1. Αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ταξική πάλη και εργατική επαναστατική στρατηγική
Σ' ολόκληρη την εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών, το σύστημα της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας λειτούργησε σχετικά αποτελεσματικά στην Ελλάδα όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες, στο μέτρο που διασφαλίζονταν στα πλαίσιά του και οι δύο αντίρροπες και ανταγωνιστικές του διαστάσεις: Αφ' ενός, η κυρίαρχη πλευρά του που αφορά την εκλογική - δημοκρατική νομιμοποίηση της αστικής οικονομικής - κοινωνικής στρατηγικής και των συνακόλουθων κυβερνητικών πολιτικών, την πολιτική εντέλει νομιμοποίηση της κοινωνικής εξουσίας του κεφαλαίου. Αφ' ετέρου η δευτερεύουσα διάστασή του, που αφορά την εγγραφή στο θεσμικό του πλαίσιο, (με βάση τους ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων), δικαιωμάτων και ελευθεριών λαϊκής φύσης (κοινωνική ασφάλιση, συνδικαλιστική οργάνωση, ελευθερία έκφρασης κ.ά.). Μ' αυτή την έννοια, επιτυγχάνονταν μια δυναμική ισορροπία, η οποία σε συνδυασμό με την εντατική καπιταλιστική ανάπτυξη, τροφοδοτούσε κυρίως την άσκηση μιας σοσιαλδημοκρατικής κυβερνητικής πρακτικής με στόχο την ενσωμάτωση στοιχειακών εργατικών επιδιώξεων στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατηγικής για τη μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση και αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Μια αειρά εξελίξεων επιφέρουν, όμως, σήμερα μια ριζική μεταλλαγή στη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού αστικού πολιτικού συστήματος και των υποστηρικτικών του εκλογικών διαδικασιών νομιμοποίησης: Η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, έκδηλη ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1970. Η εκκίνηση εφαρμογής κρατικών και επιχειρηματικών πολιτικών υπέρβασής της εδώ και μια τουλάχιστον δεκαετία. Η συνεπακόλουθη σοβαρή δοκιμασία και κατάρρευση των κλασικών αριστερών στρατηγικών (σοσιαλδημοκρατίας, παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, ευρωκομμουνισμού). Η τροποποίηση του συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος της αστικής εξουσίας με την αποδιάρθρωση του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος. Η προσχώρηση της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής στον ανοιχτό φιλελευθερισμό και στη στρατηγική της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης. Η αλματώδης άνοδος και μονιμοποίηση της μαζικής ανεργίας και η συντηρητική μετάλλαξη των εργασιακών σχέσεων Το δεύτερο σκέλος της κοινοβουλευτικής και πολιτικής λειτουργίας (στοιχειακή λαϊκή αντιπροσώπευση) οδηγήθηκε στην ουσιαστική αποδόμηση - ατροφία, ενώ το πρωταρχικό της (αστικό νομιμοποιητικό) σκέλος κυριάρχησε πλήρως, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που να απαξιώνεται και το ίδιο: Η νομοθετική κοινοβουλευτική διαδικασία και η κυβερνητική πολιτική μετασχηματίσθηκαν ευθέως σε «εντολοδόχους - διαχειριστές»
μιας απροσχημάτιστης επιχειρηματικής στρατηγικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου (μονιμοποίηση εισοδηματικής λιτότητας, σταθεροποίηση και αποδοχή της ανεργίας, μαζικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων, αποκαθήλωση των θεσμών κοινωνικής προστασίας κ.λπ.). Αυτό το γεγονός είχε ως επακόλουθο τη χαλάρωση ή και ακύρωση των όποιων προηγούμενων «στρεβλών»
εκπροσωπήσεων των εργατικών λαϊκών συμφερόντων από το κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα, ή την καθυπόταξή τους στην αστική (ή μικροαστική) στρατηγική και πολιτική πρακτική.
Εκ των πραγμάτων δηλαδή αναδεικνύεται στην ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα μια αντικειμενική διάσταση - πόλωση όχι πλέον ανάμεσα σε δύο πολιτικά μπλοκ δυνάμεων
(συντηρητική - φιλελεύθερη και σοσιαλιστική - αριστερή στρατηγική), που αναφέρονταν στους δύο πολωμένους κοινωνικούς συνασπισμούς (αστικής κυριαρχίας και λαϊκών τάξεων), αλλά ανάμεσα στα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα και επιδιώξεις των λαϊκών εργαζομένων τάξεων από τη μια και στο σύνολο των κοινοβουλευτικών πολιτικών διαδικασιών και σχηματισμών από την άλλη. Πρόκειται για μια εντελώς καινούργια μορφή πολιτικο-οικονομικής πόλωσης που δεν αντιπαραθέτει σήμερα πλέον μόνον την εργατική τάξη στην καπιταλιστική επιχειρηματική στρατηγική, αλλά και ταυτόχρονα τις λαϊκές εργαζόμενες δυνάμεις στα ίδια τα κόμματα και τις νομιμοποιητικές (κοινοβουλευτικές εκλογικές) διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στις οποίες δεν διακρίνουν πλέον την «εκπροσώπηση», έστω και «διαθλασμένη», των δικών τους επιδιώξεων και συμφερόντων.
Με την κλασική μορφή λειτουργίας της αστικής δημοκρατικής αντιπροσώπευσης είχε συνδεθεί και η αριστερή παραδοσιακή στρατηγική, η οποία, στην ουσία της είχε ενσωματωθεί πλήρως στον αστικό κοινοβουλευτισμό, στην «κοινωνική αλλαγή» δια μέσου της δημοκρατικής διαχείρισης της αστικής κυβερνητικής εξουσίας και του κράτους. Δευτερευόντως μόνο και υποβοηθητικά γινόταν λόγος (και από τα τρία ρεύματα: της σοσιαλδημοκρατίας, του σοβιετικού κομμουνισμού και του «τρίτου δρόμου») για τα μαζικά στηρίγματα αυτής της κοινοβουλευτικής στρατηγικής («αργό ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό»), προβάλοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων τη θεωρία του συνδυασμού των θεσμών της «αντιπροσωπευτικής» και της «άμεσης» δημοκρατίας (αριστερός ευρωκομμουνισμός).
Μ' άλλες λέξεις ο αστικός κοινοβουλευτισμός διεδραμάτιζε καταλυτικό ρόλο και στην ίδια την κυρίαρχη παραδοσιακή αριστερή στρατηγική, την οποία και ουσιαστικά απορροφούσε. Ακόμη και στην αντιπολιτευτική τους πρακτική, οι παραδοσιακοί αριστεροί σχηματισμοί εντάσσουν στην κοινοβουλευτική διαδικασία την όποια δυναμική κοινωνική ή συνδικαλιστική κινητοποίηση συνδέεται μαζί τους.
Αυτή η απουσία «εκπροσώπησης» των ταξικών συμφερόντων του λαϊκού κοινωνικού μπλοκ από το κοινοβουλευτικό σύμπαν, ενώ απεναντίας αντιπροσωπεύονται ασφυκτικά τα αστικά και τα μικροαστικά συμφέροντα, αντιστοιχεί ποιοτικά στους πολιτικο-κοινωνικούς σχηματισμούς του τέλους του 19ου -- αρχών του 20ου αιώνα, πριν από την είσοδο των αριστερών (σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών) κομμάτων στα εθνικά κοινοβούλια, όπου κυριαρχούσαν συντριπτικά οι διαφοροποιημένες αστικές πολιτικές στρατηγικές και δευτερογενώς οι μικροαστικές τους συναρμογές, ενώ «απουσίαζε» η εργατική τάξη από το κοινοβουλευτικό προσκήνιο. Το ίδιο τείνει να συμβεί και στη σημερινή ελληνική πολιτική σκηνή, όπου πραγματικά ο μισθωτός εργαζόμενος κόσμος «απουσιάζει» από τις κοινοβουλευτικές (πολιτικές και εκλογικές) αντιπαραθέσεις και διαδικασίες, τις οποίες και αντιμετωπίζει κυριολεκτικά σαν «ξένες» προς τον ίδιο. Αυτός ο εξοβελισμός του «κοινωνικά λαϊκού» από το σύμπαν του «αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού», διαμορφώνει μια εντελώς καινούργια κατάσταση για την τακτική όσο και στρατηγική ανάδειξη, μορφοποίηση, προώθηση και επικράτηση των οικονομικών, μορφωτικών, πολιτικών κ.λπ. συμφερόντων (και στρατηγικών χειραφέτησης) των λαϊκών εργαζομένων τάξεων σήμερα.
Η υπαρκτή έτσι διάσταση λαϊκού κυριαρχούμενου συνασπισμού -- κοινοβουλευτικών αστικών αντιπροσωπευτικών διαδικασιών, εκφραζόμενη με την «αποστασιοποίηση από την (αστική) πολιτική», με την «αδιαφορία για τα (αστικά) κόμματα», αποτελεί μεν νίκη των αστικών δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα σηματοδοτεί και την «αχίλλεια πτέρνα» της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αν και αντιπροσωπεύει τακτικά την ήττα του εργατικού αριστερού κινήματος, εντούτοις αποτελεί και μια πολυσήμαντη πρόκληση για την υπέρβαση των μέχρι σήμερα εφαρμοσμένων στα πλαίσιά του αποτυχημένων στρατηγικών. Η ανάδειξη έτσι της όποιας κοινωνικής και οικονομικής αντιπαλότητας των δυνάμεων του λαϊκού κοινωνικού μπλοκ (εργατικής τάξης, πλειονότητας της νεολαίας,ανέργων,μεταναστών, μισοπρολετάριων της υπαίθρου κ.ά.) απέναντι στις σημερινές πλευρές της αναδιάρθρωσης - διεθνοποίησης του κεφαλαίου (λ.χ. κλείσιμο επιχειρήσεων, ιδιωτικοποιήσεις κοινωφελών οργανισμών, εισοδηματική συρρίκνωση, αποψίλωση της κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ.), που είναι και το κυρίαρχο πεδίο ανάπτυξης της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, φέρνει τις ταξικές λαϊκές δυνάμεις, στο πολιτικό επίπεδο, σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ρυθμίσεις και τις διαδικασίες συνολικά της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης.
Η αντίληψη ότι το ΚΚΕ, παρ' όλη την ιστορική του ανεπάρκεια, λειτουργεί ως «μια κάποια δίοδος» των εργατικών και νεολαιίστικων επιδιώξεων στους κεντρικούς κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, είναι πολλαπλά αβάσιμη γιατί:
Πρώτον, στο σχηματισμό αυτό του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, είναι ολότελα κυρίαρχα τα μικρομεσαία κοινωνικά συμφέροντα που δεν τέμνονται κατά κανέναν τρόπο ή είναι αντίθετα με τα συμφέροντα χειρεφέτησης του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Δεύτερον, παρ' όλη την πρόσφατη ιστορική εμπειρία της χρεοκοπίας του «ανατολικού
κοινωνικού μοντέλου» (κρατικός καπιταλισμός με δικτατορική επιβολή και γραφειοκρατική επικυριαρχία), παραμένει προσηλωμένο σ' αυτό, γεγονός που δρα απωθητικά για την πλειονότητα της εργατικής τάξης, καθιστώντας αφερέγγυα τη φυσιογνωμία αυτού του κομμματικού σχηματισμού. Τρίτον, έχει υιοθετήσει κατά τρόπο πάγιο τη διαταξική «αντιμονοπωλιακή δημοκρατική συμμαχία» ως πεδίο ανάπτυξης της δραστηριότητάς του, πράγμα που σημαίνει ότι αντί της αμφισβήτησης των κυρίαρχων αστικών κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, προωθεί την «εθνική - κρατική»
(καπιταλιστική) και «μικρομεσαία» ανάπτυξη.
Ένα πρόσφατο, ιστορικού πλέον χαρακτήρα, παράδειγμα ανοικτής αντιπαλότητας των δυνάμεων του λαϊκού κυριαρχούμενου συνασπισμού με την αστική οικονομική στρατηγική και ταυτόχρονα με το σύνολο των κοινοβουλευτικών πολιτικών διαδικασιών ομοφωνίας αποτέλεσε το γαλλικό εργατικό κίνημα εξέγερσης του Δεκέμβρη 1995, ανεξάρτητα βέβαια από τις πολλαπλές υποκειμενικές ανεπάρκειες που αναδείχθηκαν (απουσία οργανικής ενότητας των τμημάτων της εργατικής τάξης, έλλειψη αντικαπιταλιστικού ιδεολογικού ρεύματος, ανυπαρξία ριζοσπαστικού αριστερού πολιτικού ιστού κ.λπ.). Ωστόσο, η ευθεία πλέον αυτή αντιπαράθεση λαϊκών εργατικών δυνάμεων με το κοινοβουλευτικό συνταγματικό τόξο, τροποποιεί ριζικά τις ίδιες τις συντεταγμένες της πολιτικής εργατικής χειραφέτησης. Αναδεικνύει την ανάγκη διαμόρφωσης νέων πολιτικο-κοινωνικών υποκειμενικοτήτων και πρακτικών, που να κινούνται έξω από τη σφαίρα της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, πέρα απ' το πεδίο της εκλογικής νομιμοποίησης και ενσωμάτωσης. Δυναμικών δηλαδή που φέρνουν εξ αντικειμένου στην επιφάνεια μορφές ιστορικής λαϊκής κίνησης και επιβολής θεσμών, που όχι μόνον αντιπαρατίθενται ευθέως στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση, αλλά έχουν εγγεγραμμένη μέσα τους και την προοπτική του επαναστατικού της ξεπεράσματος, στην κατεύθυνση κατάκτησης της εργατικής κοινωνικής δημοκρατίας.
Αυτή η τελευταία, δεν αποτελεί την «εμβάθυνση και τη διεύρυνση» της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (παρ' όλο που οφείλει να διατηρήσει και να αναπτύξει όλα τα εργατικά δικαιώματα και λαϊκές ελευθερίες που έχουν κατακτηθεί μέσα στο αστικό συνταγματικό πλαίσιο), αλλά την ιστορική της αντικαπιταλιστική υπέρβαση, δηλαδή την αντικατάστασή της από τους δημοκρατικούς θεσμούς εξουσίας και ρύθμισης των ίδιων των εργαζομένων παραγωγών.
Έτσι, η σημερινή συγκυρία περικλείει μεν την ασφυκτική κοινοβουλευτική κυριαρχία της αστικής οικονομικής στρατηγικής και της δευτερογενούς της συναρμογής με τα μικροαστικά συμφέροντα, με τον παράλληλο εξοβελισμό της εργατικής τάξης από το εκλογικό κοινοβουλευτικό πεδίο, ωστόσο όμως εμπεριέχει μέσα της τη δυνατότητα για τις κοινωνικά πλειοψηφικές εργατικές ταξικές δυνάμεις να δρομολογήσουν την κίνηση προς αδιαμεσολάβητες μορφές αντιπαράθεσης και την εξ αντικειμένου διάνοιξη δρόμων για την υπέρβαση του κοινοβουλευτικού εγκλωβισμού.
Βέβαια, μια τέτοια εν δυνάμει πολιτική και κοινωνική κίνηση των λαϊκών εργατικών δυνάμεων δεν μπορεί παρά να αντανακλασθεί σε μια ορισμένη συγκυρία και στο εσωτερικό των κοινοβουλευτικών σχηματισμών, μέσα απ' το φαινόμενο της «στρεβλής» εκπροσώπησης των εργατικών κοινωνικών επιδιώξεων. Ωστόσο όμως είναι τόσο ισχυρή σήμερα η αγκύρωση της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής στον αστικό φιλελευθερισμό, κι είναι τόσο έντονη η υπαγωγή των παραδοσιακών αριστερών κομμάτων στη μικροαστική ταξική στρατηγική, που οποιαδήποτε τέτοια αντανάκλαση, ακόμη κι αν καταγραφόταν, θα έτεινε άμεσα προς την κοινοβουλευτική της ακύρωση. Η κοινοβουλευτική παγκυριαρχία των δυνάμεων του κεφαλαίου και των μικρομεσαίων στρωμάτων που διαγράφεται μπροστά μας, η απρόσκοπτη επικράτηση της αστικής νομιμοποίησης δια μέσου των πρόσφατων εκλογικών διαδικασιών, σηματοδοτούν ταυτόχρονα τις σημερινές δυνατότητες γόνιμης επενέργειας της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής στην κατεύθυνση υπέρβασης της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης και της αστικής νομιμοποίησης.
2.Οι κοινωνικές - ταξικές εκπροσωπήσεις στην πολιτική - εκλογική συγκυρία
Τα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτέμβρη 1996 -- με την επικράτηση των δύο μεγάλων πολιτικών σχηματισμών, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, στα επίπεδα των τεσάρων πέμπτων του εκλογικού σώματος και το συμπληρωματικό ρόλο των τεσσάρων μικρότερων κομμάτων που κλείνουν το συνταγματικό κοινοβουλευτικό φάσμα, της ΠΟΛΑΝ (συμπληρωματικά στη ΝΔ), του ΣΥΝ και του ΔΗΚΚΙ (αντίστοιχα στο ΠΑΣΟΚ), καθώς και του ΚΚΕ (παραπληρωματικά στο συνολικό φάσμα του πολιτικού συστήματος) -- ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα.
Από μια γενική άποψη, οι κοινωνικο-ταξικές εκπροσωπήσεις που αντιστοιχούσαν σ' ολόκληρο το προηγούμενο διάστημα σ'αυτά τα πολιτικά κόμματα, εκφράζουν κυρίαρχα: Για τη ΝΔ και την ΠΟΛΑΝ τα στρώματα της αστικής τάξης καθώς και της πλειονότητας της μικροαστικής τάξης όλων των τύπων (παραδοσιακής και νέας, αστικής και αγροτικής), καθώς και ορισμένα εντελώς μειοψηφικά τμήματα της εργατικής τάξης στην ευρεία της έννοια, που συμπαρατάχθηκαν στην πολιτική στρατηγική του ολομέτωπου νεοσυντηρητισμού. Για το ΠΑΣΟΚ που λειτούργησε σ' ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο ως ο κατ' εξοχήν εκλογικός υποδοχέας των δυνάμεων του κυριαρχούμενου κοινωνικού συνασπισμού, καθώς και για το ΔΗΚΚΙ, το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής τους επιρροής αντλείται από τα εργατικά και αγροτικά λαϊκά στρώματα, και μόνον μειοψηφικά από τη μικροαστική τάξη. Το ΠΑΣΟΚ διαμεσολαβεί την αστική σοσιαλδημοκρατική ενσωμάτωση αυτών των κοινωνικών δυνάμεων του κυριαρχούμενου λαϊκού μπλοκ, και μάλιστα στη φιλελεύθερη μετάλλαξη αυτής της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Για τους πολιτικούς σχηματισμούς της παραδοσιακής Αριστεράς, πρόκειται για τη μειοψηφική εκπροσώπηση παραδοσιακών και σύγχρονων τμημάτων της μισθωτής εργασίας καθώς επίσης και των μικρομεσαίων τάξεων, υπό την ηγεμονική κυριαρχία της ταξικής μικροαστικής στρατηγικής.
Είναι ωστόσο δεδομένο το γεγονός ότι η κυβερνητική διαχείριση του ΠΑΣΟΚ στην τελευταία 3ετία (1993-96), κι ακόμη περισσότερο μετά της επικράτηση της «εκσυγχρονιστικής - κεντροαριστερής» του φυσιογνωμίας στην κυβέρνηση και στον κομματικό του μηχανισμό, χαρακτηρίζεται ευθέως από τις κατευθύνσεις του ανοιχτού φιλελευθερισμού (λιτότητα, «σύγκλιση», ιδιωτικοποιήσεις, «ανταγωνιστικότητα», ανεργία κλπ.).
Είναι εξίσου δεδομένο το γεγονός της ασφυκτικής πλέον μικρομεσαίας ταξικής ηγεμονίας στην πολιτική στρατηγική του παραδοσιακού αριστερού κινήματος (πανηγυρική επικύρωση της εθνικο - πατριωτικής διαταξικής αναπτυξιακής ή αντίστοιχα εκσυγχρονιστικής στρατηγικής στα πρόσφατα συνέδρια του ΣΥΝ και του ΚΚΕ την Ανοιξη του 1996).
Κατά συνέπεια, όπως ήδη αναπτύξαμε στην προηγούμενη ενότητα, προκύπτει για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση του 1974, κατά τρόπο τόσο έντονο και οξύ, η παντελής απουσία εκπροσώπησης των λαϊκών εργατικών κοινωνικών συμφερόντων στην πολιτική πρακτική των αντιπαρατιθεμένων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Σ' όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, λειτουργούσαν στον ένα ή στον άλλο βαθμό οι σχέσεις «στρεβλής εκπροσώπησης» των οικονομικών συμφερόντων των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, κατά πλειοψηφία δια μέσου της σοσιαλδημοκρατικής πρακτικής του ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως δια μέσου του μικροαστικού μεταρρυθμισμού του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ.- ΣΥΝ.
Ακόμη και στις βουλευτικές εκλογές του Οκτώβρη του 1993, το ΠΑΣΟΚ απέσπασε τη συντριπτική λαϊκή εργατική εκλογική πλειοψηφία λειτουργώντας ως το εν δυνάμει σοσιαλδημοκρατικό ανάχωμα στη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική επέλαση της ΝΔ της προηγούμενης τριετίας (1990-93).
Στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές οι σχέσεις «στρεβλής» πολιτικής εκπροσώπησης ευρύτατων στρωμάτων της εργατικής τάξης, της νεολαίας, των ανέργων κ.λπ. εμφανίστηκαν σε κατάσταση εμπλοκής, ακύρωσης, απουσίας λειτουργικότητας.
Ενώ δηλαδή τα συμφέροντα της αστικής επιχειρηματικής στρατηγικής εμφανίζονται να διαθέτουν ισχυρές εκπροσωπήσεις (στις διαφοροποιούμενες και μαζί συγκλίνουσες πολιτικές διαχείρισης πρωτευόντως του ΠΑΣΟΚ και κατά δεύτερο λόγο της ΝΔ), ενώ οι κοινωνικές επιδιώξεις των μικροαστικών τάξεων και του μικρομεσαίου επιχειρηματικού - βιοτεχνικού - αγροτικού
- εμπορικού κόσμου βρήκαν μιαν ολόκληρη βεντάλια από κομματικές εκπροσωπήσεις για να εκφραστούν (από την ΠΟΛΑΝ μέχρι τον ΣΥΝ κι από το ΔΗΚΚΙ μέχρι το ΚΚΕ), εντούτοις τα πλειοψηφικά κοινωνικά συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων εμφανίστηκαν μετέωρα στο πολιτικό κοινοβουλευτικό σκηνικό.
Βέβαια καταγράφηκαν εξαιρέσεις που αφορούν ορισμένους θύλακες της εργατικής τάξης και νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης που τοποθετούνται στα ανώτερα κλιμάκια του λαϊκού
κοινωνικού συνασπισμού: Τμήματα της κοινής ωφέλειας, του κρατικού μηχανισμού, ορισμένων δυναμικών βιομηχανικών κλπ. επιχειρήσεων, που επένδυσαν στον κεντροαριστερό εκσυγχρονισμό του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ. Ωστόσο πρόκειται για εργαζόμενες μειονότητες που περισσότερο αντιπροσωπεύουν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα παρά για το αντίθετο.
Τα λαϊκά εργατικά συμφέροντα μόνον δευτερογενώς, δηλαδή υποταγμένα ευθέως σε άλλες ταξικές επιδιώξεις μπόρεσαν να εκφραστούν στην εκλογική πολιτική αντιπαράθεση του Σεπτέμβρη 1996. Ενώ δηλαδή στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις εγγράφονταν στην πολιτική πρακτική του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς δίπλα (και σε «ανταγωνιστική συμβίωση» μ' άλλες ταξικές στρατηγικές --
αστική σοσιαλδημοκρατική, μικροαστική μεταρρυθμιστική), στην πρόσφατη εκλογική συγκυρία μπόρεσαν να επενδυθούν σ'
αυτούς τους σχηματισμούς μόνον κατά τρόπο ολότελα καθυποταγμένο, και χωρίς στρατηγικό ορίζοντα.
Η όποια τους επένδυση στο σημερινό φιλελεύθερο «κεντροαριστερό» ΠΑΣΟΚ, μακράν του να διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο, συνιστά επακόλουθο της θρυλούμενης επιτυχίας της κυρίαρχης αστικής εκσυγχρονιστικής επιχειρηματικής διαχείρισης, έτσι ώστε να μετατρέπονται σε «μοχλό προώθησης»
της κυρίαρχης στρατηγικής για «ανάπτυξη - εκσυγρονισμό - διεθνοποίηση -
σταθεροποίηση (του κεφαλαίου)», προσδοκώντας κατ' αυτό τον τρόπο τη συμμετοχή στα «τελευταία αποφάγια» της καπιταλιστικής εξέλιξης. Π.χ. εάν κατορθωθεί η διεθνής αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλιστικού επιχειρηματικού κόσμου, εάν διασφαλιστεί η εκσυγχρονιστική του αναδιάρθρωση, εάν συνεχιστεί η ψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων, τότε θα εξασφαλισθεί δευτερογενώς και μια ορισμένη απασχόληση ενός μέρους του ελληνικού εργατικού βιομηχανικού δυναμικού, με όρους βέβαια υπαγορευόμενους πλήρως από τα συμφέροντα της σταθεροποιημένης καπιταλιστικής υπεραξίωσης.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με τη στρατηγική του σημερινού ΚΚΕ, λυδία λίθος για την πρόοδο είναι η διασφάλιση των μικροαστικών και μικρομεσαίων επιχειρηματικών συμφερόντων. Και σ' αυτή την περίπτωση, οι όποιες «φιλολαϊκές» ρυθμίσεις μπορούν να προσδοκώνται, εξαρτώνται από τη δυνατότητα συναρμογής και σύμπτωσής τους με τις μικρομεσαίες προσδοκίες. Λ.χ. εάν επιτευχθεί η οικονομική προστασία των εθνικο-πατριωτικών ντόπιων μικρομεσαίων παραγωγικών μονάδων (από τη «μονοπωλιακή ασυδοσία» του δυναμικού μεγάλου κεφαλαίου), θα μπορέσει να επιτευχθεί και μια ορισμένη προστασία, κατά τρόπο δευτερογενή, της απασχόλησης του εγχώριου εργατικού δυναμικού.
Ενώ δηλαδή η ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία ή ο ήπιος μονεταρισμός (ΠΑΣΟΚ) και ο μικροαστικός μεταρρυθμισμός (κομμουνιστική παραδοσιακή Αριστερά) συνιστούσαν στο παρελθόν πολιτικά εγχειρήματα συμμαχίας, συνδυασμού και συναρμογής (προφανώς στρατηγικά ανέφικτης - ασύμπτωτης) των ζωτικών εργατικών συμφερόντων με τα στρατηγικά αστικά συμφέροντα, ή τα συμφέροντα των μικροαστικών τάξεων, (το φαινόμενο της «στρεβλής - διαθλασμένης» εκπροσώπησης), στην πρόσφατη εκλογική αντιπαράθεση πήρε τέλος αυτή η μορφή πολιτικής εκπροσώπησης των λαϊκών εργαζομένων τάξεων.
Αυτό το μείζον γεγονός σηματοδοτεί μια κρίση πολιτικής νομιμοποίησης της αστικής οικονομικής στρατηγικής: είναι άλλωστε γνωστό στα ποικίλα αστικά κέντρα ότι η εξασφάλιση της εκλογικής νομιμοποίησης δεν μεταφράζεται κατά κανέναν τρόπο σε διασφάλιση της απαραίτητης κοινωνικής συναίνεσης που έχει ανάγκη το αστικό πολιτικό σύστημα. Το ότι δηλαδή επιτυγχάνεται η πλειοψηφική τυπική εκλογική συναίνεση στη σύγχρονη αστική εκσυγχρονιστική επιχειρηματική στρατηγική, αυτό δεν αποτρέπει την ανάδειξη ενός κενού
αντιπροσώπευσης και μια κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης της αστικής κρατικής στρατηγικής. Ωστόσο, αυτό το κενό εκπροσώπησης των ταξικών συμφερόντων του λαϊκού κοινωνικού μπλοκ και η παράλληλη κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης, είχε κυρίαρχα κοινωνικο-πολιτικά κι όχι εκλογικά χαρακτηριστικά.
Το ότι ένα μέρος της έκφρασής του προσέλαβε στο εκλογικό επίπεδο τη μορφή της «αποχής - λευκού - άκυρου» (έκφραση εκλογικών συμπεριφορών εργαζομένων και νεολαιίστικων στρωμάτων) είναι χαρακτηριστικό της αδυναμίας θετικής μετάπλασης της λαϊκής αποστασιοποίησης στο πολιτικό επίπεδο. Αλλωστε, η μετατόπιση της εκλογικής διαπάλης απ' το επίπεδο της κοινωνικής συγκρουσιακής πραγματικότητας στο ελεγχόμενο πλαίσιο των ΜΜΕ, που σηματοδότησε την εξουδετέρωση της πολιτικής ενεργητικότητας των εργαζομένων και την ατομικοποιημένη τους παθητικοποίηση, ήταν χαρακτηριστική της νέας συγκυρίας.
Τι κατέστησε όμως την κρίση αυτή δημοκρατικής νομιμοποίησης ανενεργή, τι εμπόδισε τη θετική αντιπολιτευτική μετάπλαση του κενού εκπροσώπησης των ταξικών συμφερόντων του λαϊκού
κοινωνικού μπλοκ; Εκείνο που δρα καθοριστικά είναι η απουσία και ο ιστορικός θρυμματισμός του κοινωνικού - πολιτικού - συνδικαλιστικού ιστού των εργαζόμενων τάξεων. Αυτή η έλλειψη κοινωνικο-πολιτικής συλλογικότητας καθώς και αποτελεσματικής υποστήριξης
των θυμάτων της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, είναι που κατέστησε αυτή την κρίση λαϊκής νομιμοποίησης της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής άνευρη, χωρίς εκρηκτικό πυροδοτικό μηχανισμό, και που ταυτόχρονα οδήγησε το κενό εργατικής ταξικής αντιπροσώπευσης στους δρόμους της «πολιτικής αποστασιοποίησης».
Έτσι, η ανάδειξη της εργατικής κοινωνικής υποκειμενικότητας στα ανοικτά πεδία της ταξικής πάλης, στην καθολικότητά της (κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, μορφωτικά, σεξουαλικά), είναι προϋπόθεση και όρος για να πάρει θετικά χαρακτηριστικά και το κενό πολιτικής εκπροσώπησης των λαϊκών ταξικών συμφερόντων, και για να καταναλωθεί θετικά, από τη ριζοσπαστική επαναστατική άποψη, η κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης της εκσυγχρονιστικής καπιταλιστικής στρατηγικής. Διαφορετικά, οποιαδήποτε απόπειρα μονοδιάστατης εκλογικής έκφρασης αυτού
του κενού εργατικής ταξικής εκπροσώπησης, όπως και μονομερούς κοινοβουλευτικής ανάδειξης αυτών των υπαρκτών ρωγμών στο σύστημα της αστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης, στερούμενη του κοινωνικο-ταξικού εδάφους υλικής της έδρασης, απολήγει συστηματικά στον υποκειμενισμό και την περιθωριοποίηση.
3. Κρίση αστικής νομιμοποίησης και εργατική αντικαπιταλιστική πολιτική
Η ολόπλευρη προώθηση των αντιδραστικών κοινωνικών μέτρων που σηματοδότησαν την ανασυγκρότηση του κεφαλαίου στην τελευταία 10ετία και την πορεία σύγκλισης των επιμέρους εθνικών οικονομιών στην ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση, (όξυνση της αστικής κοινωνικής δικτατορίας), έγινε δυνατή μέσα από πλειοψηφικές δημοκρατικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, χωρίς την άμεση προσφυγή σε έκτακτα κατασταλτικά μέτρα, που σε άλλες ιστορικές περιόδους θα είχαν χρησιμοποιήσει οι δυνάμεις της αστικής ταξικής κυριαρχίας.
Ποιοι όμως παράγοντες ενήργησαν ώστε να γίνει δυνατή αυτή η επίταση της κοινωνικής επιβολής του κεφαλαίου;
Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η ιστορική χρεοκοπία κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας των τριών κυρίαρχων πολιτικών στρατηγικών που ηγεμόνευσαν στην πράξη (κυβερνητική και αντιπολιτευτική) του ευρωπαϊκού αριστερού και εργατικού κινήματος. Πραγματικά, τόσο η σοσιαλδημοκρατική, όσο και η παραδοσιακή κομμουνιστική (τριτοδιεθνιστική - σοβιετική), αλλά και η ευρωκομμουνιστική στρατηγική, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να προασπίσουν τα άμεσα λαϊκά εργατικά συμφέροντα, και σε τελική ανάλυση αποδείχθηκαν ως μορφές αστικής ή και μικροαστικής πολιτικής επικυριαρχίας πάνω στις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας.
Ταυτόχρονα οι οξυμένες μορφές της κοινωνικής επιβολής του κεφαλαίου κατορθώνουν να αναπαράγονται διατηρώντας άθικτο το αστικό δημοκρατικό πλαίσιο (και μάλιστα νομιμοποιούμενες εκλογικά δια μέσου αυτού του θεσμικού κοινοβουλευτικού πλαισίου), επειδή ακριβώς η αστική οικονομική στρατηγική έχει διασφαλίσει τουλάχιστον προσωρινά καίριες μορφές κοινωνικών συμμαχιών στη σημερινή συγκυρία. Και πρώτα απ' όλα, το σύνολο των μερίδων της αστικής τάξης συνενώνεται χωρίς σοβαρές εντάσεις υπό την αναμφισβήτητη ηγεμονία των δυναμικών θυλάκων του βιομηχανικού εμπορικού και τραπεζικού κεφαλαίου, το οποίο έχει υιοθετήσει και τις επιδιώξεις της παραδοσιακής και μικρομεσαίας εργοδοσίας. (Ενώ το δυναμικό βιομηχανικό κεφάλαιο στηρίζεται κυρίως στην παραγωγική εντατικοποίηση και στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, ωστόσο στηρίζει ταυτόχρονα την εισοδηματική λιτότητα που είναι άκρως αναγκαία για τους λιγότερο αναπτυγμένους καπιταλιστικούς τομείς, ή τους κλάδους εντάσεως εργασίας).
Παράλληλα, έχει διασφαλιστεί η παθητική ή ενεργός συναίνεση των σημαντικότερων μερίδων των παραδοσιακών μεσαίων στρωμάτων, ενώ έχει κατορθωθεί να εξασφαλιστεί η κοινωνική συμμαχία, έστω πρόσκαιρου χαρακτήρα, τριών κατηγοριών νευραλγικής σημασίας για τους σύγχρονους ταξικούς κοινωνικούς συσχετισμούς:
Κατ' αρχήν μεγάλων τμημάτων των νέων μικροαστικών τάξεων (είτε ελευθεροεπαγγελματικών είτε και ενταγμένων στα ανώτερα τεχνοκρατικά κλιμάκια της μισθωτής εργασίας). Κατόπιν, ορισμένα στρώματα του σημερινού εργαζόμενου μισθωτού κόσμου και κυρίως ορισμένες μερίδες του εργατικού πληθυσμού που απασχολούνται σε δυναμικές κερδοφόρες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, όπως και σε ορισμένους τομείς του κρατικού μηχανισμού καθώς και κοινωφελών επιχειρήσεων. Άλλωστε δεν είναι άσχετο το γεγονός της συντριπτικής συνδικαλιστικής κυριαρχίας των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ σ' αυτούς τους εργασιακούς χώρους, παρ' όλη την άσκηση μιας ολόπλευρα φιλελεύθερης πολιτικής από την κυβερνητική του εξουσία την προηγούμενη τριετία (1993-96). Τέλος, ένα σημαντικό μέρος της πανεπιστημιακής και σπουδαστικής νεολαίας που έχει μεταστραφεί ευθέως προς τις επικρατούσες αξιοκρατικές - ανταγωνιστικές - ανελικτικές μικροαστικές κατευθύνσεις, πράγμα που εκφράζεται και εκλογικά με τη σχετική πλειοψηφία των δεξιών δυνάμεων της ΔΑΠ αλλά και της ΠΑΣΠ (από κοινού τα τρία-τέταρτα του πληθυσμού της ανώτερης και ανώτατης παιδείας) και την ιστορική συρρίκνωση των άλλοτε πλειοψηφικών αριστερών νεολαιίστικων δυνάμεων σε ποσοστά κάτω του ενός πέμπτου του αντίστοιχου σπουδαστικού πληθυσμού.
Έτσι, η ασφυκτική αστική ηγεμονία και οι δυσμενείς πολιτικοί συσχετισμοί οδηγούν στην τρέχουσα περίοδο σημαντικές εργατικές, νεολαιίστικες και αγροτικές δυνάμεις στη ριζική αποστασιοποίηση από τις πολιτικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αναδεινύεται δηλαδή με οξύτητα το φαινόμενο της «κρίσης των πολιτικών κομμάτων», της «αφερεγγυότητας της πολιτικής», της συνακόλουθης «εξάρτησης των πολιτικών εκπροσωπήσεων από τα ΜΜΕ» κ.λπ., φαινόμενα τα οποία και καταδεικνύουν την αδυναμία ενσωμάτωσης των «θυμάτων» της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στο σύστημα της αστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Μ' άλλες λέξεις, οι δυνάμεις της αστικής κυριαρχίας (που ουσιαστικά εμπερικλείουν ολόκληρο το συνταγματικό πολιτικό τόξο), επιτυγχάνουν μεν ευθέως την προώθηση όλων των αντιδραστικών και αντιλαϊκών μέτρων αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής παραγωγής δια μέσου των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, σε αντιστάθμισμα όμως αυτής τους της τακτικής επιτυχίας, βρίσκονται αντιμέτωπες με την ίδια την υπονόμευση της λειτουργίας δημοκρατικής νομιμοποίησης της αστικής κοινωνικής εξουσίας. Εφ' όσον έτσι η πολιτική έκφραση των άμεσων και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των λαϊκών εργαζομένων τάξεων ακυρώνεται έστω και με τις προηγούμενες «στρεβλές μορφές» ύπαρξής της, επόμενη είναι και η σχετική αποστασιοποίησή τους από τις αντίστοιχες πολιτικές καθώς και τις κοινοβουλευτικές τους εκπροσωπήσεις.
Όταν η σοσιαλδημοκρατική πολιτική έχει καταστεί ο ασφαλέστερος εγγυητής των φιλελεύθερων μέτρων, (ΠΑΣΟΚ, Γαλλικό ΣΚ), όταν τα πρώην ευρωκομμουνιστικά σχήματα έχουν μετατραπεί σε κυβερνητικά συμπληρώματα των πολιτικών λιτότητας (ΣΥΝ, Ιταλικό ΔΚΑ), κι όταν τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα έχουν γίνει οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τάξεων (ΚΚΕ, Γαλλικό ΚΚ), τότε είναι επόμενη η διάρρηξη των σχέσεων λαϊκής εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης που ίσχυαν στις προηγούμενες περιόδους. Η απρόσκοπτη επέλαση των μορφών της «κοινωνικής δικτατορίας» του κεφαλαίου (υπαρκτής βέβαια και στις προηγούμενες φάσεις αλλά με αμβλυμένα χαρακτηριστικά και έχοντας απέναντί της ισχυρές αντιστάσεις), και μάλιστα με την ευρύτερη δυνατή κοινοβουλευτική συναίνεση, απαξιώνει ταυτόχρονα και την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατικής νομιμοποιητικής αρχής. Αυτή όμως η τελευταία αποτελεί βασικό δομικό συστατικό στοιχείο της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας του καπιταλιστικού κοινωνικού καθεστώτος, γεγονός που σημαίνει ότι μακροπρόθεσμα αποσταθεροποιείται η πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, κι αυτό είναι το κομβικό σημείο του σημερινού προβλήματος, των δυσκολιών αλλά και των ευκαιριών που διανοίγονται για την ανάδειξη της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής.
Αυτή η απαξίωση της αστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης σε συνδυασμό με την αποψίλωση των λαϊκών δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν μπορεί να οδηγεί στην υιοθέτηση μιας πολιτικής στρατηγικής «εκδημοκρατισμού», «ζωντανέματος και εμβάθυνσης της δημοκρατίας», «εμπλουτισμού του κοινοβουλευτισμού», που εκφράζει την επικυριαρχία της μικροαστικής ηγεμονίας του «αστικού δημοκρατισμού» στο αριστερό και εργατικό κίνημα. Γιατί βέβαια το κύριο ζήτημα δεν είναι τόσο ο «αυταρχικός - κατασταλτικός» εγκλωβισμός των αστικών συνταγματικών ελευθεριών, όσο κυρίως η κοινωνική τους εξουδετέρωση, η οικονομική τους αφαίμαξη και η πολιτική τους αδρανοποίηση, καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι καθεαυτές ελευθερίες που συνιστούν το περιεχόμενο της εργατικής χειραφέτησης (δικαίωμα εργατικής διαχείρισης, κοινωνική συλλογική παραγωγική ιδιοκτησία, πολιτικές ρυθμιστικές εξουσίες των άμεσα παραγωγικά εργαζομένων, ελευθερία της ολόπλευρης πανεπιστημικής εργατικής εκπαίδευσης, δικαιώματα της γενικευμένης σεξουαλικής πραγμάτωσης κ.λπ.) απουσιάζουν προφανώς από το αστικό δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο.
Τα αστικά δημοκρατικά, κοινωνικά, εργατικά δικαιώματα και ελευθερίες στη σημερινή ιστορική συγκυρία είτε θα παραφθαρούν μέχρις ολοσχερούς τους ακύρωσης από τα ίδια τα οικονομικά αποτελέσματα της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής σύγκλισης, είτε θα υπάρξουν πλέον στη μοναδική εκδοχή που μπορούν να προσλάβουν ολοκληρωμένη υλική υπόσταση, δηλαδή στην αντικαπιταλιστική κοινωνική τους διάσταση, μεταλλασσόμενα πλέον σε δικαιώματα παραγωγικής και διοικητικής κυριαρχίας των εργαζομένων τάξεων, σε ελευθερίες καθολικής πραγμάτωσης της εργατικής υποκειμενικότητας. Κατά συνέπεια, η κυρίαρχη στο παραδοσιακό αριστερό κίνημα λογική του «εκδημοκρατισμού»
και αναποτελεσματική είναι, εφ' όσον αδυνατεί να τοποθετηθεί στο ίδιο το οικονομικό πεδίο προάσπισης των εργατικών ελευθεριών, και άστοχη καταδεικνύεται, στο μέτρο που παραμένει στο νομικό φορμαλισμό κι όχι στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό υλισμό.
Απ' την άλλη πλευρά, στο μέτρο που η αποσταθεροποίηση της δημοκρατικής νομιμοποιητικής αρχής οδηγεί τις εργαζόμενες ταξικές δυνάμεις σε αποστασιοποίηση από το ίδιο το αστικό κοινοβουλευτικό φάσμα, το ίδιο το ζήτημα της χειραφετητικής παρέμβασης του κόσμου της μισθωτής εργασίας τίθεται πλέον κατά τρόπο ριζικά διαφορετικό σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Έτσι, η κυρίαρχη προηγούμενη κατεύθυνση της κλασικής επένδυσης του «κοινωνικά λαϊκού» στο «πολιτικά αριστερό», ή μ' άλλες λέξεις της «στρεβλής» εκπροσώπησης της εργατικής τάξης απ' τους παραδοσιακούς (σοσιαλδημοκρατικούς, ευρωκομμουνιστικούς, τριτοδιεθνιστικούς) πολιτικούς φορείς, έχει πλέον εξουδετερωθεί με την ευθεία τους ένταξη στις οικονομικές κατευθύνσεις της συνολικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και τον ταυτόχρονο θρυμματισμό του αντίστοιχου εργατικού συνδικαλιστικού ιστού λαϊκής άμυνας.
Αυτή η κρίση εκπροσώπησης των άμεσων όσο και των στρατηγικών συμφερόντων του κόσμου της μισθωτής εργασίας δεν μπορεί να επιλυθεί σήμερα μονοδιάστατα, δηλαδή με τους κλασικούς όρους της σχέσης εκπροσώπησης «κοινωνικού - πολιτικού», εργατικού - αριστερού, ακόμη κι αν το δεύτερο σκέλος προσλαμβάνει «αυτόκλητα» ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Απεναντίας χρειάζεται να ενισχυθεί η αυτονομημένη πολιτικο-κοινωνική ανάδειξη, συγκρότηση και κίνηση των εργατικών και νεολαιίστικων δυνάμεων, για την αυτοτελή και αδιαμεσολάβητη είσοδό τους στο πολιτικό προσκήνιο, σε μια ριζοσπαστική χειραφετητική κατεύθυνση πέρα απ' τις κοινοβουλευτικές νομιμοποιητικές διαδικασίες, γεγονός που θα τροποποιήσει ριζικά τους όρους ανάδειξης της επαναστατικής πολιτικής και της αναγκαίας οργανικής της διαπλοκής με το λαϊκό κίνημα.