ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
του Θανάση Αλεξίου

1. Εισαγωγή

Αντικείμενο του κειμένου που ακολουθεί είναι η κριτική προσέγγιση μεθοδολογιών και μεθόδων που εγγράφονται στο ερμηνευτικό παράδειγμα. Η βασική θέση της ερμηνευτικής πως το νόημα, οι νοηματοδοτήσεις, οι τάξεις νοημάτων κ.λπ. επέχουν θέση κοινωνικών δεδομένων, έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα στις κοινωνικές επιστήμες. Το ρεύμα αυτό φαίνεται να ισχυροποιείται, κυρίως μετά την αμφισβήτηση της έννοιας της δομής (κοινωνίας) και τη «στροφή» προς τη γλώσσα. Πρόθεσή μας είναι να προσδιορίσουμε την αναλυτική ικανότητα των ερμηνευτικών προσεγγίσεων, επομένως και το πεπερασμένο τους και να εξετάσουμε τους λόγους που κατέστησαν αυτές τις προσεγγίσεις αναγκαίες για την κοινωνική ανάλυση. Θεωρούμε πως στο ερμηνευτικό παράδειγμα μπορεί να ενταχθεί και η φαινομενολογία, καθώς οι διαδράσεις, οι διυποκειμενικές σχέσεις και τα «νοηματικά πλαίσια» αλλά και ο «κοινός νους»1 έχουν ως μονάδα ανάλυσης, όπως ο μεθοδολογικός ατομικισμός, τα άτομα, τις μεταξύ τους σχέσεις και το υποκειμενικό τους νόημα.

Σε μεγάλο βαθμό η ανάδειξη των ερμηνευτικών επιστημών σε σημαντικό παράγοντα κοινωνικής ανάλυσης, οφείλεται κατά τη γνώμη μου: α) στην αναδιάρθρωση της παραγωγής (αποκέντρωση, διεύρυνση άτυπων μορφών εργασίας, βλ. υπεργολαβία, φασόν), και β) στη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Αν ο πρώτος παράγοντας είχε ως συνέπεια την εξασθένηση την διεκδικητικής ικανότητας της εργατικής τάξης ως συλλογικότητας, ο δεύτερος είχε ως συνέπεια την εκ νέου εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών και την άμεση μεταφορά της ευθύνης για την κοινωνική αναπαραγωγή στο άτομο και στα πρωτογενή δίκτυα. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με τη διεύρυνση των νέων μικροαστικών στρωμάτων και την ανάδυση ενός νέου ατομικισμού, με αναφορά στον διαδραστικό (επικοινωνιακό) τρόπο εργασίας και τις μεταϋλιστικές αξίες, επέβαλε ως μονάδα ανάλυσης το άτομο και την ανάγκη του για ανέλιξη, διάκριση και ταυτοποίηση (επιτέλεση κ.ο.κ.) με τις αντίστοιχες νοηματοδοτήσεις, ζητήματα που ως γνωστόν προνομιακά θεματοποιούνται στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Από την άλλη, η κρίση του κράτους πρόνοιας σήμαινε και την κρίση των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες είχαν αναλάβει τον σχεδιασμό της κοινωνικής αναπαραγωγής και κυρίως των ποσοτικών μεθόδων, οι οποίες σε συνθήκες μαζικής παραγωγής και συλλογικής κατανάλωσης αποτέλεσαν τη βάση για τη συλλογή εμπειρικών δεδομένων, άκρως αναγκαίων για την ανάπτυξη προνοιακών υποδομών.


2. Η κατανοητική μέθοδος (μεθοδολογικός ατομικισμός)


Aν στις κοινωνικές επιστήμες έχουν εμπεδωθεί ως μονάδες ανάλυσης το ζεύγος κοινωνία και άτομο, ή, δομή και δράση, οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις αναφέρονται αποκλειστικά σχεδόν στο άτομο και στο πώς αυτό νοηματοδοτεί τη δράση του, η οποία υπό όρους μπορεί να είναι και κοινωνική δράση. Για τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις, λοιπόν, αλλά και για τις φαινομενολογικές οι οποίες εγγράφονται στο βεμπεριανό παράδειγμα, μονάδα ανάλυσης είναι το άτομο και η ατομική δράση. Συνεπώς η γνώση που θα συγκεντρωθεί μέσα από τις αντίστοιχες μεθόδους καταγραφής του νοήματος και η επεξεργασία της θα μας δώσει στοιχεία για να κατανοήσουμε την ανθρώπινη δράση. Η διαπίστωση αυτή συνιστά βασικό αξίωμα αυτής της μεθοδολογίας, η οποία ανάγει τα κοινωνικά δεδομένα (εισόδημα, επάγγελμα, ιδιοκτησία, μορφωτικό κεφάλαιο κ.λπ.) και τους κοινωνιολογικούς όρους (κοινωνικές τάξεις, κράτος, θεσμοί κ.λπ.) σε μη-κοινωνικά δεδομένα (ατομικιστικά), δηλαδή ψυχολογικά. Η εξέταση των δευτέρων (ατομική συμπεριφορά, νόημα, σημασία, διάδραση) προσφέρεται για την εξήγηση των πρώτων και όχι το αντίστροφο, και αυτό γιατί οι ιδιότητες των κοινωνικών αντικειμένων, σ’ αυτές τις μεθοδολογίες δεν είναι διαφορετικές από τις ιδιότητες των ατόμων που τις συγκροτούν.2 Ως εκ τούτου η εννοιολόγηση της πραγματικότητας θα πρέπει να γίνεται με όρους που περιγράφουν τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου, τις διαπροσωπικές σχέσεις, ώστε να είναι εφικτή η κατανόηση και η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων (μεθοδολογικός ατομικισμός).

Εντούτοις, η ερμηνευτική προσέγγιση του M. Βέμπερ που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ατομική νοηματοδότηση της κοινωνικής δράσης, συνάδει με την έμφαση στην (ατομική) συνείδηση που δίνει η φαινομενολογία. Μάλιστα σε μια προσπάθεια υπέρβασης των αδιεξόδων του μεθοδολογικού ατομικισμού, προτάθηκε αργότερα, από τον ιντερακτιονισμό, ως μονάδα ανάλυσης η διάδραση, ή, ακόμη όπως θα δούμε παρακάτω και η κατάσταση (καταστασιασμός). Kατά τη γνώμη μου η άποψη του Γκερτς (Cl. Geertz), ο οποίος μοιράζεται με τον M.Βέμπερ τη θέση «πως ο άνθρωπος είναι ένα ζώο αιωρούμενο σε έναν ιστό σημασιών που το ίδιο έχει υφάνει»,3 αποδίδει συμπυκνωμένα την αγωνία ερμηνευτικών και φαινομενολογικών προσεγγίσεων για τη νοηματική και σημειολογική θέση του υποκειμένου. Συνεπώς η αναζήτηση νοήματος και η ερμηνεία του συνιστούν το αντικείμενο της επιστημονικής ανάλυσης. Παρ’ όλα αυτά η ερμηνεία, ή κατανόηση (Verstehen) ενός φαινομένου δεν σημαίνει, όμως για τον M. Βέμπερ, και εξήγησή του. Eξ’ άλλου η εξήγηση ως μέθοδος αναφέρεται σύμφωνα με τον Ντίλτεϋ (W. Dilthey) στη φύση και στις φυσικές επιστήμες (Naturwissenschaften) και αντίστοιχα η κατανόηση στο πνεύμα και στις επιστήμες του πνεύματος (Geisteswissenschaften).4 Εδώ ενυπάρχει η θέση του Ρίκερτ (Η. Rickert) ότι ο αισθητός κόσμος είναι άπειρος και καμία γνώση δεν μπορεί να διερευνήσει αυτόν πλήρως,5 και πως μάλλον μόνο ενορατικά, όπως στον Ντίλτεϋ μπορούμε να κατανοήσουμε τα πράγματα και τις συμπεριφορές.6 Ως γνωστόν, η θέση αυτή συνιστά και αξίωμα της ερμηνευτικής ανθρωπολογίας. Η πολιτισμική ανάλυση, πάλι, σύμφωνα με τον Γκερτς δεν αποσκοπεί στην ανακάλυψη της Ηπείρου του Νοήματος και στη χαρτογράφηση του ασώματου τοπίου της, αλλά στην ερμηνεία της ροής του κοινωνικού λόγου, του κειμένου κ.ο.κ.7

Ο μεθοδολογικός δυϊσμός μεταξύ εξήγησης και κατανόησης,8 την οποία εισηγείται ο Βέμπερ με την κατανόηση ως μέθοδο να είναι ανοικτή στις βιωματικές και ψυχικές στρωματώσεις του «κοινού νου» και της καθημερινότητας, διαμόρφωσε ουσιαστικά την επιστημολογική βάση για την ανάπτυξη και εμπέδωση της φαινομενολογικής μεθόδου. Στη φαινομενολογική κοινωνιολογία, όπου ο κοινωνικός κόσμος συγκροτείται από τις κοινωνικές δράσεις, τις κοινωνικές σχέσεις με τις αντίστοιχες συνειδησιακές καταστάσεις η περιγραφή και η ανάλυση της καθημερινότητας συνιστά το αξίωμα. Πρόθεση της φαινομενολογικής κοινωνιολογίας, όπως αναπτύχθηκε από τον Σουτς (A. Schutz) είναι η κατανόηση της «κοινής γνώσης» και ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται ο κοινωνικός κόσμος. M’ αυτήν την έννοια η φαινομενολογία στρέφεται και κατά της επιστημονικής γνώσης (π.χ. εθνομεθοδολογία), η οποία στην προσπάθειά της να εκλογικεύσει συμπεριφορές και πράγματα, αλλοτριώνει, καθώς παρεμβάλλεται ανάμεσα στο άτομο και τα πράγματα, την πρωτογενή εμπειρία. Θεωρώντας πως η έλλογη γνώση δεν είναι αρκετή για να διατηρηθεί η πραγματικότητα και να μην καταρρεύσει, η φαινομενολογία στρέφεται προς την «κοινή γνώση», αναζητώντας στο μη συνειδητό (πρακτική γνώση, συναισθήματα, ρουτινιάρικες συμπεριφορές κ.ο.κ.), στο οποίο αποδίδει οντολογικό βάθος, τους λόγους που συγκρατούν τα άτομα εντός κοινωνίας.

Εδώ πατάνε κατά τη γνώμη μου εθνομεθοδολογίες, η εθνογραφική μέθοδος, η αφηγηματική μέθοδος, η βιογραφική μέθοδος κ.ά., οι οποίες επιχειρούν να εξηγήσουν τις κοινωνικές συμπεριφορές από την επεξεργασία της βιωμένης εμπειρίας και του υποκειμενικού νοήματος, δηλαδή μέσω της άμεσης πρόσβασης στην πρωτογενή εμπειρία («κοινή γνώση»), ή στις «δομές της σκέψης». Πατούν επίσης εδώ επειδή η συμμετοχική παρατήρηση, η επιτόπια έρευνα κ.λπ. υποβοηθούν μια ενορατική προσέγγιση του κόσμου, ο οποίος δεν μπορεί να συλληφθεί αντικειμενικά, παρά μόνο ψυχολογικά και μέσω της εναίσθησης και της βιωματικής εμπλοκής του ερευνητή στο πεδίο έρευνας. Εξάλλου στη φαινομενολογία του Χούσερλ (E. Husserl), η ουσία των πραγμάτων συλλαμβάνεται απευθείας με την ενόραση ενώ τα φαινόμενα ως καταστάσεις της (υπερβατικής) συνείδησης, η οποία ουδεμία σχέση έχει με την πραγματική (κοινωνική) συνείδηση του ανθρώπου, δεν έχουν πραγματικό περιεχόμενο.9 Αν στον Χούσερλ ο νεοκαντιανός αγνωστικισμός ανάγει την πραγματικότητα στις ίδιες τις δομές της συνείδησης (να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Λεβί-Στρως [Cl. Levi-Strauss] βλέπει την πραγματικότητα ως δημιούργημα των δομών της σκέψης, τις οποίες αποκωδικοποιούμε με τις αντίστοιχες μεθόδους), επιτρέποντας ωστόσο τη διερεύνηση αυτών που βρίσκονται μέσα στην άμεση εμπειρία μας, συνδέοντας έμμεσα την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου με το πώς αυτός εμφανίζεται στη συνείδησή μας, στον νεοκαντιανισμό του Ντίλτεϋ και του Βέμπερ το υποκείμενο αποκαθίσταται ως συνδυασμός νοήματος και ατομικής δράσης. Αν στη φαινομενολογία του Χούσερλ η κοινωνική πραγματικότητα μπαίνει σε παρένθεση, στην κατανοούσα κοινωνιολογία (Verstehende Soziologie), η ίδια η κοινωνία μπαίνει σε παρένθεση, αφού αυτή υφίσταται μόνο μέσω των ατομικών νοηματοδοτήσεων.

Στο επιστημολογικό αυτό πλαίσιο (βλ. μεθοδολογικός ατομικισμός) αναπτύσσονται τώρα μέθοδοι και τεχνικές που επιχειρούν να κατηγοριοποιήσουν και να ανασυγκροτήσουν νοηματικά και σημειολογικά (κυρίως μέσω της γλώσσας) την ανθρώπινη δράση. Ωστόσο ο καντιανός αγνωστικισμός που απορρίπτει τη γνώση των πραγμάτων, εφόσον αυτά δεν υπόκεινται στην αισθητή εποπτεία μας, επανέρχεται ως αντίθεση μεταξύ εξήγησης και κατανόησης, με τη δεύτερη να μπορεί να ερμηνεύσει αλλά όχι να εξηγήσει τα κοινωνικά πράγματα. Στο στόχαστρο της κατανοητικής μεθόδου είναι ο θετικισμός, ο οποίος διατεινόταν ότι μπορεί να εξηγήσει τα κοινωνικά φαινόμενα με τις μεθόδους των φυσικών επιστημών (πείραμα, ποσοτικοποίηση κ.λπ.), αφήνοντας πίσω προεπιστημονικές μεθόδους ανάλυσης (μαρτυρία, αφήγηση κ.λπ.). Η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να γίνει κατανοητή, σύμφωνα με τον Ντίλτεϋ (από τον οποίο ο Βέμπερ πήρε την έννοια της κατανόησης, μαζί με το αντίθετό της, την εξήγηση) μόνο στην οπτική μιας ουσιαστικά εσωτερικής και διαισθητικής προσπάθειας αναβίωσης και εκλογίκευσης της προσωπικής εμπειρίας.10 Τοποθετώντας έμμεσα αλλά σαφώς την κατανόηση ως μέθοδο κοντά στις φιλοσοφίες ζωής (Lebensphilosophien), ο Ντίλτεϋ μας λέει πώς κατανοούμε επαρκώς μόνο ότι αγγίζουμε βιωματικά και ακουμπάμε εναισθητικά.

Αν και ο Βέμπερ δεσμεύει το νόημα σ’ ένα σταθερό σημείο αναφοράς, το οποίο προσδιορίζεται ιστορικά, ή, πολιτισμικά (αξίες, κανόνες, αιτήματα κ.λπ.),11 διαφοροποιείται απέναντι στην έννοια της κατανόησης του Ντίλτεϋ και τον ψυχολογισμό και τον ανορθολογισμό που την περιβάλλει. Η έννοια της κατανόησης, με σαφή επιρροή και από την ψυχοπαθολογία του Γιάσπερς (K. Jaspers),12 κινείται εκ των πραγμάτων στο έδαφος ενός υπόρρητου ψυχολογισμού, προσδιορίζoντας και τις δυνατότητες της κατανοούσας κοινωνιολογίας. Ο κοινωνιολόγος τοποθετείται στο ρόλο του ψυχαναλυτή με την κοινωνιολογική μέθοδο, στην εκδοχή της κατανοητικής διεργασίας, να μην μπορεί να υπερβεί το προ-επιστημονικό γνωσιολογικό επίπεδο και να συνιστά περισσότερο μια προ-αναλυτική εμπειρία.13 Επομένως αυτή στερείται της δυνατότητας της αφαίρεσης και της γενίκευσης.14 Βεβαίως η βεμπεριανή μέθοδος της κατανόησης μας δεσμεύει, όπως προαναφέραμε σ’ έναν έλλογο πυρήνα, καθώς οφείλουμε να κατανοήσουμε ερμηνευτικά την ατομική δράση και να την συνδέσουμε με μια αλληλουχία νοημάτων που παράγονται διϋποκειμενικά και πολιτισμικά. Η κατανοητική μέθοδος παραμένει όμως πάντα μια εναργής αιτιακή υπόθεση και δεν μπορεί να έχει επομένως την επιστημονική εγκυρότητα μιας ορθής ερμηνείας.15 Μ’ αυτήν την έννοια η κοινωνιολογία είναι μια εμπειρική επιστήμη της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας γιατί καθολικές αρχές ισχύος μπορούν να υπάρχουν μόνο στα φαινόμενα που δεν είναι προσιτά στην κατανόησή μας.16 Εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα με την κατανοητική μέθοδο. Στο βαθμό που ο ερευνητής αποκοπεί από την εξήγηση και μείνει στην κατανόηση, δηλαδή μόνο στο περίπου, έστω κι αν αποδυθεί σε μια εμπειρικιστική αναζήτηση νοημάτων, μπορεί να αποφανθεί επιστημονικά για πράγματα και ανθρώπους; Η αντιθετικιστική θέση της κατανοητικής μεθόδου, το άνοιγμα στην εναίσθηση (Einfuhlen) και την πιθανότητα,17 μας εγκλωβίζει σ’ αυτόν το δυϊσμό, παραγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι η εξήγηση και η κατανόηση συνιστούν μία και την αυτή μέθοδο, με τη δεύτερη να προηγείται, να συνοδεύει και να κλείνει την εξήγηση.18 Προς τι τότε η κριτική στις ποσοτικές-θετικιστικές μεθόδους, όταν το νόημα, το οποίο αναζητείται και στις πιο απίθανες νοηματικές ακροβασίες του ατόμου επέχει θέση δεδομένου; Αυτό είναι εμπειρισμός, όπως είναι εμπειρισμός και η ποσοτικοποίηση της κοινωνικής εμπειρίας που επιχειρείται μέσω των ποσοτικών μεθόδων, πόσο μάλλον όταν η στατιστική διερεύνηση οποιασδήποτε νοηματοφόρου πιθανότητας που προτείνεται από τον Βέμπερ, εξωθεί εκ των πραγμάτων σε μια στατιστικο-περιγραφική, και μόνο, αποτύπωση της πραγματικότητας (περιπτωσιολογία).19


3. Η φαινομενολογική μέθοδος (μεθοδολογικός υποκειμενισμός)


Ο κοινωνικός κόσμος ως παράγωγο της ανθρώπινης δραστηριότητας, συγκροτείται και αναπαράγεται στη φαινομενολογία μέσα από τις κοινωνικές εμπειρίες. Αυτές αποτελούν το υπόβαθρο για να αναλάβουν δράσεις τα ίδια τα άτομα και να περάσουν στη συνέχεια, βασιζόμενα σε αποθέματα γνώσης, και μέσω της «τυποποίησης», σε διαδράσεις. Ωστόσο ο κοινωνικός κόσμος είναι δημιούργημα της συνείδησης των ανθρώπων και μ’ αυτήν την έννοια, η φαινομενολογία ασχολείται περισσότερο με τη δράση της συνείδησης παρά με τη δράση στον εξωτερικό κόσμο, o οποίος έχει νόημα μέσω της συνείδησης που διαμορφώνουμε γι’ αυτόν.20 Επίσης μια εξίσου αξιωματική θέση της φαινομενολογίας είναι ότι ο κοινωνικός κόσμος και η κοινωνική ζωή υφίστανται επειδή τα άτομα βιώνουν και συμμερίζονται κοινότητες νοημάτων. Συνεπώς η ανάλυση της δομής του νοήματος στο επίπεδο του ατόμου και στο επίπεδο της σχέσης του προς τις αντιλήψεις των άλλων (διϋποκειμενικότητα), καταδεικνύει, σύμφωνα με τον Σουτς, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι «δημιουργούν» από κοινού τον κοινωνικό κόσμο. Εφόσον οικοδομούμε τη γνώση μας για τον κοινωνικό κόσμο αντλώντας από μια βασική δεξαμενή χαοτικών εμπειριών που από μόνες τους δεν διαθέτουν κανένα νόημα, καθώς δεν είναι μοναδικές αλλά επαναλαμβανόμενες, επιβάλλεται μια πρώτη κατηγοριοποίηση σε τύπους σημασιών και ορισμών ώστε να προκύπτουν ενδεδειγμένες δράσεις για τα άτομα (τυποποίηση). Η τυποποίηση των κοινωνικών σχέσεων ως διαδικασία κατηγοριοποίησης καταστάσεων και προσώπων επεξεργάζεται τύπους εμπειριών με κριτήριο τη μεταξύ τους ομοιότητα. Με ανάλογους τρόπους συγκροτούμε, σύμφωνα πάλι με τον Σουτς «νοηματικά πλαίσια», δηλαδή πλέγματα κριτηρίων βάσει των οποίων οργανώνουμε τη αισθητηριακή μας εμπειρία σε κόσμους νοημάτων και αποθέματα γνώσης.21

Παρόλο που η τυποποίηση συνιστά ένα σύνολο ερμηνευτικών σχημάτων βάσει των οποίων οργανώνουμε μέσω συμφερόντων και εκλογικεύσεων την οικεία και «κοινή γνώση» για τα πράγματα, και μ’ αυτήν την έννοια όσον αφορά τη λειτουργία της είναι κοντά στον ιδεότυπο του Βέμπερ, εντούτοις, αυτή καθώς βρίσκεται εντός της βιωμένης εμπειρίας, δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτήν, ώστε να αποτελέσει βάση για γενίκευση και να γίνει αναλυτικό εργαλείο. Η σύλληψη της κοινωνικής πραγματικότητας της καθημερινής ζωής σ’ ένα συνεχές τυποποιήσεων, οι οποίες προοδευτικά γίνονται πιο ανώνυμες όσο απομακρύνονται από το «εδώ και τώρα» των αμοιβαίων σχέσεων (θεσμοποίηση), δίνει την εντύπωση πως οι κοινωνικοί θεσμοί είναι συνέχεια των τυπικών και τυποποιημένων πράξεων και των διαδράσεων των υποκειμένων, και είναι γ’ αυτό διαθέσιμοι.22

Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι θεσμοί (αστυνομία, δίκαιο, σύστημα φορολόγησης κ.ο.κ.), από τη μια είναι παράγωγο του τρόπου με τον οποίο τους αντιμετωπίζουμε και της σημασίας που αποδίδουμε σ’ αυτούς, και από την άλλη της μετατροπής των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων σε συνήθειες (θεσμοποιημένες συμπεριφορές).23 Οι λειτουργίες της αστυνομίας, λόγου χάρη, δεν είναι εξωτερικές ως προς τα άτομα αλλά συνάρτηση του τρόπου με τον οποίο αυτά τις αναστοχάζονται. Είναι όμως έτσι; Μήπως η αστυνομία ως κρατικός μηχανισμός έχει αυτονομηθεί από την κοινωνία και τις νοηματοδοτήσεις των ατόμων και η δράση της αποβαίνει προς όφελος συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων; Ποιος κρίνει, με την έννοια του ποιος αποδίδει τη σημασία, ότι η κατασταλτική λειτουργία της αστυνομίας, λόγου χάρη, είναι πιο χρήσιμη για την κοινωνία απ’ ότι η εκπαιδευτική λειτουργία, ώστε να παρέχονται στους αστυνομικούς αυξήσεις και επιδόματα αλλά να μην συμβαίνει το ίδιο και με τους δασκάλους, όπως συνέβη πρόσφατα (Οκτώβριος 2006); Μήπως τα διαδρώντα άτομα; Κι’ όμως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, δηλαδή ένα πλήθος διαδράσεων, θεωρούσε δίκαια τα αιτήματα των δασκάλων και ζητούσε την ικανοποίησή τους. Παρεμπιπτόντως, εφόσον ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας συνίσταται πάλι από τις διαδράσεις προσώπων, γιατί αυτή δεν κοινωνικοποιείται; Εφόσον πάλι οι μετοχικές επιχειρήσεις προκύπτουν στο διϋποκειμενικό πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων γιατί τα κέρδη τους δεν μοιράζονται στους εργαζόμενους; Μήπως πρέπει να σκεφτούμε το κράτος σε διάσταση με την κοινωνία και αυτήν ως δομή ασύμμετρων (ταξικών) σχέσεων, οι οποίες βρίσκονται πέραν των ατομικών δράσεων, των υποκειμενικών νοημάτων και των αντίστοιχων σημασιοδοτήσεων;


4. Οι συνέπειες για την επιστημονική μέθοδο

Το επιστημολογικό πρόταγμα τόσο των ερμηνευτικών όσο και των φαινομενολογικών προσεγγίσεων υποδεικνύει κατά τη γνώμη μας και την αναλυτική εμβέλεια των μεθόδων που απορρέουν απ’ αυτές. Αυτό που o Ήγκλετον (Τ. Eagleton) παρατηρεί για τη φαινομενολογία, ότι αυτή συνιστά μια μορφή μεθοδολογικού ιδεαλισμού, καθώς αυτό που επιζητά είναι να εξερευνήσει μια αφαίρεση που ονομάζεται «ανθρώπινη συνείδηση»,24 ισχύει πολύ περισσότερο για τον μεθοδολογικό ατομικισμό, ο οποίος αναζητά –βάζοντας σε παρένθεση τις κοινωνικές δομές– στο υποκειμενικό νόημα την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, μετατρέποντας πάραυτα αυτήν την αναζήτηση σε μέθοδο. Συνεπώς οι μέθοδοι θα πρέπει να εντοπίσουν και να καταγράψουν το σημασιολογικό και νοηματικό απόθεμα των υποκειμένων (φορέων σημασιών και νοημάτων), μέσω των οποίων συγκροτείται ο κοινωνικός κόσμος, προκύπτει η κοινωνική δράση και «κατασκευάζεται» η κοινωνική πραγματικότητα. Σημείο εκκίνησης και των δύο μεθόδων φαίνεται να είναι ένα (δι)αταξικό υποκείμενο, το οποίο στην πραγματικότητα δεν υφίσταται.


4.1. Η μέθοδος στη σκιά του ψυχολογισμού

Είναι σχεδόν αυτονόητο πως σε σύγκριση με τις ποσοτικές μεθόδους (θετικισμός), οι μέθοδοι αυτοί, δηλαδή οι ερμηνευτικές (ποιοτικές), μπορούν να συλλάβουν την ευρύτητα του σημασιολογικού και νοηματικού ορίζοντα του υποκειμένου, καθώς επίσης και τις ενδιάμεσες στιγμές ανάμεσα στη σιωπή και τον λόγο, ανάμεσα στη συνέχεια και την ασυνέχεια κ.ο.κ. Αν οι πρώτες δεν είναι σε θέση να συλλάβουν αυτά τα μεσοδιαστήματα, κυρίως επειδή είναι κολλημένες στον αυστηρό θετικισμό, οι δεύτερες το επιτυγχάνουν, όχι χάριν της μεθοδολογικής τους αυστηρότητας, αλλά επειδή είναι ανοιχτές στην εναίσθηση και τον ψυχολογισμό. Από εδώ απορρέει ο δοκιμιακός λόγος, η έμφαση στη γλώσσα αλλά και η θέση πως ο ερευνητής, σύμφωνα με τον Γκερτς25 είναι περισσότερο αναγνώστης και επιστήμονας της λογοτεχνίας που επιχειρεί να διαβάσει και να μεταγράψει ένα κείμενο, παρά συγγραφέας.

Αφήνουμε κατά μέρος το πώς θα διαβάσουμε κάτι, το οποίο πριν δεν έχει περιγραφεί, για να επανέλθουμε στη φαινομενολογική μέθοδο, η οποία ανάγει κάθε φαινόμενο σε σημασία που θα πρέπει να αποσαφηνιστεί και να ερμηνευτεί, αφενός, και στον ψυχολογισμό της κατανοητικής μεθόδου, αφετέρου, αλλά και της εθνομεθοδολογίας, της εθνογραφίας κ.ά., αφετέρου, όταν εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην κατανόηση και την ερμηνεία των ατομικών διαδράσεων, του «καθημερινού», του «άλλου», του «διαφορετικού» κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση και εφόσον κατανοήσουμε την πραγματικότητα ως κείμενο, όχι μόνο επειδή οι σημασίες και τα νοήματα αρθρώνονται μέσα από τη γλώσσα (η γλώσσα ως μέσον), αλλά κυρίως επειδή η γλώσσα παράγει, σύμφωνα με τους Μπέργκερ (P. Berger) και Λούκμαν (Th. Luckmann), και αντικειμενοποιήσεις26, και μ’ αυτήν την έννοια παράγει κοινωνία, το εγχείρημα κατανόησης και ερμηνείας του κειμένου παραμένει ψυχολογικό στο βάθος, γιατί προσδιορίζει ως έσχατο στόχο της ερμηνείας όχι αυτό που λέει το κείμενο αλλά εκείνο που εκφράζεται μέσα σ’ αυτό.27 «Έτσι όμως, το αντικείμενο της ερμηνευτικής αποκλίνει αδιάκοπα από το κείμενο, το νόημά του και την αναφορά του, στρεφόμενο προς το βίωμα που εκφράζεται μέσα σ’ αυτό»28 . Ο εντοπισμός του νοήματος που λανθάνει εντός ή εκτός κειμένου θα αποτελέσει τη μεθοδολογική βάση για την ανάδυση της αφηγηματικής και της βιογραφικής μεθόδου, με εμφανή όμως τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε μια «μεταφυσική της αφήγησης» ή σε μια «μεταφυσική της λανθάνουσας δομής του νοήματος»,29 καθώς το κείμενο (ως σημαίνον) έχει αποκοπεί από τον «συγγραφέα» του και τις συγκεκριμένες συνθήκες παραγωγής του (σημαινόμενο). Στην εθνογραφική μέθοδο μάλιστα, όπου ο εθνογράφος «εγγράφει» τον κοινωνικό λόγο, με την έννοια ότι τον μετατρέπει σε κείμενο, αυτό οφείλει να απομονωθεί από τις εφήμερες (κοινωνικές του) αναφορές και να παγιωθεί με αναγνώσιμους όρους, ώστε να είναι ανοιχτό στην εκ νέου ερμηνεία του.30 Kατά τον ίδιο τρόπο η βιογραφική μέθοδος μετατρέπει την αφήγηση του υποκειμένου, κυρίως μέσω της συνέντευξης και των αντίστοιχων τεχνικών ερμηνείας (μετα-γλώσσα), σε κείμενο. Από τη στιγμή μάλιστα που η γλώσσα δεν περιγράφει αλλά συγκροτεί κιόλας τον κοινωνικό κόσμο, η ανάλυση της βιογραφικής συνέντευξης εκφράζει παρελθούσες διαδράσεις, η γλωσσική δομή των οποίων υποτίθεται ότι είναι ομόλογη με τα γεγονότα που αναπαριστούν.31 Κατ’ αυτόν τον τρόπο αντικείμενο της μεθόδου γίνεται η αφήγηση για το βιωμένο παρελθόν και όχι η ιστορία.32

Οι συγχύσεις που δημιουργούνται εδώ είναι πολλές, κυρίως επειδή αναιρείται σε μεγάλο βαθμό η μεθοδολογική πρόταση πάνω στην οποία συγκροτήθηκε η επιστήμη ως διεργασία εκλογίκευσης των κοινωνικών πραγμάτων, βάσει της οποίας ο επιστήμονας, ή ο ερευνητής είναι, ή οφείλει να είναι σε απόσταση (συναισθηματική και βιωματική, δηλαδή αξιακή) από το αντικείμενο έρευνας, ώστε οι εκτιμήσεις να είναι περισσότερο ορθές και χωρίς την επίδραση της δημώδους γνώσης. Βεβαίως υπάρχει πάντα ένα σοβαρό ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό το υποκείμενο (ο ερευνητής) μπορεί να θεωρηθεί ξέχωρα από το αντικείμενο έρευνας (η «αξιολογική ουδετερότητα» του Βέμπερ), χωρίς αυτό να οδηγήσει στη διχοτόμηση της ίδιας της πραγματικότητας. Γίνεται όμως σαφές πως η αποϊδεολογικοποίηση των κοινωνικών φαινομένων και η ιστορικοποίησή τους (θεσμοί, κοινωνικές σχέσεις κ.ά.) είναι αδύνατον να γίνει, εν μέσω δοξασιών, προκαταλήψεων, πίστεων κ.ο.κ. Το ζήτημα αυτό δημιουργεί σοβαρές επιπλοκές όσον αφορά την εγκυρότητα της φαινομενολογικής προσέγγισης, αλλά και μεθόδων, όπως η εθνομεθοδολογία, η εθνογραφία, η βιογραφική μέθοδος κ.ο.κ. Εφόσον δηλαδή οι υποθέσεις εργασίας δεν συνιστούν διακριτό επίπεδο ανάλυσης – δεν έχουν διατυπωθεί ως ερωτήματα από το συσχετισμό θεωρητικών ή μεταθεωρητικών προτάσεων–33 από τη μεθοδολογία, τη μέθοδο και τα αναλυτικά εργαλεία, και εφόσον η σχέση του ερευνητή με τον ερευνώμενο δεν είναι σαφής, η γνώση που αποκτούμε για τα πράγματα δεν είναι έγκυρη αλλά σχετική.

Η εμμονή στην άμεση εμπειρία, η εμφατική απάρνηση της θεωρίας οδηγούν σύμφωνα με τον Γύργκεν Κόκα (J. Kocka) στον μεθοδολογικό ανορθολογισμό. Είναι δυνατόν, αναρωτιέται ο ίδιος, να βάλει κανείς σε τάξη το άπειρο πλήθος των εμπειριών και να αποκτήσει συνεκτική άποψη για την πραγματικότητα, χωρίς να έχει διατυπώσει ερωτήματα για το τι θέλει, ή πώς θέλει να το κάνει;34 Το πρόβλημα αυτό εγείρει κρίσιμα ερωτήματα όσον αφορά την κατασκευή εννοιών στις κοινωνικές επιστήμες. Είναι δηλαδή δυνατή η εννοιολόγηση της κοινωνικής πραγματικότητας με έννοιες που διαπερνώνται από το βίωμα, διασταυρώνονται από την καθημερινότητα, δηλαδή απ’ αυτό που πρέπει να αναλύσουμε και να εξηγήσουμε; Σ’ αντίθεση με τον εμπειρισμό και τον σενσουαλισμό που πιάνονται από την άμεση εμπειρία (άτομο, βιώματα κ.λπ.) και απ’ αυτό που φαίνεται (φύλο, πολιτισμός κ.λπ.), ανάγοντας ουσιαστικά τα θεματικά πεδία σε αναλυτικά εργαλεία, πρακτική που χαρακτηρίζει αυτές τις μεθόδους, η επιστήμη ασχολείται, όπως ορθά επισημαίνει ο Αλτουσέρ (L. Althusser), με το «Γενικό» (Γενικότητες Ι), ακόμη κι’ αν αυτό έχει τη μορφή «γεγονότος», έχοντας ως πλαίσιο αναφοράς έννοιες άλλων θεωριών και όχι την άμεση εμπειρία, έστω κι αν αυτές είναι ιδεολογικής φύσης.35 Αυτό που διαφοροποιεί την επιστημονική κατασκευή εννοιών από τον εμπειρικό κονστρουκτιβισμό είναι ότι οι έννοιες αποκτούν νόημα μέσω άλλων εννοιών των οποίων το νόημα είναι δεδομένο και όχι μέσω αυθαίρετων ορισμών,36 όπως γίνεται στον δεύτερο. Όπως και να έχει, η εννοιολόγηση της πραγματικότητας δεν μπορεί να γίνει με τη γλώσσα των υποκειμένων αλλά από μια μεταγλώσσα (επιστημονική) που υπερβαίνει τον εννοιολογικό κόσμο στον οποίο ζουν τα υποκείμενα, ώστε να είναι δυνατή μια κριτική προσέγγιση των αξιών και των πεποιθήσεων που συγκροτούν την πραγματικότητά τους.

Εφόσον μάλιστα ο ερευνητής ενσωματώνεται στο ερευνητικό project (συμμετοχική παρατήρηση),37 ώστε να συμμετάσχει στην «κατασκευή» της πραγματικότητας, πολλές φορές και με πλάγιο τρόπο (μεταμφιεσμένος κ.ο.κ.) και με δεδομένο ότι το εννοιολογικό πλαίσιο αναθεωρείται συνεχώς, ώστε να παρακολουθήσει τα εμπειρικά δεδομένα (αφηγήσεις, συνεντεύξεις, μαρτυρίες κ.λπ.), τίθεται το ερώτημα της επιστημονικής εγκυρότητας της έρευνας. Όταν η έκβαση μιας έρευνας εξαρτάται σε τόσο σημαντικό βαθμό από την ποιότητα της διάδρασης του ερευνητή με τους ερευνώμενους, είναι αυτονόητο πως η μεθοδολογία και οι μέθοδοι έρευνας, δηλαδή, τα κριτήρια που θα επιτρέψουν τον επιστημονικό έλεγχο της όλης ερευνητικής διαδικασίας και από έναν τρίτο, μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο. Εφόσον μάλιστα η πραγματικότητα δεν είναι δεδομένη, η παρουσία και μόνο του ερευνητή την «κατασκευάζει» εκ νέου.38 Παρ’ όλα αυτά, η φετιχοποίηση της συμμετοχικής παρατήρησης και της επιτόπιας έρευνας, όπως γίνεται στις μεθόδους που εγγράφονται στο ερμηνευτικό παράδειγμα, θα είχε νόημα στο βαθμό που αποδεχόμασταν: α) ότι μόνο η καταγραφή των ατομικών διαδράσεων και νοηματοδοτήσων συνιστά την αποκλειστική και μοναδική δυνατότητα κατανόησης των πραγμάτων, ως εκ τούτου ότι πουν ή ότι κάνουν τα άτομα, συνιστά πραγματολογικό υλικό, και β) ανάμεσα στα άτομα και στην πραγματικότητα των δομών δεν παρεμβάλλεται τίποτα. Ούτε ιδεολογία, ούτε πλάνη, ούτε χειραγώγηση. Δεν υπάρχει δηλαδή διάσταση ανάμεσα σ’ αυτά που λεν, ή σκέφτονται τα άτομα και την πραγματικότητα, δηλαδή ανάμεσα στα φαινόμενα της συνείδησης και αυτήν. Δεν υπάρχει επίσης ούτε καταναγκασμός, ούτε δομική βία, ούτε εξουσία, που ενδεχομένως εξωθεί τα άτομα σε ανεξάρτητες από τη θέλησή τους δράσεις.

Ωστόσο η γνώση ως γνωστική διεργασία, δεν μπορεί να ταυτίζεται με τις πληροφορίες, τα κείμενα, τις αφηγήσεις, τις συνεντεύξεις, τις βιογραφίες ζωής, τις διηγήσεις κ.λπ. που συγκεντρώνουμε επί τόπου στο ερευνητικό πεδίο. Μέθοδος και αναλυτικά εργαλεία χρειάζονται τη δέσμευση σε θεωρητικά παραδείγματα, ώστε να καταδεικνύεται η αναλυτική τους εμβέλεια και το πεπερασμένο τους. «Η συνείδηση εγκυρότητας μιας μεθόδου» γράφει ορθά ο Ρικέρ (P. Ricoeur) «δεν μπορεί να χωριστεί από τη συνείδηση των ορίων της».39 Η θέση πως η γνώση είναι χύμα και παράγεται «εκεί έξω», υπονοεί πως ο ερευνητής πρέπει να μπει στη θέση του «άλλου», «του ανθρώπου της διπλανής πόρτας», για να χρησιμοποιήσω μια φράση του συρμού, ώστε η ιδιαιτερότητά και η καθημερινότητά του να συλληφθεί ενδοσκοπικά (ψυχολογικά). Δεν είναι όμως μόνο η ψυχολογικοποίηση της κοινωνικής δράσης που δυσκολεύει τη «φιλοξενία» της μεθόδου στην κοινωνιολογία, – η μέθοδος αυτή εύκολα θα μπορούσε να ενταχτεί στην ψυχολογία των ατομικών διαφορών και των διομαδικών σχέσεων – αλλά και το σοβαρό μεθοδολογικό ζήτημα με τον παρατηρητή να καλύπτεται πίσω από τη συμμετοχική του ιδιότητα αρνούμενος έμμεσα να εξηγήσει ερμηνευτικά, ή γνωσιοθεωρητικά την (επιστημονική) πρόταση. Μ’ αυτήν την έννοια η συγκεκριμένη συμμετοχή, συνάντηση, διάδραση κ.ο.κ. συγκροτεί περισσότερο ένα αυτοαναφορικό σύστημα χωρίς εξωσυστημική θεωρητική και μεθοδολογική δέσμευση, στο πλαίσιο του οποίου «κατασκευάζεται» και το αντικείμενο (εμπειρικός κονστρουκτιβισμός). Εδώ όμως πρόκειται σαφώς για έναν «καλυμμένο θετικισμό»,40 σαν τα γεγονότα να στερούνται αξιακών αναφορών. Πρόκειται επίσης για ένα είδος εμπειρισμού, όπου ο ερευνητής περιχαρακώνει και το πεδίο και τον εαυτό του σε μια ταυτολογία, καθώς όλα όσα όφειλε να γνωρίζει κανείς, ώστε να κατανοήσει το πεδίο του, ήταν με κάποιο δεδομένο τρόπο μέσα σ’ αυτό.41

Σε ένα άνοιγμα μάλιστα προς τον κοινωνιολογικό ιμπρεσιονισμό, ο ερευνητής (ερμηνευτικός κοινωνιολόγος, εθνογράφος κ.ά.) χειρίζεται τον «άλλο», τον «διαφορετικό» ως καθρέφτη μέσω του οποίου αναστοχαζόμενος μπορεί να αυτοβιογραφηθεί, και να μάθει πολλά για τον «εαυτό» του, τη ζωή του, τον πολιτισμό του κ.ο.κ.,42 κάτι δηλαδή σαν ψυχανάλυση. Τώρα, μετά την κρίση του κράτους πρόνοιας, ο εξωτισμός ανακαλύπτεται στις εσωτερικές αποικίες των μητροπόλεων της Δύσης με τους κοινωνικούς επιστήμονες να δείχνουν μια ιδιαίτερη προτίμηση στο παρελθόν και στα καταλοιπικά πολιτισμικά μορφώματα, που επιχειρούν να διαφυλάξουν, αλλά και να τα διαχειριστούν στο όνομα της ετερότητας.43 Κατά περίεργη σύμπτωση, αυτοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν βλέπουν το κοινωνικό περιθώριο του σήμερα (άνεργοι, άστεγοι, έκπτωτοι κ.ά.) αλλά τις περιθωριακές ομάδες του απώτερου παρελθόντος (λεπροί, τρελοί, μάγισσες κ.ά.) και μάλιστα αποκομμένες από ευρύτερα κοινωνικά σύνολα. Δείχνουν όμως προτίμηση στις ταυτότητες τις οποίες φετιχοποιούν, και στους βιόκοσμους, αλλά και στις έμφυλες ταυτότητες αφήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ανοιχτή την πόρτα στη βιολογία.44 Αίφνης, η «λαϊκή μνήμη», η «αφήγηση» του απλού ανθρώπου, η «μαρτυρία του μυλωνά» (C. Ginzburg), η «μαρτυρία» του μπαρμπέρη, η «διήγηση» του ψαρά, ξεφεύγουν από μια «φωτογραφική ηθογραφία» και αναδεικνύονται μέσω ορισμών σε αναλυτικά εργαλεία. Οφείλεται άραγε αυτή η στροφή στην ειδυλλιακή αντίληψη για το παρελθόν, ή στην ανικανότητα των ίδιων των ερμηνευτικών μεθόδων να εξετάσουν τις νεότερες και σύγχρονες κοινωνίες, επομένως να θέσουν και ενοχλητικά πολιτικά ερωτήματα;45 Εδώ όμως παραμονεύει ο μεθοδολογικός μηδενισμός, με την κοινωνιολογία, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γκούλντνερ (Α. Gouldner) αναφερόμενος στην εθνομεθοδολογία, να μετατρέπεται σε happening46 και σε ρομάντσα για τον «παλιό καλό καιρό», αλλά και ο σχετικισμός, καθώς η δημώδης γνώση, ο ανορθολογισμός και ο υποκειμενισμός, στο πλαίσιο της ισοτιμίας των παραδόσεων, εκλαμβάνονται ως ισότιμες προσεγγίσεις της επιστημονικής, όπως διακηρύσσει ο μεθοδολογικός αναρχισμός του Φάιεραμπεντ (P. Feyerabend).47


4.2. Η μέθοδος ως τεχνική καταγραφής του ατομικού (εμπειρισμός):

η κοινωνία σε παρένθεση


Bεβαίως, όταν ο κοινωνικός κόσμος γίνεται αντιληπτός ως άμορφη και χαοτική κατάσταση και αγνοείται η κοινωνία που ως σύστημα υπερβαίνει τις ατομικές δράσεις και ατομικές νοηματοδοτήσεις προσδιορίζοντας δυνατότητες και όρια, η φαινομενολογία μετατρέπεται σε υποκειμενισμό. Αν δεχτούμε μάλιστα τη θέση των Μπέργκερ και Λούκμαν48 πως η κοινωνική δομή είναι το συνολικό άθροισμα αυτών των τυποποιήσεων και των αντίστοιχων προτύπων αλληλόδρασης που εγκαθιδρύονται μέσω αυτών των τυποποιήσεων, ουσιαστικά δεχόμαστε πως η κοινωνική πραγματικότητα είναι προέκταση αυτών και μπορεί ανά πάσα στιγμή, εφόσον αλλάξουν τα πρότυπα διαδράσεων και τυποποιήσεων, να αλλάξει. Γιατί όμως αυτή δεν αλλάζει;

Εδώ υπάρχει το ίδιο μεθοδολογικό αδιέξοδο όπως και στην κατανοητική μέθοδο. Η φαινομενολογία δεν μπορεί να σκεφτεί την κοινωνία έξω από τα άτομα και τις διϋποκειμενικές τους σχέσεις και τις κοινότητες νοημάτων και σημασιών. Η κοινωνική πραγματικότητα εμφανίζεται αντικειμενοποιημένη και ως «φύση» όχι επειδή μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η κοινωνία, δηλαδή αυτή έχει εσωτερικευτεί, ούτε επειδή οι σημασίες έχουν καταστεί εξωτερικές ως προς τα μεμονωμένα άτομα και δεν ελέγχονται, αλλά επειδή οι άνθρωποι βιώνουν την κοινωνία ως μια αλλοτριωτική οντότητα, όπως ακριβώς οι έλληνες μαθητές και μαθήτριες βιώνουν το σχολείο. Είναι πασιφανές επίσης ότι οι μεθοδολογίες της ερμηνευτικής με τις αντίστοιχες μεθόδους αδυνατούν να συλλάβουν και να εξετάσουν δομές, καθώς στην επιστημολογία τους αυτές δεν υφίσταται ούτε καν ως υποθέσεις εργασίας. Τόσο στις ερμηνευτικές όσο και στις φαινομενολογικές προσεγγίσεις οι δομές (κράτος, εργασία, θεσμοί κ.λπ.) εμφανίζονται ως παραστάσεις σύμφωνα με τον Βέμπερ49 και ως αποτέλεσμα της «κοινής γνώσης» και των πρωτογενών ή δευτερογενών τυποποιήσεων και διαδράσεων. Σε καμία περίπτωση αυτές δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως το αποτέλεσμα εξωτερικών, δηλαδή αυτονομημένων ως προς τα άτομα παραγόντων. Η ανεπάρκεια της μεθόδου προκύπτει όπως και στον μεθοδολογικό ατομικισμό, από την ίδια τη λογική της. Η φαινομενολογία, όπως και η κατανοητική μέθοδος δεν μπορούν να πάνε πέρα από το άτομο, τις πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέσεις και τους κοινούς ορισμούς των ατόμων και να συμπεριλάβουν στην ανάλυσή τους και τις δομές. Στο ίδιο μεθοδολογικό αδιέξοδο καταλήγουν και μικρο-κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, οι οποίες θεωρούν πως η γνώση μακρο-κοινωνικών φαινομένων μπορεί να προκύψει από την ανάλυση και το άθροισμα μικρο-κοινωνικών καταστάσεων, μικρο-δραστηριοτήτων και μικρο-επεισοδίων (μεθοδολογικός σιτουασιονισμός).50 Ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας δεν μπορεί να αναχθεί πάλι στις μικρο-κοινωνιολογικές αλληλεπιδράσεις, στις καθημερινές πρακτικές, και στη διϋποκειμενική συνείδηση, όπως υπαινίσσεται η εθνομεθοδολογία.51 Όσα πειράματα αποδιάρθρωσης (breaching experiments) της πραγματικότητας και να δοκιμάσει η εθνομεθοδολογία, αυτή δεν πρόκειται να καταρρεύσει. Και αυτό γιατί, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν οι Γκάρφινσελ και Κόλινς (H. Garfincel και R. Collins), αυτή πρωτίστως συνέχεται από δομές και (γνωστικές) πρακτικές και δευτερευόντως από καταστασιακά νοήματα, συναισθήματα και ρουτίνες.52

Η έμφαση στο ασυνείδητο (ρουτίνα, πρακτικές, τακτ κ.ά.) μπορεί να μας διασφαλίζει μια αίσθηση οντολογικής ασφάλειας (στον ιδιωτικό χώρο), αλλά κάθε άλλο παρά μας διασφαλίζει και επιτυχή διεκπεραίωση ρόλων και υποχρεώσεων στον δημόσιο χώρο, πόσο μάλλον όταν η έκταση και η λειτουργία του ιδιωτικού χώρου εξαρτάται από την οικονομική επιφάνεια του ατόμου, ενώ αυτός πάλι ελέγχεται, όταν αναφερόμαστε στα εργατικά στρώματα, σε μεγάλο βαθμό από το κράτος (βλ. κράτος πρόνοιας). Ούτε πάλι τα άτομα δύνανται με δραματουργικούς τρόπους, όπως υπαινίσσεται ο μικρολειτουργισμός του Γκόφμαν (E. Goffman) να διαφύγουν των δομικών καταναγκασμών και να ανατρέψουν τις ιεραρχίες.53

Τα άτομα δεν είναι αδέσποτα, αλλά μέρος δομών ενώ και οι διαδράσεις τους δεσμεύονται σε πλέγματα εξουσιαστικών σχέσεων. Επομένως οι μακροδομές (κράτος, κοινωνία κ.ο.κ.), δεν είναι αφαιρέσεις χωρίς αιτιακή σχέση, ούτε αναπαραστάσεις (representations) μικρο-συμβάντων που κατασκευάζονται στο πλαίσιο των μικρο-καταστάσεων.54 Κάθε άλλο παρά αυτές μπορούν να εξηγηθούν από μεθοδολογίες που εκκινούν από το άτομο, το νόημα ή την μικρο-εμπειρική πραγματικότητα.55 Το άτομο μπορεί να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως δραστηριότητα, ως σχέδιο δράσης, ως βιογραφία, ή ως ηθοποιό, κ.ο.κ. αλλά αυτό γεννιέται, μεγαλώνει και κινείται μέσα σε δομημένα πλαίσια, τα οποία ευνοούν ή περιορίζουν τη δράση του (δυαδικότητα της δομής),56 και τα οποία μέσω της «κοινής γνώσης» δεν είναι σε θέση να αναλυθούν. Πώς θα αναλυθεί η πραγματικότητα χωρίς αυτά, τα οποία δεσμεύουν σε τελική ανάλυση τα άτομα και προσδιορίζουν το κοινωνικό βεληνεκές των ατομικών δράσεων; Η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι μια απεριόριστα ρευστή κατάσταση που φτιάχνεται «εδώ και τώρα». Αυτή προϋπάρχει των ατομικών δράσεων και θα υπάρχει και μετά απ’ αυτές. Από την άλλη, οι δυνατότητες των ατόμων όπως και οι νοηματοδοτήσεις τους είναι πεπερασμένες και εξαρτώνται από δομικές παραμέτρους (κοινωνική τάξη, «πολιτισμικό κεφάλαιο» κ.ά.).

Αυτό που μένει να συγκρατήσουμε από την παρουσίαση του επιστημολογικού πλαισίου της ερμηνευτικής κοινωνιολογίας και αφορά άμεσα την κοινωνική ανάλυση είναι πως ουσιαστικά μόνο εκείνες οι υποθέσεις που μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να προβλεφτούν εμπειρικά με την κυριολεξία του όρου, είναι επιστημονικά έγκυρες. Το γεγονός αυτό εξωθεί την κατανοητική μέθοδο σ’ έναν αγώνα δρόμου για τον εμπειρικό εντοπισμό και την ορθή καταγραφή νοηματικών πλεγμάτων, ώστε να ερμηνευθεί σ’ όλες τις δυνατές του εκδοχές και συνδέσεις το κοινωνικό πράττειν. Η συνέπεια, ένας άκρατος εμπειρισμός που ακουμπά στο όνομα της πρόσβασης στην αυθεντική εμπειρία τις πλέον ιδιωτικές στιγμές του ατόμου. Η φράση του Γουίλις (P. Willis) για κοινωνικούς επιστήμονες που «φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν» καταδεικνύει κατά την άποψή μου μία άλλη διάσταση αυτών των ερευνητικών πρακτικών.57 Από την άλλη, η αντιμετώπιση του υποκειμένου ως «δύστροπου» αντικειμένου έρευνας, με την έννοια ότι ο ερευνητής θα πρέπει να το «καλοπιάσει» (εξοικείωση, αποδοχή κ.λπ.), ώστε αυτό να συνεργαστεί μαζί του, να είναι δηλαδή αυθεντικό και φυσικό σε όσα πει, ή, όσα κάνει, εξωθεί (εκτός του ότι αυτό συμπεριφέρεται πλέον οπορτουνιστικά), κυριολεκτικά την ερευνητική διαδικασία στα πρόθυρα του τυχαίου της δραματουργίας. Πέραν τούτου, εύλογα αναρωτιέται κανείς για τα όρια αυτού τους είδους επιστημονικών πρακτικών, πόσο μάλλον όταν αυτές συχνά συνοδεύονται από εγχειρήματα αποικιοποίησης βιόκοσμων, κοινωνικών ομάδων και εθνοπολιτισμικών μειονοτήτων (βλ. προνοιακές ή κρατικές πρακτικές). Η από τα μέσα προσέγγιση του ατομικού φορέα της κοινωνικής δράσης και η παρακολούθηση του νοηματικού του ορίζοντα (ψυχολογισμός), απογυμνώνει συνειδητά τα άτομα από τις κοινωνικο-πολιτισμικές τους αναφορές εγκλωβίζοντάς τα στη δίνη των ατομικών και διϋποκειμενικών σχέσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μέθοδος εκπίπτει σε τεχνική καταγραφής ατομικών στιγμών και νοημάτων χωρίς όμως τη δυνατότητα στοιχειώδους γενίκευσης, ή, αναγωγής κάπου αλλού, δηλαδή χωρίς επιστημονική πλαισίωση.

Η ίδια μεθοδολογική πρακτική θα ακολουθηθεί και για τον εντοπισμό και την ύπαρξη κοινωνικών συλλογικοτήτων. Πρώτα, θα πρέπει να εξετάσουμε αν τα υποκείμενα αποδίδουν σε μια δράση τους κοινωνικό περιεχόμενο, στη συνέχεια θα πρέπει να τα ρωτήσουμε πώς αυτά αυτοπροσδιορίζονται, δηλαδή σε ποια κοινωνική τάξη τοποθετούν τον εαυτό τους και στη συνέχεια καταγράφοντας διάφορα ποσοτικά χαρακτηριστικά, όπως επάγγελμα, εισόδημα κ.ο.κ. να κατασκευάσουμε ένα σύστημα κοινωνικής στρωμάτωσης. Εφόσον μάλιστα τα ίδια τοποθετούν τον εαυτό τους σε μια κοινωνική τάξη, όπως συμβαίνει λόγου χάρη μ’ ένα μέρος των ειδικευμένων εργατών (λευκά κολάρα), οι οποίοι τοποθετούν τον εαυτό τους στην μεσαία τάξη, θα πρέπει να εκλάβουμε αυτήν την επιθυμία τους ως αντικειμενικό γεγονός.58 Εδώ δεν υπάρχει ούτε κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, ούτε κοινωνική τάξη, ούτε ιδεολογία που ευνοεί ή αναστέλλει δυνατότητες. Αυτό που υπάρχει εδώ είναι το άτομο, οι επιθυμίες του, οι προσδοκίες του και η παράθεση στατιστικο-περιγραφικών στοιχείων, χωρίς εξήγηση όμως για το πώς αυτά συνδέονται μεταξύ τους.

Αν περιορίσουμε μάλιστα το κοινωνιολογικό πεδίο στο άτομο και στην συμπεριφορά του, καθώς μόνο αυτό συνιστά το έσχατο και μοναδικό σημείο ανάλυσης (μεθοδολογικός ατομικισμός), κυρίως επειδή μόνο αυτό μπορεί να ερευνηθεί και να αναπλαθεί στις βιωματικές του στρωματώσεις και στις βιογραφικές του σημαδούρες, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής εμπειρίας, αυτής που έχει συγκρατηθεί στους θεσμούς και στις δομές, μένει απ’ έξω, ή, τέλος πάντων δεν μπορεί να ερευνηθεί. Και αυτό γιατί ο μεθοδολογικός ατομικισμός μπορεί να κατανοήσει μόνο τις πράξεις των δρώντων ατόμων ερμηνεύοντας τις προθέσεις τους. Είναι ανεπαρκής όμως να κατανοήσει φαινόμενα που χάνουν την ιδιότητά τους ως ατομικών πράξεων, εφόσον οι άνθρωποι που ενεργούν και κινούν τα συστήματα και τους θεσμούς υπακούουν σε μια άλλη από τη δική τους λογική, στη λογική του συστήματος.59

Η πραγματικότητα αποδεσμεύεται από τα άτομα και αντικειμενοποιείται. Αυτή υφίσταται πλέον ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους και τη θέλησή τους. Μπροστά στην αδήριτη διαδικασία της εκλογίκευσης, τα άτομα μοιάζουν ανήμπορα και χαμένα, γεγονός που κάνει τον εμπνευστή του μεθοδολογικού ατομικισμού να είναι μάλλον πεσιμιστής όσον αφορά την κοινωνική εξέλιξη και να μιλά για το «σιδερένιο κλουβί» της γραφειοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας.60 Η επέλαση των πραγμοποιημένων συστημάτων και των μηχανισμών της αγοράς τείνει να αποικιοποιήσει ολοκληρωτικά πλέον τις ατομικές ενδοχώρες και τους βιόκοσμους. Από πού θα προέλθουν οι αντιστάσεις, όταν ο Βέμπερ ανάγει το κοινωνικό πράττειν στο ατομικό επίπεδο και δεν αναγνωρίζει κοινωνικές τάξεις, απ’ όπου θα μπορούσε να προέλθει ενδεχομένως μια συλλογική δράση; Πώς θα αρθεί η διάσπαση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, έννοιες με τις οποίες συνδέεται το κοινωνικό πράττειν, η οποία επιβλήθηκε από τη λογική του συστήματος και την αυξανόμενη ορθολογικότητα (αλλοτρίωση); Σε καμία περίπτωση οι κοινωνικές τάξεις όπως τις αντιλαμβάνεται ο Βέμπερ, δεν είναι σε θέση να αναλάβουν δράση και να αρθεί η διάσπαση και η συνακόλουθη αλλοτρίωση. Να υπενθυμίσουμε εδώ πως οι κοινωνικές τάξεις στον Βέμπερ συγκροτούνται, εφόσον υπάρξει σύμπτωση βιοτικών ευκαιριών, σ’ επίπεδο αγοράς, πράγμα που είναι μάλλον απίθανο, καθώς η αγορά κοινωνικοποιεί τα άτομα ανταγωνιστικά ως διακινητές εμπορευμάτων (εργασιακή δύναμη, δεξιότητες κ.ο.κ.).

Ίσως από τα κεντρικά προβλήματα αυτών των μεθόδων που εγγράφονται στην ερμηνευτική είναι ότι εκκινούν από το άτομο και μένουν σ’ αυτό, αγνοώντας πως αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα ή και δημιουργός υπό προϋποθέσεις, των κοινωνικών συνθηκών. Οι μέθοδοι αυτοί, επειδή έχουν σβήσει την κοινωνία μέσα στα άτομα, υπερεκτιμούν τις δυνατότητες των ατόμων, δρώντων υποκειμένων κ.ο.κ. αλλά αδυνατούν να αντιληφτούν πως το νόημα που φέρεται από τα άτομα έχει παραχθεί σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά. Εφόσον δεν υφίσταται τίποτα εξωτερικό ως προς τα άτομα, αποκλείεται εκ προοιμίου μια γόνιμη υπόθεση, μήπως δηλαδή το εύρος των ατομικών δράσεων και των ατομικών νοηματοδοτήσεων συνδέεται, έστω και έμμεσα, διαλεκτικά με τις δομές. Η εναίσθηση, η οποία ρητά ή άρρητα ενυπάρχει σ’ αυτές τις μεθόδους, μετατρέπει την ερευνητική διαδικασία (π.χ. αφηγηματική-βιογραφική μέθοδος, εθνογραφία κ.ά.) σε ζήτημα ψυχολογικής τάξης. H κατανόηση των κινήτρων της δράσης ενός τρίτου εξαρτάται πλέον από την προσωπική ανεξέλεγκτη και αναπόδεικτη διαίσθηση του παρατηρητή, ή, αναφέρεται στο προσωπικό ή πολιτισμικό σύστημα αξιών,61 παράγοντες όμως που είναι αστάθμητοι. «Μπροστά σε μια ερμηνεία δεν έχεις πολλά περιθώρια: τη συλλαμβάνεις ή δεν τη συλλαμβάνεις, βλέπεις το νόημά της ή δεν το βλέπεις, την αποδέχεσαι ή όχι», γράφει ο Γκερτς,62 τοποθετώντας την ερμηνευτική (εθνογραφία) σαφώς στο πεδίο της διαίσθησης και της ενόρασης. Ως εκ τούτου η απόκτηση γνώσης στην ερμηνευτική επιστήμη (εθνογραφία), σύμφωνα με τον ίδιο, δεν ακολουθεί την επαγωγική μέθοδο, «την ανοδική καμπύλη σωρευτικών ευρημάτων», αλλά διασπάται σε μια ασυνεχή διεργασία με «τολμηρές εφορμήσεις» και «εκτινάξεις» στην «Ήπειρο του Νοήματος».63 Εξάλλου ο ίδιος, έμμεσα, παροτρύνει τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις να αντιστέκονται στην εννοιολογική διατύπωση και να ξεφεύγουν από συστηματικούς τρόπους αποτίμησης των πραγμάτων.64

Στην προσπάθειά τους μάλιστα, να προκαταλάβουν ερωτήματα του είδους γιατί οι δομές είναι απούσες, τόσο ως υποθέσεις εργασίας όσο και ως βάση για τον σχηματισμό αναλυτικών εργαλείων, οι μέθοδοι αυτές, επιδίδονται σε μια λεπτομερέστατη καταγραφή σημείων («πυκνή περιγραφή»), θέλοντας να επικαλύψουν μέσα από τον όγκο των πληροφοριών το επιστημολογικό αδιέξοδο αυτών των μεθόδων και τη θεωρητική τους ένδεια. Το κυνήγι για τον εντοπισμό των σημείων που χαρακτηρίζει αυτές τις μεθόδους, εφόσον η κοινωνική πραγματικότητα γίνει αντιληπτή σημειολογικά, ως σύστημα σημείων, αποβαίνει σε βάρος της σημασίας, το σημαίνον (σημείο) αποκόβεται δηλαδή από το σημαινόμενο (σημασία). Εδώ όμως το σημειολογικό επικαλύπτει το σημασιολογικό.65 Η επιτόπια έρευνα, η συμμετοχική παρατήρηση, η ανάλυση συνομιλίας, η βιογραφική συνέντευξη, η πολυφωνική έρευνα κ.ά., απογυμνωμένες από τη θεωρία και τη μεθοδολογία εκπίπτουν σε τεχνικές. Καθώς έχουν εγκλωβιστεί μέσα στην άμεση εμπειρία, αναδεικνύουν σε ζήτημα επιστημονικής τάξης: α) την αυθεντική καταγραφή (μεταγραφή) της «κοινής γνώσης», του ανείπωτου και του άγραφου, της μνήμης, και β) την άμεση εμπλοκή του ερευνητή στο υπό διερεύνηση πεδίο, αγνοώντας προφανώς ότι οι παράμετροι αυτοί συνιστούν σημαντικούς παράγοντες όσον αφορά τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων, όχι όμως και τους σημαντικότερους όσον αφορά την επιστημονική τεκμηρίωση και εγκυρότητα.

Εντούτοις, η καθιέρωση της επιτόπιας έρευνας, κυρίως στην εθνογραφία, επιβλήθηκε πρωτίστως για πρακτικούς λόγους, δηλαδή, λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών. Το γεγονός αυτό καθιστούσε τη φυσική παρουσία του ερευνητή «εκεί», άκρως αναγκαία για να συλλέξει άμεσα και εκ του σύνεγγυς πληροφορίες και στοιχεία που με άλλους τρόπους (παρατήρηση, ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις κ.λπ.) ήταν δύσκολο έως αδύνατον να αποκτηθούν.66 Προς τι λοιπόν η υποστασιοποίηση της επιτόπιας (συμμετοχικής) έρευνας; Βεβαίως η ηγεμονία του δομολειτουργισμού και η επικράτηση της δομής έναντι του πολιτισμού ευνόησε κατά πολύ, και για αυτονόητους λόγους, συγχρονικές (εμπειρικές) προσεγγίσεις με επίκεντρο την επιτόπια έρευνα και τη συμμετοχική παρατήρηση, σε βάρος διαχρονικών, με αντικείμενο το ιστορικό παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά, η αυτονόμηση του πολιτισμού από τη δομή και η στροφή, αργότερα, προς τη γλώσσα, κάθε άλλο παρά σχετικοποίησε τον εμπειρισμό της προηγούμενης περιόδου. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η ερμηνευτική κοινωνιολογία υιοθετώντας ουσιαστικά τα αναλυτικά εργαλεία της εθνομεθοδολογίας αλλά και της εθνογραφίας, αποκόπηκε πλήρως από τη θεωρία, καθώς οντολογικοποίησε το νόημα, τη διάδραση, την κατάσταση κ.ο.κ. (εμπειρικός κονστρουκτιβισμός), ενώ η ανθρωπολογία στην εκδοχή της «πυκνής περιγραφής» μετατράπηκε σε εμπειρική επιστήμη ταυτιζόμενη ουσιαστικά με την εθνογραφική μέθοδο.67 Ακόμη και η «στροφή» των κοινωνικών επιστημών προς τη γλώσσα, δια της γενικευμένης χρήσης της γλωσσολογικής επιτέλεσης και της μετατροπής σε αντικείμενο των κειμένων για το αντικείμενο, όταν βέβαια δεν μετατρέπεται και το ίδιο το αντικείμενο σε κείμενο, υποβαστάχθηκε μεθοδολογικά από τον εμπειρισμό.68


4.3. Η μέθοδος σε διάσταση με την πραγματικότητα

Προτείνω να παρακολουθήσουμε στο παράδειγμα ενός ανέργου την εγκυρότητα της κατανοητικής μεθόδου που εγγράφεται στον μεθοδολογικό ατομικισμό. Γι’ αυτόν υπεύθυνο είναι μάλλον το άτομο, το οποίο δεν έκανε τις σωστές εκτιμήσεις και όχι οι δομές και ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας. Ποσώς ενδιαφέρεται ο μεθοδολογικός ατομικισμός για την κοινωνική ταυτότητα του άνεργου, αν αυτός είναι αστός, ή εργάτης, μετανάστης, ή καθαρίστρια, καθώς βλέπει το άτομο διαταξικά και χωρίς τις ταξικές ή κοινωνικο-πολιτισμικές του συζεύξεις. Τώρα πώς νοηματοδοτεί το άτομο την κατάσταση ανεργίας του; Σύμφωνα με την κατανοητική μέθοδο, θα πρέπει μάλλον να ρωτήσουμε κάθε άτομο ξεχωριστά για τον τρόπο με τον οποίο βιώνει αυτήν την κατάσταση και πώς την νοηματοδοτεί. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση πως οι άνεργοι εξαιτίας της κοινής τους ταξικής θέσης, δηλαδή επειδή ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, βιώνουν και νοηματοδοτούν περίπου κατά τον ίδιο τρόπο αυτήν την κατάσταση. Για τον Βέμπερ, ο οποίος δεν αναγνωρίζει υπερατομικές συλλογικότητες, υπάρχουν μόνο άτομα, ατομικές βιογραφίες και ενδεχομένως κατηγορίες ειδικού πράττειν συγκεκριμένων ατόμων (θεσμοί, κράτος), το οποίο προκύπτει πάλι αθροιστικά ως το σύνολο των ατομικών πράττειν.69 Είναι αυτονόητο πως ο τρόπος με τον οποίο κατανοείται το πρόβλημα της ανεργίας προσδιορίζει και τις δυνατότητες αντιμετώπισής του. Σε καμία περίπτωση δεν τίθεται το ζήτημα της αλλαγής του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, καθώς κάτι τέτοιο προϋποθέτει συλλογικά υποκείμενα και μια αντίστοιχη δράση, υποθέσεις που δεν υπάρχουν στον μεθοδολογικό ατομικισμό. Ο Βέμπερ εδώ είναι παραπάνω από σαφής. «Το κοινωνικό πράττειν» γράφει στο βιβλίο του Wirtschaft und Gesellschaft «δεν ταυτίζεται […] με το ομοιόμορφο πράττειν πολλών ατόμων»,70 δηλαδή το ταξικό πράττειν. Συνεπώς επανερχόμαστε στο άτομο και στο υποκειμενικό του νόημα, έννοιες απόλυτα συμβατές με την κατανοητική μέθοδο. Η πρόσληψη της ανεργίας μέσα από τον μεθοδολογικό ατομικισμό σημαίνει ουσιαστικά την εξατομίκευση του προβλήματος. Εφόσον έμμεσα ή άμεσα υπεύθυνο για την κατάσταση ανεργίας είναι το άτομο, είναι επίσης υπεύθυνο και για την άρση αυτής της κατάστασης. Η «θεωρία του ανθρωπίνου κεφαλαίο» παλιότερα και οι «ενεργητικές πολιτικές» για την αντιμετώπιση της ανεργίας, ή η «συμβουλευτική», σήμερα, αναζητούν τους λόγους της ανεργίας στην πλευρά της προσφοράς εργατικής δύναμης, η οποία οφείλει να προσαρμοστεί στις ανάγκες της ζήτησης. Η μετάθεση του προβλήματος από τη δομή της αγοράς εργασίας στο άτομο, αναγκάζει το άτομο να αντιμετωπίζει την εργασιακή του δύναμη, όπως προτείνει ο Γκίντενς, ως εμπόρευμα και να επενδύει πάνω της (βλ. δια βίου μόρφωση, συνεχιζόμενη κατάρτιση κ.λπ.), ώστε αυτή να παραμένει διαθέσιμη και απασχολήσιμη.71

Παραπλήσια είναι και η προσέγγιση της φαινομενολογίας. Αν μείνουμε στο παράδειγμα του ανέργου θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της ανεργίας μάλλον στην ποιότητα των διαδράσεων και στις τυποποιήσεις που προκύπτουν στο πλαίσιο του αποθέματος γνώσης (συνάφεια, εξοικείωση με την πραγματικότητα).72 Παρόλο που η ανεργία βιώνεται με τον ίδιο περίπου τρόπο από όλους τους ανέργους που ανήκουν κατά κανόνα στην εργατική τάξη, δηλαδή ως αποκλεισμός από κοινωνικούς πόρους και ως κοινωνική έκπτωση, δίνεται έμφαση στο ατομικό βίωμα και στην ατομική σημασιοδότηση. Από την άλλη, η κοινωνική κατανομή γνώσης αφήνεται μάλλον σε τυχαίους και συμπτωματικούς παράγοντες, όπως και τα τυποποιητικά (ή αντιληπτικά) σχήματα που είναι απαραίτητα για τη διαχείριση της καθημερινής ρουτίνας, ή, και των πιο ειδικών γεγονότων και εμπειριών. Ωστόσο δεν προσέρχονται όλοι οι δρώντες με ίσους όρους στις διαδράσεις, ούτε διαθέτουν το απαραίτητο κοινωνικό και μορφωτικό κεφάλαιο απ’ όπου απορρέει η γνώση (καθημερινή και ειδική) ενώ και η δυνατότητα τυποποίησής της εξαρτάται από ταξικές προδιαθέσεις (Habitus). Αλλά ούτε το κοινωνικά διαθέσιμο απόθεμα γνώσης είναι ισότιμα κατανεμημένο ενώ η εξουσιαστική δομή των διαδράσεων δεν θεματοποιείται καθόλου. Σε κάθε περίπτωση η πρόσβαση στη γνώση εξαρτάται από δομικούς παράγοντες που διαμορφώνουν και άνισες θέσεις εκκίνησης (ιδιοκτησία, κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνικά δίκτυα κ.ά.).73 Εφόσον, λοιπόν όλοι συμμετέχουν σε αλληλοδράσεις με άλλους στην καθημερινή ζωή και έχουν κοινή συμμετοχή στο διαθέσιμο κοινωνικό απόθεμα γνώσης,74 γιατί μόνο ένα μέρος αυτών βρίσκεται αντιμέτωπο με την ανεργία, την ανέστια και περιθωριοποιείται κοινωνικά; Ο «κοινός νους», οι διαδράσεις πρόσωπο-με-πρόσωπο συνιστούν μάλλον ανεπαρκή αναλυτικά εργαλεία για να εξηγήσουν φαινόμενα που σχετίζονται τόσο άμεσα με τις δομές. Η κοινωνική πραγματικότητα της ανεργίας δεν «κατασκευάζεται», όπως εμφανίζεται από τα δρώντα υποκείμενα, αλλά ερήμην τους, και από δομές που ελέγχουν τις καθημερινές διαδράσεις και οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τα άτομα και τους νοηματικούς τους ορίζοντες (κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, ιδεολογία, ασύμμετρες σχέσεις κ.ά). Και εδώ το σκορποχώρι των αμοιβαίων διαδράσεων δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε συλλογική δράση, καθώς και η φαινομενολογία ξέχασε να κάνει την αναγκαία υπόθεση εργασίας, μήπως δηλαδή υπάρχουν και υπερατομικές συλλογικότητες (κοινωνικές τάξεις) που ευνοούν ή και περιορίζουν το ατομικό πράττειν.


4.4. Η σύνδεση των ερμηνευτικών μεθόδων με την ανάλυση των δομών:

η εργασία του P.Willis, Learning to labour


Είναι άκρως ενδιαφέρον να διαπιστώνει κανείς ότι ο αντιθετικισμός της ερμηνευτικής μεθοδολογίας εξαντλείται, όταν οι μέθοδοι που απορρέουν απ’ αυτήν επιχειρούν να συλλάβουν την πραγματικότητα. Η θέση να λαμβάνουμε υπόψη μόνο ότι εναισθητικά μπορούμε να παρατηρήσουμε, ή να καταγράψουμε, σημαίνει έμμεσα να αγνοούμε οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από την άμεση εμπειρία και να το μετατρέπουμε σε κείμενο (εθνογραφικό, αφηγηματικό, βιογραφικό κ.ο.κ.).75 Ως γνωστόν η θέση αυτή συνιστά μεθοδολογικό αξίωμα του θετικισμού, με τη διαφορά ότι αυτός αποδέχεται ως δεδομένα, όχι αυτά που προκύπτουν από το βίωμα και τον αυθορμησιασμό, όταν εναντιώνεται στον σπιριτουαλισμό, αλλά αυτά που παράγονται με βάση το επιστημονικό παράδειγμα των θετικών επιστημών και μπορούν να ελεγχθούν. Το γεγονός αυτό εξωθεί εκ των πραγμάτων στην αέναη και «πυκνή» αναζήτηση και καταγραφή του νοήματος, των σημείων, του βιώματος κ.ο.κ., στοιχεία που επέχουν θέση εμπειρικών δεδομένων. Χωρίς το οντολογικό τους υπόβαθρο –(δηλαδή χωρίς να εξηγείται πώς αυτά συνδέονται με την κοινωνία; πού και πώς συμβάλλουν στον μετασχηματισμό ή στην αναπαραγωγή της;)– σε συνάρτηση μάλιστα με τον περιπτωσιολογικό και συγχρονικό χαρακτήρα που τις διακρίνει, και χωρίς ένα σαφές πλαίσιο θεωρίας και εννοιολόγησης, οι έρευνες αυτές, όπως και οι αντίστοιχες των θετικιστικών προσεγγίσεων οδηγούνται αναπόφευκτα σε ουσιοκρατικά συμπεράσματα, τα οποία είναι ασήμαντα, τετριμμένα, και πολλές φορές εσφαλμένα.76

H εργασία του Ρ. Willis, Learning to labour. How working class kids get working class jobs (1977) θα μπορούσε να αποτελέσει, λόγου χάρη, ένα παράδειγμα για το πώς ερμηνευτικές προσεγγίσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εθνογραφική έρευνα, μπορεί να προχωρήσει την κοινωνική ανάλυση προσφέροντας εμπειρικά δεδομένα και εξηγήσεις, τις οποίες καμία ποσοτική μέθοδος δεν θα μπορούσε να εντοπίσει και να καταγράψει. Αυτό όμως προϋποθέτει γερές θεωρητικές βάσεις, σαφείς υποθέσεις εργασίας και αναλυτικά εργαλεία (κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, κοινωνική τάξη, ιδεολογία, πολιτισμικές πρακτικές), τα οποία βγαίνουν από τον περιγραφικό-περιπτωσιολογικό χαρακτήρα και την αυτοαναφορικότητα της μεθόδου, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων, συνεπώς και τη γενίκευση. Η σύνδεση μιας κριτικής ερμηνευτικής με την Μαρξική θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής αλλά και ο αυστηρός διαχωρισμός της εθνογραφικής έρευνας από την ανάλυση, επιτρέπουν στον Γοθίλις να κρατήσει την αναγκαία απόσταση από το αντικείμενο έρευνας. Aυτό το καταφέρνει καθώς θεωρεί πως δεν είναι η αναζήτηση της αυθεντικότητας της «παρέας των φίλων» (Lads) το διακύβευμα, συνεπώς ούτε η συμμετοχική παρατήρηση, η οποία θα επιτρέψει εναισθητικά την πρόσβαση στο αυθεντικό και το αναπαλλοτρίωτο.77 Το εθνογραφικό υλικό δεν είναι κείμενο χωρίς εξωκειμενικές (κοινωνικές) αναφορές, για να αντιμετωπιστεί διακειμενικά, δηλαδή ως σχέση με άλλα κείμενα, όπως συμβαίνει με τους ερμηνευτικούς ανθρωπολόγους (Γκερτς, Γκλίφορντ κ.ά.). Το εθνογραφικό υλικό συνιστά δεδομένο, όχι φυσικά με την θετικιστική του διάσταση, δηλαδή χωρίς τις οντολογικές του προεκτάσεις, αλλά σημαίνον που παραπέμπει στο κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο και τους ιστορικούς ανθρώπους που το παρήγαγαν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο επιβάλλεται η δευτερογενής ανάλυσή του (μεταγλώσσα), με την έννοια της σύνδεσής του με τις δομές. Ο Γουίλις γνωρίζει ότι η έρευνα πεδίου (εθνογραφική έρευνα) με τις αντίστοιχες μεθόδους (έννοιες, τεχνικές κ.λπ.), είναι ένας τρόπος δίπλα σε άλλους, να συλλέξει κανείς δεδομένα (ποιοτικά και ποσοτικά) και να τα επεξεργαστεί. Αυτή δεν μπορεί να ταυτίζεται με την κοινωνική ανάλυση, πόσο μάλλον να την υποκαθιστά.

Ωστόσο, η σύνδεση του σημαίνοντος (εθνογραφικό υλικό) με το σημαινόμενο (κοινωνικές συνθήκες) είναι εφικτή, όπως καταδεικνύει ο ίδιος, μόνο με τα αναλυτικά εργαλεία της κοινωνικής αναπαραγωγής, της κοινωνικής τάξης, του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, της ιδεολογίας και των πολιτισμικών πρακτικών.78 Ακριβώς η μεταχείριση του εθνογραφικού υλικού ως δεδομένων (data) και όχι ως κειμένου που αναζητά τις όποιες αναγνώσεις, αποκαθιστά με διαλεκτικό τρόπο τη θέση και τις δράσεις των ατόμων, στη συγκεκριμένη περίπτωση των παιδιών από την εργατική τάξη (Lads), δείχνοντας όμως και τον τρόπο με τον οποίο οι δομές επενέργησαν πάνω τους. Οι δομές, όπως διαμεσολαβούνται μέσω των ταξικών προδιαθέσεων, διαμορφώνουν τις πολιτισμικές πρακτικές των ατόμων. Εντούτοις αυτές οι πρακτικές δεν είναι παράγωγο της ατομικής δράσης ή νοηματοδότησης, για να αρκεί μόνο το εθνογραφικό υλικό, αλλά το παράγωγο της ίδιας της συνθήκης εκμίσθωσης της εργατικής δύναμης που διέπει άτομα και καταστάσεις και υπερβαίνει γι’ αυτό την ατομική εμπειρία και βιώνεται εν μέρει συλλογικά. Η σχολική αντικουλτούρα και ο αντικονφορμισμός των παιδιών της εργατικής τάξης, στρέφεται πρωτίστως σαφώς κατά της ιδεολογίας του σχολείου, δηλαδή κατά του ατομικισμού και της κοινωνικής ανέλιξης που διεμβολίζει και υποσκάπτει τη συλλογικότητα της ομάδας, εξατομικεύοντας επιδόσεις και αξιολογήσεις. Όμως αυτή η «ενστικτώδης» σχεδόν απόρριψη δεν μετασχηματίζεται σε κοινωνική (ταξική) συνείδηση, κυρίως επειδή λείπει, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Γουίλις, η πολιτική οργάνωση.79 Συνεπώς η άκριτη πρόσληψη του εθνογραφικού υλικού και αυτών που είπαν τα υποκείμενα, ή, βίωσε ο ερευνητής, χωρίς να καταδεικνύεται ο ρόλος της ιδεολογίας και η κοινωνική θέση των υποκειμένων, τα οποία το έχουν «συγγράψει», δεν μας πάει πέρα απ’ αυτό που φαίνεται. Μόνο οι νοηματοδοτήσεις και οι (ατομικές) εμπειρίες των υποκειμένων που αποτυπώνονται στο εθνογραφικό υλικό δεν αρκούν να εξηγήσουν «γιατί τα παιδιά από την εργατική τάξη κάνουν δουλειές που είναι τυπικές για την εργατική τάξη». Αυτό το πρόβλημα καλείται να ερμηνεύσει αλλά και να εξηγήσει η εργασία του Γουίλις.80

Γίνεται σχεδόν αυτονόητο ότι εφόσον οι κοινωνικές επιστήμες δεν θέλουν να εμφανίζονται ως αναξιόπιστες, αυθαίρετες και σχετισκιτικές δεν μπορούν να μείνουν στην άμεση εμπειρία και να παραιτηθούν από υποθέσεις εργασίας και μετα-ερωτήματα «για το γιατί».81 Δεν μπορούν να παραιτηθούν επίσης από μεθόδους και αναλυτικά εργαλεία που συλλαμβάνουν πολυεπίπεδα την κοινωνική εμπειρία, αίροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους μεθοδολογικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε μικρο- και σε μακρο-επίπεδο. Εντούτοις, αυτοί οι διαχωρισμοί διαιωνίζονται και αναπαράγονται σε μεγάλο βαθμό από την ίδια τη λογική των ερμηνευτικών μεθόδων.


Συμπέρασμα

Aν σκεφτούμε την κοινωνία μέσα από τη συλλογικότητα της κοινωνικής εργασίας, τότε τα άτομα ως φορείς της κατακερματισμένης κοινωνικής εργασίας (ατομικές εργασίες), φέρουν τις ιδιότητές της. Συνεπώς το άτομο, δεν διαθέτει μια δική του ενδοχώρα, ή, ένα δικό του βιωματικό και νοηματικό απόθεμα, αλλά δανείζεται τις ιδιότητες της δομής (κοινωνικός καταμερισμός εργασίας). Σε συνθήκες μισθωτής εργασίας, ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας αρθρώνεται ως αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, ως σχέση παραγωγής και ιδιοποίησης της υπερεργασίας. Να η βάση για τον σχηματισμό των κοινωνικών τάξεων. Συνακόλουθα αυτής της συνθήκης είναι το κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, το απόθεμα γνώσης, τα ταξικά χάμπιτους κ.ά. Όπως είναι φυσικό ,το πλαίσιο αυτό περιορίζει, ή, διευρύνει δυνατότητες ατόμων και τάξεων διαμορφώνοντας άνισες κοινωνικές θέσεις. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι νομιμοποιούνται οι κοινωνικές επιστήμες να δίνουν τόση έμφαση στη δράση και στη νοηματική ικανότητα ενός διαταξικού υποκειμένου, εκτός αν εκλαμβάνουν την κατάσταση του ατόμου από τα νέα μικροαστικά στρώματα, ως αντιπροσωπευτική για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Εδώ όμως η επιστήμη μετατρέπεται σε ιδεολογία, νομιμοποιώντας ανισότητες και εκπτώσεις, καθώς αγνοεί πώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει εγκλωβιστεί στη γεωγραφία των δομών. Ακριβώς επειδή τα άτομα όταν παν να δράσουν, να ανελιχτούν, να νοηματοδοτήσουν, προσκρούουν πάνω στις δομές, η συνεξέταση των δομών συνιστά sine qua non για την κοινωνική ανάλυση, πόσο μάλλον όταν η ανάληψη δράσης και η άρθρωση λόγου για ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού εξαρτάται από το κοινωνικό κεφάλαιο, την κοινωνική βιογραφία και τη συλλογική μνήμη της τάξης τους.


1.Εφόσον αναφέρονται σ’ ένα ανθρώπινο πράττειν, ανοηματικά συμβάντα, γυμνά από (υποκειμενικό) νόημα ή και άλογα ακόμη πράγματα, έχουν σύμφωνα με τον Μ. Βέμπερ τη σημασία τους για την κοινωνιολογία, τόσο ως μέσον όσο και ως σκοπός. Weber, M., Oικονομία και Κοινωνία. Κοινωνιολογικές έννοιες , Αθήνα 2005 (Μεταίχμιο), μετφρ. Θ. Γκιούρας, σ. 7.

2Κονιαβίτης, Θ., Πλουραλισμός στην κοινωνιολογία. Μεθοδολογική προσέγγιση , Αθήνα 1994 (Οδυσσέας), σ. 373.

3Geertz, C., H ερμηνεία των πολιτισμών , Αθήνα 2003 (Αλεξάνδρεια), μτφρ. Θ. Παραδέλλης, σ.17.

4Dilthey, W., Gesammelte Schriften , Stuttgart (Teubner), τόμ. V, σ. 144.

5Aron, R., Η σύγχρονος γερμανική κοινωνιολογία, Αθήνα 1974 (ΕΚΚΕ), μτφρ. Μ. Κορνήλιος, σ. 106.

6Ρικέρ, Π., Δοκίμια ερμηνευτικής, Αθήνα 1990, (Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας), μτφρ. Α. Μουρίκη, σ.165.

7Geertz, ό.π., σ. 31 και σ.32.

8.Τον δυϊσμό αυτόν υιοθετεί και ο Γκερτς. Σύμφωνα με τον ίδιο στην ερμηνευτική επιστήμη (ανθρωπολογία κ.λπ.) αντιστοιχεί η μέθοδος της «εγγραφής» («πυκνή περιγραφή»), ενώ στις επιστήμες της παρατήρησης ή του πειράματος, η μέθοδος της «περιγραφής» («διάγνωση»). Geertz, C., όπ.π., σ. 38.

9Faguet, Ε., Σύντομη ιστορία της φιλοσοφίας , Αθήνα χ.χ. (Αναγνωστίδης), μετφρ. Κ.Μετρινός, σ. 211, σ. 213.

10Ναγόπουλος, Ν., Τα θεμέλια της κοινωνιολογικής γνώσης και οι κοινωνίες της νεωτερικότητας. Η συμβολή του M. Weber στη σύγχρονη κοινωνιολογία της γνώσης, Αθήνα 2003 (Κριτική), σ. 90.

11Κυπραίος, Μ. «Εισαγωγικό δοκίμιο», στο: Weber, M., Βασικές Έννοιες Κοινωνιολογίας , Αθήνα 1983 (Κένταυρος), σ. 38.

12Aρον, Ρ., Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης , Αθήνα 1993 (Γνώση), μετφρ. Μπ. Λυκούδης, τόμ. Β΄, σ. 279

13Φίλιας, Β., Μαξ Βέμπερ:Συστηματική Κοινωνιολογία και μεθοδολογία , Αθήνα 1976 (Gutenberg), σ. 199.

14.O ιδεότυπος συνιστά μια μορφή γενίκευσης κάποιων στοιχείων της εμπειρικής πραγματικότητας, ώστε να είναι δυνατή η κοινωνιολογική καζουϊστική (περιπτωσιολογία). Σε μεγάλο βαθμό όμως ο ιδεότυπος απομακρύνεται από την πραγματικότητα, δίνοντας την εντύπωση πως αυτή προκύπτει πάλι από τις ιδέες και τον χώρο του ιδεατού. Π.χ. ο καπιταλισμός ορίζεται ιδεοτυπικά ως εξορθολογισμός/εκλογίκευση και στη συνέχεια αναζητείται η συμβολή των ιδεών (προτεσταντική ηθική) στην εμφάνισή του και στην ανάδυση μιας χαρακτηριολογικής δομής (αστός), αγνοείται όμως, ίσως το πλέον κεντρικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας, δηλαδή η κοινωνική ιστορία της πρωταρχικής κεφαλαιακής συσσώρευσης. Βλ. και Weber, ό.π ., σ. 20.

15.Η κατανοητική μέθοδος, είναι απλώς ένα μεθοδολογικό μέσον και «δεν λέει το παραμικρό», σύμφωνα με τον Μ. Weber «για το εάν στην πραγματικότητα ορθολογικές σκοποθεσίες καθορίζουν ή όχι το πραγματικό πράττειν».Weber, ό . π ., σ. 7, και Τσίρος, Ν., Η ανάδυση του πολιτικού στο έργο του Μax Weber. Μεθοδολογικές προϋποθέσεις και αποσαφηνίσεις περιεχομένου , Αθήνα-Κομοτηνή 2001 (Αντ. Σάκκουλας) σ. 53.

16Weber, ό.π., σ. 365-268.

17Στο ίδιο, σ. 12 κ.ε.

18Ρίκερ, ό.π., σ. 217.

19Weber, ό.π ., σ. 13.

20Greib, J., Σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία. Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας , μετφρ. Μ. Τζιατζή, Αθήνα 1998 (Ελληνικά Γράμματα), σ. 187 και σ. 190.

21Στο ίδιο, σ. 189 κ.ε.

22Μπέργκερ, Π.Λούκμαν, Τ., Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας , Αθήνα 2003 (Νήσος), μετφρ. Κ. Αθανασίου, σ. 109 και σ. 110.

23Στο ίδιο, σ. 109 και σ.127.

24Ήγγλετον, Τ., Θεωρία της λογοτεχνίας , Αθήνα 1989 (Οδυσσέας), μετφρ. Δ. Τζιόβας, σ. 95.

25Geerz, ό.π.

26Μπέργκερ/Λούκμαν, ό.π., σ. 82.

27Ρίκερ, ό.π., σ. 169.

28Στο ίδιο.

29Πβλ. Τσιώλης, Γ., Ιστορίες ζωής και βιογραφικές αφηγήσεις. Η βιογραφική προσέγγιση στην κοινωνιολογική θεωρία , Αθήνα 2006, σ.141.

30Βλ. Geerz, ό. π ., σ. 30 και σ. 38.

31Βλ. και Αλεξίου, Θ. «(Μετα)νεωτερικές αναγνώσεις του εκπαιδευτικού ζητήματος», Ο Πολίτης 78/79, 2000, σ.17.

32.Πβλ. και Grele, R.-J. «Ziellose Bewegung. Μethodologische und theoretische Probleme der Oral History», στο: Niethammer, L. (επιμ.), Lebenserfahrung und kollektives Gedachtnis , Frankfurt 1985 (Suhrkamp), σ. 197.

33Althusser, L., Fur Marx , Frankfurt 1974 (Suhrkamp), σ. 125.

34Κocka, J., Sozialgeschichte. Begriff, Entwicklung, Probleme , Gottingen 1986, σ. 162 κ.ε.

35Βλ. Althusser, ό.π, σ. 125 κ.ε. Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, η Γενικότητα Ι συνιστά τη βασική ύλη, η οποίο μετασχηματίζει τη θεωρητική πράξη σε ειδικές «έννοιες», η Γενικότητα ΙΙ συγκροτεί το οικοδόμημα των εννοιών, τα αναλυτικά εργαλεία μέσω των οποίων προσδιορίζεται το πεδίο, και η Γενικότητα ΙΙΙ, συνιστά το τελικό στάδιο όπου παράγεται η επιστήμη (γνωσιοθεωρία). Στο ίδιο, σ. 126 κ.ε. Αντίθετα στον Γκερτς φαίνεται να μην υφίσταται κανένα από αυτά τα επίπεδα ή ως αυτά να έχουν συγχωνευθεί σ’ ένα, εκείνο της «πυκνής περιγραφής». Η θεωρία οφείλει σύμφωνα με τον ίδιο να παραμένει «προσγειωμένη» και προσδεμένη «μέχρι το πιο άμεσο επίπεδο της παρατήρησης», δηλαδή στην άμεση εμπειρία, και φυσικά όχι «να γενικεύσει διατρέχοντας διαφορετικές περιπτώσεις, αλλά να γενικεύσει στο εσωτερικό της». Geerz, ό.π ., σ. 35 κ.ε., σ. 37 και σ. 39. Ο εμπειρισμός της μεθόδου, δηλαδή ο διαχωρισμός της από τη θεωρία, σε συνάρτηση με την αυτοαναφορικότητα (εσωστρέφεια) της θεωρίας, –δεν προκύπτει από την σύγκρισή της με άλλες θεωρίες ή άλλες μεθοδολογίες– τοποθετούν την «Ερμηνεία των Πολιτισμών» μάλλον στον εμπειρικό κονστρουκτιβισμό, όπου οι έννοιες ορίζονται μέσω ορισμών.

36Βλ. Chalmers, A.-F., Tι είναι αυτό που λέμε επιστήμη ; Ηράκλειο 1998 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), μετφρ. Γ. Φουρτούνης, σ. 121.

37.Η συμμετοχική παρατήρηση, κυρίως στην εθνογραφική έρευνα, αίρει φαινομενικά, όπως το ζητούσε και ο Ντίλτεϋ την αντίθεση ανάμεσα στον ερευνητή και το αντικείμενο έρευνας, ενσωματώνοντας τον ερευνητή στο υπό διερεύνηση αντικείμενο. Στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις η συμμετοχή επιβάλλεται επειδή και ο ερευνητής συμμετέχει μέσω διαδράσεων, –ή, άλλων συναπαντημάτων (συμποσιασμός κ.λπ.)– με τους ερευνώμενους, στην κατασκευή νοημάτων, συνεπώς και στην κατανόηση των νοηματικών τυποποιήσεων, κωδίκων κ.ο.κ. Βλ. και Holy, L. «Theory, methodology and the research process»: στο: Εllen, R.-F. (επιμ.), Ethnographic Research. A Guide to General Conduct , London 1984 (Academic Press) σ. 29 κ.ε. Σε ποιο βαθμό αυτή η διάδραση ανάμεσα στον εθνογράφο και τον εθνογραφούμενο είναι ισότιμη, έχει συνεργατικό και συμπρακτικό χαρακτήρα, όπως ισχυρίζεται ο J. Clifford, είναι ένα σοβαρό ζήτημα. Βλ. Clifford, J. «Οn Ethnographic Allegory», στο: Clifford, J./Marcus, A.G. (επιμ.), Writing Culture. The Poetics and Politics of Ethnography , Berkeley-Los Angeles, University of California 1986, σ. 104. Πάντως σε καμία περίπτωση η πλασματική αναβάθμιση της τροφοσυλλέκτριας Νίσσα της ερήμου Kαλαχάρι και η συνάντησή της με την ανθρωπολόγο (M. Schostak) του Harvard, στην οποία αναφέρεται ο J. Clifford, δεν αίρει τη διχοτομία παρατηρητή-παρατηρούμενου, ούτε βεβαίως μπορεί να συμβάλλει στην αυτογνωσία των γυναικών. Ανάμεσα στις δύο γυναίκες παρεμβάλλεται η ανισόμετρη ανάπτυξη των χωρών τους, αλλά και οι άνισες κοινωνικές τους θέσεις και η ιδιοτέλεια της δεύτερης (είναι εκεί για να κάνει τη δουλειά της), που κάθε άλλο παρά επιτρέπουν την ανταλλαγή εμπειριών και την αμοιβαία κατανόηση. Εξ’ άλλου το εθνογραφικό κείμενο, στο οποίο αποτυπώνεται ο λόγος, εφόσον το γράφει (εμφανίζεται ως συγγραφέας), το δημοσιεύει και έχει το copyright (είναι ιδιοκτήτρια), η δεύτερη, (βλ. M. Shostak, Nissa: The Life and Works of a !Kung Woman , Cambridge 1981), δεν συνιστά ούτε τυπικά αμοιβαία διαλογική παραγωγή, όπως διατείνεται ο J. Clifford. Βλ. και Ντάτση, Ε. «Μεταμοντέρνα ανθρωπολογία. Πρωτοπορία ή οπισθοδρόμηση;», Ο Πολίτης 110/2003, σ. 46.

38Πβλ. και Denzin, N.-K., Interpretative Ethnography: Ethnographic Practices for the 21st Century , California 1997 (Sage Publications).

39Ρίκερ, ό.π ., σ. 52.

40.Hausendorf, H. «Das Gesprach als selbstreferentielles System. Ein Beitrag zum empirischen Konstruktivismus der ethnomethodologischen Konservatiosanalyse», Ζeitschrift fur Soziologie 21, 1992, σ. 83 και σ. 86.

41Σπυριδάκης, Μ. «Η έννοια του πεδίου στην ανθρωπολογία της πόλης», στο: Δεμερτζόπουλος, Χ./Σπυριδάκης, Μ. (επιμ.), Ανθρωπολογία, κουλτούρα και πολιτική, Αθήνα 2004 (Μεταίχμιο), σ. 113.

42Όπως προτείνει o Κλίφορντ. Clifford , ό.π., σ. 107.

43Βλ. και Dose, F., H ιστορία σε ψίχουλα. Από τα Analles στην «Νέα Ιστορία», Ηράκλειο 2000 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), μετφρ. Α. Βλαχοπούλου, σ. 99 κ.ε.

44Bλ. και Delphy, Ch., Close to Home. A Materialist Analysis of Women’s Oppression , London 1984, (Huchinson).

45Το ερώτημα αυτό θέτει ο Ίγκερς έχοντας ως σημείο αναφοράς την ερμηνευτική προσέγγιση της μικροϊστορίας. Ιggers, G., Η ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα. Από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόκληση του μεταμοντερνισμού , Αθήνα 1999 (Νεφέλη), μετφρ. Π. Ματάλας, σ. 145 και σ. 150

46Gouldner, A., Die westliche Soziologie in der Krise , Reinbeck 1974 (Rowohlt), τόμ. 2, σ. 466.

47Feyerabend, Ρ., Ενάντια στη μέθοδο. Για μια αναρχική θεωρία της γνώσης , Αθήνα 1982 (Σύγχρονα Θέματα), μετφρ. Γ. Καυκαλάς-Γ. Κουνταρούλης, σ. 354

48Μπέργκερ/Λούκμαν, ό.π., σ.73.

49Weber, ό.π ., σ. 14.

50.Η σχέση ανάμεσα στις μικρο-καταστάσεις και στις μακρο-δομές είναι σχέση υπαγωγής και όχι αθροιστική, όπως νομίζει ο R. Collins. Βλ. Μουζέλης, Ν., Η κρίση της κοινωνιολογικής θεωρίας. Τι πήγε λάθος; Διάγνωση και θεραπεία, Αθήνα 2000 (Θεμέλιο), σ. 47.

51Garfinkel, H., Studies in Etnomethodology , Englewood Clitfs-New Jersey 1967 (Prentice-Hall).

52Βλ. και Collins, R. «Stratification, Emotional Energy, and the Transient Emotions», στο: Κemper, T.-D. (επιμ.), Research Agendas in the Sociology of Emotion , New York 1990 (NY University Press).

53Gouldner, ό.π ., σ. 453.

54Όπως Κnorr-Cetina, K. «Τhe micro-sociological challenge to macro-sociology», στο: Κnorr-Cetina, K./Circouel, A.-V. (επιμ.), Advance in Social Theory and Methodology. Toward an integration of micro-and macro-sociologies, Boston 1981 (Routledge and Kegan Paul).

55Όπως Collins, R. «Micro-translation as a theory-building strategy», στο: Κnorr-Cetina, K./Circouel, A.-V. (επιμ.), Advance in Social Theory and Methodology. Toward an integration of micro-and macro-sociologies, Boston 1981 (Routledge and Kegan Paul), σ. 99 και σ. 101 κ.ε.

56.Σύμφωνα με τον Γκίντενς οι δομές δημιουργούνται από την ανθρώπινη δράση ενώ συνιστούν και μέσον (ή φορέα) που ευνοεί την ανάληψη δράσης. Giddens, A., New Rules of Sociological Method , London 1976 (Hutchinson), σ. 236.

57Willis, P. «Τ.Ι.Ε.S: Theoretically Informed Ethnographic Study», στο: Nugent, S./Schore, C. (επιμ.), « Αnthropological and cultural studies » , London 1997 (Pluto Press), σ. 185.

58Anderson, Ch., Προς μια νέα κοινωνιολογία , Αθήνα 1986 (Παπαζήσης), σ. 266.

59Κονιαβίτης, ό.π ., σ. 488.

60Βλ. Giddens, A., Πολιτική Κοινωνιολογία στη σκέψη του M. Weber , Αθήνα 1993, σ. 51 κ.ε.

61Timasheff, N.-S./Theodorson, G.-A., Iστορία κοινωνιολογικών θεωριών , Αθήνα 1983 (Gutenberg), μεταφρ. Δ. Τσαούσης, σ. 273.

62Geerz, ό.π ., σ. 35.

63Στο ίδιο, σ. 31 και σ. 36.

64Στο ίδιο, σ. 35.

65Βλ. και Ρίκερ, ό.π ., σ. 153.

66Γκέφου-Μαδιανού, Δ., Πολιτισμός και Εθνογραφία. Από τον Εθνογραφικό Ρεαλισμό στην Πολιτισμική Κριτική, Αθήνα 1999 (Ελληνικά Γράμματα), σ. 233.

67Κατ’ αυτόν τον τρόπο ορίζει την ανθρωπολογία ο Ραμπίνοβ. Βλ. Rabinow, P., Reflections on Fieldwork in Morocco, Berkeley 1977 (University of California Press).

68Γεωργούλας, Α. «Συλλογικές οντότητες του κονστρουκτιβισμού», Θέσεις 83, 2003, σ. 83.

69Weber, ό. π ., 6.

70Στο ίδιο, σ. 23.

71Αλεξίου, Θ. «Το εργασιακό ήθος του “Μεταφορντισμού”», στο: Παναγιωτοπούλου, Ρ./Κονιόρδος, Σ./Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (επιμ.), Παγκοσμιοποίηση και σύγχρονη κοινωνία , Αθήνα 2003 (ΕΚΚΕ), σ. 125.

72Μπέργκερ/Λούκμαν, όπ.π ., σ. 89, 93.

73Βλ. και Fischer, K. «Die kognitive Konstitution sozialer Strukturen», Zeitschrift fur Soziologie, 18, 1989, σ. 18 και σ. 21.

74Μπέργκερ/Λούκμαν, ο.π ., σ. 86.

7.5Aλεξίου, Θ. «Κοινωνικές και επιστημολογικές συνισταμένες των προσεγγίσεων μικρο-επιπέδου. Η επαναφορά του ατόμου ως μεθοδολογικής αρχής», στο: Δεμερτζόπουλος, Χ./Σπυριδάκης, Μ. (επιμ.), Ετερότητες. Ανθρωπολογία, Κουλτούρα και Πολιτική , Αθήνα 2004 (Μεταίχμιο), σ. 218.

76Πβλ. Μουζέλης, ό,π ., σ. 18.

7.7Bλ. και Marcus, G.-E. «Contemporary problems of Ethnography in the Modern World System», στο: Glifford, J./Marcus, G.-E. (επιμ.), Writing Culture. The Poetics and Politics of ethnography , Berkeley-Los Angeles-London 1986 (University of California Press), σ. 184, σ. 185 και σ. 188.

78Πβλ. και Ortner, S.-B. «Rating America. Preliminary Notes on Class und Culture», στο: Fox, R.-G.(επιμ.), Recapturing Anthropology. Working in Present , Santa Fe 1991, (School of American Research Press), σ. 165 κ.ε.

79Willis, P., Spa? am Widerstand. Gegenkultur in der Arbeiterschule , Frankfurt 1979 (Syndikat) , σ. 215.

80Στο ίδιο, σ.200, σ. 203 και σ. 216.

81Βλ. και Loizos, P. «Ο θάνατος του θετικισμού είναι υπερβολή», στο: Γκέφου-Μαδιανού, Δ. (επιμ.), Ανθρωπολογική θεωρία και εθνογραφία. Σύγχρονες τάσεις, Αθήνα 1998 (Ελληνικά Γράμματα), σ. 283.σ. 284.