ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ: ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΩΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΩΝ

του Sandro Mezzadra [1] μετάφραση Άκης Γαβριηλίδης

Fiet uti nusquam possit consistere finis

Effugiumque fugae prolatet copia semper [2]

Λουκρήτιος, De rerum natura, I, στίχοι 982 επ.

1. Μεταναστεύσεις [3] και καπιταλισμός: πολύπλοκο ζήτημα, θα πει κανείς. Το σύνολο των προβληματικών που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν υπ’ αυτό τον τίτλο, τόσο σε ιστορική όσο και σε θεωρητική προοπτική, είναι πράγματι τόσο ευρύ που προκαλεί ίλιγγο. Σπεύδουμε λοιπόν να περιορίσουμε το θεματικό πεδίο στο οποίο είναι αφιερωμένη η παρούσα παρέμβαση. Το γενικό πλαίσιο στο οποίο θα ήθελα να εντάξω τον συλλογισμό μου, οριοθετείται από μια σειρά ερευνών σχετικά με την κινητικότητα της εργασίας στον ιστορικό καπιταλισμό (πρβλ. ιδίως Moulier Boutang 1998, ομοίως Mezzadra 2001, κεφ. 2). Οι έρευνες αυτές έχουν δείξει πώς ο ίδιος ο καπιταλισμός διακρίνεται από μια δομική ένταση ανάμεσα στο σύνολο των υποκειμενικών πρακτικών στις οποίες εκφράζεται ακριβώς η κινητικότητα της εργασίας (οι οποίες θα πρέπει ασφαλώς να νοούνται και ως επιμέρους απαντήσεις στη διαρκή αναστάτωση των «παραδοσιακών» κοινωνικών πόρων που επιφέρει η καπιταλιστική ανάπτυξη), και την προσπάθεια του κεφαλαίου να ασκήσει επ’ αυτών έναν δεσποτικό έλεγχο, μέσω της θεμελιώδους μεσολάβησης του κράτους. Αυτό που προκύπτει από αυτή την ένταση είναι ένας πολύπλοκος μηχανισμός, σε μια περίοδο αξιοποίησης και χαλιναγώγησης της κινητικότητας της εργασίας –αλλά και της ιδιαίτερης μορφής υποκειμενικότητας που αντιστοιχεί στην κινητικότητα αυτή (πρβλ. Read 2003, ειδικά κεφ. 1). Οι μετακινήσεις, σε αυτή την προοπτική, αποτελούν θεμελιώδες πεδίο έρευνας: δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς μετακινήσεις, θα μπορούσε να πει κανείς, και η διαδικασία ελέγχου των μετακινήσεων (της κινητικότητας της εργασίας) που εκδηλώνεται κατά καιρούς, σε καθορισμένες ιστορικές περιστάσεις, αποτελεί κλειδί που μας επιτρέπει να ανασυγκροτήσουμε, από μια οπτική γωνία ιδιαίτερη και ωστόσο παραδειγματική, τις συνολικές μορφές υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μια προνομιακή προοπτική από την οποία μπορούμε να αναγνώσουμε τους μετασχηματισμούς της ταξικής σύνθεσης. Εκκινώντας μεταξύ άλλων από έρευνες αυτού του τύπου, πολλοί από μας, σε διαφορετικές ηπείρους και συχνά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, έχουμε προσπαθήσει τα τελευταία χρόνια να αναπτύξουμε τη θέση περί αυτονομίας της μετανάστευσης, θέλοντας με τη διατύπωση αυτή να επισημάνουμε ότι οι σύγχρονες μεταναστευτικές μετακινήσεις δεν μπορούν να αναχθούν στους «νόμους» της προσφοράς και της ζήτησης που διέπουν το διεθνή καταμερισμό εργασίας, και ότι σε αυτές εκφράζεται ένα σύνολο από πρακτικές και υποκειμενικά αιτήματα τα οποία συνιστούν μια περίσσεια σε σχέση με τις «αντικειμενικές αιτίες» που τις καθορίζουν. Όσα ακολουθούν είναι κάποιες προκαταρκτικές –και αρκετά σχηματικές– σκέψεις προς εμβάθυνση και περαιτέρω αποσαφήνιση αυτής της θέσης, με ιδιαίτερη αναφορά στις συνέπειες που απορρέουν από αυτή σε θεωρητικό-πολιτικό επίπεδο. Η αναφορά αυτή εκκινεί από την επίγνωση ότι η κρίση της απεικόνισης των μεταναστευτικών μετακινήσεων με όρους «διακυβερνήσιμων ροών», (μια κρίση ιδιαίτερα προφανής σήμερα, είτε λάβει κανείς υπόψη τις «απαιτήσεις των επιχειρηματιών», είτε αναφερθεί στα «υποκειμενικά κίνητρα των μεταναστών»), θέτει υπό ριζική αμφισβήτηση κάθε μεταναστευτική πολιτική επικεντρωμένη στην έννοια και στην προοπτική της ενσωμάτωσης (Raimondi - Ricciardi 2004, ιδίως σελ. 11).

2. Εάν εξάλλου προσπαθήσουμε να ανασυγκροτήσουμε εν συντομία τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια η mainstream διεθνής έρευνα για τις μεταναστεύσεις, πρέπει καταρχάς να υπογραμμίσουμε ότι και εδώ η αυτονομία των μετακινήσεων έχει βρει μια μερική τουλάχιστον αναγνώριση. Γράφουν για παράδειγμα οι Stephen Castles και Mark J. Miller στο The Age of Migration, το οποίο μόλις πέρυσι έφτασε στην τρίτη έκδοσή του και έγινε πλέον «κλασικό»: «οι μεταναστεύσεις μπορούν επίσης να χαρακτηρίζονται από μια σχετική αυτονομία, δηλαδή μπορούν να αναπτύσσονται ερήμην των κυβερνητικών πολιτικών. [...] Οι επίσημες πολιτικές συχνά δεν επιτυγχάνουν τους στόχους τους, και μάλιστα ενδέχεται να προκαλούν αποτελέσματα αντίθετα προς τα επιδιωκόμενα. Πέρα από τις κυβερνήσεις, οι άνθρωποι είναι αυτοί που δίνουν μορφή στις διεθνείς μεταναστεύσεις: οι αποφάσεις που λαμβάνουν άτομα, οικογένειες και κοινότητες –συχνά με ατελείς πληροφορίες και με ένα εξαιρετικά περιορισμένο εύρος επιλογών στη διάθεσή τους– παίζουν καθοριστικό ρόλο για τη μεταναστευτική διαδικασία» (Castles – Miller 2003, σελ. 278). Τα νεο-κλασικά θεωρητικά μοντέλα (εκφρασμένα σε διάφορες παραλλαγές, οικονομικές και/ή δημογραφικές), που απέδιδαν τις μεταναστεύσεις στη συνδυασμένη δράση «αντικειμενικών» παραγόντων push και pull [έλξης και άπωσης], έχουν επικριθεί ευρέως, και ελάχιστοι εξακολουθούν να τα προτείνουν σήμερα με γραμμικό τρόπο. Η διεπιστημονική προσέγγιση είναι ο κανόνας, η θεωρία των «μεταναστευτικών συστημάτων» εφιστά την προσοχή στην ιστορική πυκνότητα των μετακινήσεων πληθυσμών, ενώ η συμβολή των ανθρωπολόγων οδήγησε σε έρευνες μεγάλου εθνογραφικού ενδιαφέροντος όσον αφορά τους υπό διαμόρφωση νέους διεθνικούς κοινωνικούς χώρους? οι έρευνες αυτές συχνά αποτελούν πραγματικά «χρυσωρυχεία» στα οποία μπορούμε να βρούμε μια περιγραφή των συμπεριφορών και των κοινωνικών πρακτικών στις οποίες εκφράζεται υλικά η αυτονομία των μεταναστεύσεων (πρβλ. Brettell - Hollifield [επιμ.], 2000). Η προσέγγιση της «new economics of migration» (Massey et al. 1993, Portes 1997), που επιβλήθηκε ταχύτατα ως ένα είδος νέας ορθοδοξίας στη διεθνή συζήτηση, υπογράμμισε τη θεμελιώδη συμβολή των οικογενειακών και «κοινοτικών» δικτύων στον καθορισμό όλων των φάσεων της μεταναστευτικής διαδικασίας –και ιδιαίτερα έδωσε νέα ώθηση σε ένα σύνολο ερευνών πάνω τις «εθνοτικές» μορφές επιχειρήσεων οι οποίες διαμορφώνονται στο εσωτερικό των διασπορικών και διεθνικών χώρων που δημιουργούν οι μεταναστεύσεις: μορφές επιχειρήσεων στις οποίες αυτά ακριβώς τα οικογενειακά και κοινοτικά δίκτυα προμηθεύουν το «κοινωνικό κεφάλαιο» που αποτελεί αρχικά το υποκατάστατο του χρηματικού κεφαλαίου το οποίο διαθέτουν οι μεγάλες πολυεθνικές (πρβλ. π.χ. Jordan - Duvell 2003, σελ. 74).

3. Τώρα, μια κριτική προς τη «νέα ορθοδοξία» που τείνει να επιβληθεί στη διεθνή έρευνα για τις μετακινήσεις πρέπει κατά την κρίση μου να ξεκινά από το γεγονός ότι, ακόμα μια φορά, έχουμε να κάνουμε με μια θεωρία κοινωνικής ενσωμάτωσης με την πλήρη έννοια του όρου. Κατά πρώτο λόγο, ακολουθώντας κλασικά σχήματα εκτύλιξης του δημόσιου λόγου στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο εσωτερικό του οποίου διαμορφώθηκε, η «νέα ορθοδοξία» στην ουσία της καταλήγει να χρησιμοποιεί την αναφορά στις μεταναστεύσεις ως επιβεβαίωση της κοινωνικής κινητικότητας προς τα πάνω που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα και την ίδια την αμερικανική πολιτειότητα. Οι διαδικασίες αποκλεισμού, στιγματισμού και διακρίσεων, τις οποίες ασφαλώς υπογραμμίζει συχνά με έμφαση η σχετική φιλολογία, εμφανίζονται σε αυτόν τον πίνακα μόνο ως παράπλευρα αποτελέσματα ενός καπιταλισμού (και μιας πολιτειότητας), οι οποίοι κατά βάση δεν αμφισβητείται ότι εμπνέονται από την αρχή της ενσωμάτωσης, και μάλιστα θεωρείται ότι διαρκώς αναδημιουργούνται και ενισχύονται ακριβώς από τις μεταναστεύσεις (σε αυτό το σημείο θα επανέλθουμε). Κατά δεύτερο λόγο, με τη «νέα ορθοδοξία» συντελείται μια πραγματική απώθηση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων των μεταναστών, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, έχουν οδηγήσει σε μια βαθιά ανανέωση των συνδικάτων τα τελευταία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου σημείωσαν ανάκαμψη μετά τις 11 Σεπτεμβρίου και το περασμένο φθινόπωρο βρήκαν έκφραση σε μια πρωτοβουλία ομοσπονδιακής κλίμακας, την «Immigrant Workers Freedom Ride» (πρβλ. Caffentzis 2003). Στην οπτική της «νέας ορθοδοξίας», οι αγώνες αυτοί θεωρούνται το πολύ-πολύ ως απλώς εξαρτημένες μεταβλητές ενός κατ’ ουσίαν εμπορευματικού μοντέλου πρόσβασης στην πολιτειότητα (Honig 2001: 81)· εντωμεταξύ, για την αμερικανική πολιτειότητα προτείνεται μια εικόνα μονομερώς επεκτατική, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τον συστατικό ρόλο που έχει παίξει, μέσα στην ιστορία της πολιτειότητας αυτής, η διαλεκτική μεταξύ ένταξης και αποκλεισμού (ιδίως μέσω της θέσης των illegal aliens [παράνομων αλλοδαπών]), ούτε την εσωτερική της ιεράρχηση κατά εθνοτικές και «φυλετικές» ομάδες, που έχει παραγάγει, ούτε λίγο ούτε πολύ, φιγούρες alien citizens [αλλοδαπών πολιτών] (πρβλ. Ngai 2003, ιδίως σσ. 5-9).

4. Tη θέση λοιπόν περί της αυτονομίας των μεταναστεύσεων πρέπει να την επαναπροσδιορίσουμε και να τη σταθμίσουμε σε αυτό το φόντο, από τη μια επιβεβαιώνοντας τον συστατικό δεσμό μεταξύ του κοινωνικού κινήματος των μεταναστών (με τα στοιχεία ακριβώς της αυτονομίας και της «περίσσειας» που συγκροτούν την υποκειμενική φυσιογνωμία του) και της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, και από την άλλη θέτοντας σε πρώτο πλάνο τους αγώνες των μεταναστών και των μεταναστριών (Bojadzijev-Karakayali-Tsianos, στον παρόντα τόμο): οι αγώνες αυτοί, εξάλλου, θα έπρεπε να θεωρηθούν παρόντες λόγω των συγκεκριμένων τρόπων με τους οποίους προκύπτουν σε ολόκληρο το εύρος της μεταναστευτικής εμπειρίας, αλλά και ως θεμελιώδης όρος αναφοράς για μια νέα εννοιολόγηση του «ρατσισμού», η οποία να αποδίδει τη διαρκή αναδιάρθρωσή του εν μέσω κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζονται από την παρουσία των μεταναστών όχι ως απλών «θυμάτων» αλλά και ως υποκειμένων που εκφράζουν αντίσταση και καινοτόμες συγκρουσιακές πρακτικές (πρβλ. Bojadzijev 2002). Είναι εν πάση περιπτώσει προφανές, και το υπογραμμίζαμε ανέκαθεν, ότι οι μεταναστεύσεις δεν γίνονται μέσα σε έναν χώρο κενό. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις σύγχρονες μεταναστεύσεις χωρίς να έχουμε κατά νου τους ριζικούς και καταστροφικούς μετασχηματισμούς που προκάλεσαν τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής του FMI σε πολλές αφρικανικές χώρες στη δεκαετία του ογδόντα, αλλά και οι άμεσες επενδύσεις των πολυεθνικών στο εξωτερικό από τη δεκαετία του εξήντα, με τη δημιουργία των «ζωνών παραγωγής προς εξαγωγή» και την ανατροπή της παραδοσιακής γεωργίας (πρβλ. ιδίως Sassen 1988). Η θέση περί της αυτονομίας των μεταναστεύσεων κρατιέται σε «απόσταση ασφαλείας» από κάθε αισθητικοποιημένη απολογία του νομαδισμού: ενώ υπογραμμίζει πόσο το σύνολο των φαινομένων τα οποία υπαινιχθήκαμε υπήρξαν με τη σειρά τους μια απάντηση προς τις κοινωνικές εξεγέρσεις και τις διεκδικήσεις της πολιτειότητας που χαρακτήρισαν τη φάση της λεγόμενης αποαποικιοποίησης, προτίθεται να αναδείξει τον πλούτο των υποκειμενικών συμπεριφορών που, στο εσωτερικό αυτού του εμπειρικού πεδίου, εκφράζονται μέσα από τις μεταναστεύσεις. Τα στοιχεία στροβιλισμού [turbolenza] που ολοένα και περισσότερο διακρίνουν το πεδίο αυτό (Papastergiadis 2000), υπό το φως της θέσης περί αυτονομίας των μεταναστεύσεων εμφανίζονται ως δομικά πλεονάσματα σε σχέση με τις ισορροπίες της «αγοράς εργασίας»: σε αυτή την περίσσεια παίζεται διαρκώς ο επαναπροσδιορισμός των μηχανισμών εκμετάλλευσης, με αποτελέσματα που διακλαδώνονται στο σύνολο της σύγχρονης ζωντανής εργασίας.

5. Όταν μιλάμε για ένα παγκόσμιο καθεστώς διακυβέρνησης των μεταναστεύσεων (πρβλ. π.χ. Duvell 2002 και το δοκίμιό του στον παρόντα τόμο), θέλοντας με αυτή τη διατύπωση να δηλώσουμε ένα δομικά υβριδικό καθεστώς άσκησης της κυριαρχίας, κατά τον καθορισμό και τη λειτουργία του οποίου συνεργούν εθνικά κράτη (κατά τρόπο όλο και λιγότερο αποκλειστικό, αλλά επιδεικνύοντας ακριβώς εδώ την εμμονή τους απέναντι στο σενάριο της «παγκοσμιοποίησης»), «μεταεθνικοί» σχηματισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, νέοι παγκόσμιοι «παίκτες» όπως η «International Organization for Migration» και μη κυβερνητικές οργανώσεις με «ανθρωπιστικούς» σκοπούς, πρέπει να είναι σαφές ότι γι’ αυτό ακριβώς μιλάμε. Είναι προφανές ότι αυτή η διαδικασία διακυβέρνησης των μεταναστεύσεων, αν και τα αμεσότερα αποτελέσματά της είναι η οχύρωση των συνόρων και η εκλέπτυνση των μηχανισμών κράτησης και απέλασης, δεν αποβλέπει στον αποκλεισμό των μεταναστών, αλλά μάλλον στο να αξιοποιήσει, να επαναφέρει σε οικονομικές αναλογίες και, άρα, να συμβάλει στην εκμετάλλευση των στοιχείων περίσσειας (αυτονομίας) που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες μεταναστευτικές μετακινήσεις: ο στόχος, με άλλα λόγια, δεν είναι βέβαια να κλείσουν ερμητικά τα σύνορα των «πλουσίων χωρών», αλλά μάλλον να εμπεδωθεί ένα σύστημα φραγμάτων, να παραχθεί, σε τελευταία ανάλυση, για να επαναλάβουμε τη διατύπωση που πρότεινε ένας αμερικανός ερευνητής πολύ κοντινός σε μας, «μια ενεργός διαδικασία ένταξης της μετακινούμενης εργασίας μέσα από τη μετατροπή της σε λαθραία εργασία» (De Genova 2002, σελ. 439). Μπορούμε να διαβάσουμε υπ’ αυτό το πρίσμα τον ισχυρισμό του Claude-Valentin Marie, σε μια έκθεση του ΟΟΣΑ του 2000, ότι ο μετανάστης εργαζόμενος που απασχολείται «λαθραία» στην άτυπη οικονομία είναι από πολλές απόψεις εμβληματική φιγούρα της παρούσας φάσης της παγκοσμιοποίησης (Marie 2000). Ας προσπαθήσουμε να δούμε μερικές από αυτές τις απόψεις, από τη δική μας σκοπιά (που δεν είναι η ίδια με τη σκοπιά της έκθεσης του ΟΟΣΑ). Ο «λαθραίος» μετανάστης, μπορούμε να ισχυριστούμε, είναι η μορφή υποκειμενικότητας στην οποία η μέγιστη εργασιακή «ευελιξία», εμφανιζόμενη κατ’ αρχάς ως κοινωνική συμπεριφορά του εργαζομένου ή της εργαζόμενης, συναντάται με τη λειτουργία των σκληρότερων μηχανισμών ελέγχου (και, οριακά, άρνησης) αυτής της ευελιξίας. Το ζήτημα δεν είναι να δούμε τρόπον τινά στον «λαθραίο» μετανάστη μια νέα δυνάμει «πρωτοπορία» για το σύνολο της ταξικής σύνθεσης, αλλά να διαβάσουμε, μέσα από αυτή την ειδική υποκειμενική θέση, τη σύνθεση ακριβώς της σύγχρονης ζωντανής εργασίας στην πολυπλοκότητά της, η οποία χαρακτηρίζεται –στην κατά τάση παγκόσμια διάστασή της– από μια διαφορετική αλχημεία «ευελιξίας» (κινητικότητας) και ελέγχου, σύμφωνα με μια έντονα διαφοροποιημένη κλίμακα. Η ίδια η κατηγορία της αγοράς εργασίας, με τις κατατμήσεις που την διακρίνουν (Piore 1979), δείχνει ολοκάθαρα από αυτή τη σκοπιά ότι είναι εξαιρετικά ευάλωτη και ότι πρέπει να νοείται το πολύ-πολύ ως μία μεταφορά· πράγμα που ανοίγει τον δρόμο για μια εξέταση της «συνάντησης» (για να επαναλάβουμε τη μαρξική κατηγορία) ανάμεσα σε εργατική δύναμη και κεφάλαιο, στην οποία υπεισέρχονται αμέσως, και ακριβώς γύρω από τη διακυβέρνηση της κινητικότητας, σχέσεις κυριάρχησης και εκμετάλλευσης. Οι σχέσεις αυτές –με τη συστατική βία τους– ξαναμοιράζουν διαρκώς τα χαρτιά και αχρηστεύουν τα θεωρητικά μοντελάκια, αναδεικνύοντας για παράδειγμα, για να περιοριστούμε σε ένα σημείο ιδιαίτερα σημαντικό για τη συζήτησή μας, την ταυτοχρονία της εξαγωγής απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, τυπικής υπαγωγής και πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, άυλης εργασίας και καταναγκαστικής εργασίας· φέρνοντας στο φως τον δομικό σύνδεσμο ανάμεσα στη new economy και τις νέες μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης με τις νέες περιφράξεις τους.

6. Το ειδικό πλεονέκτημα της θέσης περί αυτονομίας των μεταναστεύσεων συνίσταται επομένως στη δυνατότητα που μας προσφέρει να ανασυγκροτήσουμε μια εικόνα των μετασχηματισμών του σύγχρονου καπιταλισμού από τη σκοπιά της ζωντανής εργασίας και της υποκειμενικότητάς της. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να επιστρέψουμε (το είχαμε εξάλλου προαναγγείλει) στην εξέταση της «νέας ορθοδοξίας» που έχει αναδυθεί στη διεθνή έρευνα ακριβώς ως προς ένα από τα σημεία στα οποία φαίνεται να παραχωρεί περισσότεροχώρο στην «αυτονομία των μεταναστεύσεων»: στην εξέταση της θεμελιώδους συμβολής των οικογενειακών και κοινοτικών δικτύων. Επικρίνοντας την αφηρημένη εικόνα του ορθολογικού ατόμου ως πρωταγωνιστή των μεταναστευτικών κινήσεων, την οποία παλαιόθεν προϋπέθετε η νεοκλασική προσέγγιση, ο Alejandro Portes γράφει για παράδειγμα: «το να ανάγουμε τα πάντα στο ατομικό επίπεδο σημαίνει ότι περιορίζουμε κατά απαράδεκτο τρόπο την έρευνα, αποκλείοντας τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε ως βάση ανάλυσης και πρόγνωσης πιο πολύπλοκες ενότητες, όπως τις οικογένειες, τα δίκτυα συγγένειας και τις κοινότητες» (Portes 1997: 817). Μόνο με αυτόν τον δεύτερο τρόπο μπορεί να εισαχθεί η πραγματική κοινωνική εμπειρία στο πεδίο ανάλυσης. Τώρα, είναι εύκολο να δούμε εδώ έναν σαφή παραλληλισμό ανάμεσα στην κριτική που ανέπτυξε η «new economics of migration» προς τη νεοκλασική οικονομική προσέγγιση και την κοινοτιστική κριτική προς τη φιλελεύθερη θεωρία. Αυτός ο παραλληλισμός βρίσκει την επιβεβαίωσή του στις θέσεις που υποστήριξε για τη μετανάστευση ο Μάικλ Ουώλζερ, κατά το οποίο η κύρια συμβολή των «μεγάλων μεταναστευτικών κυμάτων» προς τις Ηνωμένες Πολιτείες συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι οι μετανάστες φέρνουν ως δώρο στην κοινωνία υποδοχής ένα επανορθωτικό «ποσό κοινοτικότητας», εκείνο το συναισθηματικό συμπλήρωμα του κοινωνικού δεσμού, τον οποίο η ανάπτυξη του καπιταλισμού διαρκώς υπονομεύει (πρβλ. ιδίως Walzer 1992). Πιστεύω ότι αυτός ο παραλληλισμός θα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς απέναντι στην άκριτη χρησιμοποίηση αναφορών στα οικογενειακά και κοινοτικά δίκτυα. Πράγματι, είναι προφανές, και έχει υποστηριχτεί λαμπρά από την Μπόνι Χόνιγκ σε ένα σημαντικό βιβλίο (Bonnie Honig, Democracy and the Foreigner, 2001: 82-86), ότι η «προοδευτική» έμπνευση του Ουώλζερ είναι πολύ εύκολο να ακυρωθεί με μία σειρά από λόγους που να τονίζουν πόσο σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν οι μετανάστες και οι μετανάστριες (κάποιοι απ’ αυτούς περισσότεροαπό άλλους, φυσικά) για τη σταθεροποίηση της ισχύος κοινωνικών ρόλων και κωδίκων που αμφισβητήθηκαν στη Δύση από τα κινήματα των τελευταίων δεκαετιών. Η αναφορά αυτή δεν μου φαίνεται καθόλου αφηρημένη ή άστοχη: ένας ολόκληρος τομέας της αγοράς υπό ισχυρότατη επέκταση, εκείνος στον οποίο επιχειρούν τα νέα διεθνικά πρακτορεία συνοικεσίων, γεννιέται γύρω από μια αρσενική «ζήτηση» προς πατριαρχική επανεξομάλυνση των ρόλων των δύο φύλων στο εσωτερικό της οικογένειας, προσφέροντας «υπάκουες και στοργικές γυναίκες» που γι’ αυτές «μετράει μόνο η οικογένεια και οι επιθυμίες του συζύγου» (Honig 2001: 89). Περιττό να πούμε επίσης ότι η ξενοφιλία που τρέφεται από τον εξωτισμό και τις φαντασιώσεις ενός «νέου ανδρισμού» δεν είναι δύσκολο να μετατραπεί σε ξενοφοβία μπροστά στην ανακάλυψη ότι πολλές από τις γυναίκες που παρουσιάστηκαν ως «υπάκουες και στοργικές» στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται μόνο για την green card [4] και εκμεταλλεύονται την πρώτη ευκαιρία για να κόψουν το νήμα. ..

7. Εδώ, πιστεύω για άλλη μια φορά ότι τις «γραμμές φυγής» που ακολουθούν αυτές οι γυναίκες θα άξιζε τον κόπο να τις συσχετίσουμε με τις συμπεριφορές πολλών «εξωκοινοτικών» sex-workers στην Ευρώπη του Σένγκεν (πρβλ. Andrijasevic 2004), ώστε να μας προσφέρουν μια προνομιακή οπτική γωνία για να σκεφτούμε την υποκειμενικότητα των μεταναστών και των μεταναστριών. Το ζητούμενο προφανώς δεν είναι να οικειοποιηθούμε τη νεοκλασική οικονομία και να σκεφτούμε τον/την μετανάστη/-τρια μέσα από την αφηρημένη μορφή του ορθολογικού ατόμου. Η φεμινιστική έρευνα για τις μεταναστεύσεις, και μόνο λόγω του γεγονότος ότι αναπτύσσεται σε ένα θεωρητικό πεδίο σημαδεμένο από τη ριζοσπαστική κριτική αυτής της αφαίρεσης, πιστεύω πως έχει πολλά να μας διδάξει εδώ (πρβλ., π.χ., από την πιο πρόσφατη φιλολογία, Ehrenreich - Hochschild [επιμ.], 2003). Εξάλλου, αυτό που περιγράφεται ως αύξουσα «θηλυκοποίηση» των μεταναστεύσεων (πρβλ. π.χ. Castles – Miller 2003: 9) αποτελεί ένα εξαιρετικό πεδίο έρευνας από αυτή την οπτική. Είναι σαφές ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε διαδικασίες με μια βαθειά αμφισημία. Σε μια πρόσφατη έρευνα, αναλύοντας την κατάσταση των φιλιππινέζων οικιακών βοηθών στις πόλεις της Ρώμης και του Λος Αντζελες, η Rhacel Salazar Parrenas (2001) ανέδειξε τον πολύπλοκο συνδυασμό διαφυγής από τις πατριαρχικές σχέσεις στη χώρα προέλευσης, υποκατάστασης της αισθηματικής εργασίας και της φροντίδας των «χειραφετημένων» γυναικών της Δύσης και αναπαραγωγής των συνθηκών ταξικής και έμφυλης υποταγής που ασφαλώς χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των σύγχρονων μετακινήσεων γυναικών. Πιθανόν ο λόγος μας θα μπορούσε να γίνει βαθύτερος και σαφέστερος εάν διαθέταμε περισσότερο υλικό έρευνας για τις μετακινήσεις γυναικών στο εσωτερικό του «παγκόσμιου Νότου», ιδίως σχετικά με τις μετακινήσεις εργατικής δύναμης στις οποίες στηρίχτηκε η παραγωγικότητα των «ζωνών παραγωγής προς εξαγωγή». Το βέβαιο πάντως είναι ότι στις μεταναστεύσεις εκφράζονται διαδικασίες αποσύνθεσης (αλλά και, βεβαίως, διαρκούς επαναρύθμισης και «επαναφοράς στην ενεργό δράση») παραδοσιακών συστημάτων του «ανήκειν», οι οποίες καθιστούν άνευ νοήματος –από αναλυτική και πολιτική άποψη– την εικόνα του μετανάστη που κυκλοφορεί ευρέως στη διεθνή βιβλιογραφία για τις μεταναστεύσεις: δηλαδή την εικόνα του μετανάστη ως «παραδοσιακού» υποκειμένου, εντελώς embedded [5] στα οικογενειακά και κοινοτικά δίκτυα, απέναντι στο οποίο ξεπροβάλλει (για να αντλήσει επιβεβαίωση ή για να εκφράσει μνησικακία) το άτομο της Δύσης. Για να επαναλάβουμε μια λακανική εικόνα –της οποίας όμως μια προγενέστερη διατύπωση θα μπορούσαμε εύκολα να βρούμε στον Mαρξ– ο μετανάστης είναι ένα «φραγμένο υποκείμενο», που βιώνει μια πολύπλοκη και συγκρουσιακή σχέση με το ανήκειν, όπως και αν το ορίσουμε αυτό. Από αυτόν ακριβώς το «φραγμό» (για να απλουστεύσουμε: το σημείο σύγκρουσης ανάμεσα στην ατομική δράση και τις χωρικές και χρονικές περιστάσεις που την περιχαράσσουν, εγγράφοντάς την στον αστερισμό μιας ανεπανόρθωτης στέρησης) πρέπει να εκκινήσουμε για να επεξεργαστούμε μια πολιτική ανάγνωση των σύγχρονων μεταναστεύσεων.

8. Ας το πούμε εξαρχής, προς αποφυγήν παρανοήσεων: ο «φραγμός» είναι απλώς μια μεταφορά, ίσως μάλιστα όχι ιδιαίτερα επιτυχής. Και πρέπει να χρησιμοποιούμε με προσοχή τις μεταφορές, όταν μιλάμε για την κατάσταση των μεταναστών. Έχουμε ήδη επισημάνει, για να αποστασιοποιηθούμε, τη διαδεδομένη τάση, προ πάντων στις αγγλοσαξωνικές πολιτιστικές σπουδές, να παράγεται γύρω από τις μεταναστεύσεις μια απολογητική και απενσαρκωμένη αισθητικοποίηση του νομαδισμού και του ξεριζώματος. Επίσης, βλέποντας ότι η αναφορά στον πρόσφυγα και το μετανάστη έχει καταλάβει απολύτως προνομιακή θέση στη σύγχρονη φιλοσοφική και θεωρητικο-πολιτική συζήτηση (από τον Ντερριντά ως τον Aγκάμπεν, από τους Χαρτ και Nέγκρι ως τον Μπαλιμπάρ, για να αναφέρουμε λίγα μόνο ονόματα), δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εντύπωση ότι, κατά την άνθηση των μεταφορών και των υποβλητικών εικόνων, καμιά φορά χάνεται η ίδια η υλική, δηλαδή η αισθητή, εμπειρία των μεταναστών και των μεταναστριών, με το φορτίο αμφιθυμίας που κουβαλάει. Για να το πούμε με τον τρόπο του μακαρίτη Έντουαρντ Σαΐντ, υπάρχει ο κίνδυνος να ξεχάσουμε ότι «η εξορία είναι κάτι εξαιρετικά συναρπαστικό να το σκέφτεσαι, αλλά φοβερό να το ζεις» (Said 1984: 173). Υπέρ της χρήσης μιας μεταφορικής γλώσσας, πάντως, αλλά και ως λυτρωτική υπενθύμιση των ορίων της, μπορούμε να αναφέρουμε ένα εξαιρετικό φωτογραφικό βιβλίο και ρεπορτάζ της δεκαετίας του εβδομήντα, που σκόπευε ακριβώς να εικονογραφήσει την εμπειρία των μεταναστών εργαζομένων. «Η γλώσσα της οικονομικής θεωρίας», διαβάζαμε σε εκείνο το βιβλίο (A Seventh Man) , «είναι αναπόφευκτα αφηρημένη. Και έτσι, αν μας προτείνεται να συλλάβουμε τις δυνάμεις που καθορίζουν τη ζωή των μεταναστών και να τις κατανοήσουμε ως τμήμα του προσωπικού τους πεπρωμένου, χρειαζόμαστε μια λιγότερο αφηρημένη διατύπωση. Χρειαζόμαστε μεταφορές: και οι μεταφορές είναι προσωρινές, δεν αντικαθιστούν τη θεωρία» (Berger - Mohr 1975: 41). Χρειαζόμαστε μεταφορές, μπορούμε να προσθέσουμε τριάντα χρόνια αργότερα, πολύ περισσότερο σε συνθήκες –τις συνθήκες του σύγχρονου παγκόσμιου καπιταλισμού, που ακριβώς οι μεταναστεύσεις μάς επιτρέπουν να συλλάβουμε μερικά από τα πιο καινοτόμα χαρακτηριστικά του– στις οποίες φαίνεται να ξεπερνιούνται οριστικά οι παραδοσιακές διακρίσεις μεταξύ οικονομίας, πολιτικής και κουλτούρας· στις οποίες δεν είναι πια δυνατό να μιλήσουμε για εκμετάλλευση και αξιοποίηση του κεφαλαίου χωρίς να θέσουμε την ίδια στιγμή το πρόβλημα της κατανόησης των μετασχηματισμών της πολιτειότητας και των «ταυτοτήτων»· στις οποίες δεν είναι πια δυνατό να μιλήσουμε για εργατική τάξη χωρίς να μιλήσουμε την ίδια στιγμή για το σύνολο των διαδικασιών αποδιάρθρωσης του επιπέδου των συλλογικών εντάξεων (διαδικασίες ανεξίτηλα σημαδεμένες από τη σφραγίδα της υποκειμενικότητας της ζωντανής εργασίας) που τη διαμορφώνουν κατά τρόπο αμετάκλητο ως πλήθος [moltitudine]. Η κατάσταση των μεταναστών τοποθετείται ακριβώς στο σημείο διασταύρωσης αυτών των διαδικασιών: κατά βάθος, ακόμα και στις φαινομενικά πιο αφηρημένες φιλοσοφικές συζητήσεις, στις οποίες το ζήτημα αυτό έχει κατακτήσει την πρωτοκαθεδρία, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να προβληματιστούμε πάνω σ’ αυτή.

9. Θα ήθελα, ολοκληρώνοντας, να επιστήσω την προσοχή σε ένα επόμενο πρόβλημα, τον πολιτικό ορισμό της κατάστασης των μεταναστών. Αφού τεκμηριώθηκε ο παραδειγματικός χαρακτήρας της κατάστασης αυτής και τα στοιχεία αυτονομίας, περίσσειας, που διαπερνούν τις σύγχρονες μεταναστεύσεις θεωρούμενες ως κοινωνικά κινήματα, με ποιο τρόπο μπορούμε και πρέπει να κατανοήσουμε τους αγώνες των μεταναστών; Σε ποια προοπτική εγγράφονται, εδώ και τώρα; Για να εντοπίσουμε κάποιες πρώτες, επιμέρους απαντήσεις, αλλά και για να επισημάνουμε τα όρια της πολιτικής μας φαντασίας, θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο βιβλία, που επέλεξα επειδή τα θεωρώ μεταξύ των σημαντικότερων συμβολών στις θεωρητικο-πολιτικές συζητήσεις των τελευταίων ετών: το La Mesentente [Η παρανόηση] του Ζακ Ρανσιέρ και το ήδη αναφερθέν Democracy and the Foreigner [Η δημοκρατία και ο αλλοδαπός] της Μπόνι Χόνιγκ. Οι γενικές γραμμές της επιχειρηματολογίας του Ρανσιέρ είναι γνωστές, άρα μπορούμε να τις εκφράσουμε πολύ σχηματικά: η πολιτική υπάρχει μόνο ως υποκειμενικοποίηση του μέρους εκείνου που αποδιαρθρώνει, ενεργοποιώντας εκ νέου «την πιθανότητα της ισότητας, μιας ισότητας που δεν είναι ούτε αριθμητική ούτε γεωμετρική, μεταξύ όλων των όντων που είναι προικισμένα με γλώσσα», το «λογαριασμό των μερών» (τη διανεμητική αρχιτεκτονική) στον οποίο εδράζεται αυτό που ο ίδιος ο Ρανσιέρ, ακολουθώντας τον Φουκώ, ορίζει ως αστυνόμευση (Ranciere 1995: 50 επ.). Είναι δύσκολο να αντισταθούμε στον πειρασμό να διαβάσουμε την αναφορά στο «μέρος εκείνων που δεν έχουν μέρος», γύρω από την οποία περιστρέφεται ολόκληρος ο συλλογισμός του Ρανσιέρ, μέσα από τους αγώνες των sans-papiers του 1996, το αμέσως επόμενο έτος από τη δημοσίευση του La Mesentente. Εξάλλου την ανάγνωση αυτή την επιτρέπει ο ίδιος ο Ρανσιέρ, όταν υπογραμμίζει πώς οι «μετανάστες» [immigrati] ήταν σχετικά νέο θέμα στη Γαλλία, για τον απλό λόγο ότι πριν είκοσι χρόνια θα αποκαλούνταν «αλλοδαποί εργαζόμενοι», και επομένως θα είχαν μια ακριβή θέση [parte =μέρος] στο διανεμητικό μηχανισμό ενός καθορισμένου καθεστώτος (φορντιστικού, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε) «αστυνόμευσης» (πρβλ. ό.π.: 161 επ.): από τη στιγμή που έγιναν «χωρίς μέρος», οι μετανάστες (ή οι μετακινούμενοι [migranti], όπως προτιμάμε να τους λέμε) άρχισαν να εμφανίζονται ως οι «φυσικοί» υποψήφιοι για αυτό τον ρόλο του «μέρους των χωρίς μέρος» από την υποκειμενικοποίηση του οποίου και μόνο, όπως έχουν δείξει στη σύγχρονη εποχή ιδίως οι προλεταριακοί αγώνες και οι αγώνες των γυναικών, μπορεί να απορρέει η πολιτική δράση –και επομένως η εκ νέου επινόηση του οικουμενικού. Ο συλλογισμός τής Μπόννι Χόνιγκ κατ’ ουσίαν επαναλαμβάνει εκείνον του Ρανσιέρ, αν και εντός διαφορετικού αναλυτικού πλαισίου: επικρίνοντας με αρκετά πειστικό τρόπο την ομολογία μεταξύ της –«ξενόφιλης»– εικόνας του αλλοδαπού ως υποκειμένου που έχει κάτι να δώσει και της –«ξενόφοβης»– εικόνας του αλλοδαπού ως υποκειμένου που ενδιαφέρεται να «πάρει» κάτι από την κοινωνία στην οποία εγκαθίσταται, η Χόνιγκ, με μια χειρονομία αναμφισβήτητα συναρπαστική, προτείνει να αντιστρέψουμε τους όρους και να δοκιμάσουμε να σκεφτούμε «ακριβώς αυτό το “λαμβάνειν” ως αυτό που οι μετανάστες έχουν να μας δώσουν» (Honig 2001, σελ. 99). Με άλλα λόγια, οι πρακτικές στις οποίες εκφράζεται, κατά την Χόνιγκ, η πολιτειότητα των μεταναστών (αν και υπό συνθήκες ριζικού αποκλεισμού από τη νομικά κωδικοποιημένη πολιτειότητα), φέρονται ότι θέτουν δομικά υπό αμφισβήτηση τη θεμελίωση της δημοκρατίας· και ότι ανοίγουν και πάλι την κίνησή της πέρα από τη θεσμική της αποκρυστάλλωση, προς την κατεύθυνση μιας εμβάθυνσης και ενός επαναπροσδιορισμού, από την άποψη τόσο της έντασης όσο και της έκτασης (πέρα δηλαδή από τα σύνορα του εθνικού κράτους). Η αναφορά στον Ρανσιέρ είναι ρητή, μέσα σε μια σύλληψη της πολιτικής στην οποία οι διεκδικήσεις όσων δεν «μπαίνουν στο λογαριασμό» των καθεστώτων «αστυνόμευσης» είναι αυτές που προωθούν την ανάδυση «νέων δικαιωμάτων, νέων εξουσιών, νέων οραμάτων» (ό.π., σελ. 101).

10. Ας σταματήσουμε για λίγο για να εξετάσουμε την εικόνα της «πολιτικής κοινότητας» που διαμορφώνεται έτσι: η πολιτική κοινότητα, γράφει ο Ρανσιέρ, «είναι μια κοινότητα ασυνεχειών, ρηγμάτων, σημειακών και τοπικών, μέσω των οποίων η εξισωτική λογική χωρίζει την κοινότητα της “αστυνόμευσης” από τον εαυτό της» (Ranciere 1995, σελ. 186). Είναι φανερό, νομίζω, ότι βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μια θεωρία που μπορεί να οριστεί ως «θεωρία ριζοσπαστικής δημοκρατίας», με την έννοια ότι η πολιτική εξέγερση του «μέρους των χωρίς μέρος» θεωρείται ως η στιγμή της αποδιάρθρωσης ενός ειδικού καθεστώτος «αστυνόμευσης», ως μια στιγμή ανοίγματος, που όμως δεν μπορεί παρά να αποτελέσει την αρχή για ένα άλλο καθεστώς αστυνόμευσης, με τα δικά του «μέρη» και το δικό του «μέρος των χωρίς μέρος». Είναι σαφές: το ζητούμενο δεν είναι να τσουβαλιάσουμε τη δουλειά του Ρανσιέρ μέσα στο σύνολο των έργων που υπήρξαν η αφορμή για τη συζήτηση περί ριζοσπαστικής δημοκρατίας, με πιο γνωστό το Hegemony and Socialist Strategy. Towards a Radical Democratic Politics [Ηγεμονία και σοσιαλιστική στρατηγική. Προς μια ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική], του Eρνέστo Λακλάου και της Σαντάλ Μoυφ, που η πρώτη του έκδοση ανατρέχει στα 1985. Το βιβλίο του Ρανσιέρ είναι κατά την άποψή μου απείρως πιο πλούσιο και ενδιαφέρον, καταρχάς επειδή θέτει το πρόβλημα της παραγωγής της δημοκρατίας και δεν την εκλαμβάνει, όπως κάνουν οι Λακλάου και Moυφ στη βάση της επανερμηνείας που δίνουν για την έννοια της ηγεμονίας, ως κάτι το δεδομένο, σε τελευταία ανάλυση ταυτόσημο με τη γενικότητα της πολιτικής «άρθρωσης» που αντιδαστέλλεται προς τον δομικά «μερικό» χαρακτήρα των απλώς κοινωνικών αγώνων (πρβλ. Laclau - Mouffe 1985, ιδίως σ. 169). Αν ωστόσο πρέπει να αναγνωριστεί ένα προτέρημα στους Λακλάου και Μoυφ, είναι ακριβώς ότι αντιλήφθηκαν πολύ νωρίς έναν αστερισμό προβλημάτων που επρόκειτο αργότερα να σημαδέψουν έναν μακρόχρονο ιστορικό κύκλο. Το παγκόσμιο κίνημα των τελευταίων χρόνων, με την πολυπλοκότητά του, ενέγραψε τη δράση του στο εσωτερικό ενός πεδίου αναφορών το οποίο θα μπορούσε εν ευρεία εννοία να οριστεί ως δημοκρατικο-ριζοσπαστικό –και αυτό φαίνεται καθαρά, κατά τη γνώμη μου, στη «φυσικότητα» με την οποία το κίνημα αυτό μίλησε τη γλώσσα των δικαιωμάτων. Ακόμα και οι πιο ενδιαφέρουσες θεωρητικές προτάσεις που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια (από τους Χαρτ και Nέγκρι μέχρι τον Χόλλογουέι, για να αναφέρουμε μόνο δύο, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους) ανανεώνουν βαθειά το πλαίσιο, το μετασχηματίζουν βίαια, αλλά δεν προσφέρουν κάποιον πραγματικά εναλλακτικό δρόμο πέρα από μια προοπτική εμβάθυνσης (σε ένταση και σε έκταση, όπως είδαμε με την Χόνιγκ) της δημοκρατίας. Για να επιστρέψουμε στους μετανάστες, τόσο η έρευνα του Ετιέν Μπαλιμπάρ όσο και οι δικές μας πολιτικές και θεωρητικές πρακτικές έχουν ουσιαστικά κινηθεί στο εσωτερικό του ίδιου σεναρίου.

11. Το πρόβλημα, τώρα, από αυτή την άποψη, δεν είναι μόνο η ούτως ειπείν εξω-πραγματική φύση αυτών των λόγων περί δημοκρατίας (υπό την έννοια ότι η εξέλιξη των υπαρκτών δημοκρατιών προχώρησε τα τελευταία χρόνια προς άλλη κατεύθυνση...). Το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε, χωρίς να ξαναπέφτουμε σε δόγματα και βεβαιότητες που είναι καλό να αφήσουμε χωρίς καμιά νοσταλγία στο παρελθόν όπου ανήκουν, αν είναι δυνατό να φανταστούμε και πάλι μια ασυνέχεια στην πολιτική ιστορία της σύγχρονης δημοκρατίας, μια ρήξη στη συνέχεια της κυριάρχησης και της εκμετάλλευσης πάνω στις οποίες στηρίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Αυτό ήταν, κατά βάθος, το μαρξικό «όνειρο κάποιου πράγματος»: η επανάσταση, ο κομμουνισμός. Δεν τίθεται ζήτημα να επιστρέψουμε σε κάποιου είδους αντιπαράθεση ανάμεσα στον κομμουνισμό και τη δημοκρατία (όπως και αν την ορίσουμε): έχουμε μάθει να διακρίνουμε –και αυτό είναι ένα σημείο που φαίνεται συχνά να ξεχνάει ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, όσο κι αν οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι ανέδειξε προβλήματα της τάξεως που εξετάζουμε εδώ (πρβλ. πρόσφατα Zizek 2004: 183-213)– τη δημοκρατία ως θεσμικό σύστημα ισορροπίας (ως μορφή διακυβέρνησης, με κλασικούς όρους) από τη δημοκρατία ως κίνηση, ικανή να αρθρώσει πολιτικά ένα σύνολο υποκειμενικών φορέων που υπερβαίνουν τόσο τη θεσμική κωδικοποίηση της πολιτειότητας όσο και τον ιστό των εμπορευματικών σχέσεων. Αν διαβαστούν μαζί, η κρίση των συστημάτων πρόνοιας στη δυτική Ευρώπη και εκείνη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μας δείχνουν ακριβώς αυτή την αποσύνδεση (πρβλ. Piccinini 2003). Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ότι μεταξύ της δημοκρατίας ως μορφής διακυβέρνησης και της δημοκρατίας ως κίνησης πρέπει να καθοριστεί και μια σχέση, και αυτή η σχέση, στις λογικές της δημοκρατίας, δεν είναι νοητή με άλλο τρόπο παρά υπό τις μορφές της ισοδυναμίας (του «απολογισμού των μερών», στο λεξιλόγιο του Ρανσιέρ): για να μείνουμε στο θέμα μας, τα στοιχεία περίσσειας και αυτονομίας που διαφοροποιούν τις σύγχρονες μεταναστεύσεις δεν μπορούν να βρουν αναγνώριση, από την οπτική της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, παρά μόνο μέσω μιας μεσολάβησης με το σύνολο των αναλογιών στις οποίες βασίζεται η μυθοπλασία της αγοράς εργασίας, αλλά χωρίς να μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συστατική βία της. Για να το πούμε με άλλα λόγια: αυτό που αποκαλύπτεται εδώ, και που εξάλλου είχε αναδειχθεί πολύ καλά από τις περιπέτειες και την τελική αποτυχία του «αναλυτικού μαρξισμού», είναι ότι η εκμετάλλευση δεν είναι αναγώγιμη σε οποιαδήποτε θεωρία περί δικαιοσύνης. Ίσως λοιπόν μπορούμε να συμφωνήσουμε προσωρινά σε μια πολλοστή μεταφορά: ο κομμουνισμός είναι σήμερα νοητός ως το συμπλήρωμα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, εσωτερικός στον ορίζοντά της αλλά μη αναγώγιμος στις λογικές της, σαν ένδειξη των ορίων του δημοκρατικού κινήματος και του πεδίου των πολιτικών δυνατοτήτων που είναι δομικά αποκλεισμένες από αυτό. Σε αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι κινείται η εργασία μας για την αυτονομία των μεταναστεύσεων, στο μέτρο που φέρνει στο φως το πλούσιο υποκειμενικό πλέγμα των φορέων που, μέσα στις σύγχρονες μεταναστεύσεις, εκφράζονται σε μορφές μη επανεντάξιμες στη διαλεκτική της δημοκρατικής αναγνώρισης.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Andrijasevic, R. 2004, I confini fanno la differenza: (il)legalita, migrazione e tratta in Italia dall’est europeo, in «Studi culturali», I, 1! 59-82.

Berger, J. – Mohr, J. 1975, A Seventh Man. A Book of Images and Words about the Experience of Migrant Workers in Europe, Harmondsworth, Penguin.

Bojadzijev, MN. 2002, Antirassistischer Widerstand von Migrantinnen und Migranten in der Bundesrepublik: Fragen der Geschichtsschreibung, in «1999. Zeitschrift fur Sozialgeschichte des 20. und 21. Jahrhunderts», 17, 1.

Brettell, C.B. – Hollifield, J.F. (eds) 2000, Migration Theory. Talking Across Disciplines, London– New York, Routledge.

Caffentzis, G. 2003, “Guerra al terrorismo” e classe operaia americana, in «DeriveApprodi», 24: 22-25.

Castles, S. –Miller, M.J. 2003, The Age of Migration. International Population Movements in the Modern World, Third Edition, New York– London, The GuilfordPress.

De Genova, N.P. 2002, Migrant “Illegality” and Deportability in Everyday Life, in «Annual Review of Anthropology», XXXI: 419-447.

Duvell, F. 2002, Die Globalisierung der Migrationskontrolle. Zur Durchsetzung des europaischen und internationalen Migrationsregimes, in AA.VV., Die Globalisierung des Migrationsregimes. Zur neuen Einwanderungspolitik in Europa, «Materialien fur einen neuen Antiimperialismus», H. 7, 2002: 45-167.

Ehrenreich, B. – Hochschild, A.R. (a c. di) 2003, Donne globali. Tate, colf e badanti, trad. it. Milano, Feltrinelli, 2004.

Honig, B. 2001, Democracy and the Foreigner, Princeton, NJ, PrincetonUniversityPress.

Jordan, B. – Duvell, F. 2003, Migration. The Boundaries of Equality and Justice, Oxford, Polity Press.

Laclau, E. – Mouffe, Ch.1985, Hegemony and Socialist Strategy. Towards a Radical Democratic Politics, 2nd edition London– New York, Verso, 2001.

Marie, C.-V. 2000, Measures Taken to Combat the Employment of Undocumented Foreign Workers in France, in OECD, Combating the Illegal Employment of Foreign Workers, Paris, Oecd: 107-131.

Massey, D.S. - Arango, J. – Hugo, G. – Taylor, J.E. 1993, Theories of International Migration: A Review and Appraisal, in «Population and Development Review», 19: 431-466.

Mezzadra, S. 2001, Diritto di fuga. Migrazioni, cittadinanza, globalizzazione, Verona, Ombre corte.

Moulier Boutang, Y. 1998, Dalla schiavitu al lavoro salariato, trad. it. Roma, Manifestolibri, 2002.

Ngai, M.M. 2003, Impossibile Subjects: Illegal Aliens and the Making of Modern America, Princeton – Oxford, PrincetonUniversityPress, 2003.

Papastergiadis, N. 2000, The Turbulence of Migration. Globalization, Deterritorialization und Hybridity, Cambridge, Polity Press.

Parrenas, R.S. 2001, Servants of Globalization: Women, Migration and Domestic Work, Palo Alto, CA, StanfordUniversityPress.

Piccinini, M. 2003, Cittadinanza in saturazione. Note per una critica dei diritti, in «DeriveApprodi», 24: 119-122.

Piore, M.J. 1979, Birds of Passage. Migrant Labour and Industrial Societies, Cambridge, CambridgeUniversityPress.

Portes, A. 1997, Immigration Theory for a New Century: Some Problems and Opportunities, in «International Migration Review», 31: 799-825.

Raimondi, F. – Ricciardi, M. 2004, Introduzione, in Lavoro migrante. Esperienza e prospettiva, Roma, DeriveApprodi.

Ranciere, J. 1995, La Mesentente. Politique et Philosophie, Paris, Galilee.

Read, J. 2003, The Micro-Politics of Capital. Marx and the Prehistory of the Present, Albany, NY, StateUniversityof New YorkPress.

Said, E.W 1984, Reflexions on Exile, ora in Id.Reflections on Exile and Other Essays, Cambridge, MA, Harvard University Press, 2002: 173-186.

Sassen, S. 1988, The Mobility of Labor and Capital. A Study in International Investment and Labor Flow, Cambridge, CambridgeUniversityPress.

Walzer, M. 1992, What it Means to Be an American, New York, Marsilio.

Zizek, S. 2004, Organs Without Bodies. On Deleuze and the Consequences, London- New York, Routledge.

[1] To κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την εισαγωγή του επιμελητή στον συλλογικό τόμο I confini della libert a. Per un 'analisi politica delle migrazioni contemporanee [Τα όρια της ελευθερίας. Για μια πολιτική ανάλυση των σύγχρονων μεταναστεύσεων ], που βγήκε με την επιμέλεια του Mezzadra το 2004 από τις εκδόσεις DeriveApprodi (Ρώμη). Οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή.

[2] «Και έτσι, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει τέλος, γιατί η δυνατότητα φυγής πάντοτε επεκτείνει απεριόριστα τη φυγή».

[3] Στο πρωτότυπο: migrazioni. Αποδίδω τον όρο αυτό άλλοτε ως «μεταναστεύσεις» και άλλοτε ως «μετακινήσεις».

[4] Πράσινη κάρτα (άδεια παραμονής στις ΗΠΑ).

[5] Ενσωματωμένου.