Η δικτατορία της αστικής τάξης. Μέρος Α'
(Σημειώσεις για τις εξελίξεις στη Ρωσία)
του Τάσου Κυπριανίδη

Οι διαρκείς κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια στη Ρωσία εμφανίζουν σημαντικό ενδιαφέρον για μια σειρά λόγων, στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Πρώτον, συνδέονται με τα χαρακτηριστικά μετάβασης από τον κρατικό καπιταλισμό σε μορφές καπιταλιστικού ανταγωνισμού, άρα μας δίνουν πληροφορίες για τις διαμεσολαβήσεις μεταξύ οικονομικού και πολιτικού και τις κοινωνικές αντανακλάσεις τους. Δεύτερον, επαναφέρουν στην επικαιρότητα δύσμορφες όψεις της αστικής κυριαρχίας που συνήθως απωθούνται στα αζήτητα της ιστορίας, όπου εξορκίζονται ως ειδικές υποπεριπτώσεις ιστορικά και κοινωνικά παρωχημένων και ανεπίκαιρων συγκυριών. Τρίτον, και ενδεχομένως περισσότερο ενδιαφέρον για μας, παρέχουν με τεθλασμένο τρόπο ενδιαφέρουσες ενδείξεις για τις ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές συντεταγμένες του «παλαιού καθεστώτος», οι οποίες παρέμεναν ερμητικά κλειστές στις όποιες απόπειρες συγκεκριμένης μαρξιστικής ανάλυσης για λόγους πλασματικών εκλεκτικών συγγενειών. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να ξεκινήσει μια μαρξιστική διερεύνηση σχετικά με τη φύση των καθεστώτων εκείνων που έγραψαν ιστορία στο όνομα του μαρξισμού, αλλά ταυτόχρονα αρνήθηκαν πεισματικά να αποτελέσουν αντικείμενο της επιστήμης του κοινωνικού.

Χωρίς να διατείνεται κανείς ότι η σύντομη επισκόπηση που ακολουθεί ανταποκρίνεται σε τόσο υψηλές στοχοθεσίες, είναι εντούτοις ρεαλιστικό να αναμένει ότι θα σηκώσει λίγο το πέπλο που συγκαλύπτει τα τελευταία χρόνια της «σοσιαλιστικής» Εδέμ, μιας και πολλοί από τους σημερινούς πρωταγωνιστές κατείχαν ανάλογους σημαίνοντες ρόλους και στην προ των «μεταρρυθμίσεων» ιστορική περίοδο, μαχόμενοι με ανάλογο ζήλο υπέρ των «διαμετρικά αντίθετων» πολιτικών θέσεων, κοινωνικών συμφερόντων και ιδεολογικών προσανατολισμών.

Βασικά μαθήματα συνταγματικού δικαίου...

Η κρίση του Οκτωβρίου 1993 δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, δεν ήταν μια παράλογη έκρηξη που συντάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της κοινωνικής αποτελμάτωσης. Υπήρχε καπνός διάχυτος στην ατμόσφαιρα από καιρό πριν. Η συνήθης φόρμουλα που είχαν υιοθετήσει τα media ήταν η σύγκρουση μεταξύ μιας «δημοκρατικής μεταρρυθμιστικής» πτέρυγας από τη μια πλευρά, και ενός εσμού νοσταλγών του δικτατορικού κομμουνιστικού παρελθόντος από την άλλη: «Στη Μόσχα μαίνεται από καιρό μια συνταγματική διαμάχη μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας: του Προέδρου Γιέλτσιν που διαθέτει τη νομιμοποίηση των ελεύθερων εκλογών, και του Ανώτατου Σοβιέτ που κατά μεγάλο μέρος έχει εκλεγεί με τους κομμουνιστικούς κανόνες και έχει στην ηγεσία του τον πρόεδρο του Χασμπουλάτοφ» (T. Sommer, Zeit, 24.9.93).

Αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι ίδιοι σχολιαστές δεν εκτιμούσαν με τον ίδιο τρόπο το χαρακτήρα των εκλογών του Ανώτατου Σοβιέτ που είχαν γίνει επί Γκορμπατσόφ, ο πυρήνας αυτού του επιχειρήματος στηρίζεται στη μόνιμη δικλείδα ασάφειας που εμπεριέχεται στο συνταγματικό δίκαιο: τη «δυσαρμονία» μεταξύ λαϊκής βούλησης και κοινοβουλευτικής καταγραφής της. Μόνο που η συνήθης εφαρμογή της αφορά την αμφισβήτηση της εκτελεστικής εξουσίας, και μέσω αυτής της νομοθετικής εξουσίας που τη στηρίζει, ενώ εδώ παρατηρείται μια καινοτομία: υπάρχουν κριτήρια διαβάθμισης της νομιμότητας που στηρίζονται στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και όχι στην κοινωνική δυναμική ή τις μεταβολές των παραμέτρων της συγκυρίας. «Η πρόθεση του Γιέλτσιν είναι σαφής, θέλει να άρει το αδιέξοδο που έχει προκύψει μεταξύ Προέδρου και κοινοβουλίου, το οποίο παραλύει τις μεταρρυθμίσεις. Και δεν διστάζει - μπροστά στο ψευδοσύνταγμα - να προβεί σε αντισυνταγματικές πράξεις: διότι δεν δικαιούται να διαλύσει το Ανώτατο Σοβιέτ...Όμως, όταν οι συνταγματικές διαμάχες εκφυλίζονται σε αγώνες εξουσίας, τότε δεν βοηθά η επίκληση άρθρων, παραγράφων και διαταγμάτων. Τότε, σύμφωνα με όλη τη διαθέσιμη ιστορική εμπειρία, το λόγο έχει η ένοπλη βία του κράτους» (στο ίδιο).

Οπότε ρητοποιείται και γίνεται εδώ σαφές, αυτό που συνήθως επιχειρείται να συγκαλυφθεί πίσω από τις απρόσωπες και ασαφώς πεπλεγμένες κανονιστικές ρυθμίσεις της ιδεολογίας του δικαίου. Και μάλιστα με τρόπο τελεολογικό και απροκάλυπτα ωφελιμιστικό: τέλος είναι οι μεταρρυθμίσεις, φορέας τους είναι ο Γιέλτσιν, το (ψευδω)σύνταγμα αποτελεί απλώς μέσο με ωφελιμιστική διάσταση, οπότε σε κάθε συγκυρία (και προφανώς στην παρούσα) είναι υπό δοκιμή η χρησιμότητα του. Υπάρχει βέβαια και πιο απλός τρόπος να διατυπωθεί αυτή η περίπλοκη συνάρθρωση γενικών θέσεων και τοποθετήσεων επί της συγκυρίας, υπό την ειδική οπτική γωνία του συνταγματικού δικαίου: μπορεί να. πει κανείς χωρίς περιστροφές ότι στηρίζει εκείνη την πλευρά που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στα συμφέροντα του. Ή όπως το διατύπωσε Ρώσος σχολιαστής: «Το ζήτημα είναι τι βαρύνει περισσότερο: ο νόμος ή το απόλυτο συμφέρον του κράτους;» (C. Schmidt-Hauer, Zeit, 24.9.93). Πάντως το Economist σημειώνει (25.9.93) ότι «τα συντάγματα δεν είναι δυνατό να κουρελιάζονται απλώς επειδή οι εχθροί κάποιου μπορεί να τα εκμεταλλεύονται», για να προσθέσει βεβαίως στη συνέχεια ότι δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι ο σκοπός αγιάζει τελικά τα μέσα. Και ο σκοπός είναι δίκαιος και ωραίος...

... και η πρακτική εφαρμογή τους

Η φαινομενολογία της σύγκρουσης που έλαβε χώρα στη Ρωσία τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 1993 λίγο φωτίζει το πραγματικό περιεχόμενο της διαμάχης. Από τη μια πλευρά ένας Πρόεδρος που ανοιχτά ομολογεί ότι παραβιάζει το σύνταγμα προκειμένου να «σώσει το κράτος από ένα κοινοβούλιο που παραβιάζει τους νόμους», και από την άλλη ένα Κοινοβούλιο που νομοθετεί στην κατεύθυνση διαρκούς αποδυνάμωσης της εκτελεστικής εξουσίας και εγκαθίδρυσης ενός συστήματος θεσμοθετημένης δυαρχίας. Αφορμή για την κορύφωση της σύγκρουσης αποτέλεσε η προετοιμασία από το Σοβιέτ νόμου για την κατάργηση του προεδρικού αξιώματος, νόμου που έμελλε να συζητηθεί στη νέα σύνοδο του κογκρέσου των λαϊκών αντιπροσώπων τον Νοέμβριο 1993. Το αίτιο των συγκρούσεων της μιας ή της άλλης μορφής είναι η κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος, χωρίς να έχει φανεί ακόμη η σταθερή διάδοχη κατάσταση που θα ήταν σε θέση να χαράξει μια συγκεκριμένη πορεία διεξόδου από την κρίση.

Ενδιαφέρον στην παρούσα περίπτωση παρουσιάζει το γεγονός ότι και στις δυο πλευρές οι συμμαχίες συγκροτήθηκαν γύρω από αντιφατικά μορφώματα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με ετερόκλητη σύνθεση και παράδοξες πρακτικές. Από τη μια πλευρά, το προεδρικό στρατόπεδο περιελάμβανε στις τάξεις του νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις και μετριοπαθείς οπαδούς της αγοράς και της κοινωνικής ρύθμισης του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, μαζί με τις πιο ακραίες μορφές πολιτικής και οικονομικής εγκληματικότητας (μαφία, μαύρη αγορά και «επιχειρηματίες» του κοινού ποινικού δικαίου). Από την άλλη, το στρατόπεδο των «κοινοβουλευτικών» αποτελείτο από εκπροσώπους των περιφερειών που έβλεπαν την εξουσία τους να διαβρώνεται ανεπανόρθωτα με την επέκταση του κρατικού συγκεντρωτισμού, αλλά και αντιφρονούντες του παλαιού κομματικού μηχανισμού, σε συμμαχία με οπαδούς της πολιτικής δικτατορίας του «κομμουνιστικού» καθεστώτος, νεοεθνικιστές της πρώτης στιγμής και προπαγανδιστές του ρωσικού μεγαλοϊδεατισμού.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εκθέτες των δυο αντιμαχομένων παρατάξεων στην τρέχουσα κρίση, είχαν ξεκινήσει από συγκλίνουσες θέσεις. Ο Ρουτσκόι ήταν η επιλογή του Γιέλτσιν για τη θέση του αντιπροέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και ο Χασμπουλάτοφ επιβλήθηκε ως πρόεδρος του κοινοβουλίου από τον Πρόεδρο, την επομένη της εκλογής του, μετά από πολλές αντιστάσεις (Β. Frederick, Monde Diplomatique, Απρίλιος 1993).

Τα αίτια της απόκλισης μεταξύ των πρωταγωνιστών πρέπει να αναζητηθούν σε δυο βασικά δεδομένα. Πρώτον στον ετερόκλητο χαρακτήρα της συμμαχίας για την ανατροπή του Γκορμπατσόφ, η οποία συνένωσε αντικρουόμενα συμφέροντα σε προσωρινά συγκλίνουσες πορείες. Δεύτερον στην αντικειμενική ενίσχυση των αποκλίσεων από την κεντρική παρουσία στις εξελίξεις μιας δυσεπίλυτης αντίφασης: αφενός πριμοδοτήθηκε η διάλυση της ΕΣΣΔ (με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε επί της ιδεολογίας της μεγάλης δύναμης, ιδεολογία που συγκρατούσε το πολυεθνικό κράτος), προκειμένου να καταστεί εφικτή η απόσπαση της εξουσίας από το ΚΚΣΕ και τους μηχανισμούς του. Αφετέρου όμως έπρεπε να επανεισαχθεί ένας άλλου τύπου διοικητικός συγκεντρωτισμός προκειμένου να ελεγχθούν οι αυτονομιστικές τάσεις και να κυβερνηθεί η χώρα, με αποτέλεσμα να περικόπτονται οι νεοαποκτηθείσες εξουσίες των περιφερειακών οργάνων εις όφελος των κεντρικών (J.-M. Chauvier, Monde Diplomatique, Νοέμβριος 1993).

Χωρίς να προσλαμβάνει τη συνήθη μορφολογία δυαδικής εξουσίας, η διαμάχη αυτή μεταξύ των δυο πλευρών είχε αποκτήσει σε σημαντικό βαθμό κάποια χαρακτηριστικά δυαρχίας. Ο Γιέλτσιν εξέδωσε κατά την περίοδο των έκτακτων εξουσιών του, μεταξύ 1991 και 1992, περί τα 1200 διατάγματα που μεγάλο μέρος τους ήταν παράνομα ή αντισυνταγματικά. Παράλληλα, το κοινοβούλιο ασκούσε εκτελεστική εξουσία με την έκδοση αποφάσεων επί αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης, βασιζόμενο σε περιφερειακούς ή τοπικούς μηχανισμούς για την εφαρμογή τους. Ο Γιέλτσιν προκήρυσσε δημοψηφίσματα, για τα οποία δεν είχε την παραμικρή αρμοδιότητα, ενώ αντιθέτως το κοινοβούλιο αρνήθηκε να πραγματοποιήσει δημοψηφίσματα που προβλέπονταν από το νόμο. Σε περιόδους όξυνσης της διαμάχης με τον Πρόεδρο, το κοινοβούλιο αποφάσισε την αναστολή εφαρμογής των διαταγμάτων του Προέδρου επί τέσσερις μήνες (αρχές 1993). Η απάντηση του Γιέλτσιν ήρθε τον Μάρτιο του 1993, οπότε και αποφάσισε τη διενέργεια δημοψηφίσματος εμπιστοσύνης για τον Πρόεδρο, όπως επίσης πρότεινε νέο σύνταγμα και νέο τρόπο εκλογής του κοινοβουλίου που θα περιόριζε τη δικαιοδοσία του. Οι εκλογές του Απριλίου 1993 έδωσαν τη νίκη στον Γιέλτσιν, αλλά δεν του εξασφάλισαν την πλήρη κυριαρχία επί του κοινοβουλίου. Η περιφερειακή δομή του κράτους έδινε και άλλα περιθώρια αντίστασης στην επιδιωκόμενη προεδρική δικτατορία και την επιβολή ενός συντάγματος απόλυτης κυριαρχίας του ενός (στο ίδιο).

Η μόνη λύση για τον Γιέλτσιν ήταν η φυγή προς τα εμπρός και η χρήση γυμνής βίας, χωρίς συνταγματικά περικαλύμματα και ετικέτες νομιμότητας, όσο είχε ακόμη την αίσθηση ότι διέθετε μέρος του δυναμικού συναίνεσης που είχε αποσπάσει στις εκλογές του Απριλίου. Η καθυστέρηση συνεπαγόταν φθορά, μια φθορά που δεν ήταν ανακτήσιμη εις το διηνεκές. Η απάντηση του κοινοβουλίου ήταν η «απαλλαγή» του Γιέλτσιν από τα καθήκοντα του, η ορκωμοσία του Ρουτσκόι και, πρακτικά, η ενσωμάτωση όλων των εκτελεστικών εξουσιών στο κοινοβούλιο. Η τελική αναμέτρηση είχε αρχίσει.

Πολιτικοί ακροβατισμοί σε τεντωμένο σκοινί

Από τη στιγμή που επισημοποιήθηκε η ρήξη με την ανοιχτή διενέργεια πραξικοπήματος από τον Γέλτσιν, άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για την παγιωμένη δυαρχία των δυο τελευταίων χρόνων. Ήταν πλέον σαφές ότι η ισορροπία με τις εναλλασσόμενες μετατοπίσεις προς τη μια ή την άλλη πλευρά δεν μπορούσε να διαρκέσει άλλο. Ήρθε η στιγμή όπου ο καθένας έπρεπε να μετρήσει τις δυνάμεις του προτού τις ρίξει στο καθεαυτό πεδίο της μάχης. Η πλευρά της νόμιμης αστικής δικτατορίας είχε να εμφανίσει μια σειρά συμμάχους: την πάντα ευαίσθητη σε θέματα συνταγματικότητας Δύση, τους διεθνείς οργανισμούς ανθρωπιστικού χαρακτήρα (NATO, ΔΝΤ, ΔΤ), τους οπαδούς της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τις νομιμόφρονες ειδικές δυνάμεις του ρωσικού στρατού και την προεδρική φρουρά (μιας και ο εν διαλύσει στρατός της πρώην ΕΣΣΔ δεν ελέγχεται εύκολα και δεν φημίζεται για την αποτελεσματικότητα του, όπως άλλωστε έδειξε και το πραξικόπημα του Αυγούστου '91). Στην ώρα της κρίσης, ο Γιέλτσιν δήλωνε ότι έχει και τη συμπαράσταση όλων σχεδόν των ηγετών των ρωσικών δημοκρατιών, αλλά αυτό αποδείχθηκε ως ένα από τα μικρά χρήσιμα ψεύδη που λέγονται στην κρίσιμη στιγμή: είναι προφανές ότι οι προς τη σχετική αυτονομία ρέπουσες ρωσικές δημοκρατίες, περισσότερο εκτιμούν το κενό εξουσίας που προκύπτει από τα διφορούμενα της δυαρχίας, παρά τη μονοκρατορία μιας ισχυρής κεντρικής διοίκησης (C. Schmidt-Hauer, Zeit, 1.10.93).

Παρόμοια υποστήριξη δεν έχει να εμφανίσει το άλλο στρατόπεδο. Επικρατεί σύγχυση, η υποστήριξη «των μαζών» δεν είναι η αναμενόμενη, οι διχογνωμίες για την ακολουθητέα τακτική είναι ακόμη και δημοσίως ορατές, η εικόνα του κοινοβουλίου που υπερασπίζεται τη νομιμότητα έναντι ενός εγκληματία επίορκου Προέδρου καταρρέει αρκετά σύντομα, και το όλο εγχείρημα ταχύτατα προσλαμβάνει τη μορφή μιας αντίστασης χωρίς δυνατότητα επιτυχίας. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να επιδιωχθεί ένας έντιμος συμβιβασμός και η εγκατάλειψη του πεδίου μάχης στον αντίπαλο. Αντί γι' αυτό, το κοινοβούλιο παρασύρεται σε μια απελπισμένη και χωρίς αντικείμενο μάχη με έναν αντίπαλο που έχει ήδη νικήσει στο πολιτικό και το κοινωνικό επίπεδο, μια μάχη που επισφραγίζεται από την πανηγυρική όσο και βάρβαρη επικράτηση του Γιέλτσιν, ενώ υπάρχουν αρκετές βάσιμες υπόνοιες ότι, ως ένα βαθμό, η σύγκρουση ήταν σκηνοθετημένη και κατευθυνόμενη από το επιτελείο του μεγάλου δημοκράτη και προστάτη των μεταρρυθμίσεων.

Πάντως, το πραξικόπημα αυτό, είχε και μερικές άλλες πρωτοτυπίες, συγκρινόμενο με τα αντίστοιχα που έχουν καταγραφεί στην ιστορία των καπιταλιστικών χωρών. Μια από αυτές αφορά το ρόλο που διαδραμάτισε ο στρατός. Η πρώτη μέριμνα των πραξικοπηματιών ανήκει συνήθως στη διασφάλιση της υποστήριξης ή τουλάχιστον της ουδετερότητας του στρατού. Στην περίπτωση μας όμως φάνηκε ότι ο στρατός δεν είχε σαφή θέση έναντι της διαφαινόμενης βιαίας λύσης της κρίσης. Ας δούμε μερικά περιστατικά: Έως τις 4 Οκτωβρίου, ο αρχηγός του επιτελείου αεροπορίας έδινε τις σημαντικότερες λεπτομέρειες από τις κινήσεις του υπουργείου άμυνας στους ηγέτες του κοινοβουλίου. Υπήρξαν επίσης ανώτατοι αξιωματικοί που βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία με τους έγκλειστους στο κοινοβούλιο, ενώ πολλοί τους διαβεβαίωναν για την αλληλεγγύη τους, η οποία δεν είχε πρακτικό αντίκρυσμα στην κρίσιμη στιγμή. Πάντως, χαρακτηριστικό είναι ότι η πλειοψηφία των ανώτατων αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων έστειλε - κατά μία εκδοχή μετά από υπόδειξη του υπουργού άμυνας Γκρατσόφ - τηλεγραφήματα που ζητούσαν την αμοιβαία υποχώρηση των εμπλεκομένων και την επιστροφή στην προ της 21 Σεπτεμβρίου κατάσταση. Μόλις στις 4 Οκτωβρίου τα ξημερώματα τάχθηκε ο στρατός ανεπιφύλακτα στο πλευρό του Γιέλτσιν, ενώ για τα πρακτικά συνεπαγόμενα αυτής της στάσης (δηλαδή τη μετακίνηση των αρμάτων προς τη Μόσχα) αναγκάστηκαν να μεριμνήσουν οι σύμβουλοι του Προέδρου που μετέβησαν επί τούτου στα στρατόπεδα και έφεραν τα άρματα στη Μόσχα (C. Schmidt-Hauer, Zeit, 15.10.93).

Τα γεγονότα αυτά δίνουν μια σαφή εικόνα για το ρόλο και τις δυνατότητες που διαθέτει ο στρατός σήμερα στη Ρωσία. Αντίθετα με τις περισπούδαστες αναλύσεις των πάσης φύσεως σοβιετολόγων του ψυχρού πολέμου, ο στρατός δεν αποτέλεσε τον κρίσιμο παράγοντα των εξελίξεων κατά την αποσύνθεση της ΕΣΣΔ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά εδώ η εσφαλμένη εκτίμηση του Economist την πρώτη εβδομάδα μετά την κατάλυση του κοινοβουλίου (25.9.93): το περιοδικό επέρριπτε ευθύνη (ίσως τη μοναδική) στον Γιέλτσιν διότι έβαλε το στρατό και πάλι στο παιχνίδι, ενώ θεωρούσε αστάθμητο παράγοντα τη στάση που θα υιοθετούσε το στρατιωτικό επιτελείο, προβλέποντας μάλιστα (με μικρή πιθανότητα) ενδεχόμενη διαίρεση του σε δυο αντιμαχόμενες μερίδες. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη: ούτε στο πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991, ούτε στο πραξικόπημα του Γιέλτσιν του Σεπτεμβρίου 1993 φάνηκε κάποια πρωτοκαθεδρία του στρατού στις εξελίξεις. Η σύγκρουση είχε κριθεί από τη στιγμή που η αντιπαράθεση έδειξε πόσο απομονωμένοι και χωρίς ουσιαστική δύναμη και λαϊκή υποστήριξη ήταν οι περί τους Χασμπουλάτοφ Ρουτσκόι. Το γεγονός ότι ασκήθηκε στρατιωτική βία κατά τις οδομαχίες στους δρόμους της Μόσχας και στο Λευκό Οίκο, δεν αποτελεί βασική όψη του πραξικοπηματικού μηχανισμού του Γιέλτσιν. Μάλιστα κατά μια εκδοχή, ο στρατός εκβιάστηκε στη συμμετοχή στον πραξικοπηματικό μηχανισμό του Γιέλτσιν από προβοκάτσιες που ο ίδιος έστησε, προκειμένου να δημιουργήσει την εικόνα χάους (S. Margolina, Tageszeitung, 25.10.93). Παραδειγματικά αναφέρεται το παρακάτω περιστατικό:

Η επίθεση κατά του τηλεοπτικού σταθμού Οστανκίνο από οπαδούς των Ρουτσκόι-Χασμπουλάτοφ έγινε με λεωφορεία που είχε «εγκαταλείψει» χωρίς μάχη η στρατιωτική αστυνομία του Γιέλτσιν, ενώ ο ίδιος ο σταθμός ήταν περιέργως αφύλακτος, με τις δυνάμεις του υπουργείου εσωτερικών να βρίσκονται αδρανείς σε απόσταση ασφαλείας, όπως μετέδωσαν ξένοι ανταποκριτές. Η επίσημη ερμηνεία ήταν ότι τη φύλαξη του σταθμού επρόκειτο να αναλάβει ο στρατός, ο οποίος έφθασε όμως καθυστερημένος. Και παρά την επίθεση των αντικυβερνητικών δυνάμεων, ο σταθμός δεν κατελήφθη (διότι λίγα μέλη των ειδικών δυνάμεων που ήταν μέσα έβαλαν κατά των επιτιθεμένων με χειροβομβίδες), αλλά ανέστειλε παρ' όλα αυτά τη λειτουργία του. Το σοκ που προεκλήθη από την ενέργεια αυτή, έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να καλέσει το λαό (δια στόματος Γκαϊντάρ, που είχε άτυπα αναλάβει ρόλο πρωθυπουργού) σε υπεράσπιση της «δημοκρατίας». Επρόκειτο για επίδειξη της λαϊκής υποστήριξης που είχε το στρατόπεδο Γιέλτσιν, και απόπειρα αφύπνισης του στρατού. Ή όπως είπε ο Γιέλτσιν: «Ο Υπουργός Άμυνας έπρεπε να αποφασίσει μόνος του. Είναι σε τελική ανάλυση δική του υπόθεση να αντιδράσει κατάλληλα. Και δεν το έκανε, περιμένοντας τις εντολές μου.» (C. Schmidt-Hauer, Zeit, 19.11.93). Η επίθεση κατά του κοινοβουλίου δεν έγινε με τη βοήθεια του στρατού, αλλά μόνο των ειδικών δυνάμεων. Ούτε άλλωστε είχε την ανάγκη του στρατού για να αχθεί εις πέρας. Το μικρό στρατηγικό τέχνασμα που εκθέσαμε προηγουμένως, είχε όμως το σοβαρό πλεονέκτημα ότι ανάγκασε το στρατό να τοποθετηθεί επί των τεκταινομένων, με την πλευρά της «νομιμότητας». Πού υπάρχει άραγε πολιτική πρωτοτυπία σε αυτά, σε σχέση με άλλες «δημοκρατικές» χώρες;

Αντιθέτως, οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο νικητής Γιέλτσιν μετά την επιτυχή για αυτόν αναμέτρηση, δείχνουν πού βρίσκονταν τα αντίπαλα κέντρα εξουσίας. Το σαββατοκύριακο μετά την καταστολή της εξέγερσης του κοινοβουλίου, ο Γιέλτσιν έθεσε όλα τα Σοβιέτ των 66 περιφερειών υπό τη δικαιοδοσία των περιφερειαρχών που είχε διορίσει ο ίδιος. Τα Σοβιέτ των 22 Ρωσικών Δημοκρατιών ετέθησαν υπό την κρίση των προέδρων τους, προφανώς για να «αποκεντρωθεί» η απόφαση και να μην ανοίξει ένα νέο μέτωπο μεταξύ κεντρικής εξουσίας και μελών της ρωσικής ομοσπονδίας. Τέλος, το εγχείρημα αναδιάταξης των ισορροπιών στην κρατική εξουσία, ολοκληρώθηκε με τη διάλυση και του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου (Άνω Βουλή των περιφερειών) και την ταυτόχρονη προκήρυξη εκλογών και για το σώμα αυτό, μαζί με τις εκλογές για την Κάτω Βουλή της 12ης Δεκεμβρίου. Με αυτό τον τρόπο έλπιζε ο Γιέλτσιν να αποτρέψει τη συγκρότηση ισχυρών πόλων εξουσίας στις περιφέρειες, εφόσον αποσυνέδεσε την τοπική εξουσία από την εκπροσώπηση στην Άνω Βουλή. «Οι τοπικές ελίτ δεν κατανόησαν ακόμη ότι δεν μπορούν πλέον να επηρεάζουν την ομοσπονδιακή εξουσία, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου, στο βαθμό που το έκαναν μέχρι σήμερα», είπε ο σύμβουλος του Προέδρου, Μεντβέντεφ, για τις σχέσεις με τις περιφέρειες (Economist, 9.10.93).

Όμως, οι προεδρικές εκλογές της 12 Ιουνίου 1994 αναβλήθηκαν επ' αόριστο, ίσως έως το τέλος της προβλεπόμενης θητείας: ίσως η προεδρική δικτατορία να μην είναι τόσο ισχυρή όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Αλλά όλα αυτά θα προκύψουν σε ανάγλυφη μορφή από τις εκλογές του Δεκεμβρίου.

Πρόεδρος: η πηγή παντός δικαίου

Στο μεταξύ όμως, και εν αναμονή των εκλογών, ο Μπ. Γιέλτσιν παρουσίασε το σχέδιο συντάγματος με το οποίο φιλοδοξεί να ξεπεράσει την έως σήμερα δυαρχική δυσλειτουργία του πολιτεύματος. Σταχυολογούμε μερικά χαρακτηριστικά δείγματα της συνταγματικής φιλοσοφίας του κειμένου, προκειμένου να αποκτήσει ο αναγνώστης μια σαφή εικόνα των χαρακτηριστικών που επιδιώκεται να αποκτήσει η νέα πολιτική συγκυρία:

- Ο Πρόεδρος είναι «ο εγγυητής του συντάγματος» (αρθρ. 80/1).

- Είναι διαιτητής μεταξύ των κρατικών οργάνων και των φορέων της ομοσπονδίας (αρθρ. 85/1).

- Μπορεί μόνο αυτός να προκηρύξει δημοψήφισμα, αλλά δύναται και να φέρει νομοσχέδια προς ψήφιση στη Βουλή (αρθρ. 84/γ,δ).

- Μπορεί να άρει νομοθετικές πράξεις των εκτελεστικών οργάνων ως αντισυνταγματικές (αρθρ. 85/2).

- Μπορεί να διορίζει και να απολύει ανεξέλεγκτα τους υπουργούς.

- Μετά από τριπλή άρνηση του κοινοβουλίου να δεχθεί τον προτεινόμενο πρωθυπουργό, ο Πρόεδρος ορίζει τον πρωθυπουργό και διαλύει τη Βουλή (αρθρ. 111/4).

- Ο Πρόεδρος μπορεί να κρατήσει κυβέρνηση που δεν έτυχε ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής.

- Αν υπάρξει και νέα ψήφος δυσπιστίας εντός τριών μηνών, τότε διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει εκλογές (αρθρ. 117/3).

Επιπλέον διορίζει το διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, τους ανώτατους δικαστές, τους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων και σχεδόν αποτρέπει το κοινοβούλιο από την εμπλοκή σε διαδικασία καθαίρεσης του Προέδρου (C. Schmidt-Hauer, Zeit, 19.11.93).

Το σύνολο αυτών των ρυθμίσεων αποτελούν σοβαρότατη δημοκρατική καινοτομία, η οποία θα πρέπει να εξετασθεί με προσοχή από τους στρατευμένους δημοκράτες της Δύσης, η οποία συχνά μαστίζεται από την αλλαζονεία του όχλου. Η Ρωσία δείχνει τον ορθό δρόμο που, με πλήρη σεβασμό προς το κράτος δικαίου, αποφεύγει τις δυσλειτουργίες των πολυφωνικών άναρθρων κοινοβουλίων, ατενίζοντας την προοπτική της συντεταγμένης κυβερνώμενης πολιτείας. [Μάλιστα στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 2 Νοεμβρίου, ο Πρόεδρος είπε ότι, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των εκλογών, αυτός θα κρατήσει τους «μεταρρυθμιστές» στην κυβέρνηση, αγνοώντας στην ανάγκη το κοινοβούλιο (Economist, 6.11.93)]. Ακόμη και το Economist (9.10.93) που ανεπιφύλακτα υποστήριξε την αιματηρή καταστολή της «κομμουνιστικής ανταρσίας» από τον Γιέλτσιν ως αναγκαίο κακό, εκφράζει τους φόβους του ότι η εμπειρία της χρήσης βίας και της νίκης μετά την καταστολή, ενδέχεται να βάλει τον Πρόεδρο σε σκέψεις για γενίκευση των μεθοδεύσεων αυτών και σε άλλες μελλοντικές συγκρούσεις, και μπορεί να τον οδηγήσει σε βοναπαρτικού τύπου πολιτεία.

Η τιμή της «μεταρρύθμισης»

Πολύς λόγος έγινε προ, κατά και μετά το πραξικόπημα των κρατούντων στη Ρωσία για την ανάγκη διασφάλισης, εμπέδωσης, διαφύλαξης και «επιτάχυνσης» των μεταρρυθμίσεων, ιδίως απέναντι στους εχθρούς (την «ερυθροφαιά» συμμαχία) που καραδοκούσαν για την επαναφορά της «αυταρχικής», «κρατιστικής», κομμουνιστογενούς αντίληψης περί τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Ταυτόχρονα όμως ασκείται έντονη κριτική απέναντι στο ίδιο το νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο, διότι «εκφυλίζει» αυτή την, υποτίθεται, ορθή οικονομική στρατηγική προς κατευθύνσεις που αφενός δεν της ταιριάζουν, αφετέρου την καθιστούν μη δημοφιλή μεταξύ εκείνων τους οποίους έρχεται να ωφελήσει: το λαό. Παρατηρούμε λοιπόν να αναδύεται το γνωστό διχασμένο σχήμα διάστασης μορφής - περιεχομένου, που εκτρέπει την «ουσία» της ελεύθερης αγοράς προς στρεβλές φαινομενολογίες και «ανήθικα» αποτελέσματα. Πρόκειται κυρίως για τους τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται και αιτιολογείται ή στιγματίζεται η «οικονομική εγκληματικότητα» και η «διαφθορά», από τους απλούς φορείς της αγοράς έως τα υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια.

Υπάρχουν όμως και ορισμένοι σχολιαστές που αντικρύζουν την πραγματικότητα με κάπως πιο ρεαλιστικά μέτρα και σταθμά. «Σε πολλούς εκπροσώπους επιχειρήσεων και κλάδων που έχουν ολοένα περισσότερο ανάγκη από επιδοτήσεις, η απαξίωση του χρήματος μοιάζει να είναι το μικρότερο κακό. Ενώ για τους επιχειρηματίες του γρήγορου πλουτισμού δεν είναι καν κακό. Οι μάνατζερ των τραπεζών και των χρηματιστηρίων, που στο τέλος της ΕΣΣΔ ξεφύτρωναν παντού με τη βοήθεια της νομενκλατούρας του κόμματος και χαιρετίστηκαν με πρόωρο ενθουσιασμό στη Δύση, οφείλουν τα δισεκατομμύρια τους στην κερδοσκοπία με την ισοτιμία του δολαρίου με το ρούβλι και σε βραχυπρόθεσμα δάνεια σε ρούβλια. Αυτό το "κόμμα του πληθωρισμού" εναποθέτει στο κράτος την ευθύνη να τα βγάλει πέρα με τις κοινωνικές συνέπειες της απαξίωσης του χρήματος» (Μ. Huber, Zeit, 15.10.93). Ο μεγάλος μεταρρυθμιστής και πολέμιος του πληθωρισμού Γ. Γκαϊντάρ απελευθέρωσε τις τιμές στις αρχές του 1992 και «πέτυχε» ετήσιο πληθωρισμό για το χρόνο αυτό 2.600%.

Τα οικονομικά στοιχεία που αναφέρονται στις επιτυχίες του μεταρρυθμιστικού στρατοπέδου έχουν να επιδείξουν πολλά και σημαντικά κατορθώματα. Πτώση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 40% (100 το 1990, 91 το 1991, 73 το 1992, 64 το 1993), ενώ κατά μια αξιόπιστη εκτίμηση η πτώση οφείλεται κατά 50% στη διάλυση της Ένωσης, 30% στη ρήξη των οικονομικών σχέσεων με την Αν. Ευρώπη και κατά 20% στην ίδια τη μεταρρύθμιση. Σοβαρότερα πλήγματα δέχτηκαν οι βασικοί κλάδοι (σιδηρουργία, πετρέλαιο κλπ.). Αλλά και η ελαφριά βιομηχανία έπεσε μέσα στην περίοδο 1990-93 στο 1/2 της παραγωγής της. Η βιομηχανία τροφίμων έπεσε και αυτή κάτω του 50% του αρχικού (1990) δυναμικού παραγωγής της. Αντίθετα απ' ό,τι πιστεύεται γενικώς, η μη στρατιωτική βιομηχανία έχει πληγεί εξίσου με τη στρατιωτική, η βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών περισσότερο από τη βαριά βιομηχανία. Επίσης η ίδια καθοδική τάση εμφανίζεται και στις εξωτερικές συναλλαγές, με κύριο χαρακτηριστικό την πτώση των εισαγωγών μέσων παραγωγής στο 40% του επιπέδου που είχαν το 1990 (J.-Μ. Chauvier, Monde Diplomatique, Οκτώβριος 1993).

Αποτέλεσμα είναι ότι εξελίσσεται αυτή τη στιγμή μεγάλη μάχη γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων, μάχη που φέρνει αντιμέτωπους, από τη μια πλευρά μια συμμαχία στελεχών και εργατών των μονάδων (με αποκλίνοντα συμφέροντα [το κέρδος οι μεν, την απασχόληση οι δε], αλλά συγκλίνοντες μεσοπρόθεσμους στόχους), οι οποίοι αγοράζουν την εταιρεία συμμετέχοντας στο μετοχικό κεφάλαιο, και από την άλλη την εκάστοτε ομάδα των κερδοσκόπων που παίζει με τις τιμές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες του ρουβλιού έναντι των κυριοτέρων ευρωπαϊκών νομισμάτων και του δολαρίου, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές επιπτώσεις.

Πέρα όμως από το γεγονός των πολύ λεπτών «υπολογισμών» των μεταρρυθμιστών που συμβάλλουν στη διόγκωση του πληθωρισμού, υπάρχει και αντικειμενική βάση για την πληθωριστική λαίλαπα: χωρίς τη διόγκωση της πίστης είναι αδύνατο να ξεφύγουν μια σειρά επιχειρήσεις από την απειλή της άμεσης χρεοκοπίας, γεγονός βέβαια που δεν μένει ανεκμετάλλευτο από τη μαφία των τραπεζών. Σε αυτά όλα προστίθεται και η ανάγκη για στοιχειώδη συντήρηση της κατανάλωσης, πράγμα που ενισχύει και διογκώνει τη μικρή τοπική μαφία της τοκογλυφίας. Σε όλα αυτά προστίθεται και η φιλότιμη προσπάθεια των μελών της κρατικής νομενκλατούρας να μετάσχουν στο κλαμπ των πλουτιζόντων, γεγονός που συμβάλλει σε ένα νέο κύκλο κρατικά ρυθμιζόμενης διαφθοράς. «Έχουμε μια δυαδική εξουσία: της κρατικής εξουσίας και της εξουσίας των εγκληματιών», θα πει ο εκπρόσωπος ενός ήπιου φιλελεύθερου κόμματος, Γ. Μπολντίριεφ. Ίσως όμως να μην είναι τόσο σαφής αυτός ο διχασμός, αλλά να υπάρχει αρμονική συμβίωση και των δυο, διότι όπως τονίζει ο ίδιος: «...πολλοί θεωρούν τη διαφθορά ως πραγματική κρατική πολιτική, προκειμένου να διασφαλιστούν πολύ γρήγορα οι προϋποθέσεις για την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου... Μερικοί οπαδοί των μεταρρυθμίσεων λένε ανοιχτά ότι, αφού ο λαός θα ληστευθεί σε κάθε περίπτωση, έχει συμφέρον να γίνει αυτό όσο το δυνατό πιο γρήγορα προκειμένου να περάσει μια για πάντα» (Zeit, 26.11.93).

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων, πολλές επιχειρήσεις της βιομηχανίας που διαθέτουν την κατάλληλη επιφάνεια σχηματίζουν με τη βοήθεια του κρατικού μηχανισμού μεγάλα τραστ που ελέγχουν την παραγωγή, τη διακίνηση, το εμπόριο και τα χρηματοοικονομικά, ενώ ταυτόχρονα επωφελούνται, μέσω των εξαγωγών, των νόμιμων διαύλων κερδοσκοπίας με το ρούβλι, έχοντας πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές. Πρόκειται προφανώς για μια εκπληκτική φιλελεύθερη οικονομία που είτε άγεται προς τη μαφία και τη μαύρη αγορά, είτε πριμοδοτεί τον πληθωρισμό και τη νομισματική αστάθεια για να επιβιώσει, είτε πάλι τείνει προς τον κρατικό καπιταλισμό προκειμένου να δημιουργήσει νησίδες ελεγχόμενης οικονομικής δραστηριότητας. Το κρατικό μονοπώλιο είναι άραγε το ανώτατο στάδιο του μεταρρυθμισμού;

Η επιστροφή της γηραιάς άρκτου

Πολλά σενάρια πλάθονται την ίδια περίοδο γύρω από το διεθνοπολιτικό ρόλο που θα επιδιώξει να διαδραματίσει η Ρωσία στο παγκόσμιο παιχνίδι των στρατηγικών ισορροπιών. Πολλοί μιλούν για επάνοδο του σοβιετικού ιμπέριουμ, για επεκτατικές βλέψεις και για επεμβατικές τάσεις στις χώρες που αποτέλεσαν τη σφαίρα σοβιετικής επιρροής κατά την μεταπολεμική περίοδο. Αφορμή για την αναβίωση μιας συζήτησης που έως πριν από μερικούς μήνες εθεωρείτο ξεπερασμένη αποτελεί ένα ντοκουμέντο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, το οποίο περιλαμβάνει τα βασικά σημεία αμυντικής στρατηγικής της Ρωσίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσαν στη Δύση ορισμένα ζητήματα που θίγονται ρητά σε αυτό:

α) Η άρση του περιορισμού του μεγέθους του στρατεύματος σε 1% του πληθυσμού (1,5 εκατομμύρια στρατιώτες).

β) Η ρητή διατύπωση του ρόλου του στρατού ως εγγυητή της ρωσικής εθνικής ακεραιότητας και της εσωτερικής τάξης στη χώρα.

γ) Η διεκδίκηση του δικαιώματος επέμβασης στο «εγγύς εξωτερικό» (Τ. Sommer, Zeit, 12.11.93).

Είναι βεβαίως προφανές ότι τα σημεία αυτά δεν αποτελούν τομή σε σχέση με την έως σήμερα πρακτική, μολονότι είναι εμφανές ότι εναρμονίζονται και με τις κραυγές των ρώσων εθνικιστών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εν προκειμένω οι προεκτάσεις που μπορεί να έχει η δυνατότητα επέμβασης στο εξωτερικό. Διότι αυτή τη στιγμή, χάρη στις ιστορικές ιδιοτροπίες της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και του πληθωρισμού νέων κρατών, έξω από τα σύνορα της Ρωσίας ζουν γύρω στα 25 εκατομμύρια Ρώσοι, ενώ στα κράτη της Βαλτικής και στην Ανατολική Ευρώπη υπάρχουν ακόμη ρωσικές ένοπλες δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένων και πυρηνικών όπλων σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες). Ενώ, ταυτόχρονα, η διαφαινόμενη άνοδος των εθνικιστών, φασιστικής ή άλλης απόχρωσης, δίνει μια διαφορετική δυναμική και φωτίζει με νέο φως παρόμοιες τοποθετήσεις, που .σε άλλη εσωτερική συγκυρία μπορεί να εκλαμβάνονταν ως δηλώσεις ρουτίνας μιας χώρας που εξακολουθεί να διαδραματίζει ρόλο παγκόσμιας δύναμης, χάρη στο μεγάλο στρατιωτικό δυναμικό της. [Για την ιστορία θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι, κατά τις ταραχές που ακολούθησαν την καταστολή της εξέγερσης του κοινοβουλίου, υπήρξε και μια ολότελα άσχετη «επιχείρηση αρετή» που απέλασε από τη Μόσχα τους «αλήτες» (δηλαδή κατά πλειοψηφία Καυκάσιους, Ασιάτες και Τσιγγάνους μετανάστες από την περιφέρεια που συνωστίζονταν σε σταθμούς, πλατείες και άλλα μέρη, δηλαδή περί τα 17.000 άτομα). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι πολλοί «μεταρρυθμιστές» δεν διακρίνονται με σαφήνεια από τα φασιστικά είδωλα τους, αφού χρησιμοποιούν τα ίδια πολιτικά μέσα, προκειμένου να ιππεύσουν προσοδοφόρες ιδεολογίες που ενστερνίζονται οι λαϊκές μάζες (J.-M. Chauvier, Monde Diplomatique, Νοέμβριος 1993)].

Αλλά πέρα από τις εύλογες αυτές ανησυχίες που σχετίζονται με τη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων στη ρωσική εσωτερική συγκυρία και τους μεταξύ τους συσχετισμούς δύναμης, εκείνο που προβληματίζει εν προκειμένω είναι η υιοθέτηση αυτών των νέων γεωπολιτικών και στρατηγικών προσανατολισμών από τον κατ' εξοχήν εκθέτη της στρατηγικής συνεργασίας των υπερδυνάμεων Μπ. Γιέλτσιν, στη σημερινή συγκυρία. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι με την άνοδο του ρωσικού εθνικισμού, κάτι που ξεκίνησε ενδεχομένως ως πολιτικός ελιγμός μπορεί εξ ανάγκης να αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά.

Πάντως οφείλει να σημειωθεί το γεγονός ότι η επάνοδος της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας σε μια θέση σχετικής ομοιότητας με εκείνη της ΕΣΣΔ, είχε αρχίσει πολύ πριν τις σημερινές εξελίξεις: Τον Ιούλιο είχε συναφθεί συμφωνία οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας. Η συνεργασία αυτή επεκτάθηκε στη συνέχεια σε άλλες 6 Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ (Αρμενία, Τατζικιστάν, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν κλπ.), ενώ αντίστοιχες αμυντικές συνεργασίες υπογράφηκαν κάτω από την πίεση της ηγεμονικής θέσης που κατέχει η Ρωσία στις μεταξύ των χωρών αυτών σχέσεις και συναλλαγές. Στην ουσία, όλες οι χώρες της πρώην ΕΣΣΔ πλην των Βαλτικών Δημοκρατιών, είχαν κατά τη διάρκεια του 1993 με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπαχθεί σε μια χαλαρή ηγεμονία της Ρωσίας. Η μη βιωσιμότητα των νέων κρατών οδηγεί στην αναψηλάφηση των παλαιών ισορροπιών και στην αναβίωση των - υποτίθεται ξεπερασμένων δομών. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1993, ο Χασμπουλάτοφ δήλωνε ότι αναμένει την αναβίωση του σοβιετικού ιμπέριουμ «με μια κρατική ιδεολογία βασισμένη στις ρωσικές παραδόσεις» (Economist, 18.9.93).

Την ίδια στάση περίπου υιοθετεί ο Γιέλτσιν που εμφανίζεται ως προστάτης της ρωσικής ισχύος. Η περίοδος που σφραγίζεται λοιπόν από τον παροπλισμό των νοσταλγών του παρελθόντος, μια εποχή που σφύζει από την ορμή των «μεταρρυθμιστικών» φιλελεύθερων ιδεών, παράγει έναν νέου τύπου ρωσικό μεγαλοϊδεατισμό. Η επάνοδος στα στρατιωτικά δόγματα που αποπνέουν έναν αέρα της παρελθούσας αίγλης, δύο τινά μπορεί να σημαίνει:

Είτε την ασφυκτική πίεση των εθνικιστών μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς, παρά τη φαινομενική μεταρρυθμιστική ρητορεία, είτε τις δυσκολίες του «εκσυγχρονισμού», που επαναφέρουν στο προσκήνιο άλλα μέσα διαχείρισης των προοπτικών του έθνους.

Για την ισχύ του δεύτερου σκέλους του διλήμματος, λάβαμε μια εικόνα από την περιήγηση μας στα οικονομικά δρώμενα της σύγχρονης ρωσικής πραγματικότητας. Στο πρώτο μέρος της διάζευξης, απάντηση έμελλε να δώσουν οι εκλογές. Και αποδείχθηκε ότι δεν πρόκειται για δίλημμα, αλλά για αρμονική σύζευξη και των δυο παραγόντων, σε ένα μείγμα που ουδείς γνωρίζει εάν και πότε θα εκραγεί. Και σε κάθε περίπτωση η σύζευξη αυτή αποδεικνύει ότι το στοιχείο της «υπερδύναμης» ήταν βασικός ιδεολογικός πυρήνας και στοιχείο συνοχής του σοβιετικού κοινωνικού σχηματισμού. Περισσότερα για αυτό όμως στο δεύτερο μέρος του σημειώματος.

Η μακρά πορεία προς τις εκλογές

Και έτσι όδευσε η Ρωσία προς τις εκλογές. Με απαγορευμένα κόμματα, τα οποία ουδείς τελικά κατόρθωσε να εμποδίσει να συμμετάσχουν, με προνομιακή εισροή χρηματοδοτήσεων στα ταμεία του κυβερνώντος προεδρικού κόμματος, με απευθείας συναλλαγές των κρατούντων με επιχειρήσεις και το εξωτερικό προκειμένου να αποσπάσουν χρήματα για την προεκλογική καμπάνια τους, με απευθείας αναθέσεις σε συγκεκριμένες οργανώσεις αγροτών του δικαιώματος να μοιράσουν την κρατική γη σε μεμονωμένους αγρότες, με πολλές μικρές και μεγάλες απόπειρες εκμαυλισμού συνειδήσεων και εκβιασμού ανθρώπων, προκειμένου να επιτευχθεί ο «μεγάλος σκοπός», η «μεταρρύθμιση».

Είναι ενδιαφέρον εν προκειμένω να ξαναδεί κανείς, με τη σημερινή γνώση, τις κρίσεις και τις προβλέψεις που διατυπώνονταν λίγες μέρες μετά την προκήρυξη των εκλογών. To Economist (2.10.93), για παράδειγμα, έδινε ως πιθανή έκβαση των εκλογών την προώθηση των «μεταρρυθμίσεων», την τάση προς μια φιλελεύθερη πολιτική εκπροσώπηση, και την αποδυνάμωση του κεντρικού ελέγχου της Μόσχας πάνω στις περιφέρειες και τις Δημοκρατίες της Ομοσπονδίας. Εκτιμούσε ότι τελικά υπήρχε μια σοβαρή πιθανότητα για τους νεοφιλελεύθερους του Γκαϊντάρ να κερδίσουν τις εκλογές, ενώ δεν ανέφερε καν ως ενδεχόμενο τη σοβαρή παρουσία φασιστικού κόμματος. Φάνηκε προσκολλημένο το περιοδικό σε σχήματα του ψυχρού πολέμου, προβάλλοντας ως απειλή τους «κομμουνιστές» να διεκδικούν μια ισχυρή μειοψηφία στη Δούμα, και ως «ελπίδα» τους φιλελεύθερους να πασχίζουν να σώσουν τη «δημοκρατία» από νέο βιασμό.

Όμως οι Ρώσοι που πήγαν στις κάλπες στις 11/12 Δεκεμβρίου βρέθηκαν μπροστά σε διλήμματα, στα οποία είχε ήδη απαντήσει με τον τρόπο της η προεδρική εξουσία του Γιέλτσιν ανοίγοντας το δρόμο προς φασιστικές ιδεολογίες και αντίστοιχες λύσεις ή διεξόδους. Μέσα σε αυτό το πλέγμα φαντασιακών σχέσεων με την πραγματικότητα, αναδύθηκαν εκείνα τα παραδοσιακά μορφώματα των λαϊκών ιδεολογιών, που - όπως άλλωστε σε κάθε χώρα του κόσμου - προπαγανδίζουν το «ανάδελφον» του ρωσικού έθνους και καλούν στη μεγάλη στράτευση για τη σωτηρία της «ρωσικής ψυχής» (S. Margolina, Tageszeitung, 4.6.93). Το ζήτημα των συσχετισμών δύναμης στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας είχε ήδη λυθεί με τον γνωστό πραξικοπηματικό τρόπο, οπότε επίδικο αντικείμενο των εκλογών ήταν απλώς η μορφή της αστικής δικτατορίας που θα επικρατούσε. Οι ρώσοι ψηφοφόροι διέθεταν ένα ευρύτατο φάσμα επιλογών για τις εκλογές του Δεκεμβρίου: είχαν να επιλέξουν μεταξύ της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας, μιας καρικατούρας «κομμουνισμού» και του ανοιχτού φασισμού. Και έκαναν τις επιλογές τους.