1. Εισαγωγή
Η ιστοριογραφική αντιμετώπιση της αριστερής διανόησης στην Ελλάδα κινείται σε μια ιδιότυπη ταλάντευση ανάμεσα στη –δια της αποσιώπησης– διαγραφή ή απόρριψη και την αναπαραγωγή της μίας ή της άλλης παραλλαγής αγιογραφίας. Σπανίζουν οι μελέτες που στέκονται στις αντιφάσεις της θεωρητικής παραγωγής της αριστερής διανόησης και προσπαθούν να τις ερμηνεύσουν στη βάση των συνολικότερων αντιφάσεων της στρατηγικής της Αριστεράς.
Με αυτή την έννοια η κυκλοφορία ενός βιβλίου –του πρώτου τέτοιας κλίμακας γι’ αυτό το αντικείμενο– για την ιστορία του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, είναι καθαυτή μια ευχάριστη και καλοδεχούμενη τομή. Για την Επιθεώρηση Τέχνης έχουν γραφτεί αρκετά –και προφανώς θα γραφτούν και στο μέλλον– ωστόσο κυρίως είχαν είτε το χαρακτήρα προσωπικών αναμνήσεων και αναδρομών, είτε περισσότερο γενικών τοποθετήσεων. Απουσίαζε, δηλαδή, εκείνη η κριτική προσέγγιση που θα εξέταζε αναλυτικά την πορεία του περιοδικού, το πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίο λειτούργησε, την παράλληλη πολιτική και ιδεολογική κατάσταση της Αριστεράς. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, μια που από όλα τα περιοδικά της Αριστεράς κανένα δεν συζητήθηκε τόσο στην εποχή του, αλλά και κανένα δεν περιβλήθηκε με τέτοιο μύθο, όπως η Επιθεώρηση Τέχνη. Στην αρκετά ασαφή εικόνα μιας «χαμένης άνοιξης» που σφραγίζει το συλλογικό ασυνείδητο της ιστορικής Αριστεράς στον τόπο μας ως προς την περίοδο 1955-1967 –και ειδικά τις αρχές της δεκαετίας του 1960– η Επιθεώρηση Τέχνης κατέχει μια κεντρική θέση στη σχετική εικονογραφία. Σε αυτό το πλαίσιο, η μονογραφία της Καραλή είναι μια προσπάθεια, για να εξηγηθεί η εξέχουσα θέση που έχει η Επιθεώρηση Τέχνης, αλλά και για να μελετηθεί η υποβόσκουσα πολιτική και ιδεολογική αντιφατικότητα του όλου εγχειρήματος.
2. Τα βασικά σημεία του βιβλίου
Η Καραλή ξεκινά το βιβλίο της με μια σύντομη ιστορική παρουσίαση της σχέσης της Αριστεράς στην Ελλάδα με τη λογοτεχνική κριτική, μέσα από την αναδρομή σε προηγούμενα αριστερά λογοτεχνικά περιοδικά και την παρουσίαση των βασικών θεωρητικών απόψεων που είχαν διατυπωθεί πάνω σε θέματα λογοτεχνίας. Παρουσιάζει, επίσης, την πολιτική συγκυρία της μετεμφυλιακής περιόδου και ειδικά τις επιπτώσεις που είχε για την Αριστερά η όλη συγκυρία της «αποσταλινοποίησης» και της –έστω και μερικής– κριτικής επανεξέτασης πλευρών της αριστερής στρατηγικής και θεωρίας.
Σε αυτό το φόντο παρουσιάζει τα πρώτα βήματα της Επιθεώρησης Τέχνης, τη διαμόρφωση της συντακτικής ομάδας, αλλά και τις αντιφατικές σχέσεις με τον κομματικό μηχανισμό, ήδη από πολύ νωρίς. Σχολιάζει και παρουσιάζει αναλυτικά τα βασικά ερωτήματα τα οποία απασχόλησαν το περιοδικό και τις μεγάλες συζητήσεις που αυτό άνοιξε: α) Τη συζήτηση για την «αντιστασιακή λογοτεχνία» και την άρνηση των συντακτών του περιοδικού να αποδεχτούν ως αυτονόητα ποιοτικό οποιοδήποτε λογοτέχνημα είχε «ορθή» πολιτική γραμμή. β) Την πολεμική ενάντια σε λογοτεχνικά έργα που είχαν γραφτεί από συγγραφείς της «αντίπερα όχθης» στον Εμφύλιο. γ) Τη μεγάλη συζήτηση για την «αισιοδοξία» και την «απαισιοδοξία» στα έργα τέχνης, που σχετιζόταν τόσο με το ερώτημα εάν μπορούσε να γίνει αποδεκτή η προτροπή του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» για αισιόδοξη οπτική γωνία, όσο και με το ερώτημα για τη στάση της αριστερής κριτικής απέναντι σε κρίσιμες στιγμές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως το έργο του Καβάφη ή του Καρυωτάκη. Πρόκειται για μια συζήτηση όπου αποτυπώνονται και οι πρώτες απομακρύνσεις από μια ορισμένη δογματική θεώρηση της λογοτεχνικής δημιουργίας και όπου για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα διεξάγεται διάλογος και αντιπαράθεση ανάμεσα στους κριτικούς της Αριστεράς. δ) Το άνοιγμα της συζήτησης πάνω στο ποιο πρέπει να είναι το πρότυπο μιας αριστερής λογοτεχνίας.
Η Καραλή παρουσιάζει με τρόπο διεξοδικό τον τρόπο με τον οποίο οι διεθνείς αντιπαραθέσεις μεταξύ κομμουνιστών θεωρητικών σε σχέση με τη λογοτεχνία προβάλλονταν μέσα από τις στήλες της Επιθεώρησης Τέχνης, ιδίως από τη στιγμή που, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, παρουσιάζεται μια τάση «επανασκλήρυνσης» της σοβιετικής γραμμής σε θέματα λογοτεχνίας, που βρίσκει πρόθυμους εκφραστές και στην Ελλάδα. Απέναντι σε αυτό η στρατηγική της συντακτικής ομάδας της Επιθεώρησης Τέχνης ήταν αφενός να αναφέρεται στις απόψεις των ίδιων των δημιουργών (π.χ. του Μαγιακόφσκι), αφετέρου σε εκείνες τις απόψεις είτε θεωρητικών από τις λαϊκές δημοκρατίες, είτε από τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα, που στέκονταν κριτικά απέναντι στο κυρίαρχο πρότυπο του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Ειδική βαρύτητα αποδίδεται στο πώς συζητήθηκε το έργο του Λούκατς, με όλη την αντιφατικότητα της προσκόλλησής του στην κανονιστική σημασία μιας ορισμένης εκδοχής ρεαλισμού και την απόρριψη της μοντερνιστικής πεζογραφίας, το έργο των Ιταλών και Γάλλων μαρξιστών, αλλά και το έργο του Μπρεχτ.
Στη συνέχεια παρουσιάζεται η αντιπαράθεση σχετικά με τη δημοσίευση στην Επιθεώρηση Τέχνης του διηγήματος Η Σιωπή του σοβιετικού συγγραφέα Γκράνιν. Παρότι το έργο δεν είχε ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις και παρότι δεν απείχε από την επίσημη γραμμή της «λελογισμένης» κριτικής στη γραφειοκρατία, θα αποτελέσει την αφορμή για την πρώτη μεγάλης κλίμακας παρέμβαση της ηγεσίας της ΕΔΑ στο περιοδικό, που είχε ως αποτέλεσμα και την αναμόρφωση της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού.
Η κομματική παρέμβαση δεν θα περιορίσει πάντως την έκταση των αντιπαραθέσεων σε σχέση με το περιοδικό, καθώς και στη δεκαετία του 1960 νέες συζητήσεις θα προκύψουν: Η προηγούμενη αντιπαράθεση σε σχέση με το εάν αρκεί η «πολιτική ορθότητα» ενός κειμένου για να το καταστήσει και λογοτεχνικά αξιόλογο επανέρχεται με αφορμή την έκδοση ποιητικής ανθολογίας με επιμέλεια γνωστών κριτικών της Αριστεράς. Πολύ μεγαλύτερη θα είναι η αντιπαράθεση με αφορμή την κριτική αντιμετώπιση των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα. Το γεγονός ότι ο Τσίρκας όχι μόνο πειραματίζεται με τα όρια της μορφής του μυθιστορήματος, αλλά και επιλέγει να δικαιώσει λογοτεχνικά το επισήμως καταδικασμένο από την ηγεσία του ΚΚΕ κίνημα της Μέσης Ανατολής, πυροδότησε μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Η Καραλή ορθά εντοπίζει ότι και οι δύο πόλοι της αντίθεσης (με εμβληματικές μορφές τον Μάρκο Αυγέρη ως βασικό επικριτή του Τσίρκα και τον Δημήτρη Ραυτόπουλο ως βασικό εκφραστή της θετικής αποτίμησης του Τσίρκα) κινούνται με έναν συμμετρικό τρόπο, διεκδικώντας ουσιαστικά την έκφραση της κομματικής «νομιμότητας», της προηγούμενης «δογματικής» ο Αυγέρης, της δυνητικής επόμενης και πιο «ανανεωτικής» ο Ραυτόπουλος.
Μεγάλη θα είναι, όμως, και η συζήτηση για την «ποίηση της ήττας», δηλαδή για την αποτίμηση εκείνων των ποιητικών και λογοτεχνικών έργων που θα αναμετρηθούν με το βίωμα της ήττας στον Εμφύλιο, ξεφεύγοντας έτσι από τα όρια της «υποχρεωτικής» αριστερής αισιοδοξίας, συζήτηση που θα ξεκινήσει με βάση ένα ομότιτλο άρθρο του Βύρωνα Λεοντάρη. Τέλος, σε αυτή την περίοδο η θεωρητική συζήτηση κυρίως επικεντρώνεται στο ερώτημα του ρεαλισμού, μέσα από την παρουσίαση των σχετικών συζητήσεων τόσο ανάμεσα στους μαρξιστές των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων, όσο και ανάμεσα σε εκείνους στις λαϊκές δημοκρατίες. Και εδώ η αναζήτηση μιας θεωρητικής υποστήριξης της ανανέωσης των μορφικών επιλογών και των κριτικών εργαλείων περνούσε σε μεγάλο βαθμό μέσα από την αναζήτηση νομιμοποίησης σε κείμενα και τοποθετήσεις που να μην μπορούν να θεωρηθούν ετερόδοξα. Όπως εύστοχα σχολιάζει η Καραλή πρόκειται για μια τακτική «για την άλωση της μονολιθικότητας με “επίσημα” μέσα» (Καραλή 2005: 264).
Στη συνέχεια η Καραλή εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η Επιθεώρηση Τέχνης θα εμπλακεί στη σταδιακή όξυνση των εσωκομματικών αντιπαραθέσεων στο ΚΚΕ (και κατά συνέπεια στην ΕΔΑ) από την περίοδο 1964-65 και μετά και παρουσιάζει αναλυτικά, με χρήση και αρχειακού υλικού, την ένταση των κομματικών πιέσεων πάνω στο περιοδικό. Στέκεται επίσης σε γεγονότα με ιδιαίτερη φόρτιση, όπως η διαμαρτυρία μελών της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού και άλλων διανοουμένων της Αριστεράς για την καταδίκη των σοβιετικών συγγραφέων Σινιάσκι και Ντάνιελ για συγγραφή «αντισοβιετικών έργων». Τονίζει παράλληλα το σημαντικό άνοιγμα του περιοδικού σε νέες κριτικές φωνές. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τρόπο που η αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα και τη σοβιετική ορθοδοξία αντανακλάται και στην εμφάνιση κειμένων δυτικών μαρξιστών, Ιταλών αλλά και Γάλλων όπως ο Γκαρωντύ, ή Αυστριακών όπως ο Έρνστ Φίσερ που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής τότε.
Η Καραλή παρουσιάζει επίσης αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο η Επιθεώρηση Τέχνης αντιμετώπισε ορισμένα δυτικοευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Μεγάλο βάρος δίνεται στη συζήτηση για τον υπαρξισμό, πόσο μάλλον που ο υπαρξισμός (όχι μόνο τα φιλοσοφικά κείμενα του Σαρτρ ή του Χάιντεγγερ, αλλά και ένα ευρύτερο θεωρητικό κλίμα) από τη μια ορίζεται ως κατεξοχήν θεωρητικός αντίπαλος για την Αριστερά, από την άλλη ασκεί πραγματική επίδραση και σε διανοουμένους στα όρια της Αριστεράς (τάση που ευνοείται και από την επιλογή του Σαρτρ, στη δεκαετία του 1950, να τοποθετηθεί πολιτικά στο πλευρό της Αριστεράς). Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι μέρος αυτής της συζήτησης στην Επιθεώρηση Τέχνης θα αποτελείται από κείμενα που στέκονται πάνω στο έργο του Σαρτρ (θετικά και αρνητικά). Ειδική έκφραση αυτής της συζήτησης νεότερων λογοτεχνικών ρευμάτων είναι και η αντιφατική στάση του περιοδικού απέναντι στους λογοτέχνες της «Σχολής της Θεσσαλονίκης» ή στους λογοτέχνες με έντονο το στοιχείο της μελαγχολίας και μιας αίσθησης «απουσίας νοήματος», αλλά και απέναντι σε άλλους λογοτέχνες που θα διαχειριστούν την ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής περιόδου με όρους και υπαρξιακής αγωνίας (Σαχτούρης, Σινόπουλος), στους εκφραστές του «αφηρημένου ανθρωπισμού» όπως ο Αντώνης Σαμαράκης, αλλά και τις εκδοχές νεο-ρεαλισμού.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα της Καραλή για την ιστορία της Επιθεώρησης Τέχνης. Η συγγραφέας τονίζει την αναμφίβολη σημασία που είχε η Επιθεώρηση Τέχνης για τη διαμόρφωση μιας αριστερής κριτικής στον τόπο μας, στέκεται όμως και στα πραγματικά όρια, τις αντιφάσεις ή τις «αμηχανίες» του περιοδικού. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι εντοπίζει τα ίδια τα όρια της απόπειρας του περιοδικού να λειτουργήσει με βάση ένα ορισμένο πρότυπο μαρξιστικής κριτικής. Τονίζει έτσι ότι το μεγαλύτερο μέρος των κριτικών που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό στάθηκαν αποκλειστικά στην «ιδεολογική λειτουργία του καλλιτεχνικού έργου, με [..] πλήρη υποτίμηση των παραστάσεων του νέου στη λογοτεχνική γραφή» (Καραλή 2005: 363) και με αυτό τον τρόπο δεν υπερβαίνουν μια κλασική προσέγγιση της κριτικής ως κρίσης με βάση κανονιστικά αξιώματα. Εκτιμά έτσι ότι δεν μπόρεσε να προσφέρει ένα πρότυπο μαρξιστικής κριτικής που να υπερβαίνει τη λογική των κανόνων και των προτύπων, εξ ου και η σχετική προτίμηση του περιοδικού προς μια ορισμένη εκδοχή ρεαλισμού 1 . Για την Καραλή ακόμη και σε κορυφαίες στιγμές της κριτικής δραστηριότητας της Επιθεώρησης Τέχνης, όπως π.χ. η θετική αποτίμηση της Τριλογίας του Τσίρκα, αυτό που μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης δεν είναι τόσο η αποτίμηση των θεωρητικών αλλά και μορφικών επιλογών του Τσίρκα, όσο η πολιτική εκτίμηση της ερμηνείας που προσφέρει για την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.
Γι’ αυτό και η τελική αποτίμηση που κάνει η Καραλή στέκεται ιδιαίτερα στην αντιφατικότητα του εγχειρήματος και την αδυναμία του να προσφέρει έναν αυτοτελή μαρξιστικό κριτικό λόγο, παρότι αναμετρήθηκε πραγματικά με το ερώτημα μιας κριτικής που να στηρίζεται σε ένα «λογοτεχνικό υπόδειγμα απαλλαγμένο από αγκυλώσεις σε αισθητικά πρότυπα προορισμένα να είναι απλώς “υπηρέτριες της πολιτικής” κατά την έκφραση του Κ. Πορφύρη» (Καραλή 2005: 370). Γι’ αυτό και h Καραλή καταλήgει ότι η «άνοιξη» στην οποία προσδοκούσε το περιοδικό «έμεινε ημιτελής, δεν ήταν όμως “χαμένη”» (Καραλή 2005: 371).
Κριτική αποτίμηση
Η βασική αρετή του βιβλίου της Καραλή είναι ότι επιτρέπει να συζητήσουμε την πραγματική αντιφατικότητα του εγχειρήματος της Επιθεώρησης Τέχνης. Από τη μια καταδεικνύει και τεκμηριώνει την αναμφισβήτητη συνεισφορά της ως προς τη διαμόρφωση μιας αριστερής παρέμβασης στην «πνευματική ζωή», δηλαδή σε εκείνο το πεδίο της ιδεολογικής λειτουργίας που κατεξοχήν σχετίζεται με την ανάπτυξη και πρόσληψη των «γραμμάτων». Τονίζεται έτσι ο τρόπος με τον οποίο η Επιθεώρηση Τέχνης παρουσίασε εξελίξεις στο λογοτεχνικό και ευρύτερα καλλιτεχνικό χώρο, ανέδειξε καινούργια ρεύματα, τόλμησε να παρουσιάσει απόψεις που ξέφευγαν από την κομματική ορθοδοξία και συνολικά συνέβαλε στην αναπαραγωγή στοιχείων μιας ορισμένης εκδοχής αριστερής ηγεμονίας στον «πνευματικό χώρο».
Από την άλλη, όμως, δεν παραβλέπει να παρουσιάσει ότι αυτή η προσπάθεια ταυτόχρονα είχε και όρια, που σχετίζονταν με τα όρια των μαρξιστικών τοποθετήσεων που επιλέγονταν ως σημεία αναφοράς (για παράδειγμα η επιμονή μέχρι τέλους μιας ρεαλιστικής πεζογραφίας), αλλά και με την αναπαραγωγή των αντιφάσεων του αριστερού κινήματος και στο εσωτερικό της.
Πιο συγκεκριμένα: η πρώτη αντίφαση που αναδεικνύεται είναι ότι σε μεγάλο βαθμό η Επιθεώρηση Τέχνης αναμετρήθηκε με σύνθετα ερωτήματα στηριζόμενη σε ένα τοπίο θεωρητικής ένδειας ως προς τη μαρξιστική συζήτηση. Αυτό αφορά τόσο τον Ελλαδικό χώρο, τη μακρόχρονη κυριαρχία του οικονομισμού, του δογματισμού και του εμπειρισμού, αλλά –ειδικά στη δεκαετία του 1950–την ανεπάρκεια του σοβιετικού μαρξισμού. Ο μαρξιστικός ανθρωπισμός, ως αναδυόμενη τότε ηγεμονική εκδοχή «ανανέωσης» του μαρξισμού, σε κανένα βαθμό δεν αποτελούσε επαρκές αντίδοτο στην μέχρι τότε ηγεμονία μιας στρεβλής εκδοχής του μαρξισμού, που θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια εξελικτικιστική και αναγωγιστική φυσικοϊστορική οντολογία. Ενίοτε αποτελούσε και συμπλήρωμά της –η περίπτωση Γκαρωντύ με το τεράστιο κύρος που είχε τότε το καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. Άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό οι θεωρητικές τομές τόσο στον μαρξισμό, όσο και συνολικά στις κοινωνικές επιστήμες, θα αναδείξουν τη σημασία ενός θεωρητικού αντιανθρωπισμού 2 .
Στο βαθμό που συγκεκριμένες εκδοχές του Μαρξισμού πλήρωναν το τίμημα της σταλινικής αποσιώπησης (π.χ. το έργο του Μπαχτίν ή του Βολοσίνοφ), άλλες εκδοχές ήταν ακόμη σχετικά άγνωστες (π.χ. το έργο του Γκράμσι –παρότι στην Επιθεώρηση Τέχνης θα πρωτοδημοσιευτούν κείμενά του–, ή η Κριτική θεωρία, που θα πρέπει να περιμένει τη Μεταπολίτευση) και άλλα ρεύματα ακόμη αναδύονταν (π.χ. το έργο του Αλτουσέρ και των μαθητών του), η Επιθεώρηση Τέχνης προσπάθησε να στοχαστεί τη διαφωνία της ή τις αποστάσεις της με τον σοβιετικό μαρξισμό χρησιμοποιώντας εν πολλοίς τα δικά του θεωρητικά εργαλεία.
Η δεύτερη αντίφαση αφορά το αντικείμενο που κατεξοχήν απασχόλησε τις σελίδες της Επιθεώρηση Τέχνης, δηλαδή τα λογοτεχνικά κείμενα3 . Εδώ οι συγγραφείς του περιοδικού βρέθηκαν επίσης αντιμέτωποι με ένα τοπίο θεωρητικής ένδειας. Αυτή, ειδικά στη δεκαετία του 1950, αφορούσε συνολικά όσους αναφέρονταν στον σοβιετικό μαρξισμό: Η κανονιστική έμφαση των κειμένων περί Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, ακόμη και όταν συναντιόταν με τη θεωρητική υποστήριξη του ρεαλισμού ως προτύπου από συγγραφείς όπως ο Λούκατς4 –και μέσα από την αποσιώπηση άλλων ρευμάτων– αναπαρήγαγε μια μάλλον μηχανιστική εκδοχή προσέγγισης του λογοτεχνικού φαινομένου. Αυτό, εκτός των άλλων, σήμαινε ότι όποιος αναφερόταν στη δυνατότητα μιας μαρξιστικής λογοτεχνικής κριτικής ήταν σε πρώτη φάση αποκομμένος από στοιχεία της θεωρητικής επανάστασης στην προσέγγιση των λογοτεχνικών φαινομένων που ήταν σε εξέλιξη, και δεν μπορούσε να απαντήσει στη βασική πρόκληση για οποιαδήποτε εκδοχή μαρξιστικής προσέγγισης των λογοτεχνικών κειμένων: να εξηγηθούν όχι μόνο οι ιστορικές, κοινωνικές, ιδεολογικές αναφορές μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, αλλά και το γιατί αυτές οι αναφορές παίρνουν αυτή τη συγκεκριμένη μορφή (Eagleton 1976: 6).
Όταν μιλάμε για θεωρητική επανάσταση στην προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων αναφερόμαστε πρώτα από όλα στη μετατόπιση της έμφασης από το θέμα του περιεχομένου και των αξιολογικών - κανονιστικών κριτηρίων προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου, στο ερώτημα εκείνων των αντικειμενικών, μορφικών γνωρισμάτων που ορίζουν τη λογοτεχνικότητα ως τέτοια, έμφαση που χαρακτήρισε από διαφορετικές αφετηρίες την Αγγλοσαξονική «Νέα Κριτική», το ρωσικό φορμαλισμό, τις δομιστικές και μεταδομιστικές προσεγγίσεις5 .
Ειδικότερα θα μπορούσαμε να σταθούμε στην παράξενη διαδρομή της έννοιας της –γλωσσικής και όχι μόνο– δομής6 : από τη γλωσσολογία στις αρχές του 20ου αι. (κυρίως με το έργο του Saussure [1979]), στη δυνατότητα μιας επιστημονικής τεκμηρίωσης της στροφής των φορμαλιστών7 στη μορφή (Jacobson 1960), στην ανθρωπολογία (με το τεράστιο έργο του Κλωντ Λεβύ Στρως) αλλά και στην κριτική της λογοτεχνίας (π.χ με το έργο του Μπαρτ [Μπαρτ 1983, Μπαρτ 1973]) ή την ψυχανάλυση (Λακάν [Lacan 1977]). Ανεξαρτήτως των αντιφάσεων και των ορίων των δομιστικών προσεγγίσεων, αντικειμενικά θα πυροδοτήσουν μια έκρηξη στις επιστήμες του ανθρώπου και θα επαναστατικοποιήσουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το λογοτεχνικό φαινόμενο. Ακόμη και ρεύματα κριτικής που θα οριστούν σε αντιπαλλότητα με τις δομιστικές προσεγγίσεις, όπως η αποδόμηση, θα μοιράζονται με τον «κλασικό» δομισμό την έμφαση στην εξέταση του ίδιου του κειμένου, στην προκειμένη περίπτωση ως του πεδίου όπου καταγράφεται η ίδια η εγγενής αντιφατικότητα των πρακτικών λόγου (Derrida 2002). Θα ασκήσει επίδραση, όμως, και στον χώρο του μαρξισμού, κυρίως με την έννοια ότι έθεσε ένα ορισμένο πεδίο θεωρητικών ερωτημάτων (πώς παράγεται το λογοτεχνικό κείμενο ως τέτοιο, με ποιους μηχανισμούς μπορεί να παραχθεί ή / και να προσληφθεί ένα κείμενο ως λογοτεχνικό ), που, ακόμη και ως αφορμή για αντιρρήσεις, έδωσε νέα ώθηση στη μαρξιστική προσέγγιση της λογοτεχνίας. Οι συνέπειες αυτής της αλλαγής θεωρητικής έμφασης είναι εμφανείς είτε κανείς διαβάσει π.χ. την προσπάθεια του Μασερέ να ορίσει τους όρους παραγωγής του λογοτεχνικού κειμένου ως συμπύκνωσης ιδεολογικών αντιφάσεων (Macherey 1966? Μασερέ / Μπαλιμπάρ 1981), είτε την προσπάθεια του Τζέημσον να αναμετρηθεί με το ερώτημα πώς είναι δυνατό τα λογοτεχνικά κείμενα να είναι ταυτόχρονα οι τόποι όπου αρθρώνονται μορφές ιδεολογικής ταξικής ηγεμονίας αλλά και τα πεδία όπου έστω και υποτελώς αρθρώνονται «ουτοπικές» δυναμικές κοινωνικού μετασχηματισμού (Jameson 1974, Jameson 2002)8 .
Όμως, στη φάση στην οποία βρισκόμαστε, τέτοιες θεωρητικές συνθέσεις, αλλά και μια σειρά από άλλες σημαντικές θεωρητικές εξελίξεις, είναι ακόμη έξω από τις προσλαμβάνουσες του κύριου όγκου των μαρξιστών κριτικών, ειδικά στον ελλαδικό χώρο.
Οι δύο αυτές αντιφάσεις, προφανώς και δεν αποτελούν σφάλματα των ίδιων των συντακτών της Επιθεώρησης Τέχνης. Αποτελούν ένα αντικειμενικό πλέγμα θεωρητικών και ιδεολογικών αντιφάσεων που μπορεί να εξηγήσει και το εν πολλοίς ανολοκλήρωτο του διαβήματός τους. Η επαναλαμβανόμενη προτίμηση προς τον ρεαλισμό, η απόρριψη των ανεικονικών εικαστικών έργων, η ταλάντευση ανάμεσα στο εάν ένα έργο κρίνεται με όρους «μορφής» ή «περιεχομένου» (με την έμφαση στο δεύτερο…) αποδεικνύουν ακόμη μια εκδοχή λογοτεχνικής κριτικής που χαρακτηρίζεται και από έντονο εμπειρισμό και από την έμφαση σε κανονιστικά ιδεολογικά κριτήρια. Η αδυναμία αναμέτρησης με όλες τις πλευρές του λογοτεχνικού και εικαστικού μοντερνισμού και η αδυναμία συνειδητοποίησης ότι αυτό που καθιστά ιδεολογικά ενεργό ένα κείμενο είναι η αντιφατικότητά του και όχι η «ορθή» τοποθέτησή του, σηματοδοτεί τα όρια μιας αντικειμενικής θεωρητικής καθυστέρησης.
Αυτό δεν μειώνει την οξυδέρκεια αρκετών από τις κριτικές επισημάνσεις που έγιναν από την Επιθεώρηση Τέχνης, ούτε βέβαια και τη θέση που πήρε σε μια σειρά από διχογνωμίες (προφανώς η προτίμηση προς τον Τσίρκα σε βάρος π.χ. του Κώστα Κοτζιά σήμερα φαντάζει ακόμη περισσότερο δικαιωμένη). Αναδεικνύει, όμως, τα όρια της παρέμβασής της και τον τρόπο με τον οποίο, έστω και αναγκαστικά, συντονίστηκε με τη δυσπιστία απέναντι στη θεωρία, που θα χαρακτηρίσει μεγάλο μέρος της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής9 .
Σε αυτές τις θεωρητικές αντιφάσεις θα πρέπει να προσθέσουμε και ορισμένες πολιτικές αντιφάσεις. Η Καραλή ορθά υποστηρίζει ότι είναι λάθος η Επιθεώρηση Τέχνης να αντιμετωπίζεται μόνο με βάση την εξιδανικευμένη εικόνα του κέντρου αντίστασης απέναντι στις κομματικές παρεμβάσεις, ακόμη και εάν δεχτούμε ότι αυτή ήταν η κύρια πλευρά της διαδρομής της. Η Επιθεώρηση Τέχνης αντικειμενικά ενεπλάκη σε μια αντιπαράθεση πολιτικών κέντρων μέσα στην Αριστερά και πιο συγκεκριμένα την αντιπαράθεση ανάμεσα σε «ορθόδοξα» και «ανανεωτικά» στελέχη και την προσπάθεια να αναδιαταχθούν οι συσχετισμοί εντός της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ. Αυτό που έχει σημασία, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι τόσο καθαυτή η εμπλοκή αυτή, όσο το γεγονός ότι σήμαινε την εσωτερίκευση στο εγχείρημα της Επιθεώρησης Τέχνης μιας ακόμη αντίφασης του αριστερού κινήματος: Παρότι γύρω από το αίτημα της ανανέωσης του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος συσπειρώθηκαν, ήδη από πριν την δικτατορία, οι αγωνίες και οι αναζητήσεις των πιο πρωτοπόρων στοιχείων του κινήματος, εντούτοις το αίτημα αυτό της ανανέωσης αφενός, σε μεγάλο βαθμό διατυπώθηκε στο έδαφος κοινών ιδεολογικών τοποθετήσεων (οικονομιστικός, μηχανιστικός μαρξισμός) με την «ορθόδοξη» πλευρά, οι οποίες αφετέρου χαρακτηρίζονταν από εμφανώς δεξιόστροφες μετατοπίσεις, ως αποτέλεσμα και της εσωτερίκευσης της ήττας του Εμφυλίου. Αυτή η εξαρχής αντίφαση του «ανανεωτικού» ρεύματος (που θα οδηγήσει στην πολιτική τραγωδία του μεταπολιτευτικού ΚΚΕεσ.), δηλαδή η διατύπωση του αιτήματος της ανανέωσης ως προσπάθεια ρήξης με τη δυνατότητα ενός επαναστατικού επαναπροσδιορισμού της αριστερής στρατηγικής, αντικειμενικά θα χρωματίσει το εγχείρημα της Επιθεώρησης Τέχνης.
Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η αντιμετώπιση που είχε το βιβλίο της Καραλή υπήρξε από ορισμένες πλευρές άδικη, παρότι καλύπτει ένα πραγματικό κενό στη σχετική βιβλιογραφία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κριτική που δέχτηκε από τον κύριο επιζώντα του πυρήνα της συντακτικής επιτροπής της Επιθεώρησης Τέχνης, το Δ. Ραυτόπουλο10 : Η Καραλή εγκαλείται ουσιαστικά ότι δεν ύμνησε όσο έπρεπε την Επιθεώρηση Τέχνης, τη στιγμή που το ζητούμενο κάθε σχετικής μελέτης είναι να πάει ένα βήμα πιο μπροστά και να αναδείξει την αντιφατικότητα του συγκεκριμένου εγχειρήματος αλλά και του αριστερού κινήματος της εποχής, πέραν της όποιας θετικής αποτίμησης. Δεν είναι τυχαίο ότι δέχεται κριτική ακριβώς για τα σημεία της μελέτης που καταδεικνύει την εμπλοκή της Επιθεώρησης Τέχνης στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε «ανανεωτικές» και «δογματικές» πτέρυγες της ΕΔΑ. Επιπλέον, στην παρέμβαση του Ραυτόπουλου λανθάνει και μια ορισμένη ιστορική και ιδεολογική αναθεώρηση. Δεν ζητά μόνο θετική αποτίμηση του περιοδικού. Κυρίως ζητά η κριτική να συμμερίζεται τη δική του γνώμη ότι ήταν εκ των προτέρων αλυσιτελής κάθε δυνατότητα μιας μαρξιστικής λογοτεχνικής κριτικής ή συνολικά μιας μαρξιστικής τοποθέτησης στο φόντο του κομμουνιστικού «ολοκληρωτισμού»11 . Σεβαστή ως γνώμη, δεν μπορεί, όμως, να ανάγεται σε κανόνα.
Εν κατακλείδι
Η μελέτη της Αιμιλίας Καραλή δεν καλύπτει μόνο ένα μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας, αναφορικά με την ιστορία της αριστερής σκέψης και της λογοτεχνικής κριτικής στον τόπο μας. Επιτρέπει επίσης την ιστορική προσέγγιση ενός σημαντικού πεδίου των αντιφάσεων της ιστορικής Αριστεράς, προσφέροντας επαρκή τεκμηρίωση, αλλά και αφετηρίες για παραπέρα μελέτη. Γι’ αυτό και αξίζει πραγματικά να διαβαστεί.
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση
Althusser, Louis 1965, Pour Marx, Paris: Maspero.
Athusser, Louis 1967, «La querelle sur l’ humanisme», σε Louis Althusser, Ecrits Philosophiques et politiques, t. II, Paris : Stock / IMEC, 1995.
Derrida, Jacques 2002 [1967], Writing and Difference, London and New York: Routledge.
Dosse, Francois 1991, Histoire du structuralisme, 2 τ., Paris: La Decouverte.
Eagleton, Terry 1976, Marxism and Literary Criticism, Berkley and Los Angeles: University of California Press.
Eagleton, Terry, 1983, Literary Theory. An Introduction, Oxford: Blackwell.
Jacobson, Roman 1960, «Linguistics and poetics» σε Lodge / Wood (eds.) 2 2000.
Jameson, Fredric 1974, Marxism and Form. Twentieth-Century Dialectical Theories of Literature, Princeton: Princeton University Press.
Jameson, Fredric 2002 [1983], The Political Unconscious, London and New York: Routledge
Lacan, Jacques 1977, Ecrits: a selection, London: Tavistock.
Lodge, David and Nigel Wood (eds.), 2 2000, Modern Criticism and Theory. A reader, Harlow: Longmann.
Macherey Pierre, Pour une theorie de la production litteraire, Paris : Maspero.
Volosinov, Valentin Nikolaevic 1973, Marxism and the Philosophy of Language, New York and London: Seminar Press.
Ελληνόγλωσση
Αλτουσέρ, Λουί 1977, Απάντηση στον Τζον Λιούις, Αθήνα: Θεμέλιο.
Δημηρούλης, Δημήτρης 1993, Το φάντασμα της θεωρίας: λογοτεχνία, κριτική, ιστορία, Αθήνα: Πλέθρον.
Καλλιόρης, Γιάννης 2007, «Μανόλης Λαμπρίδης – Σταθμοί μιας πορείας», Σημειώσεις 64: 37-64.
Καραλή, Αιμιλία 2005, Μια ημιτελής Άνοιξη… Ιδεολογία, πολιτική και λογοτεχνία στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μασερέ Πιερ και Ετιέν Μπαλιμπάρ 1981, Μια υλιστική προσέγγιση της λογοτεχνίας και της γλώσσας, Αθήνα: Αγώνας.
Μπαρτ, Ρολάν 1973, Μυθολογίες / Μάθημα, Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα.
Μπαρτ, Ρολάν 1983 Ο Βαθμός Μηδέν της Γραφής / Νέα Κριτικά Δοκίμια, Αθήνα: εκδόσεις Ράππα.
Μπαχτίν, Μιχαήλ, 1980, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, Αθήνα: Πλέθρο.
Ραυτόπουλος, Δημήτρης 2006, Αναθεώρηση Τέχνης. Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της, Αθήνα: Σοκόλης.
Ραυτόπουλος, Δημήτρης 2007, «Χωρίς φόβο αλλά με πάθος. Συνέντευξη στην Όλγα Σέλλα», Καθημερινή 04/02/2007.
Saussure, Ferdinand de 1979, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Αθήνα: Παπαζήσης.
Τοντόροφ, Τσβετάν (επιμ.) 1995, Θεωρία Λογοτεχνίας. Κείμενα των Ρώσων Φορμαλιστών, Αθήνα: Οδυσσέας.
Φρομμ, Έριχ (επιμ.) 1976, Σοσιαλιστικός Ανθρωπισμός, Αθήνα: Μπουκουμάνης.
1.«Δεν αναπτύχθηκε όμως ένα ενιαίο συνθετικό πολυφωνικό σύστημα αξιολογικών κριτηρίων που να προέρχεται από τη συγκεκριμένη πρακτική και να αποτελεί ένα συνολικό έγκυρο αντίβαρο στην ηγεμονία της συντηρητικής ιδεολογίας» Καραλή 2005: 367.
2.Για μια παρουσίαση κειμένων «σοσιαλιστικού ανθρωπισμού» βλ. Φρομμ (επιμ.) 1976. Για τη σημασία του μαρξισμού ως θεωρητικού αντιανθρωπισμού βλ. Althusser 1965? Althusser 1967? Αλτουσέρ 1977.
3Ένδειξη και αυτή των ορίων ως προς την ανάπτυξη της θεωρίας αλλά και σημείο όπου η παρέμβαση της Επιθεώρησης Τέχνης συμπίπτει, ως προς τη δομή, με αυτή των «αστικών» περιοδικών λόγου και τέχνης: η ειδική έμφαση στη λογοτεχνία και τη λογοτεχνική κριτική, παρά σε άλλες πλευρές της θεωρίας Να θυμίσουμε άλλωστε ότι είναι ακόμη η χρυσή εποχή του δοκιμίου (και όχι του επιστημονικού άρθρου), όπου προβεβλημένοι διανοούμενοι μπορούσαν να ορίζουν ως θεωρητικό έργο το άθροισμα των επιφυλλίδων τους (βλ. π.χ. τα δοκιμιακά κείμενα του Άγγελου Τερζάκη ή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου).
4.Η τοποθέτηση αυτή δεν μειώνει την αξία, ούτε υποτιμά το φιλοσοφικό βάθος των αναλύσεων του Λούκατς για το λογοτεχνικό φαινόμενο. Εντοπίζει, όμως, τον τρόπο που αξιοποιήθηκε ως επικριτής πλευρών του λογοτεχνικού μοντερνισμού. Για μια παρουσίαση των απόψεων του Λούκατς βλ. Jameson 1974 και Eagleton 1976. Σημειώνουμε εδώ ότι στην περίπτωση της Επιθεώρησης Τέχνης ακόμη και ο πιο «ετερόδοξος» από τους τακτικούς συνεργάτες της, ο Μανόλης Λαμπρίδης, θα παραμείνει μέχρι τέλους επικριτικός απέναντι στις μη ρεαλιστικές πεζογραφικές προσεγγίσεις. Βλ. σχετικά Καλλιόρης 2007.
5Για μια επισκόπηση των εξελίξεων στη θεωρία στη λογοτεχνίας στον 20ο αιώνα βλ. Eagleton 1983 και Lodge / Wood 2000
6Για την εξέλιξη των δομιστικών προσεγγίσεων βλ. Dosse 1991.
7Για το έργο των φορμαλιστών βλ. Τοντόροφ (επιμ.) 1995.
8.Προφανώς και η αποτίμηση των προσεγγίσεων στη λογοτεχνία δεν εξαντλείται σε αυτές τις αναφορές. Θα μπορούσε κανείς, π.χ., να αναφερθεί στη σημασία που είχε και η εκ νέου ανακάλυψη του έργου των πρώιμων σοβιετικών μελετητών της λογοτεχνίας και της γλώσσας, όπως ο Μπαχτίν (Μπαχτίν 1980) ή ο Βολοσίνωφ (Volosinov 1973), που στις δεκαετίες 1920-1940 στάθηκαν στον εγγενώς κοινωνικό, αντιφατικό και «πολυγλωσσικό» χαρακτήρα των πρακτικών λόγου, υπερβαίνοντας έτσι κατά πολύ τον εγκλεισμό σε ζητήματα μορφής των φορμαλιστών, εντοπίζοντας την κοινωνική αντιφατικότητα εντός του λογοτεχνικού κειμένου. Ούτως ή άλλως αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι αφενός ο τρόπος με τον οποίο ο μαρξισμός από τη δεκαετία του 1960 τροφοδοτήθηκε από τα ερωτήματα –και τις αντιφατικές απαντήσεις– που προέκυπταν εντός άλλων ρευμάτων, αφετέρου το γεγονός ότι μικρό μέρος του αποήχου αυτών των συζητήσεων μπόρεσε να φτάσει στην προδικτατορική ελληνική Αριστερά
9Για το θέμα της δυσπιστίας απέναντι στη θεωρία στη μεταπολεμική νεοελληνική κριτική βλ. Δημηρούλης 1993.
10Βλ. σχετικά Ραυτόπουλος 2006. Σημειώνουμε εδώ ότι το βιβλίο του Ραυτόπουλου αποτέλεσε την αφορμή εκτενούς αφιερώματος στην Επιθεώρηση Τέχνης στο ένθετο περιοδικό Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (13/04/2007), αφιέρωμα το οποίο διακρίνεται από τη σχετική αποσιώπηση της μελέτης της Καραλή, αλλά και από την απουσία κριτικής εμβάθυνσης στις αντιφάσεις του εγχειρήματος της Επιθεώρησης Τέχνης .
11Για τη συνολικά επικριτική και επιφυλακτική στάση του Ραυτόπουλου απέναντι στην έννοια της Αριστεράς βλ. Ραυτόπουλος 2007