Μάριος Εμμανουηλίδης. Αιρετικές διαδρομές. Ο ελληνικός τροτσκισμός και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Φιλίστωρ, Αθήνα 2002

Το βιβλίο αυτό είναι σημαντικό επειδή, όπως σημειώνει ο Πιερ Μπρουέ στην εισαγωγή του, «.για πρώτη φορά διηγείται την ιστορία των τροτσκιστών μιας χώρας που παρουσιάζει εξαιρετική ομοιότητα με την ιστορία των τροτσκιστών στη Σοβιετική Ένωση, ομοιότητα τέτοια που δεν υπάρχει με καμιά άλλη τροτσκιστική οργάνωση σε καμιά άλλη χώρα.

Στον κατάλογο των επιτυχιών και του ηρωισμού και στο μαρτυρολόγιο των διώξεων οι Έλληνες έρχονται στη δεύτερη θέση μετά από τους τροτσκιστές της Σοβιετικής Ένωσης. [.] αυτοί οι τροτσκιστές είναι σχεδόν πάντα οι παλιότεροι και οι καλύτεροι Έλληνες επαναστάτες και --όπως έλεγαν στην εποχή τους-- Έλληνες κομμουνιστές».

Σ' αυτό το σημείο θεωρώ σημαντική την επισήμανση του συγγραφέα ότι «Η Αριστερή Αντιπολίτευση στην Ελλάδα δεν αποτέλεσε απλώς τη μηχανική μεταφορά των διαφωνιών στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ, αλλά ήταν το παράγωγο της ίδιας αντιφατικής πορείας του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Η εμφάνιση της αριστερής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα (1923) προηγήθηκε της συγκρότησης του τροτσκισμού ως ενιαίου σώματος ιδεολογικοπολιτικών αναφορών (τέλη της δεκαετίας του 1920). Οι ελληνικές αντιπολιτευτικές ομάδες συνάντησαν τον τροτσκισμό στην πορεία τους, αλλά διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους από τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση» (σ. 31).

Συγκεκριμένα, στο εν λόγω βιβλίο ο Μάριος Εμμανουηλίδης επιχειρεί να καταγράψει την πολιτικοϊδεολογική και οργανωτική παρουσία του τροτσκισμού στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έως τα Δεκεμβριανά, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις οργανώσεις ΕΟΚΔΕ/ΚΚΔΕ (οργάνωση με ηγέτη τον Π. Πουλιόπουλο) και ΚΔΕΕ/ΔΕΚΕ (με ηγέτη τον Α. Στίνα). Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, η παρουσίαση αυτών των δύο τροτσκιστικών οργανώσεων γίνεται όχι μόνο επειδή είναι οι πιο βασικές, αλλά και γιατί οι μεταξύ τους αντιθέσεις προκάλεσαν νέες διαφοροποιήσεις, καθώς προσέγγιζαν διαφορετικά το ζήτημα της αντίστασης στην Κατοχή και της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ.

Έτσι, ενώ με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου υπήρχαν οι προαναφερθείσες δύο οργανώσεις, κατά τη διάρκειά του εμφανίστηκαν συνολικά έξι, με δέκα διαφορετικούς τίτλους, όπως με συστηματικό τρόπο περιγράφει ο συγγραφέας. «Ο πόλεμος δεν λειτούργησε συσπειρωτικά: οι μετακινήσεις μελών από τη μια οργάνωση στην άλλη, οι συνεχείς οργανωτικές ανασυγκροτήσεις, συγχωνεύσεις και διασπάσεις, η συγκρότηση πλειοψηφιών και μειοψηφιών (φράξιες), ήταν μόνιμο χαρακτηριστικό των τροτσκιστικών σχημάτων» (σσ. 39-40). Αυτό, εν μέρει, εξηγείται και από την επιμονή της κάθε οργάνωσης ότι μόνο αυτή ερμηνεύει σωστά τις θέσεις του Τρότσκι. Όπως, εύστοχα, παρατηρεί ο Εμμανουηλίδης, «είναι πράγματι εντυπωσιακός ο αριθμός των οργανώσεων που παρήγαγαν μια χούφτα άνθρωποι. Σ' ένα πρώτο επίπεδο δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε το "ναρκισισμό των μικρών διαφορών" που αναφέρει ο Freud και τη θρησκευτική αίσθηση κάθε οργάνωσης ότι αυτή και μόνο μεταφράζει σωστά τις λέξεις του Τρότσκι, ότι αυτή είναι το μόνο αληθινό τροτσκιστικό κόμμα» (σσ. 52-53).

Βέβαια, αυτή η ευκολία με την οποία αναπαράγονται οι τροτσκιστικές οργανώσεις αντανακλά όχι μόνο διαφοροποιήσεις σε θέματα στρατηγικής και τακτικής, αλλά και τις δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ τους, τη διαφορετική πολιτική προέλευση των μελών τους, την πολιτική τους απομόνωση και την υπερμεγέθυνση της παραμικρής διαφωνίας (σσ. 40-41).

Από την ανάλυση φαίνεται ότι δύο ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού τροτσκισμού: 1ον Η επιμονή στον διεθνιστικό προσανατολισμό του εργατικού κινήματος και 2ον η ταξική προσέγγιση των ζητημάτων.

Κατηγορώντας την ηγεσία του ΚΚΕ, που από την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, το 1934 κι έπειτα, άλλαξε τον στρατηγικό προσανατολισμό και τις ιδεολογικές αναφορές του κόμματος και όριζε ότι η επικείμενη επανάσταση στην Ελλάδα δεν θα είναι σοσιαλιστική αλλά αστικοδημοκρατική, υποστήριζαν ότι στις αναλύσεις του κόμματος ατόνησε η έννοια της ταξικής πάλης και ότι αυτό μετατρεπόταν βαθμιαία σε πατριωτικό/εθνικό κόμμα. (Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αλλαγή προσανατολισμού του ΚΚΕ, βλέπε τα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τόμος Γ΄: 1929-33 και τόμος Δ΄: 1934-40).

Βέβαια, όπως φάνηκε εκ των υστέρων οι τροτσκιστές είχαν δίκαιο, διότι η απεμπόληση του μαρξιστικού χαρακτήρα του κόμματος από την ηγετική του ομάδα και η μετατροπή του σε εθνικό κόμμα αποτέλεσε, όπως ισχυρίζεται και ο συγγραφέας, «.τη διαβατήρια τελετή εισόδου στην κεντρική πολιτική σκηνή και μια απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίωξη και απόκτηση [του συγκεκριμένου, Δ.Κ.] ηγεμονικού ρόλου στις πολιτικές διαμάχες της δεκαετίας του 1940»(σ. 109).

Όμως, παρ' ότι αυτή η κριτική που ασκούσαν οι τροτσκιστές στην ηγεσία του ΚΚΕ, καθώς επίσης ο τονισμός των διεθνιστικών χαρακτηριστικών της Αριστεράς, είναι στοιχεία θετικά και αναγκαία για να ορίσουν κάποια οργάνωση ως μαρξιστική-επαναστατική, εντούτοις η εμμονή των Ελλήνων τεταρτοδιεθνιστών στη χημική καθαρότητα της ταξικής πάλης ή της επανάστασης και η υποτίμηση του γεγονότος ότι το ζήτημα της εθνικής καταπίεσης από τον ξένο κατακτητή κατείχε πρωτεύουσα θέση στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, έκανε αναπόφευκτη την πολιτική τους απομόνωση.

Τα λάθη του τροτσκισμού εκείνη την εποχή ήταν ότι θεωρούσαν τους ταξικούς ανταγωνισμούς ως απόλυτους, υποτιμώντας την πολυπλοκότητα των διαμεσολαβήσεων αυτών των ανταγωνισμών, και εκτιμούσαν σχηματικά ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια επανάληψη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Κατά συνέπεια, χαρακτηρίζοντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ιμπεριαλιστικό, προσέδιδαν σ' αυτόν κριτήρια κυρίως οικονομικά, παραβλέποντας τα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά (φασισμός-δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία) της πολεμικής σύγκρουσης των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Έτσι, αναπαράγοντας στο επίπεδο της θεωρίας τις συνθήκες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την πολιτική στάση των διεθνιστών εκείνης της εποχής (Λένιν, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τρότσκι κ.ά.), προσδοκούσαν τη μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο, με αποτέλεσμα να αρνηθούν να λάβουν ενεργά μέρος στο αντάρτικο κίνημα, και πολύ περισσότερο να μην μπορούν να αντιληφθούν ότι η δυναμική του αντάρτικου οδηγούσε στον εμφύλιο. Θεωρίες περί αμυντικού ή δίκαιου πολέμου, με βάση τις οποίες ξεκινούσε το αντάρτικο, τις απέρριπταν. «Το σθένος με το οποίο οι τροτσκιστές υπερασπίζονταν και προπαγάνδιζαν τη διεθνιστική ταξική πάλη και την "επαναστατική ηττοπάθεια" κατανοείται από την ενισχυτική (ψυχικά και διανοητικά) λειτουργία της μαγικής εικόνας του μπολσεβίκικου παρελθόντος» (σ. 85). Έχοντας της αίσθηση ότι είναι οι γνήσιοι συνεχιστές του μπολσεβικισμού και του λενινισμού, ο οποίος ξεκινώντας από αιρετικές θέσεις κατέληξε στην Οκτωβριανή Επανάσταση, πίστευαν ότι κάπως έτσι θα γινόταν η επανάσταση και στην Ελλάδα: με τη μαζική αποδοχή του αιτήματος για «σοβιετική εξουσία».

Ο επαναστατικός οπτιμισμός, ο οποίος ήταν, και εξακολουθεί να είναι, μόνιμο χαρακτηριστικό του τροτσκισμού, θεμελιωνόταν στην πίστη ότι ο καπιταλισμός έχει αγγίξει τα όρια των δυνατοτήτων του και πως οποιαδήποτε παραπέρα ανάπτυξη είναι αδύνατη. «Περιορίζοντας όμως το κοινωνικό φαντασιακό μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης στο όραμα της επανάστασης, υποβάθμισαν μέχρι μηδενισμού τόσο τις διαφορές της δημοκρατίας και του φασισμού, όσο και της πραγματικότητας της εθνικής συνείδησης» (σ. 105).

Η στάση αυτή είχε ως συνέπεια να τους θέσει στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.

Αν και η οργάνωση του Π. Πουλιόπουλου (ΕΟΚΔΕ/ΚΚΔΕ) αναγνώριζε κάποια θετικά στοιχεία στην κινητοποίηση των μαζών, αντιθέτως η οργάνωση του Α. Στίνα ήταν εντελώς αρνητική. Για την οργάνωση του Πουλιόπουλου το ΕΑΜικό κίνημα «.αντανακλά και εκφράζει θολά και συγχυσμένα την ταξική αντίθεση των μεγάλων στρωμάτων των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων της χώρας εναντίον της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, το απέραντο μίσος και την αγανάκτησή τους κατά των καταπιεστικών μέτρων των ιμπεριαλιστών της κατοχής (.) τα αντιπολεμικά και φιλοσοβιετικά τους αισθήματα και γενικότερα τους πόθους τους για μια ριζική κοινωνική μεταβολή»(σ. 121). Σύμφωνα, πάντα, με την ίδια οργάνωση, η αρνητικότητα του ΕΑΜ βρισκόταν στην εθνικιστική μορφοποίηση της σύγκρουσης και στο ότι απέφευγε να μετατρέψει την εθνική σύγκρουση σε κοινωνική, προβάλλοντας μόνο αταξικά λαϊκοδημοκρατικά αιτήματα. Αντίθετα, η οργάνωση του Α. Στίνα αρνιόταν να δει στο μαζικό χαρακτήρα και τη λαϊκή βάση του ΕΑΜικού κινήματος τη θετικότητά του.

Ο τελικός εθνικός προσανατολισμός του αντιστασιακού κινήματος, ο οποίος και για τις δύο τροτσκιστικές οργανώσεις αποτελεί έκφραση της αστικής ηγεμονίας στο εργατικό κίνημα, τις αποθάρρυνε από το να συμμετάσχουν στην Αντίσταση. Αυτή τους η υποτίμηση της δυναμικής του ένοπλου μαζικού κινήματος, (που προέκυψε από την κατά τ' άλλα σωστή τοποθέτηση για τον εθνικό-αστικό χαρακτήρα που προσέδιδε η ηγεσία του ΚΚΕ στο ΕΑΜικό κίνημα), οδήγησε τις δύο αυτές οργανώσεις σε λάθος και αρνητικές κρίσεις για το κίνημα αυτό.

Έτσι, προτίμησαν να μείνουν μακριά από την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, δηλαδή αυτούς που ήθελαν να εκπροσωπήσουν, μη παίρνοντας μέρος στο μαζικό κίνημα, προκειμένου να διαφυλάξουν την ορθοδοξία τους. Γεγονός που επέτεινε την απομόνωσή τους. Όπως λέει και ο συγγραφέας, «Η παραδοσιακή θέση της Αριστεράς κοντά στις μάζες, η επιλογή υπεράσπισης της ΕΣΣΔ από το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος και η υιοθέτηση της αρχής της εθνικής αυτοδιάθεσης θα έπρεπε, φυσιολογικά, να οδηγήσουν τους τροτσκιστές στις γραμμές του αντιστασιακού κινήματος. Όμως, παραδόξως, δεν έγινε έτσι. Παγιδευμένοι ανάμεσα στα παραπάνω σημεία από τη μια μεριά και από την άλλη στη νοσταλγία των επαναστάσεων που γέννησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς και στην αρχή της επαναστατικής ηττοπάθειας, οδηγήθηκαν σε μια ανυπόφορη, δίβουλη θέση»(σ. 127).

Εντούτοις, παρά τη σκληρή κριτική στο ΕΑΜ, αρκετοί τροτσκιστές συμμετείχαν στο αντιστασιακό κίνημα, άλλοι φανερώνοντας την πολιτική τους τοποθέτηση και άλλοι κρύβοντάς την, εξαιτίας της εχθρότητας του ΚΚΕ προς στους τροτσκιστές. Είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο ο σταλινισμός αντιμετώπισε την εσωκομματική αντιπολίτευση. Η συκοφαντία, η τρομοκρατία, η ποινικοποίηση των διαφωνιών και ο θάνατος ήταν τα συνηθέστερα μέσα. Οι καταγγελίες ταύτισης των τροτσκιστών με την αστική τάξη ή το φασισμό, καθώς επίσης η χαφιεδολογία από τη ζαχαριαδική ηγεσία του ΚΚΕ, υποκαθιστούσαν την πολιτική επιχειρηματολογία. «Έτσι, η ετερόδοξη πολιτική θέση του τροτσκισμού στο κομμουνιστικό κίνημα υποβιβάστηκε, και αντιμετωπίστηκε με τη στερεοτυπική εικόνα του ύπουλου εχθρού, του προβοκάτορα, του λικβινταριστή (αυτού που διαλύει). Αυτή η στερεοτυπική εικόνα εξυπηρετούσε ψυχολογικές λειτουργίες ενδυνάμωσης της συνοχής του κόμματος. Ταυτόχρονα, κατέστησε δυνατό και νομιμοποίησε το πέρασμα από την πολιτική συκοφάντηση στον αποκλεισμό και την τρομοκρατία, όταν ήταν έγκλειστοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και τέλος στις μαζικές εκτελέσεις του 1944»(σ. 63-64).

Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Σταύρος Βερούχης, μέλος της ΕΟΚΔΕ, που συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση και είχε εκλεγεί εθνοσύμβουλος της ΠΕΕΑ από την περιοχή Πλατανιστός της Ν. Εύβοιας, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1944, από μέλη του ΚΚΕ. Ο Σταύρος Βερούχης έθεσε σε συντρόφους του το ζήτημα του οργανωμένου περάσματος των τροτσκιστών στη στρατιωτική δράση.

Αυτοί, όμως, που πήραν μαζικά και οργανωμένα μέρος στην Αντίσταση ήταν τα μέλη του ΕΣΚΚΕ (κόμμα το οποίο βρισκόταν στα όρια του τροτσκισμού) και οι Αρχειομαρξιστές.

Θα κλείσουμε αυτό το μικρό σημείωμα, παραθέτοντας το τελευταίο κομμάτι από τον Επίλογο του βιβλίου του Μ. Εμμανουηλίδη, ο οποίος συνοψίζει την πορεία των Ελλήνων τεταρτοδιεθνιστών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου: «Η ιστορία του ελληνικού τροτσκισμού είναι μέρος της ιστορίας της αποτυχημένης συγκρότησης μιας διεθνιστικής επαναστατικής εργατικής συνείδησης στην Ελλάδα. Μη μπορώντας να αποδεχτούν την πραγματικότητα, συνέχισαν απομονωμένοι και κυνηγημένοι από όλους - και κυρίως από τους πρώην συντρόφους τους.

Η γοητεία του τροτσκισμού είναι η καθαρή του αρνητικότητα? η ριζοσπαστική διαφορά του?η κατηγορηματική άρνηση του εθνισμού σε μια περίοδο εθνικής Κατοχής? η ένταση του διεθνισμού του?η επιμονή στο όχι που δεν είναι ακόμη εδώ? η χιλιαστική σχεδόν προσδοκία της επαναστατικής ουτοπίας? ο απομονωτισμός (σεκταρισμός) του ακόμη [.] Η μοναχική πορεία του ελληνικού τροτσκισμού ήταν μια εκδήλωση της τύχης της αρνητικής συνείδησης στην Ελλάδα».