ΟΙ ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΟς ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
του Ανέστη Ταρπάγκου

Με βάση την επιστημονική σοσιαλιστική ανάλυση, είναι αναγκαία η κοινωνική διερεύνηση της ταξικής βάσης των πολιτικών σχηματισμών, προκειμένου να εκτιμάται κάθε φορά η πραγματικότητα των συγκεκριμένων ταξικών επιδιώξεων που έχουν στα συγκεκριμένα πεδία της πάλης των τάξεων. Συνήθως οι πολιτικοί σχηματισμοί του αριστερού κινήματος εφαρμόζουν, κι αυτό κατά τρόπο μηχανιστικό και επιφανειακό, αυτή τη μεθοδολογία μόνον σ' ό,τι αφορά τα αστικά ή οριακά τα μεταρρυθμιστικά κόμματα, και σε καμία περίπτωση δεν θέτουν στο επίκεντρο της ανάλυσής τους την ίδια την υποκειμενική πολιτικο-ταξική τους συγκρότηση, προκειμένου να αποκτήσουν την ίδια τους την αυτογνωσία.1

Είναι φανερό ότι βασική διαπίστωση αυτής της ανάλυσης είναι ότι ο πολιτικός λόγος των κομματικών σχηματισμών συνήθως χρησιμοποιείται προκειμένου να συγκαλύψει τις πραγματικές ταξικές επιδιώξεις που υπηρετούνται, κι αυτό δεν ισχύει μόνον για τα αστικά κόμματα, αλλά εξίσου έχει ισχύ και για όλους τους αριστερούς φορείς, μεγαλύτερης ή μικρότερης πολιτικής εμβέλειας και επιρροής. Αυτοί οι τελευταίοι επιχειρούν ως επί το πλείστον να επιβεβαιώνουν τον εαυτό τους μέσα από την επίκληση κυρίως του δικού τους ιδεολογικού και πολιτικού λόγου και εντελώς δευτερευόντως μέσα από την άσκηση συγκεκριμένων ταξικών πρακτικών στα πεδία των ανταγωνισμών της καπιταλιστικής κοινωνικής συγκρότησης.

Ωστόσο, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί, χωρίς βέβαια αυτό να έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό ακόμη από τον αριστερό εργαζόμενο κόσμο, και τα κόμματα της Αριστεράς δεν διαφεύγουν από την εφαρμογή αυτού του υλιστικού κανόνα, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του ΚΚΕ αλλά και του ΣΥΝ.

Έχει καταδειχθεί έτσι ότι το πολιτικο-κοινωνικό δυναμικό του ΚΚΕ απαρτίζεται από παραδοσιακά εργατικά στρώματα (οικοδόμοι, ναυτεργάτες, κλωστοϋφαντουργοί κ.λπ.) και ταυτόχρονα από μεσαία στρώματα της πόλης (ελεύθεροι επαγγελματίες, βιοτέχνες, μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες) όπως και της υπαίθρου (μεσαίοι αγρότες παραγωγοί). Στα ιστορικά διαμορφωμένα πλαίσια αυτής της ταξικής σύνθεσης του ΚΚΕ επικρατούν και ηγεμονεύουν τα ταξικά συμφέροντα και επιδιώξεις μερίδων της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης πάνω στα εργατικά λαϊκά συμφέροντα (για το ΣΥΝ οι ηγεμονεύουσες επιδιώξεις δεν είναι άλλες από εκείνες τμημάτων της νέας μικροαστικής τάξης). Από εδώ απορρέει η πάγια ιστορική εκτροπή αυτού του κύριου κομματικού σχηματισμού του αριστερού κινήματος σε μια «σταλινική-αναπτυξιολογική-αντιμονοπωλιακή» εκδοχή του «μαρξισμού-λενινισμού».2

Η ιστορική εκτροπή του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος προς την «σταλινική» εκδοχή του μαρξισμού, με την ταυτόχρονη επίκληση της «σοσιαλιστικής επανάστασης» δεν οφείλεται σε «λανθασμένη» επιστημονική ή πολιτική ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας, ούτε πολύ περισσότερο σε μια στάση υποκειμενικού αναχωρητισμού και συμβιβαστικότητας. Απεναντίας έχει στην αφετηρία της την ηγεμονία στο εσωτερικό του ΚΚΕ των συμφερόντων παραδοσιακών μικροαστικών μερίδων πάνω στα στρατηγικά συμφέροντα χειραφέτησης των εκπροσωπούμενων εργατικών στρωμάτων. Τα εργατικά λαϊκά στρώματα που εκπροσωπούνται στο ΚΚΕ υφίστανται, στο αντικειμενικό επίπεδο, την καταδυνάστευση της αστικής κυριαρχίας, ενώ ταυτόχρονα στο υποκειμενικό πολιτικό πεδίο υφίστανται την κομματική μικροαστική ηγεμονία που οδηγεί στην «αντιμονοπωλιακή-αναπτυξιολογική» παρεκτροπή του επιστημονικού σοσιαλισμού.3

Αντίστοιχα, και οι μικρότεροι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί, ως εγχειρήματα αντικαπιταλιστικής υπέρβασης της ανεπάρκειας του παραδοσιακού αριστερού κινήματος, δεν διαφεύγουν από την αναγκαιότητα εφαρμογής αυτής της μεθοδολογικής ανάλυσης: Η συστηματική επίκληση από την πλευρά τους της «επαναστατικότητας», του «ριζοσπαστισμού», της «ταξικότητας» κ.λπ., δεν τους απαλλάσσει από την αναγκαιότητα αυτής της μεθοδολογικής ανάλυσης πολιτικο-κοινωνικής αυτογνωσίας. Άρα, χρειάζεται πάνω απ' όλα η διερεύνηση της αντιστοιχίας πολιτικού λόγου και ταξικής σύνθεσης και επιδιώξεων, και στο επίπεδο των μικρότερων σχηματισμών που ορίζονται στον αριστερό ριζοσπαστικό χώρο. Από την πληθώρα των πολιτικών ομάδων της Άκρας Αριστεράς θα αναφερθούμε σε ό,τι ακολουθεί στο Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ), διότι αποτελεί ένα σχηματισμό που επικεντρώνει με σταθερότητα τις επεξεργασίες και τις πολιτικές θέσεις του στην προοπτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

Το ΝΑΡ με τις επεξεργασίες που αναδείχθηκαν στο Πρινκαθώς και μ' εκείνες που κατατέθηκαν στις «Θέσεις» στο πρόσφατο συνέδριό του, επιχειρεί να αποτυπωθεί στην πολιτική σκηνή της Αριστεράς ως η ενσάρκωση του αριστερού αντικαπιταλιστικού εγχειρήματος, με εργατική κατεύθυνση, ταξικό προσανατολισμό και επαναστατική στρατηγική προοπτική. Ωστόσο αυτά συγκροτούν έναν πολιτικό λόγο και μια ιδεολογική αποτύπωση στο επίπεδο της υποκειμενικής πολιτικής βούλησης, η οποία υπάρχει και αναπαράγεται σε σχέση με μια ορισμένη πολιτική πρακτική και μια αντίστοιχη κοινωνική σύνθεση και ταξικές επιδιώξεις. Απ' αυτή την τελευταία άποψη, το ΝΑΡ, ανεξάρτητα από τον διακηρυκτικό του λόγο, καταγράφεται αντικειμενικά (από την άποψη δηλαδή της κοινωνικής σύνθεσης και παρέμβασης) ως μια μορφή πολιτικής εκπροσώπησης μερίδων των «νέων εργασιακών στρωμάτων» στο πεδίο που αυτά αντιμετωπίζουν ισχυρά προβλήματα κοινωνικής τους ολοκλήρωσης στο σημερινό αστικό καταμερισμό εργασίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Στρώματα που βρίσκονται στο μεταίχμιο των κοινωνικών ορίων μεταξύ της νέας μικροαστικής τάξης [όπως αυτή ορίζεται με βάση τους ταξικούς προσδιορισμούς της μαρξιστικής κοινωνικής ανάλυσης: Ν. Πουλαντζάς Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό] και της εργατικής τάξης.

Πρόκειται συγκεκριμένα για τρεις οριοθετημένες μερίδες:

Κατά πρώτο, τμήματα του φοιτητικού πληθυσμού (σε διαφοροποίηση από τα στρώματα των νέων που απαρτίζουν τη νεολαιίστικη πλειονότητα του εκπαιδευτικού αποκλεισμού, της τεχνικής - τεχνολογικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης, της ανεργίας, της ένταξης στην εργασία κ.λπ.), που διαβλέπουν μια δυσοίωνη προοπτική κοινωνικής και επαγγελματικής ενσωμάτωσης στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.

Κατά δεύτερο, στρώματα των νέων πτυχιούχων μηχανικών και άλλων (λ.χ. δικηγόρων) που εντάσσονται σε περιφερειακές πλευρές της παραγωγής, και βρίσκονται αντιμέτωπα για πρώτη φορά στα τελευταία χρόνια με εκρηκτικά ζητήματα που πάγια αντιμετωπίζει η εργατική τάξη. Αυτό ωστόσο χωρίς να εντάσσονται οργανικά και από την άποψη των επιδιώξεών τους σ' αυτήν, που συνεχίζουν να συμπεριφέρονται ταξικά στα κοινωνικά όρια μεταξύ της εργατικής τάξης και της νέας μικροαστικής τάξης.

Κατά τρίτο, μερίδες των άνεργων πτυχιούχων των παραδοσιακών καθηγητικών σχολών, δηλαδή των «αδιόριστων εκπαιδευτικών» που κατ' εξοχήν απασχολούνται στους ιδιωτικούς φροντιστηριακούς μηχανισμούς και επιζητούν την πρόσβασή τους στη δημόσια εκπαίδευση με το κατοχυρωμένο «προνοιακό δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς».

Αυτοί είναι οι επιμέρους κοινωνικοί χώροι όπου το ΝΑΡ διαθέτει μια παρουσία, μέσα προφανώς από ευρύτερα ριζοσπαστικά μετωπικά σχήματα (ΕΑΑΚ, Συσπειρώσεις κ.ά.), δυσανάλογα υπέρτερη της πολύ μικρής γενικής πολιτικής του εμβέλειας, και οι πρακτικές που αναπτύσσονται σ' αυτούς χώρους προσδιορίζουν και την ειδική εκδοχή του «επαναστατικού αντικαπιταλισμού» που ευαγγελίζεται.4

Οι κοινωνικές αυτές μερίδες, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στερούνται σήμερα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες, των δυνατοτήτων άμεσης πρόσβασης σε προνομιακές θέσεις της μικροαστικής τεχνοκρατίας του αστικού καταμερισμού εργασίας και ως εκ τούτου έρχονται σε αντίθεση με την κυρίαρχη αστική και κυβερνητική πολιτική της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας.

Ταυτόχρονα το ΝΑΡ, παρ' όλη την οκτάχρονη πολιτική του παρουσία, αλλά και την επιτυχή (στα μέσα της δεκαετίας του 1990) κυκλοφορία και παρέμβαση του Πριν, δεν κατόρθωσε να έχει ούτε την ελάχιστη επαφή, επιρροή και πρόσβαση στην εργαζόμενη - άνεργη - εκπαιδευτικά αποκλεισμένη νεολαία, στη συντριπτική πλειονότητα της εργατικής τάξης της βιομηχανίας, των υπηρεσιών, των κατασκευών κ.λπ. Όπως επίσης και στο πεδίο των μισοπρολετάριων της υπαίθρου και των εργαζομένων αγροτών παραγωγών, δηλαδή συνολικά στις κατ' εξοχήν λαϊκές δυνάμεις του κυριαρχούμενου κοινωνικού συνασπισμού.

Τίθεται βέβαια το ζήτημα γιατί αυτές οι μερίδες των «νέων εργασιακών στρωμάτων» επέλεξαν, σε ένα βαθμό, ως πεδίο πολιτικής έκφρασης των επιδιώξεών τους το ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό χώρο;

Ας θυμηθούμε κατ' αρχάς ότι πολιτικές εκφράσεις αυτού του κοινωνικού χώρου υφίστανται σ' ολόκληρη τη μεταπολιτευτική ελληνική πολιτική πραγματικότητα, ως διάχυτο και υπαρκτό ρεύμα με διάφορες επιμέρους ιστορικές μορφές (Β΄ Πανελλαδική, ΕΑΣ, Κίνημα των εργοστασιακών σωματείων, ΚΚΕ εσ. - Ανανεωτική Αριστερά, φοιτητικές συσπειρώσεις, ΣΣΕΚ, εργατικές κινήσεις κ.λπ.). Η απάντηση, έτσι, στο ερώτημα που θέσαμε δεν μπορεί παρά να δοθεί αφαιρετικά:

Πρώτα απ' όλα δεν μπορούσε προφανώς ως χώρος πολιτικής εκπροσώπησης αυτών των «νέων εργασιακών στρωμάτων» να είναι το πεδίο της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ και πολύ περισσότερο του μετωπικού νεοσυντηρητισμού της ΝΔ. Αυτό γιατί οι πολιτικοί αυτοί σχηματισμοί, με την κυβερνητική διαχείριση που άσκησαν, βρίσκονται στην αφετηρία και έχουν την ευθύνη των κοινωνικών εκείνων αναδιαρθρώσεων που ακριβώς έχουν επιφέρει την οικονομική και κοινωνική αστάθεια αυτών των κοινωνικών μερίδων. Άλλωστε, αν ο κυβερνητικός φιλελευθερισμός και η δρομολόγηση της πορείας προς την ΟΝΕ έχουν διασφαλίσει την ανοχή και την κοινωνική συμμαχία ευρέων τμημάτων των μικροαστικών τάξεων, έχουν προκαλέσει την περιθωριοποίηση-παραφθορά άλλων εργασιακών στρωμάτων.

Όμως, σ' αυτή την περίπτωση, γιατί οι επιδιώξεις κοινωνικής ολοκλήρωσης αυτών των «νέων εργασιακών τμημάτων», δεν θα μπορούσαν να στεγαστούν και να εκπροσωπηθούν πολιτικά από τους κομματικούς φορείς της παραδοσιακής Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΝ), που σε κάθε περίπτωση διαθέτουν και μια αξιοσημείωτη και πολλαπλάσια εμβέλεια σε σχέση με τη Ριζοσπαστική Αριστερά;

Η αιτία είναι το γεγονός ότι στα κόμματα αυτά διαδραματίζουν ηγεμονικό ρόλο τμήματα των μικροαστικών τάξεων (παραδοσιακών στο ΚΚΕ, νέων στο ΣΥΝ) πάνω σε εργαζόμενα στρώματα, τα οποία ωστόσο έχουν μια σαφή κοινωνική αποκατάσταση και δεν αντιμετωπίζουν φαινόμενα κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Πρόκειται, π.χ., για διορισμένους στη δημόσια εκπαίδευση καθηγητές και δασκάλους (που απολαμβάνουν το προνοιακό δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς) όπως και για μηχανικούς και τεχνικούς επιστήμονες με κατοχυρωμένη υπέρτερη (σε σχέση με την εργατική τάξη) κοινωνική θέση στον αστικό καταμερισμό εργασίας (ελεύθεροι επαγγελματίες, δημόσιοι υπάλληλοι, στελέχη επιχειρήσεων, μεσαίοι αγρότες κ.λπ.), οι οποίοι και δεν θίγονται άμεσα και καίρια από τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις, κι έτσι δεν ενδιαφέρονται για την εξεύρεση πολιτικών και οικονομικών διεξόδων για τις περιθωριοποιημένες αυτές «νέες εργασιακές μερίδες» (αδιαφορία των διορισμένων για τους αδιόριστους εκπαιδευτικούς, παγερή στάση του ΤΕΕ που διαπλέκεται με το τεχνικό κεφάλαιο έναντι των νέων μηχανικών κ.ά.). Εξ' ου και η στροφή αυτών των «τακτοποιημένων» κοινωνικά μικροαστικών μερίδων σε «εκσυγχρονιστικές - αναπτυξιολογικές» εκδοχές της Αριστεράς και σε καμία περίπτωση σε ριζοσπαστικές επαναστατικές εκδοχές της.

Τέλος, επόμενο ήταν αυτές οι «νέες εργασιακές μερίδες» που αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα κοινωνικής ένταξης και ολοκλήρωσης, να αναζητήσουν έναν αυτοτελή «ανεξάρτητο αριστερό» πολιτικό πόλο, που δεν ήταν άλλος από εκείνον της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής εκδοχής της Αριστεράς. Σ' αυτό συνέτεινε βέβαια καθοριστικά το γεγονός της πολιτικής καταγωγής του ΝΑΡ ως «αριστερής διαφοροποίησης» του ΚΚΕ.

Εξίσου λειτούργησε επίσης, και κυρίως, το γεγονός ότι τα ζωτικά προβλήματα των «νέων αυτών εργασιακών τμημάτων» δεν μπορούν πλέον να επιλυθούν παρά με τη διάρρηξη του καπιταλιστικού κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου. Βέβαια ο αντικαπιταλιστικός χώρος της Αριστεράς δεν συγκροτήθηκε ιδεολογικά, όπως είπαμε, σήμερα, από τις δυνάμεις του ΝΑΡ (παρ' όλη τη σχετική τους συμβολή). Απεναντίας υφίστατο εδώ και μια εικοσαετία με διαφοροποιημένες μορφές και επεξεργασίες, έτσι ώστε αυτές οι κοινωνικές μερίδες ήρθαν να συναρμόσουν τις αντικειμενικές τους επιδιώξεις και την πολιτική τους έκφραση με την αναπαραγωγή και υιοθέτηση της ήδη υφιστάμενης αντικαπιταλιστικής θεώρησης και αντίληψης.5 Αυτή η τελευταία προέκυψε γι' αυτές τις «εργασιακές μερίδες» τόσο ως οργανική αναγκαιότητα των συμφερόντων χειραφέτησής τους, όσο και ως ιδεολογική επένδυση των πολιτικά ακάλυπτων κοινωνικών τους επιδιώξεων. Μ' αυτή την έννοια οι πολυπληθείς αναλύσεις στις επεξεργασίες των «Θέσεων» του συνεδρίου του ΝΑΡ εμφάνισαν δύο καίρια χαρακτηριστικά:

Αφ' ενός, δεν συνιστούν τόσο πρωτογενή πολιτική - ιδεολογική παραγωγή, και πολύ περισσότερο επεξεργασίες που προκύπτουν από αντίστοιχες ταξικές λαϊκές πρακτικές, όσο αποτελούν αναπαραγωγή και σύνθεση κατατεθειμένων ήδη επεξεργασιών της επιστημονικής σοσιαλιστικής ανάλυσης είτε σε διεθνές επίπεδο, είτε στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής πρακτικής και παραγωγής. Εξ' ου και η καταφανής «δυσχέρεια αφομοίωσης» των «Θέσεων» αυτών από τον κόσμο του ΝΑΡ, όπως κυρίως αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός της παντελούς απουσίας «προσυνεδριακού διαλόγου» στις στήλες του ΠΡΙΝ, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις γι' αυτό.

Αφ' ετέρου στερούνται κάθε μορφής γείωσης στη συγκεκριμένη ελληνική σύγχρονη ταξική πραγματικότητα. Περισσότερο αποτέλεσαν γενικευμένες αφαιρέσεις «ιδεολογικού σεμιναρίου». Κι αυτό συμβαίνει γιατί το ΝΑΡ στερείται της επάρκειας συλλογικής αντίληψης της συγκεκριμένης κοινωνικής εργατικής πραγματικότητας.

Αιτία το γεγονός της απουσίας της όποιας εργατικής κοινωνικής επάνδρωσης, πράγμα που άλλωστε η ίδια η οργάνωση δεν μπορεί να αποκρύψει και αποτελεί πάγια ομολογημένο γεγονός. Πώς νοείται άλλωστε η υποκειμενική πολιτική συγκρότηση εργατικού επαναστατικού χαρακτήρα με την παντελή απουσία έστω και των στοιχειωδέστερων οργανικών διασυνδέσεων και πρακτικών με την εργατική τάξη; Είναι χαρακτηριστικό, π.χ., ότι απουσίασε παντελώς στις «Θέσεις» του ΝΑΡ οποιαδήποτε ταξική ανάλυση της συγκρότησης της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως και οποιαδήποτε ανάλυση της δομής και των σαφέστατων διαφοροποιήσεων της σημερινής εργατικής τάξης, προβλημάτων-κλειδιών για την κατανόηση της σύγχρονης ταξικής πραγματικότητας και των όρων ριζοσπαστικής της αντιμετώπισης.

Βέβαια, η κοινωνική αστάθεια ορισμένων τμημάτων των «νέων εργασιακών στρωμάτων» και μάλιστα των περιθωριοποιημένων και μισθωτών μερίδων τους, εξ αιτίας των νεοφιλελεύθερων οικονομικών αναδιαρθρώσεων, συνιστά ένα γεγονός καίριας σημασίας για το εργατικό επαναστατικό κίνημα, τόσο για την εν δυνάμει διαμόρφωση συμμαχιών όσο και για την οργανική ένταξη αυτών των μερίδων στο ανασυντεθειμένο σύγχρονο αριστερό εργατικό κίνημα. Το αν το αντικαπιταλιστικό εργατικό κίνημα εμφανίζεται σήμερα εξαιρετικά αποδυναμωμένο εξ αιτίας σύνθετων παραγόντων, αυτό δεν αναιρεί την αλήθεια και την ισχύ του προηγούμενου ισχυρισμού σ' ό,τι αφορά την προτεραιότητα του ταξικού εργατικού κινήματος έναντι των όποιων επιδιώξεων των «νέων εργασιακών τμημάτων».

Το κυρίαρχο ζήτημα είναι αν τα ζωτικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν τα «νέα αυτά εργασιακά στρώματα» αποτελούν την ευκαιρία και το πεδίο για τη ριζοσπαστική τους μετάπλαση (οπότε και διανοίγεται ο δρόμος για την ισότιμη αντικαπιταλιστική τους συνεύρεση και συγχώνευση με την εργατική τάξη) ή απεναντίας αν συνιστούν χώρους ανάδειξης μιας μαχόμενης παραδοσιακής αριστερής πρακτικής, κατεύθυνσης και απόχρωσης. Δυστυχώς, τα «νέα εργασιακά στρώματα» κινήθηκαν αποκλειστικά στο πεδίο του κοινωνικού μεταρρυθμισμού της παραδοσιακής Αριστεράς.

Έτσι, η μερίδα των νέων μηχανικών λ.χ. παρέμεινε εγκλωβισμένη στη διαταξική συντεχνία του ΤΕΕ, σε απόσταση από το μισθωτό εργαζόμενο κόσμο των τεχνικών κατασκευών, οχυρωμένη πίσω απ' την επιμέρους προάσπιση των ειδικών ασφαλιστικών και επαγγελματικών της δικαιωμάτων ως επιστημονικής τεχνοκρατίας, χωρίς κανενός είδους υλικό πανεργατικό μέτωπο απέναντι στην τεχνική εργοδοσία των μεγάλων κατασκευαστικών επιχειρήσεων, σε σαφώς διακριτή θέση και δίχως οργανική ενσωμάτωση στην εργατική τάξη των κατασκευών, χωρίς να υπαγάγουν τους δικούς τους στόχους στις αναγκαιότητες προαγωγής των συμφερόντων χειραφέτησης της μισθωτής παραγωγικής εργασίας στις τεχνικές εταιρίες.6 (Η κατοχύρωση λ.χ. των ασφαλιστικών ταμείων των ελεύθερων επαγγελματιών μηχανικών ή δικηγόρων δεν συνιστά ριζοσπαστική κοινωνική μεταλλαγή).

Αντίστοιχα, οι μερίδες των ετεροαπασχολουμένων πτυχιούχων των καθηγητικών σχολών, παρ' όλη τη συστηματική τους απασχόληση στον παρασιτικό μηχανισμό της ιδιωτικής φροντιστηριακής παραπαιδείας, αυτοπροσδιορίστηκαν μονοδιάστατα ως «αδιόριστοι εκπαιδευτικοί», επιζητώντας δυναμικά και μονομερώς τη διατήρηση εφαρμογής της «επετηρίδας» δημοσιοϋπαλληλικών διορισμών και σε καμία περίπτωση δεν ανέδειξαν την αναγκαιότητα κατάργησης των ιδιωτικών φροντιστηρίων, αντικαπιταλιστικού μετασχηματισμού του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος, εκλογής και εναλλαξιμότητας των δημόσιων υπάλληλων εκπαιδευτικών κ.λπ. 7 (Η διατήρηση της «αξιοκρατικής» επετηρίδας των δημοσιοϋπαλληλικών διορισμών δεν αντιπροσωπεύει κανενός είδους αντικαπιταλιστικό εκπαιδευτικό μετασχηματισμό).

Απεναντίας, τα εκρηκτικά πράγματι κοινωνικά ζητήματα με τα οποία ήρθαν αντιμέτωπα αυτά τα «νέα εργασιακά στρώματα» (και οι αντίστοιχες φοιτητικές τους συστοιχήσεις) μπορούσαν να αποτελέσουν αφετηρίες ριζοσπαστικοποίησής τους στο μέτρο που εξέρχονταν απ' το πλαίσιο της «μεταρρυθμιστικής μερικότητας» και υπάγονταν στο πεδίο της γενικευμένης εργατικής χειραφέτησης.

Μ' αυτή την έννοια, και στο βαθμό που αυτά τα «νέα εργασιακά στρώματα» δεν κατόρθωναν να εξέλθουν απ' τον παραδοσιακό αριστερό μεταρρυθμισμό, ανεξάρτητα απ' τη γενικόλογη επίκληση του «αντικαπιταλισμού - επανάστασης - κομμουνισμού», επόμενο ήταν η αναφορά στην «εργατική αντικαπιταλιστική πολιτική» να απονευρώνεται, να χάνει κάθε εργατική γείωση και να εξουδετερώνεται.8

Άλλωστε, αυτή η εκρηκτική αντίφαση ανάμεσα στη γενική πολιτικο-ιδεολογική αναφορά και στη συγκεκριμένη κοινωνικο-ταξική σύνθεση και πρακτικές του ΝΑΡ, βρίσκεται στην αφετηρία των πολλαπλών και πάγιων ανεπαρκειών του, που προσέλαβαν ιστορικά ανυπέρβλητες διαστάσεις. Μεταξύ των άλλων μπορούν χαρακτηριστικά να επισημανθούν:

Η συστηματική του διολίσθηση στην πρακτική των συγκολλήσεων των πολιτικών μορφωμάτων της Άκρας Αριστεράς με εμφενέστατη εκδήλωση την εμμονή στην πρακτική της οφθαλμοφανώς άγονης εμπειρίας της «Μαχόμενης Αριστεράς» και των συνακόλουθων πρακτικών.9 Η πάγια απουσία εργατικής γείωσης (προϊόν της εγγενούς αντίφασης που διέτρεχε το ΝΑΡ) και κοινωνικής «εσωτερικότητας» ως προς την εργατική τάξη στη βιομηχανία, τις κατασκευές, το εμπόριο, τις υπηρεσίες κ.λπ., επόμενο ήταν να παραφθείρει την αντικαπιταλιστική ιδεολογική ανάλυση που εμφανίζονταν συστηματικά στο Πριν, σε κατευθύνσεις αριστερίστικου εκφυλισμού στα περιθωριακά και αναποτελεσματικά πλαίσια της Άκρας Αριστεράς.

Παρόμοια αποτελέσματα είχε και η πάγια παρέμβαση «από τα έξω» στο κίνημα της μισθωτής εργασίας (παρ' όλη τη φιλολογία περί της αυτοχειραφέτησης των εργαζομένων), η διαμόρφωση μάλιστα σχεδιασμών επί χάρτου για το «νέο εργατικό κίνημα», χωρίς αυτοί να αντιστοιχούνται ούτε στις πλέον ελάχιστες εργατικές κοινωνικές πρακτικές (χαρακτηριστική απ' αυτή την άποψη είναι η σχετική απροθυμία στήριξης, ανάπτυξης και παρέμβασης από την πλευρά του ΝΑΡ των ελπιδοφόρων, στα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας, Κέντρων Εργατικής Παρέμβασης, παρ' όλο που είχαν αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασιών μέσα απ' τα ίδια τα πλαίσιά του).

Το ζήτημα δεν ήταν να κατακεραυνώνεις τους Πατάκη - Μπούτα ως «συμβιβαστικούς και προδοτικούς» στο αγροτικό κίνημα (όταν μάλιστα ήταν δημοκρατικά εκλεγμένοι, έξω απ' τα γραφειοκρατικά αγροτικά όργανα, από τους ίδιους τους κινητοποιημένους αγρότες --άλλο αν η τακτική τους επιπροσδιορίζονταν από τους μικροαστικούς-μεσαίους ταξικούς όρους με τους οποίους κινούνταν, αφού η πλειονότητα των «εξεγερμένων αγροτών» δεν ήταν παρά μικρομεσαία στρώματα της υπαίθρου). Απεναντίας το θέμα ήταν να υπάρχεις υλικά ως εργατικό ρεύμα στους μισοπρολετάριους και στους μικρούς αγρότες παραγωγούς, και να προάγεις συγκεκριμένα την αντικαπιταλιστική ηγεμονία στο υπό εξέλιξη κίνημα των αγροτών (που ούτως ή άλλως είχε μικροαστικά χαρακτηριστικά).

Ο πάγιος εξίσου προσανατολισμός προς τον εκλογικισμό, με κάθε αφορμή εθνικής εκλογικής αναμέτρησης, εν απουσία ουσιαστικών κοινωνικών παρεμβάσεων, με αποτέλεσμα την καταγραφή εκλογικών ποσοστών της τάξης του 0,2%, αποτελεί γεγονός που δρα επιβαρυντικά για την ίδια τη συνολική υπόθεση, φερεγγυότητα και λαϊκή αξιοπιστία της αντικαπιταλιστικής πολιτικής προοπτικής.

Δηλωτική όλων των παραπάνω είναι και η παντελής απουσία οργανωτικής μορφοποίησης και δημοκρατικής λειτουργίας (όχι προφανώς από εσκεμμένη πρόθεση αλλά λόγω ακριβώς της έλλειψης υπαρκτής και στοιχειακά σταθερής οργανωτικής δομής: η οργανωτική αμορφία αφυδατώνει την εργατική δημοκρατία γιατί ακριβώς απουσιάζει το πλαίσιο λειτουργίας της), που υπήρξαν προϊόν αυτής της κοινωνικο-ταξικής σύνθεσης και πρακτικής: Οι «νέες εργασιακές μερίδες» που συνέθεταν τον κορμό του ΝΑΡ, από τη μια πλευρά αλληθώριζαν προς την κοινωνική ενσωμάτωση στα πλαίσια του αστικού καταμερισμού εργασίας, κι από την άλλη πλευρά είχαν περιοδικά αντικυβερνητικά ξεσπάσματα και εκρήξεις χωρίς συνέχεια και προοπτική.

Επόμενο λοιπόν είναι ότι όταν οι κοινωνικές αυτές μερίδες πατούν εξ αντικειμένου «σε δύο βάρκες», το μόνο που δεν προκύπτει είναι η πολιτική οργανωτική συγκρότηση, που είναι αντικειμενικά η απαραίτητη προϋπόθεση και της κοινωνικής εργατικής παρέμβασης και γείωσης, αλλά και της οργανωμένης λειτουργίας της εργατικής δημοκρατίας. Απ' αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι παρ' όλη την έκταση των «Θέσεων» του ΝΑΡ για το συνέδριό του και παρ' όλο το γεγονός ότι έθιγαν ορισμένα σημαντικά ζητήματα του εργατικού επαναστατικού κινήματος, εντούτοις δεν διοργανώθηκε κανενός είδους δημόσιος διάλογος πάνω σ' αυτές, στο πεδίο των ευρύτερων δυνάμεων του αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος.

Φυσικό αποτέλεσμα είναι το ΝΑΡ να αναπαράγει εγγενώς μια πολυσήμαντη εκρηκτική αντίφαση ανάμεσα σ' έναν γενικόλογο «εργατικό αντικαπιταλισμό» (που ωστόσο στην υλική γειωμένη του εκδοχή αποτελεί μια ζωτική και αναντικατάστατη πολιτική αναγκαιότητα για την αναγέννηση του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος) και σε μια άμορφη οργανωτική υπόσταση, που συνδέεται με μια κοινωνική σύνθεση και πρακτική με τα χαρακτηριστικά αποκλειστικά των «νέων εργασιακών μερίδων».

Αυτό το γεγονός από τη μια πλευρά συμβάλλει αντικειμενικά στην προώθηση των συμφερόντων χειραφέτησης της εργατικής τάξης (στο μέτρο που προβάλλει την αντικαπιταλιστική ιδεολογική θεώρηση των πραγμάτων), ενώ ταυτόχρονα και την ίδια στιγμή επενεργεί στην κατεύθυνση εξουδετέρωσής τους λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας της «νέας εργασιακής σύνθεσης» και κυρίως των συνακόλουθων πρακτικών. Ο εγκλωβισμός αυτός του πολιτικού φαινομένου του ΝΑΡ είναι ένα ιστορικό αντικειμενικό γεγονός που είναι ανεξάρτητο από την πολιτική βούληση των φορέων του και που σχετίζεται με τους ίδιους τους όρους καταγωγής του (φοιτητική νεολαία του ΚΚΕ), όπως και με τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης στις συνθήκες της δεκαετίας του 1990. Και η δομική αυτή αντίφαση που διατρέχει ιστορικά το ΝΑΡ δεν επιλύεται με βουλητικούς υποκειμενικούς όρους αλλά μόνο με όρους εξέλιξης, τομών και υπερβάσεων, που να τροφοδοτούνται από την ίδια την πάλη των τάξεων στο σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό.


Βιβλιογραφικές αναφορές

1. «Μικροαστική και αστική ηγεμονία στο ελληνικό αριστερό λαϊκό κίνημα (Σχεδίασμα μιας κοινωνικής ερμηνευτικής ανάλυσης)», Θέσεις, τεύχος 41, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1992.

2. «Οι αφετηρίες της μικροαστικής ηγεμονίας στο αριστερό κίνημα», Πριν, 28 Ιουνίου 1992. - «Το ΚΚΕ και τα μεσαία στρώματα», Πριν, 9 Ιουλίου 1995.

3. «Η ακροβασία της Κομμουνιστικής Αριστεράς μεταξύ της ταξικής δυναμικής και της μικρομεσαίας κυριαρχίας», Θέσεις, τεύχος 61, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1997.

4. «Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά απέναντι στον κυβερνητικό φιλελευθερισμό», Θέσεις, τεύχος 60, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1997.

5. Α. Ταρπάγκος, Γ. Γρόλλιος, Γ. Γεροτζιάφας, Π. Ραδίσης, Σ. Τσάκος, Τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει η Αριστερά, Θεσσαλονίκη, 1989.

6. «Ο εργατικός συνδικαλισμός στις τεχνικές κατασκευές: Ένα βήμα μπρος, πολλά βήματα επί τόπου, Πριν, 4 Μαίου 1997.

7. «Οι σύγχρονες κοινωνικές κινητοποιήσεις απαιτούν ριζοσπαστικά καθολικά αιτήματα», Εποχή, 12 Ιουλίου 1998.

8. «Η επικαιρότητα και η ιστορικότητα της θεωρητικής μαρξιστικής παρέμβασης», Ουτοπία, τεύχος 24, Μάρτιος - Απρίλιος 1997.

9. «Πολιτικές πρακτικές και κοινωνικές αναντιστοιχίες», Πριν, 20 Ιουλίου 1997.