Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΡΙΣΗ: ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΒΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
των Σεντάτ Αϋμπάρ και Κώστα Λαπαβίτσα
1. Η γενικότερη σημασία της τουρκικής κρίσης
Το Φεβρουάριο του 2001 η Τουρκία γνώρισε την τρίτη και βαθύτερη οικονομική κρίση της σε διάστημα δεκαπέντε μηνών. Η σημασία του γεγονότος υπερβαίνει κατά πολύ τα τουρκικά όρια για τους εξής δυο λόγους. Πρώτον, η κρίση είναι στενά συνδεδεμένη με αλλαγές στην ταξική δομή της Τουρκίας, που οφείλονται στη διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών και άρα έχουν κοινά χαρακτηριστικά με αλλαγές στην ταξική δομή άλλων αναπτυσσόμενων χωρών. Δεύτερον, η κρίση είναι αποτέλεσμα της απουσίας παγκόσμιου χρήματος, το οποίο να μπορεί αποτελεσματικά να στηρίξει την προαναφερθείσα διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών. Η ένταξη του τουρκικού καπιταλισμού στην παγκόσμια οικονομία στις παρούσες ιστορικές συνθήκες επιφέρει γιγαντιαία οικονομική αστάθεια, που αρχικά εμφανίζεται στην εξωτερική ισοτιμία της τουρκικής λίρας. Τα φαινόμενα κρίσης κατόπιν εξαπλώνονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στους μηχανισμούς εμπορίου, καθώς και στη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή, με σοβαρότατες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Από αυτήν τη σκοπιά, η τουρκική κρίση έχει έντονες ομοιότητες με άλλες πρόσφατες κρίσεις της παγκόσμιας οικονομίας, συμπεριλαμβανόμενων αυτών της Νοτιοανατολικής Ασίας του 1997-8, της Ρωσίας του 1998 και της Βραζιλίας του 1988-9.
Η τελευταία τουρκική κρίση πυροδοτήθηκε από μια έντονη φραστική διαμάχη ανάμεσα στον Πρόεδρο της δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας (ΕΣΑ), του πραγματικού ανώτατου εκτελεστικού οργάνου της Τουρκίας. Πέτρα του σκανδάλου αποτέλεσε η διεξαγόμενη δικαστική ερευνά για τη διαφθορά, κυρίως στην παροχή πιστώσεων από τις τουρκικές τράπεζες, που άγγιξε τον κεντρικό πυρήνα της τουρκικής πολιτικής εξουσίας. Η διαμάχη οδήγησε σε βαθιά πτώση του χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης, έντονες πιέσεις επί του νομίσματος και σημαντική εκροή ξένου κεφαλαίου. Εν μέσω αβεβαιότητας και πανικού, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συμβούλευσε την τουρκική κυβέρνηση να επιτρέψει την ελεύθερη διακύμανση της λίρας.
Η κυρίαρχη γνώμη στην Τουρκία, αλλά και παγκοσμίως, είναι ότι στην ουσία η χώρα αντιμετωπίζει μια χρηματοπιστωτική κρίση που συνδέεται με μια βαθιά διαφθορά στο πολιτικό της σύστημα. Η θεώρηση αυτή χαρακτήρισε και τις επακόλουθες συμφωνίες της Τουρκίας με το ΔΝΤ και την παγκόσμια Τράπεζα για έξοδο από την κρίση. Οι συμφωνίες περιλαμβάνουν κυρίως μέτρα για βελτίωση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, ενώ παράλληλα προωθούν τις ιδιωτικοποιήσεις και τη φιλελευθεροποίηση του αγροτικού τομέα. Εν ολίγοις, οι παγκόσμιοι οργανισμοί ακολούθησαν τις γνωστές τους συνταγές για αντιμετώπιση των κρίσεων των αναπτυσσόμενων χωρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μεγάλο βαθμό οι ριζοσπαστικές και αριστερές αναλύσεις της κρίσης στην ίδια την Τουρκία συμβαδίζουν με τις επίσημες θέσεις, καθώς εστιάζονται σε παράγοντες όπως η αποτυχημένη πολιτική εξωτερικής ισοτιμίας, η απουσία καλής διακυβέρνησης και η παθολογική διαφθορά. Εν αντιθέσει, το παρόν άρθρο διατείνεται ότι τα βαθύτερα αίτια της κρίσης βρίσκονται στην ίδια τη μορφή της καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακολουθήθηκε από την Τουρκία μετά την οικονομική φιλελευθεροποίηση του 1980. Η κατάδειξη του σημείου αυτού απαιτεί ανάλυση των δομικών αλλαγών στην τουρκική οικονομία μετά το 1980, μέσα στο πλαίσιο του μετασχηματισμού της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας την ίδια περίοδο.
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στο εσωτερικό των διεθνών οργανισμών έχουν πρόσφατα εμφανιστεί σημαντικές διαφωνίες που αφορούν τη στρατηγική ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων χωρών. Η προσέγγιση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας πηγάζει κυρίως από τη λεγόμενη Συναίνεση της Ουάσινγκτον, που κυριάρχησε τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Πολύ συνοπτικά, οι υποστηρικτές αυτής της άποψης πιστεύουν ότι οι απελευθέρωση των αγορών φέρνει όχι μόνο οικονομική ευμάρεια, αλλά και λιγότερη διαφθορά και περισσότερη δημοκρατία. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η άποψη αυτή δέχτηκε έντονη κριτική, ακόμη και στο εσωτερικό των παγκόσμιων οργανισμών, από τη λεγόμενη Μετασυναίνεση της Ουάσινγκτον. Η προσέγγιση της Μετασυναίνεσης εδράζεται στη λεγόμενη "αποτυχία της αγοράς", δηλαδή στην ύπαρξη παραγόντων οι οποίοι κάνουν αδύνατη την εμφάνιση μιας τιμής ισορροπίας (άρα και εκκαθάρισης της αγοράς), ή οδηγούν στην ανυπαρξία αγοράς. Έτσι, η Μετασυναίνεση τονίζει τη σπουδαιότητα της κρατικής οικονομικής παρέμβασης που στηρίζει, συμπληρώνει, ή και δημιουργεί αγορές. Τονίζει ακόμη την ανάγκη στήριξης του κοινωνικού υπόβαθρου της αγοράς, την ενδυνάμωση παραγόντων όπως η εμπιστοσύνη, η φερεγγυότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη.
Η Μετασυναίνεση της Ουάσινγκτον δεν πρόκειται να γίνει κυρίαρχη ιδεολογία, δεδομένου ότι εδράζεται στην "αποτυχία της αγοράς". Η απελευθέρωση των αγορών και η υποτιθέμενη άριστη λειτουργία τους κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνουν ο ακρογωνιαίος λίθος της προσέγγισης του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Παρ' όλα αυτά, τα επιχειρήματα της Μετασυναίνεσης υπέρ της μετρημένης κρατικής παρέμβασης για τη στήριξη των αγορών και του κοινωνικού τους υπόβαθρου έχουν ήδη μεγάλη απήχηση. Έχει περάσει πια η εποχή που οι γραφειοκράτες των παγκόσμιων οργανισμών πίστευαν ότι αρκεί να επιβληθούν αυστηρά μακροοικονομικά μέτρα για να επέλθει οικονομική σταθερότητα. Όπως δείχνει η περίπτωση της Τουρκίας, το ζητούμενο σήμερα είναι η εξ ολόκληρου αναδιάρθρωση των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών μιας χώρας, όπως αυτή επιτάσσεται από την πιο ελεύθερη λειτουργία των αγορών.
Η εξέλιξη αυτή εμπεριέχει κίνδυνους για τις πολιτικές και δημοκρατικές ελευθερίες στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο Κεμάλ Ντερβίς, ο νέος "τσάρος" της τουρκικής οικονομίας, ήρθε κατευθείαν από την Παγκόσμια Τράπεζα, την πηγή της "Μετασυναίνεσης". Μιλάει τη γλώσσα του εκδημοκρατισμού, φαίνεται να νοιάζεται για τους φτωχούς και τον απασχολούν η διαφάνεια και η αξιοκρατία στο δημόσιο τομέα. Αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι ότι ο Ντερβις και μεγάλο μέρος των ιδεολογικών μηχανισμών της κοινωνίας καθημερινά πλέκουν το εγκώμιο των δημοκρατικών διαδικασιών (των μορφών και όχι του περιεχομένου τους), ενώ ο σκληρός αυταρχισμός χαρακτηρίζει την πρακτική της κυβέρνησης. Οι καταπιεστικοί μηχανισμοί του τουρκικού κράτους συνεχώς κινητοποιούνται για την προάσπιση των ελεύθερων αγορών, συμπεριλαμβανομένων σκληρότερων νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, αστυνομικής παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών, ανοιχτής χειραγώγησης των μέσων μαζικής επικοινωνίας και συχνής καταφυγής στην ανοιχτή βία. Αυτό το μίγμα δημοκρατικής πολυλογίας, αυταρχικής πολιτικής πρακτικής και οικονομικής απελευθέρωσης απαντάται όλο και συχνότερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ο όρος "αυταρχισμός της ελεύθερης αγοράς" αυτό ακριβώς υποδηλώνει.
Η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς γνώρισε μια σύντομη περίοδο λαϊκής επιρροής μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ, λόγω του ότι υποσχόταν ευημερία και δημοκρατία. Σήμερα όμως στον αναπτυσσόμενο κόσμο οι ελεύθερες αγορές γενικά αντιμετωπίζονται ως πηγή αστάθειας και κρίσης. Η αντίσταση στην απελευθέρωση των αγορών δημιουργεί προβλήματα στους παγκόσμιους οργανισμούς, οι οποίοι ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν οποιοδήποτε εσωτερικό στήριγμα τους ήταν πρόσφορο για να επιβάλλουν τα οικονομικά τους μέτρα. Όπως θα φανεί παρακάτω, στη σημερινή Τουρκία αυτό σημαίνει συνεργασία με ένα πολύ μικρό κομμάτι της αστικής τάξης, που έχει διεθνή παραγωγικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα, κυριαρχεί στην εσωτερική αγορά και δεν ενδιαφέρεται για δημοκρατικές ελευθέριες. Η απεραντολογία περί δημοκρατίας και ο λεγόμενος αγώνας κατά της διαφθοράς στην πράξη λειτουργούν ως προκάλυμμα σκληρού αυταρχισμού. Για την ερμηνεία του φαινομένου αυτού είναι απαραίτητη η ανάλυση της αναπτυξιακής πορείας της Τουρκίας από το 1980 και μετά.
2. Δομικές αλλαγές μετά τα μέτρα φιλελευθεροποίησης της δεκαετίας του 1980
Τον Ιανουάριο του 1980 η στρατηγική ανάπτυξης της Τουρκίας άλλαξε άρδην. Η υποκατάσταση των εισαγωγών, που σήμαινε κρατική ιδιοκτησία και έλεγχο των σημαντικότερων τομέων της οικονομίας, έδωσε τη θέση της στην πολιτική προώθησης των εξαγωγών, όπου τον πρώτο λόγο έχουν τα ιδιωτικά κεφαλαία που δρουν σε συνθήκες ελεύθερης εσωτερικής αγοράς. Οι εξωτερικές πιέσεις για την υιοθέτηση της νέας στρατηγικής ήταν έντονες και στηρίχτηκαν στη μεγάλη έλλειψη συναλλάγματος που τότε αντιμετώπιζε η χώρα. Επιπλέον, η στρατηγική φιλελευθεροποίησης άντλησε ισχύ από τους κύκλους οικονομικής ανάλυσης και δημοσιογραφίας στη χώρα, ιδίως αυτούς που σχετίζονταν με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η άρση των περιορισμών επί του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η άνοδος των επιτοκίων υποτίθεται ότι θα δρούσαν ευνοϊκά για την ανάπτυξη.
Η στροφή οικονομικής στρατηγικής όμως, υποστηρίχτηκε κυρίως από νέα κέντρα ισχύος και επιρροής μέσα στην τουρκική αστική τάξη. Πρόκειται για μεγάλα ιδιωτικά κεφαλαία με ποικίλα βιομηχανικά, τραπεζικά και εμπορικά συμφέροντα, που έχουν διεθνή προσανατολισμό και εδράζονται στην Κωνσταντινούπολη. Στο εξής θα αναφέρονται ως "αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης". Χαρακτηριστικά ανάμεσά τους είναι τα συγκροτήματα των Κοτς και Σαμπαντζί. Η ευρεία βιομηχανική βάση των συγκροτημάτων τούς επιτρέπει ισχυρή παρουσία στην εσωτερική αγορά, αλλά και τα ενθαρρύνει να αναζητήσουν αγορές στο εξωτερικό. Η συμβίωση των μεγάλων αυτών ιδιωτικών κεφαλαίων με την κεμαλική γραφειοκρατία και το στρατό ήταν δύσκολη στο παρελθόν, δεδομένου ότι ο κεμαλισμός χαρακτηριζόταν από ιδεολογία κρατικού ελέγχου επί της οικονομίας, εθνικισμό, αυταρχισμό, αλλά και αντίληψη δημόσιας προσφοράς και τιμιότητας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όμως, οι σχέσεις τους έχουν γίνει πολύ στενότερες και ομαλότερες.
Η αισιοδοξία που αρχικά συνόδευσε την αλλαγή δεν κράτησε πολύ. Το 1982 ξέσπασε οξεία χρηματοπιστωτική κρίση, η λεγόμενη κρίση των "τραπεζιτών" (μπανκέρ στα τουρκικά). Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενθάρρυνε τις δραστηριότητες μεγάλου αριθμού χρηματοπιστωτικών εταιρειών (μπανκέρ) με λίγο κεφαλαίο και ακόμη λιγότερη φερεγγυότητα. Η κρίση οδήγησε σε επανεισαγωγή των ελέγχων επί των επιτοκίων και απώλεια επιρροής του Τουργκούτ Οζάλ, του ιθύνοντος νου της μεταρρύθμισης, χωρίς όμως να αλλάξει την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής. Ακολούθησε σειρά άλλων κρίσεων. Η επόμενη εμφανίστηκε το 1987 και πάλι λόγω χρηματοπιστωτικών ακροτήτων συνδυασμένων με πίεση στην εξωτερική ισοτιμία. Παρά την κρίση, το 1989 η κεντρική τράπεζα κατάργησε τους περιορισμούς επί των χρηματοπιστωτικών πράξεων με το εξωτερικό και της κίνησης κεφαλαίου. Νέα κρίση εμφανίστηκε το 1994, πάλι σχετιζόμενη με χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, εκροή κεφαλαίου και πίεση στην ισοτιμία. Η κρίση οδήγησε στη δημιουργία συστήματος ασφάλειας των τραπεζικών καταθέσεων της τάξης του 100%. Κρίση ξανά το 1999, που οδήγησε στην επιβολή μηχανισμού έλεγχου και εποπτείας επί των τραπεζών, με δυνατότητα απαγόρευσης της εισόδου στον τραπεζικό τομέα. Βαθιά κρίση και πάλι το Δεκέμβριο του 2000, που αυτή τη φορά οδήγησε σε εισαγωγή αυστηρού προγράμματος σταθεροποίησης και μεταρρύθμισης υπό την αιγίδα του ΔΝΤ, το οποίο υποτίθεται ότι θα απέτρεπε κρίσεις στο μέλλον. Το πρόγραμμα σημείωσε πλήρη αποτυχία και οδήγησε στην κρίση του Φεβρουάριου του 2001.
Η συνεχής εμφάνιση κρίσεων συνοδεύτηκε από φτωχά αποτελέσματα στον τομέα της ανάπτυξης. Το κατά κεφαλήν εισόδημα λιμνάζει για πάνω από δυο δεκαετίες. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) εμφανίζουν ξεκάθαρα χαρακτηριστικά εναλλαγής περιόδων ταχύρυθμης ανόδου και δραματικής πτώσης. Ετήσια αύξηση της τάξης του 7% κατά την περίοδο 1995-7, για παράδειγμα, ακολουθήθηκε από ετήσια πτώση της τάξης του -1% την περίοδο 1998-9. Ο πληθωρισμός κάθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου της φιλελευθεροποίησης κυμάνθηκε ανάμεσα στο 60% και 80%. Οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό, τέλος, παρέμειναν αμελητέες ως ποσοστό του ΑΕΠ (γύρω στο 0,5%).
Παρόλα αυτά, η αλλαγή στρατηγικής επέφερε ουσιαστικές και αναντίρρητες αλλαγές στη δομή της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η οικονομία έγινε πολύ πιο ανοικτή, καθώς οι εξαγωγές αυξήθηκαν από 4,4% του ΑΕΠ το 1980 σε 14,3% το 1999, ενώ οι εισαγωγές ανέβηκαν από 11,4% σε 22% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Η σύνθεση του ΑΕΠ άλλαξε, καθώς μειώθηκε το ποσοστό της αγροτικής παραγωγής από 22,7% το 1980 σε 13,9% το 1999, ενώ ανέβηκαν αυτά των υπηρεσιών (από 52,3% σε 57,1%) και της βιομηχανίας (από 24% σε 29%). Το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απασχολείται εκτός του αγροτικού τομέα ξεπέρασε το 50%, αλλά βέβαια η γεωργία συνεχίζει να απορροφά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από ότι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο αριθμός των τραπεζών αυξήθηκε από 43 το 1980 σε 85 το 1999, συμπεριλαμβανομένων και 21 ξένων τραπεζών. Τέλος, το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης άνοιξε το 1987 και γνώρισε ραγδαία αύξηση των καταχωρημένων εταιρειών και της κεφαλαιοποίησης.
Η στροφή προς τις εξαγωγές και η φιλελευθεροποίηση δεν περιθωριοποίησαν τον οικονομικό ρόλο του τουρκικού κράτους. Οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, αν συμπεριλάβουμε τις δαπάνες για συντάξεις και μισθούς. Οι μισθοί του δημόσιου τομέα υπέστησαν δραματική μείωση όσο διάρκεσαν τα σκληρά μέτρα στρατοκρατίας κατά τη δεκαετία του 1980, αλλά επανέκαμψαν με τη χαλάρωση της καταπίεσης κατά τη δεκαετία του 1990. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της πορείας των δημόσιων δαπανών όμως, είναι η κατάρρευση των δημόσιων επενδύσεων: από 9,5% του ΑΕΠ το 1980-3 έπεσαν στο 5,3% το 1993-7. Το τουρκικό κράτος έχει πάψει να επενδύει στη βιομηχανική υποδομή, ενώ διατηρεί ένα ελάχιστο επίπεδο επένδυσης στην υγειά, την παιδεία και τις μεταφορές.
Παρά τη δραματική μείωση των δημόσιων επενδύσεων, τα δημόσια οικονομικά χαρακτηρίστηκαν από μόνιμη κρίση καθ' όλη την περίοδο της φιλελευθεροποίησης. Ο κύριος λόγος είναι η ταχεία μείωση των καθαρών φορολογικών εισροών, που όμως δεν οφείλεται σε αδυναμία του τουρκικού κράτους να ασκήσει αποτελεσματική φορολογία. Απεναντίας, οι μεικτές φορολογικές εισροές αυξήθηκαν από 16,6% του ΑΕΠ το 1980-3 σε 19,5% το 1993-7. Η μείωση των καθαρών εισροών οφείλεται στην αύξηση πληρωμών τόκων επί του Εθνικού Χρέους, η οποία ήταν ταχεία λόγω της απελευθέρωσης (άρα ανόδου) των επιτοκίων. Η διαδικασία αυτή είναι αυτοτροφοδοτούμενη, καθώς τα ελλείμματα του προϋπολογισμού φέρνουν άνοδο του κρατικού δανεισμού μέσω ομόλογων (στο εσωτερικό και το εξωτερικό), ή μέσω τραπεζικού δανεισμού, που καταλήγει σε αύξηση του Εθνικού Χρέους. Έτσι, η συνεχής δημοσιονομική κρίση της Τουρκίας δημιούργησε συνθήκες εξαιρετικής κερδοφορίας για ξένους και εγχώριους δανειστές. Ο κύριος όγκος των κερδών των τουρκικών τραπεζών τα τελευταία χρόνια προέρχεται από δανεισμό χαμηλού κίνδυνου προς το κράτος. Αυτό είναι το απτό αποτέλεσμα είκοσι χρόνων χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε σε άπλετη και αποτελεσματική χρηματοδότηση των βιομηχανικών επενδύσεων.
Οι δομικές αυτές αλλαγές συνέβαλαν στη μεταβολή της ισορροπίας ισχύος στο εσωτερικό της τουρκικής άρχουσας τάξης. Η σταδιακή αποχώρηση του κράτους από την άσκηση οικονομικού έλεγχου, όπως καθαρά φαίνεται από την κατάρρευση των δημόσιων επενδύσεων, ενίσχυσε την επιρροή της αστικής τάξης της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή των μεγάλων ολιγοπωλιακων κεφαλαίων που αναφέραμε παραπάνω. Η στροφή της οικονομίας προς την παγκόσμια αγορά, από την άλλη, οδήγησε σε εμφάνιση μεγάλου αριθμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο εσωτερικό της Μικρός Ασίας. Οι αποκαλούμενες "τίγρεις της Ανατολίας" δραστηριοποιούνται κυρίως στην εξαγωγή ειδών ρουχισμού και υφασμάτων, εκμεταλλευόμενες τα χαμηλά ημερομίσθια και την κρατική στήριξη των εξαγωγών. Δυο πλευρές αυτού του φαινομένου αξίζει να τονιστούν.
Πρώτον, τα νέα αυτά μέλη της αστικής τάξης συνάντησαν πολλές δυσκολίες στην εξασφάλιση πιστώσεων λόγω των ισχυρών δεσμών ανάμεσα στις τράπεζες και την αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης. Για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, οι "τίγρεις" συχνά άνοιξαν δικές τους τράπεζες, ή αγόρασαν ιδιωτικοποιημένες κρατικές τράπεζες, Όπως τις Τουτκμπάνκ, Ετιμπάνκ και Σουμερμπάνκ. Οι τράπεζες αυτές, συμπεριλαμβανομένων και των Εγκεμπάνκ, Γιουρτμπάνκ και άλλων, είχαν ανεπαρκή ίδια κεφαλαία και λειτούργησαν με εξαιρετικά αμφιλεγόμενο τρόπο. Τώρα βρίσκονται στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης. Δεύτερον, οι "τίγρεις" έχουν πολύ μικρότερη πρόσβαση στους κρατικούς μηχανισμούς από ό,τι η αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης. Συνεπώς τους προσφέρθηκε πολύ λιγότερη κρατική προστασία από την πρόσφατη οικονομική καταιγίδα.
Η ισορροπία ισχύος στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης έχει επίσης μεταβληθεί λόγω της εξάπλωσης της διαφθοράς. Δεν αληθεύει, βέβαια, ότι η διαφθορά είναι ένα παραδοσιακό χαρακτηριστικό της Τουρκίας, ένα απομεινάρι της οθωμανικής περιόδου, ή ένα ανατολίτικο χαρακτηριστικό των Τούρκων. Η διαφθορά με τη μορφή της προνομιούχου πρόσβασης στους κρατικούς οικονομικούς διαγωνισμούς, των αδικαιολόγητων τραπεζικών δανείων και της δωροδοκίας των πολιτικών γιγαντώθηκε κατά τη διάρκεια της φιλελευθεροποίησης. Ολόκληρη η τουρκική αστική τάξη συμμετέχει σε τέτοιες δραστηριότητες, αλλά πάνω από όλα το τμήμα που έχει τους στενότερους δεσμούς με το κράτος. Εκτός αυτού του είδους διαφθοράς, γιγαντώθηκαν επίσης τα φαινόμενα καθαρής εγκληματικότητας, με επίκεντρο το εμπόριο ναρκωτικών και το "ξέπλυμα" χρήματος. Οι κύριοι υπαίτιοι είναι άνθρωποι που προέρχονται από μυστικές αντικομουνιστικές οργανώσεις του Ψυχρού Πόλεμου, καθώς και από παρακρατικές οργανώσεις του εξαιρετικά βίαιου εσωτερικού πόλεμου κατά των Κούρδων. Κοινοί εγκληματίες ασκούν τεραστία επιρροή επί του πολιτικού κόσμου, της αστικής τάξης της Κωνσταντινούπολης και ολόκληρης της τουρκικής κοινωνίας. Η ευκολία πρόσβασης σε πιστώσεις και η υποχώρηση του παλαιού κεμαλικού ήθους στην κρατική γραφειοκρατία συνέβαλαν στην άνοδο της ισχύος τους.
3. Τα βαθύτερα αίτια της κρίσης
Οι δομικές αλλαγές της τουρκικής οικονομίας είναι απαραίτητο να αναλυθούν σε συνάρτηση με τον ιστορικό μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973-4, που σήμανε και το τέλος της "Χρυσής Εποχής" του μεταπολεμικού καπιταλισμού. Η περίοδος μετά την κρίση χαρακτηρίζεται από έντονη διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών ροών, στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχουν μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών. Το κύριο δομικό πρόβλημα της περιόδου αυτής είναι ότι η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει συνεκτικό παγκόσμιο χρηματικό σύστημα (παγκόσμιο χρήμα), δηλαδή, να αντικαταστήσει αποτελεσματικά το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς, το οποίο κατέρρευσε το 1971. Έτσι, η διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών ροών συνεχώς δημιουργούν συναλλαγματικές κρίσεις (κρίσεις ισοτιμίας), οι οποίες κατόπιν γενικεύονται στο εσωτερικό των αναπτυσσόμενων χωρών.
Η διεθνοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου εκφράζεται με γιγάντιες ροές άμεσων ξένων επενδύσεων και στο μοίρασμα εκ νέου της παγκόσμιας αγοράς ανάμεσα στις πολυεθνικές εταιρείες. Οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες πολυεθνικές προέρχονται από τις κυριότερες αναπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία, Γαλλία, Βρετανία, Ολλανδία, Καναδάς), αλλά μια σημαντική ομάδα προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες (Ινδία, Ινδονησία, Βραζιλία και άλλες). Όπως ήδη αναφέρθηκε, υπάρχουν και αρκετές τουρκικές πολυεθνικές, που έχουν ευρέα και ποίκιλλα συμφέροντα κυρίως στη μεταποίηση και τις κατασκευές. Οι εταιρείες αυτές έχουν ισχυρή βάση στο εσωτερικό της χώρας, αλλά συμμετέχουν με επιτυχία στην παγκόσμια αγορά. Οι σχέσεις τους με το κράτος είναι στενές και στηρίζονται στους κρατικούς μηχανισμούς για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Έχουν λίγα κοινά με τις μικρές και μεσαίες τουρκικές επιχειρήσεις, παρόλο που πολλές από τις τελευταίες δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια αγορά, (αλλά βασιζόμενες σε χαμηλά ημερομίσθια και φορολογικές απαλλαγές και χωρίς τεχνολογικό δυναμισμό).
Η διεθνοποίηση των χρηματοπιστωτικών ροών, από την άλλη, είναι πολύ ευρύτερη αυτής του παραγωγικού κεφαλαίου και εκφράζεται με τη χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση στο εσωτερικό των αναπτυσσόμενων χωρών, την άρση των ελέγχων στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων, τη δημιουργία χρηματιστηρίων και την ξεκάθαρη κυριαρχία των αμερικανικών χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η απρόσκοπτη πρόσβαση σε πιστώσεις είναι απαράβατος όρος για επιτυχή παρουσία στην παγκόσμια αγορά. Οι πολυεθνικές εταιρείες (αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών) έχουν συστηματικούς δεσμούς με τράπεζες και άλλους δανειοδοτικούς οργανισμούς των χωρών από τις οποίες προέρχονται, αλλά και του εξωτερικού. Για τα μεγάλα αυτά κεφαλαία δεν υπάρχει καμία αντίφαση ανάμεσα στη διεθνοποίηση της παραγωγής, από την μια, και των χρηματοπιστωτικών ροών, από την άλλη. Οι μεγάλες τουρκικές εταιρείες έχουν στενούς δεσμούς με τις μεγάλες τουρκικές τράπεζες (συχνά ανήκουν στα ίδια συγκροτήματα) και δεν αντιτίθενται στη χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση.
Όπως ήδη ειπώθηκε όμως, η παγκόσμια οικονομία δεν έχει συνεκτικό σύστημα παγκόσμιου χρήματος. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές εταιρείες έχουν μεν τεραστία οικονομική ισχύ, δε μπορούν όμως να δημιουργήσουν χρήμα το οποίο να είναι παγκόσμια αποδεκτό και να λειτουργεί ικανοποιητικά ως μέσο πληρωμής και αποθησαυρισμού στην παγκόσμια αγορά. Χωρίς ένα τέτοιο σταθερό σημείο αναφοράς, οι διεθνείς ισοτιμίες παρουσιάζουν ραγδαίες και τεράστιες μεταβολές, θέτοντας σε κίνδυνο τις διεθνείς ροές κεφαλαιακής άξιας. Το σύστημα του Μπρέτον Γουντς, το οποίο μέσω του δολαρίου συνέδεε τις ισοτιμίες με το χρυσό, σταθεροποιώντας τις, είναι σήμερα αδύνατον να ανασυγκροτηθεί. Το αμερικανικό δολάριο έχει κυριαρχήσει στις διεθνείς συναλλαγές μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς, αλλά δεν είναι σε θέση να στηρίξει την ύπαρξη σταθερών ισοτιμιών στην παγκόσμια αγορά. Το δολάριο δε μπορεί να γίνει πραγματικό παγκόσμιο χρήμα όσο η αμερικανική οικονομία δεν έχει επαρκή ανταγωνιστική ισχύ για να εξασφαλίσει σταθερά πλεονάσματα στο εμπορικό της ισοζύγιο (απεναντίας παρουσιάζει μόνιμα και γιγαντιαία ελλείμματα) και όσο οι ΗΠΑ αδυνατούν να δράσουν ως ο μεγαλύτερος και πλέον αξιόπιστος παγκόσμιος δανειοδότης (αντιθέτως είναι ο μεγαλύτερος καθαρός δανειζόμενος). Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η παρούσα κατάσταση, όπου το δολάριο στην πράξη χρησιμοποιείται παγκοσμίως, χωρίς όμως να μπορεί να μετατραπεί σε αποθεματικό ισοδύναμο (χρυσό η άλλο εμπόρευμα) και χωρίς να κοστίζει οτιδήποτε για να παραχθεί, παρέχει προφανή πλεονεκτήματα στις ΗΠΑ. Δεν έχει υπάρξει ποτέ παρόμοια περίοδος στην ιστορία του καπιταλισμού κατά την οποία η ηγεμονική χώρα της παγκόσμιας οικονομίας να εμφανίζει συνεχώς τεραστία ελλείμματα στο εξωτερικό της εμπόριο, τα οποία και να χρηματοδοτεί μέσω της ανέξοδης δημιουργίας αμετάτρεπτου χάρτινου χρήματος.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων έχει οδηγήσει στην εμφάνιση οξυτάτων κρίσεων τα τελευταία χρόνια. Το βιομηχανικό κεφαλαίο γενικά δείχνει προτίμηση προς τις σταθερές ισοτιμίες, δεδομένου ότι μειώνουν την αβεβαιότητα που περιβάλλει τη διαδικασία της συσσώρευσης. Η προτίμηση προς τις σταθερές ισοτιμίες είναι εντονότερη στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι περισσότερες των οποίων προσπαθούν να προσδέσουν το νόμισμά τους σε ένα από τα ισχυρότερα, κατά κύριο λόγο το δολάριο. Αλλά η άρση των περιορισμών επί της ροής χρηματικού κεφαλαίου (που είναι αποτέλεσμα και ταυτόχρονα παράγων περαιτέρω διεύρυνσης της διεθνοποίησης της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών ροών) και η απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών διαδικασιών στο εσωτερικό των αναπτυσσομένων χωρών, έχουν καταστήσει τη σταθερή πρόσδεση στο δολάριο αδύνατη.
Συγκεκριμένα, η απουσία ελέγχων επί των εξαγωγών και των εισαγωγών (απαραίτητο στοιχείο της διαδικασίας φιλελευθεροποίησης) σημαίνει ότι μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει πολύ λίγα άμεσα μέτρα για να αντιμετωπίσει έλλειμμα στο ισοζύγιο εμπορίου. Τέτοια ελλείμματα μπορεί να εμφανιστούν όταν οι εισαγωγές αυξάνονται λόγω της ανόδου της εσωτερικής ζήτησης, η οποία άνοδος κάλλιστα μπορεί να οφείλεται σε αύξηση των επενδύσεων (με εισαγωγή κεφαλαιακού εξοπλισμού) και όχι απαραίτητα σε αύξηση των κρατικών δαπανών (αν και η τελευταία κάθε άλλο παρά προβληματική είναι όταν βελτιώνει την υποδομή, την παιδεία, την υγειά και ούτω καθεξής). Εμπορικό έλλειμμα μπορεί επίσης να εμφανιστεί όταν οι εξαγωγές δεν αυξάνονται ικανοποιητικά για λόγους που έχουν να κάνουν με τη ζήτηση για τα προϊόντα μιας χώρας στο εσωτερικό άλλων, δηλαδή για λόγους ανεξάρτητους από την οικονομική πολιτική της χώρας με το έλλειμμα. Αν τώρα οι διεθνείς κεφαλαιακές ροές είναι ελεύθερες, ένα διευρυνόμενο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο γρήγορα θα δημιουργήσει τάση για εκροή κεφαλαίου και άρα πιέσεις στο λογαριασμό κεφαλαίου της χώρας. Ο λόγος είναι ότι οι κάτοχοι χρηματικού κεφαλαίου στο εσωτερικό και το εξωτερικό (τράπεζες, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εμπορικές και βιομηχανικές εταιρείες, αλλά και άτομα με μεγάλες καταθέσεις) αρχίζουν να κερδοσκοπούν κατά του νομίσματος. Αγοράζουν, δηλαδή, χρηματοπιστωτικά στοιχεία σε ξένο νόμισμα ελπίζοντας ότι η σταθερή ισοτιμία θα σπάσει και η άξια του εγχωρίου νομίσματος θα πέσει. Εφόσον δεν υφίστανται έλεγχοι στην κίνηση χρηματικού κεφαλαίου, το περιθώριο αντίστασης των αναπτυσσόμενων χωρών στην πίεση τέτοιων εκροών ορίζεται από τα αποθέματα τους σε ξένο συνάλλαγμα, άρα συνήθως είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Το αποτέλεσμα είναι συναλλαγματικές κρίσεις, οι οποίες συνήθως καταλήγουν σε εγκατάλειψη της πολιτικής σταθερής ισοτιμίας και καταβαράθρωση της άξιας του εγχώριου νομίσματος στις διεθνείς αγορές. Η μόνη εξαίρεση σε αυτή τη διαδικασία κρίσης τα τελευταία χρόνια ήταν η Κινά (συμπεριλαμβανόμενου και του Χονγκ Κονγκ), η οποία και επιβεβαιώνει τον κανόνα δεδομένου ότι η χώρα κατέχει τεραστία αποθέματα συναλλάγματος και ασκεί εκτενείς έλεγχους επί της κινήσεως κεφαλαίου.
Κρίσεις τέτοιας μορφής επιδεινώνονται ταχύτατα αν κατά την προηγηθείσα περίοδο είχε υπάρξει και πιστωτική έκρηξη στο εσωτερικό της χώρας, συνήθως σχετιζόμενη με το χρηματιστήριο και την αγορά ακίνητων. Η συναλλαγματική κρίση τότε οδηγεί σε χρηματοπιστωτική κρίση. Ο λόγος είναι ότι, από τη μια, οι εκροές κεφαλαίου αποστερούν αναγκαία ρευστότητα από τις τράπεζες, ενώ, από την άλλη, η κατάρρευση της ισοτιμίας κάνει εξαιρετικά ακριβό οποιοδήποτε παθητικό των τραπεζών εκπεφρασμένο σε ξένο νόμισμα (όπως καταθέσεις ιδιωτών σε δολάρια). Εάν οι τράπεζες ήταν ήδη στα όρια των περιθωρίων δανεισμού σε εγχώριο νόμισμα, το αποτέλεσμα είναι να αντιμετωπίσουν οι ίδιες άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης. Αναγκάζονται έτσι οι τράπεζες να περιορίσουν τις δανειστικές τους δραστηριότητες και να αναζητήσουν σωστικά δάνεια για τον εαυτό τους. Ταυτόχρονα, ο περιορισμός του τραπεζικού δανεισμού οδηγεί σε δραματικές αυξήσεις επιτοκίων. Ο συνδυασμός αύξησης των επιτοκίων και άμεσου περιορισμού του δανεισμού προς το εγχώριο κεφαλαίο αναπόφευκτα οδηγεί σε εμπορική και βιομηχανική κρίση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι κύμα χρεοκοπιών και άνοδος της ανεργίας.
Οι άμεσες συνθήκες της πρόσφατης τουρκικής κρίσης δημιουργήθηκαν από το αυστηρό πρόγραμμα σταθεροποίησης που υιοθετήθηκε το 1999 με τις ευλογίες του ΔΝΤ. Το ουσιαστικότερο στοιχείο του προγράμματος ήταν η "σκληρή" ισοτιμία της τουρκικής λίρας σε σχέση με το δολάριο, που στην πράξη σήμαινε βραδεία διολίσθηση. Το πρόγραμμα επίσης περιείχε αυστηρά περιοριστικά μέτρα επί της εσωτερικής ζήτησης. Το ζητούμενο σε πρώτη φάση ήταν ο δραστικός περιορισμός του πληθωρισμού. Όπως ήταν φυσικό, η "σκληρή" ισοτιμία έκανε ακριβότερα τα εξαγόμενα τουρκικά προϊόντα, οδηγώντας τις εξαγωγές σε ταχεία μείωση. Έτσι, το εμπορικό ισοζύγιο χειροτέρευσε δραματικά σε σύντομο χρονικό διάστημα (από πλεόνασμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ το 1998 σε έλλειμμα -1,4% το 1999). Το διευρυνόμενο έλλειμμα τελικά επέφερε κατάρρευση του προγράμματος, παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν αντιμετώπισε άμεση έλλειψη συναλλάγματος. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας, όταν ξέσπασε η κρίση, ήταν γύρω στα 22 δις δολάρια, ενώ αυτό του τραπεζικού τομέα γύρω στα 40 δις (βλ. CART, 2001). Παρόλα αυτά, το διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα, η απουσία εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και το ΔΝΤ, καθώς και η έλλειψη ελέγχων επί της κίνησης κεφαλαίου, συντέλεσαν στην εμφάνιση κερδοσκοπικών εκροών κεφαλαίου που έκαναν αδύνατη τη διατήρηση της "σκληρής" ισοτιμίας της λίρας.
Με τη σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ, η τουρκική κυβέρνηση επέτρεψε την ελεύθερη διακύμανση της λίρας, εγκαταλείποντας στην πράξη το σταθεροποιητικό πρόγραμμα. Η λίρα έχασε τάχιστα περί το ήμισυ της άξιας της στις διεθνείς αγορές και τα επιτόκια ανέβηκαν εξαιρετικά ψηλά. Κατά συνέπεια, μεγάλος αριθμός τουρκικών τραπεζών, οι οποίες κρατούν μεγάλο όγκο καταθέσεων σε ξένο νόμισμα, ενώ έχουν κάνει πλήθος προβληματικών δανείων σε τουρκικές λίρες που μάλλον δε θα αποπληρωθούν ποτέ, έχουν τεχνικά χρεοκοπήσει. Για τη διάσωση τους, ο εσπευσμένα σταλμένος από την Παγκόσμια Τράπεζα, σωτήρας της Τουρκίας, Κεμάλ Ντερβις, εξασφάλισε σημαντικά νέα δάνεια από τους διεθνείς οργανισμούς. Για να λάβει τα δάνεια όμως, ο Ντερβίς υποσχέθηκε να πραγματοποιήσει ιδιωτικοποιήσεις, να απελευθερώσει τις αγορές ακόμη περισσότερο και να εφαρμόσει κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλλουν στη μείωση της διαφθοράς. Οι επιπτώσεις των μέτρων αυτών, δεδομένης της προαναφερθείσας δομικής αλλαγής της Τουρκίας, θα είναι εξαιρετικά σημαντικές για την τουρκική κοινωνία.
Η μόνη κοινωνική ομάδα στην Τουρκία που ουσιαστικά στηρίζει την πολιτική φιλελευθεροποίησης είναι σήμερα η αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης, της οποίας οι δεσμοί με το κράτος έγιναν ακόμη ισχυρότεροι κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης. Στους κυριότερους χαμένους συγκαταλέγονται οι "τίγρεις της Ανατολίας", που έφεραν και το κύριο βάρος του περιορισμού των πιστώσεων από τις τράπεζες. Η στήριξη της φιλελευθεροποίησης από την πλευρά τους δεν είναι καθόλου βέβαιη. Από την άλλη, οι πρόσφατες δυναμικές κινητοποιήσεις σε ολόκληρη τη χώρα έδειξαν ότι η μεγάλη πλειονότητα των εργαζόμενων (περιλαμβανόμενων και των αγροτών) αντιτίθεται σφοδρά σε περαιτέρω σταθεροποίηση και λιτότητα. Για να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, το τουρκικό κράτος πιθανόν να καταφύγει σε καταπιεστικά μέτρα, του τύπου που ονομάσαμε "αυταρχισμό της ελεύθερης αγοράς": Μέτρα κατά των συνδικάτων και των πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων κατά πάσα πιθανότητα θα επενδυθούν με φληναφήματα περί "ομαλοποίησης" και "εκδημοκρατισμού" της Τουρκίας.
Ο συνεχιζόμενος "εκσυγχρονισμός" των τουρκικών φυλακών είναι μια ένδειξη της πιθανής μορφής αυτής της διαδικασίας. Η επίσημη κρατική θέση είναι ότι οι φυλακές εκσυγχρονίζονται με βάση τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τις ευλογίες της. Στην πράξη τα μέτρα σημαίνουν μεγαλύτερη απομόνωση και έλεγχο επί των πολιτικών κρατούμενων, οι οποίοι αναπόφευκτα τα απόρριψαν. Το αποτέλεσμα είναι η βίαιη καταστολή των κρατούμενων από τις δυνάμεις ασφάλειας και η παρατεταμένη απεργία πείνας που έχει ήδη κοστίσει τη ζωή δεκάδων ανθρώπων. Δηλαδή για να αποκτήσει φυλακές "φυσιολογικής" χώρας, το τουρκικό κράτος έχει σκληρύνει τις μορφές και τα μέτρα καταστολής στα οποία συνήθως καταφεύγει. Αναλόγως, ποταμός κενολογιών λέγεται και γράφεται για την καταπολέμηση της διαφθοράς ακριβώς τη στιγμή που το ισχυρότερο κομμάτι της άρχουσας τάξης κάνει όλο και σφιχτότερο τον εναγκαλισμό του με το κράτος. Οι πολιτικοί κίνδυνοι αυτής της εξέλιξης είναι προφανείς, δεδομένου μάλιστα ότι το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα και ήδη στην κυβέρνηση είναι στην ουσία φασιστικό. Θα χρειαστεί μεγάλη καθαρότητα πολιτικής σκέψης και ανάλυσης από την πλευρά της τουρκικής Αριστεράς ώστε να αποφευχθεί απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων στο μέλλον.
Εν κατακλείδι, η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από σειρά βίαιων οικονομικών κρίσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι κρίσεις αυτές είναι αποτέλεσμα των εγγενών αντιφάσεων της διαδικασίας ενσωμάτωσης των χωρών αυτών στην παγκόσμια οικονομία σε συνθήκες απελευθέρωσης του εμπορίου, διεθνοποίησης της παραγωγής και άρσης των περιορισμών επί των διεθνών ροών κεφαλαίου. Ο κρατικός μηχανισμός στερείται ελέγχων απαραίτητων για την αντιμετώπιση των εμπορικών ελλειμμάτων. Οι ελεύθερες ροές κεφαλαίου και η απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών διαδικασιών εντείνουν τα προβλήματα που δημιουργούνται από τέτοια ελλείμματα, διότι οδηγούν σε κερδοσκοπικές εκροές κεφαλαίου και έτσι σε συναλλαγματικές κρίσεις. Το αποτέλεσμα είναι πιστωτικές, εμπορικές και βιομηχανικές κρίσεις που αποσταθεροποιούν ολόκληρη την οικονομία και την κοινωνία. Επιγραμματικά, στις παρούσες ιστορικές συνθήκες, οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης αποκρυσταλλώνονται στη διαταραχή των συναλλαγματικών ισοτιμιών και κατόπιν εκφράζονται σε γενικευμένες οικονομικές κρίσεις. Τα μέτρα που επιβάλλουν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα συνήθως εντείνουν τις κρίσεις, αντί να τις αποτρέπουν. Όπως φαίνεται καθαρά στην περίπτωση της Τουρκίας, η διαδικασία οικονομικής απελευθέρωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει πλέον πολύ στενή κοινωνική βάση στο εσωτερικό τους. Στηρίζεται σε ένα μικρό τμήμα της αστικής τάξης που έχει διεθνή βιομηχανικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα, κυριαρχεί στην εσωτερική αγορά και διαθέτει στενούς δεσμούς με τον κρατικό μηχανισμό. Για να επιβάλλει τα συμφέροντά της στην κοινωνία, καταφεύγει όλο και συχνότερα σε καταπιεστικά μέτρα, χρησιμοποιώντας ως προκάλυμμα αερολογίες περί εκδημοκρατισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Akman C. (2001). "Surekli Kriz Ulkesi" (Η χώρα της διαρκούς κρίσης), Birikim, No. 145, Μάιος-Ιούνιος.
Akyuz Y. (1990). "Financial System and Policies in Turkey in the 1980s", in The Political Economy of Turkey, Aricanli T. and Rodrik D., (eds), London: Macmillan.
Artun T. (1983). Turkiye'de 'Serbest' Faiz Politikasi, (Πολιτική "ελεύθερων" επιτοκίων στην Τουρκία), Istanbul: Tekin Yay.
Aybar S. and Lapavitsas C. (2001). "Financial system design and the post-Washington consensus" σε Development Policy in the Twenty-first Century, Fine B., Lapavitsas C., and Pincus J., (eds), Routledge: London.
Berberoglu E. (1997). Susurluk, 20 Yillik Domino Oyunu (Susurluk, 20 χρόνια ντόμινο), Istanbul: Iletisim.
Brenner R. (1998). "The Economics of Global Turbulence", New Left Review, 229, σσ. 1-264.
Central Bank of the Republic of Turkey (CBRT). (2001). Quarterly Report, Ankara.
Colasan E. (1983a). 24 Ocak: Bir Donemin Perde Arkasi (24 Ιανουαρίου: Πίσω από το παραπέτασμα μιας εποχής), Istanbul: Milliyet Yay.
--- (1983b). Turgut Nereden Kosuyor (Από που το σκάει ο Turgut), Istanbul: Milliyet Yay.
Fine B. (2001) "Neither the Washington nor the post-Washington consensus", σε Development Policy in the Twenty-first Century, Fine B., Lapavitsas C., and Pincus J., (eds), Routledge: London.
Fine B., Lapavitsas C., and Milonakis D. (1999). "Addressing the World Economy: Two Steps Back", Capital & Class, 67, σσ. 47-90.
Itoh M. and Lapavitsas C. (1999). Political Economy of Money and Finance, London: Macmillan.
Kafaoglu A. B. (1982). Bankerler ve Kastelli Olayi (Τραπεζίτες και το επεισόδιο Kastelli), Istanbul: Alan Yay.
Keyder C. (1987). State and Class in Turkey, London: Verso.
Lapavitsas C. (2000). "Money and the Analysis of Capitalism: The Significance of Commodity Money", Review of Radical Political Economics, vol. 32, no. 4, pp. 631-656.
Onder I., Turel O., Ekinci N., Somel C., (1993). Turkiye'de Kamu Maliyesi, Finansal Yapi ve Politikalar, (Δημόσια οικονομικά, χρηματοπιστωτικό σύστημα και πολιτικές στην Τουρκία), Istanbul: Tarih Vakfi Yurt Yay.
Turel O. (2001). "Restructuring the Public Sector in Post-1980 Turkey: An Assessment", in The State and Global Change, Hakimian H. and Moshaver Z., (eds), Curzon: Richmond, Surrey.