Κώστας Κάππος
Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού
Αθήνα, εκδόσεις Αλφειός, 2000
Εισαγωγή
Η συμπλήρωση μιας δεκαετίας από την τελική κατάρρευση αυτού που καταγράφηκε σαν "υπαρκτός σοσιαλισμός", δεν μπορεί και δεν πρέπει να σημαίνει το τέλος της θεωρητικής συζήτησης για τον χαρακτήρα και την ταξική διάρθρωση των κοινωνικών σχηματισμών που συνήθως κατά σύμβαση ονομάζουμε έτσι.
Αντίθετα σήμερα αυτή η συζήτηση οφείλει να συνεχιστεί και να βαθύνει. Γιατί οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι αποτέλεσε υποχώρηση ο μικρός βαθμός θεωρητικής συζήτησης γι' αυτά τα ζητήματα από ένα σημείο και μετά, πολύ δε περισσότερο που αυτή υποκαταστάθηκε είτε από το εύκολο κλείσιμο του διαλόγου ("δεν πρόκειται να επαναλάβουμε τα ίδια") είτε από μια επίσης εύκολη, ρητή ή άρρητη λογική καταδίκης της προδοσίας ή / και της συνωμοσίας του ιμπεριαλισμού (συχνά δε και με στοιχεία νοσταλγίας της εποχής που απέναντι στη μονοκρατορία του διεθνοποιημένου καπιταλισμού υπήρχε και ένα αντίπαλο δέος).
Μια τέτοια όμως λογική δεν μπορεί να μας πάει μακριά. Όχι γιατί γενικά είναι απαραίτητο να κάνουμε τους λογαριασμούς μας με την ιστορία. Ούτε γιατί γενικά η ιστορία επαναλαμβάνεται (και άρα μπορούμε να βγάλουμε διδάγματα), αφού συνήθως μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, είναι εκνευριστικά πρωτότυπη.
Αντίθετα θα λέγαμε ότι το κομβικό είναι κάπου αλλού: οποιαδήποτε προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί στις σημερινές συνθήκες μια ιστορικά πρωτότυπη εκδοχή επαναστατικού προτάγματος (ενός πειστικού πολιτικού σχεδίου για την μετάβαση σε μια διαφορετική κοινωνική πραγματικότητα) δεν μπορεί παρά να αναμετρηθεί με την αποτίμηση αυτού που όχι μόνο στην αυτοαναφορά του, αλλά και στη συνείδηση ευρύτερων μαζών αποτέλεσε το αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό.
Υπάρχει όμως και μια ευρύτερη θεωρητική πρόκληση: Πιστεύουμε ότι οριακή ένδειξη των μηχανισμών που αναπαράγουν τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο συγκεκριμένες κοινωνικές δομές και τόποι αναπαραγωγής καπιταλιστικών κοινωνικών πρακτικών μπόρεσαν να συνεχίσουν να λειτουργούν ακόμη και υπό το κέλυφος μιας τυπικής κατάργησης του καπιταλισμού ή της αστικής τάξης. Αυτό δεν έχει μόνο μια μελλοντική αναφορά. Επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση των ίδιων των αιτιακών μηχανισμών που κάνουν δυνατή σήμερα την αναπαραγωγή και σχετική ισχύ του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Με αυτή την έννοια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μια σειρά από τοποθετήσεις ενάντια στον οικονομισμό και τον ανθρωπισμό (ως βασικές μορφές της αστικής ιδεολογικής επίδρασης στο σώμα της μαρξιστικής θεωρίας) σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτήθηκαν από την οδυνηρή εμπειρία της αναπαραγωγής εκμεταλλευτικών σχέσεων στους κοινωνικούς σχηματισμούς που αποπειράθηκαν την μετάβαση στον κομμουνισμό. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μια σειρά κριτικές διαπιστώσεις για την οργάνωση της εργασίας, τη σημασία της αντίθεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, τη μη ουδετερότητα της επιστήμης και της τεχνολογίας, τη διάκριση ανάμεσα σε πραγματική ιδιοκτησία και νομική κυριότητα, έχουν ως αφετηρία τους τη θεωρητική και πολιτική αναμέτρηση με τα προβλήματα της μετάβασης στον κομμουνισμό. Με άλλα λόγια στοχαζόμενοι πάνω στη δυνατότητα της αναπαραγωγής καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων σε αυτούς τους σχηματισμούς (σχηματισμούς που είχαν αναιρέσει αρκετές από τις τυπικές - νομικές προϋποθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), θεωρούμε καλύτερα τον ίδιο τον αιτιακό πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Με αυτή την έννοια το βιβλίο του Κ. Κάππου είναι παραπάνω από καλοδεχούμενο. Όχι τόσο για τα συμπεράσματά του αυτά καθαυτά, όσο κυρίως γιατί επιλέγει να μιλήσει και θεωρητικά και όχι απλώς με μια γενική πολιτική τοποθέτηση. Είναι ταυτόχρονα και μια ένδειξη πολιτικού και θεωρητικού θάρρους αφού δεν διστάζει να δηλώσει ότι δεν πρόκειται για την επιβεβαίωση μιας ήδη συγκροτημένης θέσης, αλλά για το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαδικασίας μελέτης και έρευνας, η κατάληξη της οποίας ήταν διαφορετική από την αφετηρία τους. Γι' αυτό και είναι ένα βιβλίο το οποίο πρέπει να διαβαστεί και να αξιοποιηθεί (και βέβαια να μην ξεχνάμε ότι χρήσιμα βιβλία σε μια συζήτηση δεν είναι μόνο αυτά με τα οποία συμφωνούμε, αλλά και αυτά με τα οποία διαφωνούμε, στο βαθμό που είναι έτσι διατυπωμένα ώστε να μην αρκεί να τα απορρίψουμε αλλά να απαιτείται να τα αντικρούσουμε...)
Οι βασικές θέσεις του Κώστα Κάππου
Το βιβλίο ξεκινά από το ερώτημα του αν η τομή της περιόδου 1989-1991 συνιστά μια κατάρρευση, προδοσία ή μήπως αντεπανάσταση. Ο Κάππος υποστηρίζει ότι ο πιο σωστός χαρακτηρισμός είναι αυτός της αντεπανάστασης θεωρώντας ότι εντάσσεται καλύτερα μέσα στο θεωρητικό και εννοιολογικό πλαίσιο του μαρξισμού (επικεντρώνει στην ίδια την κοινωνική δυναμική αυτών των σχηματισμών), αλλά και αποτυπώνει την πραγματική υποχώρηση προς ένα βάρβαρο καπιταλισμό. Αναλύει δε αναλυτικά τα βήματα που κατά τη γνώμη του δείχνουν ότι η περεστρόικα συμπύκνωνε την διαδικασία της αντεπανάστασης.
Ποια όμως κοινωνική τάξη ήταν ο φορέας της αντεπανάστασης; Το ερώτημα αυτό φέρνει τον Κάππο αντιμέτωπο με το ερώτημα της ταξικής φύσης αυτών των σχηματισμών. Σε αυτό το ερώτημα ο Κάππος απαντά ότι μετά το 1936 "μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στη Σοβιετική Ένωση δημιουργήθηκε ένας νέος σχηματισμός, ο σοβιετικός, στον οποίο η κυριότητα των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων ανήκε στο κράτος και η κατοχή, διαχείριση ανήκε στην διευθύνουσα τάξη" (σ. 67). Ο Κάππος θεωρεί επομένως ότι μέσα από μια σειρά διαδικασιών και μετασχηματισμών διαμορφώθηκαν όροι αναπαραγωγής μιας ταξικής αντίθεσης στο εσωτερικό αυτών των σχηματισμών ανάμεσα στην διευθύνουσα τάξη και την εκτελούσα τάξη, άρα χαρακτηριστικά ενός νέου εκμεταλλευτικού τρόπου παραγωγής. Διαχωρίζει δε αυτή τη θέση τόσο από τις θέσεις περί κρατικού σοσιαλισμού ή γραφειοκρατικοποιημένου σοσιαλισμού, όσο και από το σχήμα του κρατικού καπιταλισμού, όπως και από απόψεις που έβλεπαν μια αναπαραγωγή του ασιατικού τρόπου παραγωγής. Ειδικά ως προς το διαχωρισμό του από το σχήμα του κρατικού καπιταλισμού ο Κάππος υποστηρίζει ότι δεν υπήρχαν βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όπως η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η εμφάνιση κυκλικών κρίσεων, το καπιταλιστικό εποικοδόμημα. Γι' αυτό και θεωρεί ότι ο σοβιετικός σχηματισμός ήταν αντικαπιταλιστικός και αντιιμπεριαλιστικός.
Ως βασικό στοιχείο που οδηγεί σε αυτή την τάση αναπαραγωγής ταξικών αντιθέσεων θεωρεί το γεγονός ότι μέσα στην όλη προσπάθεια ανατροπής του καπιταλισμού και συγκρότησης μιας σχεδιοποιημένης οικονομίας δεν αναπτύχθηκαν μορφές λαϊκής εξουσίας, εργατικής συμμετοχής και ελέγχου στη λήψη των αποφάσεων, ούτε ενεργοποιήθηκε μια διαδικασία απονέκρωσης του κράτους.
Πιο συγκεκριμένα ο Κάππος υποστηρίζει ότι αφενός μέσα στη διαδικασία συγκρότησης του σχεδίου δεν αναπτύχθηκαν αυθεντικές μορφές εργατικής συμμετοχής ούτε και στοιχεία μιας αυθεντικής δημοκρατίας, αφετέρου συνέχισαν και εντός του σχεδιασμού να αναπαράγονται οι εμπορευματικές σχέσεις (και άρα να μην αναιρείται ο νόμος της αξίας). Εξηγεί μάλιστα αναλυτικά (υπενθυμίζοντας και τη σχετική συζήτηση για το σχεδιασμό και τον οικονομικό λογισμό) γιατί κατά τη γνώμη του ο σχεδιασμός που εφαρμόστηκε δεν σήμαινε τη μετάβαση στο σοσιαλισμό αφού η παρουσία των εμπορευματικών σχέσεων και ενός χρηματικού λογισμού σήμαινε ότι δεν είχαμε βήματα προς ένα διαφορετικό οικονομικό λογισμό με βάση την κοινωνική ωφελιμότητα. Σε αυτή τη βάση μπορεί να καταδείξει και τη σημασία που είχαν από το 1965 και μετά οι μεταρρυθμίσεις που όλο και περισσότερο έθεταν το κέρδος της κάθε επιχείρησης ως βασικό οικονομικό κίνητρο. Σε όλα αυτά εντοπίζει και τα ειδικά συμφέροντα της διευθύνουσας τάξης. Επισημαίνει μάλιστα τη σημασία που είχε η κατά τάση προτεραιότητα της βαριάς βιομηχανίας αφού αυτή και εξασφάλιζε την επιβίωση απέναντι στον ιμπεριαλισμό άρα και την κυριαρχία της ως τάξης.
Το ερώτημα όμως της εργατικής συμμετοχής στη διαδικασία της σχεδιοποίησης αναγκαστικά μας φέρνει στο συνολικότερο ερώτημα των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων σε αυτούς τους σχηματισμούς, άρα στο ερώτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Κάππος υπενθυμίζει ότι η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι μια κομβική θεωρητική και πολιτική έννοια που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της μετάβασης στον κομμουνισμό. Τονίζει ταυτόχρονα όμως ότι δικτατορία του προλεταριάτου οφείλει να σημαίνει και την πιο πλατιά δημοκρατία για τις εργατικές και λαϊκές μάζες, δεν σημαίνει τη δικτατορία του κόμματος (αν και ο Κάππος είναι επιφυλακτικός απέναντι σε αντιλήψεις πολυκομματισμού), αλλά την πρωτοκαθεδρία πραγματικών θεσμών εργατικής εξουσίας (με αιρετότητα και ανακλητότητα στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς), και πάντα σε μια πορεία απονέκρωσης του κράτους.
Αυτή τη συγκεκριμένη σύλληψη της δικτατορίας του προλεταριάτου την διαχωρίζει από τη συγκεκριμένη πρακτική στην ΕΣΣΔ (με τη διακήρυξη του τέλους της ταξικής πάλης από τον Στάλιν στα 1936 και στη μεταγενέστερη αντίληψη του "παλλαϊκού κράτους"), ενώ δεν παραλείπει να τονίσει ότι αυτές οι επιλογές είχαν συγκεκριμένες συνέπειες στην κατάργηση ουσιαστικά της εσωκομματικής δημοκρατίας, στη μετατροπή των συνδικάτων σε ιμάντες μεταβίβασης της κομματικής γραμμής και φυσικά στον τρόπο με τον οποίο διώχτηκαν και εξοντώθηκαν όσοι αντιδρούσαν στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός ταξικού καθεστώτος.
Όλα αυτά όμως είχαν συγκεκριμένες συνέπειες και στο ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι ο Κάππος με συγκεκριμένα παραδείγματα μας δείχνει ότι αντί για την ελεύθερη επιστημονική και ιδεολογική συζήτηση είχαμε ουσιαστικά μια βιομηχανία απολογητικής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και όχι το αναγκαίο προχώρημα της θεωρίας μέσα από την αναγκαία ελευθερία της επιστημονικής και πολιτικής συζήτησης.
Αυτό τον φέρνει στο ερώτημα του Κόμματος και του τρόπου με τον οποίο μπορεί πραγματικά να έχει έναν ρόλο πρωτοπόρου διαμορφωτή της προλεταριακής συνείδησης. Για τον Κάππο αυτό προϋποθέτει εκτός των άλλων τόσο μια ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία στο εσωτερικό του εργατικού κόμματος (που σημαίνει και το δικαίωμα στην αντίθεση στη διαφωνία), όσο όμως και μια προσπάθεια να μην δημιουργείται μια απομονωμένη κάστα είτε επαγγελματικών στελεχών, είτε επαγγελματιών συνδικαλιστών (και βέβαια ο Κάππος αυτά δεν τα θέτει μόνο σε αναφορά με το κόμμα ηγέτη της επανάστασης αλλά και σε σχέση με την τρέχουσα πρακτική των κομμουνιστικών κομμάτων).
Στη συνέχεια αναφέρεται στο ερώτημα της διαρκούς επανάστασης υποστηρίζοντας ότι ενώ υπάρχει η δυνατότητα επαναστατικής ρήξης σε εθνικό επίπεδο, από την άλλη το προχώρημα στη διαδικασία μετάβασης απαιτεί τη ρήξη με τον καπιταλισμό σε μια σειρά από σχηματισμούς. Έχει σημασία επίσης ότι ο Κάππος, εκτός των άλλων, σε αυτό το κεφάλαιο οριοθετείται με σαφήνεια ενάντια σε κάθε λογική θεωρίας σταδίων και "ενδιάμεσων" αντιμονοπωλιακών σταδίων (με τα οποία ακόμη ερωτοτροπεί το ΚΚΕ) και επιμένει σε μια αντίληψη προλεταριακής επανάστασης.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια σειρά από κριτικές παρατηρήσεις πάνω στην συζήτηση που διεξήχθη στο ΚΚΕ σε σχέση με τους σχηματισμούς του "υπαρκτού σοσιαλισμού", παρατηρήσεις που αναδεικνύουν τα κενά και τις αντιφάσεις σε αυτή την προσέγγιση.
Κριτικές παρατηρήσεις
Όπως είπαμε και παραπάνω το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί, ακριβώς γιατί επιτρέπει ένα προχώρημα της συζήτησης και της αντιπαράθεσης για αυτά τα ζητήματα (και όχι βέβαια να αντιμετωπιστεί ως απλώς μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια προερχόμενη από την ευρύτερο θεωρητικό περίγυρο του ΚΚΕ). Στα θετικά του βιβλίου θα πρέπει να συγκαταλέξουμε και τον τρόπο με τον οποίο υπενθυμίζει διάφορες θεωρητικές συζητήσεις και τοποθετήσεις (και όχι μόνο των κλασικών του μαρξισμού, αλλά και πιο πρόσφατες --συχνά άγνωστες-- όπως π.χ. των σοβιετικών μαρξιστών στη δεκαετία του '90).
Από την άλλη νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάποιες κριτικές παρατηρήσεις, στα πλαίσια ακριβώς της ανάγκης να προχωρήσει ένας πολιτικός και θεωρητικός διάλογος.
Η πρώτη παρατήρησή μας αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο Κάππος στέκεται αρνητικά στη δυνατότητα να θεωρητικοποιήσουμε τους σχηματισμούς αυτούς με ένα εννοιολογικό πλαίσιο κρατικού καπιταλισμού. Αυτό εν μέρει οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο δέχεται μια έννοια σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής (ως κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όπου απουσιάζει βέβαια η εκμετάλλευση, αλλά διατηρούνται μορφές αμοιβής ανάλογα με την εργασία που προσφέρθηκε και όχι ανάλογα με τις ανάγκες).
Το σχήμα αυτό έχει την αφετηρία του στον τρόπο με τον οποίο μπορούν να διαβαστούν ορισμένες διατυπώσεις του Μαρξ και του Ένγκελς (στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα και στο Αντι-Ντύρινγκ αντίστοιχα) και έχει μια σημαντική θέση στην ιστορία του μαρξισμού. Δημιουργεί όμως το πρόβλημα να μην μπορεί να ορίσει κανείς με σαφήνεια τη μεταβατική περίοδο, την περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά και τις ταξικές αντιθέσεις που μπορούν να αναπαράγονται εκεί.
Κατά τη γνώμη μου πρέπει να κατανοήσουμε τη μετάβαση ως μια μακρά περίοδο, γεμάτη ταξικές αντιθέσεις, όπου συνεχίζουν να συνυπάρχουν ανταγωνιστικά οι καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις και οι διαδικασίες κατάργησης της εκμετάλλευσης (όπου συναρθρώνονται --για να μιλήσουμε σε ένα διαφορετικό λεξιλόγιο-- ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και ο εν δυνάμει κομμουνιστικός). Με αυτό τον τρόπο ο σοσιαλισμός δεν είναι μια περίοδος εδραίωσης ή οικοδόμησης ενός "σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής" αλλά ακριβώς το ξεδίπλωμα όλων αυτών των αντιθέσεων (με καθόλου δεδομένη την τελική έκβαση του συσχετισμού δύναμης). Αυτό μας επιτρέπει να δούμε τη δυνατότητα να αναπαράγονται όχι γενικά εκμεταλλευτικές σχέσεις ή αυταρχικές παρεκκλίσεις αλλά δομικές μορφές του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας.
Είναι προφανές ότι το ερώτημα για την αναπαραγωγή στοιχείων κρατικού καπιταλισμού προϋποθέτει και μια εννοιολογική οριοθέτηση του τι ορίζουμε ως καπιταλισμό. Αν ακολουθώντας τον Κάππο θεωρήσουμε ότι αυτό που δομικά προσδιορίζει τον καπιταλισμό είναι η ελεύθερη αγορά, η "αναρχία της παραγωγής", οι κυκλικές κρίσεις τότε όντως δεν μπορούμε να μιλάμε για καπιταλισμό. Αν όμως προσπαθήσουμε να δούμε τη δυνατότητα του καπιταλισμού στη διατήρηση και αναπαραγωγή κατεξοχήν των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, στον δομικό χωρισμό των άμεσων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής (διπλή αποστέρηση και στο επίπεδο της κυριότητας και στο επίπεδο της κατοχής), στο γεγονός ότι επί της ουσίας οι άμεσοι εργαζόμενοι εισέρχονται στις παραγωγικές μονάδες ως πωλητές της εργασιακής τους δύναμης, και στο ότι αυτό συγκροτεί την δυνατότητα όχι μόνο αναπαραγωγής της αντίθεσης διευθυντικής - εκτελεστικής εργασίας, αλλά και μιας καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής σχέσης (απόσπαση όχι απλά ενός μέρος του συνολικού προϊόντος για λόγους συσσώρευσης αλλά και απόσπαση υπεραξίας εντός μιας εκχρηματισμένης οικονομίας), τότε μπορούμε να μιλάμε για κρατικό καπιταλισμό. Είναι σε αυτή την βάση (όπως και στη διατήρηση του χαρακτήρα των απομονωμένων μεταξύ τους παραγωγικών μονάδων) που αναπαράγονται λειτουργίες του νόμου της αξίας και στοιχεία της αγοράς, συγκροτείται η δυνατότητα και η αναγκαιότητα ενός χρηματικού λογισμού παράλληλα και εντός του σχεδίου.
Ο Κάππος έχει δίκιο όταν αναφέρει τη σημασία της μονοπωλιακής ρύθμισης της οικονομίας. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχαμε αναπαραγωγή καπιταλιστικών σχέσεων. Σημαίνει ότι είχαμε διάφορους μοχλούς και τρόπους διοικητικής υποκατάστασης της αγοράς (πιο σωστά των μηχανισμών εκκαθάρισης που εμπεριέχει ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός). Αυτό μπορεί να απέτρεπε την εμφάνιση συγκεκριμένων αντιφάσεων που αναπαράγονται πιο "αυθόρμητα" εντός του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς, αλλά δεν αναιρούσε τα προβλήματα. Αυτό άλλωστε καταγραφόταν και στα μόνιμα προβλήματα διαφοράς καπιταλιστικής παραγωγικότητας στα σημεία επαφής με τους σχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (κύρια στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις αυτών των σχηματισμών με τους δυτικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς), αλλά και λειτουργούσε και με έναν σωρευτικό τρόπο. Το ότι δεν υπήρχε ατομική ιδιοποίηση (ή κληρονομική ιδιοκτησία) της αποσπασθείσας υπεραξίας, δεν ακυρώνει το γεγονός της απόσπασης, δεν ακυρώνει το γεγονός της συγκρότησης μιας κρατικής αστικής τάξης που επιδίωκε --εν συνόλω και όχι απαραίτητα για άμεσο ατομικό όφελος-- την αναπαραγωγή μιας καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής σχέσης. Σε τελική ανάλυση ήταν ο ίδιος ο καπιταλισμός που έδειξε στην εξέλιξή του ότι μπορούμε να έχουμε φορείς που κατεξοχήν ασκούν την κατοχή των μέσων παραγωγής χωρίς να έχουν και την τυπική νομική κυριότητά τους.
Αν πηγαίναμε ένα βήμα παραπέρα θα λέγαμε ότι υπάρχει μια επιπλέον ανάγκη να επιμείνουμε σε μια έννοια κρατικού καπιταλισμού: Η εμπειρία αυτών των σχηματισμών επέτρεψε σε μεγάλο βαθμό ένα θεωρητικό προχώρημα για να δούμε ποιες μπορεί να είναι μέσα στον καταμερισμό εργασίας οι μήτρες αναπαραγωγής των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, άρα να κατανοήσουμε καλύτερα την μη ουδετερότητα της οργάνωσης της εργασίας, της επιστήμης, της τεχνολογίας, το ρόλο της καπιταλιστικής ιεραρχίας στην παραγωγή, αλλά και την επενέργεια των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. (Και εδώ πρέπει να πούμε ότι ήταν κατεξοχήν η εμπειρία της ανολοκλήρωτης κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης που έδωσε σημαντικά παραδείγματα απόπειρας επαναστατικοποίησης των παραγωγικών σχέσεων). Ο Κάππος σωστά μιλάει για την απουσία εργατικής δημοκρατίας στη σύνταξη του σχεδίου ή για την καθοριστική παρουσία εμπορευματικών μορφών. Θα έπρεπε να είχε δώσει μεγαλύτερη έμφαση και στο ζήτημα των παραγωγικών σχέσεων. Εκτός των άλλων αυτό θα σήμαινε και μια αποτελεσματικότερη οριοθέτησή του από όλο το φάσμα των μορφών επίδρασης της αστικής ιδεολογίας που αποτυπώθηκαν εντός αυτού που για λόγους απλούστευσης θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε "σοβιετικό μαρξισμό", δηλαδή την κυριαρχία του οικονομισμού, του τεχνοκρατισμού και μιας καταστροφολογικής θεώρησης των αντιθέσεων του καπιταλισμού.
Σε μεγάλο βαθμό βέβαια αυτά προέρχονται από μια προσπάθεια του συγγραφέα να ενσωματώσει στο σχήμα του αυτό που διαισθάνεται σαν μια ανταγωνιστικότητα αυτών των σχηματισμών προς τους σχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, κάτι που επιτρέπει εκτός των άλλων να εξηγηθεί τόσο το γεγονός της ύπαρξης μιας τομής στην περίοδο 1989-1991 όσο όμως και η ύπαρξη μιας διαρκούς σύγκρουσης όλη την προηγούμενη περίοδο. Από την μεριά μας πιστεύουμε ότι η αναπαραγωγή και εδραίωση μιας ιδιότυπης μορφής κρατικού καπιταλισμού δεν έγινε με έναν απλό και από τα πάνω τρόπο. Όντας το αποτέλεσμα μιας περιόδου έντονων ταξικών αγώνων και έχοντας ως αφετηρία μια νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση οι όροι αναπαραγωγής του κρατικού καπιταλισμού εμπεριείχαν σημαντικότατες τυπικές και άτυπες παραχωρήσεις προς όφελος των λαϊκών μαζών. Αυτό άλλωστε επέτρεψε σε σημαντικό βαθμό τη σχετική σταθερότητα και νομιμοποίησή αυτών των σχηματισμών (και όχι γενικά κι αφηρημένα η "τρομοκρατία"). Αυτή η εκτίμησή μας έρχεται βέβαια σε αντίθεση με τη διάχυτη προσπάθεια --ειδικά στην δεκαετία του '70-- ενός εξ αριστερών αντικομμουνισμού να παρουσιάσει τους σχηματισμούς αυτούς ως πιο εκμεταλλευτικούς από ό,τι ο δυτικός καπιταλισμός.
Ταυτόχρονα αυτό το φάσμα από παραχωρήσεις και συμβιβασμούς προς τις λαϊκές μάζες είχε και ένα συγκεκριμένο τίμημα σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα αυτών των σχηματισμών εν συγκρίσει με τους δυτικούς σχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Με πολύ απλά λόγια: οι κρατικοκαπιταλιστικοί σχηματισμοί δεν θα μπορούσαν εύκολα να ενταχθούν μέσα στο πλέγμα των οικονομικών πρακτικών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Επιδίωκαν επομένως την ανάπτυξη ενός διακριτού πλέγματος οικονομικών σχέσεων που να μπορεί να στηρίζεται σε μορφές διοικητικής αντιμετώπισης των διαφορών στην παραγωγικότητα (όπως βέβαια και την αναγκαία πολιτική αντιπαλότητα με τους σχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας). Αυτό εξηγεί τη συγκρότηση του "σοσιαλιστικού στρατοπέδου" και τη συστημική αντιπαλότητά του με τους δυτικούς σχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (και όλες τις μορφές με τις οποίες εκφράστηκε, που περιελάμβαναν και μια ορισμένη υποστήριξη λαϊκών, επαναστατικών και εθνικοαπαλευθερωτικών κινημάτων), αλλά και τη λειτουργία των σχηματισμών του κρατικού καπιταλισμού ως σημείου αναφοράς για ευρύτερες μάζες, όπως επίσης και την αναγκαστική πια παραδοχή ότι αυτή η συστημική αντιπαλότητα προσέφερε και στην Ευρώπη την πιο μακρόχρονη περίοδο ειρήνης... Με αυτή την έννοια εμείς αντιλαμβανόμαστε τον "αντιιμπεριαλισμό" αυτών των σχηματισμών, χωρίς όμως να πιστεύουμε ότι μια τέτοια αναφορά αποκλείει το ερμηνευτικό σχήμα του κρατικού καπιταλισμού.
Συνολικότερα ο εντοπισμός των όρων συγκρότησης μιας κρατικής αστικής τάξης όχι μέσα από κάποια αναζήτηση συνωμοσιών, ή πρακτόρων, ή μιας επιβίωσης αστικών στρωμάτων, αλλά μέσα από την αναπαραγωγή κρίσιμων κοινωνικών σχέσεων μας επιτρέπει να έχουμε μια πιο διαλεκτική θεώρηση των αντιθέσεων και των συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στις κοινωνίες αυτές. Επιτρέπει επίσης και την κατανόηση της διαδικασίας συσσώρευσης αντιφάσεων που δεν μπόρεσε να επιλυθεί παρά μέσα από μια τομή με το προηγούμενο μοντέλο αναπαραγωγής. Γιατί θα συμφωνήσουμε και εμείς με τον Κώστα Κάππο ότι οι εξελίξεις της περιόδου '89-'91 ήταν αρνητικές με την έννοια ότι στόχος των τμημάτων εκείνων της κρατικής αστικής τάξης που επέλεξαν τη μετάβαση σε έναν καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς ήταν και η αναίρεση όλου του ευρέος φάσματος από εργατικές κατακτήσεις που υπήρχαν (τόσο τυπικών όσο και μιας μεγάλης γκάμας από άτυπες πρακτικές αντίστασης στην εκμετάλλευση, αναδιανομής μέρους του υπερπροϊόντος, "σαμποτάζ" των "σχεδίων" με στόχο τη μείωση της εντατικότητας της εργασίας κ.λπ.), αναίρεση που είχε ως στόχο το άνοιγμα προς τις επενδυτικές κινήσεις του διεθνοποιημένου κεφαλαίου.
Γιατί δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλά με αποκλίσεις ή λάθη, αλλά πάνω από όλα με την ανοιχτή εξέλιξη μιας ιστορίας της πάλης των τάξεων. Δεν ήταν επομένως προδιαγεγραμμένη η τελική ήττα αυτών των αποπειρών μετάβασης, όπως όμως δεν είναι και καθόλου προδιαγεγραμμένη η δυνατότητα νίκης μιας επόμενης μελλοντικής απόπειρας. Εγγυήσεις απέναντι στην απόκλιση δεν υπάρχουν, παρά μόνο η δυνατότητα επάλληλων διορθώσεων, επάλληλων αντίρροπων τάσεων, επάλληλων επαναστάσεων μέσα στις επαναστάσεις. Γι' αυτό και πρέπει να ξεκόψουμε από κάθε λογική "σοσιαλιστικής οικοδόμησης" και αντίθετα να δούμε την περίοδο του σοσιαλισμού ως κατεξοχήν περίοδο αντιθέσεων και συγκρούσεων.
Σε αυτά τα πλαίσια η έννοια της εργατικής δημοκρατίας εντός της δικτατορίας του προλεταριάτου αποκτά μια άλλη σημασία. Όχι απλά της τήρησης κάποιας σοσιαλιστικής νομιμότητας, αλλά πάνω από όλα της δυνατότητας να ξεδιπλώνονται πλήρως αυτές οι αντιθέσεις. Αυτό είναι η μόνη "εγγύηση" ότι μπορούν να αντιστραφούν οι όποιες τάσεις παλινόρθωσης του καπιταλισμού θα αναπαράγονται διαρκώς. Και σε αυτά τα πλαίσια είναι πολύ προτιμότερο οι αντιθέσεις να καταγράφονται ανοιχτά σαν τέτοιες και όχι έμμεσα ή συγκαλυμμένα. Γι' αυτό και διαφωνούμε εν μέρει με την απόρριψη του πολυκομματισμού που κάνει ο Κάππος. Όχι από κάποια επιθυμία υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας, αλλά γιατί θεωρούμε ότι η αυτοτελής πολιτική έκφραση και αποτύπωση των αντιφάσεων είναι προτιμότερη από την έμμεση (και άρα συχνά μη εύκολα αναγνωρίσιμη) αναπαραγωγή τους.
Εν κατακλείδι: σήμερα που αναπτύσσεται ένα πολύμορφο φάσμα από κινήματα σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο που οριοθετούνται ανταγωνιστικά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, προς τον καπιταλισμό, σημαίνοντας και το τέλος του ιδεολογικού και θεωρητικού εξοστρακισμού της έννοιας της επαναστατικής ρήξης, σήμερα είναι που η συζήτηση για την αποτίμηση των προηγούμενων αποπειρών μετάβασης θα πρέπει να ανοίξει ξανά. Δουλειές όπως του Κ. Κάππου σίγουρα μπορούν να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση.