Από τις «μειοψηφίες» σε μία νέα λαϊκή πλειοψηφία
του Δημήτρη Μπελαντή

1. «Κοινωνία των 2/3»;

O xώρος της ριζοσπαστικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και ειδικότερα της κομμουνιστικής ανανεωτικής συνιστώσας της ταλανίζεται τα τελευταία χρόνια μετά το 1989 (όταν διακηρύχθηκε ο «θάνατος του μαρξισμού») από την εναγώνια προσπάθεια να βρεί την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στα «παραδοσιακά» μαρξιστικά εννοιολογικά εργαλεία και στις νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Ο αμφίπλευρος κίνδυνος των δογματικών βεβαιοτήτων αλλά και του «αναθεωρητικού» αγνωστικισμού ελλοχεύουν σταθερά πίσω από αυτήν την προσπάθεια και ο δρόμος για την κατάκτηση μιας σοσιαλιστικής επιστημονικής τοποθέτησης παραμένει δύσβατος. Ιδίως όμως η μορφή της σύγχρονης («μετακεϋνσιανής») καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης και η διεξαγωγή της ταξικής πάλης σε αυτήν συνιστά ένα «δυσπρόσιτο» γνωστικό αντικείμενο και οι διαφορές ερμηνευτικών προσεγγίσεων συνεπάγονται διαφορές πολιτικής πρακτικής, συχνά με στρατηγική σημασία.

Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε παλαιότερα, όπου τόσο ο σοβιετικός όσο και ο κυρίαρχος («δεξιάς απόκλισης») ευρωκομμουνιστικός μαρξισμός διεύρυναν υπέρμετρα την κοινωνική βάση της Αριστεράς, μιλώντας για αντιμονοπωλιακές συμμαχίες και αντιιμπεριαλιστικά μέτωπα με μερίδες όχι μόνο των μικροαστών αλλά και της («εθνικής», «μη μονοπωλιακής») αστικής τάξης, εμμένοντας στην παράδοση του λαϊκομετωπισμού και στη στρατηγική του αλήστου μνήμης «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού», σήμερα παρουσιάζεται μία σημαντική τάση στην ριζοσπαστική Αριστερά συρρίκνωσης αυτής της κοινωνικής βάσης. Κατά τρόπο σχετικά όμοιο με σοσιαλδημοκρατικές επεξεργασίες για τη «δυαδική κοινωνία» και την «κοινωνία των δύο τρίτων», οι οποίες όμως καταλήγουν στο πολιτικό «δια ταύτα» του δικτύου «κοινωνικής ασφάλειας» (βλέπε κυνικής φιλανθρωπίας), γίνεται αποδεκτό ένα σχήμα ερμηνείας, το οποίο διακρίνει ανάμεσα στη δομική περιθωριοποίηση ενός τμήματος της μισθωτής εργασίας που ωθείται εκτός της προστασίας του κοινωνικού κράτους, και στη μόνιμη ενσωμάτωση ενός άλλου τμήματός της, το οποίο τοποθετείται εντός του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας 1. Μάλιστα, η προσέγγιση αυτή θεωρεί ότι έχει επέλθη ο μόνιμος ταξικός (οικονομικός, πολιτικός και πολιτιστικός) διαχωρισμός των δύο αυτών τμημάτων της μισθωτής εργασίας.

Η αντίληψη αυτή οδηγεί στη θέση ότι τα κοινωνικά κινήματα σήμερα πρέπει να αποτελούν αγώνες μονοσήμαντης έκφρασης ή υποστήριξης των ασθενέστερων και «μειοψηφικών» μερίδων της εργασίας (ανέργων, αλλοδαπών εργατών, γυναικών, νεολαίας κ.λπ.), καθώς αυτά τα υποκείμενα μόνο μπορούν να είναι φορείς (από την «ιδιαίτερη» ουσία τους) μιας καθολικής απελευθερωτικής οπτικής. Η ενίσχυση της «ταυτότητας» και η κοινωνική στήριξη των de facto νοούμενων ως «μειοψηφικών» αυτών μερίδων και του χώρου «αυτονομίας» τους καθίσταται ο βασικός σκοπός της αντικαπιταλιστικής δράσης, απέναντι στην ομογενοποιητική, αποκλειστική και ρατσιστική πολιτική του κράτους. 2 Η «πολλαπλότητα των ταυτοτήτων», η ανοχή και ο «ανθρωπισμός» προβάλλονται ως η ριζοσπαστική στρατηγική απέναντι στον «καθημερινό φασισμό» όχι μόνο του κράτους αλλά και μιας «ομογενοποιητικής» κοινωνικής πλειοψηφίας, η οποία συχνά υποστασιοποιείται και αυτονομείται ακόμη και απέναντι στο κράτος.

Ήδη εδώ μπορούν να εγερθούν κάποιες πρώτες θεωρητικές ενστάσεις. Η άποψη ότι ο διαχωρισμός και η «διπολικότητα» μέσα στην μισθωτή εργασία αποτελούν μία παγιωμένη κατάσταση, την λεγόμενη κοινωνία των δύο τρίτων, παραγνωρίζει την ρευστότητα και μεταβλητότητα της αναβάθμισης και υποβάθμισης μερίδων της μισθωτής εργασίας, μέσα από τη δυναμική της ταξικής πάλης και το συνεχώς μεταμορφούμενο τοπίο της «περιθωριοποίησης» 3 και υπερτιμά τις δυνατότητες επιβολής του κεφαλαίου.

Η ορθή εμπειρικά διαπίστωση ότι ορισμένες κατηγορίες (άνεργοι, αλλοδαποί, γυναίκες, νέοι) πολώνονται προς την «ανασφαλή» μερίδα της μισθωτής εργασίας, (γεγονός που οφείλεται στις ιδιαίτερες στρατηγικές του κεφαλαίου και στους συγκεκριμένους κάθε φορά συσχετισμούς δύναμης και όχι σε κάποια ιδιαίτερη «ουσία» αυτών των κατηγοριών 4) , δεν δηλώνει τη στεγανή και μόνιμη ένταξη κάποιων φορέων στο «ασφαλές» ή «ανασφαλές» τμήμα της μισθωτής εργασίας. Ακόμη περισσότερο, η λογική των κινημάτων «μειοψηφικής απεύθυνσης», στο βαθμό που εγκαλεί τις «μειοψηφίες» ως προς την «ουσία» τους, 5 παραγνωρίζει τον άμεσα πολιτικό και άρα ρευστό προσδιορισμό της σχέσης κοινωνική πλειοψηφία/μειοψηφίες, που απορρέει από την ηγεμονική στρατηγική συμμαχιών του νεοφιλελεύθερου κράτους: πέρα ενδεχομένως από έναν «σκληρό πυρήνα» μισθωτών πολωμένων προς τα κάτω (π.χ. ξένοι εργάτες), πολλές κατηγορίες μισθωτών εγκαλούνται πολιτικά από το κράτος εναλλάξ άλλοτε ως «οχληρή κοινωνική μειοψηφία» και άλλοτε ως στοιχεία μιας «δυναμικής κοινωνικής πλειοψηφίας», απέναντι σε δυνάμει «εχθρούς» και «ταραξίες». Έτσι, σημαντικά τμήματα των θεωρούμενων ως «ευνοημένων» μισθωτών (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι, ΔΕΚΟ) είναι δυνατό να μετατοπισθούν ανά πάσα στιγμή, υπό την πίεση των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών, προς την «ανασφαλή ζώνη». Η ρευστότητα λοιπόν του νεοφιλελεύθερου «κοινωνικού συμβολαίου» ακυρώνει την ιδέα μιας μόνιμης «ταυτότητας» και μιας στρατηγικής βασισμένης μόνο στις «περιθωριοποιημένες μειοψηφίες», και θέτει αντίθετα το πρόβλημα της πολιτικής ενότητας και ταξικής ανασυγκρότησης της μισθωτής εργασίας (με βάση τη μελέτη της ταξικής σύνθεσης).

Επιπλέον, κάθε προσέγγιση του σύγχρονου καπιταλισμού με βάση ποσοστά (κοινωνία των 2/3, 4/5, 1/2, 7/9 κ.λπ.) δεν έχει την παραμικρή θεωρητική αξία -- παρά μόνο μια οριακά περιγραφική σημασία 6 --, αφού δεν διερμηνεύει ούτε τους αντικειμενικούς ταξικούς προσδιορισμούς ούτε τις στρατηγικές του κεφαλαίου σήμερα, και με αυτήν την έννοια δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας πολιτικής στρατηγικής ανατροπής, παρά μόνο μιας στρατηγικής «κοινωνικής φιλανθρωπίας».

2. Μειοψηφική απεύθυνση ή ιστορικό μπλοκ της εργασίας;

Η λογική των κινημάτων «μειοψηφικής απεύθυνσης» παρουσιάζει ομοιότητες με τη στρατηγική του «κοινωνικού εργάτη» της Αυτονομίας στην Ιταλία του 1977-1985. Από μόνη της, η προάσπιση των όποιων πληττόμενων πολιτικών και κοινωνικών μειοψηφιών, απέναντι στις αυταρχικές κρατικές στρατηγικές, είναι βεβαίως αναγκαία και σημαντική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρόκειται για την κατεξοχήν επαναστατική στρατηγική, ιδίως όταν, επενδύοντας στις «ουσίες» των μειοψηφιών και στην ιδιομορφία τους, αρνείται την προγραμματική σύνθεση στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο, αντιδιαστέλλει τις «νέες» στις «παραδοσιακές» μορφές εκμετάλλευσης και αποποιείται τη συγκρότηση ενός πλειοψηφικού ιστορικού συνασπισμού των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων με εργατική-λαϊκή ηγεμονία. Οι αναγκαίες αμυντικές πολιτικές για τους περιθωριοποιούμενους δεν ανασυνθέτουν μία αποτελεσματική αριστερή-αντικαπιταλιστική στρατηγική.

Η λογική της «μειοψηφικότητας» αποτελεί την άλλη όψη της απόπειρας της σοσιαλδημοκρατίας αφ 213 ενός μεν να οργανώσει τα συνδικάτα ως εκφραστές «προνομίων» ενός τμήματος της μισθωτής εργασίας, ενώ η ίδια ως κόμμα θα συντηρεί δίκτυα προστασίας των «ανασφαλών» τμημάτων με επιλεκτικό τρόπο (π.χ. κρατικός αντιρατσισμός που συνυπάρχει με τον ωμό κρατικό ρατσισμό, κάποιες δικαιοκρατικές αλλαγές κ.λπ.). Οι «θύλακες» μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου αστικού «συντεχνιασμού»: μόνη απάντηση σε αυτό μπορεί να είναι το πολιτικό πρόγραμμα ενός αντικαπιταλιστικού και αντιδιαχειριστικού μετώπου, που θα εγγυάται την κόκκινη γραμμή ενότητας των ελευθεριών και των συλλογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα από τη σύνθεση/αλληλεγγύη των «αντιστάσεων». Και αυτό γιατί οι κομμουνιστές, όταν είναι μαρξιστές, αρνούνται την οργανική προσχώρηση σε κρατικές πλειοψηφίες, διαχειριστικές της αστικής στρατηγικής (όπως π.χ. η συμμαχία της «Ελιάς» στην Ιταλία), σταθερά όμως επιμένουν στην συγκρότηση ενός ανταγωνιστικού στην αστική εξουσία λαϊκού συνασπισμού, ο οποίος τείνει να γίνει κοινωνικά πλειοψηφικός αφού εκφράζει τα στρατηγικά συμφέροντα της πλειοψηφίας (η έννοια του γκραμσιανού «ιστορικού συνασπισμού» είναι αντίστοιχη με τη στρατηγική ταξικών συμμαχιών του Λένιν, παρά τις ιστορικιστικές συνδηλώσεις της 7) . Ανασυγκρότηση ενός λαϊκού συνασπισμού μπορεί να γίνει μόνο σε στρατηγική σύγκρουση με τις διαχειριστικές στρατηγικές και όχι μόνο σε σύγκρουση με τον ρατσισμό/λανθάνοντα «φασισμό» του κράτους.

Ακόμη περισσότερο, το πρόβλημα είναι η αντίθεση στην κεντρική γραμμή του αστικού κράτους και όχι η οικοδόμηση μιας «ευαίσθητης κοινωνίας πολιτών». Ακριβώς γιατί η «κλειστή» ή η «ανοιχτή» κοινωνία δεν ενυπάρχουν καθ 213 εαυτές, αλλά αποτελούν αποτέλεσμα των κρατικών στρατηγικών. 8

Η λογική της «μειοψηφικής απεύθυνσης», συνθέτοντας τον εμπειρικό κοινωνιολογισμό με τον φιλοσοφικό «ανθρωπισμό» και την αστική-φιλελεύθερη προσέγγιση στα δικαιώματα, εγκαταλείπει το πρόβλημα της πολιτικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης στην ενότητά της και των συμμαχιών της με άλλες κυριαρχούμενες κοινωνικές δυνάμεις, πρόβλημα που δεν επιλύεται με το ιδανικό «κόμμα», αλλά με τη χάραξη μιας προγραμματικής στρατηγικής ενός μετώπου δυνάμεων. Υποβαθμίζει, επομένως, την προτεραιότητα της πολιτικής ως πεδίου ενότητας των κοινωνικών αντιστάσεων, ανασύρει εκδοχές του «κοινωνικού», οι οποίες υπερτιμούν τη διάκριση μεταξύ «αστικού κράτους» και «κοινωνίας των πολιτών» --μιας έννοιας με αμφισβητούμενα όρια και συνδηλώσεις-- και παρακάμπτει την υπαρκτή «κοινωνία των πολιτών» όπως διαμορφώνεται μέσα από τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους.

Καταλήγει έτσι σε αποχρώσεις περί του «τέλους της εργασίας» (βλ. και τα άρθρα των Γ. Μηλιού και Γ. Σταμάτη στο παρόν τεύχος), ή των μαρκουζιανών θεωριών «μαζικής ενσωμάτωσης» και νομιμοποιεί τη ριζοσπαστική Αριστερά ως το «κόμμα του γκέττο», θέση όμως ουσιαστικά παραπληρωματική προς τον «κοινωνικά ευαίσθητο» Συνασπισμό ή το φιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ του Σημίτη. Δια της λογικής αυτής βεβαίως ούτε οι κοινωνικές «μειοψηφίες» προασπίζονται επαρκώς, αφού κατ 213 αναλογίαν όσων έλεγε στις αρχές του αιώνα ο Λένιν για τον οικονομισμό, η εγκατάλειψη μιας πολιτικής στρατηγικής (της στρατηγικής των κοινωνικών συμμαχιών) είναι ο χειρότερος όρος για την προστασία των συμφερόντων όσων πλήττονται με τον πιο άμεσο τρόπο από το κεφάλαιο.

3. Η ανάγκη μιας επαναστατικής στρατηγικής

Αν τα παραπάνω είναι ορθά, η σχέση της ριζοσπαστικής Αριστεράς προς την σοσιαλδημοκρατία (παλιού ή νέου τύπου) και τον ύστερο τριτοδιεθνισμό δεν πρέπει να καθορίζεται σήμερα από σχηματικές διαιρέσεις του τύπου «κινήματα ή εξουσιαστική στρατηγική», «κοινωνική ευαισθησία ή λαϊκότητα», «κράτος ή κοινωνία», «πλειοψηφική λογική ή προστασία των μειοψηφιών». Η διατήρηση αυτών των διλημμάτων τροφοδοτεί τη σοσιαλδημοκρατία ως «κοινωνικά ευαίσθητη», ωθεί στην ένταξη στην αριστερή της πτέρυγα αλλά και «δικαιώνει» την παραδοσιακή Αριστερά ως αυθεντικό φορέα της λαϊκότητας και της πλειοψηφικής στρατηγικής, την οποία και της εκχωρεί άνευ ανταλλάγματος.

Η αντίθεση της ριζοσπαστικής προς την παραδοσιακή Αριστερά (π.χ. το ΚΚΕ) αφορά ακριβώς τις διαφορετικές στρατηγικές για την οικοδόμηση ενός αντικαπιταλιστικού πλειοψηφικού ιστορικού συνασπισμού, τη διαφορετική προσέγγιση του επαναστατικού προβλήματος σήμερα, στο βαθμό, βέβαια, που αυτό τίθεται --με λαθεμένο τρόπο-- και από την παραδοσιακή Αριστερά: αντιμονοπωλιακή ή σοσιαλιστική στρατηγική, ιστορική συγκυρία και εργατική τάξη, ρόλος των νέων κινημάτων, κινηματική αυτονομία και αξίες της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, θεωρία για το κράτος, διεθνισμός κ.ά. Αλλά και για τη συνολική λογική της επαναστατικής κατάκτησης της κρατικής εξουσίας και μιας πλειοψηφικής, πάντοτε δημοκρατικής, οικοδόμησης του σοσιαλισμού (απόρριψη συνολικά του «Υπαρκτού σοσιαλισμού», του οικονομισμού και της πολιτικής δικτατορίας, και όχι θετική ή αρνητική εμμονή στο ζήτημα «πρόσωπο Στάλιν» 9) 201 Η διασαφήνιση των διαφορών στρατηγικής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά δεν είναι ένα «ιστορικό έκτρωμα» ή ένας «ολοκληρωτικός πολιτισμός», αλλά (δυστυχώς) η κυρίαρχη για μεγάλο ιστορικό διάστημα εκδοχή του μαζικού μαρξισμού και της Αριστεράς 10. Η στρατηγική συγκρότησης ενός αγωνιστικού μετώπου των εργαζομένων δεν μπορεί να βασίζεται στην «αγνόηση» αυτού του χώρου (ή των δυνάμεων που απελευθερώνει η κρίση του ΠΑΣΟΚ), αλλά στη δημιουργική αντιπαράθεση μαζί του.

1. Βλ. σχετικά στη συλλογή Μεταφορντισμός και κοινωνική μορφή, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1993, ιδίως J. Hirsch: «Φορντισμός και μεταφορντισμός --η παρούσα κοινωνική κρίση και οι συνέπειές της».

2. Ενδεικτικά βλ. σε Υλικά Συνδιάσκεψης 1996 Δικτύου Κινήσεων για τα κοινωνικά και πολιτικά δικιαώματα και σε ιδρυτική του διακήρυξη, τα οποία διαπερνούνται σε πολλά σημεία από αυτήν την αντίληψη, παρά τον σημαντικό και θετικό χαρακτήρα πολλών παρεμβάσεων του Δικτύου.

3. Βλ. σε Μεταφορντισμός, όπ. π., την κριτική του Holloway στον Jessop για το αναντίστρεπτο των συνεπειών της αναδιάρθρωσης: «Μεγάλη Άρκτος-μεταφορντισμός και ταξική πάλη --ένα σχόλιο στον Bonefeld και στον Jessop». Για το μεταβλητό της ταυτότητας των «μειοψηφιών» βλ. και Δ. Μπελαντή: «Η μαχητικότητα της ελληνικής Δημοκρατίας», Μέρος Β' Θέσεις τ. 54.

4. Για την Ελλάδα βλ. τις αναλύσεις του Η. Ιωακείμογλου σε Θέσεις, τ. 46-48.

5. Για την κριτική στον ανθρωπισμό από τη θέση του «θεωρητικού αντιανθρωπισμού» και την άρνηση της αντίληψης περί «ουσίας των υποκειμένων» βλ. Δ. Δημούλη: «Συνιστώσες και δομή της πολιτικής αντιπαράθεσης» σε Θέσεις τ. 53 & 54.

6. Ήδη από τη γέννησή της. Βλ. P. Glotz: Μανιφέστο για μία ευρωπαϊκή Αριστερά, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1986.

7. Βλ. σε Κρ. Μπ.-Γκλυκσμάν: Ο Γκράμσι και το κράτος, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1984.

8. Βλ. Μηλιός/Σπαθής: «Μαρξισμός και οικογένεια -- ο ολοκληρωτισμός της κυρίαρχης ιδεολογίας» σε Θέσεις τ. 6, Μπ. Ανθόπουλος: «Ανθρώπινα δικαιώματα -- Σύνταγμα -- κοινωνία των πολιτών», σε Θέσεις τ. 8.

9. Βλ. και την Εισαγωγή του Σ. Μπεττελέμ στον Β΄ Τόμο των Ταξικών Αγώνων στην ΕΣΣΔ, 1923-1930, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1976.

10. Βλ. και σε Γ. Μηλιού: Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων, εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 1996.