Μέρος Α΄
Εισαγωγική παρατήρηση
Η άμυνα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, όταν αποτελεί αντικείμενο πραγμάτευσης από έναν νομικό, κινδυνεύει να εξαντληθεί σε παραθέσεις διατάξεων από νόμους και διατάγματα, σε αναλύσεις συσχετισμών μέσα σε νομοθετικά ή άλλα πολιτειακά σώματα, σε σταθμίσεις συμφερόντων και εννόμων αγαθών. Χωρίς να παρακάμψουμε ολοσχερώς αυτά τα καθήκοντα θα επικεντρωθούμε στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης στις νομικοπολιτικές λογικές που αντιπαρατέθηκαν και στις αντιλήψεις που πρυτάνευσαν στην οργάνωση της ασφάλειας του σοβιετικού κράτους της λενινιστικής περιόδου. Θα εξετάσουμε επίσης τις απώτερες αιτίες και τις συνέπειες αυτών των λογικών στο πεδίο της ταξικής πάλης μέσα στον σοβιετικό κοινωνικό σχηματισμό. Αποφεύγοντας επιμελώς να εξετάσουμε την εξέλιξη των πραγμάτων μετά τον θάνατο του Λένιν θα επιμείνουμε παρ' όλα αυτά στις συγκρούσεις και στις επιλογές που προετοιμάζουν το "σταλινικό" πρότυπο πολιτικής καταστολής. Επιλογές που σχετίζονται με τέσσερα βασικά ερωτήματα:
α) Τι νόημα έχει ο "έκτακτος" και "εξαιρετικός" χαρακτήρας της άμυνας του σοβιετικού κράτους κατά την λενινιστική περίοδο και σε τι συμπεράσματα οδηγεί;
β) Ποια είναι τα κριτήρια προσδιορισμού του "εσωτερικού εχθρού"1 της επανάστασης;
γ) Πως αντιλαμβάνονται οι μαρξιστές νομικοί του νέου καθεστώτος εκείνη την περίοδο (1917-1924) το πρόβλημα του δικαίου ως μηχανισμού καταστολής του νέου καθεστώτος αλλά και ως μεταβατικής μορφής που πρόκειται να "εγκαταλειφθεί"; Ειδικότερα πως απαντούν στο ζήτημα του δικαίου ως "μηχανισμού εγκληματογένεσης", διαμόρφωσης του "κοινωνικού κινδύνου" και του "πολιτικού εχθρού";
δ) Ποιος είναι ο φορέας που προσδιορίζει τον "εχθρό", πως αξιολογείται η άσκηση "επαναστατικής" κρατικής βίας και τι συνέπειες έχει αυτή η πραγματικότητα στις σχέσεις εξουσίας που εγκαθιδρύονται σταδιακά μετά την επανάσταση ;
1. Η ένταση της πολιτικής καταστολής ως "κατάσταση ανάγκης"
1.1. Οι περιστάσεις του εμφυλίου πολέμου: ένα νέο κράτος σε άμυνα
Η σοβιετική εξουσία συγκροτείται εξαρχής ως μία εξουσία σε πολεμική κατάσταση και μάλιστα με "διπλό μέτωπο". Ήδη το πρώτο διάστημα μετά την κατάληψη της εξουσίας διεξάγεται πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στις ένοπλες επαναστατικές πολιτοφυλακές και στον συγκροτούμενο Κόκκινο Στρατό από την μία πλευρά και στους στρατούς και τα άτακτα σώματα των "λευκών" στρατηγών από την άλλη. Ενόσω ακόμη η σύγκρουση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δεν έχει λήξει, η σοβιετική εξουσία (σ. ε.) αντιμετωπίζει στα δυτικά τα γερμανικά στρατεύματα που πλησιάζουν στη Μόσχα και στην Πετρούπολη. Στην Ουκρανία και στη Φινλανδία οι "κόκκινοι" πολεμούν με τους στρατούς των "λευκών", ενώ κατά την άνοιξη του 1918 30.000 Τσέχοι στρατιώτες του στρατού της Αυστροουγγαρίας απελευθερωμένοι από την ρώσικη αιχμαλωσία στρέφουν τα όπλα τους κατά του καθεστώτος. Οι Γιαπωνέζοι αποβιβάζονται ανατολικά στο Βλαδιβοστόκ και οι Αγγλογάλλοι βορειοδυτικά στο Μουρμάνσκ και στον Αρχάγγελο2. Οι "λευκοί" στρατηγοί Κορνίλοφ, Κόλτσακ, Ντενίκιν, Βράνγκελ κατευθύνονται κατά των επαναστατών με στόχο την ανατροπή τους. Μετά την σύναψη της συμφωνίας του Μπεστ-Λιτόφσκ την άνοιξη του 1918 τα μέτωπα των λοιπών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και της γενικευμένης σύγκρουσης με τους "λευκούς" παραμένουν ανοιχτά και η νίκη δεν θα επέλθει για τους "κόκκινους" παρά μόνο κατά τα τέλη του 1920 και τις αρχές του 19213.
Κατά την κρίσιμη ιδίως συγκυρία του 1918-1919 συγκροτούνται μεταβατικές "λευκές" κυβερνήσεις στον Νότο και στην περιοχή του Ντον υπό τους λευκούς στρατηγούς του Εθελοντικού Στρατού Alekseev και Denikin και στην Ανατολή (Σιβηρία) οι κυβερνήσεις του Ομσκ υπό ένα Διευθυντήριο, όπου μετείχαν οι φιλελεύθεροι και οι δεξιοί σοσιαλεπαναστάτες, και της Σαμάρας (Comuch), όπου επίσης συμμετείχαν οι δεξιοί σοσιαλεπαναστάτες (αναλυτικά σε Pipes 1991). Το Νοέμβριο 1918 και κατά την φάση έντασης μεταξύ των σοσιαλεπαναστατών και του Στρατηγού Κoltsak ο τελευταίος ανέτρεψε το Διευθυντήριο του Ομσκ και ανέλαβε δικτατορική διακυβέρνηση. Αργότερα επίσης, στα 1920-1921, θα συγκροτηθεί υπό την αγγλογαλλική ενίσχυση κυβέρνηση των μενσεβίκων στην Γεωργία.
Όμως ο μαινόμενος εμφύλιος πόλεμος δεν εξαντλείται στο εξωτερικό στρατιωτικό μέτωπο κατά της αντεπανάστασης και της επέμβασης. Η Σ.Ε. αντιμετωπίζει από τα μέσα τουλάχιστον του 1918 γενικευμένες πρακτικές ατομικής τρομοκρατίας από την πλευρά ιδίως των αριστερών σοσιαλεπαναστατών (εσέρων), οι οποίοι μετά την συνθήκη του Μπρεστ -Λιτόφσκ, έρχονται σε ρήξη με το καθεστώς4. Σε δημόσιες διαδικασίες στελέχη των αριστερών εσέρων, όπως η Μ. Σπυριντόνοβα στο 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ το Σεπτέμβριο 1918, καλούν σε μαζική ένοπλη εξέγερση και στην άσκηση μέσων ατομικής τρομοκρατίας5.
Ξεκινά μία φάση τρομοκρατικών ενεργειών όπου τον Ιούνιο 1918 δολοφονείται ο μπολσεβίκος ηγέτης Βολοντάρσκυ, στις 6 Ιουλίου δολοφονείται από τους αριστερούς εσέρους ο γερμανός πρέσβης Μίρμπαχ και στις 20 Αυγούστου δολοφονείται στην Πετρούπολη ο μπολσεβίκος Ουρίτσκυ και τραυματίζεται σοβαρά από δολοφονική επίθεση ο ίδιος ο Λένιν. Επίσης, κατά τον Ιούλιο 1918 εκδηλώνεται στην Μόσχα αποτυχημένη εξέγερση των αριστερών εσέρων για την κατάληψη της εξουσίας, η οποία καταστέλλεται από την ΤΣΕΚΑ. Την ίδια στιγμή τα κόμματα των μενσεβίκων και των δεξιών εσέρων, βρισκόμενα σε κατάσταση ημινομιμότητας, κινούνται σε διαπραγμάτευση με τους στρατούς των "λευκών" και τίθενται σε τροχιά άμεσα ανατρεπτικής δράσης, ενώ φτάνουν να μετάσχουν και σε αντισοβιετικές κυβερνήσεις, οι οποίες εγκαθίστανται πάνω στα όπλα των "λευκών"6.
Προκύπτει λοιπόν ένα ευρύτατο αντισοβιετικό μέτωπο από τους τσαρικούς αξιωματούχους ως τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία των μενσεβίκων και τους λαϊκιστές εσέρους της "δεξιάς" και σε ορισμένες φάσεις και της "αριστεράς". Κοινή πρακτική αυτού του μετώπου αποτελεί η άσκηση βίας αλλά και η έμμεση υποστήριξη της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Η κατασταλτική απάντηση σε αυτό το μέτωπο αλλοιώνει την προεπαναστατική θεώρηση των ίδιων των Μπολσεβίκων για την λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου.
1.2. Η προεπαναστατική θεώρηση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας: ένα σύστημα πολυτασικής πολιτικής ελευθερίας
Η λήψη μέτρων βίαιης καταναγκαστικής επιβολής πάνω στους κεφαλαιοκράτες ενδεχομένως ακόμη και η, υπό όρους, γενικευμένη στέρηση των δικαιωμάτων τους από την σοσιαλιστική εξουσία θεωρήθηκε πάντοτε θεμιτή και αποδεκτή πολιτική πρακτική από τους κλασσικούς του μαρξισμού7. Η διάσταση αυτή εγγράφηκε στη δομική όψη της δικτατορίας του προλεταριάτου ως μεταβατικής εξουσίας που αποβλέπει στην επαναστατικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και στην απαλλοτρίωση των κεφαλαιοκρατών ως ταξικής σχέσης.
Αυτή η θεώρηση του σοσιαλιστικού κράτους ως μορφής ταξικής κυριαρχίας ("δικτατορίας ") και οι συνεπαγωγές της στην πολιτική ασφάλειας της σοσιαλιστικής εξουσίας συνυπήρξαν τόσο στους Μαρξ-Ένγκελς όσο και στον Λένιν με την επιταγή του μέγιστου δημοκρατικού αυτοκαθορισμού της εργατικής τάξης και των λαϊκών τάξεων γενικότερα. Ιδίως το όραμα του <?>Κράτος και Επανάσταση<?> για το προλεταριακό κράτος αντιστοιχεί σε μία αμεσοδημοκρατική οργάνωση, στην διάρρηξη της απομόνωσης του κρατικού μηχανισμού από τις μάζες και σε ένα σύστημα συνεχών ανακλήσεων και μηχανισμών ελέγχου των αντιπροσώπων. Επίσης σε μία οργάνωση της άσκησης των δημοσίων δικαιωμάτων κατά πολύ αρτιότερη και πιο αναπτυγμένη από αυτήν της αστικής δημοκρατίας, η οποία καθόλου δεν ταυτίζεται με την φερόμενη υποβίβαση των "δημοσίων δικαιωμάτων ως τυπικών δικαιωμάτων"8. Αυτή η οργάνωση της κυριαρχίας, παρά το ότι ειδικά στο <?>Κράτος και Επανάσταση<?> δεν συνοδεύεται από μία θεωρία για τον ρόλο του επαναστατικού κόμματος σε αυτό το σύστημα, διόλου δεν προϋποθέτει ένα σύστημα αποκλεισμού των λοιπών "δημοκρατικών κομμάτων" ή και των αστικών κομμάτων ακόμη τουλάχιστον από θέση αρχής.
Από το συνολικό έργο του Λένιν προκύπτει ότι η άσκηση των δημοσίων δικαιωμάτων συνδέεται με την ελεύθερη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και την υπεροχή της ιδεολογικής ταξικής πάλης πάνω στην άσκηση πολιτικού καταναγκασμού9. Μετά την κατάκτηση της εξουσίας, η σκέψη και η πρακτική του Λένιν προσανατολίζεται ακόμη και υπό τις συνθήκες του εμφυλίου σε μία οργάνωση του σοβιετικού κράτους, όπου τα κόμματα της "δημοκρατικής μικροαστικής τάξης" (εσέροι και μενσεβίκοι) λειτουργούν νόμιμα, μετέχουν στους σοβιετικούς θεσμούς και διατηρούν ελευθερία τύπου και πολιτικής έκφρασης. Τα κόμματα της αστικής τάξης αντιμετωπίζουν μία γενικευμένη απαγόρευση μόνον όταν ανοιχτά μετέχουν σε συγκεκριμένη ανατρεπτική δράση10. Έτσι, οι αντίπαλοι κατ' αρχήν είναι νόμιμοι και οριακά μόνο διώκονται ως "πολιτικοί εχθροί". Ο σοσιαλιστικός πλουραλισμός είναι λοιπόν επιθυμητός από τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους με μία όμως προϋπόθεση: την αποδοχή του νέου συσχετισμού δύναμης από τα μικροαστικά και αστικά κόμματα και ατην αποχή από ενέργειες βίαιης ανατροπής του καθεστώτος. Αυτό το πρότυπο λειτουργεί πραγματικά έως τα τέλη του 1917 και μερικώς και με αντιφάσεις έως τα μέσα του 1918.
1.3. Η επιχειρηματολογία του "έκτακτου μέτρου"
Η πραγματικότητα του εμφυλίου και ο λόγος "προστασίας της σοβιετικής εξουσίας" ωθούν προς την ένταση των πολιτικών κατασταλτικών μέτρων και των απαγορεύσεων. Αυτή η ένταση ερμηνεύεται από τον Λένιν ως μία συγκυριακή ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, ως ένα "έκτακτο μέτρο" και όχι ως μία μόνιμη και εγγενής ουσία της σοβιετικής εξουσίας. Απέναντι στις αιτιάσεις του Κ. Κάουτσκυ περί παραβίασης των δημοκρατικών αρχών στην Ρωσία (Κάουτσκυ 1918, "Η δικτατορία του προλεταριάτου") ο Λένιν απαντά με την επιταγή αυτοπροστασίας της επανάστασης απέναντι στον στραγγαλισμό της και όχι παρουσιάζοντας τις πρακτικές της Σ.Ε. ως τις μονιμότερα επιθυμητές11. Η αστική τάξη στον εμφύλιο πόλεμο δεν αποτελεί ειρηνική "αντιπολίτευση" με σεβαστά δικαιώματα αλλά "αμείλιχτο εχθρό που πρέπει να συντριβεί".
Η θέση αυτή δικαιολογεί την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από τους καπιταλιστές στο Σύνταγμα του 1918 ως πολεμική πρακτική. Ακόμη περισσότερο στο κείμενο "Πώς να οργανώσουμε την άμιλλα" ο Λένιν ταυτίζει τους πλούσιους με κάθε μορφή επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι στην τάξη της Σ.Ε., με τους κλέφτες, τα αντικοινωνικά στοιχεία, τους εγκληματίες, τα παράσιτα κλπ. Με την καταστολή η Σ.Ε. αμύνεται κατά των ποικίλων "διακινδυνεύσεων" σε βάρος της12.
Η θέση αυτή πάντως για την ένταση της καταστολής ως "έκτακτο μέτρο" δεν χρωματίζεται ομοιόμορφα ούτε γίνεται απολύτως αποδεκτή από όλους τους μπολσεβίκους ηγέτες. Στον Τρότσκυ του 1918 ιδίως η ένταση της κρατικής καταστολής συνδέεται με την κριτική στην τυπική αστική δημοκρατία. Η οπτική του σχεδόν ταυτίζει την "τυπικότητα" με την ύπαρξη των εγγυήσεων και όχι με την αναντιστοιχία εγγυήσεων και κοινωνικών σχέσεων13. Εδώ, η "δικτατορία" εξαντλείται στην επιβολή και όχι στην οργάνωση της ηγεμονίας των εργατικών μαζών και στην δημιουργία των προϋποθέσεων γι' αυτό. Το καθήκον συγκρότησης ενός διαρκούς συνασπισμού εξουσίας υποτιμάται.
Από την άλλη πλευρά η θέση της επαναστατικής τρομοκρατίας και της χωρίς περιορισμούς βίας σε φάσεις όξυνσης της ταξικής πάλης δεν είναι μία θέση με καθολική αποδοχή στο επαναστατικό κίνημα. Οι Λένιν και Τρότσκυ αποδέχονταν κατ' αρχήν την τοποθέτηση του Ροβεσπιέρου περί επαναστατικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία "αν το χαρακτηριστικό της κυβέρνησης του λαού σε περιόδους ειρήνης πρέπει να είναι η αρετή, σε περιόδους επανάστασης πρέπει να είναι ταυτόχρονα η αρετή και η τρομοκρατία"14. Αντίθετα οι γερμανοί κομμουνιστές ("σπαρτακιστές") κατά την ίδια περίοδο (1918-1919) υποστήριζαν προγραμματικά ότι "η προλεταριακή επανάσταση δεν έχει ανάγκη από την τρομοκρατία για την πραγμάτωση των σκοπών της. Η προλεταριακή επανάσταση μισεί και απεχθάνεται την τρομοκρατία"15.
1.4. Η "κατάσταση ανάγκης": νομική ή πραγματική κατάσταση; μόνιμη ή παροδική κατάσταση ;
"Μέσα στις σημερινές περιστάσεις της Δημοκρατίας το Σύνταγμα δεν μπορεί να μπεί σε εφαρμογή. Θα το θυσιάσουμε αφ' εαυτού. Θα καταντούσε η εγγύηση των πραξικοπημάτων ενάντια στην ελευθερία γιατί θα του έλειπε η απαραίτητη βία για να τα καταστείλει..."
Σαιν Ζυστ, Για την επαναστατική κυβέρνηση, 1793
Η προσβολή των δικαιωμάτων των καπιταλιστών αλλά και η επιβολή γενικευμένων απαγορεύσεων κατά των "δημοκρατικών κομμάτων του κέντρου" στην συγκυρία 1917-1921 νοείται ως μία "έκτακτη περίσταση", ως μία ιδιόμορφη "κατάσταση ανάγκης", όμοια με αυτές που προβλέπουν τα αστικά δημοκρατικά συντάγματα.
Όπως και η συνταγματική κατάσταση ανάγκης, έτσι και η "κατάσταση ανάγκης" του σοβιετικού καθεστώτος συνιστούν κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες, οι οποίες βασικά εκφεύγουν από τη νομική ρύθμιση. Στη συγκυρία της "κατάστασης ανάγκης" το στρατηγικό συμφέρον επιβολής της ταξικής κυριαρχίας (εδώ: επί των κεφαλαιοκρατών) αποδεσμεύεται από κάθε τυποποίησή του, διασφαλιστική για τους πολιτικά κυριαρχούμενους. Λόγω της συγκυρίας κρίσης και όξυνσης των αντιθέσεων είναι αδιάφορη η συναίνεση των κυριαρχούμενων και δεν επιζητείται ένας ταξικός συμβιβασμός αλλά η απόλυτη κυριάρχηση16. Οι επιταγές της γενικής και αφηρημένης ρύθμισης και της ίσης μεταχείρισης, του δικαστικού ελέγχου των μέτρων της εκτελεστικής εξουσίας δεν βρίσκουν εφαρμογή, ενώ κυριαρχεί το ατομικό μέτρο, η αναστολή των δικαιωμάτων και η αρχή της πολιτικής σκοπιμότητας17.
Με αυτά τα δεδομένα η "κατάσταση ανάγκης" αποτελεί μία περίπτωση "κανονιστικής ισχύος του πραγματικού" και όχι ένα νομικό καθεστώς, όχι ένα εξαιρετικό δίκαιο αλλά μία εξαιρετική κατάσταση κυριαρχίας18. Η νομική μορφή δεν ρυθμίζει πραγματικά την "κατάσταση" αλλά μάλλον αποκρύπτει την πραγματική της λειτουργία. Ούτε βεβαίως μπορεί η νομική μορφή της κατάστασης ανάγκης (π.χ. τα εκδιδόμενα διατάγματα) να προκαταλάβει και να καλύψει την ρύθμιση των πολιτικών σχέσεων στο διηνεκές, αφού η μονιμότερη ρύθμιση προϋποθέτει πολιτικούς συμβιβασμούς -στο σοσιαλιστικό πλαίσιο π.χ. με τους αγρότες και τους μικροαστούς, οριακά και με αστικές μερίδες π.χ. ΝΕΠ μετά το 1921 -και όχι απλώς πολεμική επιβολή19.
Η αναντιστοιχία που διαπιστώνεται ανάμεσα στη νομική ρύθμιση των πολιτικών σχέσεων (περιλαμβανόμενης και της πολιτικής καταστολής) και στην υλική κοινωνική πραγματικότητα, εν μέρει μόνο οφείλεται στην φύση της "κατάστασης ανάγκης". Σχετίζεται ευρύτερα με την τάση αποσιώπησης ουσιωδών όψεων της ταξικής πάλης στον σοβιετικό σχηματισμό αλλά και παραγόντων ουσιωδών στην συγκρότηση των πολιτικών σχέσεων, όπως π.χ. το ΚΚ(Μπ), στο επίπεδο της συνταγματικής και νομικής πρόβλεψης20.
Τίθεται το ερώτημα του χρονικά πεπερασμένου μιας "κατάστασης ανάγκης" ως κοινωνικοπολιτικής και σε τελική ανάλυση νομικής πραγματικότητας. Το ιστορικό παράδοξο (;) της σοβιετικής εμπειρίας ακούει στο όνομα της παγιοποίησης και μονιμοποίησης μιας "έκτακτης κατάστασης ανάγκης". Ο "εχθρός" ηττάται στρατιωτικά, αλλά αποσύρεται τακτικά και μόνο. Ακολουθεί η διαρκής περικύκλωση και η διαρκής αναμονή μιας επίθεσης πάντοτε αναμενόμενης, ενώ ο ταξικός αντίπαλος χρωματίζεται -με την εξαίρεση ίσως των επιχειρηματιών της ΝΕΠ από το 1921 και μετά- ως μία βασικά έξωθεν εκπορευόμενη δύναμη.
Το θέμα τίθεται από την Ρ. Λούξεμπουργκ (Ρώσικη Επανάσταση), η οποία θεωρεί τους περιορισμούς πολιτικής δράσης του 1918 (τους περιορισμούς του σοβιετικού Συντάγματος) ως προοίμιο συρρίκνωσης της δημόσιας ζωής κάτω από την Σ.Ε. (Δημοκρατία και Δικτατορία 21). Η Λούξεμπουργκ στρέφει ιδίως την κριτική της προς την επιχειρηματολογία του Λ. Τρότσκυ, ο οποίος εστιάζει τους περιορισμούς όχι μόνο στην "ανάγκη της στιγμής" αλλά και στην "κριτική της τυπικής δημοκρατίας". Κατά την Λούξεμπουργκ η κριτική στην αστική δημοκρατία στοχεύει στο να αναδείξει την αναντιστοιχία μεταξύ εγγυήσεων/δικαιωμάτων και μιας κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία περιορίζει την άσκησή τους, δεν στοχεύει στην αντικατάσταση της αστικής δημοκρατίας από μία "κυριαρχία των λίγων".
Η λήξη του εμφυλίου δεν σηματοδοτεί την άρση των απαγορεύσεων της πολιτικής ζωής (κόμματα, ελευθερία τύπου και συνέρχεσθαι κλπ.), αλλά αντίθετα τη μόνιμη κατάργηση των εγγυήσεων πολιτικής ελευθερίας (μονοκομματισμός, πλήρης υπαγωγή των συνδικάτων στο ΚΚ) και την άρση του δημοκρατικού πλαισίου λειτουργίας μέσα στο Μπολσεβίκικο κόμμα, όπου υπήρχε ως το 1921 ένα πλαίσιο αντιπαράθεσης και ανοιχτής πάλης γραμμών (κατάργηση τάσεων και φραξιών)22. Ορόσημο η καταστολή της εξέγερσης της Κρονστάνδης σηματοδοτεί την μετάβαση στην παγίωση του καθεστώτος απαγορεύσεων.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο "πολεμικός κομμουνισμός" και η "κατάσταση ανάγκης" δεν αποτελούν επαρκές εξηγητικό πλαίσιο για την μονιμοποίηση των απαγορεύσεων και των "εξαιρετικών" μηχανισμών καταστολής. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στην σύνθετη διαδικασία γραφειοκρατικοποίησης/υποχώρησης και ανάσχεσης της επαναστατικής διαδικασίας ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1920 σε συνθήκες: α) μη διεθνούς επέκτασης της επανάστασης β) ιστορικών ορίων του μαρξισμού της εποχής ως προς την αντίληψη για την σχέση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων που ωθούν προς τον οικονομισμό και τον τεχνικισμό23, γ) σημαντικής εξασθένισης της εργατικής τάξης λόγω του εμφυλίου και δ) ισχυρών ελιτίστικων και συγκεντρωτικών παραδόσεων της ρωσικής ριζοσπαστικής διανόησης με τάσεις χειραγώγησης της εργατικής τάξης, οι οποίες εν μέρει εκδηλώνονται και στο "Τι να κάνουμε"24. Η απόκρυψη αυτών των ουσιωδών αιτιών της γενικευμένης πολιτικής καταστολής ως εκδήλωσης οξυμένης πολιτικής σύγκρουσης συμβαδίζει με την εμφάνιση ενός κράτους που μεταθέτει διαρκώς τις εσώτερες ταξικές αντιφάσεις του στο πεδίο της καταστολής και "αυτοεκκαθαρίζεται" σε μαζική κλίμακα.
1. Για την έννοια του "εσωτερικού εχθρού" βλ. ενδεικτικά σε Carl Schmitt: Η έννοια του πολιτικού ( Der Begriff des Politischen ), ελλ. μετ., Αθήνα 1988, σελ. 49 επ., 61 επ., Η θεωρία του αντάρτη, ελλ. μετ., Αθήνα 1990, "Τοtaler Feind, Totaler Krieg, Totaler Staat" in Positionen und Begriffe , Hamburg 1940. E. Fraenkel: Der Doppelstaat -Justiz und Recht im dritten Reich , εκδ. 1984, Darmstadt, ιδίως σελ. 65 επ., 79 επ., ως προς την εθνικοσοσιαλιστική "χρήση" της έννοιας του "εχθρού". Για τη σμιττιανή έννοια του "εχθρού" βλ. και P. Schneider: Ausnahmezustand und Norm , 1957, Δ. Δημούλη-Χρ. Γιαννούλη: "Έθνη, τάξεις, πολιτική. Αναφορές στις μαρξιστικές επεξεργασίες για τον πόλεμο" Μέρος Α', Θέσειςτ. 38, σελ 66 επ., ιδίως σελ. 88 επ. και των ίδιων: "Η διαλεκτική του πολέμου", Αθήνα 1995, σελ. 87 επ. Γ. Πάσχου: Κράτος Δικαίου και Πολιτική-Πολιτειολογικές Θεωρίες 1900-1940 , Αθήνα 1991, σελ. 198-204. Για την έννοια του "εσωτερικού εχθρού" στις δυτικές δημοκρατίες βλ. και Γ. Ανιόλι: Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας , ελλ. μετ., Αθήνα 1972, Th. Blanke: "Der 'innere Feind' in der Geschichte der Bundesrepublik Deutschland" in Freiheit und Gleichheit , Heft 1/1979 σελ. 71 επ., H. Steinberger: Konzeption und Grenzen freiheitlicher Demokratie , Heidelberg 1974, σελ. 148 επ., 181 επ., J. Lameyer: Streitbare Demokratie, Berlin 1978.
2. Για τη νεοσυντηρητική άποψη ότι οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις κατά της ρωσικης επαναστασης υπήρξαν εξαιρετικά περιορισμένες και η νίκη των "κόκκινων" κρίθηκε μόνον στο επίπεδο της αριθμητικής και υλικής (σε εφόδια και εξοπλισμό) υπεροχής βλ. R. Pipes: Russia under the Bolshevik regime , Harvill, N.Y. 1991 Κεφάλαιο 1ο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας διετέλεσε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ επί Reagan (1980-1981).
3. Ως προς την συγκυρία του Ρωσικού εμφυλίου 1917-1921 βλ. Ζ. Ελλενστέιν: Ιστορία του σταλινικού φαινομένου , ελλ. μετ., Αθήνα 1977, σελ. 25-31, Σ. Μπεττελέμ: Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ , ελλ. μετ., τ. Ι, Αθήνα 1975, σελ. 278-282, 331, Μ. Τζόνστόουν: Σοσιαλισμός, δημοκρατία και μονοκομματικό σύστημα, ελλ. μετ. Αθήνα 1979, σελ. 68 επ., Ε.Χ. Καρρ: Ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης, Αθήνα 1977, τ. Ι, σελ. 205 επ. Από την νεότερη βιβλιογραφία βλ. Pipes, όπ. π., σελ. 3 επ., 51 επ.
4. Ζ. Ελλενστέιν, όπ. π., σελ. 26-27, όπου και η δολοφονική απόπειρα του Αυγούστου 1918 κατά του Λένιν, Μ.Τζόνστόουν, όπ. π., σελ. 70 επ., Ε.Χ. Καρρ, όπ. π. τ. Ι, σελ. 222 επ.
5. Σ.Μπεττελέμ, όπ. π., τ. Ι, σελ. 260 επ.
6. Μ. Τζόνστόουν οπ., π. σελ. 68 επ., με αναφορά στο έργο του J.Bunyan: Intervention , Civil War and Communism in Russia. Documents and Materials , Baltimore 1936, σελ. 187-188, ο οποίος παραπέμπει στο ντοκουμέντο του 8ου Συνεδρίου των Μενσεβίκων που καλούσε σε δράση για την "ανατροπή της δικτατορίας των Μπολσεβίκων". Pipes όπ. π., ο, ιδίως σελ. 41 επ. όπου περιγράφεται η αμφίσημη στάση των δεξιών εσέρων στις κυβερνήσεις της Σιβηρίας (συμμετοχή αλλά και απόσταση).
7. Φρ. Ενγκελς, Πρόλογος στην αγγλική έκδοση του Κεφαλαίου (1886) τόμος Ι, Αθήνα 1975, σελ. 38.
8. Β.Ι. Λένιν: Κράτος και Επανάσταση , Αθήνα 1996, σελ. 52 και 57 επ.
9. Β.Ι. Λένιν: Τα πολιτικά κόμματα στη Ρωσία (Μάιος 1912) , Διαλεχτά Εργα, Αθήνα 1973, τ. Ι, σελ. 262, του ίδιου: "Μαθήματα από την επανάσταση (Σεπτέμβριος 1917)", Άπαντα, τ. 25 αγγλικής έκδοσης σελ. 234, παρατίθεται από Μ. Τζονστόουν όπ. π., σελ. 52.
10. Σ. Μπεττελέμ, όπ. π., τ. Ι, σελ. 254, 266-267.
11. Β.Ι. Λένιν: Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ , ελλ.μετ., εκδ. Κλασσικά Κείμενα, σελ. 52 επ. Ακόμη την "Εισήγηση (του Λένιν) για το Πρόγραμμα του Κόμματος στο Όγδοο Συνέδριο του Ρ.Κ.Κ. (Μπ.)", Μάρτιος 1919 σε Διαλεχτά Έργα όπ. π., τ.ΙΙ/2, σελ. 153: "από θεωρητική άποψη είναι απολύτως νοητή η περίπτωση να αποδυναμώνει η δικτατορία του προλεταριάτου την αστική τάξη σε κάθε βήμα χωρίς να αφαιρεί από τους αστούς τα πολιτικά δικαιώματα".
12. Βλ. σε Ζ. Ελλενστέιν, όπ.π., σελ. 26, το κείμενο σε Άπαντα ελλ. έκδοση τ. 26 σελ. 392-395.
13. Πρβλ. την κριτική της Ρ.Λούξεμπουργκ στους Λένιν και Τρότσκυ στο Η Ρώσικη Επανάσταση, ελλ. μετ., Αθήνα 1980, σελ. 68 επ., ιδίως σελ. 76.
14. Discours et Rapports de Robespierre , εκδ. Βελλέ (1908), σελ. 197, 332, βλ. και Καρρ όπ. π. σελ. 209, υποσ. 10.
15. Βericht ueber den Gruenduengsparteitag der Kommunistischen Partei Deutschlands (Spartakusbund), 1919 σελ. 52.
16. Για την "κατάσταση ανάγκης" στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης στην "Βαιμάρη" του μεσοπολέμου βλ. C. Schmitt: Politische Theologie , Muenchen 1922 εκδ.1991, σελ. 11 επ. Ως προς την τάση αποδέσμευσης της κρατικής βίας από τον συνταγματικό αυτοπεριορισμό σε συνθήκες πολιτειακής κρίσης βλ. Αρ. Μάνεση: "Το πρόβλημα της ασφάλειας του κράτους και η ελευθερία", σε Συνταγματική Θεωρία και Πράξη , Θεσσαλονίκη 1980 σελ. 390 επ., συμπερασματικά σελ. 417, του ίδιου Συνταγματικό Δίκαιο Ι , Θεσσαλονίκη 1980 σελ. για την σχέση συμβιβασμού και κυριαρχίας ως βάση της συνταγματικής νομιμότητας, σελ. 167-168.
17.. Fraenkel όπ. π. σελ. 39 επ., 50 επ.
18.. Πρβλ. την θέση του Δικαστή Field in "ex parte Milligan" 1866, in Fraenkel, σελ. 61. Ως προς την "κανονιστική ισχύ του πραγματικού" πρβλ. Φ. Σπυρόπουλου: "Η κανονιστική δύναμη του πραγματικού" σε Το Σύνταγμα 1983, σελ. 105 επ.
19.. Πάντως και μία "ομαλή" ρύθμιση των πολιτικών σχέσεων στο προλεταριακό κράτος δεν κατατείνει πάντοτε στην ίση ρύθμιση, αφού η "όμοια ρύθμιση ομοίων καταστάσεων" επιτάσσει συχνά την άνιση ρύθμιση άνισων μεταξύ τους ταξικών θέσεων. Το σοσιαλιστικό δίκαιο είναι μεν δίκαιο της ίσης μεταχείρισης στον βαθμό που εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος της αξίας αλλά είναι και δίκαιο της άνισης μεταχείρισης, καθώς είναι "ταξικό" δίκαιο που αποβλέπει στην ριζική μεταβολή του κοινωνικου συσχετισμού δύναμης.
20.. Πρβλ. Δ. Δημούλη: "Παρατηρήσεις για τα σοβιετικά συντάγματα του 1918 και 1936" σε Θέσεις 33/1990 σελ. 55επ., 64.
21.. Η Ρώσικη Επανάσταση , ελλ. μετ. Αθήνα 1980, σελ.68 επ.
22.. Κ. Παπαιωάννου: Η γένεση του ολοκληρωτισμού, Αθήνα 1991, σελ. 268 επ., Σ. Μπεττελέμ, όπ. π. τ. Ι, σελ. 390 επ.
23..Σ. Μπεττελέμ, όπ. π., τ. Ι σελ. 36 επ. Επίσης Ρ. Λινάρ -Σ.Μπεττελέμ: Ιστορικότητα και επικαιρότητα του μαρξισμού , ελλ. μετ. Αθήνα 1979.
24.. Βλ. σε Κ.Παπαιωάννου όπ. π., σελ. 126 επ., 147 επ.