Γράμμα στις Θέσεις
5 Αυγούστου 84

Ο νέος σας δοκιμιογράφος Μ. Ανθόπουλος έθεσε στο τεύχος 8 ένα πλαίσιο για προβληματισμό πάνω στη θεματική Σύνταγμα - Αριστερά - «ιταλική» μαρξιστική σχολή. Γόνιμες οι επιμέρους προσεγγίσεις όσο και χαλαρές ρευστές οι οριοθετήσεις του. Μεθοδολογικά οι αδυναμίες του συνοψίζονται στη βεβιασμένη σύνδεση των δυο κεντρικών του θεματικών («ιστορικός συμβιβασμός» στην Ιταλία χρήση απ' τον ιταλικό μαρξισμό της χεγκελιανής - μαρξικής «κοινωνίας πολιτών») και στην αθεμελίωτη ίδρυση «σχέσεων αιτιότητας» και αναγωγιμότητας μεταξύ τους. Ας μου επιτραπούν κάποιες αντιπροτάσεις: α. Γιατί «η αστική νομική ιδεολογία είναι έτοιμη να παραδεχτεί την ύπαρξη διαφόρων κοινωνικών τάξεων, όχι όμως και της ταξικής πάλης»; (σελ. 23) Η κυρίαρχη ιδεολογία (όχι κάποια στενά «νομική») είτε παραμορφώνει τη μαρξιστική έννοια της τάξης (επαγγελματική κάστα ή κοινωνική ομάδα, στη βάση μη ανταγωνιστικών αντιθέσεων), είτε παραδέχεται έμμεσα ένα κακέκτυπο ταξικής πάλης με πρωταγωνιστές αυτές τις «ομάδες πίεσης» (τύπος - συνδικάτα - εταιρίες - εκκλησία - όμιλοι πολιτισμού) που ισοδύναμα συναγωνίζονται και σκιαγραφούν την. κοινωνική δυναμική (νεοπλουραλισμός, στα πλαίσια του αγγλοσαξονικού κοινωνιολογικού θετικισμού). Μόνιμη, βέβαια, είναι η άρνηση της μαρξιστικής εννοιολόγησης τόσο για την «τάξη» όσο και για την «πάλη των τάξεων». β. Γιατί αυτή η τελειωτική - απόλυτη διαπίστωση πως η «έκτακτη νομοθεσία» στον αναπτυγμένο καπιταλισμό (μακκαρθισμός κλπ.) «κατέλυσε τις εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου και τα στοιχειώδη συνταγματικά δικαιώματα»; (σελ. 24). Νομικά, οι ατομικές ελευθερίες δεν καταργούνται απαραίτητα, ούτε κατασιγάζει η νομικοπολιτική ιδεολογία γύρω απ' αυτές, στα «μολυβένια χρόνια». Είναι πιθανό μάλιστα πως το αστικό κράτος κατόρθωσε να εκμαιεύει το consensus, αν συνυπολογιστεί ένα λαϊκό κίνημα υποτονικό και μια Αριστερά παροπλισμένη. Εξάλλου το Σύνταγμα έχει, βασικά, χαρακτήρα ιδεολογικού μανιφέστου και κατευθυντήριων αρχών ο κανονιστικός χαρακτήρας καταλαμβάνει συγκεκριμένα «χωρία» του. Τι σημαίνει π.χ. «ελευθερία», ή ειδικότερα «ακαδημαϊκή ελευθερία» δεν είναι οριοθετημένο και δοσμένο a priori στο συνταγματικό κείμενο αλλά «κατασκευάζεται» ιστορικά απ' όποιον κυριαρχεί στον ταξικό συσχετισμό και στη βάση των ρυθμίσεων, περιορισμών κι εξαιρέσεων του ίδιου του Συντάγματος, των οργανικών του νόμων, της έκτακτης νομοθεσίας, της νομολογίας των δικαστηρίων, της πρακτικής των οργάνων του κράτους, της προνομικής, και μετανομικής δράσης των κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων. Και αποτελεσματικότερη είναι η καταστολή όταν αναπτύσσεται με άθικτο και «άψογο» το συνταγματικό και νομικό πλέγμα εγγυήσεων, ελευθεριών κλπ. Έτσι η αστυνομία μπορεί να δολοφονεί ατιμώρητα διαδηλωτές με τη συνταγματική προστασία της ζωής και της προσωπικής ασφάλειας σε ισχύ, «ακαδημαϊκή ελευθερία» ενδέχεται να σημαίνει τελικά αποκλειστική αρμοδιότητα των τακτικών καθηγητών σε ζητήματα γνωστικού αντικειμένου κι εκπαιδευτικής μεθοδολογίας κλπ. γ. Γιατί ο όρος «ανθρώπινα δικαιώματα» δεν μπορεί να είναι «όρος που ανήκει τόσο στην αστική ιδεολογία όσο και στο μαρξισμό»; (σελ. 24-25). Τα συνταγματικά δικαιώματα ανήκουν στο νομικοπολιτικό εποικοδόμημα και στην ιδεολογία του καπιταλιστικού κοινωνικοϊστορικού σχηματισμού. Αυτό σημαίνει πως στο πολιτικό πρόγραμμα και την ιδεολογία των ανερχόμενων δυνάμεων κάποια θέση μπορεί να καταλαμβάνουν, ανάλογα με τη φάση της ταξικής πάλης. Πολύ περισσότερο ενδιαφέρει μια μαρξιστική ερμηνεία του ιστορικού ταξικού τους χαρακτήρα, της αμφισημίας τους, της πολιτικής και ιδεολογικής τους λειτουργίας και λειτουργικότητας, των ορίων τους. Δεν τίθεται ζήτημα το αστικό Σύνταγμα να «ανήκει» οργανικά, να ενσωματώνεται στον άξονα κάποιου μαρξισμού συστήματος ιδεολογικών αρχών. Ανήκει όμως στο ερευνητικό πεδίο του επιστημονικού μαρξισμού και στο βεληνεκές των κινημάτων που καθοδηγούνται από το μαρξισμό. Με τη λογική του Μ.Α. και οι καπιταλιστικές σχέσης παραγωγής δεν «ανήκουν» στο μαρξισμό... δ. Για τη σχέση δομών και «υποκείμενων» (σελ. 25) χρήσιμος θα ήταν ο συνυπολογιμός της συνεισφοράς του Πουλαντζά στο θέμα των «υποστηριγμάτων» καθορισμένων σχέσεων και για την εξουσία ως σχέση ανάμεσα σε τάξης κι όχι «πρόσωπα». ε. Ο Μ.Α. προσχωρεί στον υποκειμενικό ιδεαλισμό, αποδίδοντας τελικά τον μεταπολεμικό ρεφορμισμό του PCI στην πονηριά του Τολιάτι και την πονηριά του Τολιάτι στα κελεύσματα του Στάλιν (σελ. 28 τέλος της γ' παραγράφου και σελ. 3536). Οι θεωρίες του «ταχυδρόμου» και της μη συμπτωματικής «ημερομηνίας» εισάγουν μια πρωτόγονη παραλλαγή υποκειμενισμού - βολονταρισμού που θέλει «υποκείμενα της ιστορίας» όχι, έστω, τις τάξεις αλλά τους ηγέτες τους. Εδώ κάποιοι «σούπερμαν», ο Στάλιν στο χώρο των τριτοδιεθνιστικών Κ.Κ. και ο Τολιάτι στο πεδίο της Ιταλίας στρέφουν με επιτήδειους χειρισμούς το εργατικό κίνημα στο συνταγματισμό και το ρεφορμισμό (αν θελαν το κάνανε αριστερίστικο), τροποποιώντας επ' ευκαιρία και τη δυναμική των αστικών δυνάμεων... στ. Για το απόσπασμα απ' τους «ταξικούς αγώνες...» (σελ. 32). Νομίζω πως η «αισιοδοξία» είναι πρώτα του ίδιου του Μαρξ. Και αλλού οριοθετεί τη δημοκρατία (Αγγλία, ελευθερίες κι εκλογικό δικαίωμα, συνδικαλιστικές κατάκτησης) απ' τον αυταρχισμό (Πρωσία, Ρωσία) που δρομολογεί «αναγκαστικά» ένοπλες επαναστατικές μορφές πολιτικής πάλης. Ωστόσο ο μαρξισμός δεν είναι μελλοντολογία ούτε σύστημα χάραξης προγνωστικών. Η «πολιτική θεωρία» στον Μαρξ των «ταξικών αγώνων» βρίσκεται σε κατάσταση «πρακτικών εννοιών», αφορά την «τωρινή στιγμή», αναπτύσσεται αποσπασματικά - αντιφατικά, διαφοροποιεί και υπερβαίνει «πορίσματα» και «τάσεις», θα έβρισκε κι εδώ εφαρμογή η υποσημείωση 48 (σελ. 48), για τη διαμεσολάβηση του «Κεφαλαίου» στην πορεία για μια πιο ερμηνευτική εποπτεία του πολιτικού στοιχείου στον καπιταλισμό. Η «πληρέστερη», τώρα, ανάγνωση του μαρξιστικού κειμένου (που για τον Μ.Α. οφείλεται στον Α. Μάνεση), όπως και οι άλλες, δεν αμφισβητεί τους ίδιους τους δομικούς υπερπροσδιορισμούς, τη λειτουργικότητα και τα όρια του αστικού Συντάγματος: Από μόνο του δεν είναι ούτε «συντηρητικό» ούτε «προοδευτικό», είναι εργαλείο πρόσφορο τόσο σε «συντηρητική» όσο και σε «προοδευτική» δράση. Αρκεί να γνωρίζουμε«το μυστικό της εναλλακτικής χρήσης τους, να μας απασχολεί ο «καθορισμός της κατεύθυνσης προς την οποία λειτουργούν οι θεσμοί» (σελ. 34). Νομίζω όμως ότι η προσυνταγματική και μετασυνταγματική πρακτική των εργαζόμενων, όχι αναγκαστικά η «εναλλακτική χρήση», αλλά και η μια χρήση και η αχρησία του Συντάγματος αποτελούν δυνατότητες και πιθανότητες στην ανέλιξη της ταξικής πάλης. Τα Συντάγματα τα ερμηνεύουν και τα εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις, τα δικαστήρια, η αστυνομία, η εκκλησία κλπ. Αυτοί οι παράγοντες σημασιοδοτούν τη «δημοκρατία», την «ελευθερία», την «εργασία» κλπ. Έτσι στην «ελευθερία της εργασίας» (μπορεί να εγγράφεται το λοκ-άουτ και η απόλυση, ενώ στη «δημοκρατία» η «άμυνα της κοινωνίας, απέναντι στην τρομοκρατία». Να προσέξουμε αυτές τις εκδοχές (που αποτελούν τη μόνη «αυθεντική» ερμηνεία του Συντάγματος κι όχι «εναλλακτική χρήση» ή «παρερμηνεία» του), γιατί διαφορετικά η αισιοδοξία μας λογικό επόμενο θα ήταν να καταλάβει και κάποια «εναλλακτική χρήση» της αστυνομίας, μια «εναλλακτική χρήση» του εθνικισμού - σωβινισμού ή ακόμα - ακόμα μια «εναλλακτική χρήση» της ατομικής ιδιοκτησίας (με εγγραφή «κοινωνικών κριτηρίων» σύμφωνα με το ΚΚΕ εσωτ.). ζ. Για τη «διαφορά» ντελαβολπισμού και τολιατισμού. Τόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε την ουσιαστική ταύτιση των «δύο» θέσεων αναφορικά με το Σύνταγμα, τόσο πολύ μας εκμαυλίζει το διαφορετικό λεκτικό και η διπλωματική διατύπωση; Η αντίληψη του PCI είναι «άκριτα αισιόδοξη», «γραμμικά αστικοδημοκρατική» (σελ. 34), ενώ ο Ντέλλα Βόλπε ενδιαφέρεται για την «εγγραφή εξισωτικών ή κοινωνικών κριτηρίων στο σώμα της πολιτικής δημοκρατίας» αντίληψη που, σύμφωνα με τον Μ.Α., «υπάρχει αυτούσια στο άρθρο 2 του ιταλ. συντάγματος» (σελ. 34), ενώ ταυτόχρονα ο Τολιάτι θεωρεί πως «πρέπει να μετακινηθούν τα υλικά εμπόδια που προκαλούν την ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες» (σελ. 35). Η σχέση Ντέλλα Βόλπε και PCI ή Τολιάτι είναι η σχέση ενός σχετικά αυτονομημένου οργανικού διανοούμενου με την πολιτική του οργάνωση και τα «μαζικά» της στελέχη. Είναι, χονδρικά, η σχέση Π. Κανελλόπουλου και «Ν.Δ.», ή Πουλαντζά των τελευταίων σελίδων του «Κράτος, Εξουσία...» και Κύρκου... Είναι η σχέση θεωρίας για το πολιτικό στοιχείο (σε αφαιρετική μορφή) και πολιτικού προγράμματος με εμπειρικούς προσδιορισμούς και έννοιες σε «πρακτική κατάσταση». Η παράλληλη και διάλληλη θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική λειτουργία ενδιαφέρει εδώ, η διάδραση θεωρίας που ανα«δημιουργεί» το μαρξισμό και πολιτικής που εγκαταλείπει το σοσιαλισμό κι όχι η «γραμμική» ή τεθλασμένη διατύπωση των θέσεων. Διαφορετικά ας αρχίσουμε να μετράμε τις «διαφορές» ανάμεσα στα βιβλία του Κ. Τσάτσου και τους λόγους του Καραμανλή... Αυτά (και άλλα πολλά) με προβλημάτισαν στο κείμενο του Ανθόπουλου. Αναγνωρίζω πως δούλεψε αρκετά, πως άνοιξε θεωρητικά «μονοπάτια». Αλλά την επόμενη φορά ας μη δανειστεί θεματικές, και συμπεράσματα απ' τους καθηγητές του στο Πανεπιστήμιο (ξέρει τι εννοώ...). Με εκτίμηση για τη συνεισφορά των Θέσεων στη θεωρία της Αριστεράς Χρήστος Τυροβούζης Γερακινή - μεταλλεία Χαλκιδικής Απάντηση Το γράμμα του Χ.Τ. είναι ενδιαφέρον και χρήσιμο. Είναι επίσης και δυσανάγνωστο. Πάντωςαποκρυπτογραφημένο βάζει προβλήματα που κάποια απ' αυτά και σοβαρά είναι και κάποιες διευκρινήσεις εκ μέρους μου χρειάζονται. Ας αρχίσουμε από την πιο ουσιαστική παρατήρηση: αφορά τις «σχέσεις αιτιότητας» ανάμεσα στο Ντελλαβολπισμό και τον Τολιατισμό αλλά και τη διαφορά τους (αντίπ. ζ). Πάνω σ' αυτό και στα συναφή για τη «χαλαρότητα» των οριοθετήσεων: Νομίζω ότι ο Χ.Τ. παρασύρθηκε, ως μη όφειλε, από τον υπότιτλο του «δοκιμίου» μου. Η ενότητα θεωρίας και πρακτικής καθόλου δεν παρουσιάζεται στο κείμενο σαν μια «σχέση αιτιότητας», σαν δηλαδή ο Ντ. Βόλπε να είναι η ultima ratio του Τολιάτι: η τελική αιτία των Γιακωβίνων δεν ήταν ο Ρουσσώ, ο ναζισμός δεν ήταν «φταίξιμο» του Κ. Schmitt, ο Πουλαντζάς δεν φταίει σε τίποτα για το ΚΚΕεσ. Με άλλα λόγια υπάρχει μία απόσταση δομική ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική και την οποία δεν μπορούμε να την καλύψουμε εκτός αν θέλουμε τη θεωρία «θεραπαινίδα» της πολιτικής - που πάντως δεν είναι η περίπτωση μου. Άλλο πράγμα λεω στο κείμενο. Ότι η ενότητα θεωρίας και πρακτικής στα χρόνια του '50 στην Ιταλία ήταν η ενότητα μιας ΑΠΟΥΣΙΑΣ. Η απουσία μαζικού κινήματος (Τολιατισμός) συμπίπτει με την απουσία μιας θεωρίας κινήματος (Ρουσσωική ανάγνωση του Μαρξ και τα υποπροϊόντα της). Αν συμβαίνει αυτό, τότε όποια συσχέτιση αιτίου και αιτιατού χάνει κάθε νόημα: οι ομιλίες του Τολιάτι στο βήμα της Συντακτικής δεν είναι ασφαλώς η postuma εκδίκηση της Εγελιανής «societa civil», ούτε, βέβαια, μπορώ να φανταστώ τον Τολιάτι να εξηγεί τη doppia linea, με τα κείμενα του Ντ. Βόλπε ανά χείρας. Το πρόβλημα είναι αλλού: για ποιο λόγο, η ανακάλυψη της «κοινωνίας των πολιτών» από τη σχολή του Ντ. Βόλπε (ούτε καν στη Γκραμσιανή της εκδοχή που είναι δίχως άλλο πιο «σωστή») δε μπορεί καθόλου να μας βοηθήσει σα μια έστω θεωρητικό - στρατηγική υπόδειξη για ένα πρόγραμμα μετάβασης; Και πάνω σ' αυτό φοβάμαι ότι ο Χ.Τ. αγνόησε εντελώς την τελευταία παράγραφο του άρθρου μου (5.2 «η κοινωνία των πολιτών δεν υπάρχει»), όπου και υπάρχουν κάποια στοιχεία, τολμώ να πω, πάνω στην πολιτική λειτουργία αυτής της έννοιας, θα προσπαθήσω να τα συμπυκνώσω σε δυο γραμμές: αν το κεντρικό ερώτημα παραμένει για τους κομμουνιστές, για τους οργανικούς διανοούμενους της εργατικής τάξης, το ΠΟΙΑ οργάνωση και ΠΟΙΑ πολιτική χρειάζονται για την κατάκτηση ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ της εξουσίας αν παραμένει αυτό (που δεν είμαι καθόλου βέβαιος...) τότε τα «Χειρόγραφα του 44» η «Κριτική...» και το «Εβραϊκό...» δεν μπορούν να μας χρησιμέψουν σε τίποτα δεν χρησίμεψαν σε τίποτα, άλλωστε, ούτε στον Λένιν που, μόνος στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού κινήματος, έδωσε τη σωστή απάντηση, και που δεν μπορούμε αλίμονο να την αντιγράψουμε, γιατί οι καιροί άλλαξαν. Αν όμως το ερώτημα δεν παραμένει το ίδιο, τότε ασφαλώς η «societa civil» είναι δίχως άλλο χρήσιμη: όσο κι αν στίψεις αυτή την έννοια δεν θα μπορέσεις να βγάλεις ποτέ αυτό που «κάποτε το λέγαμε και ήταν, και τώρα δεν το λέμε και δεν είναι, δικτατορία της τάξης» (Mario Tronti), Δηλαδή τη μόνη νοητή σοσιαλιστική δημοκρατία. 2. Καθόλου δεν συμφωνώ με τις άλλες αντιπροτάσεις του Χ.Τ. Νομίζω ότι είναι λαθεμένη η διαπίστωση (β') ότι «νομικά, οι ατομικές ελευθερίες δεν καταργούνται απαραίτητα...». Προς θεού, το σύγχρονο αστικό κράτος δεν είναι μόνο «ηγεμονία»· το σύνταγμα της Γερμανίας τροποποιήθηκε και όχι μόνο sub specie materiale (βλ. τους δώδεκα αναθεωρητικούς νόμους ανάμεσα στο 67 και 69), στην Ιταλία τα χρονικά όρια της προφυλάκισης είχαν ουσιαστικά καταργηθεί..., και υπάρχει άλλωστε μια τεράστια νομική φιλολογία πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα. Η καταστολή καθόλου δεν αναπτύχθηκε με «άθικτο και άψογο» το νομικό πλέγμα των εγγυήσεων, η απόσπαση δε της συναίνεσης, αφορούσε την ιδεολογική νομιμοποίηση της συστολής των νομικών εγγυήσεων (καθόλου αμελητέα αν σκεφτούμε τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ιταλία, όπου η μείωση του ορίου της προφυλάκισης προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις, διότι «δεν ταιριάζει σε ένα λαό όχι αρκετά Ευρωπαϊκό όπως ο Ιταλικός».) Για το χρησιδάνειο της θεματικής από τον Μάνεση: είναι «χρήση πράγματος, άνευ ανταλλάγματος» αν αυτό, υπονοεί το συνωμοτικό «ξέρει τι εννοώ» (διότι, τι θα γίνουν οι δυστυχείς αναγνώστες των «Θέσεων» που αγνοούν τι εννοεί ο Χ.Τ.;). Επί της ουσίας του θέματος: μου αρέσει πολύ ο Μάνεσης όταν γράφει για τα δυο πρόσωπα του Ιανού· είναι μια έκφραση ελάχιστα θετικιστική. Μου φαίνεται ότι είναι ακόμα η διαλεκτική της σύγχρονης συνταγματικής ιστορίας, όπου το εργατικό κίνημα δεν δέχεται τη νομιμοποίηση του κράτους και το κράτος δεν δέχεται τη νομιμότητα του κινήματος. Η νομιμότητα του κινήματος δεν καθορίζεται μόνο από το νόμο, σε τελευταία ανάλυση - δηλαδή στην κρίσιμη στιγμή ο νόμος ενσαρκώνεται από εκείνον που έχει τη ΔΥΝΑΜΗ να αποφασίσει το τι είναι νόμιμο και το τι ΟΧΙ· είναι φανερό ότι, από δω και πέρα, η «ανάγνωση» του Μάνεση γίνεται «συμπτωματική», δηλαδή όχι αθώα και βέβαια είμαι εγώ ο αποκλειστικός πια ένοχος. Άρα συνεχίζω. Η νομιμότητα του κινήματος είναι εκείνο το τμήμα της αστικής νομιμότητας που το κίνημα κατορθώνει να κατακτά και να διευρύνει με την ταξική του δύναμη. Διότι κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει. Αποφασίζει αυτός που μετράει. Μετράει αυτός που έχει δύναμη. Δύναμη έχει αυτός που κάνει σωστή πολιτική (ταξική πάλη). Και σωστή πολιτική κάνει όποιος δεν φοβάται να λερώσει τα χέρια του στα «βρωμόνερα» των αστικών θεσμών. «Διότι δίχως να λερώσεις τα χέρια σου όχι μόνο δεν φτιάχνεται μια μηχανή αλλά δεν αλλάζει ούτε μια βίδα» (Tronti και πάλι...). Ιδού λοιπόν γιατί είναι δυνατή μια εναλλακτική χρήση του συντάγματος που το υποκείμενο της δεν είναι η νομολογία αλλά το λαϊκό κίνημα. Από την κυριαρχία στην πολιτική, από την πολιτική στην κυριαρχία, ο κύκλος κλείνει. Στο βάθος είναι απλό. Πολύ φιλικά Μπάμπης Ανθόπουλος