ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΚΟΣΟΒΟ
του Παναγιώτη Σωτήρη

Οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία δεν είναι μόνο η αποτύπωση μιας πρωτοφανούς ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Είναι ταυτόχρονα η ολοκλήρωση μιας μακρόχρονης διαδικασίας. Ως τέτοιο γεγονός δεν απαιτεί μόνο μια άμεση πολιτική απάντηση, αλλά και να ξανανοίξει μια συζήτηση για τους λόγους και της αιτίες της κρίσης. Η απαίτηση αυτή είναι πιο μεγάλη καθώς η νομιμοποίηση από τη μεριά των ιμπεριαλιστικών κύκλων κάνει χρήση μιας μανιχαϊστικής μυθολογίας όπου για όλα φταίει η μη έγκαιρη επίθεση εναντίον του σφαγέως Μιλόσεβιτς, μυθολογία που αγγίζει και τμήματα της αριστεράς. Αυτό επιβάλλει μια συνολική επανεξέταση της αποδιάρθρωσης της Γιουγκοσλαβίας που δείχνει ότι ο μοχλός της κρίσης είναι ο συνδυασμός επέκτασης καπιταλιστικών στοιχείων και άνισης ανάπτυξης στο φόντο μιας ένταξης στις οικονομικές αλλά και πολιτικές πρακτικές της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, που σφραγίζεται από μια σειρά ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.

1. Τεχνητό κατασκεύασμα;

Η κυρίαρχη ρητορεία για τη Γιουγκοσλαβία παρουσιάζει μια εικόνα μιας χώρα τεχνητού κατασκευάσματος [1] . Αυτό όμως παραβλέπει το γεγονός ότι με την μία ή την άλλη μορφή υπήρξε μια ενιαία κρατική οντότητα για 73 σχεδόν χρόνια. Παραβλέπεται δηλαδή ότι τόσο η προπολεμική όσο και η μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία αντιστοιχούσαν σε πραγματικές υλικές τάσεις, σε πραγματικούς κοινωνικούς συνασπισμούς γύρω από το αίτημα μιας ενιαίας κρατικής συγκρότησης.

Παρότι οι εθνικές παραδόσεις στη Γιουγκοσλαβία έχουν την τάση να ανάγονται στα μεσαιωνικά Κροατικά και Σερβικά βασίλεια, η περίοδος στην οποία συγκροτούνται τα εθνικά κινήματα σε όλη αυτή την περιοχή είναι το τέλος του 18ου και η αρχή του 19ου αιώνα, οπότε και αρχίζουν μέσα στην αποδιάρθρωση είτε ασιατικών είτε φεουδαρχικών μορφών στις δύο μεγάλες αυτοκρατορίες (Αυστροουγγαρία και Οθωμανική) να εμφανίζονται αστικά στρώματα, τόσο στην οικονομική παρουσία τους όσο και στα πολιτικά και ιδεολογικά αποτελέσματά τους [2] .

Η ιδιαιτερότητα της Γιουγκοσλαβίας αποτύπωνε την σύμφυση (όχι πάντα συμμετρική ή ισορροπημένη) δύο τάσεων: Από τη μια τη συγκρότηση τοπικών συνεκτικών εθνικών κινημάτων σερβικών ή κροατικών (διεκδίκηση της αυτονομίας και ανεξαρτησίας της Σερβίας, ανάδειξη Κροατικών διεκδικήσεων εντός των επαναστάσεων του '48-'49) [3] . Αυτή η τάση θα έχει λίγο πολύ τα χαρακτηριστικά αντίστοιχων εθνικών κινημάτων: η ηγεμονία των αστικών στρωμάτων θα αποτυπωθεί στα πολιτικά τους αποτελέσματα: τη συγκρότηση πολιτικών μορφών, την διαμόρφωση πραγματικών ή εν δυνάμει κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών (μέσα από στρώματα οργανικών διανοουμένων), την προσπάθεια συγκρότησης μιας κρίσιμης κοινωνικής συμμαχίας με τις μεγάλες μάζες της αγροτικής ενδοχώρας. Η συγκρότηση της εθνικής ιδεολογίας και ο ορισμός του έθνους θα γίνει --στο βαθμό που λίγο πολύ υπήρχε γλωσσική κοινότητα-- στη βάση αφενός της λειτουργίας της εκκλησίας (ως βασικού πολιτικού και ιδεολογικού μηχανισμού ειδικά στην Οθωμανική αυτοκρατορία), αφετέρου προηγούμενων θρησκευτικών και διοικητικών διαιρέσεων (μη ουγγρικοί σλαβικοί πληθυσμοί της Αυστροουγγαρίας), και θα προσπαθήσει να συγκροτήσει μορφές ιστορικού συνεχούς με τα μεσαιωνικά βασίλεια. Όπως και σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις η διαδικασία διαμόρφωσης των εθνικών προγραμμάτων από τα αναδυόμενα αστικά στρώματα παίρνει τη μορφή της διεκδίκησης πολύ ευρύτερων περιοχών, όλων των τόπων --δυνητικών ή πραγματικών-- συσσώρευσης αυτών των στρωμάτων. Και επειδή πολύ συζήτηση γίνεται για το όραμα της μεγάλης Σερβίας (η υλοποίηση του οποίου παρουσιάζεται ως η αιτία των Γιουγκοσλαβικών πολέμων) πρέπει να πούμε ότι εξίσου «μεγαλοϊδεατικά» είναι τα προγράμματα της μεγάλης Κροατίας, της μεγάλης Ρουμανίας, της μεγάλης Βουλγαρίας, αλλά και της μεγάλης Αλβανίας (που περιελάμβανε τη σημερινή Αλβανία, το Κόσοβο, τμήμα του Μαυροβουνίου, τμήμα της Μακεδονίας του Βαρδάρη, αλλά και το βιλαέτι των Ιωαννίνων [4] ) της Μεγάλης Ουγγαρίας [5] και στα δικά μας η Μεγάλη Ιδέα [6] .

Αυτή η διαδικασία προσκρούει στην πραγματική περιπλοκότητας της κατανομής των πληθυσμών σε όλη αυτή την επικράτεια: Ο μεγάλος ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες θα οδηγήσει σε μια σύνθετη κατανομή καθολικών και ορθόδοξων πληθυσμών: παρουσία ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα ισχυρών σερβικών πληθυσμών στις περιοχές της Αυστροουγγαρίας (εποικισμός της αμυντικής γραμμής της Αυστροουγγαρίας --Κράινα-- από σερβικούς πληθυσμούς [7] ) , ισχυρή παρουσία εξισλαμισμένων σλαβικών πληθυσμών τόσο στην Βοσνία μαζί με ισχυρότατους σερβικούς και κροατικούς πληθυσμούς όσο και στην Σερβία. Αυτή ήταν η δυσκολία στα προγράμματα «εθνικής ολοκλήρωσης». Παρήγαγε άλλωστε το ερώτημα αν αφορούν ορθόδοξους Κροάτες ή Σέρβους καθολικούς και αντίστοιχα μουσουλμάνους -για να το πούμε περιγραφικά [8] . Σε αυτό ερχόταν να προστεθεί το πρόβλημα των μουσουλμανικών πληθυσμών και η ειδική πολιτική θέση που τους αναγνώριζε η κατά θρήσκευμα πολιτική συγκρότηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας (σημαντικά προνόμια στην κατοχή γης, παρουσία στους οθωμανικούς θεσμούς, συγκρότηση στρωμάτων σλαβόφωνων μουσουλμάνων γαιοκτημόνων [9] ) . Επιπλέον δυσκολία για τα ανερχόμενα αστικά στρώματα η πληθυσμιακή αλλαγή σε περιοχές όπως η Παλιά Σερβία (που περιλαμβάνει και το σημερινό Κόσοβο) με την ισχυρή μετατόπιση Αλβανικών φατριών [10] .

Για να το πούμε σχηματικά, παρά το πλεονέκτημα της συνεκτικότητας που είχαν τα προγράμματα της κροατικής ή σερβικής ολοκλήρωσης (οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι σε εκείνη τη συγκυρία οι Σλοβένοι --που ανήκαν διοικητικά απευθείας στην Αυστρία-- διεκδικούν όχι τόσο την αυτοτελή συγκρότηση όσο την αποδέσμευσή τους) και την απήχησή τους στην βασική --και πλειοψηφούσα-- κοινωνική συμμαχία τα αγροτικά στρώματα, εντούτοις προσέκρουαν σε μια πραγματική αντίφαση: οι χώροι ή οι κόμβοι συσσώρευσης των αστικών στρωμάτων αλληλοδιαπλέκονταν: είτε αυτό αφορούσε την ίδια την Κροατία, είτε την επίδικη Βοσνία. Ειδικά η Βοσνία αποτελούσε και για τα αναδυόμενα εθνικά κινήματα ένα από τα βασικά επίδικα αντικείμενα: περιοχή με ιδιαίτερα ισχυρή προπολεμικά Σερβική παρουσία [11], σημαντικούς Κροατικούς πληθυσμούς αλλά και η ιδιαιτερότητα των μουσουλμάνων νοτιοσλάβων, λόγω της ειδικής κοινωνικής θέσης στην οποία αναφερθήκαμε. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη Γιουγκοσλαβία θα αντιτεθούν στις πολιτικές αγροτικής μεταρρύθμισης [12] στο βαθμό που θα αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία των τσιφλικάδικων στρωμάτων στην Βοσνία (ενώ οι ακτήμονες θα είναι κατά πλειοψηφία ορθόδοξοι) [13] . Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι η πρώτη απόπειρα να αξιοποιηθεί μια «βοσνιακή» ταυτότητα θα είναι μετά το 1878 από την Αυστροουγγρική διοίκηση [14] . Σε σχέση με τα εθνικά κινήματα η Βοσνία παρουσίαζε την ιδιαιτερότητα να αποτελεί εξίσου στόχο των επιμέρους εθνικών ολοκληρώσεων (εξ ου και ο χαρακτηρισμός ως Σέρβων ή Κροατών αντίστοιχα μουσουλμάνων [15] ) και έμμεσα συνέβαλε στην ηγεμονία ενός ενιαίου νοτιοσλαβικού προγράμματος.

Σε αυτή την αντιφατική διαδικασία διαμορφώθηκε όχι ως τεχνητή λύση αλλά ως πραγματική δυνατότητα και τάση η έννοια του γιουγκοσλαβισμού (του νοτιοσλαβισμού, της ενότητας των νότιων σλάβων), ως ιδεολογική κατασκευή και ως πραγματικό πολιτικό πρόγραμμα. Η πρόδρομη μορφή του θα είναι η αντίληψη του Ιλλυριανισμού της κοινής καταγωγής των Νοτιοσλάβων, και θα έχει την αφετηρία του κύρια σε στρώματα διανοουμένων στην Κροατία και στη Σλοβενία [16] . Θα βρει μια βάση υποστήριξης και στη Σερβία. Ως ιδεολογική κατασκευή ο νοτιοσλαβισμός θα έχει μια σειρά από αποτελέσματα (π.χ. την αναζήτηση μιας διαλέκτου βάσης για την διαμόρφωση μιας εθνικής γλώσσας - σερβοκροατικής [17] ) και ως πολιτική μορφή θα διαμορφώσει μια βάση πολιτικών διεκδικήσεων ειδικά στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την ορατή προοπτική αποδιάρθρωσης των αυτοκρατοριών. Παρά την μικρή σχετικά απήχηση σε αγροτικά στρώματα, θα έχει σημαντικότατη απήχηση σε στρώματα νεολαίας [18] εντός των ιδεολογικών μηχανισμών, σε στρώματα ενεργεία ή εν δυνάμει κρατικών διανοουμένων. Παρότι η σχετική βιβλιογραφία δεν αναφέρεται εκτενώς στο θέμα, μπορούμε να υποθέσουμε και την υποστήριξη σημαντικών αστικών στρωμάτων.

Αυτό δεν ακυρώνει τις πραγματικές αντιφάσεις που οφειλόταν και σε μια άνιση κατανομή πολιτικής και οικονομικής ισχύος, όπου η σχετικά μεγαλύτερη ανάπτυξη τμημάτων του Βορρά αντισταθμιζόταν από την σχετική πολιτική ισχύ της Σερβίας [19] που είχε το πλεονέκτημα της πιο έγκαιρης κρατικής συγκρότησης, άρα και μια προτεραιότητα στους όρους διαμόρφωσης ενός νέου κράτους. Πόσο μάλλον που η συγκρότηση, λειτουργία και ο έλεγχος του κράτους σε τέτοιους σχηματισμούς (με αστική ηγεμονία, περιορισμένη βιομηχανική βάση, και έντονη παρουσία αγροτικών στρωμάτων) ήταν το βασικότερο επίδικο αντικείμενο: θα εξασφάλιζε τους γενικούς όρους της καπιταλιστικής συγκρότησης, θα επέλυε τις αντιφάσεις σε σχέση με την πολιτική γης άρα και τη συμμαχία με αγροτικά στρώματα και θα ολοκλήρωνε την επιβολή της εθνικής ιδεολογίας.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι θα ενισχύσουν σχετικά τη Σερβία. Ωστόσο η έκρηξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου θα επιταχύνει την αποδέσμευση των υπόλοιπων νοτιοσλαβικών πληθυσμών. Σε αυτές τις συνθήκες και καθώς η τροπή του πολέμου έτεινε προς τη νίκη των δυνάμεων της Entente, το νοτιοσλαβικό πρόγραμμα ήρθε στο προσκήνιο: επέτρεπε την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης Κροατών και Σλοβένων και την διαμόρφωση ενός ευρύτερου πεδίο συσσώρευσης. Επέτρεπε ταυτόχρονα την ολοκλήρωση του Σερβικού εθνικού προτάγματος (απελευθέρωση όλων των εκτός Σερβίας σερβικών πληθυσμών) χωρίς την αναγκαστική σύγκρουση (που θα σήμαινε επιπλέον κόστος μετά από 5 χρόνια σκληρών πολέμων --πόσο μάλλον που ενώ η Σερβία βγήκε νικήτρια στην βαλκανική σύγκρουση θα υποστεί τεράστιο κόστος στον παγκόσμιο πόλεμο--, σύγκρουση και με τον νικητήριο συνασπισμό που επιθυμούσε μια ισχυρή μεγάλη νοτιοσλαβική κρατική οντότητα για να εξασφαλίσει την αποδιάρθρωση των ηττημένων αυτοκρατοριών) [20] . Σε αυτές τι συνθήκες και παρά τις επιμέρους διαφωνίες (αποτέλεσμα της σχετικής πολιτικής ισχύος του Σερβικού κράτους) θα συγκροτηθεί η πρώτη Γιουγκοσλαβία [21] .

Ένα σημείο έχει εδώ ιδιαίτερη σημασία. Η --ιμπεριαλιστική-- αναγνώριση μετά το '91 των εσωτερικών διοικητικών συνόρων της Γιουγκοσλαβίας ως εθνικών συνόρων οδήγησε σε έναν ορισμό «μειονοτήτων» (Σερβικών σε Κροατία και Βοσνία --στη τελευταία ήταν προπολεμικά πλειοψηφούσα--, Κροατικών σε Βοσνία), ως να υπήρχαν σε προηγούμενη μορφή κρατικές οντότητες με πλειοψηφίες και μειοψηφίες. Αυτό παραβλέπει ένα βασικό στοιχείο: η ταυτόχρονη απελευθέρωση όλων των νοτιοσλαβικών πληθυσμών εκτός Σερβίας είχε ως συνέπεια για μια σειρά από μετέπειτα χαρακτηρισθέντες μειονοτικούς --κυρίως σερβικούς-- πληθυσμούς ότι η συγκρότηση του Γιουγκοσλαβικού κράτους αποτελούσε ταυτόχρονα εθνική τους ολοκλήρωση εντός μιας οντότητας στην οποία δεν ήταν μειονότητα ή πάντως δεν το βίωναν έτσι. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την βιαιότητα της αντίδρασής τους στην όποια υποβάθμισή τους σε μειονότητα.

Η πρώτη Γιουγκοσλαβία που αποτύπωνε έναν ορισμένο συσχετισμό πολιτικής ισχύος διαπερνάται από έντονες αντιφάσεις σε σχέση με την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής, με την αγροτική πολιτική και μεταρρύθμιση [22] . Παρότι υπάρχει ένας συνασπισμός πολιτικός με νοτιοσλαβική αναφορά [23] , δρουν και ισχυρά τοπικά κόμματα με ιδιαίτερη γείωση σε αγροτικά στρώματα. Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η ισχυρότατη εκλογική παρουσία που καταγράφει το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα [24] . Τότε θα καταγραφούν και οι πρώτες μορφές διεκδίκησης αυτονομίας ή και ανεξαρτησίας της Κροατίας που συγκρούονται με την κυρίαρχη αυταρχική συγκεντρωτική, αντικοινοβουλευτική κατεύθυνση τμημάτων του Σερβικού πολιτικού προσωπικού και της Μοναρχίας, παρά το ότι στις παραμονές του Β΄ παγκόσμιου πολέμου θα έχουμε την πρώτη κατοχύρωση της δυνατότητας Κροατικής αυτοδιοίκησης [25] . Αυτό που χρωμάτισε την πρώτη Γιουγκοσλαβία ήταν η ταυτόχρονη --και σε αντίστροφες κατευθύνσεις-- οικονομική και πολιτική ανισότητα και η αδυναμία να συγκροτηθεί ένας συνασπισμός εξουσίας που να συνδυάζει τα αστικά στρώματα των Βορείων δημοκρατιών με την ειδική πολιτική ισχύ της Σερβίας [26] .

2. Γερμανική κατοχή: η κρίσιμη καμπή

Η γερμανική κατοχή θα θέσει τέλος στην πρώτη Γιουγκοσλαβία. Τομή είναι η συστηματική προσπάθεια των Γερμανών στα «κράτη» που θα ιδρύουν να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το σύνολο των «χαμένων» εθνικών κινημάτων της συνθήκης των Βερσαλιών σε μια προσπάθεια να συγκροτήσουν συνασπισμούς υπέρ της κατοχής. Αυτό θα πάρει τη μορφή μιας σειράς από κατοχικά κράτη: Συγκρότηση «μεγάλου» βουλγαρικού κράτους με απόδοση σημαντικού τμήματος της ελληνικής Μακεδονίας, συγκρότηση (υπό ιταλικό έλεγχο) «μεγάλης Αλβανίας» με απόδοση του Κοσόβου στην Αλβανία, απόπειρες «βλάχικου» κράτους στην Πίνδο, και πιο σημαντική ίσως την συγκρότηση του Κροατικού κράτους των Ουστάσι --στο οποίο αποδόθηκε η Βοσνία-- με επικεφαλής τον Άντε Πάβελιτς βασική πολιτική φιγούρα των Κροατικών αντιγιουγκοσλαβικών αποσχιστικών αντιπολιτεύσεων που είχε καταφύγει στην μουσολινική Ιταλία [27] . Η συγκρότηση Κροατικής κρατικής οντότητας --με την ανοχή και συναίνεση της ιδιαίτερα ισχυρής καθολικής εκκλησίας και στοιχεία νομιμοποίησης σε τμήματα του πληθυσμού-- πήρε εξαιρετικά βίαιες μορφές με στρατόπεδα συγκέντρωσης και σφαγές εκατοντάδων χιλιάδων Σέρβων [28] . Θα ανοίξει ένα σημαντικότατο ρήγμα και θα προσδώσει ιδιαίτερη φόρτιση σε όλες τις εκδοχές Κροατική ανεξαρτησίας.

Ο πόλεμος οδηγεί όμως και στη συγκρότηση ενός αντικατοχικού και αντιφασιστικού συνασπισμού υπό την ηγεμονία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η κατοχύρωση μορφών λαϊκής εξουσίας, η απόδοση ιδιαίτερης πολιτικής βαρύτητας στα αγροτικά στρώματα, καθώς και η πλήρης απονομιμοποίηση του αστικού πολιτικού προσωπικού στις συνθήκες είτε της ήττας από τους Γερμανούς (το σερβικό αστικό πολιτικό προσωπικό) είτε της ανοιχτής συνεργασίας (Κροατία) προσέδωσε καθοριστικό ρόλο στο Κόμμα ως πανγιουγκοσλαβικό φορέα που μπορούσε να απαντήσει σε ένα μεγάλο φάσμα από αντιφάσεις. Ταυτόχρονα η εξέλιξη της κατοχής και η χρησιμοποίηση από τους Γερμανούς των εκδοχών ανεξαρτησίας (αλλά και ο αντικομμουνισμός των όποιων υποστηρικτών σερβικών «λύσεων» -τσέτνικς) είχαν σαν αποτέλεσμα να ξαναδοθεί ώθηση στο νοτιοσλαβικό εγχείρημα, έστω και υπό την παραδοχή των δυσκολιών συγκρότησης μιας ενιαίας ταυτότητας. Αυτή ήταν η μόνη εφικτή, με όρους ευρύτερης λαϊκής συναίνεσης, πολιτική λύση [29] .

Άρα και στη συγκυρία του πολέμου και εξής δεν έχουμε να κάνουμε με ένα τεχνητό κατασκεύασμα αλλά με την μόνη πραγματική δυνατότητα κρατικής συγκρότησης με λαΐκή συμμαχία (κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν σε καμιά περίπτωση τα αστικά στρώματα και το πολιτικό προσωπικό τους) και να παγιώσει μια στοιχειωδώς ενιαία πολιτική μορφή.

Αυτό σημαίνει ότι η αποδιάρθρωση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν η ιστορική νέμεση ενάντια σε ένα τεχνητό κατασκεύασμα [30] , ούτε η διόρθωση ενός ιστορικού λάθους. Εσωτερικές αντιφάσεις της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας σε σχέση με τις κοινωνικές σχέσεις και την ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη καπιταλιστικών στοιχείων και τον τρόπο που αυτά διαπλέχθηκαν με τις στρατηγικές των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών σχηματισμών μπορούν να εξηγήσουν την εμφάνιση υποψήφιων συνασπισμών εξουσίας σε εθνική βάση προς το τέλος της δεκαετίας του '80.

3. Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία: κρατικός καπιταλισμός και άνιση ανάπτυξη

Οι αντιφάσεις που θα σφραγίσουν την σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία οφείλουν να ειδωθούν τόσο στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων και της οικονομικής οργάνωσης όσο και στο επίπεδο της διαχείρισης του εθνικού ζητήματος.

Η πρόταξη των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων δεν είναι τυχαία. Οφείλουμε να ξεκόψουμε από κάθε ιδεαλιστική εκδοχή που θεωρεί ότι αιτίατων αντιφάσεων ήταν ο εθνικισμός ή τα εθνικά ζητήματα. Σύμφωνα με το αναλυτικό σχήμα που ακολουθούμε, η ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων αποτελεί αποτέλεσμα και όχι απαρχή της όλης διαδικασίας. Η ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων σε ιδεολογικό επίπεδο αντιστοιχεί πρώτα και κύρια στην συγκρότηση συνασπισμών εξουσίας (ή εν δυνάμει συνασπισμών) που αντιστοιχούν σε τοπικούς κόμβους καπιταλιστικής συσσώρευσης και στην προσπάθεια συγκρότησης μιας ηγεμονικής σχέσης με λαϊκά στρώματα [31] . Ακόμη και αν η ανάπτυξη εθνικής ιδεολογίας προηγείται της συγκρότησης κρατικών μορφών εντούτοις και σε αυτή την περίπτωση αποτυπώνει την συγκρότηση εν δυνάμει συνασπισμών εξουσίας (θα πρέπει μάλιστα να παραδεχτούμε ότι η λειτουργία των διανοουμένων σε τέτοιες διαδικασίες ανάδυσης εθνικών κινημάτων αποδεικνύει την σημασία που έχει ο ορισμός της διανόησης εντός μιας κρατικήςσε τελική ανάλυση λειτουργίας).

Με αυτή την έννοια το πρώτο στοιχείο στο οποίο πρέπει να σταθεί κανείς είναι ο βαθμός στον οποίο η «σοσιαλιστική οικοδόμηση» της Γιουγκοσλαβίας περιείχε έντονα στοιχεία άνισης (κρατικο)καπιταλιστικής ανάπτυξης [32] .

Η διαδικασία συγκρότησης του Γιουγκοσλαβικού προτύπου περιείχε διάφορες φάσεις μέχρι την πλήρη εφαρμογή αυτού που ονομάστηκε αυτοδιαχείριση [33] . Παρότι η Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε με μια αναπαραγωγή του Σοβιετικού προτύπου γρήγορα επιλέχτηκαν διαφοροποιητικά στοιχεία για μια σειρά από λόγους --μέρος των οποίων είχε σχέση με τους όρους ένταξης της Γιουγκοσλαβίας στις διεθνείς συναλλαγές.

Οι βασικές διαφορές από τα σοβιετικό πρότυπο ήταν: η έμφαση όχι στην κρατική ιδιοκτησία, αλλά στην «κοινωνική», την ιδιοκτησία δηλαδή από το λαό και την διαχείριση από τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης. Ο περιορισμός του ρόλου του πλάνου σε γενικούς ενδεικτικούς στόχους. Η απουσία πολιτικής σταθερών τιμών. Η έμφαση στην αυτονομία απόφασης και κίνησης κάθε επιχείρησης. Η σταδιακή έμφαση στη συγκρότηση μιας μορφής αγοράς που θα επιταθεί ειδικά από τη δεκαετία του '70 και μετά. Η έμφαση στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος [34] παρά στην κρατική χρηματοδότηση (εξαίρεση οι αναδιανεμητικές δαπάνες) [35] .

Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ότι παρά την τυπική μορφή της κοινωνικής ιδιοκτησίας, το κρίσιμο στρώμα είναι αυτό του διευθυντικού προσωπικού [36] όπου εντοπίζονται σχετικά νωρίς στοιχεία συγκρότησης μιας κρατικής αστικής τάξης. Η συλλογική νομική ιδιοκτησία δεν θα αναιρεί επομένως την αναπαραγωγή μορφών κρατικού καπιταλισμού. Αυτό αποτυπώνεται και στον ψηλό βαθμό αυτονομίας και επιχειρηματικής ευχέρειας κινήσεων και οδηγεί στην προσπάθεια αναβάθμισης της όποιας μεμονωμένης επιχείρησης (η αναφορά αυτή θα επιτείνεται και ως μοχλός συναίνεσης). Παρότι η αναφορά σε οικονομία της αγοράς θα είναι ιδιαίτερα έντονη, στην πραγματικότητα αυτό που ορίστηκε ως αγορά ήταν ένα μεγάλο φάσμα από αποκεντρωμένες διαδικασίες απόφασης και συντονισμού (κάτι που θα επιτείνει την ισχύ των τοπικώνκυβερνήσεων σε βάρος της ομοσπονδιακής). Η κοινωνική ιδιοκτησία και η έμφαση στην αποκέντρωση θα έχει ως συνέπεια μια ιδιαίτερη τοπική κατανομή των επιχειρήσεων (δεν θα υπάρχουν άλλωστε -- με εξαίρεση τις αμυντικές βιομηχανίες -- ομοσπονδιακές επιχειρήσεις [37] ) που τα διάφορα κεντρικά σχέδια δεν θα αντιστρέψουν, πόσο μάλλον που όλο και περισσότερο η έμφαση στους τοπικούς μηχανισμούς διαμεσολάβησης και απόφασης (όπως και η τυπική λειτουργία των «αυτοδιαχειριστικών» διαδικασιών ως μηχανισμού νομιμοποίησης) επιτείνει την τάση τοπικής αναφοράς. Αυτό σημαίνει ότι στην Γιουγκοσλαβία τόσο τα στρώματα της κρατικής αστικής τάξης, όσο και η διαδικασία με την οποία αυτά προχωρούσαν στις --ευρείες ομολογουμένως-- παραχωρήσεις προς λαϊκά στρώματα, γίνονταν όλο και περισσότερο σε τοπικό επίπεδο. Αυτό βέβαια δεν έγινε από την μια στιγμή στην άλλη: προϋπέθετε την πολιτική ήττα σε επάλληλες φάσεις των στρωμάτων της κρατικής αστικής τάξης που υποστήριξαν μια εκδοχή κεντρικοποιημένης οικονομικής ανάπτυξης [38] .

Το αποτέλεσμα αυτή της διαδικασίας ήταν η επίταση τάσεων άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας με ιδιαίτερη πόλωση ανάμεσα σε Βορρά και Νότο [39] . Αυτό οδηγεί στην έμφαση σε αναδιανεμητικές δαπάνες προς τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές [40] . Με τα σειρά της όμως αυτή η έμφαση οδηγεί σε ένα ατέρμονο παιχνίδι πολιτικής διαπραγμάτευσης εντός της ομοσπονδιακών θεσμών για τον όγκο και την κατανομή των αναδιανεμητικών δαπανών [41] (ας θυμηθούμε ότι σε γενικές γραμμές η γιουγκοσλαβική «αγορά» δεν περιείχε την δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων ή παραγωγικών συντελεστών μεταξύ των δημοκρατιών οπότε αυτό που έμενε ήταν οι ομοσπονδιακές δαπάνες). Θα συγκροτηθεί έτσι ένα περίγραμμα πολιτικής διαπάλης όπου οι ευπορότερες δημοκρατίες --Σλοβενία και Κροατία-- θα αντιδρούν σε αυτό που όριζαν ως βάρος της συνεισφοράς τους στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό (και κυρίως το ταμείο για τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές). Από την άλλη οι όροι κατανομής και αξιοποίησης αυτών των δαπανών δεν θα κατορθώσουν να αντιστρέψουν τις τάσεις άνισης ανάπτυξης (παρά την ονομαστική αύξηση διαφόρων δεικτών στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές), αντίθετα αυτές μάλλον θα επιτείνονται (βλ. σχετικό πίνακα). Το ενδιαφέρον είναι ότι παρότι η διαδικασία πολιτικής απόφασης θα γίνεται όλο και πιο περίπλοκη και σύνθετη (ειδικά μετά τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του '74) με στόχο τον περιορισμό των αποκλινουσών τάσεων και την υποχρεωτική «συνεργασία» των επιμέρους δημοκρατιών, εντούτοις το πολιτικό αποτέλεσμα θα είναι το ακριβώς αντίθετο: η έμφαση στην συγκρότηση εντός κάθε δημοκρατίας όρων επαρκούς πολιτικής ισχύος ώστε να μπορούν να μπαίνουν με καλύτερους όρους στην διαδικασία διαπραγμάτευσης [42] .

Για να καταλάβουμε τι σήμαινε η ολοένα και μεγαλύτερη τοπικοποίηση των οικονομικών πρακτικών στην Γιουγκοσλαβία θα αναφέρουμε δύο παραδείγματα: πρώτον ότι από ένα σημείο και μετά θα συγκροτηθούν τοπικές αερογραμμές στην Γιουγκοσλαβία. Δεύτερον ότι σε 45 χρόνια δεν θα κατορθωθεί να φτιαχτεί ένας πανγιουγκοσλαβικός αυτοκινητόδρομος με ενιαίες προδιαγραφές αφού κάθε δημοκρατία θα διαχειρίζεται για το τοπικό δίκτυό της τα σχετικά κονδύλια ή θα φτιάχνει μόνο μέρος τους κατά το δοκούν [43] ! Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι δεν θα μπορέσει να υπάρξει ενιαία πολιτική θαλάσσιων μεταφορών αφού κάθε δημοκρατία με πρόσβαση στην Αδριατική προωθεί δικό της λιμάνι ενώ σε απάντηση η Σερβία θα προσπαθήσει να δώσει έμφαση στις μεταφορές μέσω Δούναβη. Τέλος θα θεωρείται σκόπιμο να φτιάχνονται τοπικές (και μάλλον μη παραγωγικές) τοπικές χαλυβουργίες [44] .

4. Η πίεση από τις διεθνείς συναλλαγές, καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων

Μια προσέγγιση αυτών των τάσεων όμως δεν μπορεί παρά να σταθεί και σε ένα άλλο καθοριστικό στοιχείο: το βαθμό διαπλοκής της Γιουγκοσλαβίας στις διεθνείς οικονομικές πρακτικές.

Εδώ χρειάζεται να κάνουμε μια μεθοδολογική παρένθεση. Οι σχηματισμοί με στοιχεία κρατικού καπιταλισμού παρά τα εκμεταλλευτικά στοιχεία τους εμφάνιζαν πολύ υψηλότερα ποσοστά παραχωρήσεων και συμβιβασμών με εργατικά και λαϊκά στρώματα (αυτό εξηγεί γιατί επί της ουσίας η κατάρρευσή τους ήταν πραγματική ήττα για τις λαϊκές τάξεις). Αυτό όμως είχε ως συνέπεια και μία τάση μειωμένης παραγωγικότητας σε σχέση με τους σχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που επιτεινόταν και από τους όρους συγκρότησης της κυρίαρχης εκμεταλλεύτριας τάξης (που δεν είχε το ίδιο κίνητρο με τους ατομικούς καπιταλιστές για ανταγωνιστικές αυξήσεις της παραγωγικότητας). Σε αυτά τα πλαίσια η ένταξη τέτοιων σχηματισμών στην διεθνές οικονομικό σύστημα αποτελούσε την έκθεση σε τάσεις υπέρτερης αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτή η πίεση απειλούσε όλο το φάσμα των συμβιβασμών και παραχωρήσεων προς λαϊκά στρώματα.

Έτσι αναζητήθηκαν όροι εναλλακτικής οικονομικής διαπλοκής που να περιορίζουν τα βαθμό συναλλαγής με τους σχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας μηχανισμούς και να στηρίζονται σε μορφές διοικητικής υποκατάστασης και τροποποίησης των διαφορών παραγωγικότητας. Αυτό αποτυπώθηκε στην συγκρότηση της ΚΟΜΕΚΟΝ, αλλά και ένα ολόκληρο φάσμα από οικονομικές πρακτικές (συχνά και με έντονο το στοιχείου του αντιπραγματισμού).

Η Γιουγκοσλαβία από την άλλη μέσα από την ρήξη Στάλιν-Τίτο και την έξοδο από την Κομινφόμ ήταν πολύ περισσότερο εκτεθειμένη στην οικονομική διαπλοκή με τη Δύση. Αυτό δεν είχε μόνο την μορφή της άμεσης οικονομικής βοήθειας [45] (που ήταν αρκούντως μεγάλη αφού η Γιουγκοσλαβική ιδιαιτερότητα διευκόλυνε τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς), αλλά πάνω από όλα ένα πολύ μεγάλο φάσμα από εμπορικές συναλλαγές και δυτικές επενδύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η Γιουγκοσλαβία (το 1965, την στιγμή τομής στην αναπροσαρμογή της οικονομικής πολιτικής) θα επιλέξει να αποδεχτεί τις ρήτρες της GATT σε σχέση με τους δασμούς [46] . Η προσπάθεια αυτή θα στηρίζεται και σε πολιτικούς υπολογισμούς [47] . Παρότι μετά τις αλλαγές που θα φέρει το 20ο Συνέδριο στην ΕΣΣΔ και την επαναπροσέγγιση που θα ακολουθήσει με την Γιουγκοσλαβία και παρά τα δυνατότητα που δινόταν για διαπλοκή με την ΚΟΜΕΚΟΝ, οι Γιουγκοσλάβοι υπεύθυνοι θα συνεχίσουν να επιδιώκουν συναλλαγές με τη Δύση ώστε να μην απορροφηθούν από το σοβιετικό μπλοκ.

Είναι γεγονός ότι οι ίδιοι οι Γιουγκοσλάβοι θα προσπαθήσουν να δώσουν έμφαση στην αυτάρκεια της χώρας, εντούτοις ο βαθμός διαπλοκής με τις διεθνείς συναλλαγές θα εντείνεται. Αυτό έχει μια σειρά από συνέπειες. Πρώτον πιέζει διαρκώς για την αύξηση --με καπιταλιστικούς όρους-- της παραγωγικότητας, οξύνοντας τις αντιφάσεις της κρατικοκαπιταλιστικής μορφής. Δεύτερον οξύνει τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις τάσεις άνισης ανάπτυξης: ενισχύει εκείνες τις περιοχές που μπορούσαν να παρέχουν εμπορεύσιμα στη Δύση προϊόντα, κυρίως τις Βόρειες Δημοκρατίες, ενώ δημιουργεί πιέσεις σε περιοχές που είτε στηρίζονται στην αγροτική παραγωγή είτε στην παραγωγή πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων για τις λοιπές βιομηχανίες. Αυτές οι δεύτερες περιοχές θα πλήττονται είτε γιατί θα απευθύνονται στις αγορές της Ανατολής, είτε --κυρίως-- γιατί απευθυνόμενες στην εσωτερική αγορά της Γιουγκοσλαβίας υφίστανται διοικητικά μειωμένες τιμές.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι αυτή η οικονομική διαπλοκή θα είναι και ένας δείκτης των αντιφάσεων της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης». Μια από τις εμπειρικές αποτυπώσεις θα είναι ότι από τη δεκαετία του '70 έως τα μέσα της δεκαετίας του '80 ο συνδυασμός παγκόσμιας ύφεσης και εσωτερικών αντιφάσεων της Γιουγκοσλαβίας θα οδηγήσει σε μείωση των συναλλαγών με τη Δύση (που θα παραμείνουν βέβαια υψηλότερες από ό,τι στην Ανατολή) και μια μεγαλύτερη τάση συναλλαγών με την ΚΟΜΕΚΟΝ. Οι κίνδυνοι που θα θεωρηθεί ότι συμπυκνώνει αυτή η τάση είναι και ένας από τους λόγους που θα επιτείνουν απόπειρες οικονομικών μεταρρυθμίσεων.

Ειδική μορφή αυτής της διαπλοκής (που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην δεκαετία του '80) είναι το φάσμα των δανείων από την παγκόσμια τράπεζα και το ΔΝΤ. Παρότι αυτά τα δάνεια αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό έναν πολιτικό υπολογισμό των ιμπεριαλιστικών σχηματισμών (την επιβράβευση δηλαδή της απόσχισης της Γιουγκοσλαβίας από το σοβιετικό μπλοκ και την λειτουργία της ως ανάχωμα απέναντι στην ΕΣΣΔ) εντούτοις θα έχουν σταδιακά όλο και μεγαλύτερες συνέπειες λειτουργώντας και αυτά ως μοχλός πιέσεων.

Τέλος πρέπει να πούμε ότι ένας τελευταίος μοχλός εισαγωγής πιέσεων από τις τάσεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα είναι η ειδική εξάρτηση της Γιουγκοσλαβίας από τους άδηλους πόρους. Από τη μια γιατί η γιουγκοσλαβική ηγεσία θα επιτρέψει (στο βαθμό που δεν μπόρεσε να έχει σχεδόν ποτέ μια πολιτική πλήρους απασχόλησης) την μαζική μετανάστευση, από την άλλη λόγω της σημασίας της τουριστικής βιομηχανίας. Αυτού του είδους όμως οι εισροές είναι πολύ ευαίσθητες στην συνολική οικονομική συγκυρία και μετά το 1981 θα μειωθούν (οι μεταναστευτικές εισροές) λόγω της ευρωπαϊκής οικονομικής ύφεσης [48] , αν και ο αριθμός των τουριστών θα αυξηθεί στην περίοδο 1985-90 [49] .

5. Η διαχείριση του εθνικού ζητήματος στη Γιουγκοσλαβία

Πριν περάσουμε στην διαδικασία αποδιάρθρωσης πρέπει να δούμε την ιδιαιτερότητα του τρόπου διαχείρισης του εθνικού ζητήματος στην Γιουγκοσλαβία. Οι παράγοντες που το καθόρισαν θα είναι από τη μια η αντιφατική κληρονομιά της πρώτης Γιουγκοσλαβίας [50] και της κατοχής, η πραγματικότητα δηλαδή «αδικαίωτων» εθνικών οραμάτων, από την άλλη η ανισότητα στην ανάπτυξη του αντιφασιστικού συνασπισμού (μεγαλύτερη ανάπτυξη στη Σερβία παρά στην Κροατία για να δώσουμε ένα παράδειγμα). Όσο λοιπόν και αν το μόνο νομιμοποιημένο με πραγματικούς όρους πολιτικό πρόγραμμα την επαύριον της απελευθέρωσης ήταν αυτό ενός σοσιαλιστικού γιουγκοσλαβισμού, η αποφυγή νέων αντιφάσεων επέβαλε την συγκρότηση μιας ομοσπονδιακής μορφής, την τυπική δηλαδή επίλυση των προηγούμενων εθνικών προβλημάτων. Αυτό περιελάμβανε μια διαδικασία σε δύο επίπεδα: αναγνώριση εθνοτήτων και συγκρότηση των επιμέρους δημοκρατιών.

Σε μια πρώτη φάση αυτό περιελάμβανε κυρίως την συγκρότηση των ιστορικών εθνοτήτων [51] (που οφείλουν να έχουν την δυνατότητα διακριτής διοικητικής συγκρότησης) με την βασική προσθήκη δύο στοιχείων: πρώτον την παραδοχή της μακεδονικής ταυτότητας σε μια συστηματική προσπάθεια αποβουλγαρισμού της, ώστε να απαντηθεί και η βουλγαρική προσπάθεια προσεταιρισμού αυτών των πληθυσμών, όπως θα αποτυπωθεί στην συγκρότηση μακεδονικής δημοκρατίας και στην για πρώτη φορά κωδικοποίηση μιας «μακεδονικής» γλώσσας. Δεύτερον την διατήρηση των ιστορικών διοικητικών ορίων χωρίς μεγάλες ανακατανομές, πράγμα που σήμαινε την συγκρότηση της Βοσνίας ως διακριτής πολιτικής οντότητας, παρότι εθνολογικά ανάμεικτη, με την ελπίδα σε πρώτη φάση ότι θα αποτελούσε και το πεδίο συγκρότησης του αμαλγάματος μιας γιουγκοσλαβικής ταυτότητας [52] (και το ανάχωμα απέναντι στην ταυτόχρονη ιστορική διεκδίκησή της από Σερβικά και Κροατικά εθνικά προγράμματα). Θα στηρίζεται και σε μια προβολή μιας γιουγκοσλαβικής ταυτότητας [53] .

Η δεύτερη φάση της διαχείρισης συνδυάζεται χρονικά με το φάσμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που εντείνουν και τις τάσεις άνισης ανάπτυξης. Στηρίζεται και στη συνθετοποίηση της διαχείρισης του εθνικού ζητήματος με σκοπό την αλληλοεξουδετέρωσητων αποκλινουσών τάσεων. Σε αυτό το σύνθετο παιχνίδι δύο τάσεις θα πρυτανεύσουν: Πρώτον η αντίληψη περιορισμού της Σερβίας και προληπτικής απάντησης σε ότι οριζόταν ως μεγαλοσερβικές τάσεις [54] . Είδαμε ότι ο πρώτος μοχλός ήταν η διοικητική ένταξη σερβικών πληθυσμών σε άλλες δημοκρατίες. Ο δεύτερος θα είναι η συγκρότηση αυτόνομων περιοχών εντός της Σερβίας (Κόσοβο και Βοϊβοδίνα [55] ) , με σχεδόν όλα τα δικαιώματα δημοκρατιών. Δεύτερον η προσθήκη των Μουσουλμάνων σε αυτό το πραγματιστικό [56] παιχνίδι ισορροπιών και αλληλοεξουδετερώσεων, ως συγκροτούντος επίσης την ομοσπονδία έθνους [57] . Δεν είναι τυχαίο ότι εγκαταλείπεται και η έμφαση στην γιουγκοσλαβική εθνική ταυτότητα.

Οι κινήσεις αυτές εκ των πραγμάτων θα ενισχύουν τις αποκλίνουσες τάσεις στο βαθμό που οι αναφορές σε τοπικό και όχι ομοσπονδιακό επίπεδο θα επικυρώνονται και θα γίνονται κυρίαρχες. Παρότι είχαν σε μεγάλο βαθμό και αυτό το χαρακτήρα δεν ήταν μόνο τεχνητές λύσεις: αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα των άνισων τάσεων ανάπτυξης, την συγκρότηση των στρωμάτων της κρατικής αστικής τάξης σε τοπική και όχι ομοσπονδιακή βάση (μετά την ήττα των κεντρικοποιητικών τάσεων που εξέφραζε ο Ράνκοβιτς [58] ) .

Στο βαθμό επομένως που δεν μπορούσαν να απαντηθούν οι πραγματικές ρίζες των άνισων τάσεων η διαχείριση όξυνε τα προβλήματα. Αυτό είχαν υπόψη τους στρώματα της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας όπως και ο ίδιος ο Τίτο προς το τέλος της ζωής του. Όμως η λύση την οποία πρόκριναν --δηλαδή ο συνδυασμός έντασης της αποκέντρωσης με μια ιδεολογικήπολεμική στον εθνικισμό γύρω από το σύνθημα «ενότητα και αδελφότητα»-- ενείχε τον σπόρο τη αυτοαναίρεσης: Ο εθνικισμός στην Γιουγκοσλαβία δεν ήταν ένα κυρίως ιδεολογικό πρόβλημα, αλλά μια σύνθετη αντικειμενική οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και το παράδοξο σε ιδεολογικό επίπεδο, ειδικά σε νεώτερες γενιές, να υπάρχει θετική αναφορά στην γιουγκοσλαβική ταυτότητα, αλλά αυτό να μην αντιστρέφει τις αποκλίνουσες τάσεις.

6. Η πραγματικότητα των αποκλινουσών τάσεων

Αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών ήταν οι τεράστιες αποκλίσεις σε όλους σχεδόν τους βασικούς δείκτες εντός της Γιουγκοσλαβίας: κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μέσος μισθός, ποσοστό ανεργίας, δείκτες αλφαβητισμού, κατανομή παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Αυτές οι αποκλίσεις καταγράφονταν και σε πολιτικό επίπεδο. Αντίθετα από τη μυθική εικόνα μιας επιθετικής Σερβίας, οι πρώτες εκφράσεις επιθετικών «εθνικισμών» (τα εισαγωγικά υπογραμμίζουν το συμβατικό χαρακτήρα αυτής της σύνθετης πολιτικής διαδικασίας) ήταν από τις βόρειες δημοκρατίες και ειδικά την Κροατία με βασικά επίδικα αντικείμενα τη ακόμη μεγαλύτερη αποκέντρωση και την μείωση των αναδιανεμητικών δαπανών [59] . Ιδεολογικά αυτό θα αποτυπωθεί στην περίφημη Κροατική άνοιξη [60] με βασικά σημεία την έμφαση στην κροατική εθνική ταυτότητα, τις τάσεις ιστορικού αναθεωρητισμού [61] (χαρακτηριστική στιγμή η προσπάθεια του Τούτζμαν να υποδεκαπλασιάσει τον αριθμό των Σέρβων που υπήρξαν θύματα του καθεστώτος των Ουστάσι), και την έμφαση στην ιδιαιτερότητα της «κροατικής» γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε θα φαλκιδευτεί κάθε δυνατότητα να συνταχθεί ένα κοινά αποδεκτό λεξικό της Σερβοκροατικής [62] ! Παράλληλα για πρώτη φορά θα αρχίσουν να διατυπώνονται και αποχρώσεις ανεξαρτησίας [63] .

Το αποτέλεσμα θα είναι συστηματική δίωξη των ιδεολογικών αποχρώσεων αυτών (εκκαθάριση του Κροατικού κόμματος μαζί με μια «εξισορροπητική» εκκαθάριση του Σερβικού) με την ταυτόχρονη επικύρωσή των πολιτικών τάσεων στην συνταγματική αναθεώρηση. Αυτή η διττότητα θα σφραγίσει την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας. Η συστηματική αναφορά στην ενότητα δεν θα μπορεί να κρύψει ότι στο σύνθετο παιχνίδι της διαδικασίας απόφασης η έμφαση δίνεται στην κατοχύρωση «εθνικών δικαιωμάτων». Αυτό δεν θα αφορά μόνο τις βόρειες δημοκρατίες αλλά και την Μακεδονία αλλά και το Κόσοβο. Το Σερβικό πολιτικό προσωπικό τείνει στην υπεράσπιση της ομοσπονδιακής μορφής, πόσο μάλλον που οι Σέρβοι είχαν συγκριτικά υψηλή αντιπροσώπευση στους ομοσπονδιακούς μηχανισμούς [64] . Θα διαμορφωθεί έτσι ένα ιδιότυπο περίγραμμα πολιτικής συμπεριφοράς όπου οι μικρότερες δημοκρατίες και αυτόνομες περιοχές του Νότου θα συμμαχούν με την Σερβία σε ότι αφορά τις αναδιανεμητικές δαπάνες και με τις βόρειες δημοκρατίες σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δικαιώματα και τις τάσεις αποκέντρωσης [65] .

Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 θα πάψει η εμμονή σε μια ενιαία γιουγκοσλαβική εθνικήταυτότητα και θα υπάρξει μια συστηματική προσπάθεια ιδεολογικής πολεμικής απέναντι στην έννοια του γιουγκοσλάβουως εθνικού προσδιορισμού (έστω και αν προς τα τέλη της δεκαετίας του '70 όλο και περισσότεροι θα επιλέγουν προσωπικά αυτή την ταυτότητα), τείνοντας προς μια αντίληψη ότι ο γιουγκοσλαβισμός είναι η ταυτόχρονη απελευθέρωση και συμβίωση των επιμέρους εθνοτήτων [66] .

7. Η οικονομική κρίση οξύνει τις αποκλίνουσες τάσεις

Η κυρίαρχη αντίληψη αποδίδει μεγάλη σημασία στο γεγονός του θανάτου του Τίτο ως παράγοντα που επιτάχυνε την αποδιάρθρωση. Αυτό εναρμονίζεται άλλωστε με τη φιλολογία περί τεχνητού κατασκευάσματος. Γνώμη μας είναι ότι οι ρίζες της αποδιάρθρωσης βρίσκονται στις ειδικές συνθήκες που δημιούργησε στο έδαφος των προηγούμενων αντιφάσεων η οικονομική κρίση της δεκαετίας του '80 και ο επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων των ιμπεριαλιστικών κέντρων [67] .

Η δεκαετία του '80 θα είναι περίοδος εντονότατης οικονομικής κρίσης στη Γιουγκοσλαβία: υποχώρηση της παραγωγής, πληθωρισμός, αύξηση της ανεργίας, διόγκωση του εξωτερικού χρέους [68] . Αυτό επιτεινόταν από την παγκόσμια ύφεση στην οποία ήταν πολύ πιο εκτεθειμένη η Γιουγκοσλαβία λόγω συναλλαγών με την Δύση, ύφεση που εσωτερικευόταν με άνισο τρόπο αφού η υποχώρηση ειδικά στις τιμές των πρώτων υλών και των αγροτικών προϊόντων έπληττε κατεξοχήν τις νότιες περιοχές (και τη Σερβία) και όχι τις βόρειες δημοκρατίες που μπορούσαν να προβάλουν το σχετικά φτηνό αλλά επιδέξιο εργατικό δυναμικό τους σε βιομηχανίες καταναλωτικών προϊόντων [69] .

Ειδική σημασία θα αποκτήσει το πρόβλημα του εξωτερικού δανεισμού. Μπροστά στον κίνδυνο της κατάρρευσης, η Γιουγκοσλαβική ηγεσία θα δεχτεί να υποστηρίξει ιδιαίτερα σκληρά προγράμματα λιτότητας για να μπορέσει να συνεχίσει να δανείζεται από το εξωτερικό, αντίστοιχα με αυτά που προτάθηκαν σε μια σειρά από υπερχρεωμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Βασικός στόχος ήταν η ακύρωση των παραχωρήσεων και συμβιβασμών προς τη μεριά της εργατικής τάξης που είχαν σφραγίσει την προηγούμενη περίοδο. Στην αρχή της δεκαετίας του '80 αυτό γινόταν εκ του αποτελέσματος των πολιτικών λιτότητας, προς το τέλος της πήρε τη μορφή της ρητής απαίτησης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για ακύρωση των τυπικών μορφών κοινωνικής ιδιοκτησίας (ιδιωτικοποιήσεις, μαζικές απαξιώσεις κεφαλαίου, ανατροπή των όρων του τραπεζικού συστήματος) [70] . Σε αυτή την περίοδο το επιτελείο της Ένωσης Κομμουνιστών επιλέγει να μιλήσει ανοιχτά για μια διαδικασία ανοιχτής μετάβασης σε πιο καθαρές καπιταλιστικές μορφές και επιλέγεται η διαπλοκή με την ΕΟΚ [71] .

Αυτή η διαδικασία είχε σοβαρές συνέπειες στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων και της διαχείρισης του εθνικού ζητήματος. Σε κοινωνικό επίπεδο μέσα από μια τρομαχτική αύξηση των απεργιών και των εργατικών διεκδικήσεων απέναντι στην λιτότητα και τον κίνδυνο πλήρους αναίρεσης των κατακτήσεων. Η κοινωνική δυσαρέσκεια και απονομιμοποίηση της κομματικής ηγεσίας είναι ένα από τα βασικά πολιτικά χαρακτηριστικά της περιόδου [72] . Στο εθνικό επίπεδο, το επίδικο αντικείμενο επιμερισμού του κόστους της πίεσης από τον διεθνή ανταγωνισμό θα εντείνει τις αποκλίνουσες τάσεις. Ο επιμερισμός του κόστους άλλωστε δεν αφορούσε μόνο τα ίδια τα ηγετικά στρώματα, αλλά και την ικανότητά τους να συγκροτούν κοινωνικές συμμαχίες με τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα. Πόσο μάλλον που αυτό το κόστος διαπλεκόταν άμεσα και με το θέμα των αναδιανεμητικών δαπανών.

Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του '70 μείωσε τα περιθώρια πρόσβασης των Γιουγκοσλαβικών προϊόντων στη Δύση και οδήγησε σε μια αύξηση των συναλλαγών (ως ποσοστό) με την ΚΟΜΕΚΟΝ στην περίοδο 1970-1985 [73] . Αυτός ο προσανατολισμός είχε όμως άνιση κατανομή κατά δημοκρατίες (για παράδειγμα η Σερβία είχε μεγαλύτερο ποσοστό συναλλαγών με την ΚΟΜΕΚΟΝ). Ηγετικά στρώματα στις βόρειες δημοκρατίες θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να επιβιώσουν καλύτερα με όρους ανεξαρτησίας ή ριζικά τροποποιημένης ομοσπονδίας, εκμεταλλευόμενοι την ειδική πρόσβαση στις δυτικές αγορές. Αυτό κατά τη γνώμη μας επιτείνεται από την αλλαγή της κατανομής των διεθνών συναλλαγών στην περίοδο 86-88 οπότε εμφανίζεται σημαντική αύξηση του προσανατολισμού των συναλλαγών προς τη Δύση (κύρια ΕΟΚ) [74] . Αυτή η τροποποίηση επέτεινε την αίσθηση «ιστορικής ευκαιρίας» [75] .

Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσουμε ότι η συγκρότηση τάσεων ανεξαρτησίας των Βορείων δημοκρατιών ήταν αποτέλεσμα απλά και μόνο ενός οικονομικού υπολογισμού [76] . Ήταν και αποτέλεσμα πολιτικού υπολογισμού των κοινωνικών συμμαχιών. Η ανεξαρτησία έδινε την δυνατότητα κοινωνικών συμμαχιώνμε ευρύτερα λαϊκά στρώματα, τόσο σε υλικό επίπεδο, όσο και σε ιδεολογικό μέσα από την μετατόπιση του επίδικου αντικειμένου στην «εθνική ολοκλήρωση». Επιπλέον ο συνδυασμός ανεξαρτησίας και πολιτικής φιλελευθεροποίησης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να συνδεθούν με τα κατά βάση αστικά προγράμματα τμήματα των αριστερών αντιπολιτεύσεων σε χώρους νεολαίας και διανοουμένων (παράδειγμα η ιδιαίτερα προβεβλημένη σλοβενική εναλλακτική αριστερά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80). Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι τοπικές ηγεσίες προέκριναν την ανεξαρτησία, αντί για μια εκδοχή γιουγκοσλαβικής φιλελεύθερης «θεραπείας σοκ» [77] που ήταν η πολιτική πρόταση της τελευταίας ομοσπονδιακής κυβέρνησης (με επικεφαλής τον Κροάτη Άντε Μάρκοβιτς) την περίοδο '89-'91: η ανεξαρτησία μπορούσε να προσφέρει και κοινωνική συναίνεση.

8. Ο πραγματικός ιμπεριαλιστικός δάκτυλος

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η διαδικασία αποδιάρθρωσης της Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν μόνο εσωτερική υπόθεση. Σε μεγάλο βαθμό επικαθορίστηκε από τους όρους διαπλοκής με τις τάσεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Δείξαμε τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η οικονομική διαπλοκή και οι δεσμεύσεις που επέβαλε.

Αυτό δεν σημαίνει μια συνωμοσιολογική θεώρηση του ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Οι εσωτερικοί παράγοντες έπαιξαν τον πρωταρχικό ρόλο (όχι με τη μορφή του «εθνικισμού» αλλά με τη συγκρότηση τοπικών συνασπισμών εξουσίας). Από την άλλη όμως η προοπτική αποδιάρθρωσης των κρατικοκαπιταλιστικών τάσεων δημιουργούσε νέες προτεραιότητες και για τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.

Καθοριστική παράμετρος δεν είναι εδώ μια αφηρημένη εκδοχή «επέκτασης» ή δημιουργίας «σφαιρών επιρροής». Το καθοριστικό ήταν ότι καθώς η κρατικοκαπιταλιστική μορφή οδηγιόταν σε αποδιάρθρωση (αναίρεση των παραχωρήσεων και των συμβιβασμών προς την εργατική τάξη) οι σχηματισμοί αυτοί αναδύονταν ως κρίσιμοι κόμβοι της διεθνοποίησης του κεφαλαίου στο βαθμό που, εκτός από μια γενική υποδομή, διέθεταν μια εργατική δύναμη με αναβαθμισμένες δεξιότητες, με μικρό σχετικά κόστος, αλλά και πειθαρχημένη (αποτέλεσμα και της απονομιμοποίησης του κομμουνιστικού προτάγματος). Αυτό δεν σήμαινε νομοτελειακά την υποστήριξη του διαμελισμού. Σήμαινε την υποστήριξη εκείνων των πολιτικών μορφών που θα εξασφάλιζαν πιο αποτελεσματικά το συνδυασμό ανοιχτής εμφάνισης καπιταλιστικών στοιχείων και κοινωνικής ειρήνης [78] . Από τη στιγμή που η εξέλιξη των εσωτερικών αντιφάσεων στη Γιουγκοσλαβία αναδείκνυε ότι αυτή η δυνατότητα ήταν η απόσχιση των πιο ανεπτυγμένων δημοκρατιών ήταν επόμενο να επιταθεί και να ενισχυθεί πολιτικά [79] . Σε αυτό το σημείο, εμφανή αφετηρία αποτέλεσε η Γερμανική πρωτοβουλία και έμφαση στην επικύρωση της απόσχισης της Σλοβενίας και της Κροατίας, των δύο σχηματισμών που κατεξοχήν είχαν χαρακτηριστικά και δυνατότητες να αποτελέσουν κόμβους της διεθνοποίησης [80] .

Αυτό στοιχείο συγκροτεί μια εκδοχή μη συνωμοσιολογικής ή βολονταριστικής, αλλά πραγματικής ιμπεριαλιστικής παρέμβασηςστην αποδιάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας. Ενισχύοντας τη διαδικασία αποδιάρθρωσης και συγκροτώντας εν μέρει και το επίδικο αντικείμενο της σύγκρουσης (μεσολάβηση, αναγνώριση, κατοχύρωση) συνέβαλε καθοριστικά στην έκταση, στην βιαιότητα και στην κατεύθυνση της σύγκρουσης. [81]

Αυτό θα επιταθεί από την συνολική ανατροπή στο διεθνή συσχετισμό που θα φέρει η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ που εκτός των άλλων θα μειώσει και την όποια στρατηγική σημασία είχε τα ανάχωμα Γιουγκοσλαβία για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς [82] . Ο συνδυασμός τάσεων θα οδηγήσει σε συνολική μετατόπιση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής από την υπεράσπιση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας (κάτι στο οποίο έτειναν οι διεθνείς οικονομικοί μηχανισμοί που προέκριναν ομοσπονδιακές λύσεις λιτότητας, νεοφιλελευθερισμού και φυσικά αποπληρωμής του χρέους [83] ) στην αποδοχή και επίταση της αποδιάρθρωσης. Εμφανής στιγμή αυτής της μετατόπισης η αμερικανική πρωτοβουλία για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Βοσνίας.

9. Serbian Blues

Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση στην δυτική βιβλιογραφία περί σερβικής ευθύνης στην όλη διαδικασία. Αυτό παραβλέπει την διαδικασία που περιγράψαμε και μια σειρά από πραγματικά προβλήματα που σφράγισαν την εξέλιξη της Γιουγκοσλαβίας: πρώτον την ειδική διαπλοκή Σερβίας και ομοσπονδιακών μηχανισμών (κάτι που σήμαινε και τεράστια κοινωνικά προβλήματα για σημαντικά κοινωνικά κομμάτια σε περίπτωση αναίρεσης του τελευταίου). Δεύτερον τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης της Σερβίας εντός της ομοσπονδίας (π.χ. οι δυσκολίες που έφερνε η δομή των εξαγωγών της και η αυξημένη εξάρτηση από τις καταρρέουσες ανατολικές αγορές [84] ) . Τρίτον τη σημασία της αναίρεσης των αναδιανεμητικών δαπανών για σερβικές περιοχές. Τέταρτον την ειδικότερη βαρύτητα των κρατικοκαπιταλιστικών μορφών στη Σερβία και τη μεγαλύτερη δυσκολία μετάβασης σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς (γι αυτό υπήρξε στη Σερβία μεγαλύτερη νομιμοποίηση του «σοσιαλισμού» ακόμη και το 1990). Πέμπτον το πραγματικό πρόβλημα των εκτός Σερβίας Σερβικών πληθυσμών [85] (πληθυσμών μειονοτικών από την άποψη των διοικητικών ορίων, αλλά όχι και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους αν κανείς θυμηθεί ότι αυτοί πληθυσμοί απελευθερώθηκαν εθνικά μέσα από τη συγκρότηση της Γιουγκοσλαβίας, συνεισέφεραν στην αντίσταση κατά του ναζισμού κλπ). Η αποδιάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας στη βάση των εσωτερικών συνόρων των οδηγούσε σε περιθωριοποίηση μεγάλων σερβικών πληθυσμών. Αυτό αποτυπώθηκε σε μια σειρά από πραγματικές διακρίσεις σε βάρος τους την παραμονή του εθνικού πολέμου, από την πρώτη μη κομμουνιστική κυβέρνηση της Κροατίας (απολύσεις κλπ. [86] ) .

Το καθοριστικό θα είναι η επιλογή συγκρότησης από ένα σημείο και μετά μιας κοινωνικής συμμαχίας εντός της Σερβίας υπέρ μιας αμυντικής απάντησης με όρους εθνικούς απέναντι στην αποδιάρθρωση (υπεράσπιση σερβικών συμφερόντων) [87], αν και θα υπάρξει μέχρις ενός σημείου μια κατεύθυνση υπεράσπισης της ομοσπονδίας (σχηματικά μέχρι την διετία των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων το '88-'89). Η χαρακτηριστικότερη μορφή αυτής της ταλάντευσης θα είναι η ταυτόχρονη υποστήριξη "Σερβικών δικαίων"(με αιχμή το Κόσοβο) και ενός ανανεωμένου και πιο κεντρικοποιημένου Γιουγκοσλαβισμού (ακόμη και το περίφημο προσχέδιο της ακαδημίας επιστημών της Σερβίας του 1986, που αναφέρεται ως η αφετηρία του σερβικού εθνικισμού και της αποδιάρθρωσης της Γιουγκοσλαβίας περιέχει αυτή την ταλάντευση [88] ) . Άλλωστε ακόμη και η εμφάνιση μιας "σερβικής λύσης" δεν θα είναι ενιαία. Πλάι στις απόψεις περί ενοποίησης των χώρων όπου κατοικούν Σέρβοι, θα υπάρξουν και λογικές «φτωχής πλην τίμιας» Σερβίας, ειδικά από τη στιγμή που θα καταγραφούν και σημαντικά προβλήματα στην υπεράσπιση των εκτός συνόρων «αδελφών» [89]

10. Η παραδοχή των εσωτερικών διοικητικών συνόρων ως εθνικών πυροδότησε τον πόλεμο

Δείξαμε ότι η συγκρότηση της Γιουγκοσλαβίας ως ενιαίας μορφής αντιστοιχούσε σε μια ορισμένη σύμπτωση και σύμφυση εθνικών κινημάτων, όπως και ότι η ταυτόχρονη απελευθέρωση πληθυσμών με διαφορετικά κέντρα εθνικής αναφοράς δεν επιτρέπει να μιλάμε πριν την αποδιάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας για «μειονότητες». Αυτό επιτεινόταν από την ταυτόχρονη αναγνώριση δημοκρατιών και ισότιμων εθνών στην ενιαία Γιουγκοσλαβία. Αν σε αυτό προσθέσουμε τη σύνθετη διαχείριση του εθνικού ζητήματος, μπορούμε να πούμε ότι δεν ήταν δυνατό να αποφύγει κανείς τη σύγκρουση αν δεχόταν τα διοικητικά σύνορα ως εθνικά, αφού συμπαγείς πληθυσμοί που αντικειμενικά είχαν εθνική αναφορά θα αντιδρούσαν στον υποβιβασμό τους σε μειονότητες. Σε αυτό το σημείο η ιμπεριαλιστική νομιμοποίηση της δυνατότητας απόσχισης έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο. Τα τυπικά κριτήρια που έθεσε η ΕΟΚ (επιτροπή Μπατιντέρ [90] ) , δηλαδή η πλειοψηφία σε δημοψήφισμα και η τυπική κατοχύρωση δημοκρατικών δικαιωμάτων δεν απαντούσαν σε αυτό το πρόβλημα. Πόσο μάλλον όταν αυτή η αρχή εφαρμόστηκε στην Βοσνία και ως δημοψήφισμα ορίστηκε η συγκυριακή σύμπραξη ανάμεσα στις δύο από τις τρεις εθνότητες.

Στην πραγματικότητα η ιμπεριαλιστική νομιμοποίηση της απόσχισης σε αυτά τα σύνορα οδηγούσε νομοτελειακά στην πολεμική σύγκρουση [91] και σε μια καθυστερημένη κατά 80 χρόνια διαδικασία εθνικής ομοιογενοποίησης πληθυσμών. Αντίθετα από τη μυθική εικόνα ενός πολέμου βαρβάρων (ή βαρβάρων εναντίων αθώων), οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι έχουν μια συνεκτική λογική: τη συγκρότηση σε εδαφικό επίπεδο εθνικά ομογενών πληθυσμών με την απώθηση των υπολοίπων και την ενοποίηση αυτών των περιοχών. Αυτή η λογική (που στην πραγματικότητα σφραγίζει το σύνολο της ιστορίας της συγκρότησης εθνικών κρατών [92] ) και η απόπειρα ανταλλαγής πληθυσμών, δεν ήταν βέβαια σερβικό προνόμιο: οι πρακτικές εξώθησης, βίαιης μετακίνησης, παραδειγματικών δολοφονιών, βιασμών, στρατόπεδων συγκέντρωσης αφορούσαν και τις Κροατικές κινήσεις αλλά από ένα σημείο και μετά και τις μουσουλμανικές [93] . Αρκεί να θυμηθούμε ότι η μεγαλύτερη βίαιη μετακίνηση πληθυσμών (εθνοκάθαρση) στην ιστορία του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας ήταν αυτή των Σέρβων της Κράινα [94] . Το ίδιο ισχύει για το θέμα του εθνικισμού. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί την έκταση του εθνικισμού και αυταρχισμού του καθεστώτος Τούτζμαν. [95]

Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τις δυνατότητες μιας άλλης πορείας, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι η ιμπεριαλιστική κατοχύρωση των διοικητικών συνόρων ως εθνικών ήταν η καθοριστική πολιτική επιλογή-παρέμβαση που οδήγησε στον πόλεμο, όχι επειδή ενεργοποιούσε προαιώνια πάθη, αλλά στη βάση της δυναμικής που υποτίθεται ότι αναγνώριζε και νομιμοποιούσε.

11. Πόλεμος: η σύγκρουση κοινωνικών συμμαχιών

Η παραδοσιακή εικόνα για τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους αναφέρεται στην μυστηριώδη εμφάνιση ενός αδελφοκτόνου μίσους που συνεπήρε λαούς που μέχρι τότε ζούσαν μαζί ειρηνικά. Αυτό επιτείνεται από ιδεολογικές κατασκευές περί Βαλκανίων που αναπαράγουν προηγούμενες παρουσιάσεις τους ως απολίτιστης ενδοχώρας της Ευρώπης [96] .

Αυτό παραβλέπει ότι οι Γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι δεν ήταν το ξεδίπλωμα ανθρώπινων παθών, αλλά η αντικειμενική σύγκρουση των συμφερόντων διαφορετικών συνασπισμών εξουσίας και των κοινωνικών συμμαχιών τους στο φόντο που δημιούργησε η συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική διαμεσολάβηση.

Στην πραγματικότητα είχαμε μια ιδιότυπη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο εκδοχές κοινωνικής συμμαχίας: η μία ήταν αυτή των βόρειων δημοκρατιών (Σλοβενίας και Κροατίας) υπέρ της απόσχισης με πεδίο σύμπηξης την διανομή και σε λαϊκά στρώματα των όποιων ωφελημάτων από την διαπλοκή με τη διεθνοποίηση [97] χωρίς το προβαλλόμενο βάρος από τις αναδιανεμητικές δαπάνες [98] (αλλά και την ανάγκη αποπληρωμής του γιουγκοσλαβικού χρέους). Η άλλη ήταν η ιδιότυπη κοινωνική συμμαχία στο εσωτερικό της Σερβίας. Μια συμμαχία σε δύο επίπεδα: Από την μια στο εσωτερικό της ίδιας της Σερβίας γύρω από την άρνηση των κοινωνικών συνεπειών της αποδιάρθρωσης (ειδικά για στρώματα με μια ορισμένη διαπλοκή με τον κρατικό μηχανισμό) και μια θεραπείας σόκ (που ειδικά στην παραγωγική διάρθρωση και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της Σερβίας θα σήμαινε μαζική απαξίωση κεφαλαίων και γιγάντωμα της ανεργίας). Από την άλλη με τους εκτός συνόρων σερβικούς πληθυσμούς [99] σε σχέση με την μαζική προοπτική απαξίωσής τους [100] . Γι' αυτό και πολιτικές και στρατιωτικές φιγούρες αυτών των εκτός Σερβίας Σέρβων θα παίξουν έναν μάλλον καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου [101] . Δεν είναι τυχαίο ότι στη Σερβία θα υπάρξει μια παραλλαγή του σχήματος των ιδιωτικοποιήσεων όπου το κράτος (μέσω τραπεζών και κυρίως του Αναπτυξιακού ταμείου της δημοκρατίας) θα πάρει σημαντικό μέρος επιχειρήσεων πρώην κοινωνικής ιδιοκτησίας, περιορίζοντας την έκταση των απαξιώσεων [102] . Η επιλογή διατήρησης του μεγαλύτερου μέρους από τα στοιχεία του προηγούμενου καθεστώτος θα επιταθεί και από τον πόλεμο και το εμπάργκο --και παρά τα στοιχεία νεποτισμού, διαφθοράς και φυσικά παράλληλης οικονομίας-- εξηγεί μέρος της διατήρησης της εξουσίας του σοσιαλιστικού κόμματος.

Ενδιαφέρον έχει η παρέμβαση και άλλων κομματιών σε αυτή τη διαδικασία, όπως ήταν οι γιουγκοσλαβικές διασπορές (αποτέλεσμα της επιλογής να αξιοποιηθεί η μετανάστευση ως πολιτική ενάντια στην ανεργία). Αποτέλεσαν τμήματα με μια ειδική αναφορά σε εθνικιστικά υποσύνολα (αυτό αφορά γενικά τους μετανάστες αφού εξασφαλίζει τη συνοχή τους ως τμήμα της εργατικής τάξης σε υποδεέστερη θέση στις χώρες υποδοχής). Δεν είναι τυχαίες πολιτικές επιλογές όπως η συμμετοχή των διασπορών στην εκλογική διαδικασία στην Κροατία [103] . Η σημασία τους επιτάθηκε από το ότι τέτοια κομμάτια επέστρεφαν στην Γιουγκοσλαβία στο β΄ μισό της δεκαετίας του '80 ως αποτέλεσμα της μείωσης των θέσεων εργασίας στο εξωτερικό.

Αυτή η συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών (προφανώς με ρήγματα) μπορεί να εξηγήσει τη δυναμική των πολέμων τουλάχιστον για ένα διάστημα (η συμμετοχή ανέργων στην πολεμική διαδικασία είναι ένδειξη αυτής της τάσης). Προφανώς και αντικειμενικά ως τάση αποτελούσε μια μετατόπιση πραγματικών τάσεων της πάλης των τάξεων και της αντίδρασης στις συνέπειες της εντεινόμενης καπιταλιστικοποίησης, μετατόπιση υπό αστική δεσπόζουσα. Δεν ήταν όμως μαζική παραπλάνηση ή ιδεολογική σύγκρουση. Ήταν το αποτέλεσμα της αντικειμενικής δυνατότητας αστικών ηγεσιών και κρατικών μηχανισμών να πολώσουν τη σύγκρουση σε αυτή την κατεύθυνση, με βάση την υλικότητα τόσο των κοινωνικών προβλημάτων όσο και των εθνικών ζητημάτων.

Αντίστοιχα η εξάντληση της δυναμικής των όποιων συμμαχιών γύρω από εθνικά ζητήματα επέβαλε αναπροσαρμογές στην έκταση του πολέμου όταν η υπεράσπιση των «αδελφών» έπαυε να είναι θελκτική για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την μετατόπιση του βάρους διεξαγωγής της σύγκρουσης στους ίδιους τους τοπικούς πληθυσμούς (και στα στρώματα που επωφελούνταν από την πολεμική παραοικονομία [104] ) . Αυτός ήταν ο όποιος πραγματισμός της Σερβικής ηγεσίας: η προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στην υπεράσπιση των «εθνικών δικαίων» και την αναμέτρηση με το παρατεταμένο οικονομικό και κοινωνικό κόστος του πολέμου [105] . Αυτό μπορεί να εξηγήσει την εγκατάλειψη των Σερβικών θυλάκων στην Κροατία [106] προς όφελος ενός συμβιβασμού στην Βοσνία.

12. Η απουσία μιας μόνιμης κοινωνικής συμμαχίας υπέρ της ομοσπονδίας

Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι συνολικά έλειψε από το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο της πρώην Γιουγκοσλαβίας μια ευρύτερη πολιτική και κοινωνική λαϊκή συμμαχία υπέρ της διατήρησης της Γιουγκοσλαβίας [107] . Οι πολιτικές προτάσεις υπέρ της ομοσπονδίας [108] δεν είχαν την απαραίτητη κοινωνική υποστήριξη. Η πρώτη ήταν αυτή των εκσυγχρονιστικών μερίδων της κρατικής αστικής τάξης, που εκφράστηκε πολιτικά από την τελευταία ομοσπονδιακή κυβέρνηση (Α. Μάρκοβιτς) που έβλεπε στην δυνατότητα μιας επιταχυνόμενης καπιταλιστικοποίησης στο φόντο λιτότητας και μαζικής απαξίωσης κεφαλαίων την δυνατότητα μετάβασης σε μια νέα μορφή καπιταλιστικής ομοσπονδίας που θα ενοποιεί τις κατακερματισμένες αγορές των δημοκρατιών [109] . Αυτή η πολιτική πρόταση είχε για σημαντικό διάστημα την υποστήριξη των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών (και ειδικά της Παγκοσμίου Τράπεζας και του ΔΝΤ αφού εξασφάλιζε την αποπληρωμή του γιουγκοσλαβικού χρέους). Ταυτόχρονα όμως ως πολιτική πρόταση αναιρούσε κάθε δυνατότητα κοινωνικής συμμαχίας. Εκτός του ότι οδηγούσε (εν μέσω της τιθάσευσης του πληθωρισμού) σε μαζικές απαξιώσεις επιχειρήσεων, προέβλεπε την αναίρεση των βασικών κατακτήσεων των εργαζομένων (ενώσεις συνεταιρισμένης εργασίας, ευνοϊκή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, κοινωνική προστασία). Ως τέτοια μπορεί να εξέφραζε τμήματα των αστικών μερίδων είχε όμως μικρή απήχηση.

Η άλλη πολιτική πρόταση υπέρ της ομοσπονδίας θα είναι αυτή του ομοσπονδιακού στρατού, του μόνο άλλωστε πραγματικά ομοσπονδιακού θεσμού. Ο ομοσπονδιακός στρατός δεν ήταν μόνο το άθροισμα των τοπικών στρατευμάτων (οι τοπικές «εθνικές» στρατιωτικές δυνάμεις υπάγονταν σε μονάδες εδαφικής άμυναςπου θα αποτελέσουν τη βάση των τοπικών κρατικών στρατών) αλλά και μια ομοσπονδιακή δομή με δική της παραγωγική βάση (στρατιωτικές βιομηχανίες) που δεν μπορούσε εύκολα να υπάρξει σε ένα κατακερματισμένο επίπεδο. Αυτό θα κάνει το στρατό να είναι αντίθετος σε κάθε εκδοχή διαμελισμού [110] . Παρόλα αυτά και παρά τις διακηρύξεις για διατήρηση του «σοσιαλιστικού» χαρακτήρα της παραγωγής δεν θα μπορέσει να αναδειχτεί σε ηγεμονική πολιτική δύναμη [111] .

Αποτύπωση της ύπαρξης αυτών των μερίδων της κρατικής αστικής τάξης που υποστήριζαν την ομοσπονδία ήταν η ιστορική ειρωνία ότι η απόφαση αποστολής του στρατού στην Σλοβενία και την Κροατία για να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της ομοσπονδίας ήταν της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με Κροάτη πρωθυπουργό και Κροάτη υπουργό άμυνας (στρατηγός Καντίγεβιτς) [112] .

Αυτό θα οδηγήσει σε αναγκαστική συμπόρευση ομοσπονδιακού στρατού και Σερβίας [113] ενάντια στις αποσχίσεις, έστω και αν σε αυτή την συμπόρευση καταγραφόταν με σαφήνεια ότι πια το '91 η Σερβική επιλογή ήταν η αμυντική υπεράσπιση των σερβικών «δικαίων» και όχι η ομοσπονδία, κάτι που αποτυπώθηκε σε μια σειρά από σημεία: τον περιορισμένο πόλεμο στη Σλοβενία, τον περιορισμό των μετώπων στην Κροατία, την επιλογή διαμελισμού της Βοσνίας (σημείο που θα αποτελέσει σημείο ρήξης των «τιτικών» τάσεων του στρατεύματος [114] με τη σερβική ηγεσία -- ας μην ξεχνάμε ότι ο στρατός διεκδικούσε την ακεραιότητα της Βοσνίας αφού σε μεγάλο βαθμό εκεί ήταν συγκεντρωμένες εγκαταστάσεις και βιομηχανίες του [115] ) .

Από όλα αυτά γίνεται σαφές ότι σε όλη την ιστορία της κρίσης και του πολέμου έλειψε η δυνατότητα μιας πανγιουγκοσλαβικής αριστερής πρότασης που να συνδυάζει την εμμονή στην ομοσπονδία με την υπεράσπιση στοιχείων μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και να οικοδομεί μια κοινωνική συμμαχία που να υπερβαίνει τα όρια των δημοκρατιών. Σε κοινωνικό επίπεδο, σε επίπεδο αυθόρμητων αναπαραστάσεων, διάχυτης κουλτούρας ή τάσεων τέτοια στοιχεία υπήρχαν. Δεν είχαν όμως την δυνατότητα να κατοχυρωθούν πολιτικά με ηγεμονικό τρόπο. Μια τέτοια κοινωνική συμμαχία δεν είναι βέβαιο ότι θα απέτρεπε τον εμφύλιο πόλεμο. Θα του έδινε όμως μια άλλη προοπτική, ένα κοινωνικό περιεχόμενο.

Σύντομα φάνηκαν οι συνέπειες της μετατόπισης των όποιων τμημάτων μιας αριστεράς σε αιτήματα πολιτικής φιλελευθεροποίησης (ειδικά στις Βόρειες δημοκρατίες) και εγκλωβισμού στο σχήμα «κοινωνίας πολιτών». Αυτό σε συνδυασμό με την απονομιμοποίηση του προηγούμενου καθεστώτος οδηγούσε σε σύμπραξη με τις πιο επιθετικές αστικές στρατηγικές (που είχε διαφανεί αρχικά τόσο στην στάση των διανοουμένων στην Κροατική άνοιξη όπου η κινητοποίηση των φοιτητών θα στηρξει τις επιλογές των μερίδων της κρατικής αστικής τάξης που διεκδικούν χαλάρωση των οικονομικών περιορισμών της ομοσπονδίας, αλλά και στην σλοβενική πνευματική δραστηριότητα στη δεκαετία του '80).

13. Η εξέλιξη του πολέμου στη Βοσνία και η αμερικανική παρέμβαση

Στη βάση των παραπάνω μπορούμε να περάσουμε στον τρόπο με τον οποίο ο πόλεμος εντοπίστηκε στην Βοσνία (παράλληλα με την στασιμότητα στις Σερβικές θέσεις στην Κροατία). Εδώ μια παράμετρος θα είναι καθοριστική: η αμερικανική παρέμβαση [116] . Δείξαμε ότι η αμερικανική ταλάντευση ανάμεσα σε μια αρχική υποστήριξη του ενιαίου της Γιουγκοσλαβίας και στην επόμενη παραδοχή της ανεξαρτησίας συναντήθηκε με την προσπάθεια της ΕΟΚ να καταγράψει έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο. Έτσι επελέγη ως πρωτοβουλία η αναγνώριση της Βοσνία με όλες τις συνέπειες που καταδείξαμε.

Αυτή η αναγνώριση δεν μπόρεσε να αντιστρέψει τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης στα πεδία των μαχών και επέβαλε μια επέμβασης που να τερματίσει τον κύκλο αποσταθεροποίησης και να δείξει την δυνατότητα των ΗΠΑ να διαχειρίζονυαι μόνες τοθς κρίσεις [117] . Έτσι επελέγη μια διπλή κίνηση: σχετική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος των Σέρβων (και με νατοϊκές επιθέσεις) στην διετία '94-'95 [118] και συμφωνία συμβιβασμών, με την έννοια της σχετικής αναγνώρισης της σερβικής ισχύος (έστω και με το τίμημα της οριστικής εκκαθάρισης των σερβικών πληθυσμών σε Κροατικό έδαφος). Είχε όμως την για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα διαμόρφωση όρων τεχνητής λύσης προτεκτοράτου [119] με την ειδική βαρύτητα των θεσμών παρέμβασης των δυτικών εγγυητών της συμφωνίας. Είχε όμως και ένα σημαντικό πλεονέκτημα: καθώς η συμφωνία του Ντέητον οδήγησε σε τέλος του πολέμου αποτέλεσε δείκτη αποτελεσματικότητας της αμερικανικής ηγεμονίας [120] .

14. Κόσοβο: η συμπύκνωση των αντιφάσεων

Στη διαδικασία συγκρότησης της Γιουγκοσλαβίας το Κόσοβο θα αποτελέσει μια ιδιαίτερη συμπύκνωση αντιφάσεων. Η περιοχή του Κοσόβου αποτυπώνει την αντιφατικότητα της διαδικασίας εθνικής συγκρότησης στη Βαλκανική. Παρότι αποτέλεσε σημαντικό τμήμα των μεσαιωνικών Σερβικών βασιλείων, η οθωμανική κατάκτηση οδηγεί στη μετακίνηση σημαντικών αλβανικών πληθυσμών προς αυτό και στην αποδημία σερβικών πληθυσμών έως και στις αρχές του 18ου αιώνα [121] . Από την άλλη η συγκρότηση του σερβικού εθνικού προγράμματος θα περιλάβει όλες τις περιοχές της παλιάς Σερβίας άρα και το Κόσοβο.

Αυτή η διεκδίκηση προσκρούει στην παρουσία ισχυρών αλβανικών πληθυσμών. Και σε αυτούς όμως η εθνική συγκρότηση θα περάσει μέσα από μια αντιφατική διαδικασία. Ο μαζικός εξισλαμισμός δημιουργεί μια αμφίσημη στάση απέναντι στην οθωμανική εξουσία αφού εξασφάλιζε σχετικά προνόμια. Επιπλέον η μη επέκταση καπιταλιστικών σχέσεων περιορίζει την συγκρότηση αστικών στρωμάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την σχετική καθυστέρηση στην εμφάνιση αλβανικού εθνικού προγράμματος. Ακόμη και η διακήρυξη του στο Πρίσζρεν στο Κόσοβο το 1878 (η πρώτη εμφάνιση του αλβανικού εθνικού κινήματος) δεν θα έχει την πλήρη στήριξη των ηγετικών αλβανικών στρωμάτων που ταλαντεύονται ανάμεσα στην διεκδίκηση της ανεξαρτησίας και την κατοχύρωση μιας αναβαθμισμένης θέσης σε μια μεταρρυθμισμένη οθωμανική αυτοκρατορία [122] . Αυτός ο διχασμός θα σφραγίσει το Κόσοβο [123] και θα έχει ως συνέπεια η τελική διανομή των συνόρων μετά τους Βαλκανικούς πολέμους [124] να αποδώσει το Κόσοβο στη Σερβία και να οδηγήσει στην ανεξαρτησία της σημερινής Αλβανίας.

Αντίθετα από τη τάση για αναγωγή στο Μεσαίωνα αυτή η περίοδος διαμορφώνει την ιστορικότητα του προβλήματος: Από τη μια γιατί το Κόσοβο θα είναι (και θα καταγραφεί σε επίπεδο ευρύτερης συνείδησης ως) σερβική περιοχή ήδη από το 1913. Από την άλλη θα συμπυκνώνει το ανολοκλήρωτο του αλβανικού εθνικού προγράμματος.

Η προπολεμική αντιμετώπιση θα περιλαμβάνει τάσεις καταπίεσης των Αλβανών μαζί με μάλλον αποτυχημένες προσπάθειες εποικισμού του [125] . Θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι η πληθυσμιακή αναλογία ήταν διαφορετική από την σημερινή, με σημαντικά πιο ισχυρή σερβική παρουσία [126] . Η κρίσιμη τομή θα είναι εδώ η κατοχή. Και εδώ θα εφαρμοστεί η γερμανική πολιτική της ενίσχυσης των ηττημένων της συνθήκης των Βερσαλλιών μέσα από την συγκρότηση (υπό Ιταλική ευθύνη) ενιαίας αλβανικής διοίκησης που περιελάμβανε και το Κόσοβο [127] . Η αλβανική αυτή «ολοκλήρωση» θα συναντήσει μάλλον σημαντική αποδοχή στον τοπικό πληθυσμό, κάτι που θα αποτυπωθεί και στην μικρή γείωση του Γιουγκοσλαβικού και του Αλβανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό θα συνδυαστεί και με εκτεταμένους διωγμούς των σερβικών πληθυσμών που θα προσδώσουν μεγαλύτερη αρνητική φόρτιση σε κάθε εκδοχή αλβανικής ανεξαρτησίας.

Η νίκη του αντιφασιστικού συνασπισμού τόσο στην Γιουγκοσλαβία όσο και στη γειτονική Αλβανία θα θέσει το θέμα του Κοσόβου σε νέα βάση. Η σχετική ισχύς του Γιουγκοσλαβικού κόμματος (απέναντι στο Αλβανικό που ας μην ξεχνάμε θα χρειαστεί την βοήθεια και παρέμβαση του Γιουγκοσλαβικού για να συγκροτηθεί [128] ) θα οδηγήσει στην παραμονή του Κοσόβου εντός της Γιουγκοσλαβίας (παρά την δυσπιστία τοπικών πληθυσμών) και στην καταστολή τοπικών εξεγέρσεων με πρωτοβουλία συνεργατών των Ιταλών [129] (ως αντιστάθμισμα θα υπάρξουν δύο κρίσιμες πολιτικές επιλογές: η αναγνώριση των δικαιωμάτων της αλβανικής μειονότητας και η άρνηση επιστροφή τμήματος των εκτοπισμένων σερβικών πληθυσμών [130] -άλλη μια κίνηση εξισορρόπησης).

Η μεταπολεμική εξέλιξη του Κοσόβου θα σφραγιστεί από τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης, τόσο στην πρώτη περίοδο της πιο συγκεντρωτικής κρατικοκαπιταλιστικής ανάπτυξης (σχηματικά έως το '65) όσο και της αποκεντρωμένης και μετά τη συγκρότηση της Σοσιαλιστικής Αυτόνομης περιοχής. Παρά το ότι ήταν βασικός αποδέκτης αναδιανεμητικών δαπανών [131] , εντούτοις θα παραμείνει η πιο καθυστερημένη περιοχή της Γιουγκοσλαβίας.

Αυτό θα έχει ως συνέπεια να μην αντιστραφούν τα βασικά στοιχεία κοινωνικού συντηρητισμού που μάστιζαν αυτή την περιοχή: ανεργία, αγροτικός χαρακτήρας, πατριαρχική οργάνωση κατά μεγάλες φατρίες (ζαντρούγκες), διατήρηση δεσμών και θεσμών αίματος (βεντέτα), τρομαχτική καταπίεση των γυναικών από την υποβάθμισή τους ουσιαστικά σε μηχανές παραγωγής βρεφών --η κινητήρια δύναμη της ανατροπής των πληθυσμιακών ισορροπιών [132] .

Έτσι θα έχουμε το παράδοξο ότι η απόδοση μεγαλύτερης αυτονομίας [133] και η ανάδειξη τοπικών αλβανικών ηγεσιών εντός του κόμματος στη δεκαετία του ‘70 δεν αντιστρέφει τις τάσεις κοινωνικής παθογένειας [134] . Το μόνο που θα διαμορφωθεί θα είναι ιδιότυπες τοπικές κλίκες που θα προσπαθούν να κατοχυρώσουν την θέση τους στην διανομή των αναδιανεμητικών δαπανών [135] , στην εξαργύρωση της συμμετοχής τους στα ομοσπονδιακά όργανα και στην πολυεπίπεδη εξώθηση της σερβικής μειονότητας [136] .

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα απαντήσει με έναν συνδυασμό καταστολής στις όποιες κοινωνικές εκρήξεις [137] (αφού η όξυνση της οικονομικής κρίσης μετά το 1980 θα επιτείνει τα προβλήματα του Κοσόβου) και εξισορρόπησης είτε με την αυτονομία είτε με το άνοιγμα των εκπαιδευτικών μηχανισμών και των πανεπιστημίων ως προσπάθεια χειρισμού της ανεργίας (αυτό θα επιτρέψει την συγκρότηση ενός πλατιού στρώματος διανοουμένων που θα αποτελέσουν την ραχοκοκαλιά του αλβανικού εθνικισμού) [138] .

Σε αυτή την διαδικασία θα αναπτυχθεί ένα φάσμα από Κοσοβάρικες αντιπολιτεύσεις στη δεκαετία του '80. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι η απουσία ουσιαστικής απάντησης στα κοινωνικά προβλήματα της περιοχής και η μετατόπιση στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας. Αυτός ο αλυτρωτισμός θα στηρίζεται και από το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας που συντηρεί κάτω από μ-λ και αντιρεβιζιονιστικό προσωπείο στοιχεία μεγαλοαλβανικού εθνικισμού [139] .

Η όξυνση αντιφάσεων θα κάνει το Κόσοβο να φαντάζει σε όλη τη διαδικασία αποδιάρθρωσης ως αφετηρία της διάλυσης της ομοσπονδίας. Αυτό επιτείνεται και από τις όποιες συμβολικές κινήσεις των βορείων δημοκρατιών (υποστήριξη των Κοσοβάρων) και μπορεί να εξηγήσει την επιλογή αναίρεσης της αυτονομίας (που πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ήταν μια ομοσπονδιακή απόφαση και όχι σερβική με συναίνεση των βορείων δημοκρατιών στο βαθμό που πήραν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που διεκδικούσαν [140] ) . Δεν ήταν μια βολονταρίστικη επιλογή αλλά προσπάθεια απάντησης σε ότι οριζόταν ως κίνδυνος διάλυσης.

Στη σχετική βιβλιογραφία --και μυθολογία-- αναφέρεται ως αφετηρία της γιουγκοσλαβικής κρίσης η ανάδειξη του θέματος του Κοσόβου από σερβικούς κύκλους και την ηγεσία Μιλόσεβιτς. Αυτό είναι μια μάλλον απλουστευτική κίνηση. Δείξαμε ότι η προοπτική της αποδιάρθρωσης τη ομοσπονδίας σε συνδυασμό με στοιχεία ανοιχτής καπιταλιστικοποίησης δημιουργούσε ισχυρά προβλήματα σε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια στη Σερβία. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν οι κοινωνικοί όροι ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας απέναντι σε ότι οριζόταν ως διάλυση και υποβάθμιση της Σερβίας. Στο βαθμό που δεν υπήρχε σε ομοσπονδιακό επίπεδο μια εκδοχή αριστερής υποστήριξης της ομοσπονδίας (αντίθετα συχνά η υποστήριξη στην ομοσπονδία συνδυαζόταν με αναίρεση των κοινωνικών κατακτήσεων - τάση Μάρκοβιτς), αυτό πόλωνε αυτή την κοινωνική συμμαχία προς τη μεριά ενός σερβικού αμυντισμού. Αυτή η συνάρθρωση συμφερόντων μπορεί να εξηγήσει την συνθετότητα της Σερβικής λαϊκής κινητοποίησης σε σχέση με το Κόσοβο στη δεκαετία του '80 (με αφορμή διάφορες πρακτικές εξώθησης της σερβικής μειονότητας) [141] , μια κινητοποίηση που αποτύπωνε και το φόβο απέναντι στην αποδιάρθρωση της ομοσπονδίας [142] και των κατακτήσεων του κρατικοκαπιταλιστικού προτύπου. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την κινητοποίηση θα υπάρχει και συμμετοχή και στήριξη και τμημάτων προηγούμενων αριστερών αντιπολιτεύσεων (με πιο γνωστή φιγούρα τον παλιό παρτιζάνο και πρωτεργάτη του περιοδικού PraxisΜ. Μαρκοβιτς [143] ) .

Αυτό δεν ακυρώνει την αρνητική σημασία της πολιτικής καταπίεσης, της αναίρεσης της δυνατότητας προσέλκυσης των Αλβανών στο πρόγραμμα της ομοσπονδίας και συγκρότησης ενός επίδικου αντικειμένου για την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Προσπαθούμε όμως πέρα από δαιμονολογίες να εντοπίσουμε τη συνθετότητα της πολιτικής σύγκρουσης γύρω από το Κόσοβο.

15. Η εξέλιξη της κρίσης

Παρότι στην αρχή του πολέμου τα πράγματα έδειχναν ότι μπορεί να ήταν το Κόσοβο αυτό που θα πυροδοτούσε την εκκίνηση της κρίσης τελικά το βάρος μετατοπίστηκε.

Η δεκαετία του '90 θα είναι μια περίοδος σημαντικότατων μεταλλαγών της κατάστασης στο Κόσοβο. Από την μια έχουμε την διαμόρφωση ενός αστυνομικού κράτους με περιορισμό της παρουσίας των Αλβανών στους κρατικούς μηχανισμούς [144] και συστηματική καταστολή των τάσεων ανοιχτής εξέγερσης [145] . Από την άλλη έχουμε την εξέλιξη των Κοσοβάρικων αντιπολιτεύσεων. Το πρώτο μισό της δεκαετίας του '90 θα σφραγιστεί από την παρουσία της Δημοκρατικής Ένωσης του Κοσόβου (LDK) με επικεφαλής την ομάδα γύρω από τον Ρουγκόβα. Τα βασικά στοιχεία αυτής της στρατηγικής είναι:

Πρώτονμια ιδιότυπη ταλάντευση σε σχέση με το αίτημα της ανεξαρτησίας, παρότι τυπικά θα έχει οριστεί ως ενδεχόμενο από το δημοψήφισμα του '91. Η ταλάντευσή μπορεί να εξηγηθεί και από την ειδική σχέση με την Αλβανία. Δείξαμε πιο πάνω τον τρόπο που το ΚΕΑ συντηρούσε εκδοχές κοσοβάρικου αλυτρωτισμού που όμως περιορίζονταν από την ανάγκη μιας ρεαλπολιτίκ της Αλβανίας σε σχέση με την Γιουγκοσλαβία (όπου σχηματικά ο βαθμός αλυτρωτισμού θα είναι αντίστροφα ανάλογος του επιπέδου των πολιτικών οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων Βελιγραδίου-Τιράνων). Η καθεστωτική αλλαγή και συγκρότηση της κυβέρνησης Μπερίσα συμπίπτει με την εκκίνηση της γιουγκοσλαβικής κρίσης και αλλάζει τους τόνους. Για τα νέα ανερχόμενα στρώματα στην Αλβανία το Κόσοβο ήταν ένας πολύ λογικός στόχος. Αν και η πιο καθυστερημένη περιοχή της Γιουγκοσλαβίας ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένη από την Αλβανία [146] . Ταυτόχρονα η προοπτική εθνικής ολοκλήρωσης [147] μπορούσε να αποτελεί ένα στοιχείο ιδεολογικές συνοχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η νέα αλβανική ηγεσία μπορούσε να παρέμβει ουσιαστικά στην όλη διαδικασία [148] . Αυτό δημιουργούσε κατά τη γνώμη μας προβλήματα και αντιφάσεις στις κοσοβάρικες ελίτ [149] που έβλεπαν την υποβάθμιση σε μια ενοποιημένη Αλβανία, Δεύτεροντην επιλογή αποφυγής της ένοπλης σύγκρουσης προς όφελος μιας τακτικής που αυτοπροσδιοριζόταν ως μη βία.

Τρίτοντην επιλογή συγκρότησης της λεγόμενης παράλληλης κοινωνίας. Αντίθετα από μια εικόνα γενοκτονίας ο πιο σωστός ορισμός της κατάστασης στο Κόσοβο είναι «αστυνομικό κράτος με βασικό κόμβο την αναίρεση της αυτονομίας". Αυτό δεν ακύρωνε την δυνατότητα αλβανικών κομμάτων, τύπου κλπ. Είναι χαρακτηριστικό ακόμη ότι οι εκλογές στο Κόσοβο, παρότι παράνομες, διεξάγονται λίγο-πολύ κανονικά. Απέναντι στον πολιτικό αυταρχισμό των Σέρβων οι Κοσοβάροι θα απαντήσουν με το ύψωμα ενός αντίστοιχου τείχους πολιτικού διαχωρισμού [150] με άρνηση οποιασδήποτε σχέσης με τους σερβικούς μηχανισμούς, με αποκορύφωμα την άρνηση πρόσβασης στο Γιουγκοσλαβικό σύστημα υγείας. Η επιλογή αυτή δεν ήταν μόνο μια αμυντική επιλογή. Ήταν και μια επιθετική επιλογή κατάδειξης της αδυναμίας συνύπαρξης, άρα ένας έμμεσος εκβιασμός διεθνούς ρύθμισης.

Αυτή η παράλληλη συγκρότηση δεν αντιστρέφει πάντως τα στοιχεία του πατριαρχικού κοινωνικού συντηρητισμού που σφραγίζουν την κοινωνική πραγματικότητα του Κοσόβου. Επίσης δεν αναιρεί την οικονομική υποβάθμιση.

Η σερβική ηγεσία προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιδίωξη να απαλλαγεί από το κόστος διατήρησης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο Κόσοβο και στην αναγκαστική παραδοχή ότι οποιαδήποτε επαναφορά αυτονομίας θα σήμαινε εν δυνάμει την αναμέτρηση με άλλη μια διαδικασία απόσχισης. Πόσο μάλλον που η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση λόγου του πολέμου και του εμπάργκο δεν επέτρεπε την υλοποίηση σχεδίων αξιοποίησης των προσφύγων από Κράινα και Βοσνία ως μοχλού ανατροπής των πληθυσμιακών συσχετισμών στο Κόσοβο [151] (γι' αυτούς τους πληθυσμούς ήταν πολύ πιο θελκτική η Βοϊβοδίνα). Μετά την απώλεια των θυλάκων στην Κροατία και το συμβιβασμό στην Βοσνία μια «παράδοση» του Κοσόβου θα σήμαινε μια ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση και ως τέτοιο δεν μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί αποδεκτό ενδεχόμενο [152] . Σε αυτή την αντικειμενική αντίφαση μπορούμε να δούμε βήματα όπως η συμφωνία Μιλοσεβιτς - Ρουγκόβα για το εκπαιδευτικό σύστημα [153] (που τελικά δεν υλοποιήθηκε).

Η διατήρηση αυτής της κατάστασης μετά τις συμφωνίες του Ντέητον (που δεν ασχολήθηκαν με το Κόσοβο) και ο συνδυασμός κοινωνικής δυσπραγίας στο Κόσοβο (που θα εντείνει και την μετανάστευση) [154] με τη στασιμότητα στο πολιτικό πρόβλημα θα οξύνουν και αντιφάσεις στο εσωτερικό της κοσοβάρικης ηγεσίας [155] .

Στο σημείο αυτό θα τεθούν αμφισβητήσεις της πολιτικής Ρουγκόβα και κυρίως της πολιτικής μη βίας θα εμφανιστεί το αίτημα όχι απλά ανεξαρτησίας ή αυτονομίας αλλά ενοποίησης των αλβανικών περιοχών [156] . Τα αιτήματα αυτά μετά το 96 θα υποστηρίζονται από ένα φάσμα από δυνάμεις: τμήματα νέων ανέργων από το Κόσοβο, κοσοβάρικη διασπορά (και τα τμήματά της που εμπλέκονται στην διακίνηση ναρκωτικών), τμήματα του πολιτικού προσωπικού της ίδιας της Αλβανίας (π.χ. Μπερίσα).

Στο σημείο αυτό εμφανίζεται και ο UCK. Ανύπαρκτο κίνημα πριν το ΄96 παρά την υποτιθέμενη προέλευσή του από τις φιλοαλβανικές «εμβερικές» ομάδες της δεκαετίας του '80, με ειδική διαπλοκή με τμήματα ξένων μυστικών υπηρεσιών (γερμανικών αρχικά), χρηματοδότηση μέσω της εμιγκράτσιας [157] . Η απομάκρυνση του από τις επιλογές των ηγετικών τμημάτων των Κοσοβάρων καταγράφεται στην επιλογή των μεθόδων δράσης που θα περιλαμβάνουν για πρώτη φορά την μαζική χρήση βίας εναντίον τόσο στόχων της Σερβικής Αστυνομίας και των αντίπαλων φραξιών των Κοσοβάρων (αποκορύφωμα η δολοφονία στα Τίρανα του ηγέτη του εν δυνάμει στρατιωτικού τμήματος του LDK [158] ) .

Η εμφάνισή του θα ανατρέψει τους συσχετισμούς στο Κόσοβο αφού θα αναγκάσει τη Σερβική πλευρά σε μια αντεπίθεση ειδικά από τη στιγμή που θα μπορέσει να αποκτήσει βάση δράσης (το υψίπεδο της Ντρένιτσα), πράγμα που θα οδηγήσει σε αντίστοιχες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Σερβικών στρατιωτικών δυνάμεων [159] (ομολογουμένως βίαιες, π.χ. παραδειγματικές εκτελέσεις ηγετικών φατριών του UCK, αν και όχι με τα χαρακτηριστικά γενοκτονίας που αποδίδει ο Δυτικός τύπος).

Από την άλλη η εμφάνιση του UCK θα διαμορφώσει και όρους ευρύτερης αποσταθεροποίησης στην περιοχή μια που αντίθετα με την πολιτική Ρουγκόβα θέτει και ζήτημα «απελευθέρωσης» των Αλβανών της ΠΓΔΜ. Με δεδομένη τη συνολική παρουσία των Αλβανών στην ΠΓΔΜ [160] μπορεί να αναλογιστεί κανείς τους κινδύνους πραγματικής αποδιάρθρωσης της χώρας [161] .

Αυτή σύγκρουση θα αποτελέσει αφορμή για μετατόπιση της στάσης των Δυτικών Δυνάμεων και ειδικά των ΗΠΑ. Αυτό θα καταγραφεί στην ιδιαίτερα ταχεία μεταστροφή της στάσης από τον χαρακτηρισμό του ως τρομοκρατικού [162] στην αναγνώρισή του ως εκπροσώπου των Αλβανών. Αυτή η αναγνώριση, που είναι πιθανό να σήμαινε και μια άμεση υλική ενίσχυση, οδήγησε στην κλιμάκωση της σύγκρουσης (επιμένουμε να μιλάμε για σύγκρουση και όχι για μονομερή σερβικό βολονταρισμό), άρα και στην διαμόρφωση του σκηνικού επέμβασης. Όμως αυτό απαιτεί μια σειρά από ενδιάμεσα αναλυτικά βήματα:

16. Ο νέος παρεμβατισμός και η κατοχύρωση της αμερικανικής ηγεμονίας

Μια προσπάθεια ερμηνείας της όλης σύγκρουσης δεν μπορεί παρά να σταθεί και σε μια σειρά από ερωτήματα που αφορούν την σημασία των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Κι αυτό γιατί παραδοσιακά ενώ πιο κριτικές και θεωρητικά διεισδυτικές απόψεις έχουν κατορθώσει να ερμηνεύσουν σχετικά αποτελεσματικά τις οικονομικές τάσεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και τις τάσεις της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, εντούτοις το ερώτημα των επεμβάσεων αποτελούσε το ισχυρό καταφύγιο είτε απόψεων εξάρτησης είτε αριστερών παραλλαγών της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σπουδών, κάτι που αποτυπώνεται σε αναλυτικά σχήματα είτε σφαιρών επιρροής είτε γεωστρατηγικής, έστω και αναμειγμένων με αναλύσεις περί αγορών ή ενεργειακών ροών, άρα μια ταλάντευση ανάμεσα σε παραλλαγές (και συνδυασμούς) οικονομιστικών ή βολονταρίστικων απόψεων.

Αυτό επιτείνεται από το ότι η εντεινόμενη διεθνοποίηση και η διόγκωση τόσο των άμεσων επενδύσεων όσο και του διεθνώς ανακυκλούμενου κεφαλαίου χρήματος, επιτείνει την εμφάνιση παραλλαγών υπεριμπεριαλιστικών σχημάτων. Ως ιδεολογική κατεύθυνση αυτό αποτελεί στοιχείο των κυρίαρχων ιδεολογικών αναπαραστάσεων περί παγκοσμιοποίησης [163] .

Η δυσκολία έγκειται στο ότι η πολιτικοστρατιωτική πρακτική στο διεθνές επίπεδο αποτελεί ειδική έκφραση της σχετικής αυτονομίας του πολιτικού επίπεδου. Με αυτό εννοούμε ότι ενώ η πολιτική-κρατική παρέμβαση στο διεθνές επίπεδο αποτελεί επικύρωση των όρων επέκτασης του διεθνοποιημένου κεφαλαίου δεν υπάρχει μια άμεση γραμμική σχέση. Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι ότι η πολιτική εγγύηση των δυνατοτήτων επέκτασης του διεθνοποιημένου κεφαλαίου δεν σημαίνει την εδαφική πολιτική επέκταση (αντίθετα με τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής όπου εδαφική επέκταση ήταν και ο μόνος τρόπος αύξησης παραγωγικών μέσων άρα και του συνολικού πλεονάσματος). Σημαίνει την εξασφάλιση στον σχηματισμό υποδοχής των όρων για ομαλή αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής άρα και των επενδύσεων. Αυτή η διαδικασία είναι ταυτόχρονα και εγγενώς ανταγωνιστική: ο ανταγωνισμός στο διεθνές επίπεδο διαφορετικών κεφαλαίων και κυρίως διαφορετικών συνολικών κεφαλαίων παίρνει την μορφή του πολιτικού ανταγωνισμού, του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και πάλι με το χαρακτηριστικό της σχετικής αυτονομίας.

Σε αυτό το επίπεδο διαμορφώνεται η σύνθετη διαλεκτική της ηγεμονίας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η κατοχύρωση μιας ηγετικής θέσης δεν είναι συνάρτηση μόνο των οικονομικών όρων (της παραγωγικότητας) αλλά και της ικανότητας να εγγυηθεί πολιτικοστρατιωτικά το μακροπρόθεσμο ιμπεριαλιστικό συμφέρον. Αυτό δεν είναι ένα αφηρημένο σχήμα αλλά ουσιαστικά η ιστορία της αμερικανικής ηγεμονίας με κόμβο την συμμετοχή στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την ανάληψη της ηγεσίας στην πάλη ενάντια στην ΕΣΣΔ., την κατοχύρωση δηλαδή ότι μόνο αυτή μπορεί να ηγηθεί του συνασπισμού και να υποστηρίξει συνολικά την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας σε μια σειρά από κρίσιμους σχηματισμούς.

Η αμφισβήτηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας σε οικονομικό επίπεδο --τάσεις υπέρτερης αύξησης της παραγωγικότητας-- έπρεπε να συνοδεύεται από αντίστοιχη πολιτικοστρατιωτική ισχύ. Αυτή η αντίφαση χρωματίζει τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στην συγκυρία της αναδιάρθρωσης. Παρότι συγκροτούνται (και επιτείνονται και από μορφές ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης και συγκρότησης ζωνών ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων) πόλοι εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (αμερικανική ήπειρος, Νοτιοανατολική Ασία, Ε.Ε.), αυτοί δεν αποτελούν αντίστοιχους πολιτικούς πόλους.

Ακόμη και η πιο προχωρημένη απόπειρα ολοκλήρωσης, η διαδικασία δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, παρά τα σημαντικότερα βήματα στην αξιοποίηση της έκθεσης στον ανταγωνισμό και της συγκρότησης ενοποιημένου χώρου κίνησης κεφαλαίων για επίταση αναδιαρθρωτικών αποτελεσμάτων (και την συγκρότηση ενός «ατσάλινου κλουβιού του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού) δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη πολιτική και στρατιωτική παρουσία, παρά τις όποιες προτάσεις για την Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση ή τον ΟΑΣΕ ως εναλλακτικών μηχανισμών «συλλογικής ασφάλειας» στην Ευρώπη. Η εξέλιξη της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην Γιουγκοσλαβία από την αρχική Ευρωπαϊκή (και Γερμανική) πρωτοβουλία μέχρι την κατοχύρωση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας αποτυπώνει αυτή την αντίφαση (αλλά και το ανεπαρκές του σχήματος περί γερμανικού Δ' Ράιχ).

Η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ τροποποίησε τους όρους κατοχύρωσης της αμερικανικής ηγεμονίας (συστημική αντιπαράθεση με το μπλοκ των κρατικοκαπιταλιστικών σχηματισμών). Διαμόρφωνε όμως νέα πεδία κατοχύρωσης.. Δύο ήταν βασικά πεδία επέμβασης, οι βασικές αντιφάσεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Πρώτον η εξασφάλιση των όρων με τους οποίους μια σειρά από κρίσιμοι κρίκοι θα εντάσσονταν με τρόπο ομαλό στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και ειδικά οι πρώην κρατικαπιταλιστικοί σχηματισμοί, δηλαδή οι μακροπρόθεσμοι όροι της αναπαραγωγής σε αυτούς καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Αυτό εξηγεί γιατί είναι αντικείμενο επέμβασης οι τέως κρατικοκαπιταλιστικοί σχηματισμοί (που διαθέτουν μια πειθαρχημένη και με δεξιότητες εργατική δύναμη) και όχι για παράδειγμα η υποσαχάρια Αφρική (όπου τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένας ατέρμονος κύκλος συγκρούσεων, πολύ πιο αιματηρών από ό,τι η γιουγκοσλαβική και με συμμετοχή περίπου όλων των κρατών [164] ) . Δεύτερο η προστασία των ενεργειακών ροών και συνολικά της ομαλής ροής πρώτων υλών (σε σχέση και με την ειδική λειτουργία της γαιοπροσόδου [165] ) . Ιδεολογικά αυτές οι προκλήσεις κωδικοποιήθηκαν στην προβολή ως κομβικής έννοιας της αστάθειας αλλά και στην διαμόρφωση των νέων εχθρών: των κρατών ταραξιών (rogue states) (Ιράκ, Λιβύη, Βόρεια Κορέα, Γιουγκοσλαβία).

Η πρώτη εμφάνιση αυτού του νέου προτύπου επέμβασης θα είναι το Ιράκ. Έχουμε την συγκρότηση ενός ευρέως ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, ο οποίος ταυτόχρονα κατοχύρωνε την δυνατότητα των ΗΠΑ να ηγούνται πολιτικοστρατιωτικά για το μακροπρόθεσμο συμφέρον ιμπεριαλιστικού μπλοκ, εν προκειμένω την προστασία των ενεργειακών ροών (ας μην ξεχνάμε ότι με όρους μεγέθους και πρόσβασης τα ουσιαστικά αποθέματα είναι αυτά του Περσικού Κόλπου)

Η δεκαετία του '90 σφραγίζεται από την προσπάθεια των ΗΠΑ να μπορέσουν --εκμεταλλευόμενες τις τάσεις ανάκαμψης της παραγωγικότητας-- να κατοχυρώσουν αυτή την πολιτική ηγεσία [166] . Αυτό αποτυπώθηκε στην αναμόρφωση του αμυντικού δόγματος, στο χειρισμό σημαντικών τοπικών κρίσεων [167] και στο επίπεδο της συστηματικής προσπάθειας κατοχύρωσης του ΝΑΤΟ ως βασικού μοχλού συλλογικής ασφάλειας σε βάρος άλλων εκδοχών, επιλογή που αποτυπώθηκε στην διεύρυνση του προς την κεντρική-ανατολική Ευρώπη.

Έτσι δημιουργείται ένα μοντέλο επέμβασης στη δεκαετία του '90: Συγκροτούνται ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί εντός των οποίων αρθρώνεται ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και η αμερικανική ηγεμονία. Πρόκειται για συνολικές πολιτικές και ιδεολογικές στρατηγικές που αφορούν την διασφάλιση του μακροπρόθεσμου ιμπεριαλιστικού συμφέροντος (και όχι την προστασία μεμονωμένων επενδύσεων) και λειτουργούν ως μοχλός συνολικής επιβεβαίωσης της αστικής ηγεμονίας --στέλνουν ένα σαφές μήνυμα πειθάρχησης.

Αυτό το πρότυπο χρειάζεται ειδικά πεδία επιβεβαίωσης: Η τέως Γιουγκοσλαβία αποτελεί έναν κατεξοχήν τέτοιο πεδίο: υποψήφιοι προς ένταξη στη διαδικασία διεθνοποίησης σχηματισμοί, εγγύτητα προς την Δυτική Ευρώπη, διαπλοκή με ένα ευρύτερο φάσμα αντιφάσεων. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την ειδική φόρτιση.

Ο συνδυασμός ανταγωνισμού και ηγεμονίας που χαρακτηρίζει αυτές τις επεμβάσεις έχει ως συνέπεια την ένταση του βίαιου χαρακτήρα τους, καθώς οι ΗΠΑ αναζητούν τις αστάθειες και τις βίαιες πολεμικές επεμβάσεις που μόνο αυτές μπορούν να διαχειριστούν και κυρίως να εγγυηθούν [168] . Οι λοιποί σύμμαχοι (και κυρίως οι Ευρωπαίοι) αναγκάζονται όχι απλά να συναινούν αλλά και να επαυξάνουν.

17. Η επέμβαση στο Κόσοβο

Η επέμβαση στο Κόσοβο μπορεί να εξεταστεί στο φόντο των σημείων που προαναφέρθηκαν. Μια σειρά από ερωτήματα όμως πρέπει να εξεταστούν πιο αναλυτικά:

Το πρώτο είναι το γιατί η Σερβία βρίσκεται στο στόχαστρο αυτής της ιμπεριαλιστικής επίθεσης, αν σκεφτούμε ότι καθαυτή η στρατηγική σημασία του Κοσόβου δεν είναι ό,τι το πιο κομβικό για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα (το κόστος της επέμβασης είναι μάλλον υπερπολλαπλάσιο του δυνητικού ΑΕΠ του Κοσόβου);

Νομίζουμε ότι δύο είναι τα στοιχεία που ανάγουν την ήττα της Σερβίας σε στρατηγική «αξία»: Το πρώτο είναι η σημασία της οριστικής αναίρεσης των τελευταίων στοιχείων της προηγούμενης κρατικοκαπιταλιστικής ρύθμισης, άρα και οποιασδήποτε ανάμνησης της ομοσπονδιακής μορφής. Το δεύτερο είναι ότι μακροπρόθεσμα θεωρείται ότι απειλεί τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα η δυνατότητα ενός σχηματισμού (και του συνασπισμού εξουσίας του) να διαμορφώνει τα σύνορα, το συσχετισμό δύναμης ή την διαχείριση των εσωτερικών αντιφάσεων με βάση το συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης και μόνο και όχι στη βάση του όποιου περιγράμματος της ιμπεριαλιστικής ρύθμισης.

Αυτό σημαίνει ότι η επίθεση ενάντια στην Σερβία αποκτά μια διπλή σημασία: Πρώτον μια παραδειγματική αξία: να κατοχυρωθεί η δυνατότητα ιμπεριαλιστικών συνασπισμών να καταστρέφουν σχηματισμούς που δεν αντιστοιχούν στις όποιες νόρμες εσωτερικής κοινωνικής συγκρότησης ή διεθνούς συμπεριφοράς. Δεύτερον την σημασία της επιβεβαίωσης της αμερικανικής ηγεμονίας [169] : μόνο μια επέμβαση υπό την ηγεσία των ΗΠΑ μπορεί να επιλύσει και να διαχειριστεί κρίσεις.

Αυτά αναδεικνύουν την μακροπρόθεσμη σημασία της επέμβασης. Είναι προφανώς ότι έχουμε μια επέμβαση που στην αφορμή διαφοροποιείται από προηγούμενες. Δεν έχουμε παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας όπως στην περίπτωση του Ιράκ ούτε καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο όπως στην περίπτωση της Σομαλίας ή της Βοσνίας. Αντίθετα έχουμε μια επέμβαση σε ένα τυπικά εσωτερικό ζήτημα.

Ουσιαστικά έχουμε μια πραγματική τομή στην κατεύθυνση μιας πραγματικής διεθνούς ποινικοποίησης πολιτικών και κοινωνικών πρακτικών [170] , που στρέφεται σαφέστατα και άμεσα πια εναντίον των όρων εσωτερικής κοινωνικής συγκρότησης. Αυτό αναδεικνύει την συνολική στρατηγική σημασία της επέμβασης. Υπερβαίνει τα όρια των Βαλκανίων, υπερβαίνει την όποια στρατηγική σημασία της περιοχής ή και των συγκεκριμένων συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Και βέβαια αν σήμερα η αφορμή είναι η δυσπραγία μιας εθνικής μειονότητας, αύριο αυτό μπορεί να αφορά όρους αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας. Αντίστοιχα η ποινικοποίηση πρακτικών έχει ιδεολογική αξία, ως ένα ισχυρό μήνυμα πειθάρχησης.

Αυτό αποτυπώνεται στην φιλολογία για το νέο ρόλο του ΝΑΤΟ. Δεν είναι απλά μια αφηρημένη κατοχύρωση του ΝΑΤΟ ως βασικού πολιτικοστρατιωτικού φορέα του ιμπεριαλιστικού μπλοκ και έξω από τα γεωγραφικά του όρια. Είναι και η λογική που προβάλλεται ότι οφείλει στα πλαίσια ενός νέου εντεινόμενου παρεμβατισμού να γίνει ο βασικός φορέας που θα «εξάγει» οικονομία της αγοράς και δημοκρατία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, παρεμβαίνοντας όλο και περισσότερο στο εσωτερικόκοινωνικών σχηματισμών [171] .

18. Continental Blues

Αυτή η διαδικασία οξύνει μέρος των πολιτικών αντιφάσεων της Ευρωπαϊκής διαδικασίας και πιο συγκεκριμένα την αντίφαση ανάμεσα στο βαθμό που έχει προχωρήσει η οικονομική ολοκλήρωση και τα αποτελέσματά της και στο ότι δεν ενοποιείται πολιτικά, δεν μπορεί να κατοχυρώσει έναν σχετικά διακριτό ρόλο. Πόσο μάλλον που αυτή η αντίφαση εσωτερικεύεται με την στάση των «ατλαντικών» χωρών στην Ε.Ε. (Βρετανία, Ολλανδία). Αυτό εξηγεί την επάλληλη απόπειρα αλλά και αναίρεση προτάσεων διαφοροποίησης. Το τι μορφή θα πάρει αυτό το αντικειμενικό πολιτικό πρόβλημα για τους ηγεμονικούς σχηματισμούς (και κυρίως τη Γερμανία), ειδικά και σε σχέση με τις όποιες αντιφάσεις της διαδικασίας ενοποιήσεις είναι κάτι που θα καταγραφεί στο μέλλον.

19. Η διαχείριση της αποσταθεροποίησης κομβικός άξονας των επεμβάσεων

Τα παραπάνω σημεία εξηγούν γιατί σε όλη την περίοδο πριν από την επέμβαση υπήρξε μια διαχείριση μιας κλιμάκωσης της έντασης. Είναι προφανές ότι έπρεπε να συγκροτηθούν οι όροι που να νομιμοποιούν την επέμβαση. Αυτό περιελάμβανε δύο κομβικά σημεία: Το πρώτον ήταν η νομιμοποίηση του UCK ως εκπροσώπου των Κοσοβάρων άρα και η «νομιμοποίηση» ότι υπάρχει σερβική επιθετικότητα (και αντίστοιχα η παρουσίαση μιας μη έχουσας σχέση με την πραγματικότητα εικόνας «γενοκτονίας» [172] ) . Το δεύτερο ήταν η διαμόρφωση με τέτοιους όρους των προσχεδίων της συμφωνίας του Ραμπουιγέ ώστε να οδηγηθούμε νομοτελειακά στην επέμβαση.

Αυτό φαίνεται από το ότι το επίδικο αντικείμενο της σύγκρουσης δεν ήταν η επιστροφή στο καθεστώτος αυτονομίας, κάτι που με σαφήνεια αποδέχτηκε η κυβέρνησης της Γιουγκοσλαβίας (η οποία οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ήταν ευνοϊκή προς ένα συμβιβασμό για να μπορέσει να συνεχίσει ομαλά μια διαδικασία επανένταξης στην «διεθνή κοινότητα» και στις ροές ξένων κεφαλαίων που ουσιαστικά μόλις το 1997 άρχισαν να επιστρέφουν [173] ) , ούτε καν μια παρουσία ξένων παρατηρητών. Τα δύο σημεία ήταν: η παρουσία νατοϊκών στρατευμάτων με αρμοδιότητα σε όλη την έκταση του Κοσόβου αλλά και της Γιουγκοσλαβίας και απεριόριστες εξουσίες [174] , δεύτερον η δυνατότητα μετά από τρία χρόνια να υπάρξει απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου (πολιτικός στόχος που ήταν αδιαπραγμάτευτος για τον UCK αλλά όχι και για την LDK) [175] . Επομένως έπρεπε με κάθε τρόπο να διαμορφωθούν όροι μιας βίαιης επέμβασης.

Από τη στιγμή που η επιλογή ήταν η στρατιωτική σύγκρουση μεγάλης κλίμακας, αυτό σήμαινε ότι αντίστοιχη θα πρέπει να είναι η τελική νίκη για τη δυτική συμμαχία. Αντίθετα με άλλες περιπτώσεις εδώ δεν είχαμε την επιλογή συμβολικών βομβαρδισμών που να οδηγούν σε διαπραγμάτευση, αλλά επιδίωξη στρατιωτικής συντριβής του αντιπάλου. Αυτή η στρατηγική της κλιμάκωσης καταγράφεται στην ένταση των βομβαρδισμών, στην διαρκή επανεμφάνιση σχεδίου χερσαίας επέμβασης και στην απόρριψη οποιασδήποτε ενδιάμεσης λύσης. Το αποτέλεσμα οφείλει να αποτυπώνει μια νίκητων νατοϊκών.

Αντίστοιχα η διαχείριση μιας εκδοχής αποσταθεροποίησης αποτελεί τον μοχλό πίεσης απέναντι στις όποιες αντιρρήσεις για επέμβαση. Ο τρόπος που προβάλλονται ξανά όλα τα ανοιχτά συνοριακά ή μειονοτικά προβλήματα ως μοχλός πειθάρχησης είναι πολύ χαρακτηριστικός.

20. Η ανθρωπιστική νομιμοποίηση

Ιδιαίτερη σημασία σε αυτή τη διαδικασία έχει η συστηματική ιδεολογική χρήση της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό αποτυπώνει μια μετατόπιση σε σχέση με το βασικό στοιχείο νομιμοποίησης των επεμβάσεων: από την γεωστρατηγική σταθερότητα περνάμε στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [176] . Διακρίνεται η έμφαση στους εσωτερικούς όρους συγκρότησης ως σκοπό που προσπαθεί να κατοχυρώσει η επέμβαση στο Κόσοβο.

Αυτό αποτυπώνει μια στροφή στους όρους ιδεολογικής προβολής. Αν η παραδοσιακή επίκληση στρατηγικών συμφερόντων δημιουργεί δυνατότητες ευρύτερης αποστασιοποίησης και οριακά απονομιμοποίησης, η επίκληση των ανθρώπινων δικαιωμάτων θεωρείται ότι μπορεί να κατοχυρώσει ιδεολογικά την υποχρεωτική εξαγωγή οικονομίας της αγοράς. Αυτή η εκτίμηση λαμβάνει υπόψη τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς στη συγκυρία της αναδιάρθρωσης, και την ήττα των ιδεολογικών υποσυνόλων που αντιστοιχούσαν στα αποτελέσματα της κομμουνιστικής αναφοράς (αλληλεγγύη σε λαούς, δυσπιστία ενάντια στον ιμπεριαλισμό). Αυτή η ήττα αποτυπώθηκε σε μια αναδίπλωση της όποιας αλληλεγγύης, ως αυθόρμητης ιδεολογικής αναπαράστασης, εντός της τάσης εξατομίκευσης και απομόνωσης. Αυτή η κατακερματισμένη και εξατομικευμένη αλληλεγγύη (στον μεμονωμένο κορμορανό παλιότερα, στον μεμονωμένο πρόσφυγα σήμερα) μπορεί να είναι πολύ πιο εύκολα χειρίσιμη. Αποτελεί δε το καταφύγιο της όποιας ηττημένης αριστεράς και χαρακτηρίζει ένα βασικό κομμάτι της κοινωνικής συμμαχίας του αναδιαρθρωτικού εγχειρήματος, τα αναβαθμισμένα τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί αποδείχτηκαν πιο αποτελεσματικοί στην ιδεολογική διαχείριση μιας πρωτοφανούς σε βιαιότητα επέμβασης οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες και γιατί η επέμβαση παρήγαγε τέτοια αμηχανία στην ευρωπαϊκή αριστερά και τους διανοουμένους της.

21. Οι αντιφάσεις της διαδικασίας αλλαγής των συνόρων

Η διαδικασία της επέμβασης (όπως και συνολικά η ιμπεριαλιστική παρουσία στην Γιουγκοσλαβική κρίση) αποτυπώνει μια επιλογή αλλαγής των συνόρων, που τίθενται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τους όρους εσωτερικής συγκρότησης και στα πλαίσια μιας λογικής διαχείρισης (δηλαδή επάλληλων κύκλων όξυνσης/κατευνασμού) της αποσταθεροποίησης [177] .

Η διαχείριση αυτής της διαδικασίας και η κατοχύρωση της δυνατότητας μόνιμης ιμπεριαλιστικής παρουσίας έχει ορισμένο τίμημα. Την συγκρότηση μιας σειράς τεχνητών, ad hoc λύσεων και πολιτικών μορφών --μια ιδιότυπη παραλλαγή της λύσης του προτεκτοράτου. Ήδη αυτό κατοχυρώθηκε επίσημα στην Βοσνία και λειτουργεί ουσιαστικά στην Αλβανία και στην ΠΓΔΜ. Αυτό επιλέγεται να δοκιμαστεί και στο Κόσοβο.

Αυτή η λύση δημιουργεί όρους σταθεροποίησης και παρουσίας όμως διαπερνάται και από αντιφάσεις. Αν η λύση του προτεκτοράτου (ή μια υπό έλεγχο λιβανοποίηση ή κυπροποίηση) μπορεί να είναι επαρκής για έναν ενεργειακό ή μεταφορικό κόμβο δεν μπορεί να είναι μόνιμη λύση, αν στόχο αποτελεί η διαμόρφωση όρων ομαλής κοινωνικής αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Αυτό απαιτεί την διαμόρφωση λειτουργικών αστικών κρατών.

Αυτή η θέση διαφοροποιείται από πρόσφατες παραλλαγές σχημάτων παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με αυτά τα σχήματα [178] η συγκρότηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων και η τρομαχτική κινητικότητα κεφαλαίων δεν απαιτεί στην ίδια κλίμακα την συγκρότηση αστικών κρατών με το σημερινό όγκο ή χαρακτηριστικά κυριαρχίας. Αντίθετα αυτό που απαιτείται είναι η συγκρότηση «περιοχών» επιμέρους και μικρότερης κλίμακας κόμβων συσσώρευσης που θα μπορούν να διοικούνται από ιμπεριαλιστικούς «γκαουλάιτερ». Θεωρούμε ότι αυτό το σχήμα έχει σημαντικότατα αναλυτικά προβλήματα: τόσο τα γενικότερα που αναζητούν έναν καπιταλισμό χωρίς σύνορα (και παραβλέπουν ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, εξακολουθεί ως συνολική κοινωνική διαδικασία και όχι ως απλή κίνηση κεφαλαίων να διαμορφώνεται με κοινωνικούς σχηματισμούς ως κόμβους συσσώρευσης) όσο και πιο ειδικά: δεν διαβλέπουν ότι η συγκρότηση των όρων επένδυσης του διεθνοποιημένου κεφαλαίου απαιτεί τη διαμόρφωση κοινωνικών όρων που μόνο το εθνικό κράτος μπορεί να επιλύσει [179] . Τουλάχιστον στις σημερινές τάσεις θεωρούμε ότι μάλλον δεν είναι το πρότυπο η διαμόρφωση ενός υπό ιμπεριαλιστική κηδεμονία ενός δικτύου «χανσεατικών» περιοχών [180] .

22. Η στάση απέναντι στην επέμβαση λυδία λίθος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς

Η σημασία του πολέμου είναι μεγάλη και για την Αριστερά. Στο βαθμό που υπάρχει μια στρατηγική ιμπεριαλιστική επιλογή με ευρύτερη σημασία και αποτελέσματα, είναι σαφές ότι αντίστοιχα κρίσιμη είναι η απάντηση που πρέπει να δίνεται. Όμως αυτή η επέμβαση είναι μέχρις στιγμής μια πραγματική ήττα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς: η κυνική φιγούρα του πολέμαρχου Φίσερ, οι κωμικοτραγικές παλινωδίες του Κοσούτα, η σιωπή του Γαλλικού Κ.Κ., τα πολεμόχαρα κείμενα των διανοουμένων είναι απλώς ενδεικτικά.

Ο πυρήνας της συνενοχής συνδέεται με τους όρους νομιμοποίησης στους οποίους αναφερθήκαμε και πιο πάνω, την εκμετάλλευση δηλαδή της μορφής εξατομικευμένης αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας στην οποία αναδιπλώθηκε αυτή η αριστερά.

Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται αυτή η αμηχανία. Καταγράφηκε σε μια ολόκληρη διαδικασία μετατοπίσεων σε σχέση με τη Γιουγκοσλαβική κρίση, σε αναλυτικά και πολιτικά σφάλματα. Ο κόμβος ήταν η αδυναμία κατανόησης των αντιφάσεων και των μηχανισμών που οδήγησαν στην αποδιάρθρωση, η διαγραφή της σημασίας της ιμπεριαλιστικής παρέμβασης σε όλη τη διαδικασία, η προνομιμοποίηση του «εθνικισμού» ως βασικού αναλυτικού εργαλείου και του έμμονου αντισερβισμού ως πολιτικού προγράμματος. Αυτό όμως το μόνο που έκανε ήταν να αναπαράγει (ή και να διαμορφώνει εντός των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους) την μανιχαϊστική μυθολογία που αρθρώνει τα πάντα γύρω από μια ανεξήγητη σερβική επιθετικότητα. Αυτή η μετατόπιση που αποτυπώνει μια θεωρητική και ιδεολογική απώθηση της έννοιας του ιμπεριαλισμού και των αναλυτικών συνεπειών του, σε συνδυασμό με την μετατόπιση σε στοιχεία του φιλελεύθερου υποσυνόλου οδηγούσε σε μια αναζήτηση όχι της απάντησης στην διαπλοκή ιμπεριαλισμού και αποδιάρθρωσης, αλλά κάποιων «θυμάτων» [181] προς ανθρωπιστική προστασία. Αυτό εκφράστηκε στη Βοσνία παλιότερα [182] και σήμερα στο Κόσοβο. Η μετατόπιση είχε καταγραφεί όμως και παλιότερα σε τμήματα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που επέλεγαν αδιακρίτως να χαιρετίζουν οποιαδήποτε αντιπολίτευση στους κρατικοκαπιταλιστικούς σχηματισμούς με αποτέλεσμα να χαιρετίσουν ως νίκη την κατάρρευση του ΄89, για να διαψευστούν αργότερα. Αυτή η διαδικασία δεν είναι μόνο μια ηγεμόνευση από στοιχεία της αστικής ιδεολογίας. Αποτελεί την πραγματική εσωτερίκευση της ήττας: η αριστερά οφείλει να αναδειχτεί πρωταθλήτρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να υπερκεράσει τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία σε αυτή την νομιμοποίηση [183] . Όμως το όριο τέτοιων μετατοπίσεων (που κάποτε απευθυνόταν ως ειρωνικό σχόλιο σε μανιώδεις αντιεθνικιστές αλλά τώρα γίνεται τραγική και αιματηρή πραγματικότητα) είναι η νομιμοποίηση ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.

Αυτές οι αντιφάσεις καταγράφονται ακόμη και σε κομμάτια της αριστεράς που επιλέγουν την καταδίκη των βομβαρδισμών και της επέμβασης, με την μορφή ενός ιδιότυπου άγχους καταγγελίας και των Σέρβων και μιας λογικής συμψηφισμού των ευθυνών. Νομίζουμε ότι μια προσεκτική μελέτη της πραγματικής σημασίας της επέμβασης και του τι σημαίνει για λαϊκές τάξεις και κινήματα στην περιοχή αλλά και την ιμπεριαλιστική αλυσίδα καταδεικνύει το αλυσιτελές της λογικής του συμψηφισμού [184] . Όποια γνώμη και αν έχουμε για τις σημερινές πολιτικές μορφές στη Γιουγκοσλαβία, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το συμφέρον των λαών και των εργατικών κινημάτων της περιοχής και της Ευρώπης είναι η ήττα του ΝΑΤΟ και η δικαίωση της αντίστασης του σερβικού λαού.

23. Επίλογος: η βαρβαρότητα του πολέμου και η ελπίδα της αντίστασης

Τη στιγμή που ολοκληρώνεται αυτό το κείμενο τα πράγματα δείχνουν να τείνουν σε κλιμάκωση της νατοϊκής επιθετικότητας και σε εκατόμβες αθώων θυμάτων. Ταυτόχρονα αρχίζει να αναδεικνύεται η απονομιμοποίηση της επέμβασης και η καταδίκη από μεγάλα κοινωνικά κομμάτια και στην Δυτική Ευρώπη, ενώ συνεχίζεται το πρωτοφανές κλίμα αυθόρμητου αντιιμπεριαλισμού στην Ελλάδα. Αυτό είναι το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο της περιόδου. Όχι απλά γιατί έχουμε μια επιστροφή των μαζών στο δρόμο, αλλά και γιατί αποτυπώνει τη δυνατότητα μιας άλλης απεύθυνσης και επιρροής της Αριστεράς. Αρκεί να μην αναδιπλωθεί και πάλι σε μια μειοψηφική απόπειρα διαφοροποίησης από αυτό που λένε «οι πολλοί». Με αυτή την έννοια αν η δεκαετία της γιουγκοσλαβικής τραγωδίας συνέπεσε με την υποχώρηση του αντικαπιταλιστικού προτάγματος, η αντίσταση στην ιμπεριαλιστική επέμβαση μπορεί να είναι η αφετηρία μιας αριστερής ανασύνθεσης.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Κατά κεφαλή κοινωνικό προϊόν σε διαφορετικές περιοχές ως ποσοστό του Γιουγκοσλαβικού μέσου όρου

1947

1953

1965

1975

1988

Γιουγκοσλαβία (σύνολο)

100

100

100

100

100

Σλοβενία 163

161

183

205

208

Κροατία 104

116

120

124

128

Σερβία (χωρίς Κόσοβο - Βοϊβοδίνα)

101

97

96

97

101

Βοϊβοδίνα 100

100

113

115

119

Βοσνία Ερζεγοβίνη 86

86

71

66

68

Μακεδονία 70

68

67

68

64

Μαυροβούνιο 94

75

76

69

74

Κόσοβο 49

46

36

34

27

Σλοβενία / Κόσοβο 3,3

4,1

5,0

6,1

7,4

πηγή: Ηashi 1992: 63

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Παραγωγικότητα επενδύσεων σε διαφορετικές περιοχές ως ποσοστό του Γιουγκοσλαβικού μέσου όρου

1952-65

1966-75

1976-83

Γιουγκοσλαβία 100

100

100

Σλοβενία 119

135

109

Κροατία 11

108

89

Σερβία (χωρίς Βοϊβοδίνα και Κόσοβο)

101

97

117

Βοϊβοδίνα 143

109

105

Βοσνία Ερζεγοβίνη 80

77

103

μακεδονία 63

87

90

Μαυροβούνιο 43

50

82

Κόσοβο 77

65

44

πηγή: Hashi 1992: 64

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Παραγωγικότητα εργασίας στη βιομηχανία σε διαφορετικές περιοχές ως ποσοστό του Γιουγκοσλαβικού μέσου όρου

1952

1965

1975

1988

Γιουγκοσλαβία 100

100

100

100

Σλοβενία 105

117

125

126

Κροατία 98

102

108

105

Σερβία (χωρίς Βοϊβοδίνα και Κόσοβο)

106

105

96

98

Βοϊβοδίνα 87

89

101

111

Βοσνία Ερζεγοβίνη 95

93

84

85

Μακεδονία 105

78

77

86

Μαυροβούνιο 137

103

89

88

Κόσοβο 88

79

77

71

πηγή: Hashi 1992: 64

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Ανεργία κατά περιοχές

1952

1965

1975

1989

Γιουγκοσλαβία 2,6

6,5

11,3

17,5

Σλοβενία 1,9

1,7

1,5

3,5

Κροατία 2,9

5,9

5,8

8,6

Σερβία (χωρίς Βοϊβοδίνα και Κόσοβο)

2,5

7,9

14,3

18,3

Βοϊβοδίνα 3

4,7

11,9

15,6

Βοσνία Ερζεγοβίνη 1,5

5,0

12,8

26,0

Μακεδονία 6,7

15,6

26,7

28,3

Μαυροβούνιοι 3,3

5,4

16,8

29,4

Κόσοβο 2,6

17,9

29,7

58,3

πηγή: Hashi 1992: 65

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

Συνεισφορές σε αναδιανεμητικές δαπάνες ως ποσοστό συνόλου

1982

1983

1984

1985

1986

1987

1988

1989

Σλοβενία 13

19

16

15

18

18

20

24

Κροατία 23

26

27

25

23

24

24

26

Σερβία (χωρίς Κόσοβο και Βοϊβοδίνα 27

24

21

27

21

18

26

19

πηγή Hashi 1992

ΠΙΝΑΚΑΣ 6

Μερίδιο περιοχών στη συνολική επένδυση (ποσοστό του συνόλου)

1966

1969

1972

1975

α 60,2

65

61,1

63

β 35,8

37,6

37,7

43,7

Γ

31,1

25,5

30

28,4

Δ

14,1

11

10,3

9,5

Α: ανεπτυγμένες δημοκρατίες (Κροατία, Σλοβενία, Βοϊβοδίνα, Σερβία χωρίς Κόσοβο και Βοϊβοδίνα)

Β: Κροατία και Σλοβενία Γ: Βοσνία Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μακεδονία και Μαυροβούνιο (οι περιοχές που δέχονταν αναδιανεμητική αναπτυξιακή βοήθεια)

Δ: Κόσοβο και Μακεδονία

πηγή: Ramet 1992:. 140

ΠΙΝΑΚΑΣ 7

Περιφερειακές ανισότητες (1990)

Πληθυσμός Κοιν. Προϊόν ανά κάτοικο ποσοστό αγρ. Παραγωγής ποσοστό εξαγωγών ποσοστό εισαγωγών Γιουγκοσλαβία 100

100

100

100

100

Σλοβενία 8,1

212

7,6

28,8

25,2

Κροατία 19,8

123

21,3

26,5

23,6

Σερβία 41,6

Σερβία (στενή έννοια)

24,6

93

25,3

20,8

21,2

Βοϊβοδίνα 8,6

119

23,8

8,3

11,5

Κόσοβο 8,3

31

4,2

1,3

1,1

Βοσνία Ερζαγοβίνη 18,9

74

9,4

14,4

6,1

Μαυροβούνιο 2,8

78

1,1

1,6

1,2

Μακεδονία 8,9

66

7,3

4,1

6,1

πηγή Samary 1994 σελ. 66

Βιβλιογραφία

α. Ξενόγλωσση

Adamovic L. 1995, «Economic Transformations in Former Yugoslavia» in Ramet and Adamovic (eds.) 1995

Andrejevic M. 1995, «Politics in Montenegro» in Ramet and Adamovic (eds.) 1995

Antonic A. 1997, «Could a confederation have saved Yugoslavia», Nationalities Papers, Vol. 25, n. 3: 469-479

Banac I. 1984, The National Question on Yugoslavia. Origins, History, Politics, Ithaca and London, Cornell University Press

Banac I. 1995, «Nationalism in Southeastern Europe», in Kupchan (ed.) 1995: 107-121

Banac I. 1995a, «The Dissolution of Jugoslav Historiography», in Ramet and Adamovic (eds) 1995

Barkin J.S. 1998, «The Evolution of the Constitution of Sovereignty and the Emergence of Human Right Norms», Millenium: Journal of International Studies, Vol. 27, n. 2: 229-252

Barrat Brown M. 1993 «The War in Yugoslavia and the Debt Burden», Capital and Class50: 147-160

Berg S. L. 1997, «A failed transition: the case of Serbia» in Dawishaand Parrot (eds.) 1997

Bicanic I. 1995, «State Formation during Transition», East European Politics and Societies, vol. 9, n. 1: 2-21

Bienen H. 1995, «Ethnic Nationalisms and Implications for U.S. Foreign Policy», in Kupchan (ed.) 1995: 158-179

Birnbaum H. An Vryonis S. (eds) 1972, Aspects of the Balkans, The Hague and Paris, Mouton

Blackburn R. 1993, «The Break -up of Yugoslavia and the Fate of Bosnia», New Left Review199: 100-119

Blagojevic M. 1998, «Kosovo: In/visible Civil War», in Veremis and Kofos (eds) 1998

Burks R. V. 1972, «Nationalism and Communism in Yugoslavia» in Birnbaum and Vyonis (eds) 1972

Burks R.W. 1972, «Nationalism and Communism in Yugoslavia», in Birnbaum and Vryonis (eds) 1972

Chiclet C. 1999, «Aux origines de la Armee de liberation de Kosovo», Le Monde Diplomatique, Mai 1999

Chossudovsky M. 1996, «La Bosnie sous administration occidentale», Le Monde Diplomatique, Avril 1996

Chossudovsky M. 1997 «Dismantling Former Yugoslavia, Recolonising Bosnia», Capital and Class, 62: 1-12

Cockburn A. 1999, «The Progressives' War», The Nation, May 10 1999

Cohen L.J. 1997, «Embattled Democracy: postcommunist Croatia in transition», in Dawisha and Parrot (eds.) 1997

Crocker P. A. 1984, Praxis and Democratic Socialism, Harvester, Humanities Press

Daalder I. H. 1996, «Fear and Loathing in the Former Yugoslavia» in M. E. Brown (ed.), The International dimension of internal conflict, Cambridge MA and London, The M.I.T. Press

Dawisha K. and Parrot B. (eds.). 1997 Politics, power, and the struggle for democracyin South - East Europe, Cambridge, Cambridge University Press

De la Gorce P.M. 1999, «L' Alliance Atlantique cadre de l' hegemonie americaine», Le Monde Diplomatique, Avril 1999

De La Groce 1999a, «Histoire secrete des negociations de Rambouillet», Le Monde Diplomatique, Mai 1999

Di Francesco T. «Pour une paix a l' irlandaise au Kosovo», Le Monde Diplomatique, Novembre 1998

Dillon M. 1998, «Criminalising Social and Politiical Violence Internationally», Millenium: Journal of International Studies, Vol. 27, n. 3: 543-567

Djilas A. 1995, «Fear thy Neighbor:The Breakup of Yugoslavia», in Kupchan (ed.) 1995: 85-106

Derens J. A. 1997, «Lendemains amers pour les orphelins de la Grande Serbie», Le Monde Diplomatique, Novembre 1997

Derens J. A. 1999, «Destabilisations en chaine», Le Monde Diplomatique, Mai 1999

Derens J.A. et Nouvel S. 1998, «Le Kosovo entre massacres et marchandages», Le Monde Diplomatique, Avril 1998

Glennon M. J. 1999, «The New Interventionism. The search for o Just International Law», Foreign Affairs, Vol. 78, n. 3: 2-7

Glenny M. 1993, The Fall of Yugoslavia, London, Penguin (revised edition)

Godina V.V. 1998, «The outbreak of nationalism in former Yugoslav territory: a historical pespective», Nations and Nationalisms, Vol. 4, n. 3: 409-422

Greenberg R. D. 1996, «The Politics of Dialects among Serbs, Croats and Muslims in the former Yugoslavia», East European Politics and Societies, vol. 10, n. 3: 393-415

Hannun H. 1998, «The Specter of Secession. Responding to Claims for Ethnic Self - Determination», Foreign Affairsvol. 77, n. 2: 13-18

Hashi I. 1992, «The disintegration of Yugoslavia: Regional Disparities and the Nationalities Question», Capital and Class. 48: 41-88

Hedges C. 1999, «Kosovo's Next Masters?», Foreign AffairesVol. 78., n. 3: 24-42

Heffant - Baldry A. 1997, «Yugoslavs into Serbs: Serbian National Identity, 1961-1971», Nationalities Papers, Vol. 25, n. 3: 407-426

Heraclides A. 1998, «Ethnonational and separatist conflict settlement and the case of Kosovo», in Veremis and Kofos (eds) 1998

Heuer U. J. & Schirmer G. 1998, «Human Rights Imperialism», Monthly ReviewVol. 49, n. 10: 5-16

Hoepken W. 1999, «War, Memory and Education in a fragmented society: The case of Yugoslavia», East European Politics and Societies, Vol. 13, n. 1: 190-227

Hoxha E. 1978, Yugoslav «self administration». A capitalist theory and Practice, Tirana, 8 Nentori

Igric G. 1996 «Profiteurs de guerre», Le Monde Diplomatique, Juin 1996

Irwin Z. T. 1995, «Yugoslavia's Relations with European States», in Ramet and Adamovic (eds) 1995

Jandot G. 1993, «L' Albanie et les «Yoygoslaves». Images et ruptures...», Confluences Mediteranee, n. 8: 51-59

Jelavich C. 1990, South Slav Nationalisms.Textbooks and Yugoslav Union before 1914, Colombus, Ohio State University Press

Kofos E. 1998, «The two headed ‘Albanian Question': Reflections on the Kosovo dispute and the Albanians of FYROM», in Veremis and Kofos (eds) 1998

Kovac O. 1995 «Foreing Economicw Relations» in Ramet and Adamovic (eds.) 1995

Kupchan C. A. (ed.). 1995, Nationalism and Nationalities in the New Europe, Ithaca and New York, Cornell University Press

Kupchan C. A. 1995, «Introduction: Nationalism Resurgent», in Kupchan (ed.) 1995: 1-14

Leymarie P. 1999, «Ces guerres qui usent l' Afrique», Le Monde Diplomatique, Avril 1999

Lutard C. 1993, «L' impossible transition democratique dans l' ex - Yougoslavie», Confluences Mediterannee8

Lyon J. 1996, «Yugoslavia's Hyperinflation 1993-1994: a Social History», East European Politics and Societiesvol. 10, n 2: 293-327

Madzar L. 1996, «Two scenarios of the ownership transformation in SFRY», Balkan Forum, Vol. 4, n. 4: 215-240

Maliqi S. 1998, «The Albanian Movement in Kosova», in Veremis and Kofos (eds) 1998

Mangas B. 1993, The destruction of Yugoslavia, London, Verso

Mestrovic S. G. (ed.) 1996, Genocide after emotion. The post emotional Balkan War, London and New York, Routledge

Milivojevic M. 1995, «The Armed Forces of Yugoslavia: Sliding in War», in Ramet and Adamovic (eds) 1995

Miller K. F. 1997, «Tudjman's Victory: Croatia, The UN, NATO and The US», Nationalities Papers, Vol. 25, n. 3: 501-514

Miller N. J. 1997, «A failed transition: The case of Serbia», in Dawisha and Parrot (eds) 1997

Nedeva I. 1998, «Kosovo/a: different perspectives», in Veremis and Kofos (eds) 1998

Pavkovic A. 1998, «From Yugoslavim to Serbism: The Serb National Idea 1986-1996», Nations and Nationalisms, Vol. 4, n. 4

Petras J. and Vieux S. 1996, «Bosnia and the Revival of US Hegemony», New Left Review218: 3-25

Plestina D. 1995, «Democracy and Nationalism in Croatia: The Forst Three years» in Ramet and Adamovic (eds) 1995

Pribicevic B. 1995, «Relations with the superpowers» in Ramet and Adamovic (eds) 1995

Radar P. 1997, «The Badinter Arbitration Commision and the Partiton of Yugoslavia», Nationalities Papers Vol. 25, n. 3: 537-557

Ramet S. P. 1992, Nationalism and Federalism in Yugoslavia, 1962-1991, Bloomigton and Indianapolis, Indiana University Press

Ramet S. P. and Adamovic L. S. (eds.) 1995, Beyond Yugoslavia. Politics, Economics and Culture in a Shattered Community, Boulder - San Francisco and Oxford, Westview Press

Remington R. A 1985, «Political - Military Relations in Post - Tito Yugoslavia» in P. Ramet (ed.) Yugoslavia in the '80s, Boulder and London, Westview Press 1985

Rusinow D. 1995, «The Avoidable Catastrophe», in Ramet and Adamovic (eds) 1995

Samary C. 1994, La dechirure Yugoslave, Paris, L' Harmattan

Samary C. 1996, «Le pouvoir serbe dans la tourmente de la paix», Le Monde Diploatique, Juin 1996

Samary C. 1998, «Le resistible dislocation du puzzle yougoslave», Le Monde Diplomatique,Juillet 1998

Schopflin G. 1995, «Nationalism and ethnicity in Europe», in Kupchan (ed.) 1995: 37-65

Sekulic D. 1997, «The creation and dissolution of the multinational state: the case of Yugoslavia», Nations and Nationalisms, Vol. 3, n. 2: 165-179

Simic P. 1998, «The Kosovo and Metohia problem and regional security in the Balkans», in Veremis and Kofos (eds) 1998

Singleton F. and Carter B. 1982, The Economy of Yugoslavia, Lonodn and Camberra, Crown Helms and St Martins

Surroi V. 1998, «Kosova and the Constitutional Solutions» in Veremis and Kofos (eds) 1998

Tanner M. 1997, Croatia: An nation forged by war, New York, Yale University Press

Todorova M. 1997, Imagining the Balkans, Oxford and New York, Oxford University Press

Troebst S. 1998, Conflict in Kosovo: Failure of Prevention? An analytical documentation, 1992-1998, Flensburg, European Centre for Minority Issues (ECMI)

Veremis Th. 1998, «The Kosovo Puzzle», in Veremis and Kofos (eds) 1998

Veremis Th. And Kofos E. (eds.) 1998, Kosovo: Avoiding another Balkan War, Athens, ELIAMEP

Vickers M. 1998, Between Serb and Albanian, A history of Kosovo London, Hurst and Company

Woodward S. 1995, Balkan Tragedy, Washington, Brookings Institution

Zlatar Z. 1997,»The building of Yugoslavia: The Yugoslav Idea and the first Common State of the South Slavs», Nationalities Papers, Vol. 25, N. 3: 387-406

β. Ελληνόγλωσση

Vickers M. 1997, Οι Αλβανοί,Αθήνα, Οδυσσέας Βιντερχάλτερ Β. 1976, Ο Τίτο και ο Γιουγκοσλαβικός Σοσιαλισμός, Αθήνα, Καρανάσης Garnier J. P. 1994, «Σεράγεβο αγάπη μου», Θέσεις48: 113-120

«Ιδού η συμφωνία !», Εποχή 2/5/99

Ιωακείμογλου Η. 1994, Ηγεμονία και Ολοκλήρωση, Η διεθνής οικονομία στη δεκαετία του '90, Αθήνα, Ιαμός

Καρντέλι Ε. 1979, Οι δημοκρατικοί δρόμοι στη σοσιαλιστική κοινωνία, Αθήνα, Θεμέλιο Λένιν Β.Ι. 1992, Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή

Μαλιγκούδης Φ. 1999, «Η Βαλκανική «σαλάτα» και η πανουργία της Ιστορίας», Ελευθεροτυπία7/5/1999

Μαρούδας Λ. 1988, Η διαμόρφωση και η λειτουργία του συστήματος της Αυτοδιαχείρισης στη Γιoυγκοσλαβία, Αθήνα, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών Μαυρόπουλος Α. - Ελαφρός Γ. 1999, «Παιδί του καπιταλισμού ο πόλεμος», Πριν25/4/99

Μηλιός Γ. 1988, Ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός, Αθήνα, Εξάντας Μηλιός Γ. 1993, «Μια παρατήρηση για την εγγενή «τάση ολοκληρωτισμού» του (κάθε) έθνους», Θέσεις 42: 37-41

Μηλιός Γ. 1997, Θεωρίες για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, Αθήνα, Κριτική

Μπαλιμπάρ Ε. - Βαλλερστάιν Ι. 1991, Φυλή Έθνος Τάξη, οι διφορούμενες ταυτότητες, Αθήνα, Πολίτης Μπετελέμ Σ. 1974, Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταβατικό στάδιο προς το σοσιαλισμό, Αθήνα, εκδ. Ράππα Μπετελέμ Σ. 1975-77, Ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ, τ. Ι και ΙΙ, Αθήνα, εκδ. Ράππα Ντεμπρέ Ρ. 1999, «Γράμμα ένός ταξιδιώτη στον πρόεδρο της Γαλλλικής Δημοκρατίας», Εποχή 16/5/1999

Όουεν Ντ. 1996, Βαλκανική Οδύσσεια, Αθήνα, Καστανιώτης Παπανικολάου Θ. 1999, «Οι μαρξιστές και ο πόλεμος», Εποχή16/5/99

Παπαπαναγιώτου Α. 1992, Το μακεδονικό ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, Αθήνα, Θεμέλιο

Περράκης Σ. 1997, Η Πολιτική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας/Ένωσης για την Πρώην Γιουγκοσλαβία (1991-1996),Αθήνα, Σιδέρης Schmidt Eenboom E. 1995, Πολεμιστής στη Σκιά, Αθήνα, Νέα Σύνορα - Λιβάνης Τζιαντζής Κ. - Δελαστίκ Γ. 1999, «Οι νέοι πόλεμοι αρχίζουν στην Ευρώπη», Πριν 4/4/99

Τσακίρης Δ. 1995, «Η οικονομική κατάσταση της Σλοβενίας μετά τη διάλυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας», Θέσεις 51: 111-113


[1] Για μια εγχώρια αναπαραγωγή του σχήματος του «τεχνητού κατασκευάσματος» βλ. Μαλιγκούδης 1999

[2] Για εκτενείς παρουσιάσεις της αντιφατικής ιστορίας των νοτιοσλαβικών κινημάτων βλ. Banac 1984, Jalevich 1990 καθώς και Tanner 1997

[3] Για το Κροατικό εθνικό κίνημα βλ. Tanner 1997, σελ. 67 κ. εξ. Για την ανάπτυξη των εθνικών κινημάτων βλ. Banac 1984 σελ. 70 κ. εξ.

[4] Βίκερς 1997.

[5] Schopflin 1995, σελ. 61.

[6] Βλ. σχετικά Μηλιός 1988.

[7] Banac 1984, σελ. 36-37.

[8] Για αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες τέτοιες τοποθετήσεις βλ. Banac 1984.

[9] Banac 1984 σελ. 40-41.

[10] Vickers 1998.

[11] 827.829 Σέρβοι στην Βοσνία Ερζεγοβίνη απέναντι σε 588.247 Μουσουλμάνους στην πρώτη απογραφή (Banac 1984 σελ. 50 κ. εξ.). Η αναλογία το 1910 ήταν (Ορθόδοξοι ή Σέρβοι 43,49%, Καθολικοί (Κροάτες) 22, 87% και Μουσουλμάνοι 32,25%. (οπ.π. σελ. 361).

[12] Αναλυτικά για την πολιτική συμπεριφορά τους βλ. Banac 1984.

[13] Το 90% των μεγάλων γαιοκτημόνων θα είναι μουσουλμάνοι ενώ η κατανομή των ακτημόνων κολλήγων θα είναι 73% Ορθόδοξοι (Σέρβοι), 20% καθολικοί (Κροάτες) και 5 % μουσουλμάνοι (Samary 1994 σελ. 87).

[14] Που θα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την διάθεση των μουσουλμάνων μέσα από την έννοια μιας βοσνακής ταυτότητας να υπερασπιστούν την θέση τους (Banac 1984, σελ. 360 κ. εξ.)

[15] Για μια παρουσίαση του πως αυτό διατηρήθηκε ως αντίληψη του προπολεμικού Κροατικού εθνικισμού (και ειδικά του Κροατικού Αγροτικού Κόμματος) για τους μουσουλμάνους ως Κροάτες με άλλο θρήσκευμα βλ. Ramet 1992 σελ. 8.

[16] Αναλυτικά για τις εκδοχές του Ιλλυριανισμού βλ. Banac 1984 σελ. 77 κ. εξ. για την ανάδυσή του στην Κροατία. Θα έχει και μια ειδική γείωση στις πιο περιφερειακές νοτιοσλαβικές περιοχές (Σλοβενία, Ίστρια, Δαλματία) που κατεξοχήν απειλούνταν από τον κίνδυνο γερμανοποίησης, ιταλοποίησης, ή ουγγροποίησης (Sekulic 1997 σελ. 169-169).

[17] Αυτό θα προκύψει με την παράλληλη υιοθέτηση αντίστοιχων διαλέκτων (στοκαβιανών) από του θεωρητικούς των εθνικών γλωσσών σε Σερβία και Κροατία: της στοκαβιανής διαλέκτου της δυτικής Σερβίας και της ανατολικής Ερζεγοβίνης από τους Σέρβους (Κάραζιτς) και την στοκαβιανή διάλεκτο της λογοτεχνικής παράδοσης του Ντουμπρόβνικ από τους Κροάτες. Θα υπογραφεί μάλιστα και γλωσσική συμφωνία το 1850 που θα εγκαινιάσει την Σερβοκροατική γλώσσα(Banac 1984 σελ. 78-79 και Greenberg 1996 σελ. 396 - 397).

[18] Banac 1984 σελ. 100-101.

[19] Για χαρακτηριστικά και αντιφάσεις του Σερβικού βασιλείου βλ. Banac 1984.

[20] Sekulic 1997 σελ. 169-170.

[21] Για τα βήματα συγκρότησης και τον τρόπο που η εξέλιξη του παγκόσμιου πολέμου επιτάχυνε την διαμόρφωση ενιαίας γιουγκοσλαβικής κρατικής οντότητας βλ. Jalevich 1990.

[22] Με βασικό επίδικο αντικείμενο και διαφορετικές κατευθύνσεις σε σχέση με την κρατική πολιτική στην οικονομία, το πως θα κατευθυνθεί η κρατική δαπάνη για υποδομές, διαφωνίες πάνω στη φιλελευθεροποίηση του εξωτερικού εμπορίου, την βαρύτητα των κρατικών διανοουμένων σε όλη την έκταση του Κράτους, αλλά και την αγροτική μεταρρύθμιση σημείο που δημιουργούσε και εντάσεις με τους μουσουλμάνους που ήταν αντίθετοι, αλλά και τα προβλήματα που δημιουργούσε η παρουσία του ξένου κεφαλαίου (βλ. Singleton and Carter 1982 σε διάφορα σημεία όπως και Banac 1984).

[23] Με χαρακτηριστικότερη μορφή το δημοκρατικό κόμμα που είχε και μη Σέρβους βουλευτές.

[24] Banac 1984 όπως και Tanner 1997. Σε εκείνη την περίοδο το Αγροτικό Κόμμα θα έχει και την συμπάθεια της Κομιντέρν με βάση την θέση της υποστήριξης των εθνικών κινημάτων ενάντια στους νικητές του πολέμου (Σερβία Ρουμανία Ελλάδα). Βλ. σχετικά Παπαναγιώτου 1992. Βλ. επίσης και την προσπάθεια ενσωμάτωσης του αγροτικού Κόμματος στην μεταπολεμική κομματική ιστοριογραφία (βλ. για παράδειγμα Βιντερχάλτερ 1976).

[25] Hashi 1992 σελ.47.

[26] Για μια παρουσίαση της ειδικής πολιτικής βαρύτητας του σερβικού πολιτικού προσωπικού βλ. Zlatar 1997.

[27] Tanner 1997

[28] Για μια καταγραφή των διαφορετικών ποσοτικών εκτιμήσεων αυτών των σφαγών (ανάμεσα στα άλλα και την απόπειρα του Τούτζμαν να τους εκμηδενίσει) βλ. Tanner 1997 σελ. 152. Μέρος των μουσουλμάνων της Βοσνίας θα συνεργαστεί με τους Ουστάσι (Djilas 1995 σελ. 94).

[29] Για την πραγματική νομιμοποίηση του αντιφασιστικού συνασπισμού βλ. Samary 1998.

[30] Για μια άρνηση της διαδεδομένης θέσης περί τεχνητού κατασκευάσματος βλ. Samary 1994 σελ. 53-54.

[31] Η αναφορά στην σημασία της ηγεμονίας (ή της δυνατότητας ηγεμονίας) των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ως προϋπόθεση για να αναπτυχθεί η διαλεκτική ανάμεσα σε κρατική συγκρότηση και εθνική ιδεολογία είναι το στοιχείο που απουσιάζει συχνά από από αναλύσεις του εθνικισμού (για παράδειγμα βλ. Kupchan 1995. Για μια αποσύνδεση του εθνικισμού από τις πραγματικές υλικές διαδικασίες βλ. Godina 1998).

[32] Η έννοια του κρατικού καπιταλισμού παραπέμπει σε ένα πλέγμα αναλύσεων με αφετηρία τις κριτικές της πολιτιστικής επανάστασης στη σοβιετική συγκρότηση και πολύ πιο αναλυτική παρουσίαση τις μελέτες του Σ. Μπετελέμ (Βλ. για παράδειγμα Μπετελέμ 1975 και Μπετελέμ 1975-77). Η χρήση της έννοιας δεν παραβλέπει τις διαφορέςτης γιουγκοσλαβικής περίπτωσης.

[33] Σχηματικά η βασική στιγμή τομής είναι η διαδικασία μεταρρυθμίσεων του 1962-65.

[34] Που με τη σειρά του ήταν και μια αύξηση του πολιτικού ρόλου των δημοκρατιών απέναντι στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση (Ramet 1992, σελ. 84-85).

[35] Για μια γενική παρουσίαση βλ. Moore 1980 καθώς -πολύ πιο αναλυτικά- και Μαρούδας 1988. Για μια απολογητική βλ. Καρντέλι 1979.

[36] Μαρούδας 1988 σελ. 7 κ. εξ.

[37] Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα έχει ιδιοκτησία πάνω σε παραγωγικές μονάδες (Woodward 1995 σελ. 39)

[38] Και πιο συγκεκριμένα της ήττας του Ρανκοβιτς και της φράξιάς του.

[39] Που καταγραφόταν και ήδη από το 1947/48 βλ. σχετικά Hashi 1992 σελ. 52.

[40] Δαπάνες που θα τείνουν σε μια προσπάθεια εγκατάστασης μεγάλων βαρειών βιομηχανιών στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, όχι όμως και σε μια αντιστροφή της συγκέντρωσης κερδοφόρων, βιομηχανιών καταναλωτικών ειδών στο Βορρά (Ramet 1992, σελ. 30-31)

[41] Για την σημασία και τον όγκο των αναδιανεμητικών δαπανών βλ. Hashi 1992 σελ. 55 κ. εξ. καθώς και Ramet 1992 σε διάφορα σημεία

[42] Για μια αναλυτική παρουσίαση του περίπλοκου πλαισίου της διαδικασίας αποφάσεων μετά τις επάλληλες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις βλ. Ramet 1992.

[43] Ramet 1992 σελ. 161 κ. εξ. Βλ. επίσης Glenny 1993 σελ. 78-79

[44] Για τα λιμάνια και τις χαλυβουργίες βλ. Burks 1972 σελ. 405

[45] Για την σημασία της δυτικής οικονομικής βοήθειας βλ. Woodward 1995, σελ. 25 κ. εξ.

[46] Singleton and Carter 1982 σ. 243.

[47] Στη δεκαετία του '60 ύστερα και από την βελτίωση των πολιτικών σχέσεων με την ΕΣΣΔ τέθηκε ένα πραγματικό δίλημμα στην Γιουγκοσλαβική ηγεσία για το αν θα προχωρήσουν σε μεγαλύτερη έμφαση στις συναλλαγές με την Κομεκόν (που σε μεγάλο βαθμό θα γίνονταν με συμφωνίες αντιπραγματισμού) που θα αντιμετώπιζαν τα προβλήματα παραγωγικότητας σε σχέση με τη Δύση ή θα επέμειναν στην διατήρηση υψηλών συναλλαγών με τη Δύση. Πάρθηκε η πολιτική επιλογή να μην αναβαθμιστούν υπέρμετρα οι οικονομικές σχέσεις με την Κομεκόν (γι΄αυτό άλλωστε δεν έγινε ποτέ μέλος). Βλ. σχετικά Burks 1972.

[48] Woodward 1995 σελ. 49.

[49] Irwin 1995 σελ. 354-355. Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο τουρισμός ήταν επίσης άνισα κατανεμημένος με ιδιαίτερα ωφελημένη την Κροατία (Δαλματία).

[50] Η προπολεμική πορεία του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού κόμματος περιελάμβανε ταλαντεύσεις απέναντι στο εθνικό ζήτημα. Ενώ στην ίδρυσή του (1919-1923) θα υποστηρίζει την έννοια του ενιαίου κράτους, στη συνέχεια θα μετατοπιστεί -ύστερα από αντιφάσεις- στην αποδοχή της αντίληψης της Γ' Διεθνούς για την χωρίς όρους υπεράσπιση της αυτοδιάθεσης μέχρι την απόσχιση (αντίληψη αντίστοιχη και με τις κατευθύνσεις για τα άλλα Βαλκανικά Κόμματα, πχ. ανεξάρτητη Μακεδονία), για να καταλήξει μετά το 1934 -και την «λαϊκομετωπική στροφή» στην αποδοχή ενός σοσιαλιστικού γιουγκοσλαβισμού. Για μια ιστορική παρουσίαση βλ. Ramet 1992 σελ. 45-51.

[51] Ως καταστατικοί λαοί της Γιουγκοσλαβίας ορίστηκαν αρχικά οι Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Μαυροβούνιοι, Μακεδόνες και μετά το 1971 και οι Μουσουλμάνοι.

[52] Για την έμφαση -ειδικά του Καρντέλι- ότι η Βοσνία θα ήταν το εργαστήρι της γιουγκοσλαβικής ταυτότητας βλ. Burks 1972 σελ. 404.

[53] Που από ορισμένους μελετητές παρουσιάζεται ως σερβική πολιτική επικυριαρχία (Banac 1995 σελ. 118).

[54] Miller 1997 σελ. 147 κ. εξ.

[55] Σε σχέση με την Βοϊβοδίνα πρέπει να αναφέρουμε δύο στοιχεία: Πρώτον ότι ήταν η πιο ανεπτυγμένη οικονομικά περιοχή της Σερβίας. Δεύτερον ότι παρά την παρουσία μιας ισχυρής ουγγρικής μειονότητας η πλειοψηφία της θα είναι Σερβική (Βλ. τους πίνακες πληθυσμού σε Woodward 1995).

[56] Για μια αποτίμηση του πραγματισμού του Τίτο βλ. Samary 1994 σελ. 55-6.

[57] Για την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από την συγκρότηση διακριτής μουσουλμανικής εθνότητας βλ. Ramet 1992 σελ. 180 κ. εξ. όπου και η καταγραφή της αμφισβήτησης στις λοιπές (εκτός Βοσνίας) δημοκρατιών της αναγνωρισης στο εσωτερικό τους Μουσουλμάνων. Η αναγνώριση αυτή προσέθεσε άλλον έναν εθνικισμό στο γιουγκοσλαβικό πανόραμα, αφού μετά το 1970 θα υπάρχει σταδιακά πίεση για μετασχηματισμό της Βοσνίας σε μουσουλμανική δημοκρατία.

[58] Για μια παρουσίαση της αποπομπής Ράνκοβιτς βλ. Ramet 1992 σελ. 90-91.

[59] Που θα επεκταθούν και στην διεκδίκηση μεγαλύτερης οικονομικής αυτοτέλειας, διατήρησης μεγαλύτερου μέρους των αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος, χωριστού νομίσματος.

[60] Για μια αναλυτική παρουσίαση της Κροατικής άνοιξης και των πολιτικων συγκρούσεων της περιόδου βλ. Ramet 1992 σελ. 98 κ. εξ.

[61] Η ιστοριογραφία σε όλη την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας αποτέλεσε ουσιώδη δείκτη των πολιτικών συγκρούσεων και της αδυναμίας συγκρότησης μιας ενιαίας γιουγκοσλαβικής ταυτότητας (Banac 1995a)

[62] Ενώ στο Νόβι Σαντ το 1954 θα υπογραφεί άλλη μια γλωσσική συμφωνία για ένα ενιαίο γλωσσικό πρότυπο (και τις παραλλαγές του), η έμφαση σε εθνικέςτοποθετήσεις ήδη από τη δεκαετία του '60 θα φαλκιδεύσει κάθε προοπτική αναφοράς σε ενιαία σερβοκροατική γλώσσα. Άλλωστε σταδιακά θα αρχίσει να γίνεται αναφορά όχι μόνο σε κροατικήαλλά και σε βοσνιακή γλώσσα (Greenberg 1996, αλλά και Ramet 1992)

[63] Έχει ενδιαφέρον ότι σε όλη αυτή την ιδιότυπη σύγκρουση Βορρά Νότου για πρώτη φορά στην γιουγκοσλαβική ιστορία αρχίζει και καταγράφεται και μια σλοβενικήεθνική στρατηγική (Ramet 1992, sel. 116-117)

[64] Ramet 1992 επίσης Hashi 1992.

[65] Για μια αναλυτική παρουσίαση των ζητημάτων συμπεριφοράς των εκπροσώπων των δημοκρατιών σε μια σειρά από αποφάσεις των ομοσπονδιακών οργάνων και τις συμμαχίες που διαμορφώνονταν βλ. Ramet 1992. Ενδιαφέρον έχει ότι στην συγκρότηση ενός πολιτικού συνασπισμού υπέρ της αποκέντρωσης της ομοσπονδιακής μορφής μετά το 1964 θα έχει κατεξοχήν ρόλο το ηγετικό πολιτικό προσωπικό της Μακεδονίας, που όμως θα διαταράξει στον συνασπισμό αυτό από το '69 σε σχέση με τις οικονομικές συνέπεις της αποκέντρωσης στις λιγότερο ανεπτυγμένες δημοκρατίες.

[66] Heffant - Baldry 1997 για μια αναλυτική παρουσίαση αυτή της πολεμικής

[67] Για μια προσπάθεια ερμηνείας της Γιουγκοσλαβικής κρίσης στη βάση των αποδιαρθρωτικών αποτελεμσάτων της οικονομικής κρίσης και της τροποποίησης της στάσης των ιμπεριαλιστικών κέντρων βλ. Woodward 1995 από μη μαρξιστική σκοπιά και Hashi 1992 από μαρξιστική σκοπιά. Βλ. επίσης Barratt Brown 1993, όπως και Samary 1994

[68] H διαχείριση του χρέους προσέκρουε σε μια αντίφαση της πολιτικής οργάνωσης της Γιουγκοσλαβίας: ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε την ευθύνη της αποπληρωμής δεν είχε την αρμοδιότητα της παρέμβασης στις επενδυτικές αποφάσεις που όριζαν την χρήση των δανείων (βλ. σχετικά Barratt Brown 1993 σελ. 149-150

[69] Barrat Brown 1993 σελ. 152

[70] Για μια αναλυτική παρουσίαση των μέτρων που συνεπάγονταν οι όροι του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας και του τεράστιου κόστους για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα βλ. Chossudovsky1997 σελ. 3-6

[71] Βλ. σχετικά Irwin 1995

[72] Chossudovsky 1997 έχει ενδιαφέρον ότι η Σερβική κυβέρνηση θα αναγκαστεί κάτω από το βάρος των λαϊκών διαμαρτυριών να απορρίψει τις προτάσεις λιτότητας της κυβέρνησης Μάρκοβιτς. Βλ. επίσης Mangas 1993 για μια παρουσίαση στοιχείων της λαϊκής κινητοποίησης αφού κανείς παραβλέψει την εμμονή της συγγραφέως να αποδίδει τα πάντα στον μεγαλοσερβικό εθνικισμό.

[73] Για την καταγραφή αυτών των τάσεων βλ. Singleton and Carter 1982 σελ. 235. Πολύ ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία που παραθέτει ο Cavac (Cavac 1995 σελ. 299) οι εξαγωγές με τις χώρες του ΟΟΣΑ μειώθηκαν από 56,1% του συνόλου το 1970 σε 35% το 1985, με τις χώρες της ΕΟΚ από 41,2% το 1970 σε 24,7% το 1985, ενώ με την ΚΟΜΕΚΟΝ αυξήθηκαν από 32,2% το 1970 σε 49,6% το 1985. Ενδιαφέρον έχει ότι παρά την πολιτική σημασία της διαπλοκής με το κίνημα των Αδεσμεύτων οι συναλλαγές με τις αναπτυσσόμενες χώρες παρά την σημασία τους (περίπου 18% των εξαγωγών αλλά και εισαγών στις αρχές της δεκαετίας του '80) δεν θα υπερβούν την σημασία των άλλων προσανατολισμών

[74] Στην περίοδο 1985-88 οι εξαγωγές προς τις χώρες του ΟΟΣΑ θα αυξηθούν από 35% σε 51%, προς την ΕΟΚ από 24,7% σε 36,8% ενώ οι εξαγωγές προς την Κομεκόν θα μειωθούν από 49,6% σε 33,8% (Kovac 1995, σελ. 299). Βλ. και τα αντίστοιχα στοιχεία σε Irwin 1995 σελ. 355

[75] Παρότι δεν έχουμε αναλυτικά στοιχεία για τις δημοκρατίες προέλευσης αυτών των εξαγωγών μπορούμε να υποθέσουμε την σχετικά μεγαλύτερη βαρύτητα Σλοβενίας και Κροατίας. Για παράδειγμα οι συναλλαγές της Σλοβενίας με τη Γερμανία αυξήθηκαν από 15% σε 22% ανάμεσα σε 1985 και 1990 (Samary 1994 σ. 51). Βλ. επίσης Τσακίρης 1995

[76] Για μια παρουσίαση των οικονομικώνόρων που δικαιολογούν την τάση διάσπασης κρατικών οντοτήτων στην περίοδο της μετάβασης στην «οικονομίας της αγοράς» βλ. Bicanic 1995

[77] Για τη σύγκρουση Μάρκοβιτς και τοπικών ηγεσιών βλ. Samary 1994 σελ. 62

[78] Αυτό δεν ήταν μόνο μια έμμεση πίεση αλλά και μια άμεση πολιτική πίεση. Σε όλη την κρίσιμη διετία '88 - ‘90 η σύναψη των δανείων και των άλλων μορφών οικονομικής βοήθειας συνδεόταν όλο και περισσότερο και με την απαίτηση πολιτικών μεταρρυθμίσεων και ανατροπών των κρατικοκαπιταλιστικών στοιχείων, αλλά και της προηγούμενης μορφής της ομοσπονδίας (βλ σχετικά Irwin 1995 σε διάφορα σημεία

[79] Χωρίς αυτό να ακυρώνει και την πολιτικήπροεργασία για όλατα ενδεχόμενα από αρκετό καιρό πριν. Η πιο χαρακτηριστική μορφή είναι η σχέση ανάμεσα στις Γερμανικές μυστικές υπηρεσίες και φιλοδυτικές κροατικές αντιπολιτεύσεις ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '70 (βλ. σχετικά Scmidt Eenoom 1995)

[80] Για μια παρουσίαση των μεταβολών της Γερμανικής πολιτικής βλ. Woodward 1995 σελ. 157 κ. εξ. Επίσης Lutard 1993

[81] Για μια τέτοια έμφαση βλ. Petras & Vieux 1996. Επίσης Chossudovsky 1997

[82] Woodward 1995 σελ. 149 κ. εξ. Daalder 1996 σελ. 63 κ. εξ.

[83] Woodward 1995 σελ. 154

[84] Woodward 1995 σελ. 25.

[85] Το 1981 περίπου μόνο το 58% των Σέρβων ζούσαν εντός της Σερβίας (με τη στενή έννοια -χωρίς Κόσοβο και Βοϊβοδίνα). Βλ. σχετικά Miller 1997 σελ. 148. Αρκεί να σκεφτούμε επίσης ότι το 22,8% του συνολικού αριθμού των Σέρβων ζούσαν σε Κροατία και Βοσνία (υπολογισμοί δικοί μας πάνω σε στοιχεία από Ramet 1992 και Woodward 1995)

[86] Glenny 1993

[87] Για μια εκτίμηση των όρων που η σερβική επιλογή μιας πιο ενοποιημένης Γιουγκοσλαβία συγκρούεται με τις φυγόκεντρες και αναδιπλώνεται σε μια τακτική σερβικής κατοχύρωσης, όπως για παράδειγμα στη συμφωνία Τούτζμαν Μιλόσεβιτς για διαμελισμό της Βοσνίας βλ. Rusinow 1995 σε διάφορα σημεία.

[88] Pavkovic 1998 σελ. 513-514

[89] Pavkovic 1998 σελ. 518

[90] Για τα αναλυτικά κείμενα γνωμοδοτήσεων της επιτροπής Μπατιντέρ βλ. Περράκης 1997 σελ. 433-492. Θυμίζουμε ότι το κομβικό στοιχείο των γνωμοδοτήσεων ήταν η παραδοχή ότι τα εσωτερικά διοικητικά σύνορα διατηρούνται (το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δεν αλλάζει τα σύνορα -uti possidetis juris), ότι η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων εντός των συνόρων αυτών και η συγκρότηση αντίστοιχων πολιτικών μορφών συγκροτεί την ενότητα λαού κράτους, άρα την προϋπόθεση της αυτοδιάθεσης, ότι για τους σερβικούς πληθυσμούς αρκεί να ισχύουν τα δικαιώματά τους ως μειονοτήτων. Για μια αναλυτική κριτική απέναντι σε αυτές τις προϋποθέσεις που τονίζει από τη μια την ασάφεια του uti possidetis uris (προέρχεται από την εφαρμογή του στην διαδικασία της αποαποικιοποίησης) και από την άλλη την επιλογή της επιτροπής να παραβλέψει ότι συνταγματικά οι Σέρβοι ήταν καταστατικόέθνος στο σύνολο της Γιουγκοσλαβικής επικράτειας και όχι μόνο στην Σερβία βλ. Radar 1997. Για μια παρουσίαση των συνολικών αντιφάσεων βλ. Woodward 1995, σελ. 209 κ. εξ. όπου και ο εντοπισμός της άνισης μεταχείρισης όλων των δημοψηφισμάτων (διαγραφή των Σερβικών δημοψηφισμάτων)

[91] Djilas 1995 σελ. 101 κ. εξ.

[92] Για την αναγκαστική τάση εθνικής ομογενοποίησης βλ. Μηλιός 1993

[93] Για μια κριτική της επιλεκτικής δαιμονοποίησης αποκλειστικά της Σερβικής πλευράς βλ. Petras and Vieux 1996. Βλ. επίσης την συνολική κριτική του Garnier (Garnier 1994) όπου και μια αναφορά στο ξεχασμένο σήμερα γεγονός της χρησιμοποίησης από τη μουσουλμανική πλευρά πρωτοφανών προβοκατσιών (όλμοι στο κέντρο του Σαράγεβο) για να προκληθεί η δυτική «συμπάθεια». Βλ. επίσης και Όουεν 1996 σελ. 276-277 για τους βομβαρδισμούς του Σεράγεβο από τους Μουσουλμάνους για να προκαλείται συμπάθεια προς τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς

[94] Για την εθνοκάθαρση αυτή βλ. Miller K.F. 1997. Επίσης Di Francesco 1998

[95] Tanner 1997 σελ. 222. Χαρακτηριστική και η προσπάθεια επανανομιμοποίησης της περιόδου των Ουστάσι, η πρόταση να αλλάξει το μνημείο των θυμάτων του φασισμού (στο μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ουστάσι) σε μνημείο των θυμάτων του ολοκληρωτισμού, οι αλλαγές στα βιβλία ιστορίας (Βλ. σχετικά Hoepken 1999)

[96] Για την ιδεολογική κατασκευή της έννοιας των Βαλκανίων, αλλά και τους πολλαπλούς προσδιορισμούς της αλλά και διαφορετικούς ορισμούς βλ. Todorova 1997. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η αρνηση της «βαλκανικής» ταυτότητας ήταν και σημείο της εσωτερικής διαπάλης στην ίδια την Γιουγκοσλαβία. Για παράδειγμα η Σλοβενία με επιμονή διεκδίκησε (και κατοχύρωσε) ότι είναι κεντροευρωπαϊκή χώρα (βλ. για παράδειγμα την κατάταξη που κάνουν οι εκθέσεις του Economist Intelligence Unit). Ως κωμικοτραγικό παράδειγμα καταναγκαστικής αποβαλκανοποίησης είναι χαρακτηριστική η διαφήμιση της εφημερίδας Croatia Weekly: «Η Κροατία ανήκε πάντα στην Δυτική Ευρώπη, με την εξαίρεση της περιόδου 1913-1990». Ο έχων εμμονή με την κυριολεξία αναγνώστης μπορεί να αναλογιστεί αυτό το γεωγραφικό ταξίδι μιας ολόκληρης χώρας!

[97] Και ειδικά για τη Σλοβενία -που δεν θα υποστεί και κόστος πολέμου- οι οικονομικές επιδόσεις της σε σχέση με την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου, και τον εξαγωγικό προσανατολισμό κυρίως προς την Ε.Ε., αλλά και μια σειρά από άλλοι δείκτες δικαιώνουν εν μέρει -για τα αστικά στρώματά της- αυτή την επιλογή (Βλ. σχετικά Economist Intelligence Unit, Οικονομίες σε μετάβασηδιάφορα τέυχη). Αυτό δεν ακυρώνει ότι η απώλεια της γιουγκοσλαβικής αγοράς λόγω του πολέμου και του εμπάργκο δεν είχε σημαντικό κόστος (βλ. σχετικά Τσακίρης 1995)

[98] Για την Σλοβενική απαίτηση το 1990 να μειωθεί ριζικά η συνεισφορά της στο ταμείο για τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές βλ. Ramet 1992 σελ. 161 Για την πολιτική επιλογή απαλλαγής από τις αναδιεναμητικές δαπάνες βλ. Woodward 1995 σελ. 69

[99] Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι ειδικά στην Κράινα είχαμε και μια συγκέντρωση αγροτικώνσερβικών πληθυσμών με μια ειδική αίσθηση τοπικότητας(βλ. σχετικά Glenny 1993 σελ. 3)

[100] Glenny 1993 σελ. 13

[101] Glenny 1993 σελ. 122

[102] Το περίγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων στη Σερβία περιελάμβανε διαφοροποιήσεις από το σχήμα της θεραπείας σοκ άλλων περιπτώσεων. Θα επιτραπεί να διατηρηθεί η «κοινωνική ιδιοκτησία» σε αρκετές επιχειρήσεις, θα αποφευχθεί η βίαιη υποτίμησή τους, τράπεζες και ασφαλιστικοί οργανισμοί δεν ιδιωτικοποιήθηκαν ενώ συγκροτήθηκε το Ταμείο για την Ανασυγκρότηση που αγόρασε μερίδια σε αρκετές προς ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις ενώ το ίδιο έγινε και από κρατικές τράπεζες και οργανισμούς. Αυτό αποτύπωνε και μια πολιτική επιλογή του Σοσιαλιστικού Κόμματος να μην προχωρήσει σε μαζικές απολύσεις (ούτως ή άλλως υπήρχε υψηλή ανεργία). Βασική μορφή ιδιωτικοποίηση στη Σερβία θα είναι η ίδρυση νέων εταιρειών και φυσικά η παραοικονομία. Για μια παρουσίαση αυτών των ζητημάτων βλ. Adamovic 1995. Βλ. ακόμη Madzar 1996

[103] Για την πολιτική σημασία της κροατικής διασποράς βλ. Tanner 1997 σελ. 223

[104] Βλ. για παράδειγμα Igric 1996

[105] Για το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος που είχε για τη Σερβία ο συνδυασμός κυρώσεων (εμπάργκο) και συνέχισης της πολεμικής προσπάθεια, αλλά και τη διαμόρφωση ενός εντυπωσιακού υπερπληθωρισμού την περίοδο '93 - '94 βλ. Lyon 1996. Για τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις της Σερβίας μετά τη συμφωνία του Ντέητον βλ. Samary 1996

[106] Βλ. σχετικά Miller K. F. 1997

[107] Η μόνη βέβαια περίπτωση που θα επιμείνει μέχρι τέλους στην ομοσπονδία και θα συμμετάσχει στην «τρίτη» Γιουγκοσλαβία θα είναι το Μαυροβούνιο (όπου ας μην ξεχνάμε υπήρξε απόφαση δημοψηφίσματος υπέρ της παραμονής στην ομοσπονδία. Βλ. σχετικά Andrejevic 1995)

[108] Αλλά και μια αρκετά μεγάλη νομιμοποίηση στην κοινή γνώμη υπέρ κάποιας εκδοχής ομοσπονδίας (βλ. σχετικά Antonic 1997

[109] Για μια αναλυτική παρουσίαση αυτής της εκδοχής ομοσπονδίας βλ. Woodward 1995 σε διάφορα σημεία

[110] Πάντως στην δεκαετία του '80 θα καταγραφούν κριτικές του στρατού στα σταθεροποιητικά προγράμματα και τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς (βλ. σχετικά Remington 1985).

[111] Για το βασικό πολιτικό κείμενο του στρατού εκείνη την περίοδο βλ. την διακήρυξη της Ένωσης Κομμουνιστών - Κίνημα για τη Γιουγκοσλαβία (παρατίθεται σε Mangas 1993 σελ. 270-274), που αποτυπώνει μια διακηρυκτική εμμονή στην ανάγκη μιας ενιαίας σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Ο στρατός πάντως θα ταλαντεύευεται ανάμεσα στην ανάγκη να αντισταθεί στην αποδιάρθρωση της ομοσπονδίας από τη μια και από την άλλη τους πιθανούς κινδύνους εσωτερικής αποδιάρθρωσής του ιδίου (λόγω της πολυεθνικής τους σύνθεση) σε περίπτωση πολιτικών πρωτοβουλιών (βλ. σχετικά Milivojevic 1995).

[112] Για μια ιστορική παρουσίαση βλ. Woodward σε διάφορα σημεία

[113] Για τις αντιφάσεις αυτές τις συμπόρευσης βλ. Glenny 1993 σελ. 96-97

[114] Για την παραίτηση του Καντίγεβιτς και την εκκαθάριση των «τιτικών» αξιωματικών βλ. Woodward 1995, σελ. 256

[115] Μεγάλο μέρος της Βοσνιακής οικονομίας είχε σχέση με την αμυντική βιομηχανία, στο έδαφος ήταν το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού του ομοσπονδιακού στρατού, 68% των στρατευμάτων. Αυτό εξηγεί το ειδικό ενδιαφέρον του στρατού για την Βοσνία (βλ. σχετικά Woodward 1995 σελ. 259 κ. εξ.)

[116] Για την ανάδειξη της σημασίας της αμερικανικής επέμβασης βλ. Petras and Vieux 1996

[117] Αυτό περιελάμβανε μια διπλή κίνηση: από τη μια την έμφαση στους Μουσουλμάνους ως τα βασικά θύματα, από την άλλη την υπονόμευση του σχεδίου Βανς και Όουεν παρά την αποδοχή του από Κροατία και Σερβία. Αυτή η ιδιότυπη διαχείριση της αποσταθεροποίησης ως προϋπόθεση της κατοχύρωσης της αμερικανικής ηγεμονίας θα είναι ένα μόνιμο στοιχείο από εδώ και πέρα. Για μια παρουσίαση αυτών των τάσεων βλ. Woodward 1995 καθώς και Petras and Vieux σε διάφορα σημεία. Καθώς και την μαρτυρία του ίδιου του μεσολαβητή Όουεν (Όουεν 1996)

[118] Για μια αναλυτική παρουσίαση των αμερικανικών παρεμβάσεων βλ. Woodward 1995.

[119] Για τις μορφές προτεκτοράτου στη Βοσνία βλ. Chossudovsky 1996

[120] Θα υπάρξουν άλλωστε και κριτικές της μη έγκαιρης παρέμβασης του ΝΑΤΟ στρατιωτικά (βλ. για παράδειγμα Daalder 1996, καθόλου τυχαία ο συγγραφέας εργάζεται στο αμερικανικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (NSC)).

[121] Vickers 1998 σελ. 26-31

[122] Αυτή η ταλάντευση χαρακτήρισε ευρύτερους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στα Βαλκάνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι εν μέρει η διαμόρφωση αλβανικής εθνικής συνείδησης θα προκύψει και ως αντίδραση στις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ -που θα βιωθεί ως υποβάθμιση των μουσουλμανικών πληθυσμών-, γι' αυτό και θα χαιρετίσουν την «στροφή» του Αμπντούλ Χαμίτ (1876) ελπίζοντας ότι στο εσωτερικό της θα μπορέσουν να κατοχυρώσουν την θέση του στην Ιθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η ταλάντευση θα αποτυπωθεί και στην στάση των Αλβανών απέναντι στο κίνημα των Νεότουρκών (στο οποίο θα έχουν συμμετοχή αλλά σύντομα θα συγκρουστούν και πάλι με τις απόπειρες αναίρεσης προνομίων και τουρκικής - οθωμανικής ομογενοποίησης). Μέσα από αυτή την ανιτιφατική διαδικασία θα υπάρξουν οι αλβανικές εξεγέρσεις του 1912 (εν μέρει και με σερβική υποστήριξη!) Για όλα αυτά βλ. Vickers 1998 σε διάφορα σημεία

[123] Για την αντιφατικότητα του Αλβανικού εθνικού κινήματος βλ. Kofos 1998 σελ. 49-50

[124] Όταν σερβικές δυνάμεις θα καταλάβουν το Κόσοβο

[125] Vickers 1998 σελ. 103 κ. εξ. Ο εποικισμός θα συνδυαστεί και με προσπάθειες διαμόρφωσης μιας συμφωνίας με την Τουρκία για την μετανάστευση Αλβανών εκεί (Vickers 1998 σελ. 119)

[126] Η αναλογία προπολεμικά ήταν περίπου 60-62% για τους Αλβανούς και περίπου 27% Σέβοι και Μαυροβούνιοι (Simic 1998 σελ. 175)

[127] Για την κατάσταση στο Κόσοβο κατά τη διάρκεια της κατοχής βλ. Vickers 1998 σελ. 121 κ. εξ.

[128] Βλ. σχετικά Vickers 1997

[129] Για την εξέγερση αλλά και την μαζική καταστολή της από τον λαϊκό στρατό βλ. Vickers 1998 141-143

[130] Vickers 1998 σελ. 144-145

[131] Που όμως πενδύθηκαν κύρια σε βαριές βιομηχανίες χωρίς να βελτιώσουν τον συνολικό παραγωγικό ιστό της περιοχής (Simic 1998 σελ. 190-191). Το Κόσοβο στην περίοδο έπαιρνε το στην περίοδο1976-80 το 37,1% του αναπτυξιακού ταμείου και στην περίοδο 1986-90 το 48,1% (Blagojevic 1998 σελ. 301)

[132] Vickers 1998 σε διάφορα σημεία. Blagojevic 1998 σελ. 267

[133] Για μια επιτομή της αυτονομίας του Συντάγματος του 1974 βλ. Surroi 1998

[134] Για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα βλ. Vickers 1998 σελ. 182 και εξ. Veremis 1998 σελ. 23

[135] Blagojevic 1998 σελ. 242, 252 κ. εξ,

[136] Εξώθηση που ήταν και αντικειμενικό αποτέλεσμα των οικονομικών δυσκολιών της περιοχής (για μια παρουσίαση των επιχειρημάτων πάνω στην -πραγματική- μετανάστευση πάνω από 100.00 Σέρβων και Μαυροβουνίων στην περίοδο 1971-1981 βλ. Veremis 1998 σελ. 24 και Nedeva 1998 106-107, Heraclides 1998 σελ. 405) για μια έμφαση στην παράμετρο της εξώθησης βλ. Blagojevic 1998 σελ, 268 κ. εξ.)

[137] Παράδειγμα η καταστολή των διαδηλώσεων του 1981 (βλ. σχετικά Mangas 1993 σε διάφορα σημεία)

[138] Για την εντυπωσιακή αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού στο Κόσοβο και τις πολιτικές συνέπειεές του βλ. Veremis 1998 σελ. 23-24

[139] Vickers 1998 σελ. 203 κ. εξ. Ramet 1992 σελ. 193, Maliqi 1998 σελ. 210. Βλ. επίσης Hoxha 1978, καθώς και Jandot 1993

[140] Για να είμαστε πιο ακριβείς θα πρέπει να πούμε ότι η συναίνεση της Σλοβενίας στον περιορισμό της αυτονομίας του Κοσόβου καταγράφηκε στην Κ.Ε. της ΕΚΓ στο τέλος του '88 στην ολοκλήρωση της συζήτησης για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στην απόφαση του ομοσπονδιακού προεδρείου να αποστείλει ομοσπονδιακές δυνάμεις καταστολής το 1989 (Woodward 1995 σελ. 95-101). Σερβική ήταν η απόφαση αναστολής της λειτουργάς του κοινοβουλίου του Κοσόβου και της κήρυξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης το 1990 (Troebst 1998 σελ. 7)

[141] Για την περιγραφή αυτών των κινητοποιήσεων βλ. Ramet 1992 σελ. 229-230 καθώς και Mangas 1993 σε διάφορα σημεία παρά την εμμονή της τελευταίας να βλέπει μόνο τον εθνικισμό.

[142] Μια που σε όλη την δεκαετία του '80 το Κόσοβο φάνταζε η πιο πιθανή αφετηρία της διάλυσης, κάτι που επιτεινόταν στην περίοδο 88-90 και από την αμερικανική ενασχόληση με το όλο ζήτημα (βλ. σχετικά Woodward 1995 σελ. 151)

[143] Η θέση του Μάρκοβιτς και άλλων συνεργατών του Praxis σε σχέση με τα προβλήματα της σερβικής μειονότητας στο Κόσοβο παρατίθεται σε ένα κείμενό τους απάντηση σε δυτικούς διανοούμενους το 1987 (παρατίθεται σε Mangas 1993). Αποτελεί μια τοποθέτηση που δεν πρέπει να παραβλεφθεί απλά και μόνο ως ένδειξη εθνικισμού. Για την σημασία του κύκλου γύρω από το Praxis βλ. Crocker 1984.

[144] Και μαζικές απολύσεις (Maliqi 1998 σελ. 230)

[145] Vickers 1998 σε διάφορα σημεία

[146] Για μια παρουσίαση των διαφορετικών Αλβανικών τοποθετήσεων πάνω στο θέμα βλ. Nedeva 1998

[147] Θα πρέπει μάλιστα να αναλογιστούμε ότι στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας (Κόσοβο και Μακεδονία) κατοικεί περίπου το 43% του συνολικού αλβανικού πληθυσμού (Irwin 1995 σελ. 357)

[148] Γι' αυτές τις αντιφάσεις βλ. Jandot 1993

[149] Για τις ιδιότυπες ταλαντεύσεις της Κοσοβάρικης ηγεσίας βλ. ένα κείμενο εκπροσώπου της (Surroi 1998)

[150] Kofos 1998 σελ. 72 κ. εξ.

[151] Για τα προβλήματα της μετεγκατάστασης των προσφύγων βλ. Derens 1997.

[152] Άλλωστε παρά το κόστος του πολέμου η εσωτερική πολιτική ζωή της Γιουγκοσλαβίας εξακολουθούσε να σφραγίζεται από την ειδική βαρύτητα του εθνικού ζητήματος

[153] Παρατίθεται σε Veremis and Kofos (eds) 1998

[154] Αυτό θα οφείλεται και στον εκρηκτικό συνδυασμό οικονομικής καταστροφής και τεράστια γεννητικότητας (της μεγαλύτερης στην Ευρώπη) που θα οδηγήσει σε έναν πληθυσμό με συντριπτική παρουσία νέων ανέργων (Για τις δημογραφικές τάσεις στο Κόσοβο βλ. Blagojevic 1998 σελ. 259 κ. εξ.)

[155] Troebst 1998 σελ. 9 κ. εξ., Derens et Nouvel 1998

[156] Troebst 1998

[157] Για μια πρόσφατη «παρουσίαση» του UCK που προσπαθεί να καταδείξει ότι αυτοί είναι οι πραγματικοί πολιτικοί εκπρόσωποι των Κοσσοβάρων βλ. Hedges 1999. Βλ. επίσης Chiclet 1999

[158] Di Francesco 1998, Chiclet 1999

[159] Derens et Nouvel 1998

[160] Το πραγματικό ποσοστό των Αλβανών της ΠΓΔΜ είναι δύσκολο να υπολογιστεί λόγω στατιστικών και τυπικών αλχημειών (ιδιαίτερα δεδομένων σε όλη την Γιουγκοσλαβία) άλλωστε της πολιτικής ηγεσίας της -παράδειγμα η μη καταγραφή όσων δεν ήταν «γηγενείς» Αλβανοί. Παρόλα αυτά μπορούμε να υποθέσουμε ένα ποσοστό πάνω από 30%

[161] Για μια παρουσίαση τέτοιων κινδύνων βλ. Derens 1999

[162] Βλ. σχετικά Troebst 1998

[163] Βλ. σχετικά Μηλιός 1997

[164] Για μια παρουσίαση των συγκρούσεων στην υποσαχάριο Αφρική βλ. Leymarie 1999

[165] Για τα ιδιότυπα οικονομικά του πετρελαίου βλ. Ιωακείμογλου 1994

[166] Για μια ερμηνεία της αμερικανικής προσπάθειας να κατοχυρώσουν την πολιτική ηγεμονία τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα βλ. Petras and Vieux 1996

[167] Για μια παρουσίαση των μεταλλαγών του αμερικανικού αμυντικού δόγματος και την έμφαση στην αντιμετώπιση τοπικών κρίσεων βλ. Klare 1997. Έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση του πως τμήματα της αμερικανικής ηγεσίας προσπαθούν να αναδείξουν κυρίως την απειλή από Ρωσία και Κίνα (και λιγότερο τα «κράτη - ταραξίες»), πόσο μάλλον που μόνο μια τέτοια κινδυνολογία μπορεί να δικαιολογήσει και το ανάλογο κόστος σε πολεμικό εξοπλισμό. Από τη μεριά μας -παρότι η ανάλυση της σημασίας Ρωσίας και Κίνας υπερβαίνει τα όρια αυτού του σημειώματος- πρέπει να πούμε ότι η πολεμική επιθετικότητα (της Ρωσίας ή Κίνας) δεν μπορεί να είναι ένα αφηρημένο μέγεθος. Προϋποθέτει και την εσωτερική ανασυγκρότηση (που για την Ρωσία απέχει πολύ) αλλά και το ξεκαθάρισμα ενός μακροπρόθεσμου ρόλου (Κίνα) -το αν δηλαδή επιθυμεί να είναι μια τοπική δύναμη, το αν θέλει να ηγηθεί ενός αντιαμερικανικού συνασπισμού, το αν θέλει να κατοχυρώσει ένα ρόλο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα κλπ- που με τη σειρά του προϋποθέτει το ξεπέρασμα των κοινωνικών εντάσεων της καπιταλιστικοποίησης

[168] Θεωρούμε πιο κυρίαρχη την πολιτικήεπιλογή σε σχέση με μια τέτοια επέμβαση παρά την οικονομική (δηλαδή την πίεση από το χώρο των στρατιωτικών βιομηχανιών που να δικαιολογούν την διατήρηση υψηλότατων στρατιωτικών δαπανών) χωρίς να υποτιμούμε τον επικαθορίζοντα ρόλο του (Για μια έμφαση στην οικονομική σημασίαβλ. Τζιαντζής - Δελαστίκ 1999 σελ. 4)

[169] Βλ. σχετικά De la Gorce 1999

[170] Για μια συστηματική αναφορά των ερωτημάτων αλλά και των αντιφάσεων που αφορούν την τάση ποινικοποίησης πρακτικών σε διεθνές επίπεδο, τόσο με την τυπική έννοια (π.χ. διεθνή δικαστήρια εγκλημάτων πολέμου) όσο και με την ευρύτερη πολιτική και ιδεολογία λειτουργία τους βλ. Dillon 1998

[171] Για μια παρουσίαση των χαρακτηριστικών αυτού του «νέου παρεμβατισμού», αλλά και της ανάγκης να κωδικοποιηθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια (πέρα δηλαδή από ad hoc λύσεις και περιοριεμένες επεμβάσεις) βλ. Glennon 1999. Βλ. επίσης Τζιαντζής - Δελαστίκ 1999 σελ. 5

[172] Για μια διάψευση της «γενοκτονίας» πριν την επέμβαση βλ. Cockburn 1999. Βλ. επίσης Ντεμπρέ 1999.

[173] Για μια αναφορά στον πραγματισμό του Μιλόσεβιτς σε σχέση με άλλες φωνές στο πολιτικό σκηνικό της Σερβίας βλ. Heraclides 1998 σελ. 422. Αυτό άλλωστε είχε αποτυπωθεί και στη συμφωνία Μιλόσεβιτς Χόλμπρουκ τον Οκτώβριο του 1998 αλλά και λοιπές αντίστοιχες σερβικές τοποθετήσεις εκείνη την περίοδο (Eurobalkansτ. 33 1998/99). Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η βασική πολιτική πίεση ενάντιασε συμβιβασμούς στο Κόσοβο δεν θα προέρχεται τόσο από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όσο από το Ριζοσπαστικό Κόμμα (Σέσελι) αλλά και τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης σε όλη τη δεκαετία του '90 ήταν αρκετά πιο εθνικιστικές (βλ. σχετικά Derens 1997). Για την αναζήτηση ενός συμβιβασμού από τη σερβική πλευρά βλ. Derens et Nouvel 1998

[174] Βλ. σχετικά την δημοσίευση των άρθρων της συμφωνίας στην Εποχή(2/5/99) όπου αποτυπωνόταν ουσιαστικά μια πραγματική κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τις νατοϊκές δυνάμεις και μια καταρράκωση κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας

[175] Για μια παρουσίαση των προκλητικών όρων της «συμφωνίας» του Ραμπουιγέ βλ. De La Gorce 1999a

[176] Για την ιδεολογική λειτουργία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υποχώρηση του κριτηρίου της ακεραιότητας βλ. Barkin 1998, Heuer & Schirmer 1998

[177] Για μια παρουσίαση των τάσεων αποδοχής της αλλαγής των συνόρων, αλλά και ταυτόχρονα τις αντιφάσεις που μπορεί να έχει αυτή η διαδικασία βλ. Hannun 1998

[178] Τέτοιους τόνους μπορεί κανείς να διαγνώσει στην αρθρογραφία της συντακτικής επιτροπής της Monde Diplomatique. Για μια παραλλαγή βλ. Τζιαντζής - Δελαστίκ 1999. Βλ. επίσης Μαυρόπουλος - Ελαφρός 1999

[179] Για μια παρουσίαση του θεωρητικού πλαισίου βλ. Μηλιός 1988

[180] Με αυτή την έννοια η προβληματική του Μπαλιμπάρ για τους όρους με τους οποίους το αστικό κράτος προέκυψε ως πιο αποτελεσματική πολιτική μορφή επίλυσης αντιφάσεων διατηρεί το ενδιαφέρον της (βλ. σχετικά Μπαλιμπάρ - Βαλλερστάιν 1991 σελ. 136-139)

[181] Για την μονόπλευρη θυματοποίηση που χαρακτήρισε την στάση των διανοουμένων και των ΙΜΚ απέναντι στην γιουγκοσλαβική κρίση βλ. Garnier 1994

[182] Στην περίπτωση της Βοσνίας η χαρακτηριστική μετατόπιση ήταν η αποδοχή κάποιου τύπου διεθνούς επέμβασης για τη σωτηρία της Βοσνίας, μια εκδοχή ενός καλύτερου ΟΗΕ. Για μια συμπύκνωση τέτοιων αντιφάσεων βλ. Blackburn 1993.

[183] Επιπλέον αυτό στηριζόταν και σε μια λανθασμένα αφηρημένη αντίληψη της υπεράσπισης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης που παράβλεπε τις προειδοποιήσεις και του ιδιου του Λένιν για την ανάγκη η υπεράσπιση της αυτοδιάθεσης να εξετάζει και το τι σημαίνει συνολικά για τις λαϊκές τάξεις της περιοχής στη βάση των συγκεκριμένωνόρων και συνεπειών (Λένιν 1992 σελ. 147-148)

[184] Για μια καταδίκη της λογικής του συμψηφισμού βλ. Παπανικολάου 1999