη γεγονότα αλλά η ίδια η έννοιά τους αλλάζει . Η βία «κεφαλαιοποιείται», μετασχηματίζεται σε κεφαλαιοκρατική βία . Ο βίαιος μετασχηματισμός είναι και μετασχηματισμός της βίας.
Οι διαδικασίες διάλυσης του «παλιού» τρόπου παραγωγής φέρουν μαζί τους και τις διαδικασίες νομιμοποίησης και κανονικοποίησης του «νέου» (Read 2003: 36, 40, 55). Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής για να αντέξει στον χρόνο, οφείλει να «καταστρέψει τη μνήμη» της κοινωνικής δομής που εσωτερικεύει, οφείλει να απωθήσει την ύπαρξή της. Η φυσικοποίηση και κανονικοποίησή του είναι συγκροτητική και για την «ομαλή» λειτουργία του. Οι εδραιωμένες κοινωνικές σχέσεις, λοιπόν, πρέπει να γίνουν «τρόπος ζωής», πρέπει να μετατραπούν σε «υποκειμενική επιθυμία», συνήθεια και καθημερινότητα. Με άλλα λόγια, η παραγωγή της υποκειμενικότητας είναι αναγκαία για το στέριωμα και την «κανονική» λειτουργία της κεφαλαιακής σχέσης. Όπως γράφει ο Μαρξ:
«Δεν φτάνει που οι όροι της εργασίας εμφανίζονται στον ένα πόλο σαν κεφάλαιο, ενώ στον αντίθετο πόλο υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν εκτός από την εργατική τους δύναμη. Δε φτάνει επίσης που εξαναγκάζονται άνθρωποι να πουλούν θεληματικά τον εαυτό τους. Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Μαρξ 1978: 762).
Η ιστορία της πειθάρχησης της εργατικής τάξης αποτελεί την «τρίτη στιγμή» της πρωταρχικής συσσώρευσης και συνδέεται με τον μετασχηματισμό της βίας και των σχέσεων εξουσίας˙ σχετίζεται με την «εσωτερίκευση» της πρωταρχικής συσσώρευσης στις σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής . Σύμφωνα με τον Negri ο μετασχηματισμός της βίας που ξεκινά με την απαλλοτρίωση των μαζών και την αιματηρή νομοθεσία συνιστά και το πέρασμα από την κυρίαρχη στην πειθαρχική εξουσία. Όπως γράφει:
«Η άμεση βία της εκμετάλλευσης και της νομικής υπερδομής μετατρέπεται σε μία βία διαμεσολαβημένη, σε μία δομή εσωτερική στην παραγωγική διαδικασία . […] Από τον κόσμο της κυρίαρχης βίας έχουμε εισέλθει στον διάχυτο και κανονικοποιημένο κόσμο της πειθαρχίας. Η κεφαλαιακή σχέση δεν συγκροτεί μόνο τον νόμο αλλά και έναν νέο κόσμο. Αλλάζει τους ανθρώπους, αυξάνει την παραγωγικότητά τους και τους κοινωνικοποιεί. Επιβάλλεται ως δομή της ύπαρξής τους. Αυτός ο μετασχηματισμός της βίας σε μία δομή […] εντατικοποιείται όσο περισσότερο αναπτύσσεται ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής. Η βία δεν εξαφανίζεται με αυτόν τον μετασχηματισμό, αλλά οργανώνεται και μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε μία βία που ορίζει και μεταμορφώνει την πραγματικότητα » (Negri 1999: 256).9
Ο τύπος βίας και εξουσίας που αντιστοιχεί στην «ομαλή» λειτουργία της κεφαλαιακής σχέσης δεν παίρνει άρα τη μορφή ενός απροκάλυπτου εξαναγκασμού ή ενός κατασταλτικού μηχανισμού˙ αντίθετα, δρα μέσω της οργάνωσης των δυνάμεων, της αύξησης της παραγωγικότητάς τους και της οικονομικής χρήσης τους, εξασφαλίζοντας τα βέλτιστα αποτελέσματα με τις λιγότερες αποτυχίες και κενά. Σε αυτό το πλαίσιο, η εργασιακή δύναμη, ως παραγωγική δύναμη , μπορεί να ρυθμιστεί και να εκγυμναστεί˙ δύναται να εξορθολογικοποιηθεί καθώς διαμεσολαβείται από κανόνες «επιστημονικής οργάνωσης» και χρήσης της. Η εργασία καθίσταται ελαστική και υπολογίσιμη, βάσει «κοινωνικών νόμων» που διαπλάθοντάς την, αυξάνουν την παραγωγικότητά της. Υπό το καθεστώς μισθωτής σχέσης, λοιπόν, το υποκείμενο της εργασίας υπόκειται σε μία παραγωγική διαδικασία που το υπερβαίνει˙ η «εργασία του» δεν είναι πραγματικά «δική του εργασία», αλλά κανονικοποιημένη «κοινωνική εργασία», ή διαφορετικά «εργασία εν γένει» (Macherey 2014: 34-35).10 Στους κανόνες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και ανταλλαγής εμπορευμάτων δεν υπόκειται μόνο η εργατική τάξη αλλά και ο κάθε μεμονωμένος κεφαλαιοκράτης. Η εφαρμογή και η περαιτέρω ανάπτυξη των πειθαρχικών μηχανισμών, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η διαρκής αναζήτηση τεχνολογικών καινοτομιών κ.ο.κ., αποτελούν τους αναγκαίους «νόμους» που ο κεφαλαιοκράτης είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί, αν επιθυμεί να επιβιώσει ως τέτοιος.
Με αυτόν τον τρόπο, η πρωταρχική συσσώρευση εισέρχεται και εμπεριέχεται στις νομικο-πολιτικές σχέσεις μέσω των οποίων (κατά βάση) το κεφάλαιο εσωτερικεύει το έξω του αλλά και πραγματοποιεί εκ νέου τις διαδικασίες διαχωρισμού, απαλλοτρίωσης και προλεταριοποίησης πληθυσμών, καθιστώντας δυνατούς νέους κύκλους συσσώρευσης αλλά και συγκροτώντας νέες μορφές υποκειμενικότητας, νέες επιθυμίες και ανταγωνισμούς. Ταυτόχρονα, εγγυάται τη συντήρηση της μισθωτής σχέσης και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου διαιωνίζοντας την ταξική σχέση και σύγκρουση, διατηρώντας τον ανταγωνισμό κεφαλαίου – εργασίας (Bonefeld 2002: 89).11 Αφετέρου, η πρωταρχική συσσώρευση εισέρχεται και εμπεριέχεται στις γραμμές παραγωγής, στις μορφές συνεργασίας, στον καταμερισμό της εργασίας, στην επιτήρηση της παραγωγικής διαδικασίας και στο σύστημα των μηχανών. Η είσοδος στον κόσμο της μισθωτής σχέσης είναι και η είσοδος στην αφηρημένη μηχανή της πειθαρχικής εξουσίας. Η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση δεν είναι τίποτα άλλο από πρωταρχική συσσώρευση που «εσωτερικεύτηκε» στον χώρο του εργοστασίου (Read 2003: 29, 35 και Negri 1999: 256). Η βία που συγκροτεί τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής είναι πάντοτε-ήδη κεφαλαιοκρατική βία, όπως η πρωταρχική συσσώρευση είναι πάντοτε-ήδη κεφαλαιοκρατική συσσώρευση .
Έτσι, η σχέση κεφαλαίου δεν συνιστά μια αυτονομημένη, καθαρά οικονομική δύναμη ανεξάρτητη από τα υπόλοιπα στοιχεία του τρόπου παραγωγής, αλλά η ίδια η λογική της είναι στη ρίζα της ανταγωνιστική ˙ η σχέση κεφαλαίου είναι εγγενώς συγκρουσιακή, είτε ως «άμεσος καταναγκασμός» (πρωταρχική συσσώρευση), είτε ως διαμεσολαβημένος από τους κανόνες και «νόμους» της εμπορευματικής παραγωγής και ανταλλαγής («τυπική» συσσώρευση κεφαλαίου). Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται πως η σχέση κεφαλαίου μπορεί να γίνει κατανοητή στην «ολότητά» της, ή ανάγεται στα «φαινόμενα» της πρωταρχικής συσσώρευσης – ανεξάρτητα από το αν η τελευταία αποτελεί ενικό συμβάν ή συνεχιζόμενη διαδικασία. Η πρωταρχική συσσώρευση, ως έννοια, δεν εξηγεί τη δομή και λειτουργία των στοιχείων της κεφαλαιακής σχέσης και εκμετάλλευσης (εμπόρευμα, χρήμα, αφηρημένη εργασία και κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, μισθωτή σχέση κλπ.), ούτε «εμπεριέχει δυνάμει» την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση ως «αναγκαίο μέλλον της» (Bonefeld 2016: 83-84).
4. Αντί επιλόγου
Συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία μας: Η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου δεν αποτελεί σημείο μετάβασης, ούτε λειτουργεί ως κάποιου είδους εξωτερικός συνεργάτης της «ομαλής» κεφαλαιακής συσσώρευσης. Η πρωταρχική συσσώρευση εντοπίζεται στο εσωτερικό της έννοιας του κεφαλαίου (Rosdolsky 1977: 279)· δεν αποτελεί προϊστορία του κεφαλαιοκρατικού κόσμου, αλλά «αφετηρία του». Μετασχηματίζει αφενός, το χρήμα, τα μέσα παραγωγής και συντήρησης σε κεφάλαιο και αφετέρου, τον κάτοχο χρήματος και τον απογυμνωμένο παραγωγό, αντίστοιχα, σεκεφαλαιοκράτη και προλετάριο. Έτσι, η πρωταρχική συσσώρευση δεν αποτελεί τη «συστατική προϋπόθεση του ταξικού ανταγωνισμού»12 αλλά την αφετηρία της κεφαλαιοκρατικής πάλης των τάξεων και του συγκρουσιακού διαχωρισμού των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής τους. Είναι η στιγμή όπου ο αναδυόμενος τρόπος παραγωγής ενεργοποιείται και αναδρά στα συναντώμενα στοιχεία μετασχηματίζοντάς τα σε πάντοτε-ήδη δομικά στοιχεία της˙ είναι η αυγή της κεφαλαιοκρατικής ιστορίας .13 Υπό αυτό το πρίσμα, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής συνιστά ουσιωδώς causa sui , με τη σπινοζική έννοια του όρου. Δεν έχει εξωτερικό αίτιο, δεν έχει αρχή ή τέλος, αλλά ο ίδιος συγκροτεί και θεμελιώνει τη δομή του. Η πρωταρχική συσσώρευση είναι ταυτόχρονα αίτιο και αποτέλεσμα, προϋπόθεση και όρος της κεφαλαιακής σχέσης .
Όπως δείξαμε, τα στοιχεία που υπεισέρχονται στον τόπο της συνάντησης δεν είναι ίδια με αυτά που θα εξέλθουν απ’ αυτόν. Η σύζευξή τους εξαρτάται απ’ τον βίαιο μετασχηματισμό τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ανακατασκευή της έννοιας της πρωταρχικής συσσώρευσης επιβάλλει και μια νέα κατανόηση της έννοιας του τρόπου παραγωγής . Ο τρόπος παραγωγής είναι πλέον αδύνατον να αναχθεί στη λεγόμενη οικονομική υποδομή, ανεξάρτητα από το αν αυτή θεωρείται δομή-ουσία του κοινωνικού ή καθοριστική, οντολογικά προνομιακή βαθμίδα του. Η αντίφαση των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι αυτάρκης ούτε ως προς την ιστορική της γέννηση-συγκρότηση, ούτε ως προς την «κανονική» της λειτουργία και αναπαραγωγή (απλή ή διευρυμένη). Αντίθετα, ο τρόπος παραγωγής εμπεριέχει αναγκαία την κρατική εξουσία, τους κρατικούς μηχανισμούς, τις δικαϊκές, νομικο-πολιτικές σχέσεις και τις διάφορες σχέσεις εξουσίας, την κατασκευή της μορφής εμφάνισής του αλλά και την παραγωγή της υποκειμενικότητας. Από την άλλη, η έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης «εγγράφει το αστάθμητο στην καρδιά της συνέχισης της ύπαρξης […] του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (Althusser 2018: 73). Η πρωταρχική συσσώρευση, ως συγκρουσιακός διαχωρισμός και βίαιος μετασχηματισμός , δεν αναφέρεται απλά στις διαδικασίες διαχωρισμού των μαζών απ’ τα μέσα παραγωγής και στην «κεφαλαιοποίηση» του σχηματισμού, αλλά σχετίζεται με την προοπτική, ή για να μιλήσουμε με τους όρους του Σπινόζα, με το conatus της κάθε «ενικής κοινωνικής ουσίας» . Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, όπως και ο κάθε τρόπος παραγωγής, μάχεται, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, με την αυστηρή έννοια του όρου, να διατηρηθεί στην ύπαρξη. Η διάρκεια της ύπαρξής του διακυβεύεται από τις αστάθμητες συναντήσεις με άλλες κοινωνικές δομές αλλά και από την εσωτερική σύγκρουση των στοιχείων του. Για να αυτοσυντηρηθεί οφείλει να κυριαρχήσει ή/και να εσωτερικεύσει τους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς που συναντά, αλλά και να αναπαράγει, ή πιο σωστά, να παράγει εκ νέου τις σχέσεις που βρίσκονται στο εσωτερικό του. Τίποτα δεν εγγυάται τον τρόπο, τη μορφή και τον χρόνο της ύπαρξής του . Ο κάθε τρόπος παραγωγής στοιχειώνεται από εγγενή συγκρουσιακότητα. Η δομή του δεν «κλείνει», δεν δένει ποτέ οριστικά . Δεν υφίσταται «ολοκληρωμένος» τρόπος παραγωγής. Ο Althusser γράφει: «αντί να στοχαστούμε την ενδεχομενικότητα ως τροπικότητα ή εξαίρεση της αναγκαιότητας, πρέπει να στοχαστούμε την αναγκαιότητα ως το γίγνεσθαι-αναγκαίο της συνάντησης των ενδεχομένων » (Althusser 2018: 66).14 Το γίγνεσθαι-αναγκαίο δεν αποτελεί καθόλου τη «μετάβαση» από τον κόσμο της τυχαιότητας και της ενδεχομενικότητας στον κόσμο της αναγκαιότητας και της νομοτέλειας˙ συνιστά διαδικασία . Η στιγμή του δεσίματος του τρόπου παραγωγής δεν είναι ποτέ οριστική αλλά η ίδια η συνάντηση πρέπει διαρκώς να επαναλαμβάνεται. Πιο συγκεκριμένα, το δέσιμο, το γίγνεσθαι-αναγκαίο δεν αποτελεί στιγμή ή φάση της ιστορίας ενός τρόπου παραγωγής˙είναι η (δομική) ιστορία του, είναι ο τρόπος ύπαρξης της δομής του˙ η τελευταία δεν υπάρχει πριν και πέραν της διαδικασίας κρυστάλλωσής της˙ o τρόπος παραγωγής είναι το γίγνεσθαι-αναγκαίο.
Το να τοποθετούμε, λοιπόν, την πρωταρχική συσσώρευση στο εσωτερικό της έννοιας του κεφαλαίου δεν σημαίνει ότι νοούμε τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο ως ένα αρπακτικό σύστημα βίας, κλοπής και εξαπάτησης. Μάλλον πρόκειται για μια θέση που μας κάνει «να αναρωτηθούμε σε τι συνίσταται ο κατ’ εξαίρεση χαρακτήρας αυτής της “κατ’ εξαίρεση κατάστασης ”, και μήπως αυτή η εξαίρεση, όπως συμβαίνει με όλες τις εξαιρέσεις, φωτίζει τον κανόνα της, μήπως είναι, εν αγνοία του κανόνα, ο ίδιος ο κανόνας » (Althusser 2015: 156). Το να τοποθετούμε την πρωταρχική συσσώρευση στο εσωτερικό της κεφαλαιακής σχέσης συνεπάγεται το να επαναστοχαστούμε την ίδια την έννοια του τρόπου παραγωγής ως σύνθετο δομημένο όλο, μη-αναγώγιμο σε ένα «σημείο παρουσίας», σε ένα σταθερό και ακίνητο θεμέλιο. Συνεπάγεται το να επανεξετάσουμε το πρόβλημα της συγκρότησης, της κρυστάλλωσης και της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας υπό το πρίσμα της ριζικής απροσδιοριστίας, της εμμενούς αιτίας και της εγγενώς συγκρουσιακής και ιεραρχικής άρθρωσης των στοιχείων ενός κοινωνικού σχηματισμού. Συνεπάγεται το να «διαβάσουμε» τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής υπό το φως των αγώνων του μέλλοντος, δηλαδή υπό το φως της αστάθμητης ενδεχομενικότητας της πολιτικής συγκυρίας.
Βιβλιογραφία
Althusser, L. (2015), Για τον Μαρξ , μτφ. Τάσος Μπέτζελος, Αθήνα: Εκτός Γραμμής.
Althusser, L. (1999), Machiavelli and Us , μτφρ. G. Elliott, London: Verso.
Althusser, L. (2018), Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης , μτφρ. Τ. Μπέτζελος, Αθήνα: Εκτός Γραμμής.
Balibar, E. (2003), «Σχετικά με τις θεμελιώδεις έννοιες του Ιστορικού Υλισμού», στο AlthusserL., BalibarE., EstabletR., MachereyP., RancièreJ., Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο , μτφρ Δ. Δημούλης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Benjamin, W. (2014), Για μία κριτική της βίας , Αθήνα: Ελευθεριακή κουλτούρα.
Bonefeld, W. (2002a), “Capital, Labor and Primitive Accumulation: On Class and Constitution”, in A. C. Dinerstein, M. Neary (eds.), The Labor Debate: An Investigation into the Theory and Reality of Capitalist Work , London: Ashgate.
Bonefeld, W. (2002b), “History and Social Constitution: The Primitive Accumulation is not Primitive”, The Commoner , March (http://www.commoner.org.uk).
Bonefeld, W. (2016), Critical Theory and the Critique of Political Economy. On Subversion and Negative Reason , New York: Bloomsbury.
De Angelis, M. (2001), “Marx and Primitive Accumulation: The continuous character of capital’s enclosures”, The Commoner , January (http://www.commoner.org.uk).
De Angelis, M. (2004), “Separating the Doing and the Deed: Capital and the Continuous Character of Enclosures”, Historical Materialism , vol. 12, no. 4.
Deleuze, G. & GuattariF. (2016), Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, 1. Ο Αντι-Οιδίπους , μτρφ. Β. Πατσογιάννης, Αθήνα: Πλέθρον.
Deleuze, G. & Guattari F. (2017), Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, 2. Χίλια Πλατώματα , μτρφ. Β. Πατσογιάννης, Αθήνα: Πλέθρον.
Federici, S. (2011), Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα. Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση , μτφρ. Ι. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη: εκδόσεις των ξένων.
Foucault, M. (2011), Επιτήρηση και Τιμωρία, Η γέννηση της φυλακής , μτφρ. Τ. Μπέτζελος, Αθήνα: Πλέθρον.
Gunn, R. (1987), “Notes on Class” , Common Sense , no. 2.
Harvey, D. (2003), New Imperialism , Oxford: Oxford University Press.
Hardt, M. & Negri Α. (2002), Αυτοκρατορία , μτφρ. Ν. Καλαϊτζής, Αθήνα: Scripta.
Hobsbawm, E. (1964), Introduction, στοΚ. Marx, Pre-capitalist Economic formations , transl. J. Cohen, New York: International Publishers.
Luxemburg, R. (2003), The Accumulation of Capital , μτφρ. A. Schwarzschild, London: Routledge.
Macherey, P. (2014), Φουκώ και Μαρξ , Το παραγωγικό Υποκείμενο , μτφρΤ. Μπέτζελος, Αθήνα:ΕκτόςΓραμμής.
Μαρξ, Κ. (1978), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τ. 1ος, , μτφρ. Π. Μαυρομάτης, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (1989), Βασικές γραμμές της κριτική της πολιτικής οικονομίας , τ.1ος, μτφ. Δ. Δίβαρης, Αθήνα: Στοχαστής.
Μαρξ, Κ. (1990), Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας , τ. 2ος, μτφρ. Δ. Διβάρης, Αθήνα: Στοχαστής.
Μαρξ, Κ. (2013), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τ. 3 ος , μτφρ. Π. Μαυρομάτης, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (2014), Κείμενα από την δεκαετία του 1840, μια ανθολογία , μτφρ. Θ. Γκιούρας, Αθήνα: ΚΨΜ.
Marx, Κ. & F. Engels (1877), Letter from Marx to Editor of Otecestvenniye Zapitski : https://www.marxists.org/archive/marx/works/1877/11/russia.htm
Mezzadra, S. (2011), “The Topicality of Prehistory: A New Reading of Marx’s Analysis of ‘So called Primitive Accumulation’”, Rethinking Marxism , 23: 3.
Midnight Notes Collective (1990), “Introduction to the New Enclosures”, Midnight Notes , no. 10.
Μηλιός, Γ. (2020), Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα. Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσης του , Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Negri, A. (1999), Insurgencies: Constituent Power and the Modern State , μτφρ. M. Boscagli, Minneapolis: University of Minnesota Press.
Neocleous, M. (2012), “International Law as Primitive Accumulation; Or, the Secret of Systematic Colonization”, The European Journal of International Law , Vol. 32, no. 4.
Perelman, M. (2000), The Invention of Capitalism. Classical Political Economy and the Secret History of Primitive Accumulation , Durham & London: Duke University Press.
Read, J. (2003), Micro-Politics of Capital. Marx and the Prehistory of the Present , New York: State University of New York Press.
Rosdolsky, R. (1977), The Making of Marx’s “Capital” , μτφρ. P. Burgess, London: Pluto Press.
Φουρτούνης, Γ. (2022), Αποδόμηση σε «τελική ανάλυση»: ο σπινοζικός δομισμός του Αλτουσέρ (1960 – 1969) , υπό έκδοση, Αθήνα: Νήσος
Φουρτούνης, Γ. (2008), «Δομή, αστάθμητο και βία στην έννοια του τρόπου παραγωγής», Θέσεις , τ. 102: 41-64.
Zarembka, P. (2001), “Primitive Accumulation in Marxism, Historical or Trans-historical Separation from means of production?”, The Commoner , September (http://www.commoner.org.uk).
1 Μαρξ 1992: 838-839.
2 Όπως σημειώνει ο Perelman, o όρος «primitiveaccumulation» προέκυψε από μια μεταφραστική «παρεξήγηση». Ο Μαρξ μετέγραψε στα γερμανικά τον όρο του Smith «previous» ως «ursprünglich» [αρχική ή πρωταρχική], ενώ οι μεταφραστές του Μαρξ στα αγγλικά με τη σειρά τους απέδωσαν τον όρο ως «primitive» [πρωτόγονη] (Perelman 2000: 25). Οόροςθαμπορούσεναμεταφραστείεπίσηςως «original», «initial», «unspoiled», ήακόμακαι «beginning», «first manifestation», «springing to life». Το «primitive» είναι ανακριβές, καθώς ο γερμανικός όρος δεν υποδηλώνει σχέση αιτίου - αιτιατού (Bonefeld 2016: 82).
3 Ο Benjamin στο κλασικό δοκίμιό του (Benjamin 2014: 13-14, 18, 34) υποστηρίζει ότι το δίκαιο ανάγεται σε μία μυθική βία, η οποία σύμφωνα με την αρχέγονη δομή της θέτει το δίκαιο, εγκαθιδρύει την εξουσία και την διαιωνίζει. Η πρώτη μορφή βίας (νομοθετική βία) είναι ανεξάρτητη από κάθε καθορισμένη δικαϊκή τάξη και αποτελεί την αρχετυπική μορφή κάθε βίας που γεννά εξουσία, ενώ η δεύτερη (διοικητική βία) τοποθετείται στην υπηρεσία των «σκοπών του κράτους» και είναι αυτή που το συντηρεί.
4 Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μαρξ δεν εντοπίζει τη φιγούρα του προκεφαλαιοκράτη κατόχου χρήματος στον γαιοκτήμονα, αλλά στον έμπορο και τον τοκογλύφο. Όπως γράφει στα Grundrisse : «Είναι, καθώς είδαμε, σύμφυτο στην έννοια του κεφαλαίου – τη γένεσή του – πως το κεφάλαιο αφετηρία έχει το χρήμα και άρα την περιουσία που υπάρχει με τη μορφή του χρήματος. Είναι εξίσου σύμφυτο ότι εμφανίζεται να προέρχεται από την κυκλοφορία, σαν προϊόν της κυκλοφορίας. Ώστε ο σχηματισμός του κεφαλαίου δεν ξεκινά από την γαιοκτησία (εδώ το πολύ από τον αγρομισθωτή, στο βαθμό που εμπορεύεται αγροτικά προϊόντα)˙ ούτε από τη συντεχνία (αν και υπάρχει εδώ μια δυνατότητα), αλλά από την περιουσία των εμπόρων και των τοκογλύφων» (Μαρξ 1990: 381). Και στο Κεφάλαιο : «Ο μεσαίωνας όμως άφησε κληρονομιά δύο διαφορετικές μορφές κεφαλαίου, που ωριμάζουν στους πιο διαφορετικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς και που πριν από την εποχή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής θεωρούνται κεφάλαιο quandmeme – το τοκογλυφικό και το εμπορικό κεφάλαιο» (Μαρξ 1978: 774).
5 Πριν από τους Deleuze και Guattari, ο Balibar είχε επισημάνει αυτή την «έννοια μετάβασης» στο έργο του Μαρξ. Βλ. Balibar 2003: 565.
6 Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε, όπως σωστά παρατηρεί ο Zarembka στην κριτική του στον Perelman, ότι πουθενά στα σχετικά κείμενά του, ο Μαρξ δεν φαίνεται να υποστηρίζει κάποιου είδους συνέχεια των διαδικασιών πρωταρχικής συσσώρευσης στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες (Zarembka 2001: 2).
7 Εδώ να σημειώσουμε ότι οι Hardt και Negri ακολουθούν εν μέρει την ανάλυση της Luxemburg – θέση που εμείς δεν υιοθετούμε. Αντίστοιχα, οι Harvey και Zarembka δέχονται το επιχείρημα της Luxemburg για την αναγκαία σχέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής με το έξω του, περιορίζοντας όμως την έννοια της πρωταρχικής συσσώρευσης στην περίοδο μετάβασης στην κεφαλαιοκρατία – πιο συγκεκριμένα ο Harvey διακρίνει μεταξύ της primitive accumulation και της accumulation by dispossession (Harvey 2003: 164 και Zarembka 2001: 1, 5).
8 Όπως γράφουν οι Deleuze και Guattari: «Υπάρχει μια βία που ενεργεί αναγκαστικά μέσω του κράτους , που προηγείται του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που συνιστά την “πρωταρχική συσσώρευση” και καθιστά εφικτό αυτόν τον ίδιο τρόπο παραγωγής. Αν εγκατασταθεί κανείς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι δύσκολο να πει ποιος κλέβει και ποιον κλέβουν, όπως και πού είναι η βία, επειδή ο εργάτης γεννιέται, αντικειμενικά, ολόγυμνος, ενώ ο καπιταλιστής, αντικειμενικά “ντυμένος”, ανεξάρτητος ιδιοκτήτης. Αυτό που διαμόρφωσε έτσι τον εργάτη και τον καπιταλισμό μας διαφεύγει, διότι έχει λειτουργήσει σε άλλους τρόπους παραγωγής. Είναι μία βία που θεωρείται ήδη συντελεσμένη, παρότι αναπλάθεται κάθε μέρα » (Deleuze & Guattari 2017: 552).
9 Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
10 Βλ. και Foucault 2011: 35, 157.
11 Πιο συγκεκριμένα, εδώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για δύο διαφορετικές μορφές κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού και σύγκρουσης. Έναν ανταγωνισμό (εξωτερικό) μεταξύ της κεφαλαιοκρατικής μηχανής και έτερων προς αυτή κοινωνικών μορφών που προσπαθεί να μετασχηματίσει και να εσωτερικεύσει˙ διαδικασίες όπως προλεταριοποίηση, απαλλοτρίωση της γης κλπ. όπου συνεπάγονται το άνοιγμα μιας νέας οικονομικής ζώνης. Και έναν ανταγωνισμό εσωτερικό μεταξύ των όρων-στοιχείων της κεφαλαιακής σχέσης (Mezzadra 2011: 309-310).
12Αυτό είναι το επιχείρημα του Bonefeld. Βλ. Bonefeld 2002a: 87.
13 Ο Φουρτούνης έχει υποστηρίξει συστηματικά αυτή την ουσιώδη πτυχή του υλισμού της συνάντησης (Φουρτούνης 2022: κεφ. 4ο, 43-46 και Φουρτούνης 2008 6-7, 9-10).
14 Οι υπογραμμίσεις δικές μου.