ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤA
του Νίκου Τσίρου

1. Τα ερμηνευτικά πεδία ανάλυσης των κομμάτων στην ύστερη νεωτερικότητα

1. Η θεματική της παρούσας μελέτης δηλώνεται εξαρχής με το κανονιστικό πλαίσιο του τίτλου της. Η κατ’ επιλογήν ένταξη του κομματικού φαινομένου στην ιστορική συγκυρία της ύστερης νεωτερικότητας θεμελιώνεται στην ύπαρξη εκείνων των μορφών της κοινωνικής ζωής και οργάνωσης, που επιτρέπουν τη σταθερή αναστοχαστική ιδιοποίηση των επιμέρους στοιχείων της. Η κομβική έννοια της νεωτερικότητας χαρακτηρίζεται από τον επελθόντα διαχωρισμό του χρόνου από τον χώρο και από τη διαδικαστική ανάπτυξη των μηχανισμών αποσύνδεσης, που κατέληξαν σε υψηλού βαθμού διαφοροποιημένες και πλουραλιστικές κοινωνίες. Τέτοιες κοινωνίες διαποτίζονται όλο και λιγότερο από τις νομιμοποιητικές δικλείδες του «αιωνίως χθεσινού» παρελθόντος τους. Η εμπιστοσύνη στις κοινωνικές σχέσεις δεν επενδύεται τόσο στις ατομικές ποιότητες των διαφόρων εταίρων όσο στις όλο και περισσότερο αφηρημένες ικανότητες, που υπερπροσδιορίζουν δομικά τις σχέσεις αυτές. Παρά το ότι ο προνομιούχος τόπος εμφάνισης της νεωτερικότητας είναι ο δυτικός τρόπος ζωής, που διαμέσου των εξουσιαστικά γενικευμένων μηχανισμών επιτήρησης, του βιομηχανισμού, της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της στρατιωτικής ισχύος παγιώθηκε στις νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όμως βαθμιαία η επιρροή της νεωτερικότητας εξαπλώθηκε σε σχεδόν παγκόσμια κλίμακα1 .


2. Μολοντούτο η συγκαιρινή εμπειρία της λεγόμενης ύστερης νεωτερικότητας φαίνεται ότι ανανεώνει μια συγκεκριμένη οπτική γύρω από το ζήτημα της διαχείρισης και της εφαρμογής του πρακτικού λόγου. Στοιχεία που συνδέουν τη μετάβαση από την πρώιμη στην ύστερη νεωτερικότητα είναι η μεταξύ άλλων συνειδητοποίηση της δυσκολίας για αποτελεσματική πολιτική δράση σε μερικότερα τμήματα ή πεδία της κοινωνίας, καθώς και η προϊούσα ρευστοποίηση της καθημερινής εμπειρίας, που αντί να χτίζεται σε αναγκαίες «βεβαιότητες» διαχέεται σε κατά το μάλλον ή ήττον απροσδιόριστες διακινδυνεύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κονστρουκτιβιστικές πολιτικές θεωρίες δίνουν έμφαση στην ενδεχομενικά παραγόμενη φύση της πολιτικής διαδικασίας. Η συνεχής σχέση του πολιτικού διαλόγου με την εξουσία συγκροτεί το αφετηριακό σημείο για τα κανονιστικά κριτήρια των θεωριών αυτών με στόχο την αναγνώριση διαφορετικών θέσεων, εμπειριών ή ταυτοτήτων από πλευράς των εμπλεκόμενων κοινωνικών ομάδων. Στις αντανακλάσεις της στο επίπεδο της πολιτικής θεωρίας και πρακτικής η ύστερη νεωτερικότητα εικονίζεται σε αποκεντρωτικού χαρακτήρα κοινωνίες, όπου κλασικές έννοιες όπως η νομιμοποίηση, η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατία λαμβάνουν ένα ολοένα πιο αφηρημένο περιεχόμενο2 .

Υπό την έννοια αυτή, εάν η νεωτερικότητα διεκδίκησε την ιδεολογική ισχύ ενός καθολικού παραδείγματος στο βαθμό που επεκτάθηκε σε διαπλανητική κλίμακα, η ύστερη νεωτερικότητα, ως επικοινωνιακή εμβάθυνση της πρώτης, ομοιάζει πρόθυμη να επιστρέψει στη γενέθλια μήτρα που την εξέθρεψε, ήτοι να καταστεί εκ νέου ο ιδιαίτερος και γι’ αυτό προνομιούχος τόπος των δυτικών κοινωνιών. Η συνεχής διερώτηση για τα όρια του Πολιτικού, η προσπάθεια σύνδεσης των θεσμοποιημένων διαδικασιών της κοινοβουλευτικής παραγωγής αποφάσεων με τη δημόσια σφαίρα των αστικών κοινωνιών και η θεματοποίηση των εντάσεων μεταξύ συστημικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης ανοίγουν τους δρόμους για τη ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας ως συλλογικής εμπειρίας. Επομένως και με τον όρο ύστερη νεωτερικότητα θα συνοψίσω καταρχήν μια ορισμένη διακλάδωση της νεωτερικότητας που διασταυρώνεται με τον κοινωνικό βίο δυτικών κοινωνιών ή κοινωνιών που θέτουν ως στόχο της βιοτικής αυτοπραγμάτωσής τους την αφομοίωση της κοινωνικής οργάνωσης των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών3 .


3. Ο όρος της ύστερης νεωτερικότητας παραπέμπει ευθέως σε μια ειδικότερη ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι η ανάδυση του λεγόμενου «κράτους - ευημερίας» και η επαγόμενη μαζικοποίηση των ποικίλων αιτημάτων από πλευράς των κοινωνικών ομάδων. Υπό μαρξιστική οπτική η ύστερη νεωτερικότητα καταγράφεται ως το φαινόμενο του ύστερου καπιταλισμού, στο πλαίσιο του οποίου αναδιαρθρώνεται πλήρως η παραδοσιακή σχέση μεταξύ κράτους και οικονομίας4. Αρχικά το κράτος και στη συνέχεια επίσης διεθνή, υπερκρατικά καπιταλιστικά κέντρα ισχύος επιχειρούν να διευθύνουν μέσω ενός γενικού σχεδιασμού, το μεγαλύτερο, εάν όχι το συνολικό οικονομικό μερίδιο της υλικής αναπαραγωγής. Για την ανάλυση όμως του ύστερου καπιταλισμού και μάλιστα στην πιο ριζοσπαστική, παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του πρέπει η παραδοσιακή θεωρία των οικονομικών κρίσεων να συμπληρωθεί και να συσχετισθεί με μια αντίστοιχη θεωρία των πολιτικών κρίσεων.

Πράγματι, το κόκκινο νήμα για την εμφάνιση των σύγχρονων κρίσεων δεν συνιστούν πλέον όπως στην πρώιμη φιλελεύθερη καπιταλιστική φάση, αποκλειστικά οικονομικά μετρήσιμες συνθήκες (κραχ, ταξική καταπίεση, κλ.π.), αλλά και κρίσεις που αφορούν στις θεμελιώσεις της κοινωνικής ταυτότητας. Κατά βάση δύο είναι οι αμιγείς κρίσεις του πολιτικού συστήματος: οι κρίσεις ορθολογικότητας και η κρίση νομιμοποίησής του. Οι κρίσεις εκροών του πολιτικού συστήματος καταγράφονται ως κρίσεις ορθολογικότητας, που αφορούν στο εξωτερικό περίβλημα των κανονιστικών προτύπων του απέναντι στην κοινωνία. Ενώ η κρίση νομιμοποίησης μπορεί να θεωρηθεί άμεσα ως εσωτερική κρίση ταυτότητας του πολιτικού συστήματος, που καθιστά εύθραυστες και ευάλωτες τις αξιακές και κανονιστικές δικαιολογήσεις των κυβερνώντων για την παραγωγή των όποιων αποφάσεών τους5. Γίνεται αντιληπτό ότι τα πολιτικά κόμματα εμπλέκονται, συντηρούν ή αναπαράγουν και τις δυο μορφές κρίσεων του πολιτικού συστήματος, αφού αποτελούν μέρος του συστήματος αυτού και συμμετέχουν σε όλο το φάσμα της διαδικασίας για τη σύλληψη, τη συζήτηση και την παραγωγή των πολιτικών αποφάσεων. Επομένως τα πολιτικά κόμματα είναι μικροκοινωνιολογικά αναγνωρίσιμα λόγω της κρίσιμης εμπλοκής τους στην αμφίπλευρη διαδικασία συστημικής – κοινωνικής ενσωμάτωσης, όπως αυτή συντελείται στις σύνθετες, καπιταλιστικές κοινωνίες της Δύσης.


4. Μια κοινωνιολογικά προσανατολισμένη ανάλυση των πολιτικών κομμάτων στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες της εποχής μας οφείλει να ενεργοποιήσει δύο τουλάχιστον επάλληλα ερμηνευτικά πεδία. Σε ένα δεσμευτικά πρώτο πεδίο αναφοράς προέχει η διερεύνηση της φύσης των πολιτευμάτων, εντός των οποίων τα κόμματα δρουν ως μαζικές οργανώσεις με σκοπό την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Δεδομένου ότι τα κόμματα της μεταβιομηχανικής εποχής συναρτώνται σε μεγάλο βαθμό με κοινοβουλευτικού ή με (ημι-) προεδρικού τύπου πολιτεύματα έμμεσων δημοκρατιών, που πάντως έχουν όλα ως κοινό χαρακτηριστικό τους το διαμεσολαβητικό στοιχείο της αντιπροσώπευσης, είναι αναγκαία η μελέτη των τυπολογιών αυτών των δημοκρατιών. Ειδικότερα το ζητούμενο μιας θεωρίας της δημοκρατίας και μάλιστα μιας θεωρίας της κομματικής δημοκρατίας είναι το sine qua nοn εννοιολογικό προαπαιτούμενο για μια συζήτηση περί του μέλλοντος των κομμάτων ως θεσμών πολιτικής εκπροσώπησης και άσκησης ενεργού εξουσιαστικής πολιτικής. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπομνησθεί ότι τα σύμφυτα ιδεολογικά όρια μιας μοντέρνας θεωρίας της δημοκρατίας ανιχνεύονται στον τρόπο που δρα και λειτουργεί το πολιτικό σύστημα στις, από συστημικής άποψης, υπερπολύπλοκες κοινωνίες της μεταβιομηχανικής εποχής. Λειτουργικές επομένως προτεραιότητες αναχαιτίζουν την πλήρη ακεραίωση κανονιστικών ή ιδεολογικών κριτηρίων σε ό,τι αφορά την πρακτική εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής6 .


5. Το πρώτο πεδίο έρευνας και ερμηνείας συνθέτει την πολιτειολογική ταξινόμηση της κομματικής δημοκρατίας για τις ανάγκες μιας μοντέρνας θεωρίας της δημοκρατίας, που θα επιχειρούσε να προσφέρει λύσεις στα πλείστα όσα προβλήματα τωv κοινωνικά κατακερματισμένων χωρών της εκβιομηχανισμένης Δύσης. Πώς όμως θα καταστεί εφικτό το οριστικό πέρασμα από την ταξινόμηση που πολιτειολόγου στην αιτιολόγηση και στη νομοτέλεια της κοινωνιολογικής οπτικής; Κατά τη γνώμη μου και για να ολοκληρωθεί επιτυχώς η μετάβαση στο κοινωνιολογικό πεδίο απαιτείται μια σύγχρονη προσπάθεια ερμηνείας εκείνων των λόγων, που δημιουργούν τη συμφυή με την ύπαρξη οργάνωσης, ολιγαρχική δομή του κάθε κομματικού μηχανισμού. Η νομοτελειακή και ιδεολογικά αδιαφοροποίητη θέση του Robert Michels περί της «ολιγαρχικής» και «αυταρχικής» ροπής των πολιτικών κομμάτων ως ιεραρχικά κάθετα δομημένων μαζικών οργανώσεων7 φαίνεται ότι διατηρεί τη γνωσιοθεωρητική αίγλη της μέχρι και σήμερα, όπου στο όνομα της ύστερης νεωτερικότητας τόση συζήτηση γίνεται γύρω από θέματα, όπως της αναγνώρισης των λογής-λογής διαφορών, του σεβασμού των ποικίλων δικαιωμάτων ετερόκλητων ιδεολογικά κοινωνικών ομάδων και της συγκρότησης μιας δημοκρατικής πρακτικής, που θα επεξεργάζεται σθεναρά τα διαφέροντα των πολλών και όχι μόνο των ολίγων ισχυρών.

Το άνοιγμα στο πολλαπλό και στην ετερότητα ευθυγραμμίζεται με την εμφάνιση μιας μεταηθικής κουλτούρας συνύπαρξης στο περιβάλλον των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών, που επιχειρούν νέες συλλογικές νοηματοδοτήσεις κατανοώντας και αποδεχόμενες όλες τις πολιτισμικές ομάδες μιας πολιτικής κοινότητας. Ενώ η πολιτισμική αυτή διαδικασία έχει ήδη λάβει σάρκα και οστά, τα πολιτικά κόμματα ως εκλογικοί και επικοινωνιακοί μηχανισμοί δεν εμφανίζονται πάντοτε πρόθυμα ή ικανά να συντονίσουν τη δράση τους προς αυτή την κατεύθυνση της κοινωνικής ενσωμάτωσης και ολοκλήρωσης. Με άλλα λόγια η ανάγλυφη εικόνα της επικοινωνιακής έντασης μεταξύ της προσπάθειας κοινωνικής χειραφέτησης και της λειτουργίας των κομμάτων ως θεσμικών υποστηριγμάτων της υφιστάμενης πολιτικής εξουσίας λαμβάνει τη μορφή κλεισμένων στο οργανωτικό κομματικό κάστρο τους επαγγελματιών της πολιτικής, που με κάθε μέσο ή τρόπο θέτουν εμπόδια στην «άναρχη», «αυθορμησιακή» και ασταθώς συγκροτημένη κοινωνία των πολιτών. Η κοινωνιολογική εξήγηση του φαινομένου δεν σχετίζεται μόνο με τον ιεραρχικά συγκροτημένο μηχανισμό των κομμάτων και τον εκ φύσεως ολιγαρχικό χαρακτήρα της οργάνωσής τους. Κατά κύριο λόγο, όπως θα επιχειρήσω στη συνέχεια να εξηγήσω, αφορά στον επικοινωνιακό τροπισμό των κομμάτων ως θεσμών της πολιτικής εξουσίας που είναι ένσκοπος και μονόδρομα προσανατολισμένος στην υλική αναπαραγωγή της κοινωνίας, διαμέσου της παραγωγής συλλογικά δεσμευτικών αποφάσεων. Επομένως τα πολιτικά κόμματα δίνουν έμφαση σε μια εργαλειακού τύπου δράση και μάλιστα σε βάρος της επικοινωνιακής, με τα όποια βεβαίως προβλήματα η δράση αυτή προξενεί στους αγώνες αναγνώρισης εντός των πολυπολιτισμικών κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας.


2. Για την πολιτειολογική ανάλυση των κομμάτων:

Σύγχρονα δημοκρατικά μοντέλα πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης

1. Η πολιτειολογική ταξινόμηση της φύσης των σύγχρονων κομματικών δημοκρατιών διερευνά ουσιαστικά το ζήτημα, σχετικά με το ποιος κατέχει την εξουσία και με ποιο τρόπο την ασκεί. Επειδή υπάρχει πάντοτε ένας ισχυρός ιδεολογικός σύνδεσμος μεταξύ αφενός μιας υπεύθυνης δημόσιας σφαίρας ικανής στο να ανταποκριθεί στη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων και αφετέρου μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής πρακτικής, τα κανονιστικά κριτήρια μιας δημοκρατικής θεωρίας θα πρέπει να ανταποκρίνονται στα εξής ερωτήματα: ποιος συμμετέχει σε ένα καλά οργανωμένο δημοκρατικό δημόσιο διάλογο, με ποια διαδικασία, με ποιο τρόπο θα εκτίθενται οι απόψεις σε δημόσια διαβούλευση και με ποιο τρόπο θα σχετίζεται καταληκτικά η διαβούλευση με τις αποφάσεις που λαμβάνονται. Τέσσερα μοντέλα δημόσιας σφαίρας αντιστοιχούν σε αντίστοιχες απόπειρες θεμελίωσης μιας κανονιστικά θεμελιωμένης δημοκρατικής θεωρίας8 :

α) το μοντέλο της αντιπροσωπευτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας εξαντλεί την πολιτική συμμετοχή στην εξειδικευμένη κυριαρχία των ελίτ μέσω διαδικασιών ελεύθερης αγοράς των ιδεών, όπου με εκφραστικό μέσο τη sine ira et studio τυπική αμεροληψία και ευγένεια των μερών, θα στοχευθεί ο τερματισμός της διαδικασίας για να ληφθούν αποφάσεις·

β) το μοντέλο της συμμετοχικής φιλελεύθερης δημοκρατίας επιθυμεί την αύξηση της συμμετοχής των πολιτών στις αποφάσεις που επιδρούν στις ζωές τους, υποστηρίζει την ιδέα της εξουσιοδότησης για τη μορφή που θα λάβει η πολιτική διαδικασία (τα πολιτικά διαφέροντα δεν σχηματίζονται a priori από την κοινωνία, αλλά παράγονται εντός του πολιτικού συστήματος), προτάσσει την εκφραστική ποικιλία για την παρουσίαση των ιδεών και αποφεύγει τον κατόπιν επιβολής τερματισμό της διαδικασίας·

γ) το μοντέλο της διαλογικής δημοκρατίας δεν επιζητεί απλώς την αύξηση της λαϊκής συμμετοχής, αλλά σε συνδυασμό με αυτήν επιθυμεί τη διαβουλευτική διαδικασία και τον διάλογο μεταξύ πολιτών που σέβονται αμοιβαία ο ένας τον άλλο, έτσι ώστε να καταλήξουν σε συναινετικά θεμελιωμένες πολιτικές αποφάσεις9 ·

δ) το μοντέλο της κονστρουκτιβιστικής δημοκρατίας μοιράζεται με τα προηγούμενα δύο μοντέλα (β+γ) τη θεμελιακή αξία της ευρείας λαϊκής συμμετοχής, εντός μιας διαδικασίας «αποκεντρωμένης» αναγνώρισης του άλλου ως συνομιλητή, που με εκφραστικό μέσο την αφήγηση του μη ειδικού κοινού εναντιώνεται στον αποκλειστικό τερματισμό μιας πολιτικής διαδικασίας. Έτσι ο τερματισμός της συζήτησης ύστερα από τη λήψη μιας πολιτικής απόφασης τίθεται εξαρχής υπό αμφισβήτηση, ενόσω φαίνεται ότι καταπιέζει την όποια επιθυμία αντίθετης έκφρασης ως στοιχείο εμβάθυνσης της δημοκρατικής συμμετοχής10 .


2. Σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι μια ορισμένη κουλτούρα «περιχαράκωσης» στη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων αφήνει ελάχιστο χώρο για την προσφυγή σε εξω-θεσμικές μορφές πολιτικών, που θα υποχρεώσουν το πολιτικό σύστημα να παράγει συγκεκριμένη ποσότητα ή ποιότητα αποφάσεων. Η κουλτούρα περιχαράκωσης σφυρηλατείται στα συμβολικά αισθήματα δεσμού των πολιτών εντός ενός έθνους-κράτους, στην καθημερινότητα της αντιπροσώπευσης που «χτίζει» κάθετες και οριζόντιες διαφοροποιήσεις για την άσκηση και τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, αλλά και στο θεσμικό πλεόνασμα και την υπεροχή των κομμάτων σε σχέση με την κοινωνία των πολιτών και τις λοιπές μη κυβερνητικές οργανώσεις11. Πράγματι τα κόμματα κατέχουν το θεσμικό μονοπώλιο στην άμεση διεκδίκηση και άσκηση της εξουσίας σε αντίθεση με άλλες, συλλογικά κοινωνικοποιημένες ομάδες, που μόνο έμμεσα συνδιαμορφώνουν το πολιτικό σκηνικό για τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Η κουλτούρα περιχαράκωσης αναδεικνύεται έτσι ως λειτουργική παράμετρος για τη γρήγορη λήψη αποφάσεων στη μικροκοινωνιολογική κλίμακα της τρέχουσας πολιτικής διαχείρισης του καθημερινού βίου. Οι συνέπειες αυτής της εμπειρικής διαπίστωσης προσφέρονται ως κριτήριο συνειδητοποίησης για το ποια από τα τέσσερα μοντέλα μιας κανονιστικά θεμελιωμένης δημοκρατικής θεωρίας μπορούν λειτουργικά να ανταποκριθούν στα υπαρκτά συστήματα κομματικών δημοκρατιών.

Τόσο το μοντέλο της αντιπροσωπευτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας όσο και το μοντέλο της συμμετοχικής φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι πολιτικά δοκιμασμένες και εφαρμόσιμες λύσεις στα κομματικά φιλελεύθερα συστήματα της Δύσης. Με τον ένα ή άλλο τρόπο συγκρατούν την τελική παραγωγή των πολιτικών αποφάσεων στο αυστηρό πλαίσιο του πολιτικού συστήματος, σκληρός πυρήνας του οποίου είναι φυσικά τα κόμματα ως θεσμοί εξουσίας. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται με τα άλλα δύο μοντέλα της δημοκρατικής θεωρίας που εμφανίζονται έτοιμα να επιβαρύνουν αμφίπλευρα τη λειτουργία της κομματικής δημοκρατίας, τόσο ως προς τον αριθμό των συμμετεχουσών ομάδων στο διάλογο όσο και ως προς την αδιαφοροποίητη αξίωση για συναινετικά λαμβανόμενες αποφάσεις (διαβουλευτικό μοντέλο) ή ως προς την οιονεί αξιολογική αυτοϋπονόμευση των πολιτικών αποφάσεων μέσω της διαρκούς αμφισβήτησής τους, ακόμη και κατά τη στιγμή που αυτές λαμβάνονται (κονστρουκτιβιστικό μοντέλο).

Ως προς τα δύο αυτά μοντέλα της δημοκρατικής θεωρίας νομίζω ότι τα υφιστάμενα κομματικά συστήματα αντλούν επιλεκτικά στοιχεία για τους ιδεολογικούς σκοπούς της στρατηγικά προσανατολισμένης δράσης τους. Έτσι και για πολιτικές αποφάσεις καθημερινής ρουτίνας είναι λογικό να μην περισσεύει, αφού άλλωστε δεν απαιτείται, χρόνος για εκτεταμένη δημόσια συζήτηση. Όψεις όμως της διαβουλευτικής δημοκρατίας αναδύονται συχνά κατά την επίλυση σημαντικών κανονιστικών ζητημάτων12. Τότε όλοι οι παίκτες του πολιτικού συστήματος συνειδητοποιούν ότι η δημόσια συζήτηση δεν μπορεί να περιοριστεί στα πρωταγωνιστικά θεσμικά κέντρα τωv κομμάτων, της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου, αλλά ότι αναπόφευκτα οφείλουν να εμπλακούν και οι περιφερειακοί παίκτες του συστήματος, με μια λέξη και η κοινωνία των πολιτών. Όψεις της κονστρουκτιβιστικής δημοκρατικής οπτικής εμφανίζονται στις κομματικές δημοκρατίες κατά τους αγώνες αναγνώρισης άλλοτε αποκλεισμένων κοινωνικών ομάδων, που εφεξής και στο όνομα μιας ριζικής αισθητικοποίησης της πολιτικής καθιστούν ευάλωτα τα όρια μεταξύ της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, προς όφελος της επέκτασης του Πολιτικού στο πεδίο των προσωπικών συμπεριφορών και των ιδιωτικών δραστηριοτήτων13 .


3. Η διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής στο διαβουλευτικό και στο κονστρουκτιβιστικό δημοκρατικό μοντέλο εμφανίζεται να εγκαταλείπει το μονομορφισμό μιας ομογενοποιημένης εθνικής κοινότητας. Ο ευρύτερος αναστοχασμός για το πολιτικό σύστημα εγκολπώνεται την εμπειρία των κατακερματισμένων κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας και επομένως, η αναζήτηση της χαμένης ενότητας της πολιτικής κοινότητας χρειάζεται να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής σε πιο αφηρημένα σημασιολογικά πεδία. Η ιδέα της δημοκρατίας επανασκηνοθετείται σε ένα μετα-αντιπροσωπευτικό πλαίσιο νομιμοποίησης, όπου οι ισχυροί θεσμοί του κράτους, της κυβέρνησης, των κομμάτων και του κοινοβουλίου αποκτούν ως συνέταιρο, όλο και περισσότερο τη δημόσια πολιτική σφαίρα. Στα μάτια των θεωρητικών των δύο αυτών μοντέλων η παλαιόθεν διάκριση μεταξύ φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού αποκτά μια διαρκώς μειωμένη σημασία, αφού πρόκειται για κλασικές αντιλήψεις πολιτικής συμμετοχής που είναι βαθιά προσκολλημένες στην ιδέα ενός ισχυρού έθνους - κράτους14 .

Ο μεν φιλελευθερισμός επικεντρώνεται στη λειτουργία της μεταβίβασης στο πολιτικό σύστημα τωv διαφερόντων μιας αυτόνομης αστικής κοινωνίας, όπου το καθήκον της πολιτικής είναι να συντονίζει τα εναντιωματικά προσανατολισμένα συμφέροντα μεταξύ ιδιωτών. Ο δε ρεπουμπλικανισμός παραπέμπει στη δημοκρατική κοινότητα ως εθελούσιας ένωσης πολιτών, όπου η πολιτική παρατηρείται ως η άρθρωση του «κοινού-καλού», μέσω μιας ουσιολογικής αντίληψης της ηθικής ζωής της κοινότητας. Αντίθετα τόσο το διαβουλευτικό όσο και το κονστρουκτιβιστικό μοντέλο της δημοκρατίας δεν μελετούν το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα ούτε ως αιχμή ούτε ως κέντρο για τη διαμόρφωση των κανονιστικών προτύπων της κοινωνίας. Γι’ αυτό και ως μοντέλα προσιδιάζουν στο φαινόμενο των κατακερματισμένων κοινωνιών της ύστερης νεωτερικότητας, εάν με τον όρο κατακερματισμό εννοήσουμε την ιδέα της διαίρεσης ενός αρχικά συνεκτικού συνόλου σε περισσότερα μέρη, τα οποία δεν διατηρούν πλέον σχέσεις αβρότητας μεταξύ τους15 .


4. Παρά ταύτα η επιλεκτική δεξίωση της ιδέας της διαβούλευσης ή των πολιτικών της «διαφοράς» από πλευράς των αντιπροσωπευτικών κομματικών συστημάτων δεν φαίνεται να αμφισβητεί σοβαρά την πατερναλιστική λειτουργία των συστημάτων αυτών. Τούτο φυσικά δεν σημαίνει ότι τα λεγόμενα «διλήμματα της διαφορετικότητας»16 ή η κριτική αμφισβήτηση των κοινωνικών κινημάτων αφήνει ανεπηρέαστη και χωρίς κλυδωνισμούς την περαιτέρω λειτουργία των κομμάτων και
της πολιτικής εξουσίας. Η διαπίστωση έχει κυρίως να κάνει με το γεγονός ότι τα κόμματα και τα πολιτικά κέντρα εξουσίας έχουν εν τω μεταξύ αναπτύξει υψηλούς δείκτες ανοσοποιητικής προστασίας, έτσι ώστε ως ένα βαθμό να λειτουργούν
αδιαφορώντας για αρκετές από τις πιέσεις της κοινωνίας. Ιδιαίτερα το μελλοντικό κόμμα εξουσίας του 21ου αιώνα φαίνεται ότι θα αποτελείται από μια σταθερά αυτοαναπαραγόμενη εσωτερική ολιγαρχία, που αντί να υποστηρίζει τα συμφέροντα της λαϊκής κινηματικής του βάσης, θα διαβρώνεται όλο και περισσότερο από τη στενή σχέση των υψηλόβαθμων στελεχών του με την επιχειρηματική ολιγαρχία. Η συνύφανση της πολιτικής και επιχειρηματικής ολιγαρχίας σκιαγραφεί το ασφυκτικά δυσοίωνο πέρασμα στη μεταδημοκρατική στιγμή17. Σε επίπεδο πολιτικής συμμετοχής τούτο πρακτικά σημαίνει την ισχυρή άρνηση των έμμεσου τύπου, αντιπροσωπευτικά οργανωμένων, πολιτικών συστημάτων να παραχωρήσουν την κυρίαρχη θέση τους σε νέες, πιο ρηξικέλευθες μορφές πολιτικής.


5. Γιατί όμως το πραγματικό να επιβάλλει τόσο απροκάλυπτα την ισχύ του; Γιατί δηλαδή η αμφισβήτηση του φιλελευθερισμού ή του ρεπουμπλικανισμού ως κυρίαρχων μορφών πολιτικής ενσωμάτωσης δεν οδήγησε σε ανατροπή «κοσμοεικόνας» προς όφελος της αμέριστης επικράτησης μιας πιο διευρυμένης αμεσοδημοκρατικής πολιτικής συμμετοχής; Γιατί αντίθετα διαπιστώνεται η αφομοίωση της ιδέας της διαβούλευσης ή των αρτισύστατων «αφηγήσεων» των ποικιλώνυμων κοινωνικών υπο-ομάδων στο πλαίσιο των αντιπροσωπευτικών πολιτικών συστημάτων, σε σημείο που η αφομοίωση αυτή να ενισχύει και να αναζωογονεί βασικές λειτουργίες της θεσμικής ισχύος των κομμάτων; Με μια λέξη, γιατί οι δημοκρατίες μας είναι και θα παραμείνουν για πολύ ακόμα καιρό κατά βάση κομματικές δημοκρατίες; Η απάντηση ανιχνεύεται τόσο στα σύμφυτα όρια του διαβουλευτικού και του κονστρουκτιβιστικού μοντέλου δημοκρατίας, όσο και στον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων, που μέσω της αυστηρής ιεραρχίας και πειθαρχίας τους υλοποιούν με πιο κατάλληλο τρόπο τα κριτήρια των ποικίλων «περιεκτικών δογμάτων» της κοινωνικής οργάνωσης18 . Υπό την προοπτική ενός εύλογου πλουραλισμού ως βάση της πολιτικής συμμετοχής σε μια σύγχρονη, φιλελεύθερη κοινωνία, τα κόμματα προσφέρονται ως οι ιστορικά εκπαιδευμένοι μηχανισμοί για να συνθέσουν και να στηρίξουν τις διαφορετικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις μιας κοινωνίας.


6. Οι κριτικές παρατηρήσεις απέναντι στο διαβουλευτικό μοντέλο δημοκρατίας συνοψίζονται σε μια σειρά εμπειρικών διαπιστώσεων σχετικά με το μέγεθος ενός πολιτικού σώματος. Οι ευκαιρίες συμμετοχής μειώνονται δραστικά με την αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων, καθιστώντας πρακτικά αναγκαία την ύπαρξη ενός de facto αντιπροσωπευτικού συστήματος για τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Όσο λοιπόν πιο μαζική πληθυσμιακά είναι μια σύγχρονη δημοκρατική μονάδα, τόσο λιγότεροι πολίτες μπορούν να συμμετάσχουν άμεσα στη λήψη αποφάσεων και τόσο περισσότερη εξουσία πρέπει να παραχωρηθεί στα θεσμικά όργανα της εξουσίας, επομένως και στα κόμματα ως κοινωνικοποιήσεις που στοχεύουν σε αυτήν19 . Εάν στα παραπάνω προστεθούν οι κάθε είδους πιέσεις για τη λήψη κυβερνητικών
αποφάσεων (χρονικές, κοινωνικές, ιστορικές κλπ.), τότε η διαβουλευτική δημοκρατία μπορεί να περιοριστεί σε ένα μικρό μόνο αριθμό περιπτώσεων, όπου και μπορεί πραγματικά να λάβει χώρα. Όλα αυτά δεν αναιρούν βέβαια τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχή έκβαση μιας διαβούλευσης, όπως τις εγγυήσεις για την ποιότητα του διαλόγου και των προβαλλόμενων επιχειρημάτων και το σεβασμό των
δικαιωμάτων των μειοψηφιών, έτσι ώστε να μην αποτελέσει ο ίδιος ο διάλογος μια ακόμη μέθοδο αποκλεισμού. Η διαβούλευση καθεαυτήν δεν συνιστά τελικά πλουραλιστική δημοκρατική διαδικασία, όταν δεν συνοδεύεται από τα πιστοποιημένα κριτήρια για το δημόσιο και ελεύθερο έλεγχο των αιτίων και αιτιατών που οδηγούν σε μια ορισμένη κυβερνητική απόφαση20 .


7. Ακόμη πιο επισφαλής εμφανίζεται η κονστρουκτιβιστική θεμελίωση για την καθημερινή πρακτική των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών. Σε πολιτικό επίπεδο ο κονστρουκτιβισμός θεμελιώνεται σε μια υψηλή κοινωνιολογική αποστασιοποίηση, χωρίς όμως να αιτιολογεί την κινητοποιό δύναμη της παραγωγής ιδεολογιών και το βιοκοσμικό υπόβαθρο των νέων κοινωνικών κινημάτων. Τα όριά του ως μοντέλου δημοκρατίας αναδεικνύονται στο ατομικό πεδίο κατασκευής ταυτότητας, όπου δεν δύναται να επεξηγήσει με σαφήνεια τους λόγους που οδηγούν τα υποκείμενα να θεωρούν ως ζήτημα ουσίας τη διαφορά ταυτότητάς τους με άλλες κοινωνικές ή πολιτισμικές ομάδες, εντός ή εκτός της περιφέρειας του έθνους-κράτους τους21 . Η ιδέα του Πολιτικού ως κατασκευή οδηγεί στην «αποουσιοκρατικοποίηση» της θεμελίωσής του από οποιαδήποτε κανονιστικά ή αξιολογικά κριτήρια προσανατολισμού σε κοινούς σκοπούς.

Ιδιαίτερα η θεωρία της εξάρθρωσης του Ε. Laclau από όπου και έλκει την καταγωγή του ο ριζοσπαστικός κονστρουκτιβισμός αγγλοσαξονικού τύπου καταλήγει απευθείας στο συμπέρασμα, ότι όλες οι κατασκευές της πραγματικότητας είναι ευάλωτες και εξαρχής καταδικασμένες σε διάλυση και επανασυνάρθρωση22 . Χωρίς το συμπέρασμα αυτό να είναι οπωσδήποτε στο σύνολό του λανθασμένο, όμως αφήνει ανέγγιχτο το ζήτημα της θεσμικής συμπάγειας εκείνων των εξουσιαστικών μηχανισμών που σε πείσμα των αντιπάλων τους παράγουν και σήμερα πρωτογενώς πολιτική. Ότι δηλαδή τα κόμματα, η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο υφίστανται ως αναστοχαστικοί μηχανισμοί κρίσης και επανάκρισης της διαρκούς άρθρωσης και «απεξάρθρωσης» του Πολιτικού και ότι χωρίς την τυπική (θεσμική) εγκυρότητα και αποδοχή της ύπαρξής τους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί καμιά σοβαρή συζήτηση για την ίδια τη φύση του Πολιτικού.


8. Ο κατάλογος των επιχειρημάτων που στην πολιτική πρακτική εξασθενίζει σημαντικά την ακώλυτη χρήση του διαβουλευτικού και του κονστρουκτιβιστικού μοντέλου δημοκρατίας, παρέχει μια πρώτη εξήγηση για τους λόγους που η κομματική δημοκρατία εξακολουθεί να αντέχει στους κλυδωνισμούς που επέφεραν τα ποικίλα, ατομικιστικά προσανατολισμένα ιδεολογήματα της ύστερης νεωτερικότητας. Τούτο έχει ως συνέπεια, ότι μαζικοδημοκρατικού τύπου κοινωνίες ως προς τις αξίες ή τις ανάγκες των μελών τους υπερεκπροσωπούνται μέχρι και σήμερα πολιτικά από πάλαι
ποτέ κραταιούς θεσμούς του παρελθόντος.

Η μελέτη μου προσπάθησε καταρχάς μια πολιτειολογική ανάλυση, που προσέγγισε εξωτερικά τη θεσμική ισχύ των κομμάτων με κριτήριο την τυπολογική υπαγωγή τους σε διαφορετικές μορφές υπαρκτών πολιτευμάτων, έμμεσης αντιπροσώπευσης. Όπως όμως ήδη τόνισα από την αρχή, το πέρασμα στην καθεαυτήν κοινωνιολογική ανάλυση των κομμάτων της ύστερης νεωτερικότητας εντοπίζεται σε εκείνα τα εσωτερικά κριτήρια ερμηνείας, που διαφωτίζουν το τι συμβαίνει στην πραγματική ζωή και λειτουργία των κομμάτων. Μέσω της αποσαφήνισης του τρόπου επικοινωνίας των κομμάτων με την κοινωνία εισερχόμαστε σε ένα νέο πεδίο έρευνας, που φανερώνει τους λόγους της θεσμικής υπεροπλίας τους απέναντι σε άλλες μορφές συλλογικών κοινωνικοποιήσεων.


3. Το πέρασμα στην κοινωνιολογική αιτιολογία των κομμάτων:

το αυτοαναφορικό περιεχόμενο της οργάνωσης και της λειτουργίας του μετανεωτερικού κόμματος

1. Μια κοινωνιολογική ερμηνεία των κομμάτων στην ύστερη νεωτερικότητα οφείλει το δίχως άλλο να είναι και μια θεωρία πολιτικής επικοινωνίας μεταξύ των κομμάτων και της κοινωνίας, αλλά και μια θεωρία της επικοινωνίας, όπως αυτή συμβαίνει εντός των τειχών των κομμάτων. Ως προς το πρώτο σκέλος τα πράγματα είναι μάλλον
πολυειπωμένα. Το κόμμα ως εκλογικός και επικοινωνιακός μηχανισμός προσφεύγει στις επαγγελματικές υπηρεσίες των ειδικών της πολιτικής διαφήμισης και επικοινωνίας, που με τη σειρά τους χειραγωγούν σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις, διαθέσεις ή προτιμήσεις της κοινής γνώμης, δημιουργώντας τα υποτιθέμενα πιο σημαντικά θέματα για τη μεγαλύτερη δυνατή κυκλοφορία, ακροαματικότητα ή
τηλεθέαση των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης υποκαθιστούν τις παραδοσιακού τύπου επικοινωνίες του κόμματος με την κοινωνία, που μέχρι πριν λίγες ακόμη δεκαετίες αναλάμβαναν να διεκπεραιώσουν τα μέλη του σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο23 . Τούτο βέβαια δεν οφείλεται στη δήθεν επικοινωνιακή ή πρακτική ανημπόρια των κομμάτων να ανταποκριθούν στη νέα πραγματικότητα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, αντιπαραθέτοντας τους δικούς τους δοκιμασμένους προσωπικούς δεσμούς επικοινωνίας με τα μέλη τους ή τους φίλους τους. Άλλωστε τέτοιοι δεσμοί δεν έχουν παύσει να υφίστανται και θα υφίστανται με βεβαιότητα και στο μέλλον. Η υποκατάσταση των κομμάτων ως επικοινωνιακών μηχανισμών από τη λειτουργία των μέσων μαζικής επικοινωνίας δεν γίνεται λοιπόν ερήμην αλλά με τη συμφωνία των κομμάτων και μάλιστα σε δομικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο που
διασφαλίζει την επικοινωνιακή ενότητα των ίδιων των κομμάτων.


2. Η αναγκαιότητα της επικοινωνιακής ενότητας των κομμάτων αποκαλύπτει ένα νέο τρόπο κοινωνιολογικής προσέγγισής τους, που κινείται στην ακραία μεθόριο της
καθαρής αυτοαναφορικότητάς τους ως εκλογικών και επικοινωνιακών μηχανισμών. Η δύναμη της αυτοαναφοράς ομοιάζει να συμπαρασύρει τα πάντα, να καθορίζει την καθημερινότητα των κομμάτων και να τη νοηματοδοτεί. Στο ζήτημα της
αυτοαναφορικής λειτουργίας των κομμάτων ως καθολικό εσωτερικό κριτήριο της υπεροχής τους απέναντι στην κοινωνία θα αναφερθώ στην επόμενη ενότητα της μελέτης μου. Εκείνο που τώρα έχει σημασία να τονισθεί είναι, ότι και η λογική της λειτουργίας των μέσων μαζικής επικοινωνίας είναι συγκροτημένη στο πλαίσιο μιας συγκεκαλυμμένης αυτοαναφορικής παρουσίασης της ίδιας της πραγματικότητας, έτσι ώστε αυτή να συνιστά πάντοτε και εκ προοιμίου μια ιδιοκατασκευή. Τα πάντα διεξάγονται με τον αναδιπλασιασμό της πραγματικότητας μέσω ειδήσεων που παράγονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης24 . Ακόμη και οι συγκρούσεις μεταξύ των κομμάτων θεματοποιούν την ύπαρξη μιας αυτοαναπαραγόμενης αβεβαιότητας, τα δε πιθανά σενάρια επίλυσής τους ενδυναμώνουν αντί να κλονίζουν τον κριτικό αναστοχασμό του κομματικού και του πολιτικού συστήματος απέναντι στις ίδιες του τις δυνατότητες και αποδόσεις.


3. Σημαντικό για την ανάλυσή μας παραμένει το γεγονός ότι το μετανεωτερικό κόμμα του 21ου αιώνα θα πρέπει να προσεγγισθεί κυρίως ως σύστημα. Με μεγαλύτερη ακρίβεια, ένα σύγχρονο κόμμα θα μπορούσε γνωσιοθεωρητικά να υπαχθεί στην κατηγορία των αυτοαναφορικών κοινωνικών συστημάτων, εάν δεχθούμε ως πειστική την άποψη, ότι οι βασικές λειτουργίες και αποδόσεις του συντελούνται κατά τρόπο σχετικά ανεξάρτητο από τις κοινωνικές πιέσεις ή εξαναγκασμούς. Αυτοαναφορικά
είναι εκείνα τα συστήματα που αναπαράγουν διαρκώς τα στοιχεία από τα οποία αποτελούνται διαμέσου των στοιχείων από τα οποία αποτελούνται25 . Βέβαια ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να οδηγηθεί στη στρεβλή εντύπωση, ότι η κατανόηση των
μετανεωτερικών κομμάτων ως αυτοαναφορικών συστημάτων θα σήμαινε πάραυτα την ολοσχερή αποκοπή τους από την κοινωνία ή το χειρότερο, θα συνεπαγόταν δράσεις ενάντια στα συμφέροντα των περισσότερων μελών μιας κοινωνίας. Αντίθετα κάθε αυτοαναφορικό κοινωνικό σύστημα και ειδικότερα κάθε αυτοαναφορικό κόμμα χρειάζεται γνωστικά την κοινωνία για τη λήψη από αυτήν των αναγκαίων πληροφοριών, που θα το βοηθήσουν στη συνέχεια να επιλέξει εκείνο ή τον άλλο κανονιστικό προσανατολισμό συλλογικής δράσης.

Όμως το ζήτημα είναι ότι το σύγχρονο κόμμα χρειάζεται την κοινωνία μονάχα σε ένα ορισμένο βαθμό και σε ένα ορισμένο επίπεδο για τη λειτουργία του. Τούτο πρακτικά επιτυγχάνεται εξαιτίας του γεγονότος, ότι τα κόμματα ως περίπλοκα κοινωνικά συστήματα διαθέτουν μια βαθύτερη δομή ηνιόχησής τους (αρχηγός, μεγάλα και μεσαία στελέχη) εντός της οποίας δρουν σχετικά ανεπηρέαστα από το κοινωνικό περιβάλλον τους. Δεν είναι πλέον η κοινωνία που επιδρά αναπόδραστα στο κόμμα, αλλά το κόμμα που αναλαμβάνει να αρθρώσει τις ανάγκες της κοινωνίας, έτσι ώστε ο όποιος έλεγχος κατά την παραγωγή πολιτικών αποφάσεων να συνιστά αποκλειστική διαδικασία ενδοκομματικής τάξης. Σχηματικά διατυπωμένο, ναι μεν τα κόμματα εξακολουθούν να είναι κλειστά στην εσωτερική δομή αυτοελέγχου τους, όμως παραμένουν γνωστικά ανοικτά στις λοιπές, πλην αναγκαίες για τη λειτουργία τους διαδράσεις με την κοινωνία26. Τα κόμματα τείνουν να είναι κλειστά συστήματα από άποψη κανονιστικών προσδοκιών των στελεχών τους (όλα διαδραματίζονται εντός του σκληρού πυρήνα της ιεραρχικής αυτοοργάνωσής τους), όμως ταυτόχρονα είναι ανοιχτά απέναντι στην κοινωνία και σε επίπεδο γνωστικό. Το τίμημα για την όποια αυτονομία τους από το κοινωνικό περιβάλλον είναι μια συνεχής επικοινωνιακή ανταλλαγή με αυτό, προκειμένου να γνωρίσουν τα αιτήματα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες των μελών της κοινωνίας.


4. Τα πλεονεκτήματα της υιοθέτησης της αυτοαναφοράς ως κοινωνιολογικής αρχής της ζωής και της λειτουργίας των κομμάτων συνδέονται ιδιαίτερα με την πραγματολογική απάντηση στο ερώτημα, σχετικά με το γιατί η φύση των κομμάτων ήταν και θα είναι πάντοτε ένας μηχανισμός με έντονη «ολιγαρχική» και «αυταρχική» ροπή. Μια καλή για την εποχή των αρχών του προηγούμενου αιώνα απάντηση δόθηκε από τον Robert Michels ο οποίος, αφού εξήγησε ότι η οργάνωση των κομμάτων είναι ταυτόσημη με τη ροπή τους προς την ολιγαρχία, κατέδειξε τον πολεμικό χαρακτήρα τους ως μηχανισμών που δίνουν συνεχώς εκλογικές μάχες για την κατάκτηση της εξουσίας και αναφέρθηκε εκτενώς στα γενεσιουργά αίτια της κομματικής εξουσίας, τελικά διατύπωσε το περίφημο αξίωμα του σιδηρού νόμου της ολιγαρχίας σύμφωνα με το οποίο, η γένεση ολιγαρχιών στους κόλπους των διαφόρων κομμάτων είναι οργανική, αποτελεί δηλαδή τάση στην οποία υπόκειται κατανάγκην κάθε οργάνωση, επομένως και τα κόμματα27 . Θα μπορούσε κανείς εύκολα να διατυπώσει ενστάσεις ως προς τη βασική ενόραση του Michels και να τον κατηγορήσει ως προδρομικό θεωρητικό των ελίτ και μιας συγκεκριμένης, αυταρχικής σύλληψης του Πολιτικού από σημαντική μερίδα κοινωνικών στοχαστών, κατά τα ταραγμένα χρόνια μεταξύ των δύο μεγάλων παγκόσμιων πολέμων. Θα μπορούσε ακόμη κανείς να σχολιάσει τον υπερχειλίζοντα ψυχολογισμό του Michels που προβάλλει αρκετά ξεπερασμένος στη σύγχρονη εποχή μας, ειδικά μάλιστα όταν φθάνει να θεωρεί τις μάζες περίπου ευγνώμονες, επειδή αφήνονται να χειραγωγηθούν αβίαστα από το ταλέντο και τη ρητορική σαγήνη των κομματικών ηγετών τους. Παρά το δικαιολογημένο περιεχόμενο των κριτικών αυτών, φαίνεται όμως ότι η βασική κοινωνιολογική διαίσθηση του Michels επαληθεύτηκε στο πέρασμα του χρόνου: τα κόμματα ως μαζικές συλλογικές οργανώσεις παραμένουν εκ φύσεως μηχανισμοί με σταθερά ολιγαρχική ροπή.


5. Εν τω μεταξύ οι αλλοτινές μάζες των αρχών του 20ου αιώνα απέκτησαν σειρά ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, που τις μετέτρεψαν στην αργόσυρτη πορεία του εκδημοκρατισμού των δυτικών κοινωνιών σε ώριμους και υποψιασμένους πολίτες. Εάν σήμερα οι κομματικοί μηχανισμοί λειτουργούν οργανωσιακά με τους επιτυχείς και πρακτικά δοκιμασμένους όρους του παρελθόντος,
τούτο καταρχήν οφείλεται στις ανάγκες τις καθημερινής πολιτικής που επιτάσσει υψηλά επίπεδα εσωκομματικής πειθαρχίας, τουλάχιστον σε εκείνα τα κόμματα που στοχεύουν αποτελεσματικά στην απόκτηση της πολιτικής εξουσίας. Εκείνο που άλλαξε σημαντικά από την εποχή του Michels είναι η θεσμική παγίωση της οργάνωσης των κομμάτων της Δύσης, που σε συνδυασμό με τη μακρά ειρηνευτική περίοδο των τελευταίων πενήντα περίπου ετών (αυτή πρακτικά αρχίζει μετά τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου) κατευθύνει την κοινωνιολογική έρευνα περί κομμάτων σε νέες διερωτήσεις, σχετικά με το γιατί ακόμη και σήμερα τα κόμματα δεν εγκαταλείπουν τον «κακό», ολιγαρχικό εαυτό τους.

Μια κύρια απάντηση στο ερώτημα αυτό βρίσκεται στον εξελικτικιστικό ορθολογισμό της κάθε κομματικής οργάνωσης, που στο πέρασμα των δεκαετιών ενδυνάμωσε όλο και περισσότερο την ικανότητα των μελών της να αυτοηνιοχούνται μέσω της συνεχούς επιλεκτικότητας των διαφόρων λειτουργιών και αποδόσεών τους. Το γνωσιολογικό επακόλουθο της σταθερής ύπαρξης οργάνωσης στα κόμματα είναι τελικά η αυτοοργάνωσή τους, γεγονός που επισημαίνεται από μια αυτοαναπαραγόμενη εσωτερική ολιγαρχία η οποία κατασκευάζει διαρκώς αποφάσεις - κόπιες, θαρρεί κανείς αντίγραφα του απώτερου και απώτατου κομματικού παρελθόντος της. Εάν κάπου το κονστρουκτιβιστικό μοντέλο της δημοκρατίας παρουσιάζει ένα λαμπρό μέλλον, τούτο αφορά στην αλίευση στοιχείων του μέσα στην αυξανόμενη τάση της αυτοαναφορικής λειτουργίας των μεγάλων, γραφειοκρατικών κομμάτων της εποχής μας28. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν έχει ασφαλώς ολοκληρωθεί, αλλά που διαφαίνεται ήδη ως κυρίαρχη τάση της ζωής και της λειτουργίας αρκετών κομμάτων της μεταβιομηχανικής Δύσης. Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη διότι συνεισφέρει στην ορθολογική ολοκλήρωση των κομμάτων ως κοινωνικών συστημάτων και το κυριότερο ενισχύει μια πολιτική, που στοχεύει περισσότερο στα αποτελέσματα της δράσης της, παρά στην εκπλήρωση κανονιστικών ή αξιακών προτύπων.


6. Πράγματι, εξουσιαστικά πολιτικά συστήματα επιζούν, εξαιτίας του ότι η λειτουργία τους προσανατολίζεται σε προδιαγεγραμμένα και ιδιαίτερα περίπλοκα πρότυπα ορθολογικής δράσης. Στο πλαίσιο μιας μοντέρνας άσκησης της πολιτικής τα κόμματα συμμετέχουν κατά κύριο λόγο λειτουργικά ως θεσμικοί φορείς, που επεξεργάζονται και εκτελούν προγράμματα και ένσκοπες δράσεις του πολιτικού συστήματος. Μάλιστα και με αρκετή δόση κυνικής αλήθειας ο Luhmann αποφαίνεται, ότι το ισοδύναμο σχήμα «περισσότερη συμμετοχή – περισσότερη δημοκρατία» κινδυνεύει να αποδειχθεί μια κενή περιεχομένου ιδεολογία για τους στόχους της εφαρμοσμένης πολιτικής29. Τούτο γιατί η ακέραιη τήρηση των κανόνων της συμμετοχής ως όρου για τη δημοκρατική διαδικασία παραγωγής των πολιτικών αποφάσεων θα μπορούσε να σημάνει βραδυπορία, μη αποτελεσματικότητα ή και έλλειψη αρμοδιότητας για τη λήψη τους. Οπωσδήποτε η σύνδεση της δημοκρατίας με την κοινωνική πολυπλοκότητα θέτει in totο σε αμφισβήτηση την εικόνα μιας απλουστευτικά διάφανης και συναινετικής οργάνωσης της Πολιτικού. Η αναδιανομή των πιθανών πλεονεκτημάτων ή μειονεκτημάτων που αναφύονται σε συνθήκες κοινωνικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών είναι λειτουργικά εφικτή, μόνο εάν και εφόσον τύχουν επεξεργασίας από τους σύνθετους νομικοπολιτικούς μηχανισμούς του πολιτικού συστήματος. Στους μηχανισμούς αυτούς συγκαταλέγονται αναμφίβολα και τα πολιτικά κόμματα.


7. Σε ό,τι ειδικότερα αφορά στα πολιτικά κόμματα θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί η θεωρητική απόπειρα να ξεπεραστεί η κρίση των συμβατικών μορφών αντιπροσώπευσης μέσω της δημιουργίας ενός «ανοιχτού» τύπου κόμματος, που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της μεταβιομηχανικής εποχής. Επειδή ο μεταμοντέρνος πολυθεϊσμός των διαφόρων κοινωνικών Λόγων αντικατέστησε προ πολλού τον ηθικοπολιτικό μονοθεϊσμό των παλαιότερων παραδοσιακών κοινωνιών, τώρα το νέο ζητούμενο είναι να προσαρμοσθούν τα πολιτικά κόμματα στις αξιώσεις μιας πολιτικής a la carte. Το «ανοιχτό» κόμμα οφείλει να έχει έντονο οργανωτικό εκλεκτικισμό, να έχει εξ ορισμού εξωστρεφή προσανατολισμό ώστε να μην
λειτουργεί ως κλειστή κοινωνία, να διαθέτει υψηλό βαθμό εσωτερικής αποκέντρωσης και γενικώς να εκμεταλλεύεται τις ποικίλες τεχνικές της κοινωνίας της πληροφορίας, προκειμένου να διατηρεί υπέρ αυτού το σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα της θεσμικής του ευλυγισίας30 . Το «ανοιχτό» κόμμα είναι λοιπόν ένα ψηφιακό κόμμα, καθόσον εκμεταλλεύεται άριστα τον απέραντο επικοινωνιακό χώρο του διαδικτύου ενώ ταυτόχρονα είναι και ένα κόμμα - δίκτυο από στελέχη, οργανώσεις και πολίτες,
που του επιτρέπει να έχει ευελιξία και διεισδυτικότητα στην κοινωνία.

Συνοπτικά το «ανοιχτό» κόμμα προβάλλει ως το κυοφορούμενο τέκνο της ηλεκτρονικής και ψηφιακής δημοκρατίας. Προϋποθέτει την αισιόδοξη δυνατότητα της διαβουλευτικής δημοκρατίας, στην οποία η πληροφορία διαδραματίζει ένα
κεντρικό ρόλο. Θεωρητικοί του κυβερνοχώρου σαγηνεύονται ήδη από την άναρχη και μη ιεραρχικά οργανωμένη επικοινωνία στο internet, όπου όλοι οι χρήστες έχουν ίσα δικαιώματα πρόσβασης, ενώ μπορούν με ελάχιστο κόστος να αναπτύξουν την ατζέντα των δικών τους θεματικών προτιμήσεων. Γι’ αυτούς το internet παραμένει ένα ιδανικό επικοινωνιακό μέσο για τη συγκρότηση ενός πλουραλιστικού βασιλείου δημόσιας διαβούλευσης31 . Σημείο εκκίνησης θα μπορούσε να είναι η ισότητα των συγκρουόμενων πολιτικών Λόγων, εάν και κάτι τέτοιο δεν εξηγεί πάντοτε τους τρόπους επίλυσης και σύνθεσης των πρωτόγνωρων, συγκρουσιακά διασταυρωμένων, κοινωνικών προβληματικών. Το άδηλο μέλλον συνεπάγεται άμεση ρύθμιση και μάλιστα αυτορρύθμιση τόσο του internet ως γενικευμένου επικοινωνιακού μέσου, όσο και του πολιτικού συστήματος ως συντονιστή των λογής - λογής κοινωνικών υποορθολικοτήτων. Επομένως οι νομικοπολιτικές ρυθμίσεις στο internet θα
εξαρτηθούν όλο και περισσότερο από τους περιορισμούς που θα τεθούν στα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία κατακλύζουν και χειραγωγούν επικοινωνιακά τους χρήστες του32 .


8. Σε δομικό επίπεδο το κόμμα - δίκτυο υποτίθεται ότι σηματοδοτεί το πέρασμα από τα παραδοσιακού τύπου κόμματα της ιεραρχικά κάθετης οργάνωσης σε ένα νέου τύπου κόμμα με οριζόντια, αποκεντρωμένη και χαλαρή κομματική βάση. Η ιδεολογικοπολιτική κριτική που εύστοχα ασκήθηκε στο μοντέλο του κόμματος - δικτύου επισήμανε την προϊούσα εξατομίκευση της παραγωγής των πολιτικών αποφάσεων από την εκάστοτε ηγετική ελίτ. Τις νέες κομματικές λειτουργίες αναλαμβάνουν εξειδικευμένοι ιδιωτικοί φορείς με αποτέλεσμα να συντηρούν το πρότυπο μιας νεοταξικής μικροαστικής πολιτικής. Υπό το πρόσχημα μιας ευρείας διαβουλευτικής συμμετοχής των φίλων και μελών ενός κόμματος, στην ουσία ο ηγετικός πυρήνας του παραμένει αυτός που εξακολουθεί να επικυρώνει το γενικό πλαίσιο προαποφασισμένων επιλογών. Σημασία επομένως για μια ριζοσπαστική δημοκρατία άμεσου τύπου δεν έχει μόνο η δυνατότητα των πολλών να ακούγονται, αλλά και η κομβική στιγμή που θα επιδράσουν αποτελεσματικά στον ίδιο τον σχηματισμό της απόφασης33. Ενώ όμως αυτή η ιδεολογική κριτική κινείται στη σωστή πολιτειολογική κατεύθυνση ανάλυσης του κόμματος - δικτύου παραμένει ανοιχτό το ερώτημα, γιατί και σε αυτόν τον καινοφανή τύπου κόμματος αναπαράγονται υπογείως οι δοκιμασμένες ιεραρχικές πρακτικές της κάθετης κομματικής οργάνωσης του παρελθόντος. Η απάντηση είναι κατά τη γνώμη μου πρωτίστως κοινωνιολογική και σχετίζεται με την αυτοαναφορική δομή και λειτουργία του κάθε κομματικού μηχανισμού.


9. Από κοινωνιολογικής άποψης ο όρος «ανοιχτό» κόμμα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στην πλήρη ονομαστική του αξία. Ενδεχομένως θα απηχούσε τη μισή εμπειρική αλήθεια, εάν και εφόσον διαπιστωνόταν ο πραγματικά εξωστρεφής προσανατολισμός κάποιων κομμάτων στη διαμεσολαβητική σχέση τους με την κοινωνία. Αλλά και εάν ακόμη συμβεί κάτι τέτοιο, ιδίως σε πολιτικά κόμματα με έντονο δημοκρατικό - συμμετοχικό προσανατολισμό, η νέα θεσμική τους μορφολογία θα άλλαζε την καθημερινή λειτουργία τους κατά την επαφή τους με την κοινωνία μόνο ή κατά κύριο λόγο σε γνωστικό επίπεδο. Η εκμετάλλευση του τεχνολογικού περιβάλλοντος από πλευράς των πολιτικών κομμάτων σημαίνει το δίχως άλλο πιο άμεση, επαρκή και γρήγορη πληροφόρηση σχετικά με το τι συμβαίνει στην κοινωνία, συντηρώντας τα θεσμικά πλεονεκτήματά τους στο ρευστό περιβάλλον της ύστερης νεωτερικότητας. Η τέτοια οργάνωση των κομμάτων στην προοπτική των νέων μορφών ηλεκτρονικής πολιτικής συμμετοχής αυξάνει τη γνωστική επικυριαρχία τους σε ένα ορισμένο βαθμό και επίπεδο για τη λειτουργία τους. Διαφορετικά ειπωμένο: τα πολιτικά κόμματα, έστω και στο περιβάλλον της ψηφιακής τεχνολογίας, θα συνεχίσουν να ρέπουν στην αυτοαναφορική κλειστότητα κατά την επεξεργασία και τη λήψη των πολιτικών αποφάσεών τους. Η γενικευμένη τάση είναι η επεξεργασία αυτή να δέχεται όλο και πιο μικρή επίδραση από το κοινωνικό περιβάλλον. Προϋπόθεση δηλαδή της αυτοαναφορικής ενότητας των κομμάτων ως κοινωνικών συστημάτων είναι η συντήρηση και η εκλέπτυνση μιας θεμελιώδους, αρχικής διαφοράς τους απέναντι στην κοινωνία. Η διαφορά βέβαια αυτή επανεισάγεται και εμπλουτίζεται καθημερινά μέσα στη ζωή και τη λειτουργία των κομμάτων, ώστε να σταθεροποιεί την, από συστημικής άποψης, αυτοαναφορική χρήση των επιμέρους στοιχείων και συνθέσεών τους.


4. Τελικό συμπέρασμα: Το μέλλον των κομμάτων

βρίσκεται στην περαιτέρω ενδυνάμωση της αυτοοργάνωσής τους

ως κοινωνικών συστημάτων


1. Ολοκληρώνοντας την παρούσα μελέτη θα ήταν άστοχο να μη γίνει ειδική μνεία στους κινδύνους που ελλοχεύουν σε όλα τα κόμματα από τη σύμπραξη ή τη συνύπαρξη αρκετών μελών τους με την οικονομική ολιγαρχία και τα συμφέροντά της. Η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική αγορά διαμορφώνει πιεστικά τους κανόνες της πλήρους εμπορευματοποίησης των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, γεγονός που αντανακλά στη λειτουργία και στην ιδεολογία των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων. Το ζοφερό τοπίο της παγκόσμιας κοινωνίας που υπό συνθήκες της λεγόμενης «μεταδημοκρατικής» στιγμής, δημιουργεί το γόνιμο έδαφος για την ωμή κατανόησή της ως παγκόσμιας πλέον εταιρίας, συνεπάγεται ατομικό οπορτουνισμό και ιδεολογική χαλαρότητα για τα πολιτικά πράγματα34. Τα κόμματα εξουσίας εικονίζονται ως αποϊδεολογικοποιημένες ενώσεις συμφερόντων εκείνων των κοινωνικών ομάδων, που πρωτίστως ενδιαφέρονται για τη διατήρηση ή το πολύ για την ορθολογικότερη διαχείριση του υπάρχοντος οικονομικού status quο. Με το ελάχιστο επιχείρημα ότι η μοντέρνα κοινωνία είναι μια κοινωνία της οικονομίας, μια
νέα αναδυόμενη ορθολογικότητα, η οικονομική, διεκδικεί για τον εαυτό της το προνόμιο να αποτελεί αξίωση με καθολική ισχύ για όλο το εύρος της κοινωνίας35 .


2. Έτσι η σχολή της νέας θεσμικής οικονομικής επιστήμης ισχυρίζεται ότι αποτελεί πλέον κυρίαρχο παράδειγμα επειδή εστιάζει την προσοχή της στην εξήγηση και στην πρόγνωση των κοινωνικών φαινομένων, όταν π.χ. η διαβουλευτική δημοκρατική θεωρία ασχολείται κυρίως με το να συγκροτήσει μια κανονιστική θεωρία της κοινωνίας. Στη νέα θεσμική οικονομική επιστήμη οι κανόνες θεωρούνται νομιμοποιημένοι, εάν τα ορθολογικά υποκείμενα συμφωνούν ομόφωνα με αυτούς, προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουν την ατομική τους ωφέλεια36 . Με άλλα λόγια η
επιστήμη αυτή υποτίθεται ότι επικεντρώνεται καθολικά στο υποκείμενο ως hοmο oeconomicus, που εκδηλώνει τις προτιμήσεις του διαπραγματευόμενο και διαδρώντας στρατηγικά με άλλα υποκείμενα σε μια ωφελιμιστική λογική αμοιβαίας επιρροής. Από κανονιστικής άποψης η νέα θεσμική οικονομική επιστήμη προσανατολίζεται σε κανόνες που παράγουν αποφάσεις και οι οποίοι βοηθούν κατά το δυνατόν καλύτερα τους πολίτες να επιτύχουν τα υλικά διαφέροντά τους. Ενώ αντίθετα η διαλογική ηθική κατασκευάζεται γύρω από ένα πιο ασαφώς οριοθετημένο hοmο communicans που απαιτεί μια, όχι πάντοτε βέβαιο ότι θα επιτευχθεί, ουσιαστική ορθότητα των πολιτικών αποφάσεων, παρουσιάζοντας δημόσια επιχειρήματα τα οποία θεμελιώνονται στις ανά περίσταση αρτιότερες δικαιολογήσεις από πλευράς εμπλεκόμενων εταίρων. Για τη σχολή της οικονομικής ανάλυσης η αξίωση αποκλειστικότητάς της δεν ανέχεται καμιά μορφή συνύπαρξης με άλλες θεωρίες. Στην καλύτερη περίπτωση η όποια προοπτική συνύπαρξης δεν πρέπει να θέσει σε αμφιβολία τα πρωτεία του hοmο oeconomicus: ο συνδυασμός οικονομικής και διαβουλευτικής θεωρίας δεν θα πρέπει να αναιρέσει τον ορθολογικό ως προς τον σκοπό προσανατολισμένο σύγχρονο άνθρωπο, αλλά να δημιουργήσει τον μεικτό ανθρωπολογικό τύπο του hοmο rationalis communicans37 .


3. Η αλήθεια είναι ότι η τυπική ορθολογικότητα της λειτουργίας και της δράσης των
πολιτικών κομμάτων δεν κατάφερε ποτέ να προστατεύσει πλήρως τα κόμματα από την εισβολή ξένων προς αυτά ορθολογικοτήτων, όπως π.χ. από την εισβολή της δικαιικής ή της οικονομικής ορθολογικότητας. Επομένως τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν πάντοτε να προστατευθούν από την εκάστοτε σύγκρουσή τους με διαφορετικές ορθολογικότητες, απλά μέσω της αυτοοργάνωσης των βασικών λειτουργιών και αποδόσεών τους. Το μέλλον των κομμάτων δεν βρίσκεται μόνο στο γνωστικό άνοιγμά τους απέναντι στην πληροφορία και στην κοινωνία της γνώσης. Το άνοιγμα αυτό είναι μόνο ένας από τους όρους για την προσπάθεια συγκράτησης των απειλητικών κεντρόφυγων τάσεων του μοντέρνου καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας. Ο δεύτερος πιο αποσιωπημένος και λησμονημένος όρος για τον ορθολογικό εκσυγχρονισμό των κομμάτων είναι η επαναχάραξη των κανονιστικών συνόρων με τους διάφορους κοινωνικούς Λόγους και η κανονιστική προστασία των κομμάτων απέναντι στις ολοκληρωτικές τάσεις άλλων κοινωνικών υποορθολογικοτήτων, όπως του δικαίου, της ηθικής και της οικονομίας. Κοντολογίς, το μέλλον των πολιτικών κομμάτων βρίσκεται στον αυτοαναφορικό εμπλουτισμό και στην ενδυνάμωση των λειτουργιών και των αποδόσεών τους, που από κανονιστικής άποψης θα οδηγήσει στην επανοηματοδότηση των ορίων τους με τα υπόλοιπα συστήματα της κοινωνίας, αλλά και με την ίδια την κοινωνία νοούμενης συνολικά ως συστήματος.


4. Τα πολιτικά κόμματα ως κοινωνικά συστήματα έχουν αναπτύξει (όπως άλλωστε και όλα τα υπόλοιπα συστήματα της ύστερης νεωτερικότητας) από καιρό μια ιδιοσυγκρασιακού τύπου ορθολογικότητα, που οφείλεται στην αυτοαναφορική λειτουργία και αποδόσεις τους. Η αγνωσία του μέλλοντος είναι φυσικά το ατελείωτο συμβολικό απόθεμα για την παραγωγή πολιτικών αποφάσεων: «Chοice is an exploitation οf knowledge»38 . Κλειδί για το επιστημολογικό μετα-επίπεδο της νέας
κοινωνιολογικής ανάλυσης των κομμάτων είναι η μόνιμη στόχευσή τους σε μια «διακανονισμένη αυτονομία» με το κοινωνικό περιβάλλον τους, που θα επιτρέψει την ανάπτυξη πιο αφηρημένων μέσων για την οργάνωση και τη λειτουργία τους. Η «ανακλαστική» ορθολογικότητα των κομμάτων, σε αντίθεση με την τυπική ορθολογικότητα του παρελθόντος, διακρατεί ως κυρίαρχη την ιδέα της αυτοαναφοράς, όμως ταυτόχρονα δεν μένει ασυγκίνητη απέναντι στις απαραίτητες διαμεσολαβήσεις των κομμάτων με την κοινωνία και τις υλικές της ανάγκες39 . Με κριτήριο τη συστημική ικανότητα των πολιτικών κομμάτων να παγιώνουν μηχανισμούς μέσω των οποίων μπορούν να θεματοποιούν τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα ως μοντέρνες μαζικές οργανώσεις, είναι δυνατή η οριοθετημένη επικοινωνιακή ανταπόκρισή τους με άλλα κοινωνικά υποσυστήματα. Έτσι ο πολιτικός εκδημοκρατισμός δεν πραγματώνεται μόνο εντός διαβουλευτικών διαδικασιών επικοινωνίας μεταξύ των κοινωνικών υποσυστημάτων, αλλά και εντός του πυρήνα των πολιτικών κομμάτων, ως η εδραίωση ενός ενδοσυστημικού αναστοχασμού γύρω από το ζήτημα της κατασκευής κοινωνικής ταυτότητας.


5. Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει. Μια κοινωνία που τμηματοποιείται σε λειτουργικά υποσυστήματα δεν διαθέτει πλέον κανένα επαρκές ενοποιητικό όργανο για την ηνιόχησή της. Είναι μια κοινωνία χωρίς πολιτικό κέντρο και χωρίς ιεραρχική
κορυφή40. Τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τα κόμματα δυσκολεύονται να βρουν εκείνα τα γνωστικά και διαδικαστικά αποθέματα, τα οποία θα τα καθιστούσαν ικανά να αποφασίζουν με αξιώσεις καθολικής δεσμευτικότητας για την κοινωνία. Επομένως το ζήτημα είναι ποιες κρίσιμες λειτουργίες απομένουν στα κόμματα και με ποιο τρόπο θα τις ασκήσουν, προκειμένου να συγκρατήσουν τα ελάχιστα εναπομείναντα ενοποιητικά στοιχεία του κοινωνικού ιστού. Μια επανορθωτική πολιτική που θα συνέβαλε στη μείωση ή στην επανόρθωση των ζημιών που προξενούνται στην κοινωνία από την ασυγκράτητη επέκταση των επιχειρηματικών συμφερόντων θα συνιστούσε μια πρώτη, έστω και λιγότερο φιλόδοξη από κανονιστικής άποψης, απάντηση. Τουλάχιστον μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να κριθεί εκ του αποτελέσματός της. Μια όμως περισσότερο μεγαλόπνοη πολιτική θα έθετε τον πήχη ακόμη ψηλότερα και θα προσπαθούσε να εφεύρει τους νέους ενοποιητικούς ρόλους των κομμάτων, που στις κατακερματισμένες κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας θα αποκαθιστούσαν τα κανονιστικά- αξιακά ερείσματα του Πολιτικού. Η βασική ιδέα παραμένει απλή: στη σύγχρονη εποχή της ριζικής κοινωνικής διαφοροποίησης απομένει ως ultima ratio μόνο το Πολιτικό για να προσφέρει στην κοινωνία την αναγκαία ενότητα, παρέχοντάς της νέους κανόνες, αξίες και αρχές.


Βιβλιογραφία


Aaken ν. Α. (2002), «Deliberative institutional economics οr Does Hοmο oeconomicus argue? Α proposal fοr combining new institutional economics with discourse theory», Philosophy and social criticism, 28: 361-394.

Baynes Κ. (1995), «Democracy and the Rechtsstaat: Habermas’s Faktizitat und Geltung», στο White S. (ed.), The Cambridge Companion of Habermas, New Υοrk: Cambridge University Press, 201-232.

Beck U. (1996), Η επινόηση του Πολιτικού. Για μια θεωρία του εκσυγχρονισμού, Αθήνα: Λιβάνης «Νέα Σύνορα».

Βέλτσος Γ. (επιμ.), (1990), Η διαμάχη. Κείμενα για την νεοτερικότητα, Αθήνα: Πλέθρον.

Benhabib S. (1995), «Εin deliberatives Modell demokratischer Legitimitat», Deutsche Zeitschrift fur Philosophie, 43: 3-29.

Benhabib S. (1996), «The democratic moment and the problem of difference», στο Benhabib S. (ed.), Democracy and Difference. Contesting the boundaries of the political, New Jersey: Princeton University Press, 3-18.

Benhabib S. (1999), «Strange multiplicity. Die Politik der Identitat und Differenz im globalen Zusammenhang», στο Benhabib S., Politische Partizipation im Zeitalter der Globalisieurung, Frankfurt: Fischer Taschenbuch, 13-32.

Βενιζέλος Ε. (2003), «Το “ανοιχτό κόμμα” ως απάντηση στην κρίση του κομματικού φαινομένου», στο Τσάτσος Δ., Κοντιάδης Ξ. (επιμ.), Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα: Παπαζήσης, 15-38.

Dahl R. (2001), Περί Δημοκρατίας, Αθήνα: Ψυχογιός.

Dahlberg L. (2005), «The Ηabermasian public sphere: Taking difference seriously?», Theory and Society 34: 111-136.

Dryzek S.J. (2001), «Legitimacy and Economy in deliberative democracy», Political Theory 29: 651-669.

Ferree Μ.Μ., Gamson Α.W., Gerhards J., Rucht D, (2002), «Four models of public sphere in modern democracies», Theory and Society 31: 289-324.

Giddens Α. (2001), Οι συνέπειες της νεοτερικότητας, Αθήνα: Κριτική.

Gimmler Α. (2000), «Deliberative democracy, the public sphere and the internet», Philosophy and Social Criticism 27: 20-39.

Habermas J. (1973), Legitimationsprobleme im Spatkapitalismus, Frankfurt: Suhrkamp.

Habermas J. (1996), Το πραγματικό και το ισχύον. Συμβολή στη διαλογική θεωρία του δικαίου και του δημοκρατικού δικαίου, Αθήνα: Λιβάνης «Νέα Σύνορα».

Hermet G. (1997), Η δημοκρατία, Αθήνα: Π. Τραυλός.

Κράουτς Κ. (2006), Μεταδημοκρατία, Αθήνα: Εκκρεμές.

Luhmann Ν, (1969), «Komplexitat und Demokratie», Politische Vierteljahresschrift 10: 314-327.

Luhmann Ν. (1981), Politische Theorie im Wοhlfahrtsstaat, Μunchen: Οlzog.

Luhmann Ν. (1985), «Die Αutopoiesis des Bewusstseins», Soziale Welt 36: 402-446.

Luhmann Ν. (1986), «Funktionale Differenzierung», στο Luhmann N., Okologische Κommunikation. Κann die moderne Gesellschaft sich auf okologische Gefahrdungen einstellen? Opladen: Westdeutcher Verlag, 202-2l7.

Luhmann Ν. (1997), Die Gesellschaft der Gesellschaft, Frankfurt: Suhrkamp.

Luhmann Ν. (2000), Die Politik der Gesellschaft, Frankfurt: Suhrkamp.

Luhmann Ν. (2001), Η πραγματικότητα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Μίχελς Ρ. (1997), Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία. Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου, Αθήνα: Γνώση.

Offe C. (1972), Strukturprobleme des kapitalistischen Staates, Frankfurt: Suhrkamp.

Ρωλς Τ. (2000), Ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Σακελλαρόπουλος Σ., Σωτήρης Π. (2005), «Ο μετασχηματισμός των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων και η ανάδυση του κόμματος - δικτύου: η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ», Πολιτική Επιστήμη, 1: 102-119.

Schwarzmantel J. (2005), Για μια δημοκρατική πολιτεία: ταυτότητα και συμμετοχή, Αθήνα: Κριτική.

Teubner G. (2005), «Altera Ρars Audiatur: Το δίκαιο σε σύγκριση με άλλες αξιώσεις καθολικής ισχύος» στο Teubner G., Πολυσυγκειμενικό δίκαιο. Το συνταγματικό δίκαιο της κοινωνίας των πολιτών, Αθήνα: Σάκκουλας, 15-64.

Τσίρος Ν. (1997), «Πολιτικές όψεις του μεταμοντερνισμού στο έργο του J.F. Lyotard», Το βήμα των κοινωνικών επιστημών, 22: 127-152.

Τσίρος Ν. (2000), «Νέες μορφές “αβεβαιοτήτων” ή επιστημολογική απροσδιοριστία των θεωριών περί “διακινδύνευσης” στην ύστερη νεωτερικότητα, Νόμος και Φύση, 3-4: 365-420.

Τσίρος Ν. (2004), «Η έννοια του νοήματος στη συστημική θεωρία του Ν. Luhmann», Το βήμα των κοινωνικών επιστημών, 40: 193-213.

Τσίρος Ν. (2005), Κοινωνιολογικοί αναστοχασμοί για το Πολιτικό και το Δίκαιο: Η συστημική θεωρία του Ν. Luhmann, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας.

Zοlο D. (1988), «Συνθετότητα και δημοκρατία. Η συστημική - κυβερνητική ανάλυση του Welfare State», Λεβιάθαν, 2: 105-116.

1.Για μια εκτενή ανάλυση τωv θεσμικών διαστάσεων της νεωτερικότητας. βλ. Α. Giddens, Οι συνέπειες της νεωτερικότητας , Αθήνα 2001, σ. 79 επ.

2.Έτσι η συζήτηση περί μετα-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μεταθέτει την κλασική προβληματική της εστιασμένης στα εδαφικά όρια του έθνους-κράτους δημοκρατίας στη βιόσφαιρα μιας διαπλανητικής πλέον κλίμακας. Επ’ αυτού, βλ. G. Hermet, Η δημοκρατία , Αθήνα 1997, σ. 66 επ.

3.Δεv έλειψε όμως η εμβληματική εννοιολογική διαμάχη γύρω από τους όρους vεωτερικότητα – μετα-νεωτερικότητα. Πρβλ. τα κείμενα στο συλλογικό τόμο, Γ. Βέλτσος (επιμ.), Η διαμάχη. Κείμενα για την νεοτερικότητα , Αθήνα 1990.

4.Για τον όρο του ύστερου καπιταλισμού, βλ. ιδίως τις αναλύσεις των: J. Habermas, Legitimationsprobleme im Spatkapitalismus , Frankfurt 1973 και C. Offe, Strukturprobleme des kapitalistischen Staates , Frankfurt 1972.

5.Βλ. J. Habermas, ό.π., σ. 87-105.

6.Εvδεικτική είναι η ανάλυση του D. Ζolo, «Συνθετότητα και Δημοκρατία. Η συστημική - κυβερνητική ανάλυση του Welfare State», στο: Λεβιάθαν , 2, 1988, σ. 105-116.

7.Βλ. Ρ. Mίχελς, Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία. Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου , Αθήνα 1997.


8.Πρβλ. την κατατοπιστική ταξινόμηση των Μ.Μ Ferree, W.Α. Gamson, J Gerhards, D. Rucht, «Four models of public sphere in modern democracies», στο Theory and Society , 31, 2002, σσ. 289-324.

9.Μάλιστα η S. Benhabib θεωρεί ότι πίσω από τις αξιώσεις του διαβουλευτικού δημοκρατικού μοντέλου υπάρχει πάντοτε ως όρος καθολικής θεμελίωσής του μια διαλογική θεωρία της ηθικής και της πολιτικής, Βλ. S. Benhabib, «Εin deliberatives Modell demokratischer Legitimitat», στο Deutsche Zeitschrift fur Philosophie, 43, 1995, σ. 10.

10.Οι έκδηλες μεταμοντερνιστικές όψεις του μοντέλου αυτού θεμελιώνονται φιλοσοφικά στη γλωσσική αγωνιστική των λεκτικών ενεργημάτων, όπως αυτή διατυπώνεται στο έργο του J.F. Lyotard. Για μια συνολική κριτική της πολιτικής φιλοσοφίας του J.F. Lyotard, βλ. Ν. Τσίρος: «Πολιτικές όψεις του μεταμοντερνισμού στο έργο του J.F. Lyotard», στo: Το βήμα των κοινωνικών επιστημών , 22, 1997, σσ. 127-152.

11.Για μια ιστορική αναδρομή της κουλτούρας «περιχαράκωσης», βλ. J. Schwarzmantel, Για μια δημοκρατική πολιτεία: ταυτότητα και συμμετοχή , Αθήνα 2004, σσ. 146-147.


12.Για το ζήτημα βλ. J.S. Dryzek, «Legitimacy and ecοnοmy in deliberative democracy», στο: Political Theory , 29, 2001, σσ. 651 επ.

13.Προς τηv κατεύθυνση αυτή κινούνται οι λεγόμενοι δημοκράτες της «διαφοράς» που θέτουν υπό αμφισβήτηση τη δημοκρατική αξία μιας επικοινωνιακά κατασκευασμένης δημόσιας σφαίρας, όταν αυτή αποκλείει αισθητικές - συγκινησιακές μορφές επικοινωνίας στον βαθμό που υποθέτει ότι η πολιτική εξουσία μπορεί να διαχωριστεί από την κατασκευή του δημόσιου λόγου. Βλ. σχετικά, L. Dahlberg, «The Habermasian public sphere: Taking difference seriously?», στο: Theory and Society , 34, 2005, σσ. 113 επ.

14.Προς την κατεύθυνση αυτή, βλ. την ανάλυση του J. Habermas, Το πραγματικό και το ισχύον. Συμβολή στη διαλογική θεωρία του δικαίου και του δημοκρατικού κράτους δικαίου , Αθήνα 1996 και ιδίως τα κεφάλαια 6 και 7 της μελέτης του. Βλ. επίσης την ανάλυση της S. Benhabib, «The democratic moment and the problem of difference», στο συλλογικό: S. Benhabib (ed.), Democracy and Difference. Contesting the boundaries of the political , New Jersey 1996, σσ. 5 επ.

15.Πρβλ. J. Schwarzmantel, ό.π., σσ. 60-63.

16.Βλ. Κ. Baynes, «Democracy and the Rechtsstaat: Habermas’s Faktizitat und Geltung», στο συλλογικό, S. White: The Cambridge Companion of Habermas , New York 1995, σ. 225.

17.Για το θέμα, πρβλ. Κ Κράουτς, Μεταδημοκρατία , Αθήνα 2006, σ. 142.

18.Το πρόβλημα πάντως των σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών είναι η πολλαπλότητα περιεκτικών θρησκευτικών, φιλοσοφικών και ηθικών δογμάτων, ασύμμετρων μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα εύλογων. Επί του θέματος, βλ. Τ. Ρωλς, Ο πολιτικός φιλελευθερισμός , Αθήνα 2000, σσ. 4-7.

19.Πρβλ. R. Dahl, Περί δημοκρατίας , Αθήνα 2001, σσ. 139 επ.

20.Ομοίως, ο J. Schwarzmantel, ό.π., σ. 125.

21.Για μια συνολική αποτίμηση των ορίων του κονστρουκτιβιστικού μοντέλου, βλ. S. Benhabib, «Strange multiplicity. Die Politik der Identitat und Differenz im globalen Zusammenhang», στης ιδίας, Politische Partizipation im Zeitalter der Globalisierung , Frankfurt 1999, σ. 27.

22.Για μια κριτική ανάλυση στη θεωρία της εξάρθρωσης του Ε. Laclau, βλ. Ν. Τσίρο, «Νέες μορφές “αβεβαιοτήτων” ή επιστημολογική απροσδιοριστία των θεωριών περί “διακινδύνευσης” στην ύστερη νεωτερικότητα;», στο: Νόμος και Φύση , 3-4, 2000, σσ. 409-416.

23.Βλ. π.χ. Ε. Βενιζέλο, «Το “ανοιχτό κόμμα” ως απάντηση στην κρίση του κομματικού φαινομένου», στο συλλογικό έργο, Δ. Τσάτσος, Ξ. Κοντιάδης (επιμ.) Το μέλλον των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα 2003, σσ.15-16.

24.Για την αυτοαναφορική λειτουργία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, βλ, Ν. Luhmann, Η πραγματικότητα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, Αθήνα 2001.

25.Βλ. Ν. Luhmann, «Die Αutοpοiesis des Βewusstseins», στο: Soziale We Ιt, 36, 1985, σ. 403.

26.Πρόκειται για το βασικό τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας των ιδιοπερίπλοκων κοινωνικών συστημάτων της ύστερης νεωτερικότητας. Βλ. Ν. Luhmann, «Funktiοnale Differenzierung», στου ιδίου, O kologische Kommunikation. Kann die moderne Gesellschaft sich auf okologische Gefahrdungen einstellen?, Opladen 1986, σ. 204.

27.Βλ. Μίχελς, ό.π., σσ. 518 επ.

28Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Luhmann, στο «Εντελής διαφοροποίηση ως διπλασιασμός της πραγματικότητας», στου ιδίου, Η πραγματικότητα των μέσων..., ό.π., σ. 30 επ., επιλέγει σε γνωσιοθεωρητικό επίπεδο τον τελεστικό κονστρουκτιβισμό, προκειμένου να αναλύσει την αυτοαναφορική οργάνωση και λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων. Για την κατασκευοκρατική σύλληψη του νοήματος στο έργο του Luhmann, βλ. Ν. Luhmann, Die Gesellschaft der Gesellschaft , Frankfurt 1997, σσ. 49-51. Πρβλ. επίσης Ν. Τσίρο, «Η έννοια του νοήματος στη συστημική θεωρία του
Ν. Luhmann», στο: Το βήμα των κοινωνικών επιστημών , 40, 2004, σσ. 193-213.

29.Ο ορισμός που ο Luhmann δίνει για τη δημοκρατία είναι ο ακόλουθος: «Δημοκρατία ονομάζεται η διατήρηση της περιπλοκότητας παρά την τρέχουσα εργασία [παραγωγή] αποφάσεων και η διατήρηση ενός κατά το δυνατόν πλατύτερου τομέα εκλογής για πάντοτε ξανά καινούργιες και διαφορετικές αποφάσεις», βλ. Ν. Luhmann, «Κοmplexitat und Demοkratie», στο: Politische Vierteljahresschrift ,. 10, 1969, σσ. 319 – 320.

30.Στην κατεύθυνση αυτή κινείται η μελέτη του Ε. Βενιζέλου, «Το “ανοιχτό κόμμα” ως απάντηση στην κρίση του κομματικού φαινομένου», ό.π., σσ. 30 επ.

31.Πρβλ. Α. Gimmler, «Deliberative democracy, the public sphere and the internet», στο: Philosophy and Social Criticism , 27, 2000, σ. 33.

32.Α. Gimmler, ό.π., σ. 34.

33.Έτσι, Σ. Σακελλαρόπουλος, Π. Σωτήρης, «Ο μετασχηματισμός των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων και η ανάδυση του κόμματος - δικτύου: η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ», στο: Πολιτική Επιστήμη , 1, 2005, σσ. 102-119.

34.Έτσι, ο Κ. Κράουτς, Μεταδημοκρατία, ό.π., σσ 91-116.

35.Για το θέμα αυτό βλ. G. Teubner, «Altera Ρars Αudiatur: Το Δίκαιο σε σύγκρουση με άλλες αξιώσεις καθολικής ισχύος», στου ιδίου, Πολυσυγκεινικό δίκαιο. Το συνταγματικό δίκαιο της κοινωνίας των πολιτών , Αθήνα 2005, σσ 16-17.

36.Πρβλ. Α.ν. Aaken, «Delibetativ institutional economics, οr Does Hοmο οeconomicus argue? Α proposal fοr combining new institutional economics with discourse theory», στο: Philosophy and social criticism , 28, 2002, σ. 364.

37.A.v. Aaken, ό.π., σ. 373.

38.Βλ. Ν. Luhmann, Die Politik der Gesellschaft, Frankfurt 2000, σ. 147.

39.Για την ανάπτυξη της ιδέας του «ανακλαστικού» εκσυγχρονισμού, βλ. U. Beck, Η επινόηση του Πολιτικού. Για μια θεωρία του εκσυγχρονισμού , Αθήνα 1996. Παραπλήσια είναι και η θεωρία του «ανακλαστικού» δικαίου των G. Teubner, Η. WilIke, προς όφελος όμως μιας αυτοαναφορικής πολιτικής θεωρίας που θα συγκλίνει με την αναγκαιότητα ενός εκδημοκρατισμένου κοινωνικού περιβάλλοντος. Πρβλ. για το σχετικό ζήτημα, Ν. Τσίρο, Κοινωνιολογικοί αναστοχασμοί για το Πολιτικό και το Δίκαιο: Η συστημική θεωρία του Niklas Luhmann, Αθήνα 2005, σσ. 188 επ.

40.Πρβλ. Ν. Luhmann, Politische Theorie im Wohlfahrtsstaat , Mϋnchen 1981, σ. 22.