Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς προσεγγίζει τα παράγωγα προϊόντα με ένα ιδιαίτερα καινοτόμο τρόπο. Η πλειονότητα των βιβλίων χρηματοοικονομικής ανάλυσης που μελετά τα είδη και τη λειτουργία των παράγωγων προϊόντων εστιάζει κυρίως στη χρηματοοικονομική και μαθηματική διάσταση των παράγωγων προϊόντων, παρουσιάζοντας και αναλύοντας τις μεθόδους τιμολόγησής τους καθώς και τις στρατηγικές εμπορίας τους, αποτυγχάνοντας να εκτιμήσει τις κοινωνικές διαδικασίες των οποίων και είναι τμήμα η αγορά παραγώγων. Οι συγγραφείς καινοτομούν εξετάζοντας τις ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές επιδράσεις των παραγώγων, τον τρόπο λειτουργίας τους στα πλαίσια της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας και την επίδρασή τους στη συσσώρευση του κεφαλαίου και στις ταξικές σχέσεις. Τα παράγωγα, σύμφωνα με τους συγγραφείς, μετασχηματίζουν όχι μόνο τη χρηματοπιστωτική σφαίρα αλλά και το τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό συμβαίνει διότι μετασχηματίζουν το σύστημα υπολογισμών στο καπιταλιστικό σύστημα και εξ’ αυτού μετασχηματίζουν τον τρόπο οργάνωσής του. Στόχος του βιβλίου, όπως τον θέτουν οι συγγραφείς, είναι να εξηγηθεί ο κοινωνικός ρόλος των παραγώγων.
Τι είναι όμως τα παράγωγα προϊόντα; Όπως ορίζει και η ονομασία τους τα παράγωγα είναι χρηματοοικονομικά προϊόντα των οποίων η αξία παράγεται/προκύπτει από την αξία των προϊόντων (χρηματοοικονομικών ή μη) στα οποία βασίζονται (υποκείμενα προϊόντα). Βέβαια, όπως αναφέρουν οι D. Bryan και M. Rafferty, η παραδοσιακή αυτή έννοια των παραγώγων είναι αρκετά περιοριστική. Υπαινίσσεται ότι τα υποκείμενα προϊόντα είναι αυτά που έχουν «πραγματική» και πρωτεύουσα σημασία και ότι τα παράγωγα προϊόντα είναι κατά μια έννοια δευτερεύουσας σημασίας. Συνεπώς, βάσει του ανωτέρω ορισμού, οι τιμές των παραγώγων εξαρτώνται και καθορίζονται από τις τιμές των υποκείμενων προϊόντων. Ωστόσο, πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι πρώτα σχηματίζονται οι τιμές στην αγορά των παραγώγων και εν συνεχεία επιβάλλονται στις αγορές τοις μετρητοίς. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, η εμπειρική αυτή διαπίστωση επισημαίνει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το ρόλο που διαδραματίζουν τα παράγωγα προϊόντα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα προϊόντα άρχισαν να αναπτύσσονται και να εξαπλώνονται με ραγδαίους ρυθμούς από το 1980 και μετά. Βέβαια, οι πρώτες οργανωμένες προθεσμιακές αγορές έκαναν την εμφάνιση τους στις αρχές του 16ου αιώνα με τη δημιουργία προθεσμιακής αγοράς ρυζιού στην Ιαπωνία (συμβόλαια μελλοντικών αγοραπωλησιών συγκεκριμένων ποσοτήτων ρυζιού σε καθορισμένες τιμές). Μάλιστα οι Ιάπωνες ανέπτυξαν μια σειρά από βασικούς κανόνες για την ομαλή, ασφαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς αυτής. Οι κανόνες αυτοί αποτελούν μέχρι και σήμερα τη βάση λειτουργίας των παραγώγων αγορών. Το 17ο αιώνα στην Ολλανδία λειτουργεί η προθεσμιακή αγορά τουλίπας. Από το 18ο και το 19ο αιώνα αρχίζουν να δημιουργούνται προθεσμιακές αγορές και σε άλλες χώρες ανά τον κόσμο, όπως στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Όπως ήταν φυσικό τα πρώτα προϊόντα για τα οποία δημιουργήθηκαν προθεσμιακές αγορές ήταν τα αγροτικά προϊόντα. Στην πορεία του χρόνου και καθώς οι συνθήκες μεταβάλλονταν δημιουργήθηκαν προθεσμιακές αγορές και για άλλα προϊόντα.
Έτσι άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους χρηματοοικονομικά παράγωγα προϊόντα που έχουν ως υποκείμενη αξία μετοχές, ομόλογα, χρηματιστηριακούς δείκτες, συναλλαγματικές ισοτιμίες κλπ. Σύμφωνα με τους συγγραφείς η εξέλιξη των σύγχρονων αγορών παραγώγων σχετίζεται με τις τάσεις διεθνοποίησης, την «εγκατάλειψη» του «Κεϋνσιανού» εθνικού υποδείγματος ρύθμισης, την κατάρρευση της συμφωνίας του Βretton Woods και την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών, την αυξανόμενη σημασία της διεθνούς χρηματοδότησης για τις επενδύσεις, τη διεθνοποίηση του εμπορίου και την ανάδυση της πολυεθνικής επιχείρησης ως μορφής της επιχειρηματικής οργάνωσης.
Η ανάλυση των συγγραφέων, όπως δηλώνουν και οι ίδιοι άλλωστε, είναι εμφανώς επηρεασμένη από τη Μαρξιστική θεωρία. Αξίζει να σημειωθεί όμως πως δεν αποδέχονται μια αντίληψη κοινή σε αρκετές ετερόδοξες και μαρξιστικές προσεγγίσεις περί «διχοτομίας» ανάμεσα στην «πραγματική οικονομία» των «αξιών», νοούμενων ως ποσοτήτων εργασίας που έχουν ενσωματωθεί στα «πραγματικά» εμπορεύματα, και στην «πλασματική» χρηματοπιστωτική σφαίρα, νοούμενη ως σφαίρα «κερδοσκοπίας». Υποστηρίζουν πως οι χρηματοπιστωτικές αγορές παίζουν έναν μάλλον κρίσιμο και ουσιώδη ρόλο στη διευρυμένη αναπαραγωγή και συσσώρευση του κοινωνικού κεφαλαίου. Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο σκέψης, τα παράγωγα κατανοούνται ως κύρια στηρίγματα του συστήματος ρύθμισης του κεφαλαίου, καθώς μετασχηματίζουν τις οικονομικές εκτιμήσεις, εντείνουν την διαδικασία του ανταγωνισμού οπουδήποτε και αν αναπτύσσονται και κάνουν τον καπιταλισμό πιο δυναμικό αλλά και πιο εύθραυστο, πιο περίπλοκο αλλά και πιο ολοκληρωμένο. Επιπροσθέτως, τα παράγωγα βελτιώνουν την ικανότητα του κεφαλαίου να κυριαρχεί και να εξαπλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παράγωγα αναμιγνύουν (δηλαδή φέρνουν σε άμεση συσχέτιση) όλες τις πιθανές μορφές αποδόσεων και κάνουν δυνατή τη σύγκριση της κερδοφορίας μεταξύ διαφορετικών περιουσιακών στοιχείων ή επενδύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Περιουσιακά στοιχεία ή επενδύσεις που δεν επιτυγχάνουν τα επιθυμητά επίπεδα κέρδους θα πρέπει να αναδιαρθρώνονται ή και να πωλούνται. Με τον τρόπο αυτό η διαδικασία της εξίσωσης του ποσοστού του κέρδους επιταχύνεται.
Το βιβλίο αποτελείται από εννέα κεφάλαια και τρεις θεματικές ενότητες. Το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί την εισαγωγή, όπου οι συγγραφείς παρουσιάζουν κάποιες από τις βασικές τους θέσεις τις οποίες αναπτύσσουν λεπτομερώς στα προσεχή κεφάλαια. Τονίζουν πως ένα από τα κίνητρά τους για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν να αναδείξουν πτυχές των παραγώγων που δεν είναι ευρέως γνωστές ή ξεκάθαρες, καθώς πολύ συχνά τα παράγωγα συνοδεύει η «ταμπέλα» της κερδοσκοπίας καθώς και ο περιορισμός της ανάλυσης συνήθως μόνο στο τεχνικό μέρος της τιμολόγησής τους. Έτσι στο κεφάλαιο αυτό γίνεται αναφορά στην έννοια των παραγώγων και στη σημασία που έχουν όχι μόνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα άλλα και για τη λειτουργία του καπιταλισμού.
Τα παράγωγα προϊόντα αποτελούν ένα βοηθητικό μέσο για τη διαχείριση του επιχειρηματικού κινδύνου. Σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχει η επιθυμία ανάληψης κινδύνου και τα παράγωγα προϊόντα διευκολύνουν αυτό που αποκαλείται κερδοσκοπία1. Όμως η κερδοσκοπία δεν μπορεί να αποτελεί σημείο εκκίνησης για τη μελέτη των παραγώγων ούτε μοναδικό σημείο αναφοράς στην κατανόησή τους. Αφενός, διότι το καπιταλιστικό σύστημα γενικά βασίζεται στην «κερδοσκοπία», με την έννοια ότι η βασική επιδίωξη κάθε μεμονωμένου κεφαλαίου είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους του. Αφετέρου διότι αυτό που κυρίως προσφέρουν τα παράγωγα προϊόντα είναι ένα μέσο για την απομάκρυνση - αντιστάθμιση του κινδύνου (hedging). Λέγοντας αντιστάθμιση εννοούμε την αγορά ή την πώληση παράγωγων τίτλων με σκοπό την εξουδετέρωση των κινδύνων που προέρχονται από τις αυξομειώσεις των τιμών των αγαθών ή τίτλων στις αγορές μετρητοίς.
Βέβαια, παρά το γεγονός ότι τα παράγωγα προϊόντα αποτελούν εργαλεία διαχείρισης του κινδύνου, μπορούν τα ίδια να δημιουργήσουν νέο ή και νέους κινδύνους. Στην περίπτωση που η διαδικασία της αντιστάθμισης δεν επιτύχει, ένας επενδυτής ή μια επιχείρηση μπορεί όχι μόνο να μην διασφαλιστεί από τον κίνδυνο αλλά να βρεθεί και σε πιο δυσχερή από πριν θέση. Μάλιστα, μια άστοχη διαχείριση κινδύνου μέσω των παραγώγων (σε περίπτωση που κατέχει κεντρική και ουσιώδη θέση στις συμβατικές στρατηγικές διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου) μπορεί να οδηγήσει ακόμη σε κατάρρευση μιας εταιρείας, όπως έγινε στην περίπτωση της Long Term Capital Management, της WorldCom και της Enron2 .
Η σπουδαιότητα των παραγώγων όμως δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι αποτελούν πολύτιμα εργαλεία για τη διαχείριση του επιχειρηματικού κινδύνου. Σύμφωνα με τους D. Bryan και M. Rafferty, τα παράγωγα ως σύστημα, ως ένα δίκτυο διεθνές, έχουν δύο πολύ σημαντικές ιδιότητες:
- Συνδέειν (Binding) 3 : Τα παράγωγα εναρμονίζουν τις σημερινές με τις μελλοντικές τιμές και υπό αυτή την έννοια συνδέουν το παρόν με το μέλλον.
- Αναμιγνύειν (Blending): Τα παράγωγα συνδυάζουν (αναμιγνύουν) διακριτά περιουσιακά στοιχεία σε ένα σύνθετο.
Τα κεφάλαια 2,3 και 4 αποτελούν την πρώτη θεματική ενότητα του βιβλίου: «Παράγωγα ως κεφάλαιο». Η ενότητα αυτή αποτελεί μια ιστορική και αναλυτική εισαγωγή στα παράγωγα, αναπτύσσοντας την άποψη πως τα παράγωγα αποτελούν μια νέα μορφή κεφαλαίου.
Στο δεύτερο κεφάλαιο: Μια Νέα Προοπτική στο Ρόλο του Χρηματοοικονομικού Συστήματος, το ενδιαφέρον της μελέτης εστιάζεται στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές επιστήμες διερευνούν και αντιλαμβάνονται ζητήματα που αφορούν τη χρηματοπιστωτική σφαίρα και τα παράγωγα προϊόντα. Στόχος του κεφαλαίου είναι να διαφοροποιηθεί από την απλή αντιπαράθεση απόψεων υπέρ της χρήσης των παραγώγων (εργαλεία διαχείρισης του κινδύνου) ή κατά (εργαλεία κερδοσκοπίας) και να εξερευνήσει το πεδίο της επίπτωσης των παραγώγων στην οικονομική (και όχι μόνο) ζωή, καθώς μετασχηματίζουν ένα ευρύ μέρος των πτυχών της σύγχρονης οικονομικής τάξης.
Πριν αναφερθούν σε κοινωνικές θεωρίες και αρχές που εξετάζουν τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, οι συγγραφείς μελετούν και παραθέτουν εν συντομία απόψεις δύο παραδοσιακών σχολών οικονομικής σκέψης και ανάλυσης του χρήματος και του χρηματοοικονομικού συστήματος: των Νεοκλασικών Οικονομικών (ορθόδοξη παράδοση) και του Κεϋνσιανισμού (ετερόδοξη παράδοση). Επιπλέον, γίνεται αναφορά και στη Μαρξιστική θεωρία (που όπως έχουμε επισημάνει επηρεάζει την ανάλυση τους). Η μελέτη ενός εύρους κοινωνικών θεωριών και αρχών που ασχολούνται επισταμένα με το χρηματοπιστωτικό σύστημα οδηγεί στην εξαγωγή του συμπεράσματος πως για τις κοινωνικές επιστήμες τα χρηματοοικονομικά παράγωγα αποτελούν «μαύρο κουτί». Το γεγονός αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι οι κοινωνικές επιστήμες μελετούν τα παράγωγα εστιάζοντας σε συζητήσεις και αντιπαραθέσεις γύρω από τον ρόλο τους στην παγκοσμιοποίηση και την οικονομική απελευθέρωση, μη λαμβάνοντας υπόψη (ή και αγνοώντας) τη χρηματοοικονομική και μαθηματική τους διάσταση. Η γνώση όμως των μηχανισμών λειτουργίας των παράγωγων προϊόντων είναι μεγάλης σημασίας για την κατανόηση ευρύτερων κοινωνικών θεμάτων που συνδέονται με τη λειτουργία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και των χρηματοοικονομικών αλλαγών.
Μέσα από την αναφορά τους στην εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος και στο ρόλο που παίζουν τα παράγωγα στην εξέλιξη αυτή, διαπιστώνεται πως η ιδιότητα του «αναμιγνύειν» (blending) που έχουν τα παράγωγα, όπου μια μορφή κεφαλαίου μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας άλλης μορφής κεφαλαίου, οδηγεί σε συμμετροποίηση (commensuration) όλων των μορφών χρηματοπιστωτικών τίτλων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους συγγραφείς, η οργάνωση της αγοράς των παράγωγων προϊόντων δύναται να καλύψει την ανάγκη για την ύπαρξη ενός καθολικού – παγκόσμιου μέτρου της αξίας (ζήτημα που αναλύεται στο κεφάλαιο 6).
Στο τρίτο κεφάλαιο: Παράγωγα και Αγορές Παραγώγων, γίνεται αναφορά στα είδη των παράγωγων προϊόντων και στον τρόπο λειτουργίας των αγορών τους. Οι συγγραφείς δεν προβαίνουν σε συμβατική παρουσίαση των παράγωγων προϊόντων, επί παραδείγματι παρουσίαση και επεξεργασία των μεθόδων τιμολόγησής τους, των στρατηγικών που υπάρχουν όσον αφορά την εμπορία τους κλπ. Η παρουσίασή τους στηρίζεται στις δύο βασικές ιδιότητες των παραγώγων (binding και blending) και ως στόχο έχει να δείξει πώς τα παράγωγα συνδέονται με τη λειτουργία μιας καπιταλιστικής οικονομίας, πώς επηρεάζουν τη συσσώρευση κεφαλαίου και τις ταξικές σχέσεις και πώς η επίδρασή τους αυτή μεταβάλλεται καθώς και τα ίδια εξελίσσονται και μεταβάλλονται.
Ο κλασικός – παραδοσιακός ορισμός των παραγώγων, που στηρίζεται στην ιδέα πως η αξία του παράγωγου προϊόντος παράγεται από την αξία του υποκείμενου προϊόντος, θεωρείται από τους D. Bryan και M. Rafferty ως περιοριστικός, απλουστευμένος και ίσως παραπλανητικός, καθώς ο κοινωνικός και οικονομικός ρόλος των παραγώγων μπορεί να διευρύνει τους ορίζοντες κατανόησης της έννοιάς τους. Ωστόσο, ως αφετηρία χρησιμοποιούν τον ορισμό αυτό και μέσα από την ανάλυσή τους προσπαθούν να φανερώσουν και άλλες πτυχές της έννοιας και λειτουργίας των παραγώγων.
Τα κυριότερα είδη παράγωγων προϊόντων είναι τα ακόλουθα: Προθεσμιακά Συμβόλαια – Forwards, Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης – Futures, Δικαιώματα Προαίρεσης – Options και Συμφωνίες Ανταλλαγής – Swaps.
Τα προθεσμιακά συμβόλαια είναι δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ δύο ενδιαφερόμενων μερών (αγοραστή και πωλητή) για την αγοραπωλησία συγκεκριμένων μονάδων ενός αγαθού ή τίτλου (υποκείμενη αξία) σε συγκεκριμένη μελλοντική στιγμή και σε τιμή που καθορίζεται κατά τη στιγμή της συμφωνίας. Τα προθεσμιακά συμβόλαια είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των δύο ενδιαφερόμενων μερών και ως εκ τούτου τα συμβόλαια αυτά δεν προσφέρονται για δευτερογενή διαπραγμάτευση. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τα προθεσμιακά συμβόλαια με τη διαφορά ότι γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένες αγορές.
Τα δικαιώματα είναι συμφωνίες μεταξύ δύο ενδιαφερόμενων μερών (αγοραστή και πωλητή) για την αγοραπωλησία συγκεκριμένων μονάδων ενός αγαθού ή τίτλου (υποκείμενη αξία) σε συγκεκριμένη τιμή και έως μια χρονική στιγμή στο μέλλον. Η διαφορά τους από τα προθεσμιακά συμβόλαια και από τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης είναι ότι η υποχρέωση τήρησης των όρων του συμβολαίου μετατίθεται μόνο στον πωλητή του δικαιώματος. Ο αγοραστής διατηρεί το δικαίωμα να ανταποκριθεί στους όρους του συμβολαίου ή να το αφήσει να λήξει χωρίς να προβεί σε αγορά ή πώληση της υποκείμενης αξίας. Υπάρχουν δύο είδη δικαιωμάτων προαίρεσης. Το δικαίωμα αγοράς (Call Option) και το δικαίωμα πώλησης (Put Option). Στο δικαίωμα αγοράς, ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να αγοράσει την υποκείμενη αξία και ο πωλητής την υποχρέωση να την παραδώσει (πουλήσει). Στο δικαίωμα πώλησης, ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να πουλήσει την υποκείμενη αξία και ο πωλητής την υποχρέωση να δεχτεί την πώληση αυτή.
Οι συμφωνίες ανταλλαγής (Swaps) είναι συμφωνίες μεταξύ δύο ενδιαφερόμενων μερών να ανταλλάξουν χρηματικές ροές που πηγάζουν από διαφορετικούς τίτλους σε συγκεκριμένες μελλοντικές χρονικές στιγμές και κατά τρόπο και αναλογία που προσδιορίζονται τη στιγμή της συμφωνίας. Τα πιο σημαντικά και ευρέως χρησιμοποιούμενα είδη ανταλλαγών είναι: Οι ανταλλαγές συναλλάγματος (currency swaps) και οι ανταλλαγές επιτοκίων (interest rate swaps). Η ανταλλαγή συναλλάγματος είναι μια συμφωνία μεταξύ δύο μερών να ανταλλάξουν χρηματικές ροές που είναι εκφρασμένες σε διαφορετικό νόμισμα, στην τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία, με ταυτόχρονη ανάληψη της υποχρέωσης να αντιστρέψουν την ανταλλαγή αυτή σε προκαθορισμένη μελλοντική στιγμή και σε προκαθορισμένη μελλοντική ισοτιμία. Η συμφωνία αυτή καλύπτει και την πληρωμή των τόκων που αναλογούν στα ποσά που ανταλλάσσονται. Στις συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίου έχουμε την ανταλλαγή χρηματικών ροών που είναι εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα αλλά προέρχονται από τόκους που ναι μεν υπολογίζονται πάνω στο ίδιο ονομαστικό ποσό αλλά με διαφορετικό επιτόκιο.
Στα πλαίσια της ανάλυσης του παρόντος κεφαλαίου γίνονται ορισμένες πολύ σημαντικές διαπιστώσεις όσον αφορά τη λειτουργία και εξέλιξη των παραγώγων: 1) Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται μεγάλη αύξηση στις συναλλαγές παράγωγων προϊόντων που ως υποκείμενη αξία έχουν κάποιο χρηματοοικονομικό προϊόν (μετοχές, ομόλογα, επιτόκια, συναλλαγματικές ισοτιμίες κλπ.) 2) Οι συναλλαγές παράγωγων προϊόντων που διαπραγματεύονται εξω-χρηματιστηριακά (OTC derivatives)4 παρουσιάζουν μεγαλύτερη αύξηση, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, σε σύγκριση με τις συναλλαγές παράγωγων προϊόντων στις οργανωμένες χρηματιστηριακές αγορές. 3) Εν συγκρίσει με τις συναλλαγές προθεσμιακών συμβολαίων (forwards), συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και δικαιωμάτων προαίρεσης (options), οι συναλλαγές συμφωνιών ανταλλαγής (swaps) παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αύξηση και αναδεικνύονται στο πλέον εμπορεύσιμο είδος παράγωγων. 4) Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα προϊόντα, που άρχισαν να αναπτύσσονται ραγδαία από το 1980 και μετά, αναδεικνύονται σε πολύτιμο «εργαλείο» για τη διαχείριση και αντιστάθμιση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, οι οποίες αναδεικνύονται έτσι σε κινητήρια δύναμη της χρηματοπιστωτικής επέκτασης. 5) Εν αντιθέσει με την παραδοσιακή έννοια των παράγωγων προϊόντων, όπου η τιμή των παράγωγων προϊόντων εξαρτάται από την τιμή των υποκείμενων προϊόντων, σε αρκετές περιπτώσεις πρώτα σχηματίζονται οι τιμές στην αγορά των παραγώγων και εν συνεχεία επιβάλλονται στις αγορές τοις μετρητοίς.
Στο τέταρτο κεφάλαιο: Από τη Μετοχική Εταιρεία στα Χρηματοοικονομικά Παράγωγα, αναπτύσσεται η άποψη πως τα παράγωγα αποτελούν μια νέα έκφραση του κεφαλαίου. Μέσα από τη σύγκριση της εξέλιξης της μετοχικής εταιρείας (joint stock company) και των παραγώγων επιχειρείται να εντοπιστούν τα οικονομικά χαρακτηριστικά ιδιοκτησίας που ενσωματώνονται στα παράγωγα ως μορφή κεφαλαίου. Από την ανωτέρω ανάλυση οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι τα παράγωγα συνιστούν μια μορφή κεφαλαίου με ιδιοκτησία της «επίδοσης» της επιχείρησης, αλλά χωρίς ιδιοκτησία της ίδιας της επιχείρησης και πως ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσονται και αντιμετωπίζονται τα παράγωγα εμφανίζει πολλές ομοιότητες με την εμφάνιση και εξέλιξη της μετοχικής εταιρείας.
Τα παράγωγα ως μια νέα έκφραση του κεφαλαίου αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τη φύση του κεφαλαίου καθώς φανερώνουν τη διαμόρφωση μιας πιο αφηρημένης και γενικής μορφής κεφαλαίου, η οποία εισέρχεται στην κυκλοφορία ως χρηματοοικονομικό στοιχείο. Με τον τρόπο αυτό τα παράγωγα δίνουν στην ιδιοκτησία κεφαλαίου μια νέα ευελιξία και ρευστότητα με αποτέλεσμα τη σύγκλιση των κατηγοριών του κεφαλαίου και του χρήματος.
Μελετώντας την ιστορική εξέλιξη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας από τον ιδιοκτήτη - καπιταλιστή στη μετοχική εταιρεία και από εκεί στα χρηματοοικονομικά παράγωγα5 διαπιστώνουμε πως η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο εντείνει τις διαδικασίες κεφαλαιακού ανταγωνισμού, καθώς κάθε ένα στάδιο προσδίδει αφενός ολοένα και μεγαλύτερη ρευστότητα στην έννοια της ιδιοκτησίας και αφετέρου ολοένα και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα στην έννοια του κεφαλαίου. Μάλιστα τα παράγωγα αντιπροσωπεύουν μια μορφή κεφαλαίου που είναι εκ φύσεως ανταγωνιστική μιας και ενσωματώνει μια έντονη και καθοδηγούμενη από την αγορά συγκριτική αξιολόγηση διαφορετικών χρηματοοικονομικών στοιχείων ή επενδύσεων.
Μελετώντας την εξέλιξη της μετοχικής εταιρείας και των χρηματοοικονομικών παραγώγων διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία. Ενώ οι μετοχικές εταιρείες αναγνωρίζονταν ως νομική οντότητα από τα μέσα του 17ου αιώνα, μόλις τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισαν να γίνονται ευρέως αποδεκτές ως οργανωμένες μορφές κεφαλαίου. Αντιστοίχως, ενώ τα παράγωγα έχουν μια ιστορία πολλών αιώνων, τα χρηματοοικονομικά παράγωγα άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως κυρίως από το 1980 και μετά. Επιπροσθέτως, μέσα από την μελέτη της εμφάνισης και εξέλιξης τόσο της μετοχικής εταιρείας όσο και των χρηματοοικονομικών παραγώγων μετασχηματίζεται η αντίληψη (όπως είδαμε και στην προηγούμενη παράγραφο) που έχουμε για την έννοια του κεφαλαίου. Τέλος, εμφανίζεται μεγάλη ομοιότητα στα θέματα που αποτέλεσαν σημείο κριτικής και αντιπαράθεσης όσον αφορά την εμφάνιση και εξέλιξη της μετοχικής εταιρείας και των χρηματοοικονομικών παραγώγων6 .
Τα κεφάλαια 5,6 και 7 συνιστούν τη δεύτερη θεματική ενότητα του βιβλίου: «Παράγωγα, Χρήμα και Ανταγωνισμός». Στην ενότητα αυτή οι συγγραφείς αναπτύσσουν την άποψη πως τα παράγωγα αποτελούν μια νέα μορφή χρήματος που αγκυρώνει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στο πέμπτο κεφάλαιο Αγκυρώνοντας το Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, υποστηρίζεται η άποψη πως τα παράγωγα παίζουν το ρόλο που είχε ο χρυσός το 19ο αιώνα, δηλαδή της αγκύρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αναλυτικότερα, μέσω της ιδιότητας του «αναμιγνύειν» (blending), που επιτρέπει σε μια μορφή κεφαλαίου να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας άλλης μορφής κεφαλαίου, επιτυγχάνεται η συμμετροποίηση (commensuration) όλων των μορφών χρηματοπιστωτικών τίτλων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, τα παράγωγα εξασφαλίζουν τη συνέχεια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και προσφέρουν στους επενδυτές σταθερότητα στις ισοτιμίες μετατροπής μεταξύ διαφόρων περιουσιακών στοιχείων. Κατά συνέπεια, με όρους χρήματος, θα λέγαμε ότι τα παράγωγα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές σχέσεις παίζουν το ρόλο που έπαιζε ο χρυσός κατά τον 19ο αιώνα: Αγκυρώνουν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Βέβαια, ενώ ο χρυσός αποτελούσε ένα σταθερό σημείο αγκύρωσης, μιας και όλα τα εθνικά νομίσματα και οι τιμές των εμπορευμάτων είχαν την υποχρέωση να προσαρμόζονται στο χρυσό, τα παράγωγα θα λέγαμε πως προσφέρουν ένα πλωτό σημείο αγκύρωσης, ένα διαρκώς εξελισσόμενο και ευέλικτο δίκτυο μετατροπών που ενώνει τις παγκόσμιες αγορές τίτλων.
Για να υποστηρίξουν την ανωτέρω θέση οι συγγραφείς αναφέρονται στην εξέλιξη του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος από την εποχή που ίσχυε ο «κανόνας του χρυσού» (gold standard) μέχρι τις μέρες μας7. Κεντρική θέση στην αναφορά αυτή έχει το λεγόμενο μακροοικονομικό «πολιτικό τρίλημμα». Η ιστορία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει αποδείξει πως μια ανοιχτή εθνική οικονομία μπορεί να επιτύχει οποιουσδήποτε δύο, αλλά ποτέ ταυτόχρονα και τους τρεις, ακόλουθους στόχους:
- Εθνικές πολιτικές που αποσκοπούν στην υποστήριξη προτύπων κατανάλωσης και οργάνωσης της ζωής των εργαζομένων.
- Διασφάλιση σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
- Πολιτικές που αποσκοπούν στη ρύθμιση της ροής διεθνούς κεφαλαίου στη χώρα.
Επιπροσθέτως, οι συγγραφείς θέτουν και το σημαντικό ζήτημα της αποτυχίας της θεωρίας των «θεμελιωδών μεγεθών» (fundamentals), η οποία με βάση την ανάλυση των ισολογισμών και των αποδόσεων μιας επιχείρησης εκτιμά την (μελλοντική) αξία των περιουσιακών της στοιχείων ή την εξέλιξη της χρηματιστηριακής της αξίας. Η προσέγγιση αυτή αποτυγχάνει: Πρώτον, λόγω της μεταβλητότητας των τιμών των περιουσιακών στοιχείων (assets) και δεύτερον, λόγω του γεγονότος ότι οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να είναι για αρκετά μεγάλο διάστημα, ακόμη και σε πολύ ρευστές αγορές, μακριά από τις λεγόμενες «θεμελιώδεις» αξίες τους. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως το ίδιο συμβαίνει και με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Κατά συνέπεια, τα παράγωγα αποτελούν ένα μηχανισμό που επιτρέπει να αξιοποιηθεί το γεγονός ότι τα περιουσιακά στοιχεία έχουν τιμές που σχεδόν ποτέ δεν αντανακλούν τα λεγόμενα θεμελιώδη μεγέθη.
Το πρόβλημα στην περίπτωση της αγκύρωσης (anchoring) του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι να βρεθεί ένας τρόπος να δημιουργηθεί ένα σύστημα τιμών συνεκτικό έτσι ώστε να μπορεί να ανταλλαχτεί (η απόδοση από) μία μορφή κεφαλαίου με (την απόδοση από) μία άλλη με έναν τρόπο συστηματικό και προβλέψιμο. Τα παράγωγα επιλύουν αυτό το ζήτημα εφόσον αγκυρώνουν τις τιμές χωρικά και χρονικά, και κάθε μονάδα κεφαλαίου σε αυτό το σύνθετο συνολικό δίκτυο συμβολαίων μπορεί να αποτιμηθεί έναντι μίας άλλης. Επομένως, τα παράγωγα επιτελούν ένα ρόλο σταθερότητας των ισοτιμιών και των μεγάλης κλίμακας κεφαλαιακών ροών. Κατά συνέπεια, και έχοντας υπόψη το μακροοικονομικό πολιτικό «τρίλημμα», οι κυρίαρχες πολιτικές «θυσιάζουν» τις εθνικές πολιτικές υποστήριξης των προτύπων κατανάλωσης και οργάνωσης της ζωής των εργαζόμενων. Δηλαδή, προκρίνεται ένας «ανταγωνιστικός μισθός» και μία «ανταγωνιστική παραγωγικότητα» που να εγγυάται τις κεφαλαιακές αποδόσεις.
Τα παράγωγα προϊόντα δε διαθέτουν «εσωτερική αξία», όπως ο χρυσός, ούτε συνιστούν εθνικό χρήμα. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους συγγραφείς, για να μπορούν να «αγκυρώνουν» το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά ως μια μορφή «εμπορευματικού χρήματος», ζήτημα που αναλύεται στο επόμενο κεφάλαιο.
Στο έκτο κεφάλαιο, Νέο, Παγκόσμιο Καπιταλιστικό Χρήμα, οι συγγραφείς θεωρούν πως τα παράγωγα αποτελούν ένα νέο παγκόσμιο χρήμα το οποίο παράγεται από την αγορά και όχι από τα κράτη. Μάλιστα αυτή η «υπέρβαση» του εθνικού χρήματος είναι που επιτρέπει στα παράγωγα να παίξουν το ρόλο που είχε ο χρυσός το 19ο αιώνα, δηλαδή της αγκύρωσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μέσα από την ανάλυση του κεφαλαίου επιχειρείται η διερεύνηση αφενός της έννοιας και του είδους αυτού του νέου, παγκόσμιου, καπιταλιστικού χρήματος και αφετέρου των συζητήσεων και αντιπαραθέσεων γύρω από θέματα που αφορούν τη φύση και την έννοια του χρήματος.
Η σημασία της παρουσίασης των παραγώγων ως μια νέα μορφή χρήματος έγκειται στο γεγονός ότι τα παράγωγα δίνουν μια νέα προοπτική, μια νέα διάσταση στη λογική του χρήματος και στο ρόλο που αυτό παίζει στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου όπως αυτή εξελίσσεται κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Οι συγγραφείς εκτιμούν ότι αρκετές από τις παρανοήσεις που υπάρχουν σχετικά με το παγκόσμιο χρήμα μπορούν να ξεκαθαρίσουν (σε μικρό ή μεγάλο βαθμό) αν κατανοήσουμε το χρήμα μέσα από το πρίσμα των παράγωγων προϊόντων. Υποστηρίζουν ότι τα παράγωγα είναι ένα νέο είδος χρήματος που είναι άμεσα προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες συνθήκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης της τρέχουσας εποχής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι συγγραφείς: «Με τα παράγωγα, το χρήμα γίνεται η ενσάρκωση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού καθώς τα παράγωγα ενσωματώνουν, στη σύνθεση τους, τον ανταγωνιστικό υπολογισμό των σχετικών αξιών, συμπεριλαμβανομένων των μετατροπών μεταξύ συγκεκριμένων, υφιστάμενων μορφών χρήματος» (σ. 137).
Πριν αναπτύξουν την άποψη πως τα παράγωγα αποτελούν μια μορφή παγκόσμιου εμπορευματικού χρήματος, οι συγγραφείς εξετάζουν διάφορες σημαντικές αντιπαραθέσεις γύρω από την έννοια και το ρόλο του χρήματος. Μεταξύ άλλων αναφέρονται στο χρήμα ως κοινωνική σχέση8 και σε απόψεις της Κεϋνσιανής θεωρίας για το εθνικό - κρατικό χρήμα.
Το ερώτημα στο οποίο προσπαθούν να απαντήσουν οι συγγραφείς στο κεφάλαιο αυτό είναι το εξής: Εφόσον τα παράγωγα συντάσσονται με βάση εθνικά νομίσματα, τι είναι αυτό που τα κάνει περισσότερο «χρήμα» από τις ήδη υπάρχουσες μορφές χρήματος; Τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται είναι τα ακόλουθα: Πρώτον, τα παράγωγα εκπληρούν τις λειτουργίες του χρήματος με εξαίρεση αυτής του μέσου ανταλλαγής. Δεύτερον, επειδή θεωρούν ότι μπορούν να υπάρχουν μόνο δύο δυνατές μορφές χρήματος, εμπορευματικό και κρατικό, και τα παράγωγα προφανώς δεν είναι κρατικό χρήμα, τότε η μόνη λογική δυνατότητα που μένει είναι να αποτελούν εμπορευματικό χρήμα. Επιπρόσθετα, είναι χρήμα επειδή δεν αποτελούν απλές εκδηλώσεις ισοδυναμίας μεταξύ αντικειμένων που φέρουν αξία, αλλά υπολογισμούς των εμπεριεχόμενων αξιών, και μάλιστα αποκτούν αξία ακριβώς λόγω των ενσωματωμένων σε αυτά υπολογισμών. Με αυτή την έννοια αποτελούν εμπόρευμα και άρα και εμπορευματικό χρήμα. Αποτελούν μάλιστα ειδικά καπιταλιστική μορφή χρήματος επειδή μέσω αυτών θεμελιώνεται ένας ενεργός υπολογισμός, σε παγκόσμιο επίπεδο, της κερδοφορίας του εκάστοτε μεμονωμένου κεφαλαίου και επομένως στρώνεται ο «τάπητας» που απεικονίζει τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων.
Αναφορικά με τα ανωτέρω επιχειρήματα των D. Bryan και M. Rafferty θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε τα εξής: Κατά τον Μαρξ είναι χρήμα, α) αυτό που μετρά την αξία και β) αυτό που μπορεί άμεσα να ανταλλαγεί με κάθε άλλο εμπόρευμα. Το ζήτημα είναι ότι τα παράγωγα πρώτον δεν μετρούν αξία, αυτή μετριέται από τα εθνικά νομίσματα που αποτελούν τις μονάδες στις οποίες συντάσσονται τα συμβόλαια των παραγώγων και δεύτερο δεν μπορούν άμεσα να ανταλλαγούν με κάθε άλλο εμπόρευμα. Οι ίδιοι οι συγγραφείς έχουν συνείδηση αυτής της δυσκολίας γι’ αυτό τα ορίζουν ως χρήμα (και εμπόρευμα) αναφορικά με ορισμένες λειτουργίες του χρήματος (όχι όλες). Για να απαντήσουν στο ζήτημα ότι και άλλα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να παίζουν έναν ανάλογο ρόλο καταφεύγουν στην παγκόσμια σφαίρα, και ισχυρίζονται ότι στο επίπεδο αυτό είναι κυρίως τα παράγωγα που αναλαμβάνουν τον εσωτερικό υπολογισμό και τη συμμετροποίηση όλων των τύπων περιουσιακών στοιχείων και όλων των τύπων εθνικού χρήματος. Η αντίληψη πάλι αυτή βασίζεται στη θέση ότι ο καπιταλισμός «είναι παγκόσμιος» (δηλαδή ότι οι αιτιότητες που συνέχουν το καπιταλιστικό σύστημα εκδηλώνονται στις επαρκείς μορφές τους κυρίως στο παγκόσμιο επίπεδο9) , επομένως, υποστηρίζουν, πρέπει να αποκαλυφθεί ποιο είναι ουσιαστικά το παγκόσμιο χρήμα. Θεωρούν ότι τα παράγωγα συνιστούν το παγκόσμιο χρήμα διότι αυτά, παρακάμπτοντας σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις των συναλλαγματικών διακυμάνσεων, καθιστούν σύμμετρες, δηλαδή άμεσα συγκρίσιμες τις διαφορετικές κεφαλαιακές αποδόσεις. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτουν όμως εντελώς τη Μαρξική ανάλυση της μορφής της αξίας, στην οποία θεμελιώνεται και η έννοια του χρήματος ως «πραγμοποίηση» της κεφαλαιακής σχέσης.10
Τη θέση τους αυτή για τα παράγωγα ως καπιταλιστικό χρήμα αναπτύσσουν οι Bryan και Rafferty επίσης στο άρθρο τους «Το χρήμα στον καπιταλισμό, ή το καπιταλιστικό χρήμα;», που δημοσιεύθηκε στις Θέσεις τ. 97/2006, σσ. 49-74. Ο Κώστας Λαπαβίτσας, στο άρθρο του «Εξουσία και εμπιστοσύνη ως συστατικά στοιχεία του χρήματος και της πίστης», που δημοσιεύθηκε στο ίδιο τεύχος των Θλεσεων, σσ. 19-48, διατυπώνει την εξής κριτική στην αξίωση ότι τα παράγωγα συνιστούν χρήμα: «Τα παράγωγα εκφράζουν την εμπορευματοποίηση του δικαιώματος αγοράς και πώλησης ή του δικαιώματος κατοχής μιας ακολουθίας μελλοντικών τόκων (ή άλλων εσόδων) και όχι την εμπορευματοποίηση του κεφαλαίου γενικά, και ασφαλώς δεν παριστούν τα καθαυτό εμπορεύματα. Υπό καμιά έννοια δεν είναι χρήμα. Η λειτουργία συμμετροποίησης που επιτελούν, την οποία υπογραμμίζουν οι Μπράιαν και Ράφερτυ, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το κέλυφος της εμπορευματικής μορφής που τίθεται πάνω από τις στρατηγικές προστατευτισμού και κερδοσκοπίας στις οποίες εμπλέκονται διάφορα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία. Τα παράγωγα δεν έχουν κάποια εμφανή λειτουργία θησαυρισμού ή μέσου πληρωμής στην παγκόσμια αγορά και ασφαλώς δεν αποτελούν το “σημείο αγκύρωσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος”. Στο βαθμό που υφίσταται ένα τέτοιο σημείο αγκύρωσης σήμερα, αυτό είναι το δολάριο των ΗΠΑ […]» (σ. 45).
Το έβδομο κεφάλαιο: Παγκόσμιος Ανταγωνισμός, συνδέει τις ιδέες για τα παράγωγα ως νέα μορφή κεφαλαίου με τις ιδέες για τα παράγωγα ως νέα μορφή χρήματος, που αναπτύχθηκαν στα προηγούμενα τρία κεφάλαια, με απώτερο σκοπό να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο τα παράγωγα εντείνουν τη διαδικασία του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα παράγωγα μέσω της δυνατότητας συμμετροποίησης των διαφόρων μορφών κεφαλαίου ασκούν ανταγωνιστική πίεση στο κεφάλαιο να επιτύχει αποδόσεις ικανοποιητικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό η πίεση αυτή μεταφέρεται στην εργασία ως το κατεξοχήν μέσο με το οποίο το κεφάλαιο επιδιώκει να επιτύχει αυτές τις επιθυμητές αποδόσεις.
Οι συγγραφείς επικεντρώνονται στον τρόπο με τον οποίο το κάθε ατομικό κεφάλαιο προσπαθεί να περικόψει τα έξοδα και να αυξήσει τα έσοδά του γρηγορότερα από ότι οι ανταγωνιστές του, ώστε να κερδίσει ακόμη και ένα προσωρινό πλεονέκτημα στα κέρδη. Βέβαια, μια τέτοια προσπάθεια αποκτά ένα ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας καθώς η έννοια του κεφαλαίου δύναται να προσδιοριστεί με αρκετούς και διαφορετικούς τρόπους, που κάθε ένας μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες αναλύσεις και συμπεράσματα. Οι συγγραφείς εντοπίζουν τέσσερις έννοιες του κεφαλαίου που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια του ανταγωνισμού. Το κεφάλαιο ως εμπορευματικό κεφάλαιο (Κ1), το κεφάλαιο ως χρηματικό κεφάλαιο (Κ2), το κεφάλαιο ως ιδιωτικό κεφάλαιο (Κ3) και το κεφάλαιο ως κοινωνικό κεφάλαιο (Κ4). Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τις ανωτέρω έννοιες του κεφαλαίου καθώς το εμπορευματικό και το χρηματικό κεφάλαιο, διαμέσου των χρηματοοικονομικών παραγώγων, μετασχηματίζονται από αντικείμενα σε υποκείμενα του ανταγωνισμού.
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται για ακόμη μια φορά έκδηλη η επίδραση που έχει η Μαρξιστική θεωρία στην ανάλυση των συγγραφέων. Η σύνδεση μεταξύ των ιδεών του ανταγωνισμού, του κεφαλαίου και των μηχανισμών λειτουργίας των παράγωγων αγορών γίνεται μέσω αναφοράς στο κύκλωμα του ιδιωτικού κεφαλαίου, όπως αυτό παρουσιάζεται από τον Μαρξ στο 2ο τόμο του Κεφαλαίου. Το πρόβλημα συνέχειας που εντοπίζεται στο κύκλωμα αυτό, καθώς η αξία του εμπορευματικού και του χρηματικού κεφαλαίου (Κ1 και Κ2) τείνει να διαφοροποιείται ανάλογα με το χρόνο και το χώρο εις τον οποίο υπολογίζεται, φαίνεται να αντιμετωπίζεται με τη χρήση των παραγώγων. Τα παράγωγα παρέχουν τα μέσα (συμμετροποίηση) ούτως ώστε η αξία του εμπορευματικού και του χρηματικού κεφαλαίου να μπορεί να συγκρίνεται οπουδήποτε και αν αυτά βρίσκονται μέσα στο κύκλωμα, σε οποιοδήποτε χώρο και ανά πάσα στιγμή.
Ο ρόλος που παίζουν τα παράγωγα στα πλαίσια του παγκόσμιου ανταγωνισμού είναι πολύ σημαντικός. Καταρχάς, αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των τεσσάρων μορφών του κεφαλαίου. Επιπροσθέτως, επιτρέπουν τη σύγκριση της αξίας μιας οποιασδήποτε μορφής κεφαλαίου με την αξία μιας άλλης οποιασδήποτε μορφής σε οποιοδήποτε χώρο και ανά πάσα στιγμή. Κατ’ επέκταση εντείνουν τη διαδικασία του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο11 .
Τα κεφάλαια 8 και 9 αποτελούν την τρίτη θεματική ενότητα του βιβλίου: Συζητήσεις γύρω από τα παράγωγα. Στην ενότητα αυτή οι συγγραφείς αναφέρονται σε θέματα που αποτέλεσαν και αποτελούν σημείο αναφοράς και αντιπαραθέσεων γύρω από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα και το ρόλο των παράγωγων προϊόντων.
Το κεφάλαιο οκτώ: Κερδοσκοπία, Παράγωγα και Κεφαλαιακοί Έλεγχοι, παρουσιάζει μια από τις πλέον διαδεδομένες κριτικές που υφίστανται τα παράγωγα προϊόντα και που έχει να κάνει με το ρόλο που αυτά παίζουν στην κερδοσκοπία. Μέσα από την ανάλυση του κεφαλαίου αυτού οι συγγραφείς δεν επιχειρούν να υπερασπιστούν τα παράγωγα προϊόντα, άλλωστε αναγνωρίζουν ότι η κερδοσκοπία υπάρχει στις αγορές παραγώγων, αλλά να επισημάνουν ότι η λήψη μέτρων για τον έλεγχο των παράγωγων αγορών και την αντιμετώπιση και περιορισμό της κερδοσκοπίας αποτελεί έργο δύσκολο και με αμφίβολα αποτελέσματα. Αυτό συμβαίνει γιατί όπως χαρακτηριστικά γράφουν, «τα παράγωγα αποτελούν μια σημαντική έκφραση των καπιταλιστικών σχέσεων, όχι μια παθολογική ανάπτυξη» (σ. 197).
Τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα μπορεί να μην αποτελούν το αίτιο της κερδοσκοπίας ωστόσο πολύ συχνά δέχονται σκληρές κριτικές καθώς αυξάνουν το βαθμό μόχλευσης στην κερδοσκοπία, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και η μεταβλητότητα των τιμών. Επιπροσθέτως, τα χρηματοοικονομικά παράγωγα προϊόντα, και κυρίως οι συμφωνίες ανταλλαγής – swaps, μέσω της ιδιότητας του «αναμιγνύειν», όπου μια μορφή κεφαλαίου μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας άλλης μορφής κεφαλαίου, δύναται να δημιουργήσουν αρκετές παρανοήσεις. Αναλυτικότερα, μέσω του «αναμιγνύειν» η υποχρέωση μιας επιχείρησης μπορεί να εμφανιστεί ως απαίτηση, βραχυπρόθεσμες χρηματικές ροές μπορεί να εμφανιστούν ως μακροπρόθεσμες χρηματικές ροές κλπ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι οι συμφωνίες ανταλλαγής δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό της επιχείρησης μπορεί να δημιουργήσει λανθασμένες και παραπλανητικές εντυπώσεις όσον αφορά τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη μιας επιχείρησης.
Οι συγγραφείς ως παράδειγμα μέτρου για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της κερδοσκοπίας αναφέρουν το «Φόρο Τόμπιν». Πρόκειται για φόρο που προτείνεται να επιβληθεί στον κύκλο εργασιών των αγορών ξένου συναλλάγματος. Ωστόσο, το μέτρο αυτό, όπως και άλλα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για τον έλεγχο της αγοράς των παραγώγων και τον περιορισμό της κερδοσκοπίας, είναι δύσκολο να επιτύχει. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο τέτοιου είδους μέτρα να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την περιπλοκότητα της φύσεως των χρηματοοικονομικών παράγωγων προϊόντων και ιδίως τα προβλήματα της κερδοσκοπίας / μόχλευσης και του αναμιγνύειν που συνοδεύουν τα παράγωγα προϊόντα12 .
Στο κεφάλαιο εννέα, Τα Παράγωγα και η Ανάπτυξη των Καπιταλιστικών Σχέσεων, οι συγγραφείς αναφέρουν εν συντομία τις ρυθμιστικές λειτουργίες των παραγώγων και τον ρόλο που διαδραματίζουν στη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος ως συνόλου. Επιπροσθέτως, εξετάζουν την κοινωνική διάσταση των παράγωγων προϊόντων και τη γνώση που παρέχουν για τον τρόπο που μετασχηματίζονται οι κοινωνικές σχέσεις.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, αν δούμε τις κρατικές ρυθμίσεις ως διευκολύνσεις της παγκόσμιας ολοκλήρωσης και συνεργασίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, τα παράγωγα προϊόντα δεν αποτελούν ακραία έκφραση απελευθέρωσης (deregulation), αλλά αντιθέτως, μέρος μιας νέας αναδυόμενης ρυθμιστικής διαδικασίας. Καθώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, οι πιθανότητες επιτυχίας παραδοσιακών κρατικών ρυθμιστικών μέτρων μειώνονται σημαντικά. Τα κράτη απαιτούν διαφορετικές μορφές ρύθμισης, και η ρύθμιση της συσσώρευσης του κεφαλαίου απαιτεί κάτι περισσότερο από αυτό που μπορούν να δώσουν τα κράτη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σκέψης οι D. Bryan και M. Rafferty εντοπίζουν τρεις ρυθμιστικές διαστάσεις των χρηματοοικονομικών παραγώγων: (1) Ρύθμιση που παρέχουν τα παράγωγα στα κράτη, (2) ρύθμιση που παρέχουν τα παράγωγα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και (3) ρύθμιση των παράγωγων αγορών.
Πέρα από το ζήτημα των ρυθμιστικών διαδικασιών των παραγώγων, οι συγγραφείς στο κεφάλαιο αυτό παραθέτουν απόψεις αναφορικά τον τρόπο με τον οποίο τα παράγωγα δύναται να χρησιμοποιηθούν, πέρα από τα όρια της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, ως μοντέλο για τις κοινωνικές σχέσεις (για παράδειγμα στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης κλπ.), επιβάλλοντας σε διάφορες πτυχές της ζωής, που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν έξω από την «επιχειρηματική σφαίρα», τους κανόνες που απορρέουν από τις διαδικασίες συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή μας χρειάζεται να επισημάνουμε πως η αξία του βιβλίου των D. Bryan και M. Rafferty δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι αποτελεί μια νέα και άκρως ενδιαφέρουσα παρουσίαση των παράγωγων προϊόντων και του τρόπου λειτουργίας τους στις σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες. Οι συγγραφείς μέσα από την ανάλυσή τους αναδεικνύουν ουσιώδη και κρίσιμα θέματα που αφορούν τη μαρξιστική θεωρία της αξίας και του χρήματος.
Μαρξιστές θεωρητικοί πολύ συχνά αποδέχονται αντιλήψεις που απορρέουν από μη μαρξιστικές ετερόδοξες προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες η χρηματοπιστωτική σφαίρα συνίσταται κυρίως σε μια διαδικασία κερδοσκοπίας, καθώς κέρδη που δεν βρίσκουν επικερδείς σφαίρες επένδυσης στην «πραγματική οικονομία», εμπλέκονται σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος που μοιάζει με «καζίνο»: Αγορά και πώληση «πλασματικών» αξιών, έτσι που τα κέρδη του ενός μέρους (των «κερδοσκόπων») να ισοδυναμούν με τις ζημίες του άλλου μέρους (του «πλατιού κοινού» των μικροαποταμιευτών). Οι D. Bryan και M. Rafferty μέσα από το βιβλίο τους καθιστούν σαφές πως τέτοιου είδους προσεγγίσεις δεν συνδέονται παρά ελάχιστα με τη μαρξιστική θεωρία. Η διαδικασία της δημιουργίας χρηματοοικονομικών εμπορευμάτων εξελίσσεται παράλληλα με τη δημιουργία του πιστωτικού χρήματος, σύμφωνα με τις δυναμικές της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.
Ο Μαρξ, στο πρώτο ώριμο οικονομικό του έργο, που δημοσίευσε ο ίδιος (τη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, 1859), μας εισάγει την έννοια της χρηματοπιστωτικής σφαίρας αναφερόμενος στη λειτουργία του χρήματος από τη μια μεριά ως «μέσου πληρωμής», όταν τα εμπορεύματα αγοράζονται χωρίς την καταβολή χρήματος, το οποίο αντικαθίσταται από ένα συμβόλαιο για μελλοντική πληρωμή (το οποίο λειτουργεί ως πιστωτικό χρήμα) και από την άλλη μεριά ως «μέσο αγοράς», όταν καταβάλλεται μια ποσότητα χρήματος έναντι ενός συμβολαίου μελλοντικής παροχής μιας καθορισμένης ποσότητας εμπορευμάτων. Οι διαδικασίες αυτές συνεπάγονται, και στις δυο περιπτώσεις, την αξίωση (για τον πιστωτή ή αντίστοιχα τον «προαγοραστή») ενός κλάσματος του κέρδους που προκύπτει από την καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής των εμπορευμάτων. Στην πρώτη περίπτωση εισαγόμαστε στην έννοια και στον τρόπο λειτουργίας της πιστωτικής σφαίρας όπου, όπως λέει ο Μαρξ, η τιμή του προϊόντος πραγματοποιείται σε μελλοντική προκαθορισμένη ημερομηνία (όταν δηλαδή ο αγοραστής πληρώσει), ενώ στη δεύτερη περίπτωση τίθεται το πλαίσιο για την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των παράγωγων αγορών, όπου εν αντιθέσει με την προηγούμενη περίπτωση η τιμή του εμπορεύματος πραγματοποιείται πριν αυτό περιέλθει στην κατοχή του αγοραστή. Οι D. Bryan και M. Rafferty δείχνουν με έναν υποδειγματικό τρόπο πως τα παράγωγα αναμιγνύουν όλες τις μορφές χρηματοοικονομικών διαδικασιών. Το βιβλίο τους είναι σημαντικό όχι μόνο για τις θέσεις που αναπτύσσει, αλλά και για την προβληματική που εγκαινιάζει και για τα ζητήματα που ανοίγει για περαιτέρω διερεύνηση και διάλογο.
1.Σκοπός ενός κερδοσκόπου δεν είναι η προστασία ανειλημμένων θέσεων στην αγορά μετρητοίς αλλά η ανάληψη θέσεων στην αγορά παραγώγων με αποκλειστικό σκοπό (αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις του) την επίτευξη κέρδους. Βέβαια, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως σε περίπτωση που οι προσδοκίες των κερδοσκόπων δεν επαληθευτούν, οι ζημίες (που κρύβει το ρίσκο που αναλαμβάνουν) μπορεί να είναι πολύ μεγάλες.
2.Η Long Term Capital Management (LTCM) ήταν ένα hedge fund που ιδρύθηκε το 1994 και στο διοικητικό της συμβούλιο συμμετείχαν οι Myron Scholes and Robert C. Merton, που το 1997 κέρδισαν το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας. Η LTCM τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ήταν εξαιρετικά κερδοφόρα. Ωστόσο, αποτυχημένες επενδυτικές επιλογές έκαναν την LTCM χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών που έχουν οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι που κρύβει ο κλάδος. Το 1997 και 1998 η LTCM είχε σχηματίσει μια μελέτη αναφορικά με την ασιατική χρηματοοικονομική κρίση και πώς η οικονομική ανάκαμψη μετά από την κρίση αυτή θα επηρέαζε τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Η μελέτη και οι προσδοκίες της LTCM δεν επιβεβαιώθηκαν με αποτέλεσμα να υποστεί τεράστιες ζημίες. Επιπροσθέτως, η ρωσική χρηματοοικονομική κρίση του 1998 (η ρωσική κυβέρνηση αδυνατούσε να καλύψει κάποια από τα ομολογιακά δάνειά της και υποτίμησε το νόμισμά της) άφησε εκτεθειμένες σε υψηλό κίνδυνο επενδυτικές επιλογές της εταιρείας (που τελικά αποδείχθησαν ζημιογόνες), δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο τη θέση της και οδηγώντας την στην κατάρρευση.
Οι άλλες δύο περιπτώσεις εταιρειών που αναφέρουμε διαφέρουν από αυτή της LTCM. Η WorldCom ήταν μια Αμερικανική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1983 και δραστηριοποιούταν στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Μέχρι το 1998 είχε γίνει μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου. Ωστόσο, η ύφεση που αντιμετώπισε ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών (μέσα του 1998) είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της τιμής μετοχής της. Ακόμη, η αναπτυξιακή στρατηγική της εταιρείας δέχθηκε ένα σημαντικό πλήγμα έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα συγχώνευσης με την Sprint Corporation, που θα την καθιστούσε ηγέτη του κλάδου. Παράλληλα, αποκαλύφθηκε ότι από το 1999 - 2002 χρησιμοποιούνταν λογιστικές μέθοδοι που εμφάνιζαν χρηματοοικονομικά αποτελέσματα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ως μοναδικό στόχο είχαν να αποκρύψουν την «άσχημη» και διαρκώς φθίνουσα πορεία των χρηματοοικονομικών μεγεθών της εταιρίας. Η αποκάλυψη αυτή αποτέλεσε μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο της εποχής και η WorldCom οδηγήθηκε σε χρεοκοπία.
Η Enron ιδρύθηκε το 1985 και δραστηριοποιούταν στο κλάδο της ενέργειας. Αποτέλεσε έναν από τους ηγέτες του κλάδου της ενέργειας όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Το περιοδικό Fortune για έξι συναπτά έτη (1996 - 2001) ανακήρυσσε την Enron ως την πλέον δημιουργική και καινοτόμα επιχείρηση της Αμερικής. Ωστόσο, την εταιρεία στιγμάτισε το οικονομικό σκάνδαλο που ξέσπασε στα τέλη του 2001. Αποκαλύφθηκε πως η χρηματοοικονομική κατάσταση που εμφάνιζε η επιχείρηση δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και πως χρησιμοποιούνταν λογιστικές μέθοδοι που παραποιούσαν τα αποτελέσματα τις επιχείρησης π.χ. εμφάνιζαν αυξημένα έσοδα, μειωμένα κόστη, υπερεκτιμούσαν τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας κλπ. Η αποκάλυψη του οικονομικού αυτού σκανδάλου είχε ως αποτέλεσμα την δραματική πτώση της τιμής της μετοχής της (από $90.00 σε μόλις $0.30) και την κατάρρευση της εταιρείας.
3Το Binding έχει την έννοια του δεσμεύω, αλλά και του δένω - συνδέω.
4.Τα παράγωγα OTC (Over The Counter market derivatives) είναι συμβόλαια προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες απαιτήσεις δύο συμβαλλόμενων μερών, όπου ένας χρηματοπιστωτικός θεσμός λειτουργεί ως ενδιάμεσος (matchmaker). Τα παράγωγα αυτά διαφέρουν από τα εμπορεύσιμα στο χρηματιστήριο παράγωγα, όπου η αγοραπωλησία των συμβολαίων γίνεται χωρίς ο συναλλασσόμενος να είναι κατ’ ανάγκην γνωστός.
5Οι D. Bryan και M. Rafferty αποκαλούν την εξέλιξη αυτή ως: οι τρεις βαθμοί διαχωρισμού του κεφαλαίου από την ιδιοκτησία.1ος βαθμός: Ο εργαζόμενος διαχωρίζεται από την κατοχή και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής έτσι ώστε ο ιδιοκτήτης να ελέγχει την παραγωγή, και το κεφάλαιο εισέρχεται στον ανταγωνισμό ως εταιρεία (με την έννοια της ατομικής ή οικογενειακής εταιρείας – παραγωγικής μονάδας: firm). 2ος βαθμός: Η ιδιοκτησία της επιχείρησης διαχωρίζεται από την παραγωγή και το ατομικό κεφάλαιο εισέρχεται στον ανταγωνισμό ως μετοχική εταιρεία - company. 3ος βαθμός: Η ιδιοκτησία του κεφαλαίου διαχωρίζεται από την ιδιοκτησία της επιχείρησης και το κεφάλαιο εισέρχεται στον ανταγωνισμό ως κεφάλαιο. Επιπροσθέτως, αξίζει να σημειωθεί πως η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο δεν έπεται και τερματισμό της ύπαρξης του κάθε προηγούμενου σταδίου.
6.Επί παραδείγματι, συζητήσεις και αντιπαραθέσεις γύρω από τα θέματα της διαφθοράς, της κερδοσκοπίας, της συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης και των επιπτώσεών της στις μεγάλες αλλά και μικρές επιχειρήσεις κλπ.
7.Γίνεται αναφορά: (1) Στην εποχή που ίσχυε ο κανόνας του χρυσού (gold standard). (2) Στη συμφωνία Bretton Woods (1944) όπου δημιούργησε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των διαφόρων νομισμάτων, καθώς όλα ήταν συνδεδεμένα με το δολάριο των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο χρησίμευε επίσης ως συναλλαγματικό απόθεμα για κάθε χώρα. Για την υποστήριξη του συστήματος προβλεπόταν η μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. (3) Στο σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών.
8.Εξετάζονται τα ζητήματα: (1) Της κοινωνικής εξουσίας που αποφέρει το χρήμα, (2) της εμπιστοσύνης που εμπεριέχεται στις περίπλοκες και εκτεινόμενες στο χώρο και το χρόνο χρηματοπιστωτικές σχέσεις και (3) των κοινωνικών σχέσεων που ενσωματώνονται πέρα από τα εθνικά όρια εμπιστοσύνης και επικοινωνίας.
9Θέση την οποία θεωρούμε λανθασμένη. Βλ. για την κριτική της Γιάννης Μηλιός, Θεωρίες για τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Κριτική προσέγγιση , Αθήνα, εκδ. Κριτική 1997.
10Βλ. σχετικά Μηλιός, Γ., Δημούλης Δ., Οικονομάκης, Γ., Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό , Αθήνα, εκδ Νήσος 2005, σσ. 37-119.
11.Αυτό συμβαίνει γιατί: (1) Με τη χρήση των χρηματοοικονομικών παραγώγων αυξάνεται ο ανταγωνισμός για τον προσδιορισμό της αξίας των Κ1 και Κ2. Επιπροσθέτως, η αξία αυτή επαναπροσδιορίζεται συνεχώς και συγκρίνεται με την αξία άλλων Κ1 και Κ2. (2) Με τη χρήση των χρηματοοικονομικών παραγώγων ο ανταγωνισμός εστιάζεται στη σφαίρα της παραγωγής. Στόχος είναι η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας. (3) Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω οι ανταγωνιστικές διεργασίες ασκούν πίεση στην εργασία, καθώς οι εργασιακές διαδικασίες αποτελούν την πηγή των κερδών.
12.Αξίζει να αναφερθεί ότι μετά το τέλος του παρόντος κεφαλαίου ακολουθεί παράρτημα εις το οποίο διερευνάται ο τρόπος με τον οποίο κατανοείται εννοιολογικά η κερδοσκοπία.