... των θέσεων επιδιώκουμε να ανοίξουμε τη συζήτηση γύρο) από το ζήτημα της επαναστατικής στρατηγικής. Ξέρουμε ότι το εγχείρημα αυτό είναι και πολύπλοκο και μακροχρόνιο. Αισθανθήκαμε όμως την ανάγκη να ξεκινήσουμε, όσο πιο συγκροτημένα επιτρέπουν οι υποκειμενικές μας δυνατότητες, την εξέταση όλων - των μεγάλων ζωτικών προβλημάτων ενός επαναστατικού σχεδίου: το ζήτημα του σύγχρονου Κράτους και του μαρασμού του, το ζήτημα των κοινωνικών τάξεων και των ταξικών συμμαχιών, το ζήτημα της μετάβασης, το ζήτημα του Κόμματος.
Αλλά και κοντά σ' αυτά να συνεχίσουμε και να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο τις αναλύσεις μας για τον ελληνικό καπιταλισμό και την ένταξη του στην παγκόσμια σκηνή, για την οικονομική κρίση και τα αποτελέσματα της. Να ξαναγυρίσουμε σ' όλες τις βασικές έννοιες ενός επαναστατικού σχεδίου όπως τις σκέφθηκαν και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις συστηματοποίησαν - πολλές φορές μέσα από συγκρούσεις και διαφωνίες - ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Κάουτσκυ, η Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι και τόσοι άλλοι.
Να ξαναδούμε τέλος υπ' αυτό το πρίσμα όλες τις επαναστατικές εκρήξεις που συγκλόνισαν τον πλανήτη μας εδώ και ενάμιση αιώνα εργατικού κινήματος, να τις μελετήσουμε σαν πρωτογενές υλικό που μας προσφέρει η ίδια η δράση των μαζών, να τις αξιοποιήσουμε σαν εμπειρία.
Παράλληλα πιστεύουμε ότι το άνοιγμα μιας τέτοιας συζήτησης αποκτά σήμερα και μια άμεση πολιτική επικαιρότητα. Η δεκαετία του '80 σημαδεύθηκε ταυτόχρονα από μια αυταπάτη και μια χρεοκοπία. Την αυταπάτη μιας στρατηγικής «Αλλαγής» με μοχλό το Κράτος και με άξονα την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου χωρίς να θιγούν οι σχέσεις παραγωγής. Την αυταπάτη επίσης μιας ήρεμης και εκλογικίστικης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ικανής δήθεν θα διασφαλίσει την κοινωνική αλλαγή. Το σχήμα αυτό δεν το ζήσαμε μόνο στην Ελλάδα. Την ίδια εμπειρία μπορεί σήμερα να καταθέσει η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία... Το σχήμα αυτό της «Αλλαγής» θα ήταν λάθος να χρεωθεί εξ' ολοκλήρου σε κάποια «επιρρεπή» στη σοσιαλδημοκρατία Σοσιαλιστικά κόμματα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για στρατηγική που δοκιμάσθηκε μ' όλους τους δυνατούς συνδυασμούς: με αυτοδυναμία των Σοσιαλιστών (Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία), με συνεργασία Σοσιαλιστών - Κομμουνιστών (Γαλλία), με συνεργασία Σοσιαλιστών - Κεντροδεξιάς (Ιταλία, Πορτογαλία), με κριτική υποστήριξη των Κομμουνιστών (Ιταλία) κ.λπ. Κατά κανόνα η στρατηγική αυτή δεν εξαίρεσε την κομμουνιστική Αριστερά, έτσι όπως αυτή συγκροτήθηκε εδώ και πολλά χρόνια.
Η αποτυχία λοιπόν σήμερα αυτού του ρεφορμιστικού δρόμου, αποτυχία που κλείνει έναν ολόκληρο μεταπολεμικό κύκλο εμπειριών του ευρωπαϊκού εργατικού
κινήματος, πρέπει να μας έδωσαν την ευκαιρία να ξανασκεφθούμε πάνω στις έννοιες και στα προβλήματα μιας στρατηγικής κοινωνικού μετασχηματισμού. Σήμερα είναι αναγκαίο να ανοίξει ένας τρίτος ιστορικός κύκλος συζήτησης πάνω στη στρατηγική. Η διαφοροποίηση της ιδεολογικής συγκυρίας σε σχέση με τη δεκαετία του 70, όταν η ανάλογη συζήτηση ήταν ηγεμονενόμενη από την «Αλλαγή» ή»τον «Ευρωκομουνισμό», είναι εμφανής. Βέβαια το εργατικό κίνημα βρίσκεται σήμερα σε σχέση με τότε αρκετά πιο αδύναμο και απογοητευμένο. Είναι κι αυτό ένα στοιχείο που θα 'πρεπε να πάρουμε υπόψη μας σήμερα. Γιατί το να συζητάς για στρατηγική δεν σημαίνει ότι συζητάς για κάτι μακροπρόθεσμο. Σημαίνει ότι συζητάς για ένα σχέδιο προγραμματικό που ξεκινά πάντα απ' αυτό που είναι το άμεσο πολιτικό καθήκον: η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, ο ιδεολογικός του εξοπλισμός, η οργανωτική δυνατότητα. Γιατί το στρατηγικό μας σχέδιο αρχίζει από σήμερα κιόλας με το να ορίσουμε τη βάση πάνω στην οποία συσπειρώνονται, οργανώνονται και διαπαιδαγωγούνται οι αγωνιστές.
Το αφιέρωμα μας σ' αυτό το τεύχος περιλαμβάνει 4 κείμενα. Το πρώτο κείμενο «Στρατηγική και κόμμα» είναι του Daniel Bensaid: βρίσκεται στο ομώνυμο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1987 από τις εκδόσεις La Breche. Στέκεται κυρίως στη συζήτηση που αναπτύχθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα μέσα στο εργατικό κίνημα πάνω στο Κράτος και τις βασικές έννοιες της «επαναστατικής» και «πανεθνικής» κρίσης. Παράλληλα αποτιμά τις σύγχρονες - μέχρι τις μέρες μας - επαναστατικές εμπειρίες όπως εμφανίσθηκαν είτε στη Δ. Ευρώπη είτε στην Λ. Αμερική.
Το δεύτερο κείμενο είναι του Ε. Μπαλιμπάρ και αφορά την περιοδολόγηση της συγκρότησης της έννοιας της δικτατορίας τον προλεταριάτου. Προέρχεται από το Dictionnaire critique du Marxisme που κυκλοφόρησε στη Γαλλία υπό τη βασική διεύθυνση του G. Labica το 1982.
Το τρίτο κείμενο είναι των Χρ. Βερναρδάκη και Γ. Μαύρη και αναφέρεται στην ιστορική εμπειρία των «Ιουλιανών», ως εμπειρίας μιας επαναστατικής κατάστασης που έθεσε αντικειμενικά το ζήτημα της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής, ανεξάρτητα από την τελική έκφρασή της.
Τέλος, το τέταρτο κείμενο, του Γιάννη Μηλιού, σκιαγραφεί την ιδιαίτερα σημαντική θεωρητική και ιδεολογική συνεισφορά του Σεραφείμ Μάξιμου, σ' ό,τι αφορά κυρίως τα ζητήματα του χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και της επαναστατικής στρατηγικής, όπως αυτά τα ζητήματα είχαν τεθεί στη χώρα μας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Εκτός αφιερώματος, η Συντακτική Επιτροπή των «θέσεων» αναλύει τη σημερινή πολιτική συγκυρία, ο Klaus Busch μελετά την εξέλιξη των διεθνών κεφαλαιακών άμεσων επενδύσεων κατά τη δεκαετία του 1980, ενόψει μάλιστα του ΕΟΚικού 1992, οι Τάσος Κυπριανίδης και Γιάννης Μηλιός παρουσιάζουν το δεύτερο μέρος της μελέτης τους σχετικά με την εξέλιξη του Κυπριακού μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ο Αποστόλης Ανδρέου αναλύει το χαρακτήρα και τη σημασία των σχεδίων νόμου για την εκπαίδευση που καταρτίστηκαν χωρίς τελικά να ψηφισθούν κατά την περίοδο 1870-1880.
«θ», 20.12.1987